(1989) 2 ΑΑΔ 378
[*378] 12 Δεκεμβρίου, 1989
(ΣΑΒΒΙΔΗΣ, ΚΟΥΡΡΗΣ ΠΟΓΙΑΤΖΗΣ, Δ Δ )
ΘΡΑΣΟΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ,
Εφεσείων,
ν.
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥ ΕΙΣΠΡΑΞΕΩΣ ΦΟΡΩΝ,
Εφεσιβλήτου.
(Ποινική Έφεση Αρ. 5041).
Φορολογία — Είσπραξη φόρων — Ο Περί Εισπράξεως Φόρων Νόμος, 1962 (Ν. 31/62) άρθρο 9(1) — Διαδικασία αιτήσεως — Παράλειψη καταθέσεων πιστοποιητικού υπογεγραμμένου από τον Πρώτο Λειτουργό Προσόδων, βεβαιούντος ότι το ποσό του φόρου οφείλεται και παραμένει απλήρωτο. — Έκδοση διατάγματος πληρωμής του φόρου — Άκυρη.
Φορολογία — Είσπραξη φόρων — Ο Περί Εισπράξεως Φόρων Νόμος 1962 (Ν. 31/62) άρθρο 9(1) — Διαδικασία — Λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο ακολούθησε την διαδικασία της ποινικής δικονομίας και κάλεσε τον εφεσείοντα σε απολογία, αφού βρήκε ότι υπήρχε εκ πρώτης όψεως υπόθεση — Δικαιολογημένα ο εφεσείων κατεχώρησε ποινικήν έφεση.
Φορολογία — Είσπραξη φόρων — Ο Περί Εισπράξεως Φόρων Νόμος 1962 (Ν. 31/62) άρθρο 9(1) — Η μαρτυρία πρέπει να είναι σύμφωνη με την διάταξη αυτή — Τα αρχεία του γραφείου του φόρου εισοδήματος δεν είναι μαρτυρία.
Στην υπόθεση αυτή το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε ότι υπήρχε εκ πρώτης όψεως υπόθεση ότι ο εφεσείων δεν είχε πληρώσει έκτακτη εισφορά που ώφειλε και τελικά αφού τον κάλεσε να προχωρήσει στην υπεράσπιση του εξέδωσε το πιο κάτω αναφερόμενο διάταγμα. Οι νομικές αρχές, που εφάρμοσε το Ανώτατο Δικαστήριο αποδεχόμενο την έφεση, φαίνονται στις πιό πάνω περιληπτικές σημειώσεις.
Η έφεση γίνεται δεκτή. [*379]
Αναφερόμενες αποφάσεις:
Re RousiasCo. (1981) 1 C.L.R. 703.
Έφεση εναντίον καταδίκης και ποινής.
Έφεση εναντίον της καταδίκης και της ποινής από τον Θράσο Γεωργιάδη ο οποίος διατάχθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού (Αριθμός φορολογικής Αίτησης 211/88) να καταβάλει το ποσό των £285.20 σεντ για οφειλόμενους φόρους έκτακτης εισφοράς για τα τέσσερα τρίμηνα του 1976, τα τέσσερα τρίμηνα του 1977 και το πρώτο τρίμηνο του 1978 με τόκο 6%.
Ο Εφεσείων παρουσιάσθη αυτοπροσώπως.
Γ. Λαζάρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Β, για τον Εφεσίβλητο.
Ο Δικαστής κ. Σαββίδης ανέγνωσε την απόφαση του Δικαστηρίου. Με την έφεσή του αυτή ο εφεσείων προσβάλλει την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού στη φορολογική υπόθεση με αριθμό 211/88, με την οποία το Δικαστήριο διάταξε τον εφεσείοντα να καταβάλει το ποσό των £285.20 σ για οφειλόμενους φόρους έκτακτης εισφοράς, για τα τέσσερα τρίμηνα του 1976, τα τέσσερα τρίμηνα του 1977 και το πρώτο τρίμηνο του 1978 με τόκο 6% πάνω στο ποσό φόρου κάθε τριμηνίας.
Το διάταγμα αυτό εκδόθηκε κάτω από τις πρόνοιες του Άρθρου 9 του περί Εισπράξεως Φόρων Νόμου 1962, Νόμος 31/62. Τα Εδάφια (1) και (2) του εν λόγω Άρθρου έχουν ως ακολούθως:-
«9.- (1) Εάν πρόσωπον οφείλον οιονδήποτε φόρον παραλείψη να καταβάλη άπαντα τα υπ' αυτού οφειλόμενα ποσά όταν τούτο απαιτηθή υπό του φοροεισπράκτορος, το Δικαστήριον δύναται, τη αιτήσει του φοροεισπράκτορος και τη προσαγωγή πιστοποιητικού υπογεγραμμένου υπό του Πρώτου Λειτουργού Προσόδων, βεβαιούντος ότι ποσόν τι οφείλεται και παραμένει απλήρωτον, να καλέση το εν υπερημερία πρόσωπον ενώπιον του και να προβή εις την διενέργειαν ερεύνης περί της καταστάσεως και των μέσων διαβιώσεως του εν υπερημερία προσώπου, και να διατάξη το τοιούτο πρόσωπο όπως καταβάλη το οφειλόμενον πο[*380]σόν ομού μετά των συνέπεια της υπερημερίας γενομένων εξόδων και των άλλων όλων εξόδων ων την καταβολήν ήθελε κρίνει ευλογον, είτε παραχρήμα είτε δια δόσεων ως το Δικαστηριον ήθελε καθορίσει.
(2) η αίτησις του φοροεισπράκτορος και το πιστοποιητικόν του Πρώτου Λειτουργού Προσόδων, ων μνεία γίνεται εδαφίω (1), θα είναι εν τω τύπω τω εκτεθειμένα) εν τω Δευτέρω Παραρτήματι.
Η αίτηση με αριθμό 211/88 καταχωρήθηκε από τον Επαρχιακό Λειτουργό Εισπράξεως Φορών Λεμεσού. Το Δικαστή-ριο βρήκε πως σύμφωνα με τη μαρτυρία που παρουσιάστηκε ενώπιον του και τις πρόνοιες του Άρθρου 9, Εδάφιον (1), ο εφεσείων όφειλε να πληρώσει το ποσό των £285.20σ και εξέδωκε το σχετικό διάταγμα.
Από το σχετικό φάκελο της υπόθεσης η αίτηση που είχε ενώπιον του το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν μια αίτηση από τον Επαρχιακό Λειτουργό Εισπράξεως Φόρων στην οποία αναφέρονται τα πιο κάτω:-
«Ο Αιτητής εκ μέρους και δια λογαριασμόν του Διευθυντού του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων καταχωρεί πιστοποιητικόν υπογεγραμμένον υπο του Διευθυντού και αιτείται την έκδοσιν αγωγής δυνάμει του άρθρου 9 του περί Εισπράξεως των Φόρων Νόμου υπ' αρ. 31/1962 και ημερομηνία ορισμού ακροάσεως της παρούσης Αιτήσεως.
Είδος Φόρου |
Φορολογικόν Έτος |
Ποσόν |
έκτακτη εισφορά |
ΖΙ435/1/76 |
22.80 |
|
2/76 |
22.80 |
|
3/76 |
22.80 |
|
4/76 |
22.80 |
|
1/77 |
44.00 |
|
2/77 |
38.00 |
|
3/77 |
38.00 |
|
4/77 |
38.88 |
|
1/78 |
36.00 |
|
Έξοδα |
2.00 |
|
|
£287.20 |
|
Επαρχιακός Λειτουργός Εισπράξεως.» |
[*381]
Κατά την καταχώρηση της αίτησης δεν κατατέθηκε στο Δικαστήριο πιστοποιητικό εισπράξεως υπογραμμένο από τον Πρώτο Λειτουργό Προσόδων, όπως ρητά προνοεί το Εδάφιον (1) του Άρθρου 9, ότι το ποσό των φορών που αναφέρεται στην αίτηση παραμένει απλήρωτο, ούτε η αίτηση που υποβλήθηκε είναι σύμφωνη με τον τύπο που αναφέρεται στο δεύτερο παράρτημα του Νόμου στο οποίο πρέπει να ενσωματωθεί αυτό το πιστοποιητικό. Η ύπαρξη του πιστοποιητικού αυτού αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση πριν το Δικαστήριο καλέσει το πρόσωπο που καθυστερεί την πληρωμή να παρουσιαστεί μπροστά του για τη διενέργεια της σχετικής έρευνας που προνοείται από το εδάφιο (1) του Άρθρου 9.
Η έλλειψη τέτοιου πιστοποιητικού εγέρθηκε κατά την ακρόαση της υπόθεσης και συγκεκριμένα όταν ο εφεσείων ισχυρίστηκε πως δεν όφειλε κανένα ποσό. Ύστερα από τον ισχυρισμό αυτό που προβλήθηκε κατά την αντεξέταση του μάρτυρα του εφεσίβλητου, το Δικαστήριο επέτρεψε στον εφεσίβλητο/αιτητή να καταθέσει τρεις ειδοποιήσεις για την επιβολή έκτακτης εισφοράς για τα τρίμηνα του 1976, για τα τρίμηνα του 1977 και για το πρώτο τρίμηνο του 1978.
Οι ειδοποιήσεις αυτές είναι ειδοποιήσεις επιβολής έκτακτης εισφοράς σύμφωνα με τις πρόνοιες των περί Εκτάκτου Εισφοράς (Προσωρινοί Διατάξεις) Νόμων, με τις οποίες το Γραφείο Φόρου Εισοδήματος πληροφορούσε τον εφεσείοντα ότι του επιβλήθηκε σχετική φορολογία. Στις ειδοποιήσεις αυτές αναφερόταν ότι, αν ο αιτητής δε συμφωνούσε, μπορούσε να υποβάλει ένσταση στο Διευθυντή του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων ή και να καταχωρήσει προσφυγή εναντίον της φορολογίας.
Οι φορολογίες αυτές δεν ισοδυναμούν με το τεκμήριο που απαιτεί ο Νόμος, ούτε μπορούν να υποκαταστήσουν το πιστοποιητικό που ρητά προνοείται από το Άρθρο 9(1) του Νόμου σύμφωνα με τον τύπο που αναφέρεται στο δεύτερο παράρτημα του Νόμου, που οφείλει να είναι πιστοποιητικό από τον Πρώτο Λειτουργό Προσόδων, ότι το ποσό των φόρων οφείλεται και παραμένει απλήρωτο. Σύμφωνα με το δεύτερο παράρτημα του Νόμου 31/62 ο τύπος της αίτησης που πρέπει να υποβληθεί στο Δικαστήριο είναι ο πιο κάτω:- [*382]
«ΑΙΤΗΣΙΣ ΦΟΡΟΕΙΣΠΡΑΚΤΟΡΟΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΝ | |||||||
Ο περί Εισπράξεως Φόρων Νόμος του 1962 | |||||||
|
|
| |||||
|
|
| |||||
Αναφορά εις την Φορολογίαν |
Όνομα του εν υπερημερία τελούντος προσώπου
|
Διαμονή δ |
Φύσις του πληρωτέου και απαιτητού φόρου | ||||
|
|
|
|
|
Ολικόν Μιλς | ||
Αρ. Χωρίον Έτος |
|
|
μ. |
μ. |
μ. |
μ. |
|
. . . |
….. |
.. |
|
|
|
|
|
Πρώτον Λειτουργόν Προσόδων,
Δια ταύτης δηλώ ότι τα ανωτέρω αναφερόμενα πρόσωπα τελούν εν υπερημερία περί την πληρωμήν των ποσών των δεικνυομένων έναντι των ονομάτων αυτών, και εξαιτούμαι όπως υπογράψητε το κατωτέρω πιστοποιητικόν ίνα δυνηθώ να υποβάλω τω Δικαστηρίω την αίτησιν ταύτην δια την λήψιν μέτρων δυνάμει του άρθρου 9 του Νόμου.
Ημερομηνία……….. Φοροεισπράκτωρ………………
Δια του παρόντος πιστοποιώ ότι οι ανωτέρω φόροι οφείλονται και δεν επληρώθησαν εισέτι.
Ημερομηνία……….. Πρώτος Λειτουργός Προσόδων.»
Οι πρόνοιες του Άρθρου 9 και η διαδικασία που καθορίζεται με το Άρθρο αυτό είναι σαφείς. Το τι απαιτείται να παρουσιαστεί στο Δικαστήριο μαζί με την αίτηση είναι πιστοποιητικό υπογραμμένο από τον Πρώτο Λειτουργό Προσόδων που να βεβαιώνει ότι το ποσό οφείλεται και παραμένει απλήρωτο. Με το πιστοποιητικό αυτό τεκμαίρεται ότι τα ποσά που αναφέρονται στην αίτηση και στο πιστοποιητικό είναι οφειλόμενα. Με βάση το Τεκμήριο αυτό το Δικαστήριο καλεί το πρόσωπο που καθυστερεί την πληρωμή για να το εξετάσει σχετικά με την οικονομική του κατάσταση και σαν αποτέλεσμα της εξέτασης αυτής να το διατάξει να καταβάλει το οφειλόμενο ποσό.
Ο Δικαστής στην παρούσα υπόθεση ακολούθησε, όπως φαίνεται από το περιεχόμενο της απόφασης του, διαδικα[*383]σία που προβλέπεται για ποινική υπόθεση σύμφωνα με το Νόμο περί Ποινικής Δικονομίας, προχώρησε στην ακρόαση μαρτυρίας για να ικανοποιηθεί αν τα ποσά ήταν οφειλόμενα, και μετά, βασιζόμενος στο Άρθρο 74(1)(β) της Ποινικής Δικονομίας, κατάληξε στο συμπέρασμα πως υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του εφεσείοντα, τον οποίο σε διάφορα μέρη της απόφασης περιγράφει σαν κατηγορούμενο, για να τον καλέσει να προβάλει την υπεράσπιση του.
Στα πρακτικά της υπόθεσης αναφέρονται τα πιο κάτω: -
«Δικαστήριο :-
Στο στάδιο αυτό το Δικαστήριο θα πρέπει να εξετάσει εφόσον η Κατηγορούσα Αρχή έχει τελειώσει τη μαρτυρία της αν υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση ώστε να κληθείτε εσείς να προβάλετε την υπεράσπιση σας.
Κος Γεωργιάδης:-
Εφόσον δεν οφείλω τίποτε.
Δικαστήριο:-
Στο στάδιο αυτό με βάση το Άρθρο 74(1)(β) της Ποινικής Δικονομίας Κεφ. 155 βρίσκω ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον του Καθ' ου η Αίτηση ώστε να κληθεί να προβάλει την υπεράσπιση του.»
Ο λόγος που κάνουμε αναφορά στα πιο πάνω είναι για να καταλήξουμε στο συμπέρασμα πως, υπό τα περιστατικά της υπόθεσης, ο εφεσείων, που παρουσιαζόταν χωρίς δικηγόρο, ορθά θεώρησε πως με τον τρόπο που διεξήχθηκε η δίκη η υπόθεση του ήταν ποινική υπόθεση και έτσι καταχώρησε ποινική έφεση.
Οι πρόνοιες του Άρθρου 9 εξετάστηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση In re Rousias Co. (1981) 1 C.L.R. 703, η οποία αφορούσε διάταγμα «certiorari» για την ακύρωση διαταγής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας σε φορολογική υπόθεση γιατί δεν είχε εκδοθεί σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 9(1) και (2). Ο τότε Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου ακυρώνοντας τη διαταγή ανάφερε τα πιο κάτω στην απόφαση του στις σελίδες 706-707.
«It is clear under section 9(1) that the District Court could not have made the order concerned only on an application by [*384] a tax collector; there was required, in any event, the production of a certificate under the hand of the Chief Revenue Officer to the effect that the tax in question was still due and unpaid; and only after the production of such a certificate the applicant could have been summoned to appear before the District Court.
I am not at all concerned with the question of what are the records which exist in the relevant file of the Inland Revenue Office, because they cannot be regarded as constituting Court records.
I am, thus, faced with the situation that there has been made an order under section 9 without the prescribed procedure having been followed; and in order to discover whether such procedure has been followed I have looked at the whole of the material before me, as I was entitled to do (see Rex v. Northumberland Compensation Appeal Tribunal. Ex parte Shaw, [1952] 1 K.B. 338, which has been considered in R. v. Southampton Justices, ex parte Green, [1975] 2 All E.R. 1073).
In the circumstances of this case I find that there exists, on the face of the proceedings, an error of law vitiating the validity of the complained of order, in the sense in which such an error has been explained in, inter alia, R. v. Paddington Valuation Officer and Another, Ex parte Peachey Property Corporation, Ltd., [1965] 2 All E.R. 836,842.»
Στην προκειμένη περίπτωση απ' όλα τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μας και που βρίσκονται στο σχετικό φάκελο του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού είναι φανερό πως η διαταγή εκδόθηκε χωρίς να ακολουθηθεί η νενομισμένη διαδικασία κατά παράβαση των προνοιών του σχετικού Νόμου και, κατά συνέπεια είναι άκυρη. Επιπλέον, ενώπιον του Δικαστηρίου δεν υπήρχε η μαρτυρία της μορφής που ρητά προνοεί το Άρθρο 9(1) του Νόμου και, χωρίς τέτοια μαρτυρία, ο εφεσείων δεν μπορούσε να διαταχθεί να πληρώσει την οφειλόμενη φορολογία.
Ύστερα από τα πιο πάνω συμπεράσματα η έφεση επιτυγχάνει και η επίδικη διαταγή ακυρώνεται. Δεν κάμνουμε διαταγή για τα έξοδα.
Η Έφεση επιτυγχάνει.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο