Χρυσοστόμου & άλλοι ν. Δημοκρατίας (1990) 2 ΑΑΔ 18

(1990) 2 ΑΑΔ 18

[*18] 26 Ιανουαρίου, 1990

[ΣΑΒΒΙΔΗΣ, ΚΟΥΡΡΗΣ, ΠΟΓΙΑΤΖΗΣ, Δ/στές]

ΔΗΜΗΤΡΗΣ Γ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ "ΚΑΝΑΡΗΣ" ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ,

Εφεσείοντες,

ν.

ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 5100 - 5102).

Ποινή — Διάρρηξη καταστήματος και κλοπή αντικειμένων αξίας περίπου £359 και ποσού £350 απ' αυτό — Ποινικό μητρώο βεβαρημένο — Ο εφεσείων 1 βαρύνετο με τρείς, ο εφεσείων 2 με δεκατέσσερεις και ο εφεσείων 3, που ήταν και ο αρχηγός της σπείρας, με τριαντατέσσερις προηγούμενες καταδίκες — Οι εφεσείοντες είναι πρόσωπα με σοβαρές ψυχολογικές διαταραχές — Ποινές φυλακίσεως 2 1/2 ετών στους εφεσείοντες 1 και 2 και 3 1/2 ετών στον εφεσείοντα 3 κρίνονται επιεικείς.

Ποινή — Επιμέτρηση ποινής — Καθήκον εξατομίκευσης — Η εξατομίκευση, όμως, δεν πρέπει να οδηγεί σε εξουδετέρωση της αποτελεσματικότητας του νόμου.

Τα γεγονότα και οι νομικές αρχές, που εφαρμόσθηκαν στην υπόθεση αυτή προκύπτουν επαρκώς από τις πιο πάνω περιληπτικές σημειώσεις. Το παράπονο του εφεσείοντα 2, ότι δεν λήφθηκε υπόψη το ότι είχεν παρασυρθεί από τους άλλους δύο εφεσείοντες, δεν έγινε δεκτό, γιατί δεν υπεστηρίζετο από τα γεγονότα. Εξ άλλου ο ρόλος του εφεσείοντος 1, ως αρχηγού της σπείρας, είχεν αντανάκλαση στην ποινή που επεβλήθη σ' αυτόν.

Εφέσεις απορρίπτονται.

Εφέσεις εναντίον Ποινής.

Εφέσεις εναντίον της ποινής από τον Δημήτρη Γ. Χρυσοστόμου "Κανάρη" και άλλους οι οποίοι βρέθηκαν ένοχοι στις 20 Ιανουαρίου, 1989 από το Κακουργιοδικείο Λεμεσού (Αριθμός Ποινικής Υπόθεσης 30765/88) στην κατηγορία της διάρρηξης καταστήματος και κλοπής κατά παράβαση των άρθρων 249 (α), 255 και 20 του Ποινικού [*19] Κώδικα, Κεφ. 154, και καταδικάστηκαν από τον Πρ. Επαρχιακού Δικαστηρίου Κωνσταντινίδη, τον Προσ. Αν. Επαρχιακό Δικαστή Σταυρινίδη και τον Επαρχιακό Δικαστή Νικολάτο, ο μεν πρώτος κατηγορούμενος σε 3 1/2χρόνων φυλάκιση και οι άλλοι 2 κατηγορούμενοι σε 2 1/2 χρόνων φυλάκιση.

Οι εφεσείοντες στην Έφεση 5100 και 5102 παρουσιάσθηκαν αυτοπροσώπως.

Μ. Ιωάννου, για τον εφεσείοντα στην Έφεση 5101.

Γ. Λαζάρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την εφεσίβλητη.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ ΣΑΒΒΙΔΗΣ:   Την απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει ο Δικαστής Ι. Πογιατζής.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ ΠΟΓΙΑΤΖΗΣ: Οι πιο πάνω τρεις εφέσεις ακούστηκαν την ίδια μέρα γιατί στρέφονται εναντίον της ποινής που το Κακουργιοδικείο Λεμεσού επέβαλε στους εφεσείοντες που ήταν συγκατηγορούμενοι στο Κατηγορητήριο με αριθμό 30765/88 με το οποίο είχαν κατηγορηθεί με το κακούργημα της διάρρηξης καταστήματος και κλοπής κατά παράβαση των άρθρων 249(α), 255 και 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.

Σύμφωνα με τις Λεπτομέρειες της Κατηγορίας: "Οι κατηγορούμενοι μεταξύ της 14ης και 15ης Νοεμβρίου, 1988, στη Λεμεσό, της Επαρχίας Λεμεσού, διέρρηξαν και εισήλθαν στο κατάστημα του Νικόδημου Νικόδημου από τη Λεμεσό και διέπραξαν κακούργημα μέσα σ' αυτό, δηλαδή, έκλεψαν από αυτό το χρηματικό ποσό των £350, σε μετρητά, ένα δερμάτινο τσαντάκι αξίας £5, ένα κενό βιβλιάριο επιταγών της Τράπεζα Κύπρου Λτδ., ένα βιβλιάριο επιταγών με δύο λευκές επιταγές με αρ. 0451599 και 0451600, δυο πλήρη βιβλιάρια επιταγών με αριθμούς 0649101-50 και 0427401-450 αξίας £4, μια επιταγή της Τράπεζας Κύπρου Λτδ, με αρ. 0807357 που εκδόθηκε στον Ν. Νικόδημου από τον Πανίκο Κωνσταντίνου για το ποσό των £50 [*20] και το Κυπριακό Διαβατήριο του Νικόδημου, όλα συνολικής αξίας £359, περιουσία του πιο πάνω προσώπου."

Οι εφεσείοντες παραδέχτηκαν ενοχή και στις 20 Ιανουαρίου 1989 το Κακουργιοδικείο επέβαλε σ' αυτούς τις εξής ποινές:

Στον εφεσείοντα στην έφεση αρ. 5100 (1ο εφεσείοντα), φυλάκιση 2 1/2 χρόνια από 16/1/1989.

Στον εφεσείοντα στην έφεση αρ. 5101 (2ο εφεσείοντα), φυλάκιση 2 1/2 χρόνια από 28/11/1988.

Στον εφεσείοντα στην έφεση αρ. 5102 (3ο εφεσείοντα), φυλάκιση 3 1/2 χρόνια από 26/11/1988.

Επιπρόσθετα το Κακουργιοδικείο ενεργοποίησε ποινές φυλάκισης με αναστολή που είχαν επιβληθεί στους εφεσείοντες ως ακολούθως: Αναφορικά με τον 1ο εφεσείοντα ένα χρόνο από φυλάκιση δυο χρόνων με αναστολή που του είχε επιβληθεί την 1/2/1988 για αδίκημα διάρρηξης και κλοπής. Αναφορικά με το 2ο εφεσείοντα, ποινή φυλάκισης έξι (6) μηνών με αναστολή που του είχε επιβληθεί στις 10/1/1987 για το αδίκημα της απόδρασης από νόμιμη κράτηση. Αναφορικά με τον 3ο εφεσείοντα, ποινή φυλάκισης τεσσάρων (4) μηνών με αναστολή για το αδίκημα της κλοπής που του είχε επιβληθεί στις 14/1/1988.

Με τις αντίστοιχες εφέσεις τους οι εφεσείοντες δεν προσβάλλουν την ενεργοποίηση των πιο πάνω ποινών φυλάκισης. Προσβάλλουν μόνο τις ποινές που επιβλήθηκαν σ' αυτούς από το Κακουργιοδικείο στην υπόθεση αρ. 30765/88, οι μεν εφεσείοντες 1 και 3 γιατί η ποινή που τους επιβλήθηκε είναι, κατά την εισήγησή τους, έκδηλα υπερβολική, ο δε εφεσείων αρ. 2 γιατί η ποινή που του επιβλήθηκε αντίκειται, κατά την εισήγηση του δικηγόρου του, προς τις νομολογιακά καθιερωμένες αρχές που διέπουν την επιβολή ποινής σε αδικοπραγούντες.

Ενώπιον του Κακουργιοδικείου όλοι οι εφεσείοντες [*21] είχαν τις υπηρεσίες δικηγόρου. Εν όψει του νεαρού της ηλικίας τους, οι εφεσείοντες είναι ηλικίας 23, 20 και 21 χρόνων αντίστοιχα, ετοιμάστηκαν και κατατέθηκαν για όλους κοινωνικές εκθέσεις του Γραφείου Ευημερίας, το περιεχόμενο των οποίων το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψη του στην επιμέτρηση της ποινής.

Στην επιμέτρηση της ποινής που τους επεβλήθηκε, το Κακουργιδικείο έλαβε επίσης υπόψη του αριθμό υποθέσεων που εκκρεμούσαν για παρόμοια αδικήματα που οι κατηγορούμενοι παραδέχτηκαν ότι είχαν διαπράξει. Εννέα τέτοιες υποθέσεις λήφθηκαν υπόψη αναφορικά με τον 1ο εφεσείοντα, έντεκα υποθέσεις αναφορικά με το 2ο εφεσείοντα και είκοσι-επτά υποθέσεις αναφορικά με τον 3ο εφεσείοντα.

Και οι τρείς εφεσείοντες βαρύνονται με προηγούμενες καταδίκες, ιδιαίτερα ο 3ος εφεσείων που παραδέχτηκε 35 συνολικά προηγούμενες καταδίκες οι περισσότερες από τις οποίες αναφέρονται σε παρόμοια με το παρόν αδικήματα. Ο 1ος εφεσείων βαρύνεται με 3 προηγούμενες καταδίκες που αφορούν 11 τέτοια αδικήματα, ο δε 2ος εφεσείων βαρύνεται με 14 προηγούμενες καταδίκες. Από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του Κακουργιοδικείου φαίνεται ότι όλοι οι εφεσείοντες είναι πρόσωπα με σοβαρές ψυχολογικές διαταραχές, και ότι ο 3ος εφεσείων ήταν ο αρχηγός της σπείρας και είχε καρπωθεί το μεγαλύτερο μέρος των κλαπέντων που δεν είχαν επιστραφεί.

Αφού αναφέρθηκε στα γεγονότα της υπόθεσης και στις προσωπικές συνθήκες των εφεσειόντων που είχαν τεθεί ενώπιον του, το Κακουργιοδικείο αναφέρει στην απόφαση του τα εξής:

"Το Ανώτατο Δικαστήριο τόνισε επανειλημμένα τη σοβαρότητα των αδικημάτων αυτής της φύσης. Έχοντας υπόψη την ανησυχητική συχνότητα τους, τα χαρακτήρισε σαν κοινωνική μάστιγα και τόνισε την ανάγκη επιβολής αυστηρών ποινών σαν μέτρο για την αποτροπή τους, με στόχο την προστασία της κοινωνίας (βλ. Ψυλ[*22]λας ν. Δημοκρατίας (1984) 2 Α.Α.Δ. 420, Νικολάου ν. Δημοκρατίας (1985) 2 Α.Α.Δ. 52, Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (1986) 2 Α.Α.Δ. 207 και Αντωνιάδης ν. Αστυνομίας (1986) 2 Α. Α .Δ. 21).

Προσεγγίζουμε το λεπτό έργο της επιμέτρησης της ποινής με επίγνωση του καθήκοντος μας για την εξατομίκευση της (βλ. Σαββίδης ν. Δημοκρατίας (1988) 2 Α.Α.Δ. 51).

Όπως όμως έχει τονισθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο, η εξατομίκευση δεν πρέπει να οδηγεί σε εξουδετέρωση της αποτελεσματικότητας του Νόμου. Στις περιπτώσεις που ο Κατηγορούμενος εμφανίζεται να αποτελεί κίνδυνο για την κοινωνία, μικρά περιθώρια απομένουν για την εξατομίκευση της ποινής. (Βλ. Αντωνιάδης ν. Αστυνομίας (ανωτέρω), Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1986) 2 Α.Α.Δ. 109)."

Συμφωνούμε απόλυτα με την προσέγγιση του Κακουργιοδικείου όπως εκτίθεται στο πιο πάνω απόσπασμα.

Στην αγόρευση τους για υποστήριξη της έφεσης τους οι εφεσείοντες 1 και 3 που εμφανίστηκαν ενώπιον μας χωρίς δικηγόρο, επικαλέστηκαν τις προσωπικές τους συνθήκες και εζήτησαν την επιείκεια του Δικαστηρίου. Τα ελαφρυντικά που πρόβαλαν ενώπιον μας είχαν αναφερθεί από τους συνηγόρους τους ενώπιον του Κακουργιοδικείου το οποίο απέδωσε σ' αυτά την πρέπουσα βαρύτητα η οποία αντανακλάται επαρκώς στις ποινές που επέβαλε σ' αυτούς. Οι ποινές αυτές όχι μόνο δεν είναι έκδηλα υπερβολικές, αλλά δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ούτε καν αυστηρές λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των παραγόντων που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στην επιμέτρηση της ποινής σε υποθέσεις παρόμοιες με την παρούσα.

Αναφορικά με το 2ο εφεσείοντα, ο ευπαίδευτος δικηγόρος του πρόβαλε το επιχείρημα ότι το Κακουργιοδικείο δεν εξατομίκευσε επαρκώς την ποινή που επέβαλε σ' αυτόν. Το επιχείρημα στηρίχτηκε στον ισχυρισμό ότι ο[*23] 2ος εφεσείων παρασύρθηκε στη διάπραξη, των αδικημάτων από τους εφεσείοντες 1 και 3 των οποίων υπήρξε θύμα ένεκα του αδύνατου χαρακτήρα του. Το Κακουργιοδικείο, πρόσθεσε ο κ. Ιωάννου, είχε καθήκον, υπό τας περιστάσεις, να μην επιβάλει στον πελάτη του την ίδια ποινή που επέβαλε στον 1ο εφεσείοντα και να διαφοροποιήσει σε μεγαλύτερο βαθμό την ποινή που επέβαλε στον πελάτη του από εκείνη που επέβαλε στον 3 εφεσείοντα.

Το επιχείρημα του κ. Ιωάννου δεν υποστηρίζεται από τα γεγονότα που ο πελάτης του ισχυρίστηκε στην κατάθεση του στην αστυνομία, η οποία είχε κατατεθεί στο Κακουργιδικείο, και τα οποία δεν δικαιολογούν οποιαδήποτε διαφοροποίηση μεταξύ των ποινών που θα έπρεπε να επιβληθούν στον πελάτη του και στον 1ο εφεσείοντα. Είμαστε επιπρόσθετα πεπεισμένοι ότι ο μεγαλύτερος ρόλος του 3ου εφεσείοντα στη διάπραξη των αδικημάτων αντανακλάται επαρκώς στην αυστηρότερη ποινή που το Κακουργιοδικείο του επέβαλε σε σύγκριση με εκείνη που επέβαλε στον πελάτη του, 2ο εφεσείοντα.

Εν όψει των πιο πάνω, οι παρούσες εφέσεις αποτυχάνουν και οι ποινές που επιβλήθηκαν στους τρείς εφεσείοντες επικυρώνονται.

Οι εφέσεις απορρίπτονται.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο