Α.Α.-Ι. v. ΔΡ ΜΙΧΑΛΗ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 298/2014, 14/12/2023

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 298/2014

 

14 Δεκεμβρίου, 2023

 

 

[Γ.N. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

 

 

Α.Α.-Ι.

Εφεσείουσα/Ενάγουσα

ΚΑI

 

ΔΡ ΜΙΧΑΛΗ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ

Εφεσίβλητου/Εναγόμενου

 

----------------

 

Χρ. Τριανταφυλλίδης για την Εφεσείουσα

Η. Γλυκής για Ηλία Νεοκλέους για τον Εφεσίβλητο

------------------------

 

Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον

Δικαστή Γ.Ν. Γιασεμή.

----------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.:  Η εφεσείουσα, ενάγουσα σε αγωγή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, με την παρούσα έφεση επιδιώκει τον παραμερισμό της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, να απορρίψει την απαίτηση της εναντίον του εφεσίβλητου, εναγόμενου σε αυτή. Στο στάδιο εκείνο, με ειδικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα, η εφεσείουσα απαιτούσε από τον εφεσίβλητο να της επιστρέψει ποσό €4.006,82, που του  κατέβαλε, δυνάμει συμφωνίας που είχαν συνάψει μεταξύ τους. Συγκεκριμένα, κατά το Μάρτιο του 2007, αυτή ανέθεσε στον εφεσίβλητο, ιατρό με ειδικότητα τη γυναικολογία, να τη χειρουργήσει και να αφαιρέσει διάφραγμα που χώριζε τη μήτρα της στα δύο.  Το εν λόγω διάφραγμα, αποτελούσε αιτία που την εμπόδιζε να τεκνοποιήσει και γι΄ αυτό έπρεπε να αφαιρεθεί. Η εφεσείουσα, ισχυριζόταν ότι ο σκοπός, ανωτέρω, της συμφωνίας δεν ευοδώθηκε, με αποτέλεσμα  το αντάλλαγμα,  σε σχέση με αυτή, να απέτυχε πλήρως. Παρεμπιπτόντως, ο εφεσίβλητος εγχείρησε την εφεσείουσα, στις εγκαταστάσεις συγκεκριμένου ιδιωτικού ιατρικού κέντρου, στη Λεμεσό, για την οποία πτυχή θα γίνει αναφορά σε μεταγενέστερο στάδιο. 

 

Στις 29.3.2007, ο εφεσίβλητος χειρούργησε την εφεσείουσα και, όπως την πληροφόρησε, αφαίρεσε το διάφραγμα. Κατέγραψε την εγχείρηση και όλες τις συναφείς εργασίες, σε ψηφιακό δίσκο, τον οποίο της παρέδωσε.  Καθότι, όμως, το πρόβλημα τεκνοποίησης που η εφεσείουσα αντιμετώπιζε δεν εξέλειπε, σε μεταγενέστερο χρόνο, κατά το ίδιο έτος, αυτή, επισκέφθηκε και άλλο ιατρό, γυναικολόγο, ο οποίος την εξέτασε με τη συνεργασία και ενός ιατρού, ειδικού στη γυναικολογία, από την Αμερική.  Μετά την εξέταση, που οι τελευταίοι διενήργησαν στην εφεσείουσα, την πληροφόρησαν, σύμφωνα με δική τους διαπίστωση,  πως το διάφραγμα δεν είχε αφαιρεθεί, παρά μόνο ένα μικρό τμήμα του.   Στη συνέχεια, κατόπιν ανάθεσης, αυτοί  χειρούργησαν εκ νέου, την εφεσείουσα.  Τούτη την φορά, το διάφραγμα αφαιρέθηκε και δεν υφίστατο πλέον.  Οι τελευταίες αναφορές, αποτελούν την εκδοχή της εφεσείουσας, προς υποστήριξη της προαναφερθείσας απαίτησης της, εναντίον του εφεσίβλητου.

 

Το Δικαστήριο, στο πλαίσιο της απόφασής του, αφού αναφέρθηκε στη μαρτυρία των διαφόρων μαρτύρων, έθεσε την έμφαση, ιδιαίτερα, σε αυτή των ιατρών.  Τόνισε, συναφώς, ότι «Χωρίς πλέον δεύτερη σκέψη το επίμαχο ζήτημα του κατά πόσο ή όχι επιτεύχθηκε μέσα από την επέμβαση του εναγομένου ο ιατρικός στόχος της ενοποίησης της μήτρας της ενάγουσας δια της απαλλαγής από την ύπαρξη του διαφράγματος είναι θέμα που θα κριθεί μέσα από την αξιολόγηση των εξειδικευμένων μαρτυριών του Δρ. Charles March (M.E.3) και του εναγόμενου ως γυναικολόγοι ιατροί που και οι δύο είναι με ειδικότητα στη γονιμότητα, υπό το φως του ψηφιακού δίσκου (DVD), που κατατέθηκε στην παρούσα διαδικασία ως Τεκμήριο 14.».  Θα εξέταζε τη συγκεκριμένη επιστημονική μαρτυρία, την οποία έκρινε ως πλέον σημαντική, προκειμένου να αποφάσιζε κατά πόσο ο εφεσίβλητος εκπλήρωσε την, ως άνω, συμβατική υποχρέωση του, προς την εφεσείουσα. 

 

Αφού, λοιπόν, το Δικαστήριο αποφάσισε, όπως πιο πάνω, αναφέρθηκε, προς καθοδήγηση του, στη σημασία της μαρτυρίας πραγματογνωμόνων μαρτύρων.  Παρατήρησε, συναφώς, πως «Ο ρόλος του εμπειρογνώμονα είναι να προμηθεύει το Δικαστή με τα αναγκαία επιστημονικά κριτήρια για την αξιολόγηση της ορθότητας των συμπερασμάτων του για να μπορέσει έτσι … να σχηματίσει τη δική του ανεξάρτητη γνώμη εφαρμόζοντας αυτά τα κριτήρια πάνω στα γεγονότα που αποδεικνύονται με μαρτυρία».  Συμπλήρωσε δε παρατηρώντας, επίσης, ότι, «Η μαρτυρία  ενός εμπειρογνώμονα γίνεται αποδεκτή για να παρέχει στο Δικαστήριο επιστημονική μαρτυρία που μπορεί να μην βρίσκεται μέσα στις γνώσεις και εμπειρίες του Δικαστή»  Το Δικαστήριο, προς υποστήριξη των όσων ανέφερε, πιο πάνω, παρέπεμψε σε σχετική νομολογία[1], καθοδηγούμενο, έτσι, ως προς το χειρισμό της μαρτυρίας των εν  λόγω μαρτύρων. 

 

Στο πιο πάνω πλαίσιο, το Δικαστήριο, αναφέρθηκε στη μαρτυρία του δρ March, όταν κατέθεσε σε σχέση με το περιεχόμενο του ψηφιακού δίσκου. Παρατήρησε, συναφώς, πως αυτός «σχολίασε πάνω στο τι κατά τη γνώμη του απεικόνιζε το Τεκμήριο 14 δίδοντας τη δική του ιατρική εκδοχή». Συγκεκριμένα, ο δρ March, κατά την παρακολούθηση του ψηφιακού δίσκου, ενώπιον του Δικαστηρίου, ανέφερε ότι ένα μικρό τμήμα, μόνο, του διαφράγματος, στο κάτω μέρος του, είχε αποκοπεί και εξήγησε, λεπτομερώς, πώς κατέληξε στο πιο πάνω συμπέρασμα. Όσον φορά τη μαρτυρία του εφεσίβλητου, το Δικαστήριο ανέφερε πως αυτός, «μέσα από τη δική του μαρτυρία αναγνώρισε το Τεκμήριο 14 ως τον ψηφιακό δίσκο που καταγράφει την εγχείρηση της ενάγουσας, τον οποίο ψηφιακό δίσκο ο ίδιος δημιούργησε και έδωσε στην ενάγουσα μετά το τέλος της εγχείρησης που έγινε από αυτόν». Ακολούθως, σχολιάζοντας, περαιτέρω, την εκδοχή του εφεσίβλητου, παρατήρησε πως, «καθ’ όσον πάντοτε αφορά τα επίδικα θέματα της υπόθεσης αυτής, από την αρχή ήταν συνοπτικά ότι έχει ‘αφαιρέσει’ το διάφραγμα και πληρώθηκε για την ιατρική εργασία που διεκπεραίωσε». Πέραν της πιο πάνω παρατήρησης, το Δικαστήριο, δεν αναφέρει πουθενά στην απόφαση του, αν ο εφεσίβλητος, στο χρόνο που έδινε ο ίδιος μαρτυρία, εξήγησε το περιεχόμενο του ψηφιακού δίσκου και τις διάφορες ενέργειες του, κατά την εγχείρηση που διενήργησε στην εφεσείουσα. 

 

Η εφεσείουσα, με τον μοναδικό, βασικά, λόγο έφεσης που προβάλλει,  εισηγείται ότι το Δικαστήριο, στην προκειμένη περίπτωση, αφού παρακολούθησε τον ψηφιακό δίσκο, ουσιαστικά, ενήργησε ως πραγματογνώμονας μάρτυρας. Δηλαδή, αποφάσισε επί της διαφοράς των διαδίκων, αποκλειστικά, με βάση ό,τι το ίδιο αντιλήφθηκε και κατανόησε, από το περιεχόμενο του ψηφιακού δίσκου και όχι στη βάση της μαρτυρίας των πραγματογνωμόνων μαρτύρων, ήτοι των προαναφερθέντων ειδικών ιατρών, στο τομέα της γυναικολογίας, που κατέθεσαν ενώπιον του.

 

Είναι γεγονός, πως το Δικαστήριο, παρά τη διαπίστωση του ότι, σε σχέση με την ενώπιον του υπόθεση, ήταν αναγκαία η επιστημονική μαρτυρία, καθώς, επίσης, την καθοδήγηση που αυτό άντλησε από τη σχετική νομολογία, ως προς τη σημασία και το χειρισμό της, εντούτοις, κατά το στάδιο που θα προέβαινε στην συγγραφή της απόφασης του,  βασικά, περιορίστηκε στην παρακολούθηση από το ίδιο, του ψηφιακού δίσκου. Όπως αναφέρει σε αυτή,   «το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να μελετήσει και παράλληλα να αξιολογήσει το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 14, για το οποίο δέχεται ότι καταγράφει το αποτέλεσμα της χειρουργικής επέμβασης της Ενάγουσας από τον Εναγόμενο.».  Στη συνέχεια, αναφέρεται και σε ό,τι κατά την αντίληψη του ήταν τα διάφορα στάδια της εγχείρησης που το οδήγησαν να αντιληφθεί την αφαίρεση του διαφράγματος, αφήνοντας τη μήτρα της εφεσείουσας να εμφανίζεται ως ένας ενιαίος χώρος. Εμφανώς, ό,τι το Δικαστήριο αναφέρει με περισσή λεπτομέρεια, αποτελεί δική του αντίληψη, των διαφόρων σταδίων της υπό αναφορά εγχείρησης, κατά την παρακολούθηση του ψηφιακού δίσκου, στο δικό του χρόνο, χωρίς να αναφέρει κατά πόσο άντλησε καθοδήγηση, από όποια επιστημονική μαρτυρία κατέθεσαν ενώπιον του οι ειδικοί ιατροί.

 

Ο νόμος και η πρακτική, υπαγορεύουν ότι, το δικαστήριο, δεν είναι επιτρεπτό να ενεργεί το  ίδιο ως πραγματογνώμονας, σε σχέση με θέματα που αποτελούν αντικείμενο επιστημονικής γνώσης, ώστε να μην εμπίπτουν στη γνώση του κοινού ανθρώπου, (βλ. Μακρίδης ν. Dharaghji κ.α. (1990) 1 Α.Α.Δ. 1013, σελίδα 1021).  Όταν δε, για να διαπιστώσει τα γεγονότα υπόθεσης που εκδικάζεται ενώπιον του, πρέπει να βασιστεί στη μαρτυρία πραγματογνώμονα μάρτυρα, την αξιολογεί πρώτα, ως προς την αξιοπιστία της, με βάση τους συνήθεις κανόνες απόδειξης. Ακολούθως την κατανοεί.  Αφού βεβαιωθεί και για τούτο, με τη γνώση που θα έχει πλέον αποκτήσει, προβαίνει σε ευρήματα επί των γεγονότων που αφορούν την ιατρική πτυχή της.  Όπως, ακριβώς, έχει λεχθεί, ο πραγματογνώμονας παρέχει στο Δικαστήριο την αναγκαία επιστημονική γνώση, ώστε να κατανοήσει, το ίδιο, δεδομένα επιστημονικού περιεχομένου, που έχουν τεθεί ενώπιον του, προκειμένου να καταλήξει στη δική του ανεξάρτητη κρίση σε σχέση με συγκεκριμένη πτυχή της υπόθεσης, (βλ. Πιττάλης κ.α. ν. Ianira Entr. Ltd κ.α. (1997 1 Α.Α.Δ. 184, Κοινοτικό Συμβ. Ομόδους ν. Κονναρή (2011) 1 Α.Α.Δ. 2298 και Μελικίδης ν. Παπαγεωργίου κ.α. (2013) 1 Α.Α.Δ. 832).

 

Στην προκειμένη περίπτωση, ο Δικαστής, διεξήλθε του ψηφιακού δίσκου, παρακολουθώντας το περιεχόμενο του, και κατέληξε σε ευρήματα επί των ιατρικών γεγονότων, χωρίς να αναζητήσει βοήθεια από τη μαρτυρία των ειδικών ιατρών, που κατέθεσαν ενώπιον του.  Έδωσε, έτσι, την εντύπωση ότι, ο ίδιος, κατανοούσε τα όσα είδε αποτυπωμένα σε αυτόν,  χωρίς να εξηγήσει πώς τούτο ήταν δυνατό, δεδομένου ότι το εσωτερικό του ανθρώπινου σώματος δεν αποτελεί κοινή γνώση του συνηθισμένου ανθρώπου, μη εξαιρουμένου του δικαστή.  Εν προκειμένω δε, αυτό που απεικόνιζε ο ψηφιακός δίσκος, ήταν το εσωτερικό του σώματος της εφεσείουσας. Ως εκ του γεγονότος αυτού και μόνο, ο Δικαστής, έπρεπε να είχε βασιστεί στη μαρτυρία των ειδικών ιατρών, εάν τούτο ήταν επιτρεπτό, με βάση τους κανόνες της απόδειξης, ώστε να κατανοούσε σε ποια κατάσταση βρισκόταν η μήτρα της εφεσείουσας. Πόσο μάλλον, όταν ο ίδιος έκρινε πως, για να αποφάσιζε το «επίμαχο ζήτημα», όπως το αποκάλεσε, ήταν αναγκαίο να είχε τη συνδρομή μαρτυρίας ειδικών ιατρών, αναγνωρίζοντας, έτσι, πως ο ίδιος, όπως ήταν φυσικό, δεν είχε γνώσεις στο συγκεκριμένο τομέα.

 

Επομένως, ο Δικαστής, μετέτρεψε τον εαυτό του σε πραγματογνώμονα μάρτυρα.  Τοιουτοτρόπως, θεώρησε ότι αναγνώριζε αυτά που έβλεπε,  καθώς και τα όσα συνέβαιναν κατά την εγχείρηση, στο εσωτερικό του σώματος της εφεσείουσας, όταν, μάλιστα, οι δύο ειδικοί ιατροί διαφωνούσαν μεταξύ τους, όπως τούτο προκύπτει από τις αναφορές του, στη μαρτυρία τους. Ενεργώντας, όμως, ως ανωτέρω, έσφαλε, όσον αφορά την εξέταση και το χειρισμό της ιατρικής μαρτυρίας, που είχε ενώπιον του. Τα ευρήματα δε, στα οποία οδηγήθηκε, ουσιαστικά, ήταν ανέφικτα, αφού δεν μπορούσε να είχαν ληφθεί υπόψη, με αποτέλεσμα η διαφορά των μερών, να μην είχε τελεσφορήσει.

 

Η περίπτωση προσφέρεται και για επανεκδίκαση. Υπάρχει, όμως, μαρτυρία η οποία, μέσα από την ίδια την απόφαση του Δικαστηρίου, αναδεικνύεται ως αδιαμφισβήτητη και μπορεί να ληφθεί υπόψη από το παρόν Δικαστήριο. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο, αφού διαπίστωσε ότι ο δρ March κατέθεσε υπό την ιδιότητα του ιατρού, εμπειρογνώμονα στην γυναικολογία, προσέθεσε λέγοντας ότι «τόσο τα ακαδημαϊκά όσο και τα επαγγελματικά προσόντα του καθώς και το πεδίο γνώσεων του, αλλά και οι εμπειρίες και η επαγγελματική του κατάρτιση, ουσιαστικά δεν αμφισβητήθηκαν.  Ούτε το Δικαστήριο έχει λόγο να τα αμφισβητήσει και ως εκ τούτου αποδέχομαι το περιεχόμενο του ομολογουμένως πλούσιου βιογραφικού σημειώματος του που κατατέθηκε ως Τεκμήριο 12  ως ορθό και αληθές.».  Εντούτοις, δεν έκανε δεκτές τις παρατηρήσεις στις οποίες αυτός προέβη, κατά την παρακολούθηση του ψηφιακού δίσκου, στη διάρκεια της ακροάσεως.  Για την ακρίβεια, έκρινε ότι αυτές δεν επαληθεύονταν, κατά την έκφραση του, υπό το φως των ευρημάτων στα οποία το ίδιο κατέληξε από την παρακολούθηση του ψηφιακού δίσκου, αν και, δεδομένου του τρόπου που οδηγήθηκε στα εν λόγω ευρήματα, όπως έχει προηγουμένως εξηγηθεί, αυτά παρέμειναν μετέωρα.  Δεν υποστηρίζονταν ούτε και από μαρτυρία, προερχόμενη από τον εφεσίβλητο, αφού, υπενθυμίζεται, ο τελευταίος δεν εξήγησε στο Δικαστήριο το περιεχόμενο του ψηφιακού δίσκου, κατά το στάδιο που έδινε μαρτυρία. 

 

Επομένως, τα όσα ο δρ March ανέφερε στο Δικαστήριο, ουσιαστικά, παρέμειναν αναντίλεκτα.  Ήταν δε, η μαρτυρία του, αυτή, αρκούντως επεξηγηματική όσον αφορά το περιεχόμενο του ψηφιακού δίσκου, στα σημεία όπου εμφανιζόταν η επέμβαση που διενήργησε ο εφεσίβλητος, για αφαίρεση του διαφράγματος από τη μήτρα της εφεσείουσας.  Επομένως, μπορεί να γίνει αναφορά σε αυτή, προκειμένου να διαπιστωθεί η αλήθεια, σε σχέση με την υπό εξέταση πτυχή.  Όπως προβλέπεται στο άρθρο 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, (Ν.14/1960), το Ανώτατο Δικαστήριο κατά την εξέταση εφέσεως, «… δεν θα δεσμεύεται από οιασδήποτε αποφάσεως περί πραγματικών γεγονότων του εκδικάσαντος δικαστηρίου και θα έχη εξουσίαν να αναθεωρή τας προσαχθείσας αποδείξεις, να συναγάγει τα ίδια αυτού συμπεράσματα … και δύναται να δώση οιανδήποτε απόφασιν ή να εκδώση οιονδήποτε διάταγμα το οποίον αι περιστάσεις της υποθέσεως δικαιολογούν,…».  Ασκώντας, λοιπόν, την πιο πάνω εξουσία, υπό το φως και των όσων έχουν προαναφερθεί, η εν λόγω μαρτυρία του δρ March, κρίνεται αποδεκτή, για εξαγωγή συμπερασμάτων ως προς την αλήθεια.  Επομένως, στη βάση αυτής, είναι η κατάληξη του παρόντος Δικαστηρίου ότι, κατά την εγχείρηση που ο εφεσίβλητος διενήργησε στην εφεσείουσα, δεν έγινε κατορθωτό να αφαιρεθεί το διάφραγμα από τη μήτρα της, ως η υποχρέωση που αυτός είχε αναλάβει, έναντι της.  Σαφώς, ως εκ της πιο πάνω διαπίστωσης, υπήρξε πλήρης αποτυχία του ανταλλάγματος, ώστε να δικαιολογείται όπως ο εφεσίβλητος αποκαταστήσει την εφεσείουσα, στο ποσό που αυτή του κατέβαλε για τη συγκεκριμένη χειρουργική επέμβαση, (βλ. Καλησπέρας ν. Δρυάδη κ.α. (1998) 1 Α.Α.Δ. 867, σελίδα 879, Pop Life Electric Shop Ltd κ.α ν. Ονησιφόρου κ.α. (2007) 1 Α.Α.Δ. 359 και Ζαχαρίου κ.α. ν. Καλογήρου (2008) 1 Α.Α.Δ. 174).

 

Υπάρχει, τέλος, και μια τελευταία πτυχή στην υπόθεση, σχετική με την πιο πάνω διαπίστωση. Συγκεκριμένα, παρά την απαίτηση της εφεσείουσας, για επιστροφή ποσού €4.006,82, το Δικαστήριο, διαπίστωσε ότι αυτή κατέβαλε στον εφεσίβλητο για την εγχείρηση, ποσό €2.050,32.-, μόνο.  Είναι το ποσό αυτό, το οποίο θα δικαιούτο η εφεσείουσα, αν η απαίτηση της  ενώπιον του, επιτύγχανε. Το υπόλοιπο ποσό, όπως διαπίστωσε, είχε καταβληθεί στο ιδιωτικό ιατρικό κέντρο, όπου πραγματοποιήθηκε η εγχείρηση.  Η πιο πάνω κατάληξη του Δικαστηρίου, δεν αμφισβητήθηκε, κατ’  έφεση. Εν κατακλείδι, υπό τις περιστάσεις, δικαιολογείται, να καταβληθεί σε αυτή από τον εφεσίβλητο το ποσό των €2.050,32, το οποίο να φέρει νόμιμο τόκο από τις 29.3.2007, ημερομηνία κατά την οποία πραγματοποιήθηκε η υπό αναφορά εγχείρηση.

 

Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση επιτυγχάνει. Εκδίδεται απόφαση υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον του εφεσίβλητου για το ποσό των €2.050, 32 σεντ, με νόμιμο τόκο από τις 29.3.2007.  Επίσης, επιδικάζονται έξοδα υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον του εφεσίβλητου, τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €2.500.- πλέον Φ.Π.Α.

 

 

Γ.N. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

 

 

Δ. ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ, Δ.

 

 

Ν.Γ. ΣΑΝΤΗΣ, Δ.

 

 

 

 

/γκ



[1] Philippou v. Odysseos (1989) 1 C.L.R. 1, Καούρης v. Δημητρίου (2008) 1Β Α.Α.Δ. 967.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο