(1987) 2 CLR 1
[*1.]28 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1987
[Α. ΛOIZOΥ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ, ΠΙΚΗΣ, ΔΔ.] ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΠΙΓΓΟΥΡΑΣ,
Εφεσείων,
ν.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσιβλήτων.
(Ποινική Έφεση Αρ. 4662).
Συνταγματικό Δίκαιο—Δικαίωμα ψήφου (Σύνταγμα, Αρθρ. 31)—Υποχρεωτική άσκηση δικαιώματος—Δεν είναι αντισυνταγματική—Επομένως οι πρόνοιες των άρθρων 2 και 7 του Περί Χωριτικών Αρχών Νόμου, Κεφ. 244, όπως έχει τροποποιηθεί από τους νόμους 60/72, 60/ 76, 6/79 και 43/83, του άρθρου 13(A)(2) του Περί Χωρίων (Διοίκησις και Βελτίωσις) Νόμου, Κεφ. 243, όπως έχει τροποποιηθεί από τους νόμους 7/79 και 42/83, και του άρθρου 37(1) του Περί Εκλογής των Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων Νόμου 72/79δεν είναι αντισυνταγματικές. [*2]
Συνταγματικό Δίκαιο—Η οργανική θεωρία περί της έννοιας του σύγχρονου κράτους—Εκλογικό σώμα—Άμεσο όργανο του κράτους— Δικαίωμα ψήφου—Συγκρουόμενες θεωρίες—Η άσκηση του αποτελεί κρατική λειτουργία—Ο νομοθέτης είναι ελεύθερος να υιοθετήσει την άποψη αυτή—Και κατ' ακολουθία μπορεί να επιβάλει υποχρεώση άσκησης του.
Ο εφεσείων παράλειψε ν' ασκήσει το δικαίωμα ψήφου στις εκλογές που έγιναν στις 6.5.84 για ανάδειξη Χωριτικών Επιτροπών και αιρετών μελών Συμβουλίου Βελτιώσεως και σαν αποτέλεσμα κατηγορήθηκε και καταδικάσθηκε για παράλειψη ασκήσεως του εκλογικού του δικαιώματος κατά παράβαση των άρθρων 2 και 7 του Κεφ. 244, όπως τροποποιήθηκε και του άρθρου 37(1) του Νόμου 72/79, καθώς επίσης και για παρόμοια παράλειψη κατά παράβαση του άρθρου 13(A)(2) του Κεφ. 243, όπως τροποποιήθηκε και του άρθρου 37(1) του Νόμου 72/79.
Η υπεράσπιση του εφεσείοντος ήταν ότι οι πρόνοιες των πιο πάνω άρθρων, με τα οποία η άσκηση του δικαιώματος της ψήφου έγινε υποχρεωτική, είναι αντισυνταγματική, και ειδικά αντιβαίνει προς το άρθρο 31 του Συντάγματος, που προβλέπει ότι,-
«Τηρουμένων των διατάξεων του Συντάγματος και οιωνδήποτε δυνάμει τούτου ψηφιζομένων εκλογικών νόμων της Δημοκρατίας ή της αρμοδίας Κοινοτικής Συνελεύσεως, πας πολίτης δικαιούται να ψηφίζει εις οιανδήποτε εκλογήν διενεργουμένην συμφώνως τω Συντάγματι και οιωδήποτε τοιούτω Νόμω.»
Το Ανώτατον Δικαστήριον, απορρίπτοντας την Έφεση, αποφάνθηκε: (Α) Υπό των κκ. Α. Λοΐζου, Δικαστού, με τον οποίον συμφώνησε και ο κ. Δημητριάδης, Δικαστής: (1) Το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας φαίνεται να υιοθετεί την οργανική θεωρία για το σύγχρονο κράτος και ολόκληρη η συνταγματική διάρθρωση λειτουργεί με βάση την αρχή αυτή. Τα Άρθρα 6,146, και 139 του Συντάγματος αναφέρονται σε «όργανα ή αρχές» της Δημοκρατίας. Ο όρος «όργανα ή αρχαί» στο Άρθρο 139 έτυχε δικαστικής ερμηνείας από το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο στην υπόθεση Celaleddin and Others v. The Council of Ministers, 5 R.S.C. C. 102.
(2) Στις σύγχρονες Δημοκρατίες ισχύει το αντιπροσωπευτικό σύστημα. Όλοι οι πολίτες έχουν δικαίωμα να συμμετέχουν στην άσκηση πολιτικής εξουσίας μέσον των αντιπροσώπων, που οι ίδιοι εκλέγουν σύμφωνα με τον εκλογικό νόμο. Έτσι το εκλογικό σώμα αποτελείται από το σύνολο των πολιτών και είναι συλλογικό άμεσο όργανο του Κράτους. [*3]
(2) Το ερώτημα αν το εκλογικό δικαίωμα είναι ατομικό ή αποτελεί πολιτειακή λειτουργία που ασκείται από τα μέλη του εκλογικού σώματος, υπήρξε αντικείμενο διισταμένων απόψεων.
(3) Με βάση τη συνταγματική διάρθρωση στην Κύπρο η νομοθετική εξουσία υιοθέτησε τη δεύτερη αρχή όπως είχε εξουσία να επιλέξει.
Μια και γίνει δεκτό ότι το θέμα του εκλογικού δικαιώματος είναι άσκηση πολιτειακής λειτουργίας που ασκείται από τα μέλη του εκλογικού σώματος είναι φυσικό το συμπέρασμα ότι οι σχετικές διατάξεις, η συνταγματικότητα των οποίων αμφισβητήθηκε από τον εφεσείοντα στην παρούσα έφεση, δεν αντιβαίνουν σε οποιανδήποτε διάταξη του Συντάγματος. Το Άρθρο 31 του Συντάγματος καθιερώνει τα ελάχιστα δικαιώματα του εκλογέως, δεν αποκλείει όμως τη ρύθμιση της ασκήσεως των από εκλογικό νόμο και δεν απαγορεύει την καθιέρωση της υποχρεωτικής ψηφοφορίας.
(Β) Υπό του κ. Πική, Δικαστού: (1) Έργο του Δικαστηρίου δεν είναι η αξιολόγηση διισταμένων θεωριών αναφορικά προς το δίκαιο. Το πρώτο θέμα που εγείρεται είναι οι πρόνοιες του Άρθρου 31 στο Σύνταγμα σε συνάρτηση με τη φύση των δικαιωμάτων που το Δεύτερο Μέρος του Συντάγματος κατοχυρώνει σαν θεμελιώδη, ερμηνευόμενες στα πλαίσια του Κυπριακού Συντάγματος. Το συγκεκριμένο ερώτημα είναι κατά πόσο το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας απαγορεύει την ταύτιση δικαιωμάτων που εγγυάται το Δεύτερο Μέρος, με υποχρέωση για άσκησή τους. Το δικαίωμα που κατοχυρώνει το Άρθρο 31 είναι ατομικό, διότι ανήκει στο άτομο, όχι σε κοινωνική ομάδα.
(2) Ο χαρακτηρισμός και η καθιέρωση δικαιωμάτων ως θεμελιωδών, όχι μόνο δεν αποκλείει τη δημιουργία όπου κρίνεται σκόπιμο από τον νομοθέτη, αντίστοιχων υποχρεώσεων για την άσκησή τους, αλλά η κατοχύρωση μερικών από τα δικαιώματα που περιλαμβάνονται στο Δεύτερο Μέρος του Συντάγματος, όπως εκείνο της κοινωνικής ασφάλισης (Άρθρο 9), προϋποθέτουν την επιβολή υποχρεώσεων για την άσκησή τους.
(3) Η υποχρεωτική ψηφοφορία αποσκοπεί στη διασφάλιση της λειτουργικότητας του δημοκρατικού πολιτεύματος που αποτελεί ύψιστο συνταγματικό στόχο. Το δημοκρατικό πολίτευμα στηρίζεται από τη συμμετοχή των πολιτών στη λειτουργία του. Στο σύγχρονο κράτος η άμεση συμμετοχή των πολιτών στη λήψη πολιτικών αποφάσεων είναι αδύνατη. Η υποχρεωτική ψηφοφορία αποσκοπεί στο να διασφαλίσει τον ελάχιστο βαθμό συμμετοχής στη λειτουργία του πολιτεύματος για εξασφάλιση δημοκρατίας.
(4) Το άρθρο 31 το οποίο επικαλείται ο εφεσείων δεν ρυθμίζει το εκλογικό σύστημα. Το Σύνταγμα αφήνει τη διάρθρωση του εκλογικού [*4] νόμου στον κοινό νομοθέτη κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις. Το Σύνταγμα δεν προκαθορίζει τις επιλογές που πρέπει να παρέχονται στον εκλογέα. Το θέμα επαφίεται στη Βουλή των Αντιπροσώπων. Επομένως, η παράλειψη θεσμοποιήσεως της λευκής ψήφου σαν πολιτικής επιλογής δε συγκρούεται ούτε αντιβαίνει τις πρόνοιες του Άρθρου 31 ή οποιουδήποτε άλλου άρθρου του Συντάγματος. Ότι διαφυλάσσει το Άρθρο 31 και το Σύνταγμα κρινόμενο στο σύνολο του, είναι η κατοχύρωση του δικαιώματος συμμετοχής στις εκλογές και η ανεμπόδιστη άσκηση του δικαιώματος αυτού που επιτυγχάνεται με μυστική ψηφοφορία που διαφυλάσσει ο νόμος.
(5) Το συμπέρασμα είναι ότι οι υπό κρίση διατάξεις δεν είναι αντισυνταγματικές και επομένως ορθά καταδικάστηκε ο εφεσείων.
Η έφεση απορρίπτεται.
Έφεση εναντίον καταδίκης και ποινής.
Έφεση εναντίον της καταδίκης και της ποινής από τον Χριστόδουλο Πίγγουρα, ο οποίος καταδικάστηκε την 26 Ιουλίου, 1985 από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας (Ποινική Υπόθεση Αρ.14682/84) σε μια κατηγορία για παράλειψη να ασκήσει το εκλογικό του δικαίωμα κατά παράβαση των άρθρων 2 και 7 του Περί Χωριτικών Αρχών Νόμου, Κεφ. 244 και του άρθρου 37(1) τού Περί Εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων Νόμου 72/79 και σε μια κατηγορία για παράλειψη να ασκήσει το εκλογικό του δικαίωμα Κατά παράβαση του άρθρου 13Α(2) του Περί Χωρίων (Διοίκησις και Βελτίωσις) Νόμου, Κεφ. 243 και του άρθρου 37(1) του Νόμου 72/79 και τιμωρήθηκε από τον Κρο- νίδη, Α.Ε.Δ. με πρόστιμο £10.- σε κάθε κατηγορία.
Ο εφεσείων παρουσιάστηκε αυτοπροσώπως.
Ρ. Γαβριηλίδης, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας δια τους εφεσιβλήτους.
Cur. adv. vult
Αναγνώστη καν οι πιο κάτω αποφάσεις:
Α. ΛΟΊΖΟΥ,Δ.: Ο εφεσείων βρέθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας ένοχος στις ακόλουθες δυο κατηγορίες και του επιβλήθηκε πρόστιμο £10.- στην κάθε μιά. Διατάχθηκε επίσης να καταβάλει τα έξοδα της δίκης που ήσαν £10.50 σεντ. [*5]
«1η Κατηγορία. ΓΙαράλειψις εκλογέως να ασκήσει το εκλογικό αυτού δικαίωμα κατά παράβασιν των άρθρων 2, 7 του Περί Χωριτικών Αρχών Νόμου, Κεφ. 244, ως ετροποποιήθη υπό των Νόμων 60/72, 60/76, 6/79 και 43/83 και του άρθρου 37(1) του Περί Εκλογών Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων Νόμου 72 του 1979.
Λεπτομέρειες αδικήματος. Ο κατηγορούμενος κατά την 6ην Μαίου 1984 εις Στρόβολο της Επαρχίας Λευκωσίας, ενώ ήτο εκλογεύς κάτω των εβδομήκοντα ετών και διέμενε εις απόστασιν ολιγωτέραν των πεντήκοντα μιλίων από το εκλογικόν κέντρο Αγ. Βασιλείου Στροβό- λου αδικαιολογήτως δεν ήσκησε το εκλογικόν αυτού δικαίωμα για την ανάδειξιν Χωριτικών Επιτροπών.
2η Κατηγορία. Παράλειψις εκλογέως να ασκήσει το εκλογικόν αυτού δικαίωμα κατά παράβασιν των άρθρων 13Α(2) του Περί Χωρίων (Διοίκησις και Βελτίω- σις) Νόμου Κεφ. 243, ως ετροποποιήθη υπό του Νόμου 7/79 και 42/83 και του άρθρου 37(1) του Περί Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων Νόμου 72/79.
Λεπτομέρειες αδικήματος. Ο κατηγορούμενος κατά τον ίδιο τόπον και χρόνον που αναφέρεται στην 1η κατηγορία ενώ ήτο εκλογεύς κάτω των εβδομήκοντα ετών και διέμενε εις απόστασιν ολιγωτέραν των πεντήκοντα μιλίων από το εκλογικόν κέντρον Αγ. Βασιλείου Στροβόλου αδικαιολογήτως δεν ήσκησε το εκλογικόν αυτού δικαίωμα για την ανάδειξιν μελών του Συμβουλίου Βελτιώσεως.»
Τα γεγονότα της υποθέσεως όπως συνοψίζονται στην απόφαση του ευπαιδεύτου πρωτόδικου Δικαστή είναι τα ακόλουθα. Ο εφεσείων, που είναι κάτοχος του εκλογικού βιβλιαρίου υπ ' αρ. 066687 και διαμένει στην οδό Σαντορίνης Αρ.3 της ενορίας Αγίου Βασιλείου στο Στρόβολο, παράλειψε να προσέλθει την 6 Μαΐου, 1984 στο εκλογικό κέντρο Αγίου Βασιλείου και να ψηφίσει για ανάδειξη μελών χωριτι- κής αρχής και αιρετών μελών του Συμβουλίου Βελτιώσεως. Στις 21 Ιουλίου 1984, ο εφεσείων κατηγορήθηκε γραπτώς και η απάντηση που έδωσε αφού του επιστήθηκε η προσοχή του στο νόμο, ήταν η ακόλουθη:
« Ότι έπραξα το έπραξα συμφωνά με τη συνείδηση [*6] μου. Η μη προσέλευση μου στις προαναφερθείσες εκλογές αποτελεί πολιτική θέση, δηλαδή προάσπιση του δικαιώματος μη προσέλευσης στις εκλογές όπως και του δικαιώματος της λευκής ψήφου. Σχετική κατοχύρωση των δικαιωμάτων αυτών υπάρχει στο δωτό Κυπριακό Σύνταγμα και στα Άρθρα 39 και 62 όπως και στο Άρθρο 31. Την υπεράσπιση του δικαιώματος αυτού θα την δικαιολογήσω εκτενέστερα στο Δικαστήριο, όπως και με τα όσα στην διάθεση μου πρόσφορα μέσα για έκφραση.»
Όταν κλήθηκε από το Δικαστήριο να κάμει την απολογία του μετά την συμπλήρωση της υπόθεσης της κατηγορούσης αρχής, προτίμησε να προβεί σε δήλωση από το εδώλιο του κατηγορουμένου χωρίς όρκο, προσθέτοντας ότι δεν έχει να πει τίποτε άλλο εκτός από την πρόθεση του να αγορεύσει πάνω στη συνταγματικότητα των σχετικών νομοθετικών διατάξεων που η κατηγορούσα αρχή στήριζε τις δυο κατηγορίες εναντίον του.
Με βάση την προσαχθείσα μαρτυρία που δεν αμφισβητήθηκε από τον εφεσείοντα δεν ήτο δύσκολο να βγει το συμπέρασμα ότι ο κατηγορούμενος παράλειψε να ψηφίσει στο εκλογικό κέντρο Αγίου Βασιλείου εις Στρόβολο όπου ήτο κανονικά εγγεγραμμένος για την ανάδειξη Χωριτικών Επιτροπών και αιρετών μελών του Συμβουλίου Βελτιώσεως.
Η υπεράσπιση του στηρίζετο στην προσβολή της συνταγματικότητας του Άρθρου 7, Εδάφιο 2 του Περί Χωριτικών Αρχών Νόμου, Κεφ. 244 όπως τροποποιήθηκε και του Άρθρου 37(1) του Περί Εκλογών Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων Νόμου 1979 και των Άρθρων 13(A) (2) του Περί Χωριών Διοίκησης και Βελτίωσης Νόμου, Κεφ. 243, όπως τροποποιήθηκε.
Είναι χρήσιμο στο στάδιο αυτό να γίνει αναφορά στο άρθρο του Συντάγματος και το σχετικό άρθρο του Νόμου.
Το άρθρο 31 του Συντάγματος προβλέπει ότι :-
«Τηρουμένων των διατάξεων του Συντάγματος και οιωνδήποτε δυνάμει τούτου ψηφιζομένων εκλογικών νόμων της Δημοκρατίας ή της αρμοδίας Κοινοτικής Συνελεύσεως, πας πολίτης δικαιούται να ψηφίζει εις [*7] οιανδήποτε εκλογήν διενεργουμένην συμφώνως τω Συντάγματι και οιωδήποτε τοιούτω Νόμω.»
Το εδάφιο 2 του άρθρου 13(A) του Κεφ. 243 (τροποποιητικός νόμος 42/83) το οποίον είναι πανομοιότυπον με το άρθρο 7(2) του Κεφ. 244 (τροποποιητικός νόμος 43/83) προβλέπει ότι: -
«Η άσκησις του εκλογικού δικαιώματος είναι υποχρεωτική.»
Εναντίον της καταδικαστικής απόφασης του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ο εφεσείων καταχώρησε την έφεση αυτή και ο μόνος λόγος εφέσεως είναι η αντισυνταγματικότητα των διατάξεων του Νόμου που καθιερώνουν την αρχή της υποχρεωτικής ψηφοφορίας.
Στην εκτεταμένη αγόρευση του ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι το εκλογικό δικαίωμα σύμφωνα με το Άρθρο 31 του Συντάγματος είναι ατομικό δικαίωμα και σαν τέτοιο ανήκει σε όλους τους πολίτες και ασκείται ελεύθερα από αυτούς και δεν μπορεί να περιορισθεί από τον κοινό νομοθέτη, και ότι δεν μπορούσε με κοινό νομοθέτημα να καθορίσει υποχρεωτική τη ψήφο, αλλά μόνο με αλλαγή του σχετικού άρθρου του Συντάγματος, η δε παραπομπή του Άρθρου 31 στο Νόμο δεν μπορεί να επιτρέψει στον κοινό νομοθέτη να περιορίσει το ατομικό δικαίωμα της ψήφου και μάλιστα να επιβάλει και ποινές. Ισχυρίστηκε ότι η κατοχύρωση της δυνατότητας επιλογής στην Κύπρο μπορούσε να επιτευχθεί με την ύπαρξη της προαιρετικής ψηφοφορίας αλλά και της λευκής ψήφου, και ότι η αντισυνταγματικότητα του Νόμου βρίσκεται και στη μη καταχώρηση της λευκής ψήφου.
Ανάλυσε τη διαφορά μεταξύ των θεωριών περί κράτους, της μιας που στηρίζεται στην αρχή της νομιμότητας και τη σύγχρονη θεωρία .περί κράτους που στηρίζεται στην αρχή της δημοκρατικής νομιμότητας που στοχεύει στην όσο το δυνατό ευρύτερη και σε μεγαλύτερο βαθμό απόλαυση των ατομικών δικαιωμάτων ενώ η αρχή της νομιμότητας σύμφωνα με την άποψη του οδηγεί στον αυταρχισμό ή το αυταρχικό κράτος. Αναφέρθηκε στις συνταγματικές και άλλες διατάξεις που ρυθμίζουν το εκλογικό δικαίωμα σε χώρες σαν τη Ομόσπονδη Δημοκρατία της Γερμανίας, την [*8] Ιταλία, τη Γαλλία όπου η ψηφοφορία είναι προαιρετική στηριζόμενη στη θεωρία του δικαιώματος του εκλέγειν ως ατομικού και μη δυναμένου να περιορισθεί. Ως προς την αγόρευση του κ. Γαβριηλίδη ο εφεσείων υπόδειξε ότι η υποχρεωτική ψήφος στην Ελλάδα ρυθμίζεται συνταγματικά με άρθρα του Συντάγματος και με τις ερμηνευτικές δι' αυτό σημειώσεις, και όχι νομοθετικά.
Στην αγόρευση του ο ευπαίδετος δικηγόρος της Δημοκρατίας εισηγήθη ότι το Άρθρο 31 του Συντάγματος κατοχυρώνει το δικαίωμα του ατόμου σαν μέλους του εκλογικού σώματος να ασκεί το δικαίωμα του εκλέγειν. Με βάση το άρθρο αυτό δεν μπορεί να απαγορευθεί η άσκηση του δικαιώματος αυτού από τον πολίτη, αλλά αφήνει στον Εκλογικό Νόμο τον τρόπο της συμμετοχής αυτής, δηλαδή της ασκήσεως του εκλογικού δικαιώματος. Υποστήριξε δε ότι η αρχή της υποχρεωτικής ψηφοφορίας η οποία καθιερώθηκε βάσει του Άρθρου 7(2) του Νόμου 72 του 1979 δεν παραβιάζει το δικαίωμα που κατοχυρώνει το Άρθρο 31 αλλά αντίθετα το ενισχύει. Με την υποχρεωτική ψηφοφορία ο εκλογέας έχει νομική υποχρέωση να ψηφίζει. Η υποχρέωση του όμως αναφέρεται εις την υποχρέωση του εκλογέα να ασκεί το εκλογικό του δικαίωμα και όχι εις την υποχρέωση του να το ασκήσει κατά καθορισμένο τρόπο δηλαδή υπέρ του ενός ή του άλλου υποψηφίου. Προς υποστήριξη των θέσεων αυτών παράπεμψε το Δικαστήριο εις τα σχετικά αποσπάσματα εις τα έργα των Αντωνοπούλου, Συνταγματικό Δίκαιο, Τόμος Β', σελ. 29 και 35 και Αρ. Μάνεση, Αι Εγγυήσεις Τηρήσεως του Συντάγματος II, σελ. 245. Ετόνισε δε ότι ειδικότερα η αρχή της υποχρεωτικής ψηφοφορίας, ενισχύει την αρχή της καθολικής ψηφοφορίας που πρέπει να διέπει την άσκηση του εκλογικού δικαιώματος. Δηλαδή με την υιοθέτηση της αρχής αυτής, ενισχύεται στην πράξη η λειτουργία της αρχής της καθολικής ψηφοφορίας, αρχήν που καθιερώνει το Σύνταγμα μας στα άρθρα 39.1 και 63.1, αναφέρθηκε δε πάλιν εις τον Αρ. Μάνεση, Αι Εγγυήσεις Τηρήσεως του Συντάγματος II, σελ. 240 επ. - 245, 246, 247, 248. Και περάτωσε την αγόρευση του με αναφορά στο έργο του Αλεξάνδρου Σβώλου, «Το Νέο Σύνταγμα» σελ. 274,275, όπου παρατηρείται ότι «η υιοθέτηση της αρχής της υποχρεωτικής ψηφοφορίας συνέβαλε σωστά στην ' πολιτική [*9] διαπαιδαγώγηση του λαού' στην περιστολή της αποχής από την ψηφοφορία και κατ' επέκταση την πραγμάτωση της καθολικής ψηφοφορίας.»
Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής δέχθηκε την εισήγήση του δικηγόρου της Δημοκρατίας ότι το εκλογικό δικαίωμα αποτελεί λειτούργημα οργάνου του Κράτους και συνεπώς σαν λειτούργημα ενέχει συνάμα και υποχρέωση του πολίτου να το ασκήσει. Αναφέρθηκε δε σε αποσπάσματα από το σύγγραμμα στα οποία παραπέμφθηκε και βρήκε ένοχο, όπως αναφέρθηκε ήδη τον κατηγορούμενο μια και απόρριψε την εισήγηση ότι οι σχετικές διατάξεις των Νόμων ήσαν αντισυνταγματικές.
Η θεωρία των Οργάνων στο Σύγχρονο Κράτος έγινε αντικείμενο εκτεταμένων μελετών και θεωρώ σκόπιμο για τους σκοπούς της απόφασης αυτής να ενδιατρίψω μόνο σύντομα στο θέμα αυτό. Αρκεί δε να αναφερθεί ότι το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας φαίνεται να υιοθετεί την οργανική θεωρία και ολόκληρη η συνταγματική διάρθρωση λειτουργεί με βάση την αρχή αυτή.
Τα Άρθρα 6,146 και 139 του Συντάγματος αναφέρονται σε όργανα ή αρχές της Δημοκρατίας. Ο όρος «όργανα ή αρχαί» στο Άρθρο 139 έτυχε δικαστικής ερμηνείας από το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο στην υπόθεση Celaled-din and Others v. The Council of Ministers, 5 R.S.C.C. 102 στη σελ. 108, το οποίο αποφάσισε «ότι όργανα ή αρχαί» είναι ειδικά νομικά δημιουργήματα που έχουν τα χαρακτηριστικά ατομικών και συγκεκριμένων οργανικών θεσμών της κυβερνήσεως και λειτουργούν δια και εκ μέρους μιας πρωταρχικής νομικής οντότητας, σαν την Κυπριακή Δημοκρατία, της οποίας να είναι όργανα ή αρχαί με τη συνήθη έννοια των όρων αυτών.
Έτσι στην υπόθεση Muderrisoglou and Others v. The Council of Ministers, 5 RSCC, 130, βρέθηκε ότι τα Τουρκικά μέλη της Βουλής των Αντιπροσώπων παρόλο που δυνάμει του Άρθρου 78.2 του Συντάγματος έχουν εξουσία χωριστής πλειοψηφίας για ορισμένες κατηγορίες νομοθεσίας, στον εκλογικό νόμο και στη φορολογική νομοθεσία, δεν θεωρούντάι ότι αποτελούν «όργανα ή αρχή» της Δημοκρατίας που μπορούν να επικαλεσθούν την παράγραφο 3 του Άρθρου [*10] 139 του Συντάγματος.
Στις σύγχρονες Δημοκρατίες ισχύει σήμερα το αντιπροσωπευτικό σύστημα. Όλοι οι πολίτες του Κράτους έχουν το δικαίωμα να συμμετέχουν στην άσκηση της πολιτικής εξουσίας κάτω από τις διάφορες μορφές της, δηλαδή των αντιπροσώπων των τους οποίους εκλέγουν σε εκλογές σύμφωνα με τον εκάστοτε ισχύοντα εκλογικό Νόμο. Έτσι το εκλογικό αυτό σώμα αποτελεί το σύνολο των πολιτών και είναι συλλογικά άμεσο όργανο του Κράτους.
Ο Σαρίπολος στο έργο του το «Ελληνικό Συνταγματικό Δίκαιο» Τόμος Πρώτος 1915 στη σελ. 274 αναφέρει τα πιο κάτω:
«Το εκλογικόν Σώμα, το σύνολον των πολιτών, εν τη στενή της λέξεως σημασία, είναι άμεσον όργανον του Κράτους, οι δ' εκλογείς όργανα-μέλη. Το Κράτος είναι το μόνον υποκείμενον του εκλογικού δικαιώματος, ουχί δ' ο εκλογεύς, όστις έχει απλώς ωρισμένην υπό της Πολιτείας αρμοδιότητα, εξασκών δημοσίαν λειτουργίαν, ήτις, ως τοιαύτη, ουδέποτε αποτελεί δικαίωμα του οργάνου. Ο εκλογεύς έχει μόνον δικαίωμα δημοσίου δικαίου, κατά το σύνταγμα και τον εκλογικόν νόμον, όπως αναγνωρισθή ως μέλος του εκλογικού οργάνου του Κράτους, όπως εξασκήση την εκλογικήν λειτουργίαν του Κράτους ως μέλος οργάνου αυτού. Αλλ' η λειτουργία αυτή ουδέποτε είναι του εκλογέως. Ως αι λειτουργίαι, ας κατά το σύνταγμα εξασκεί ο Βασιλεύς, δεν είνε δικαιώματα δημοσίου δικαίου όπως αναγνωρισθή κατά το σύνταγμα ως όργανον του Κράτους, ούτω και η λειτουργία του εκλογέως δεν είνε δικαίωμα αυτού, αλλά του Κράτους, του εκλογέως όμως έχοντος δικαίωμα δημοσίου δικαίου, κατά το σύνταγμα και τον εκλογικόν νόμον, όπως αναγνωρισθή ως μέλος του εκλογικού οργάνου.»
Στην Κύπρο το εκλογικό σώμα προβλέπεται από το Σύνταγμα το οποίο καθορίζει και την αρμοδιότητα του. Τούτο αποτελείται από Κύπριους πολίτες που έχουν τα εκλογικά προσόντα και είναι μέλη της Ελληνικής και Τουρκικής κοινότητας. Αυτά εκλέγουν ξεχωριστά τον Πρόεδρο και Αντιπρόεδρο της Δημοκρατίας (Άρθρο 1) και τους έλληνες και [*11] τούρκους βουλευτές ( Άρθρο 62(2)). Τα προσόντα του εκλογέως προβλέπονται από το Σύνταγμα και συμπληρώνονται από τον Εκλογικό Νόμο. Το εκλογικό αυτό σώμα είναι αυτοτελές για την έκφραση της βουλήσεως του δεν εξαρτάται από κανένα άλλο όργανο και δεν αποχτά την οργανική αυτού ιδιότητα παρά κατ' ευθείαν από το Σύνταγμα.
Το ερώτημα αν το εκλογικό δικαίωμα είναι ατομικό ή αποτελεί πολιτειακή λειτουργία που ασκείται από τα μέλη του εκλογικού σώματος, υπήρξε αντικείμενο διισταμένων απόψεων και συγγραφείς πάνω στο Δημόσιο Δίκαιο υποστηρίζουν άλλοι μεν τη μιά, άλλοι δε την άλλη άποψη, η οποία δεύτερη άποψη καθιστά την παράλειψη ασκήσεως του εκλογικού δικαιώματος ποινικό αδίκημα.
Με βάση τη συνταγματική διάρθρωση στην Κύπρο η νομοθετική εξουσία υιοθέτησε τη δεύτερη αρχή όπως είχε εξουσία να επιλέξει και έδωσε στο εκλογικό σώμα οργανικά και λειτουργικά την αρχή της καθολικότητας της ψηφοφορίας, της ισότητας της ψήφου, της αμέσου ψηφοφορίας συμφωνά με την οποία τα όργανα εκλέγονται απ' ευθείας από τους εκλογείς χωρίς την παρεμβολή άλλου προσώπου ή οργάνου, την αρχή της μυστικής ψηφοφορίας και την αρχή βέβαια της υποχρεωτικής ψηφοφορίας, σύμφωνα με την οποία ο εκλογέας οφείλει να ασκήσει το εκλογικό αυτού δικαίωμα, άλλως υπόκειται σε ποινικές κυρώσεις. Σε αντίθεση με την Ελλάδα που η αρχή αυτή καθιερώνεται από το Σύνταγμα στην Κύπρο η αρχή αυτή καθιερώνεται από τον Εκλογικό Νόμο σαν έκφραση της βουλήσεως του λαού. Το Άρθρο 31 του Συντάγματος καθιερώνει τα ελάχιστα δικαιώματα του εκλογέως, δεν αποκλείει όμως τη ρύθμιση της ασκήσεως των από εκλογικό νόμο και δεν απαγορεύει την καθιέρωση της υποχρεωτικής ψηφοφορίας.
Μιά και δέχθηκα ότι το θέμα του εκλογικού δικαιώματος είναι άσκηση πολιτειακής λειτουργίας που ασκείται από τα μέλη του εκλογικού σώματος είναι φυσικό να καταλήξω στο συμπέρασμα ότι οι σχετικές διατάξεις, η συνταγματικότητα των οποίων αμφισβητήθηκε από τον εφεσείοντα στην παρούσα έφεση, δεν αντιβαίνουν σε οποιανδήποτε διάταξη του Συντάγματος και ως εκ τούτου η έκφραση της βουλήσεως της Νομοθετικής εξουσίας δεν μπορεί να θεωρηθεί αντίθετη προς οποιανδήποτε συγκεκριμένη συνταγματική [*12] διάταξη, μια και το Σύνταγμα προστατεύει μόνο το ελάχιστο δικαίωμα του πολίτη, που δεν μπορεί να του στερηθεί, αλλά δεν καθιερώνει το δικαίωμα της άρνησης ασκήσεως για συμμετοχή σε οποιανδήποτε υποχρέωση που θα επέβαλλε νόμος στον τομέα αυτό.
Ως εκ τούτου η έφεση θα πρέπει να απορριφθεί.
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ, Δ.: Είχα την ευκαιρία να διαβάσω την απόφαση του αδελφού Δικαστή Α. Λοίζου με την οποία και συμφωνώ και δεν νομίζω ότι χρειάζεται να προσθέσω οτιδήποτε.
ΠΙΚΙΣ, Δ.: Η συνταγματικότητα των διατάξεων του Νόμου περί Χωριτικών Αρχών που, σε συνάρτηση με τον Νόμο περί Εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων, καθιστά τη ψηφοφορία υποχρεωτική, αποτελεί το αντικείμενο της εφέσεως. Ο Χριστόδουλος Πίγκουρας καταδικάστηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας και τιμωρήθηκε με πρόστιμο Δέκα Λιρών (£10.-) επειδή παρέλειψε να εκπληρώσει το εκλογικό καθήκον που επιβάλλει ο νόμος στις εκλογές για ανάδειξη των τοπικών Αρχών Στροβόλου. Ο κατηγορούμενος αρνήθηκε ενοχή και ισχυρίστηκε ότι οι σχετικές πρόνοιες του νόμου είναι αντισυνταγματικές επειδή προσκρούουν και είναι ασυμβίβαστες με τις διατάξεις του άρθρου 31 του Συντάγματος που θεμελιώνουν το δικαίωμα της ψήφου ως ατομικό δικαίωμα. Το Επαρχιακό Δικαστήριο απεφάσισε ότι το άρθρο 31 δεν αποκλείει την επιβολή υποχρεώσεως για την άσκησή του και επομένως ο Χριστόδουλος Πίγκουρας διέπραξε το αδίκημα παραλείψεως ασκήσεως του εκλογικού καθήκοντος.
Το θέμα που έχει εγερθεί είναι μεγάλης σπουδαιότητας για το συνταγματικό δίκαιο γιατί αφορά όχι μόνο τη φύση του δικαιώματος που κατοχυρώνει το άρθρο 31, αλλά, γενικότερα, τον χαρακτήρα των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ατόμου που εγγυάται το Δεύτερο Μέρος του Συντάγματος και άπτεται του τρόπου λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος της χώρας. Παρόλο που ο κ. Πίγκουρας δεν είναι δικηγόρος, έκαμε σοβαρή έρευνα και προέβη σε περιεκτικές εισηγήσεις στο Δικαστήριο που, παράλληλα με τις εισηγήσεις του δικηγόρου της Δημοκρατίας κ. Γαβριηλίδη, [*13] έχουν φωτίσει το θέμα από πολλές πλευρές.
Πρωταρχική επιδίωξη του εφεσείοντος είναι, όπως διαπιστώνω, ο προσδιορισμός από τις Δικαστικές Αρχές του χαρακτήρα των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών με ιδιαίτερη έμφαση στην ευχέρεια του νομοθέτη να ταυτίσει τα δικαιώματα αυτά με υποχρεώσεις. Προφανώς, ο Χριστόδουλος Πίγκουρας αρνήθηκε να εκπληρώσει το εκλογικό καθήκον που του επιβάλλει ο νόμος για να του δοθεί η ευκαιρία να αμφισβητήσει τη συνταγματικότητα του χάριν θεμελιώσεως των ατομικών δικαιωμάτων του πολίτη. Παρά την απόφαση στην οποία έχω καταλήξει για τους λόγους που επεξηγούνται πιο κάτω, και που είναι αντίθετοι με τις θέσεις του κ. Πίγκουρα, δεν μπορώ παρά να εκτιμήσω το ενδιαφέρον του για την κατοχύρωση των θεμελιωδών ελευθεριών του πολίτη. Η διαφύλαξη των ελευθεριών του πολίτη εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την ευαισθησία των πολιτών για τα δικαιώματα τους, και την αποφασιστικότητα να τα προασπίσουν προσφεύγοντας στα Δικαστήρια. Η ευαισθησία του πολίτη για τα δικαιώματα του και εκείνα των συνανθρώπων του, αποτελεί αναντικατάστατο εχέγγυο για την επικράτηση του δικαίου.
Οι διιστάμενες θέσεις των μερών αναφορικά με τη φύση και τον χαρακτήρα του δικαιώματος που κατοχυρώνει το άρθρο 31 και την ευχέρεια συνυπάρξεως συνταγματικού δικαιώματος και νομικής υποχρεώσεως για την άσκηση του, συνοψίζονται ως εξής:
Θέση Εφεσείοντα: Το δικαίωμα της ψήφου που εγγυάται το άρθρο 31 είναι ατομικό, δηλαδή η άσκησή του επαφίεται αποκλειστικά στη βούληση του πολίτη. Κάθε προσπάθεια συνάρτήσής του με νομική υποχρέωση για την άσκησή του αντιστρατεύεται τον ατομικό του χαρακτήρα επειδή εξουδετερώνει την ευχέρεια μη ασκήσεως του που εξυπακούεται, κατά τον ισχυρισμό του εφεσείοντα, από τις πρόνοιες του άρθρου 31. Η θεώρηση του δικαιώματος του εκλέγειν ως ατομικού δικαιώματος συνάδει με τη θεωρία του Ρουσσώ, μεγάλου κοινωνικού φιλόσοφου της Γαλλικής Επαναστάσεως, που συναρτά το κοινωνικό συμβόλαιο, δηλαδή τον συνδετικό ιστό της κοινωνίας, με την καθιέρωση ατομικών δικαιωμάτων σε αντιδιαστολή με τη δέσμευση των [*14] πολιτών προς το κοινωνικό σύνολο με υποχρεώσεις.
Περαιτέρω, ο κ. Πίγκουρας εισηγήθηκε ότι η υποχρεωτική ψηφοφορία όχι μόνο αντιστρατεύεται τον ατομικό χαρακτήρα του δικαιώματος που κατοχυρώνει το άρθρο 31, αλλά παραλείπει να θεσμοποιήσει τη λευκή ψήφο σαν πολιτική επιλογή, σε βαθμό μάλιστα που έχει δημιουργηθεί η εντύπωση ότι η λευκή ψήφος αποτελεί άρνηση εκπληρώσεως της υποχρεώσεως που επιβάλλει νόμος.
Θέση Γενικής Εισαγγελίας: Το δικαίωμα που κατοχυρώνει το άρθρο 31 δεν αποκλείει την επιβολή νομικής υποχρεώσεως για την άσκησή του. Η θέση αυτή βρίσκεται σε αρμονία με τη σύγχρονη θεώρηση του κράτους σαν ανεξάρτητης οντότητας με αυτόνομους μηχανισμούς λειτουργίας. Η λειτουργία του δημοκρατικού κράτους σαν αυθύπαρκτης οντότητας εξαρτάται άμεσα από τη συμμετοχή των συνθετικών του στοιχείων, δηλαδή των εκλογέων. Οι πολίτες που έχουν το δικαίωμα ψήφου, δηλαδή το εκλογικό σώμα, αποτελεί όργανο του κράτους η λειτουργία του οποίου ανάγεται στη σφαίρα αρμοδιότητας της Νομοθετικής Εξουσίας. Η επιβολή υποχρεωτικής συμμετοχής στις εκλογές εξασφαλίζει τη λειτουργικότητα του κράτους και παράλληλα διασφαλίζει τη λαϊκή κυριαρχία. Ο Μοντεσκιέ, Γάλλος φιλόσοφος του δικαίου, αποκλίνει υπέρ της οργανικής θεωρίας του κράτους ως του ασφαλέστερου μέσου για την κατοχύρωση κράτους δικαίου. Και άλλοι μελετητές του δικαίου* συνηγορούν υπέρ της αναγνωρίσεως του κράτους ως ανεξάρτητης νομικής προσωπικότητας με αυτόνομους μηχανισμούς λειτουργίας.
Ιστορική Θεώρηση: Οι Βέλγοι πρώτοι στον σύγχρονο κόσμο καθιέρωσαν υποχρεωτική τη ψηφοφορία με το Σύνταγμα του 1893. Στην Ελλάδα υιοθετήθηκε η υποχρεωτική ψηφοφορία με ερμηνευτική δήλωση του άρθρου 66 του Συντάγματος του 1864, από την Αναθεωρητική Βουλή του 1911, και ενσωματώθηκε στο Σύνταγμα του 1952. Στις περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες και στις Η.Π.Α., η ψηφοφορία είναι προαιρετική. Στην Ιταλία, παρόλο που συμμετοχή στις εκλογές χαρακτηρίζεται σαν καθήκον, η παράλειψη εκπληρώσεως του δε συνεπάγεται κυρώσεις.
* (Βλέπε, Τζιέλινεκ. Λάμπαρντ και Μέϊερ). [*15]
Θεμελιώδεις Ελευθερίες και Δικαιώματα κάτω από το Κυπριακό Σύνταγμα: Έργο του Δικαστηρίου δεν είναι η αξιολόγηση διισταμένων θεωριών αναφορικά προς το δίκαιο, αλλά ο προσδιορισμός των αρχών δικαίου που ισχύουν μέσα στα συνταγματικά πλαίσια της Κύπρου, και η επίλυση δικαστικών υποθέσεων σύμφωνα με τις αρχές αυτές. Το πρώτο θέμα που πρέπει να μας απασχολήσει είναι οι πρόνοιες του άρθρου 31 στο Σύνταγμα σε συνάρτηση με τη φύση των δικαιωμάτων που το Δεύτερο Μέρος του Συντάγματος κατοχυρώνει σαν θεμελιώδη, ερμηνευόμενες στα πλαίσια του Κυπριακού Συντάγματος. Το συγκεκριμένο ερώτημα είναι κατά πόσο το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας απαγορεύει την ταύτιση δικαιωμάτων που εγγυάται το Δεύτερο Μέρος, με υποχρέωση για άσκησή τους. Η περίληψή τους σε χάρτη θεμελιωδών δικαιωμάτων δεν αποκλείει αφεαυτής την επιβολή υποχρεώσεων για την άσκησή τους. Είναι θεμελιώδη και επομένως αναπαλλοτρίωτα υπό την έννοια ότι κανένας νόμος, αρχή ή πρόσωπο, δε μπορεί να τα αφαιρέσει ή να τα αποστερήσει από τον πολίτη. Ο χαρακτήρας θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών υπήρξε το αντικείμενο ενδελεχούς εξετάσεως στην υπόθεση Αστυνομίας ν. Γεωργιάδη[1]. Η άσκησή τους δε μπορεί να περιοριστεί εκτός όπου ρητά ορίζεται στο Σύνταγμα και σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που θέτει το Σύνταγμα για την επιβολή περιορισμών**. Το δικαίωμα που κατοχυρώνει το άρθρο 31 είναι ατομικό διότι
ανήκει στο άτομο, όχι σε κοινωνική ομάδα.
Ο χαρακτηρισμός και η καθιέρωση δικαιωμάτων ως θεμελιωδών, όχι μόνο δεν αποκλείει τη δημιουργία, όπου κρίνεται σκόπιμο από τον νομοθέτη, αντίστοιχων υποχρεώσεων για την άσκησή τους, αλλά η κατοχύρωση μερικών από τα δικαιώματα τ ου περιλαμβάνονται στο Δεύτερο Μέρος του Συντάγματος, όπως εκείνο της κοινωνικής ασφάλισης (άρθρο 9), προϋποθέτουν την επιβολή υποχρεώσεων για την άσκησή τους.
Το Δεύτερο Μέρος του Συντάγματος δεν περιορίζει τη Νομοθετική Εξουσία να επιβάλει νομικές υποχρεώσεις για προαγωγή συνταγματικών στόχων που σχετίζονται ή
[1] (1983) 2 Α.Α.Δ. 33.
[1] Αστυνομία ν. Εκδοτικής Εταιρείας (1982) Α.Α.Δ. 63 [*16]
τίζονται με θεμελιώδη δικαιώματα. Υπό την αίρεση πάντοτε ότι η καθιέρωση καθήκοντος αναφορικά με την άσκησή τους δεν εξουδετερώνει και δεν καταστρατηγεί τον ατομικό χαρακτήρα του δικαιώματος, δηλαδή, τον τρόπο ασκήσεως του από το άτομο. Η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Δημοκρατίας ν. Δημητριάδη & Άλλου *, ρητά αναγνωρίζει ότι θεμελιώδες δικαίωμα μπορεί να συνταυτιστεί με νομική υποχρέωση για άσκησή του όπου κρίνεται αναγκαίο για τη λειτουργία των συνταγματικών θεσμών. Αποφασίστηκε ότι το καθήκον που επιβάλλει ο νόμος για παρουσία του κατηγορουμένου στη δίκη του σε σοβαρές ποινικές υποθέσεις, δε συγκρούεται με το ατομικό του δικαίωμα να παρίσταται. Δικαίωμα και υποχρέωση μπορεί να συνυπάρχουν. Δικαιωματικά μπορούσε ο κατηγορούμενος να είναι παρών στη δίκη του για εξασφάλιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του. Ήταν ταυτόχρονα υπόχρεως να παρευρίσκεται χάριν της αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης. Δικαίωμα και καθήκον εξυπηρετούν δυο διαφορετικούς στόχους. Το δικαίωμα κατοχυρώνει το άτομο έναντι οποιασδήποτε αυθαιρεσίας, ενώ η επιβολή καθήκοντος εξασφαλίζει τη λειτουργία συνταγματικών θεσμών.
Και η υποχρεωτική ψηφοφορία αποσκοπεί στη διασφάλιση της λειτουργικότητας του δημοκρατικού πολιτεύματος που αποτελεί ύψιστο συνταγματικό στόχο. Το Σύνταγμα ορίζει ότι οι φορείς της πολιτικής εξουσίας εκλέγονται με άμεση ψηφοφορία από τον λαό*. Το δημοκρατικό πολίτευμα στηρίζεται στη λαϊκή κυριαρχία και η εγκυρότητά του εξαρτάται από τη συμμετοχή των πολιτών στη λειτουργία του. Το δημοκρατικό πολίτευμα θεσμοποιήθηκε στην αρχαία Αθήνα σαν το πολίτευμα της καθολικής συμμετοχής των πολιτών στα κοινά. Στο σύγχρονο Κράτος η άμεση συμμετοχή των πολιτών στη λήψη πολιτικών αποφάσεων είναι αδύνατη. Η υποχρεωτική ψηφοφορία αποσκοπεί στο να διασφαλίσει τον ελάχιστο βαθμό συμμετοχής στη λειτουργία του πολιτεύματος για εξασφάλιση δημοκρατίας. Το άρθρο 31 το οποίο επικαλείται ο εφεσείων δεν ρυθμίζει το εκλογικό σύστημα και δεν πραγματεύεται τον
*(1973) 2 Α.Α.Δ. 289, 293-294.
** (Βλέπε άρθρα 39, 65, 86, του Συντάγματος). [*17]
τρόπο διεξαγωγής εκλογών. Το Σύνταγμα αφήνει τη διάρθρωση του εκλογικού νόμου στον κοινό νομοθέτη κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις αναφορικά με τα προσόντα για εκλογή σε πολιτικό αξίωμα και την ηλικία των εκλογέων [2]. Το Σύνταγμα δεν προκαθορίζει τις επιλογές που πρέπει να παρέχονται στον εκλογέα. Το θέμα επαφίεται στη Βουλή των Αντιπροσώπων. Επομένως, η παράλειψη θεσμοποιήσεως της λευκής ψήφου σαν πολιτικής επιλογής δε συγκρούεται ούτε αντιβαίνει τις πρόνοιες του άρθρου 31 ή οποιουδήποτε άλλου άρθρου του Συντάγματος. Η θεσμοποίηση της λευκής ψήφου σαν επιλογής είναι πολιτικό θέμα που ανάγεται αποκλειστικά στην αρμοδιότητα της Νομοθετικής Εξουσίας. Ό,τι διαφυλάσσει το άρθρο 31 και, το Σύνταγμα κρινόμενο στο σύνολο του, είναι η κατοχύρωση του δικαιώματος συμμετοχής στις εκλογές και η ανεμπόδιστη άσκηση του δικαιώματος αυτού που επιτυγχάνεται με μυστική ψηφοφορία που διαφυλάσσει ο νόμος [3]. Καμιά επόπτευση του τρόπου ασκήσεως του δικαιώματος του εκλέγειν δεν είναι επιτρεπτή.
Καταλήγω ότι ο υπό κρίση νόμος που καθιστά τη ψηφοφορία υποχρεωτική, δεν είναι αντισυνταγματικός. Επομένως, η παράλειψη του εφεσείοντα να εκπληρώσει την εκλογική υποχρέωση που του επιβάλλει ο νόμος συνιστά αδίκημα για το οποίο ορθά καταδικάστηκε. Κατ' ακολουθίαν, η έφεση απορρίπτεται.
Α. ΛΟΊΖΟΥ Δ.: Η έφεση επομένως απορρίπτεται ομόφωνα.
Η έφεση απορρίπτεται.
[2] Άρθρα 40. 64, 95 και 63 του Συντάγματος.
[3] Νόμος, 72/79, άρθρο 29.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο