ADONIS NICOLETTIDES AND ANOTHER ν. THE POLICE (1973) 2 CLR 222

(1973) 2 CLR 222

1973 August 7

[*222]

 

[ΔΙΚΑΣΤΑΙ : ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗΣ, Πρόεδρος,

ΣΤΑΥΡΙΝΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ,

Α. ΛΟΪΖΟΥ, ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δικασταί].

ΑΔΩΝΙΣ ΝΙΚΟΛΕΤΤΙΔΗΣ ΚΑΙ ΑΛΛΟΣ,

 

Εφεσείοντες,

κατά

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

Εφεσιβλήτου.

(Ποινικαί Εφέσεις υπ’ αρ. 3476-3477).

 

Δικαστικόν Διάταγμα Κρατήσεως (ή Προφυλακίσεως) αξιωματικών υπηρετούντων εις την Εθνικήν Φρουράν — Δικαιοδοσία — Δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου προς έκδοσιν τοιούτων διαταγμάτων —Αρμοδίως όθεν εξεδόθησαν υπό Δικαστού του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας τα υπό κρίσιν διατάγματα κρατήσεως αξιωματικών - Άρθρον 24 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφάλαιον 155- Άρθρα 119(1), 120, 121(1) και 138 του περί Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικος και Δικονομίας Νόμου, 1964 (Νόμος 40/1964) - Και άρθρον 11, παράγραφοι 5, 6 και 7 του Συντάγματος - Βλ. και παραγράφους 1 και 2(γ) του εν λόγω άρθρου 11.

Προφυλάκισις — Δικαστικόν Διάταγμα Προφυλακίσεως (ή Κρατήσεως δια σκοπούς ανακρίσεως) - Βλ. ανωτέρω και κατωτέρω, Passim.

Δικαστικόν Διάταγμα Κρατήσεως -Έφεσις — Τοιαύτα διατάγματα υπόκεινται εις έφεσιν εις το Ανώτατον Δικαστήριον και δη ανεξαρτήτως του εάν ταύτα εξεδόθησαν υπό Επαρχιακού Δικαστηρίου ή υπό Στρατοδικείου- Άρθρον 11, παράγραφος 6, του Συντάγματος.

Εθνική Φρουρά -Αξιωματικοί υπηρετούντες εις την Εθνικήν Φρουράν -  Υπόκεινται εις δικαστικά διατάγματα κρατήσεως εκδιδόμενα υπό Επαρχιακού Δικαστηρίου (ή Δικαστού τοιούτου Δικαστηρίου) - Βλ. ανωτέρω.

Δικαστικόν Διάταγμα Κρατήσεως - Ισχυρισμοί περί κακοποιήσεως κρατουμένου, προσαγομένου προ του Δικαστού επί τω τέλει εκδόσεως διατάγματος κρατήσεως ως διαλαμβάνει το άρθρον 11, παράγραφος 6, του Συντάγματος — Τίνι τρόπω τοιούτοι ισχυρισμοί δύνανται να τεθώσι προ του Δικαστού —Διά δηλώσεως [*223] απλώς ή μαρτυρίας κατά την κρίσιν του Δικαστού - Ο Δικαστής δεν κρίνει οριστικώς την ουσίαν του ισχυρισμού αλλ' απλώς λαμβάνει γνώσιν και της εν λόγω πτυχής της σχετικής αιτήσεως ενώπιον του διά να δυνηθή να ενάσκηση δεόντως την διακριτικήν αυτού εξουσίαν, και δη εν γνώσει πάντων των κρισίμων στοιχείων.

Δικαστικόν Διάταγμα Κρατήσεως - Διαδικασία εκδόσεως τοιούτον διατάγματος μη συμπληρωθείσα αυθημερόν - Κατά πόσον δύναται να συνεχισθή την επομένην ενώπιον άλλον Δικαστού και διά της καταθέσεως ή υποβολής νέας αυτοτελούς αιτήσεως- Υπό ωρισμένους όρους τοιαύτη μέθοδος είναι επιτρεπτή.

Δικαιοδοσία - Επαρχιακού Δικαστηρίου—Διάταγμα Κρατήσεως -  Αξιωματικοί υπηρετούντες εις την Εθνικήν Φρουράν - Βλ. ανωτέρω.

Έφεσις - Διάταγμα Κρατήσεως — Άρθρον 11.6 του Συντάγματος - Βλ. ανωτέρω.

Κακοποίησις — Ισχυρισμός κακοποιήσεως κρατουμένου - Τίνι τρόπω ο τοιούτος ισχυρισμός δύναται να αχθή προ του Δικαστού όστις επιλαμβάνεται αιτήσεως προς έκδοσιν διατάγματος κρατήσεως - Εξουσίαι του Δικαστού- Βλ. ανωτέρω.

Ποινική Δικονομία - Διάταγμα κρατήσεως κ.τ.λ. - Βλ. ανωτέρω.

Συνταγματικόν Δίκαιον — Διάταγμα (δικαστικόν) κρατήσεως -Έφεσις κ.τ.λ. - Άρθρον 11.6 και 7 του Συντάγματος - Βλ. ανωτέρω.

Σημείωσις : το πλήρες κείμενον των παραγράφων 5, 6 και 7 του άρθρου 11 του Συντάγματος ως επίσης και τα άλλα σχετικά αποσπάσματα εκ του Συντάγματος και των Νόμων περί ων προείρηται, εκτίθενται εις την απόφασιν του Δικαστηρίου (βλ. κατωτέρω).

Εις τας προκειμένας συνηνωμένας ποινικάς εφέσεις το Ανώτατον Δικαστήριον έκρινεν ότι, ήτοι:-

(1) Δικαστικά Διατάγματα Κρατήσεως (ή άλλως Δικαστικά Διατάγματα προφυλακίσεως) υπόκεινται εις έφεσιν ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, και δη ανεξαρτήτως του εάν ταύτα εξεδόθησαν υπό Επαρχιακού Δικαστηρίου ή υπό του Στρατοδικείου, των γενικών διατάξεων της παραγράφου 7 του Άρθρου 11 του Συντάγματος μη περιοριζουσών το παράπαν την ειδικήν διάταξιν της παραγράφου 6 του εν λόγω Άρθρου 11 ήτις [*224] ρητώς προβλέπει δικαίωμα εφέσεως εναντίον τοιούτων διαταγμάτων.

(2)Τα Επαρχιακά Δικαστήρια κέκτηνται δικαιοδοσίαν προς έκδοσιν τοιούτων διαταγμάτων κρατήσεως (προφυλακίσεως) αξιωματικών υπηρετούντων εις την Εθνικήν Φρουράν.

(3)(α) Ισχυρισμοί περί κακοποιήσεως κρατουμένου και προσαχθέντος προ του Δικαστού επί τω τέλει εκδόσεως διατάγματος κρατήσεως δύνανται να τεθώσι προ του Δικαστού ως ούτος ήθελε κρίνει πρόσφορον είτε δι' απλής δηλώσεως είτε δι' ενόρκου μαρτυρίας.

(β) ο Δικαστής δεν κρίνει—ούτε έχει τοιούτον δικαίωμα — οριστικώς περί της ουσίας του ισχυρισμού περί κακοποιήσεως αλλ' απλώς λαμβάνει γνώσιν και της πτυχής ταύτης της ενώπιον αυτού σχετικής αιτήσεως ίνα δυνηθή τοιουτοτρόπως να ενασκήση δεόντως την διακριτικήν αύτου εξουσίαν επί του θέματος και δη πλήρως ενημερωμένος επί πάντων των κρισίμων στοιχείων.

(4)Διαδικασία προς έκδοσιν δικαστικού διατάγματος κρατήσεως μη συμπληρωθείσα αυθημερόν, δύναται να συνεχισθή ή επαναληφθή την επομένην ενώπιον άλλου Δικαστού υπό ωρισμένους όρους και διά της υποβολής νέας αυτοτελούς αιτήσεως προς τούτο.

Τα πραγματικά περιστατικά των υποθέσεων τούτων εκτίθενται αρκούντως εις την απόφασιν του Ανωτάτου Δικαστηρίου διά της οποίας απερρίφθησαν αμφότεραι αι προκείμεναι ποινικαί εφέσεις.

Εφέσεις.

Εφέσεις υπό του Άδωνι Νικολεττίδη και άλλου κατά δικαστικών διαταγμάτων κρατήσεώς των, εκδοθέντων υπό του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Α. Ιωαννίδης, Προσ. Ε.Δ.) κατά την 29ην Ιουνίου, 1973.

Π. Δημητρίου, Μ. Ηλιάδης και Λ. Γεωργιάδου (Κα), διά τους εφεσείοντας.

Κλ. Αντωνιάδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, διά την εφεσίβλητον.

ΑΠΟΦΑΣΙΣ*

ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗΣ, Πρ.: Αι παρούσαι εφέσεις κατεχωρήθησαν κατά διαταγμάτων οκταημέρου κρατήσεως των εφεσειόντων [*225] δι' ανάκρισιν αφορώσαν εις αδικήματα εν σχέσει προς τα οποία συνελήφθησαν ως ύποπτοι. Τα διατάγματα εξεδόθησαν υπό του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας.

Εν σχέσει προς κράτησιν δι' ανάκρισιν το άρθρον 11 του Συντάγματος προνοεί ότι:-

«1. Έκαστος έχει το δικαίωμα ελευθερίας και προσωπικής ασφαλείας.

2. Ουδείς στερείται της ελευθερίας αυτού, ειμή ότε και όπως ο νόμος ορίζη εις τας περιπτώσεις:

(γ) συλλήψεως ή κρατήσεως ατόμου ενεργουμένης προς τον σκοπόν προσαγωγής αυτού ενώπιον της αρμοδίας κατά νόμον αρχής επί τη ευλόγω υπονοία ότι διέπραξεν αδίκημα ή οσάκις ή σύλληψις ή κράτησις θεωρηθή  ευλόγως αναγκαία προς παρεμπόδισιν διαπράξεως αδικήματος ή αποδράσεως μετά την διάπραξιν αυτού,

5.Ο συλληφθείς προσάγεται ενώπιον του Δικαστού ως οίον τε συντομώτερον ευθύς μετά την σύλληψιν αυτού, πάντως δε το βραδύτερον εντός είκοσι τεσσάρων ωρών από της συλλήψεως, εφ' όσον δεν αφεθή πρότερον ελεύθερος.

6.Ο Δικαστής, ενώπιον του όποιου προσήχθη ο συλληφθείς, χωρεί ταχέως εις διερεύνησιν των λόγων της συλλήψεως εις καταληπτήν υπό του συλληφθέντος γλώσσαν και, ως οιόν τε συντομώτερον, πάντως δε το βραδύτερον εντός τριών ημερών από της τοιαύτης προσαγωγής, ή απολύει τον συλληφθέντα υπό τους κατά την κρίσιν αυτού καταλλήλους όρους ή διατάσσει την κράτησιν αυτού, οσάκις ή περί της διαπράξεως του αδικήματος ανάκρισις, δι' ό συνελήφθη, δεν συνεπληρώθη και δύναται να διατάσση εκάστοτε την κράτησιν αυτού επί περίοδον χρόνου μη υπερβαίνουσαν τας οκτώ ημέρας. Ο συνολικός χρόνος όμως της τοιαύτης κρατήσεως δέον να μη υπερβαίνη τους τρεις μήνας από της ημερομηνίας της συλλήψεως, μετά την παρέλευσιν των οποίων παν άτομον ή αρχή έχουσα υπό κράτησιν τον συλληφθέντα απολύει αυτόν παρευθύς. Πάσα κατά τα ανωτέρω απόφασις του Δικαστού υπόκειται εις έφεσιν.

7.Πας στερηθείς της ελευθερίας αυτού διά συλλήψεως ή κρατήσεως δικαιούται να προσφύγη εις το αρμόδιον δικαστήριον, ίνα τούτο κρίνη ταχέως την νομιμότητα της κρατή[*226]σεως και διατάξη την απόλυσιν αυτού, εάν η κράτησις δεν είναι νόμιμος.

…………………………………………………………………………………………».

Οι συνήγοροι των εφεσειόντων ισχυρίσθησαν ότι το Επαρχιακόν Δικαστήριον Λευκωσίας δεν εκέκτητο αρμοδιότητα να εκδώση τα εν λόγω διατάγματα διότι μόνον αρμόδιον εν προκειμένω ήτο το Στρατιωτικών Δικαστήριον ως εκ του γεγονότος ότι κατά τον χρόνον της εκδόσεως των διαταγμάτων oι εφεσείοντες ήσαν αξιωματικοί υπηρετούντες εις την Εθνικήν Φρουράν.

Δεδομένου ότι βάσει του άρθρου 11(6) δύναται να ασκηθή έφεσις ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά διατάγματος κρατήσεως δι' ανάκρισιν, είτε το διάταγμα εξεδόθη υπό του Επαρχιακού Δικαστηρίου είτε τούτο εξεδόθη υπό του Στρατιωτικού Δικαστηρίου, και εις εκατέραν περίπτωσιν το Ανώτατον Δικαστήριον, έχει, ως δευτεροβάθμιον δικαστήριον, τας ιδίας ακριβώς εξουσίας, το εγερθέν θέμα αναρμοδιότητος δεν ενέχει ουσιώδη σημασίαν. Εν τούτοις εφ' όσον ηγέρθη δέον να εξετασθή και αποφασισθή υφ' ημών.

Εν πρώτοις δέον να αναφερθή ότι το θέμα της αρμοδιότητος του Επαρχιακού Δικαστηρίου δύναται να αποφασισθή κατά την παρούσαν κατ' έφεσιν διαδικασίαν βάσει της ως άνω παραγράφου (6) του άρθρου 11, διότι η πρόνοια εις την παράγραφον (7) του ιδίου άρθρου περί δικαιώματος προσφυγής εις δικαστήριον δι' ελεγχον της νομιμότητος της κρατήσεως δεν δύναται να ερμηνευθή ως περιοριστική της εκτάσεως της κατ' έφεσιν δικαιοδοσίας δυνάμει της παραγράφου (6).

Αι νομοθετικαί διατάξεις επί των οποίων εβασίσθη η περί αναρμοδιότητος του Επαρχιακού Δικαστηρίου επιχειρηματολογία των συνηγόρων των εφεσειόντων περιέχονται, κυρίως, εις τον περί Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικος και Δικονομίας Νόμον του 1964 (Νόμος 40/64).

Είναι εμφανές ότι κατά την σύνταξιν του Νόμου 40/64 ελήφθησαν υπ' όψιν, εις μέγα βαθμόν, αι ανάλογοι πρόνοιαι του εν Ελλάδι ισχύοντος Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικος, αλλά είναι επίσης προφανές ότι αι πρόνοιαι αι ληφθείσαι εκ του εν λόγω Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικος διεμορφώθησαν κατά τοιούτον τρόπον ώστε να συνάδουν προς την εν Κύπρω ισχύουσαν Ποινικήν Δικονομίαν και διαδικασίαν, και ως εκ τούτου η εφαρμογή των δυνατόν να μην έχη πάντοτε τα ίδια αποτελέσματα ως η εφαρμογή των αντιστοίχων προνοιών εν Ελλάδι.

 [*227]

Δέον να σημειωθή ότι ο Νόμος 40/64 (και ως ετροποποιήθη μεταγενεστέρως) δεν αποτελεί αυτοτελές νομοθέτημα, εν όψει του γεγονότος ότι το άρθρον 138 του Νόμου προνοεί ότι :-

«Περί των αντικειμένων περί ων δεν προβλέπει ειδικώς ο παρών Νόμος εφαρμόζονται αι διατάζεις του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου και παντός ετέρου ειδικού επί εκάστης περιπτώσεως νόμου και κανονισμού».

Δυνάμει των προνοιών του άρθρου 119 του Νόμου 40/64 η ανάκρισις ενεργείται, υπό την εποπτείαν και συμφώνως προς τας οδηγίας του Γενικού Εισαγγελέως της Δημοκρατίας, είτε κατόπιν διαταγής του οργάνου του έχοντος δικαίωμα προς τούτο είτε αυτεπαγγέλτως. εις την παρούσαν περίπτωσιν η ανάκρισις δεν διεξάγεται αυτεπαγγέλτως, βάσει του εδαφίου (2) του άρθρου 119, αλλά, συμφώνως προς υφισταμένας οδηγίας, υπό αστυνομικών οργάνων εχόντων, δυνάμει της σχετικής νομοθεσίας, το δικαίωμα να προβαίνουν εις ανακρίσεις.

Η μόνη πρόνοια του Νόμου 40/64 η οποία αφορά εις προφυλάκισιν (άλλαις λέξεσιν, κράτησιν δι' ανάκρισιν) είναι το άρθρον 120, βάσει του οποίου η έκδοσις διατάγματος προφυλακίσεως υπό Στρατιωτικού Δικαστηρίου επιτρέπεται εν περιπτώσει ανακρίσεως ενεργουμένης αυτεπαγγέλτως, δυνάμει των προνοιών του άρθρου 119(2). Ως δε έχει ήδη αναφερθή η ανάκρισις εις την παρούσαν περίπτωσιν δεν ενεργείται αυτεπαγγέλτως.

Εξ άλλου, εν όψει του άρθρου 121(1) του Νόμου 40/64, το οποίον προνοεί ότι:-

« Οι επί της ανακρίσεως υπάλληλοι ενεργούντες κατά παραγγελίαν ή αυτεπαγγέλτως, επιχειρούσιν έκαστος, εντός της αρμοδιότητός του και άνευ αναβολής, πάσας τας αναγκαίας προς βεβαίωσιν του αδικήματος και των υπαιτίων ανακριτικάς πράξεις κατά τας σχετικάς διατάξεις του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου»,

ως και του προαναφερθέντος άρθρου 138 του ιδίου Νόμου, διά του οποίου αι πρόνοιαι του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου (Κεφ. 155) καθίστανται εφαρμοστέαι προς συμπλήρωσιν των προνοιών του Νόμου 40/64, ήτο δυνατόν διά τας αρμοδίας αστυνομικάς αρχάς, τας ενεργούσας την ανάκρισιν εις την παρούσαν υπόθεσιν, να ζητήσουν την έκδοσιν, υπό του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, δυνάμει του άρθρου 24 του Κεφ. 155, διαταγμάτων κρατήσεως των εφεσειόντων διά τους σκοπούς της ανακρίσεως, τοσούτω μάλλον καθότι η ανάκρισις άφορα εις αδικήματα διαπραχ[*228]θεντα εν συνεργασία  μετά πολιτών και ως εκ τούτου οι εφεσείοντες

δυνατόν να προσαχθώσι προς  δίκην, συμφώνως προς το άρθρον 114(1) του Νόμου 40/64, ενώπιον τακτικού ποινικού δικαστηρίου, και ουχί του Στρατιωτικού Δικαστηρίου.

Διά τούτο είμεθα της γνώμης ότι το Επαρχιακόν Δικαστήριον εκέκτητο αρμοδιότητα να εκδώση τα υπό κρίσιν ημών τεθέντα διατάγματα κρατήσεως.

Έτερος ισχυρισμός όστις προεβλήθη υπό των συνηγόρων των εφεσειόντων είναι ότι ο Επαρχιακός Δικαστής ο εκδώσας τα εν λόγω διατάγματα δεν ενήργησε νομίμως διότι ή σχετική διαδικασία είχεν ήδη αρχίσει την προτεραίαν ενώπιον άλλου Επαρχιακού Δικαστού. Οφείλομεν να τονίσωμεν, εν προκειμένω ότι όντως δεν ήτο επιθυμητόν να επαναρχίση την επομένην ημέραν, διά ταυτοσήμου αιτήσεως, ενώπιον ετέρου Επαρχιακού Δικαστού, η διαδικασία αιτήσεως δι' έκδοσιν διαταγμάτων κρατήσεως ήτις ήρξατο την προτεραίαν ενώπιον άλλου Δικαστού. Εν τούτοις ουδεμία αμφιβολία υπάρχει ότι τούτο εγένετο άνευ οιουδήποτε αλλοτρίου σκοπού, αλλά μόνον διότι ο Επαρχιακός Δικαστής όστις αρχικώς επελήφθη της αιτήσεως διά την κράτησιν των εφεσειόντων υττέδειξεν ο ίδιος εις τας αστυνομικάς αρχάς, άμα τη μη συμπληρώσει αυθημερόν της ενώπιόν του διαδικασίας, ότι ηδύναντο να ανανεώσωσι την αίτησίν των την επαύριον, αι δε εν λόγω αρχαί έκριναν ορθότερον να υποβάλουν, την επομένην ημέραν, νέαν αυτοτελή αίτησιν. Ο δε Επαρχιακός Δικαστής όστις επελήφθη της νέας αιτήσεως ενημερώθη πλήρως περί των διατρεξάντων προηγουμένως και ακολούθως εξήτασεν εξ αρχής το όλον θέμα, κατά τρόπον ώστε, εν τη ουσία, η όλη διαδικασία διά την έκδοσιν των διαταγμάτων κρατήσεως των εφεσειόντων επανήρχησε και συνεπληρώθη ενώπιον ενός και του αυτού Επαρχιακού Δικαστού. Ούτω δεν δύναται να λεχθή ότι τα εφεσιβληθέντα διατάγματα δεν εξεδόθησαν κατόπιν νομίμου διαδικασίας.

Οι εφεσείοντες παρεπονέθησαν, περαιτέρω, ότι δεν επετράπη εις αυτούς υπό του Επαρχιακού Δικαστού να καταθέσουν ενόρκως ενώπιον του προς απόδειξιν ισχυρισμών των περί κακοποιήσεώς των ενώ ετέλουν υπό κράτησιν.

Η κακοποίησις συλλαμβανομένου ή κρατουμένου είναι όχι μόνον αντίθετος προς το Σύνταγμα και τους νόμους, αλλά και από πάσης άλλης απόψεως καταδικαστέα. Η δε τοιαύτη κακοποίησις αποτελεί ουσιώδη παράγοντα τον οποίον το Επαρχιακόν Δικαστήριον σταθμίζει όταν αποφασίζη, εν τη ενασκήσει της διακριτικής του ευχερείας, εάν, και υπό ποίους όρους, θα εκδώση ή θα ανανεώση, διάταγμα κρατήσεως δι' ανάκρισιν. [*229] Εις συνοπτικής μορφής διαδικασίαν, ως είναι η της αιτήσεως διά κράτησιν, το θέμα τυχόν κακοποιήσεως δύναται, κατά την κρίσιν του Δικαστού, να τεθή ενώπιόν του είτε διά δηλώσεως είτε διά μαρτυρίας. ο Δικαστής δεν αποφαίνεται επί του θέματος της κακοποιήσεως αλλά απλώς ακούει και περί αυτής της πτυχής της ενώπιόν του αιτήσεως διά να δυνηθή να ενασκήση δεόντως την διακριτικήν του ευχέρειαν.

Εις την παρούσαν περίπτωσιν προκύπτει σαφώς εκ της ενώπιον μας δικογραφίας ότι ετέθη ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστού ο ισχυρισμός των δύο εφεσειόντων περί κακοποιήσεώς των και ότι ούτος ελήφθη δεόντως υπ' όψιν υπ' αυτού. δεν δύναται όθεν να λεχθή ότι πρόκειται περί περιπτώσεως όπου ο Δικαστής παρέλειψε να σταθμίση ουσιώδη παράγοντα. Διά τούτο δεν δυνάμεθα να αποδεχθώμεν ότι, υπό το φως των συνθηκών της ενώπιόν μας υποθέσεως, η άρνησις του Δικαστού να ακούση μαρτυρίαν εν σχέσει προς τον ισχυρισμόν περί κακοποιήσεως δέον να συνεπάγηται την ακύρωσιν των εφεσιβληθέντων διαταγμάτων.

Διά τους ως άνω λόγους αι εφέσεις αύται απορρίπτονται.

This is an English translation of the judgment in Greek appearing at pp. 222-229, ante.

Remand order concerning officers serving in the National Guard- Jurisdiction-Such remand order can be made by a District Court (or a Judge thereof )-Section 24 of the Criminal Procedure Law, Cap.155-Sections 119(2), 120, 121(1) and 138 of the Military Criminal Code and Procedure Law, 1964 (Law 40 of 1964)- Article 11, paragraphs 5, 6 and 7 of the Constitution-Cf. also paragraphs 1 and 2(y) of said Article 11.

Remand order-Appeal-An appeal lies against a remand order made by a Judge under Article 11, paragraph 6, of the Constitution- See said paragraph 6 of Article 11-Such appeal lies irrespective of whether the remand has been ordered by the District Court or by the Military Court.

National Guard-Officers serving in the National Guard may be the subject of orders of remand in custody issued by District Courts (or Judges thereof)-See supra.

Remand order-Allegations of ill-treatment of the person brought before the Judge for the purpose of remand under Article 11, [*230] paragraph 6, of the Constitution-How such allegations may be placed before the Judge-The Judge does not make a definite finding about the alleged ill-treatment, but only takes notice of this aspect of the case, too, in order to be able to exercise duly his relevant discretionary power.

Remand order-Process for the making of remand order not completed on the same day-Whether it can continue on the following day by means of a new application before another Judge-It can be so done on certain conditions.

Jurisdiction-District Court-Remand order-Officers serving in the National Guard-See supra.

Appeal-Remand order-Article 11.6 of the Constitution-See supra.

III-treatment-Allegation of ill-treatment of persons brought before the Court for the purpose of remand-How it may be placed before the Court-Powers of the Court-See supra.

Criminal Procedure-Remand order etc. -See supra.

Constitutional Law-Remand order-Appeal-Article 11.6 of the Constitution-See supra.

Note: The full text of paragraphs 5, 6 and 7 of Article 11 of the Constitution as well as the material parts of the other constitutional and statutory provisions referred to above are set out in the judgment of the Court.

In these consolidated criminal appeals the Supreme Court held that:

(1) An appeal lies from orders of remand, irrespective of whether such orders were made by District Courts or the Military Court, the general provisions of paragraph 7 of Article 11 of the Constitution not affecting in the least the special provision of paragraph 6 of the said Article 11 expressly providing for a right of appeal against such orders.

(2) District Courts have jurisdiction to issue orders for remand in custody (or otherwise) concerning officers serving in the National Guard.

(3) (a) Allegations of ill-treatment of the person brought before the Judge for the purpose of remand may be placed before such Judge either-by way of a mere statement or sworn evidence, as the Judge may think fit and proper. [*231]

(b) The Judge does not and should not make a definite finding about the alleged ill-treatment, but he only takes notice of this particular aspect of the case, too, in order to be able to exercise duly his relevant discretionary powers in the matter.

(4) A process for the making of a remand order not completed on the same day, can be pursued on the following day by means of a new application ab initio before another Judge, provided certain conditions are fulfilled.

The facts of these cases sufficiently appear in the judgment of the Court, dismissing both these criminal appeals.

Appeals.

Appeals by Adonis Nicolettides and Another against an order of remand made by the District Court of Nicosia (A. loannides, Ag. D.J.) on the 29th June, 1973, whereby they were remanded in custody for eight days.

P. Demetriou, M. Eliades and L. Georghiadou (Mrs.), for the Appellants.

Cl. Antoniades, Counsel of the Republic, for the Respondents.

Cur. adv. vult.

The following judgment was delivered by:-

TRIANTAFYLLIDES, P.: The present appeals were filed against orders remanding in custody, for eight days, the Appellants, for purposes of the investigation into the commission of offences in relation to which they were arrested as suspects. The remand orders were issued by the District Court of Nicosia.

In relation to detention for purposes of investigation Article 11 of the Constitution provides that:

“1. Every person has the right to liberty and security of person.

2. No person shall be deprived of his liberty save in the following cases when and as provided by law:-

………………………………………………………………………

c) the arrest or detention of a person effected for the purpose of bringing him before the competent legal authority on reasonable suspicion of having committed an offence or when it is reasonably considered necessary to prevent his committing an offence or fleeing after having done so;

……………………………………………………………………… [*232]

5. The person arrested shall, as soon as practicable after his arrest, and in any event not later than twenty-four hours after the arrest, be brought before a Judge, if not earlier released.

6. The Judge before whom the person arrested is brought shall promptly proceed to inquire into the grounds of the arrest in a language understandable by the person arrested and shall, as soon as possible and in any event not later than three days from such appearance, either release the person arrested on such terms as he may deem fit or where the investigation into the commission of the offence for which he has been arrested has not been completed remand him in custody and may remand him in custody from time to time for a period not exceeding eight days at any one time;

Provided that the total period of such remand in custody shall not exceed three months of the date of the arrest on the expiration of which every person or authority having the custody of the person arrested shall forthwith set him free. Any decision of the Judge under this paragraph shall be subject to appeal.

7. Every person who is deprived of his liberty by arrest or detention shall be entitled to take proceedings by which the lawfulness of his detention shall be decided speedily by a Court and his release ordered if the detention is not lawful.

………………………………………………………………………”

Counsel for the Appellants have contended that the District Court of Nicosia did not possess jurisdiction to make the said remand orders, because the only competent Court, in this connection, was the Military Court, in view of the fact that at the time of the issuing of such orders the Appellants were officers serving in the National Guard.

Inasmuch as under Article 11.6, above, an appeal can be made to the Supreme Court against an order of remand in custody for investigation, irrespective of whether the remand has been ordered by the District Court or by the Military Court, and, in either case, the Supreme Court has, as an appellate tribunal, exactly the same powers, the issue of jurisdiction which has been raised as aforesaid is not, really, of much significance; [*233] but since it has been brought up it must be examined and determined by us:

It must be stated at the outset that the issue of the jurisdiction of the District Court can be decided in the course of the present proceedings in these appeals, under the said paragraph (6) of Article 11, because the provision in paragraph (7) of the same Article, as regards the right to take proceedings for the determination by a Court of the lawfulness of a person’s detention, cannot be construed as restricting the extent of the jurisdiction on appeal under paragraph (6).

The legislative provisions, on the basis of which were advanced the arguments of counsel, for the Appellants on the issue of the lack of competence of the District Court, are, mainly, those comprised, in the Military Criminal Code and Procedure Law, 1964 (Law 40/64).

It is evident that in drafting Law 40/64 there were taken into consideration, to a great extent, the corresponding provisions of the Military Criminal Code in force in Greece, but it is, also, obvious that any provisions which were obtained from the said Code were adapted in such a manner as to be brought into accord with the criminal procedure and practice in Cyprus, and, for this reason, the application of such provisions may not bring about always the same results as the application of corresponding provisions in Greece.

It is to be noted that Law 40/64 (as, also, subsequently amended) does not constitute a self-contained Law, especially as its section 138 provides that:-

“In relation to those matters for which no special provision is made in this Law there shall be applied the provisions of the Criminal Procedure Law and of any other Law or Regulation, as the case may be”.

By virtue of the provisions of section 119 of Law 40/64 an investigation is carried out under the supervision, and in accordance with the instructions, of the Attorney-General of the Republic, either on orders of a competent organ or ex proprio motu. In the present case the investigation is not carried out ex proprio motu, on the strength of sub-section (2) of section 119, but in accordance with existing orders, given by police organs who have, under relevant legislation, the right to conduct investigations. [*234]

The only provision of Law 40/64 which refers to remanding in custody for purposes of investigation is section 120, under which the issuing of a remand order by a Military Court is enabled in case of an investigation conducted ex proprio motu, in accordance with the provisions of section 119(2); and as has already been mentioned the investigation in the present case is not conducted ex proprio motu.

On the other hand, in view of section 121(1) of Law 40/64, which provides that:-” Each investigating officer, acting on orders or ex proprio motu, carries out, within his competence and without delay, all necessary investigations in relation to the ascertainment of the commission of offences and of the offenders, in accordance with the relevant provisions of the Criminal Procedure Law”, as well as in view of the abovementioned section 138 of the same Law, by virtue of which the provisions of the Criminal Procedure Law (Cap.155) became applicable in order to supplement the provisions of Law 40/64, it was possible for the competent police authorities, which carry out the investigation in the present case, to apply for the making, by the District Court of Nicosia, under the provisions of section 24 of Cap.155, of orders remanding the Appellants in custody for the purposes of such investigation, and, especially so, as the investigation concerns offences allegedly committed together with civilians and, therefore, the Appellants may be brought to trial, in accordance with section 114(1) of Law 40/64, before an ordinary criminal Court, and not before the Military Court.

We are, consequently, of the view that the District Court did possess jurisdiction to issue the sub judice remand orders.

Another argument which has been put forward by counsel for the Appellants is that the District Judge who issued the said orders acted contrary to law, because the relevant proceedings had commenced, on the previous day, before another District Judge. We ought to stress, in. this respect, that, indeed, it was not desirable to set in motion once again, on the following day, by means of an identical application before another District Judge, the process for the issuing of the remand orders, once such process had already commenced on the previous day before another District Judge. Nevertheless, there is no doubt that this was done without any ulterior motive, but only because the District Judge who had originally taken the application for the remands pointed out, himself, to the police, when the proceedings [*235] before him had not been completed on one and the same day, that they could renew their application on the following day, and the police authorities thought that it was better to make, on the following day, a new application for the purpose.

The District Judge who dealt with the new application was fully apprised of everything that had happened previously and, consequently, he examined the whole matter ab initio, in such a way that, in substance, the whole process for the making of the remand orders concerning the Appellants began afresh and was completed before one and the same District Judge. So, it cannot be said that the sub judice remand orders were not the products of a lawful process.

The Appellants have complained, further, that they were not permitted by the District Judge to testify on oath before him in order to substantiate allegations that they had been ill-treated while being in custody:

The ill-treatment of an arrested or detained person is not only contrary to the Constitution and the law but it is, also, condemnable, in every other respect. Such ill-treatment is a material factor which a District Court takes into consideration when deciding, in the exercise of its discretion, whether, and on what terms, it will issue or renew, a remand order for purposes of investigation.

In a summary proceeding, such as an application for a remand order, an allegation of ill-treatment may be placed before the Judge either by means of a statement made in Court or by evidence, as the Judge may deem fit. The Judge, at that stage, does not make a definite finding about the ill-treatment, but he only takes notice of this aspect of the case, too, in order to be able to exercise duly his relevant discretionary power.

In the present instance it emerges clearly, from the record before us, that the allegations of the Appellants, about their having been ill-treated, were placed before the District Judge and that they were duly taken into account by him. So it cannot be said that this is a case in which a Judge has refused to consider a material factor. For this reason we cannot, in the light of the circumstances of the case before us, accept that the refusal of the Judge to hear evidence in relation to the allegations of ill-treatment should result in the annulment of the sub judice remand orders.

For the above reasons these appeals are dismissed.

Appeals dismissed.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο