Γενικός Εισαγγελέας ν. Λαζαρίδη & άλλου (1991) 2 ΑΑΔ 330

(1991) 2 ΑΑΔ 330

[*330] 28 Ιουνίου, 1991

[ΠΙΚΗΣ, ΠΟΓΙΑΤΖΗΣ, ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ Δ/στές]

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσείων,

ν.

ΧΡΙΣΤΑΚΗ ΜΙΧΑΗΛ ΛΑΖΑΡΙΔΗ & ΑΛΛΟΥ,

Εφεσιβλήτων.

(Ποινικές Εφέσεις 5176 & 5292).

Δικαιοδοσία — Δευτεροβάθμιος Δικαιοδοσία — Ποινικές Εφέσεις — Αιτήσεις υπό του Γενικού Εισαγγελέα για διεύρυνση του Εφετείου το οποίο συγκροτήθηκε δυνάμει του άρθρου 11 (3) του Περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου 1964 (Ν 33/ 64) για εκδίκαση των ποινικών εφέσεων — Η διεύρυνση είναι θέμα διακριτικής εξουσίας που εξαρτάται αποκλειστικά από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κάθε υπόθεσης και πρέπει να ασκείται κατά τρόπο δικαστικό προς καλύτερη εξυπηρέτηση του συμφέροντος της δικαιοσύνης — Κριτήρια που εφαρμόζονται.

Ο Γενικός Εισαγγελέας με δύο αιτήσεις του ζήτησε διεύρυνση της αριθμητικής σύνθεσης του Εφετείου ούτως ώστε οι πιο πάνω εφέσεις να εκδικασθούν από επτά τουλάχιστον Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η έφεση 5292 στρέφεται εναντίον αθωωτικής απόφασης και η έφεση 5176 εναντίον ποινής του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας.

Οι δύο αιτήσεις εξετάσθηκαν από κοινού και εκδόθηκε κοινή απόφαση καθότι τα νομικά σημεία που εγείροντο ήταν ταυτόσημα και τα γεγονότα πάνω στα οποία εστηρίζοντο ήταν παρόμοια. Τα γεγονότα αυτά συνοψίζονται ως ακολούθως:

1) Το τριμελές Εφετείο απέρριψε τέσσερεις ποινικές εφέσεις που στρέφονταν εναντίον ποινών που επέβαλε το Κακουργιοδικείο Λάρνακος, υιοθετώντας το σκεπτικό της απόφασης Γενικός Εισαγγελέας ν Πουρή και άλλων (1979) 2 Α.Α.Δ. 15.

2) Η υπόθεση Πουρή εκδόθηκε από επταμελές Εφετείο.

3) Ο πρώτος λόγος της έφεσης υπ' αρ. 5292 βασίζεται πάνω στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου αναφορικά με το δικαίωμα του Γενικού Εισαγγελέα να εφεσιβάλει την αθωωτική απόφαση του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας στην παρούσα υπόθεση καιγι' αυτόν τον σκοπό το Ανώτατο Δικαστήριο κλήθηκε να αναθεω[*331] ρήσει την κατά πλειοψηφία απόφαση του στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν Πουρή και άλλων για σωστή ερμηνεία και εφαρμογή του Κεφ. 155 και του Ν. 14/60 με τρόπο που να συνάδει με την ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των συναφών άρθρων του Συντάγματος και τις διεθνείς υποχρεώσεις της Κυπριακής Δημοκρατίας.

4) Η αναθεώρηση της απόφασης Πουρή αποτελεί πολύ σπουδαίο νομικό θέμα για την απονομή της Δικαιοσύνης και η απόφαση τριμελούς Εφετείου για αναθεώρηση νομολογίας δεν θα είναι τελεσίδικη και δεν θα υπάρχει βεβαιότης δικαίου καθότι τρεις άλλοι Δικασταί του Ανωτάτου Δικαστηρίου θα μπορούν σε μεταγενέστερη υπόθεση να ακολουθήσουν την απόφαση πλειοψηφίας στην υπόθεση Πουρή.

5) Υπάρχει καθιερωμένη πάγια τακτική του Ανωτάτου Δικαστηρίου να επιλαμβάνεται εισηγήσεων αναφορικά με την αναγκαιότητα αναθεώρησης προηγούμενης νομολογίας του, με σύνθεση που να έχει τη δυνατότητα να αποφασίζει τελεσίδικα.

Το Ανώτατο δικαστήριο υπό την καθορισθείσα σύνθεση αποδέχθηκε τις αιτήσεις, διαφωνούντος του Πική, Δ. και αποφάνθηκε:

Α) Υπό Πογιατζή Δ. συμφωνούντος και του Χρυσοστομή, Δ.

Ο Γενικός Εισαγγελέας προσπάθησε να επιτύχει διεύρυνση του τριμελούς Εφετείου κατ' αρχήν με επιστολή του ημερομηνίας 7/1/ 1991 προς το Ανώτατο Δικαστήριο μέσω του Αρχιπρωτοκολλητή και αργότερα στις 25/2/1991 με τις Πρωτογενείς Εναρκτήριες Αιτή-, σεις υπ' αρ. 1/91 και 2/91 Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν Αρτεμίου και άλλον με τις οποίες ζητούσε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου διάταγμα για την ακρόαση των ποινικών εφέσεων 5292 και 5176 ενώπιον της Ολομέλειας ή τουλάχιστον ενώπιον επτά από τους δεκατρείς Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Η ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου εξέδωσε την ακόλουθη ομόφωνη απόφαση, απορρίπτοντας τις αιτήσεις 1/91 και 2/91.

1. Η αριθμητική σύνθεση του Εφετείου που συγκροτείται με βάση το άρθρο 11 (3) του Νόμου 33/64 δεν επηρεάζει τις αρμοδιότητες και εξουσίες του στις οποίες περιλαμβάνεται και η εξουσία για απόκλιση ή απομάκρυνση από προηγούμενη απόφασή του.

2. Σύμφωνα με το Νόμο δεν χωρεί Πρωτογενής Εναρκτήρια Αίτηση ή οποιοδήποτε άλλο ένδικο μέτρο για την έκδοση των αιτουμένων διαταγμάτων αλλά ούτε και για τη μεταβολή ή διεύρυνση της σύνθεσης του Δικαστηρίου το οποίο ορίζεται βάσει του άρθρου 11 (3) του Νόμου.

3. Δυνατότητα διεύρυνσης της σύνθεσης του Εφετείου που [*332] ασκεί αρμοδιότητα βάσει του άρθρου 11 (3) του Νόμου υπάρχει σύμφωνα και όπως καθορίζεται στην υπόθεση Hadjisawa v The Republic (1986) 2 Α.Α.Δ. 154.

Λόγω της απόρριψης των αιτήσεων 1/91 και 2/91 ο Γενικός Εισαγγελίας καταχώρησε τις υπό εξέταση αιτήσεις που στηρίζονται μεταξύ άλλων "στις εξουσίες και την πρακτική του Ανωτάτου δικαστηρίου σύμφωνα με την απόφαση Χατζησάββα ν Δημοκρατίας".

Σχετική είναι και η ομόφωνη απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση Al-Hamad ν Αστυνομίας (1988) 2 Α.Α.Δ. 164, από την οποία μπορούν να εξαχθούν τα ακόλουθα συμπεράσματα αναφορικά με τη δυνατότητα διεύρυνσης του Εφετείου.

1) Η διεύρυνση της σύνθεσης Εφετείου είναι μέτρο εξαιρετικό. Η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου πρέπει να ασκείται με φειδώ και μόνο σε εξαιρετικές περιστάσεις.

2) Η διεύρυνση θα πρέπει να διατάσσεται αν εγείρεται στην έφεση κάποιο πολύ πολύπλοκο νομικό σημείο.

3) Αν η διεύρυνση επιδιώκεται όπου διακυβεύονται δικαιώματα πολιτών μεγάλης σπουδαιότητας και μόνο στις περιπτώσεις που εγείρονται θέματα εξαιρετικής σπουδαιότητας είτε εξ αιτίας των συνεπειών τους αναφορικά με τους διαδίκους είτε εξ αιτίας γενικοτέρων συνεπειών τους αναφορικά με την απονομή της δικαιοσύνης.

4) Το Εφετείο πρέπει να ικανοποιηθεί ότι διεύρυνση της σύνθεσης του είναι αναγκαία για το συμφέρον της δικαιοσύνης.

Τα ζητήματα που πρέπει να εξετασθούν στην παρούσα διαδικασία είναι:

1) Κατά πόσο η αιτούμενη διεύρυνση θα εξυπηρετήσει καλύτερα το συμφέρον της δικαιοσύνης υπό τις σχετικές περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης.

2) Ο εντοπισμός και η βαρύτητα κατά τη συνεκτίμηση των περιστάσεων αυτών. Οι σχετικές περιστάσεις στην ποινική έφεση υπ' αρ. 5176 περιλαμβάνουν την πρακτική του Εφετείου που για τριάντα χρόνια εξεδίκαζε εφέσεις υπό του Γενικού Εισαγγελέα εναντίον ποινών Κακουργιοδικείων. Η πρακτική αυτή αποτέλεσε αντικείμενο εξέτασης για πρώτη φορά στην υπόθεση Ερμογένους (απόφαση ημερ. 19.10.90) και αποφασίσθηκε ότι αντιβαίνει τις συνδυασμένες πρόνοιες του άρθρου 25 (2) του Νόμου 14/60 και του Μέρους V του Κεφ. 155. Στην υπόθεση αυτή το τριμελές Εφετείο επεξέτεινε το σκεπτικό της απόφασης Πουρή και στις εφέσεις υπό του Γενικού Εισαγγελέα εναντίον των ποινών, στερώντας του κατ' αυτόν τον τρόπο το δικαίωμα να τις εφεσιβάλει. [*333]

3) Η τεράστια σημασία που έχει το νομικό θέμα που εγείρεται στην παρούσα έφεση αναφορικά με τα γενικότερα δικαιώματα του Γενικού Εισαγγελέα σε ποινικές διαδικασίες και κατ' επέκταση το γενικότερο ρόλο του στην απονομή της δικαιοσύνης.

4) Το νομικό θέμα που εγείρεται στην ποινική έφεση υπ' αρ. 5176 και που μπορεί εύλογα να χαρακτηρισθεί ως δύσκολο και πολύπλοκο.

Με βάση όλα τα πιο πάνω περιστατικά συντρέχουν επαρκείς λόγοι για άσκηση της διακριτικής εξουσίας για διεύρυνση της σύνθεσης του Εφετείου προς καλύτερη εξυπηρέτηση του συμφέροντος της δικαιοσύνης.

Β)  Υπό Πική,Δ.

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου απέρριψε τις αιτήσεις 1/91 και 2/91 για τους λόγους που επεξηγούνται στο σκεπτικό των αποφάσεων που εκδόθηκαν από τον Α. Λοΐζου Π., που απηχούσε, και τις απόψεις των Δικαστών Στυλιανίδη, Παπαδόπουλου, Χατζητσαγγάρη, Πογιατζή και Χρυσοστομή και από τον Πική Δ., με την οποίαν συμφώνησαν οι Δικαστές Κούρρης, Νικήτας, Αρτεμίδης, Αρτέμης και Κωνσταντινίδης.

Με την πιο πάνω απόφαση θεμελιώνεται με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο ότι το Εφετείο που συγκροτείται με βάση το άρθρο 11 (3) του Ν. 33/64 ασκεί τη δευτεροβάθμια δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και ότι η αυθεντικότητα των αποφάσεών του δεν συναρτάται με την αριθμητική του σύνθεση. Δυνατότητα διεύρυνσης του Εφετείου υπάρχει σύμφωνα και όπως καθορίζεται στην απόφαση Hadjisawas v. The Republic.

Μετά την απόφαση της Ολομέλειας στις πιο πάνω αιτήσεις ο Γενικός Εισαγγελέας αναμόρφωσε το αίτημά του για διεύρυνση της σύνθεσης του Εφετείου για λόγους που δεν έχουν ουσιαστικά μεταβληθεί και που συναρτώνται με τη δεσμευτικότητα των αποφάσεων του Εφετείου ανάλογα με την αριθμητική του σύνθεση, θέση που είναι αντινομική με την απόφαση της Ολομέλειας Γενικός Εισαγγελέας ν Αρτεμίου και άλλοι (1991) 2 Α.Α.Δ. 150.

Ο Γενικός Εισαγγελέας επικαλέσθηκε τις αρχές που προκύπτουν από τη Hadjisawa ν Republic (1986) 2 C.L.R. 154 και Αl-Hamad v Police (1988) 2 Α.Α.Δ. 164 ενώ οι εφεσίβλητοι επεσήμαναν κινδύνους υπονόμευσης του κύρους των αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου εάν σε κάθε υπόθεση στην οποία θα επιδιωκόταν απομάκρυνση προηγούμενης απόφασης του Εφετείου προέκυπτε θέμα διεύρυνσης της σύνθεσης του.

Η μόνη απόφαση που πραγματεύεται τις αρχές για διεύρυνση του Εφετείου είναι η Al-Hamad σύμφωνα με τις απόψεις και των δύο μερών και όπως συνάγεται από το σκεπτικό της δύο είναι οι [*334] βασικοί λόγοι που μπορεί να τη δικαιολογήσουν:

1) Το περίπλοκο της έφεσης που ανάγεται σε νομικό θέμα.

2) Η διασαφήνιση του δικαίου ενόψη άμεσα συγκρουομένων αποφάσεων του Εφετείου.

Στην προκειμένη περίπτωση το αίτημα για διεύρυνση του Εφετείου δεν σχετίζεται με κανένα από τους λόγους για τους οποίους επιδιώκεται η ανατροπή των αποφάσεων του Κακουργιοδικείου και δεν έχει υποδειχθεί λόγος ότι η ερμηνεία των διατάξεων του άρθρου 25 του Ν. 14/60 και των διατάξεων του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155 (άρθρα 131 και 137) είναι ιδιαίτερα δύσκολο ή περίπλοκο θέμα. Εξ άλλου δεν έχει διαπιστωθεί οποιαδήποτε σύγκρουση μεταξύ των προηγουμένων αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Το αποτέλεσμα αποδοχής του αιτήματος του Γενικού Εισαγγελέα θα ήταν ο κατακερματισμός των αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου ανάλογα με την έκταση της πλειοψηφίας που τις υποστηρίζει. Αν κατά την εξέταση των εφέσεων διαπιστωθούν λόγοι για απομάκρυνση από προηγούμενες αποφάσεις του Εφετείου, το Δικαστήριο θα έχει την ίδια ευχέρεια να απομακρυνθεί από αυτές ανεξάρτητα από την αριθμητική του σύνθεση.

Οι αιτήσεις γίνονται δεκτές κατά πλειοψηφία. Εκδίδεται διάταγμα για εκδίκαση των εφέσεων από Εφετείο με επταμελή τουλάχιστον σύνθεση που θα καθορισθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο.

Υποθέσεις που αναφέρθηκαν:

Attorney- General v Pouris and Others (1979) 2 C.L.R. 15;

Rodosthenous and Another ν The Police, 1961 C.L.R. 48;

Xenophontos ν Charalambous, 1961 C.L.R. 122;

Hinis ν The Police (1963) 1 C.L.R. 14;

Georghadji and Another ν The Republic (1971) 2 C.L.R. 229;

Christofi ν The Police (1970) 2 C.L.R. 117;

Savva and Another (No. 1) v The Police (1977) 2 C.L.R. 289;

Δημοκρατία ν Ερμογένους και Άλλων (1990) 2 Α.Α.Δ. 459;

Hadjisavva v The Republic (1986) 2 CLR. 154;

Γενικός Εισαγγελέας ν Αρτεμίου και Άλλου (1991) 2 Α.Α.Δ. 150;

Αl- Hamad ν Police (1988) 2 C.L.R. 164; [*335]

Miliangos v George Frank (Textiles) Ltd [1975] 3 All EX. 801 (HL).

Αιτήσεις.

Αιτήσεις από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για διεύρυνση της σύνθεσης του Εφετείου ενώπιον του οποίου είναι ορισμένες οι Ποινικές Εφέσεις 5176 και 5292 έτσι που να ακουστεί ενώπιον τουλάχιστον επτά από τους δεκατρείς Δικαστές του Ανώτατου Δικαστηρίου.

Μ. Τριανταφυλλίδης, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας με Γλ. Χατζηπέτρου, Δικηγόρο της Δημοκρατίας Α και Λ. Δημητριάδου (Δ/δα) Δικηγόρο της Δημοκρατίας, για τον εφεσείοντα - αιτητή στην Έφεση 5176.

Π. Σολωμονίδης και Ε. Καττιμέρη (κα), για τον εφεσίβλητο- καθ' ου η αίτηση στην Έφεση 5176.

Μ. Τριανταφυλλίδης, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας με Σ. Μάτσα και Τ. Πολυχρονίδου (Δ/δα) Δικηγόρους της Δημοκρατίας Α, για τον εφεσείοντα-αιτητή στην Έφεση 5292.

Λ. Κληρίδης, για τον εφεσίβλητο - καθ' ου η αίτηση στην Έφεση 5292.

Cur. adv. vult.

ΠΙΚΗΣ, Δ.: Τα θέματα τα οποία εγείρονται προς εξέταση στις δυο αιτήσεις έχουν κοινό νομικό βάθρο ώστε να δικαιολογείται η από κοινού εξέτασή τους.

Το αντικείμενο της Ποινικής Έφεσης 5292 είναι η αθωωτική απόφαση του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας στην Ποινική Υπόθεση 6982/90. Η έφεση του Γενικού Εισαγγελέα στρέφεται εναντίον της ετυμηγορίας του Δικαστηρίου. Με την αίτησή του, της 15/4/91, επιζητείται η διεύρυνση του Εφετείου, το οποίο θα εκδικάσει την έφεση, με την αύξηση της αριθμητικής του σύνθεσης.  Το αντικείμενο της [*336] Ποινικής Έφεσης 5176 είναι η ποινή που επιβλήθηκε στον εφεσίβλητο από το Κακουργιοδικείο Λευκωσίας στην Ποινική Υπόθεση 15212/89. Με την έφεση του Γενικού Εισαγγελέα αμφισβητείται η ποινή ως έκδηλα ανεπαρκής. Με αίτησή του, που υποβλήθηκε στις 17/4/91, επιδιώκεται και πάλι η διεύρυνση του Εφετείου ώστε η σύνθεσή του να αυξηθεί αριθμητικά.

Ο ουσιαστικός λόγος για τον οποίο επιδιώκεται η μεταβολή της σύνθεσης του Εφετείου που ορίστηκε βάσει του άρθρ. 11 (3) του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου 1964 (Ν 33/64), έγκειται στο εμπόδιο το οποίο παρεμβάλλεται από προηγούμενες αποφάσεις του Εφετείου στην άσκηση έφεσης εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα κατ' αθωωτικών αποφάσεων ή του καθορισμού της ποινής από το Κακουργιοδικείο. Στην Attorney-General v. Pouris and Others, (1979) 2 C.L.R. 15 αποφασίστηκε ότι το δικαίωμα έφεσης κατ' αποφάσεων ποινικών δικαστηρίων, το οποίο παρέχεται από το άρθρο 25 (2) του περί Δικαστηρίων Νόμου τον 1960 (Ν 14/60), τελεί υπό την αίρεση των διατάξεων του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου - Κεφ. 155 και, συγκεκριμένα, των άρθρων 131 και 137, που αποκλείουν έφεση από το Γενικό Εισαγγελέα εναντίον αθωωτικής απόφασης του Κακουργιοδικείου. Υπέρ της ερμηνείας αυτής συγκλίνει και το πνεύμα και οι παρατηρήσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε αριθμό προηγούμενων αποφάσεών του. (Βλ. μεταξύ άλλων, Rodosthenous and another ν The Police, 1961 C.L.R. 48. Xenophontos ν Charalambous, 1961 C.L.R. 122. Hinis ν The Police (1963) 1 C.L.R. 14. Georghadji and another ν The Republic (1971) 2 C.L.R. 229. Christofi ν The Police (1970) 2 C.L.R. 117. Savva and another (No. 1) v. The Police (1977) 2 C.L.R. 289). To Εφετείο στη Pouris είχε επταμελή σύνθεση, η δε απόφαση λήφθηκε με πλειοψηφία (6 προς 1). Ο τότε Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κ. Τριανταφυλλίδης, διαφώνησε με την πλειοψηφία για τους λόγους που εκτίθενται στη δική του απόφαση. Στη Δημοκρατία ν. Ερμογένους και Άλλων (1990) 2 Α.Α.Δ..459 υιοθετήθηκε η προσέγγιση στη Pouris, η οποία, όπως επισημαίνεται, εναρμονίζεται και με την προ[*337]γενέστερη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, και αποφασίστηκε ότι δεν παρέχεται δικαίωμα στο Γενικό Εισαγγελέα να ασκήσει έφεση κατά της ποινής η οποία επιβάλλεται από το Κακουργιοδικείο.

Στο επίκεντρο και των δυο εφέσεων είναι οι εξουσίες του Γενικού Εισαγγελέα να εφεσιβάλλει αποφάσεις του Κακουργιοδικείου. Ο λόγος και των δυο εφέσεων συνίσταται στην αμφισβήτηση της ερμηνείας που αποδόθηκε στις πρόνοιες του άρθρ. 25 (2) του Ν 14/60 στις προαναφερθείσες αποφάσεις του Εφετείου. Δεν είναι η πρώτη αίτηση που υποβάλλεται ενώπιόν μας για τον ίδιο σκοπό, δηλαδή για τη διεύρυνση του Εφετείου. Προηγούμενη αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα που υποβλήθηκε στις 19/2/ 91 με το ίδιο αίτημα, εγκαταλείφθηκε μετά τη διαπίστωση ότι η αίτηση είχε εγερθεί στο πλαίσιο της έφεσης, ενώ επιζητείτο η απόφαση της "Ολομέλειας" επί του θέματος. Το θέμα τέθηκε ενώπιον της "Ολομέλειας" στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Αρτεμίου και άλλον (1991) 2 Α.Α.Δ. 150. Με την ομόφωνη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, που εκδόθηκε στις 28/3/91, αποφασίστηκε στις σελ. 154 -155 ότι :-

"(1) Το Δικαστήριο το οποίο συγκροτείται βάσει του Άρθρου 11 (3) του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου του 1964 (Νόμος 33/64), ασκεί τη δευτεροβάθμια δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου στους τομείς του Αστικού και του Ποινικού . Δικαίου, οι δε αρμοδιότητες και εξουσίες, περιλαμβανομένης και της εξουσίας για απόκλιση ή απομάκρυνση από προηγούμενη απόφαση του Εφετείου δεν μεταβάλλεται ή επηρεάζεται από την αριθμητική του σύνθεση.

"(2) Σύμφωνα με το Νόμο δεν χωρεί Πρωτογενής Εναρκτήρια Αίτηση ή και οποιοδήποτε άλλο ένδικο μέτρο για την έκδοση διατάγματος της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου με το οποίο να ορίζεται προς ακρόαση ενώπιον του Δικαστηρίου σε Ολομέλεια, ή ενώπιον τουλάχιστο επτά από τους δεκατρείς Δικαστές [*338] του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπως ζητείται με τις παρούσες αιτήσεις, αλλά ούτε και για τη μεταβολή ή την διεύρυνση της σύνθεσης του Δικαστηρίου το οποίο ορίζεται βάσει του άρθρου 11 (3) του Νόμου.

"(3) Δυνατότητα διεύρυνσης της σύνθεσης Εφετείου που ασκεί αρμοδιότητα κάτω από το άρθρο 11 (3) υπάρχει σύμφωνα και όπως καθορίζεται στην απόφαση HadjiSavva v. The Republic (1986) 2 C.L.R. 154.

"(4) Οι αιτήσεις απορρίπτονται. Το σκεπτικό της απόφασης θα δοθεί στις 16 Απριλίου 1991, η ώρα 9:30 π.μ."

Οι λόγοι για τους οποίους η Ολομέλεια κατέληξε στην πιο πάνω απόφαση, επεξηγούνται στο σκεπτικό των αποφάσεων που εκδόθηκαν από το Λοΐζου, Π., που απηχούσε, εκτός από τις δικές του, και τις απόψεις των Δικαστών Στυλιανίδη, Παπαδόπουλου, Χατζητσαγγάρη, Πογιατζή και Χρυσοστομή, και στη δική μου απόφαση με την οποία συμφώνησαν οι Δικαστές Κούρρης, Νικήτας, Αρτεμίδης, Αρτέμης και Κωνσταντινίδης - Γενικός Εισαγγελέας ν. Αρτεμίου και Άλλον (1991) 2 Α.Α.Δ. 150. Μετά την απόφαση της Ολομέλειας στις πιο πάνω αιτήσεις, ο Γενικός Εισαγγελέας αναμόρφωσε το αίτημά του για τη διεύρυνση της σύνθεσης του Εφετείου υπό το φως της απόφασης εκείνης. Παρά την αναδιατύπωση του αιτήματος, οι λόγοι για τους οποίους επιδιώκεται η διεύρυνση δεν έχουν ουσιαστικά μεταβληθεί. Αυτοί συναρτώνται με τη δεσμευτικότητα των αποφάσεων του Εφετείου ανάλογα με την αριθμητική του σύνθεση, θέση αντινομική προς την απόφαση της Ολομέλειας στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Αρτεμίου και Άλλου (ανωτέρω). Με την πιο πάνω απόφαση θεμελιώνεται με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο ότι το Εφετείο, το οποίο συγκροτείται βάσει του άρθρ. 11 (3) του Ν 33/64, είναι ο φορέας της δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίο στον τομέα της ποινικής και, κατ' αναλογία, πολιτικής δικαιοδοσίας, και ότι η υπόσταση, το κύρος και η δεσμευτικότητα - για σκοπούς νομολογιακής δέσμευσης - δε μεταβάλλεται ανάλογα με την αριθ[*339]μητική του σύνθεση. Ακόμα σημοντικότερο, ότι δε δικαιολογείται η διεύρυνση της αριθμητικής σύνθεσης του Εφετείου, για το λόγο και μόνο ότι θα επιδιωχθεί η απόκλιση από ή η ανατροπή προηγούμενης απόφασης ή αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην άσκηση της δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας του. Συνοπτικά, η αυθεντικότητα των αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη διυτεροβάθμια δικαιοδοσία του δε συναρτάται με την αριθμητική δύναμη του Εφετείου.

Κατά την ακρόαση των αιτήσεων ο Γενικός Εισαγγελέας αναγνώρισε τις αρχές που προκύπτουν από την απόφαση στην Αρτεμίου, και περιόρισε την επιχειρηματολογία του στο ενδεχόμενο διεύρυνσης βάσει των αρχών που προκύπτουν από τη HadjiSavva v. Republic (1986) 2 C.L.R. 154. και Al-Hamad ν. Police, (1988) 2 C.L.R. 164 αναφορικά με τους λόγους οι οποίοι μπορεί να δικαιολογήσουν τη διεύρυνση του Εφετείου. Οι δικηγόροι των καθ' ων οι αιτήσεις (εφεσίβλητοι) υπέβαλαν ότι δε συντρέχει κανένας λόγος για τη διεύρυνση της σύνθεσης του Εφετείου επεσήμαναν δε ορατούς κινδύνους για την απονομή της δικαιοσύνης από πιθανή αποδοχή του αιτήματος. Σε κάθε υπόθεση στην οποία θα επιδιωκόταν απομάκρυνση από, ή ανατροπή προηγούμενης απόφασης του Εφετείου, θα προέκυπτε θέμα διεύρυνσης της σύνθεσής του, με αποτέλεσμα την υπονόμευση του κύρους των αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου και εκτροπή από το δικαστικό έργο που επικεντρώνεται στην εκδίκαση των υποθέσεων που τίθενται ενώπιον του Εφετείου. Σ' αυτούς τους κινδύνους μπορεί ένας να προσθέσει την υπονόμευση του απρόσωπου χαρακτήρα του δικαστηρίου το οποίο συγκροτείται βάσει του άρθρ. 11 (3) του Ν 33/64 με τη μεταβολή της σύνθεσής του ανάλογα με τη φύση του θέματος το οποίο εκδικάζεται. Οι δικηγόροι των εφεσιβλήτων υπέδειξαν ότι στη Δημοκρατία ν. Ερμογένους και Άλλων (ανωτέρω), στην οποία ο Γενικός Εισαγγελέας πάλι υπέβαλε αίτηση για ανατροπή της Pouris, δεν επεδίωξε τη διεύρυνση του Εφετείου. Ο Γενικός Εισαγγελέας εξήγησε ότι και σ' εκείνη την έφεση ζήτησε τη διεύρυνση του Εφετείου με επιστολή του στο Ανώτατο Δικαστήριο εγκατέλειψε όμως το αίτημα [*340] όταν η υπόθεση ορίστηκε ενώπιον του Εφετείου με την προκαθορισμένη τριμελή σύνθεση.

Συμπίπτουν οι απόψεις και των δυο μερών ότι η μόνη απόφαση η οποία πραγματεύεται τις αρχές βάσει των οποίων μπορεί να διαταχθεί διεύρυνση του Δικαστηρίου, είναι η Al-Hamad (ανωτέρω), το σκεπτικό και οι προεκτάσεις της οποίας είναι το επόμενο θέμα το οποίο θα μας απασχολήσει.

Η προεξέχουσα αρχή η οποία προκύπτει είναι ότι η διεύρυνση του Εφετείου συνιστά εξαιρετικό μέτρο το οποίο μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο εφόσο η υιοθέτησή του κρίνεται απαραίτητη για την απονομή της δικαιοσύνης. Στο σχετικό απόσπασμα αναφέρεται:

" .... We reiterate that the three-Judge bench constituted under Law 33/64, is the natural forum for adjudication on appeal. Any departure from this norm must be strictly justified, so much so, that in the end, it must appear to the Court that a numerically strengthened bench is necessary in the interests of justice. ……."

Η δυνατότητα διεύρυνσης της αριθμητικής σύνθεσης του Εφετείου ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου και ασκείται δικαστικά με αναφορά στους λόγους που σχετίζονται άμεσα με τη φύση και το σκοπό της εξουσίας αυτής. Παρόλο που οι λόγοι αυτοί δεν απαριθμούνται εξαντλητικά στην Al-Hamad, συνάγεται από το σκεπτικό της απόφασης ότι δυο είναι οι βασικοί λόγοι οι οποίοι μπορεί να δικαιολογήσουν την αύξηση του αριθμού των Δικαστών που απαρτίζουν το Εφετείο :-

(Α) Το περίπλοκο λόγου ή λόγων της έφεσης, που ανάγεται σε νομικό θέμα, σε βαθμό που να δικαιολογεί τη συγκέντρωση του δικαστικού δυναμικού προς επίλυσή του, σε συνάρτηση πάντα με τη σπουδαιότητα του θέματος για την απονομή της δικαιοσύνης, και

(Β) Η διασαφήνιση του δικαίου ενόψει άμεσα συγ[*341]κρουόμενων αποφάσεων του Εφετείου, οπόταν η διεύρυνση μπορεί να εγκριθεί χάριν της αυθεντικότητας του δικαστικού λόγου και της βεβαιότητας του δικαίου.

Η πρώτη διαπίστωση είναι ότι στην προκειμένη περίπτωση το αίτημα για διεύρυνση του Εφετείου δε σχετίζεται με κανένα από τους λόγους για τους οποίους επιδιώκεται η ανατροπή των αποφάσεων του Κακουργιοδικείου δηλαδή, την αθωωτική ετυμηγορία του Κακουργιοδικείου στη μια έφεση, και την επάρκεια της ποινής που επιβλήθηκε στην άλλη.

Η δεύτερη διαπίστωση είναι ότι δεν έχει καταδειχθεί, ή έστω υποδειχθεί, οποιοσδήποτε λόγος ο οποίος να υποδηλώνει ότι η ερμηνεία των διατάξεων του άρθρ. 25 του Ν 14/60 είναι ιδιαίτερα δύσκολο ή περίπλοκο εγχείρημα. Το ίδιο ισχύει και για τις σχετικές διατάξεις του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου - Κεφ. 155 (άρθρα 131 και 137). Εξάλλου, δεν έχει διαπιστωθεί οποιαδήποτε σύγκρουση μεταξύ προηγούμενων αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Αντίθετα, όλες συγκλίνουν προς την ίδια κατεύθυνση. Το γεγονός ότι η απόφαση στη Pouris ήταν απόφαση πλειοψηφίας (6 προς 1), δε μεταβάλλει το κύρος της. Αποφάσεις πλειοψηφίας δημιουργούν την ίδια δέσμευση, όπως και ομόφωνες αποφάσεις του Δικαστηρίου (βλ. μεταξύ άλλων, Miliangos v. George Frank. - (Textiles) Ltd [1975] 3 All E.R. 801 (HL). Αν γινόταν δεκτό το αίτημα του Γενικού Εισαγγελέα, η αυθεντικότητα των αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου θα κατακερματιζόταν ανάλογα με την έκταση της πλειοψηφίας η οποία τις υποστηρίζει. Αξίζει να υπομνησθεί ότι μια από τις υποθέσεις στην οποία βασίζεται η αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα για διεύρυνση, η HadjiSavva (ανωτέρω), είναι απόφαση πλειοψηφίας (2 προς 1). Η διαπίστωση αυτή δεν αφαιρεί από το λόγο της απόφασης. Για την απομάκρυνση από αυτή, πρέπει να συντρέχουν οι προϋποθέσεις εκείνες που μπορεί να δικαιολογήσουν απόκλιση από το λόγο προηγούμενης δικαστικής απόφασης, ομόφωνης ή κατά πλειοψηφία.

Καταλήγω ότι δεν έχει καταδειχθεί λόγος ο οποίος να [*342] δικαιολογεί τη διεύρυνση του Εφετείου. Αν κατά την εξέταση των εφέσεων διαπιστωθούν από το Εφετείο λόγοι που δικαιολογούν απομάκρυνση από προηγούμενες αποφάσεις του Εφετείου, η ευχέρεια του Δικαστηρίου να απομακρυνθεί από αυτές είναι η ίδια, ανεξάρτητα από την αριθμητική του σύνθεση, όπως διακηρύχθηκε στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Αρτεμίου και Άλλου (ανωτέρω).

Οι αιτήσεις απορρίπτονται. Οι εφέσεις θα οριστούν προς ακρόαση από το Πρωτοκολλητείο.

ΠΟΓΙΑΤΖΗΣ, Δ: Στις 15 Απριλίου 1991 ο Γενικός Εισαγγελέας καταχώρησε γραπτή αίτηση στην Ποινική Έφεση αρ. 5292 με την οποία αιτείται: "Απόφαση διεύρυνσης της σύνθεσης του Εφετείου ενώπιον του οποίου είναι ορισμένη για ακρόαση η παρούσα Ποινική Έφεση έτσι που να ακουστεί ενώπιον τουλάχιστον επτά από τους δεκατρείς Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου."

Στις 17 Απριλίου 1991 ο Γενικός Εισαγγελέας καταχώρησε παρόμοια αίτηση στην Ποινική Έφεση αρ. 5176 με την οποία ζητά την ίδια ακριβώς θεραπεία.

Οι δυο αιτήσεις ορίστηκαν και ακούστηκαν την ίδια μέρα από το Εφετείο ενώπιον του οποίου ήταν ορισμένες για ακρόαση οι εν λόγω δυο ποινικές εφέσεις. Η από κοινού εξέταση των δυο αιτήσεων και η έκδοση κοινής απόφασης δικαιολογούνται από το γεγονός ότι, αφενός εγείρουν ταυτόσημα νομικά σημεία και, αφετέρου, στηρίζονται πάνω σε παρόμοια γεγονότα.

Οι δυο ποινικές εφέσεις καταχωρήθηκαν από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας. Η Έφεση αρ. 5176 στρέφεται εναντίον της ποινής την οποία το Κακουργιοδικείο Λευκωσίας επέβαλε στον εφεσίβλητο στην ποινική υπόθεση αρ. 15212/89 και ο ισχυρισμός του εφεσείοντα είναι ότι η ποινή είναι έκδηλα ανεπαρκής. Η Έφεση αρ. 5292 στρέφεται εναντίον της αθωωτικής απόφασης του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας στην ποινική υπόθεση αρ. 6982/90. [*343]

Τα γεγονότα, όπως αναφέρονται στο κείμενο των αιτήσεων, μπορούν να συνοψιστούν ως εξής:

(α) Στις 19 Οκτωβρίου 1990 το Ανώτατο Δικαστήριο ως Εφετείο με τριμελή σύνθεση απέρριψε τις Ποινικές Εφέσεις αρ. 5063, 5065, 5066 και 5067, που στρέφονταν εναντίον ποινών που επέβαλε το Κακουργιοδικείο Λάρνακας. Με την εν λόγω απόφαση του Εφετείου το σκεπτικό της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Πουρή και άλλων, (1979) 2 Α.Α.Δ. 15, σχετικά με το μη παραδεκτό ποινικών εφέσεων εκ μέρους της Δημοκρατίας εναντίον αθωωτικών αποφάσεων Κακουργιοδικείων, επεξετάθηκε και σε ποινικές εφέσεις εκ μέρους της Δημοκρατίας εναντίον ποινών που επιβάλλουν Κακουργιοδικεία.

(β) Η εν λόγω απόφαση στην υπόθεση Πουρή εκδόθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο με επταμελή σύνθεση.

(γ) Ο πρώτος λόγος της έφεσης αρ. 5292 είναι ο ακόλουθος:

"Το Ανώτατο Δικαστήριο καλείται να αποφασίσει ότι ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας έχει δικαίωμα να εφεσιβάλει την αθωωτική απόφαση του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας στην παρούσα υπόθεση και για το σκοπό αυτό το Ανώτατο Δικαστήριο καλείται να αναθεωρήσει ή να διακρίνει την κατά πλειοψηφία απόφασή του στις ποινικές εφέσεις 3922-3938 (Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Πουρή και άλλων, (1979) 2 Α.Α.Δ. 15) έτσι ώστε οι σχετικές πρόνοιες του Κεφ. 155 και του Νόμου 14/60 να ερμηνευτούν και εφαρμοστούν ορθά και κατά τρόπο που να συνάδει με την ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των συναφών Άρθρων του Συντάγματος και με τις διεθνείς υποχρεώσεις της Κυπριακής Δημοκρατίας, και κυρίως εκείνες που απορρέουν από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και το Διεθνές Σύμφωνο περί Αστικών και Πολιτικών Δικαιωμάτων των Ηνωμένων Εθνών."

[*344]

(δ) Η θέση του ευπαίδευτου Γενικού Εισαγγελέα είναι ότι το θέμα της αναθεώρησης της απόφασης στην υπόθεση Πουρή είναι νομικό θέμα πολύ μεγάλης σημασίας για την απονομή της Δικαιοσύνης και αν το τριμελές Εφετείο ενώπιον του οποίου η παρούσα Ποινική Έφεση έχει οριστεί, αποφασίσει ομόφωνα ή κατά πλειοψηφία να αναθεωρήσει την απόφαση στην υπόθεση Πουρή, η απόφαση αυτή του παρόντος τριμελούς Εφετείου, ενόψει του συνολικού αριθμού των δεκατριών Δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δε θα είναι τελεσίδικη και δε θα υπάρχει βεβαιότητα δικαίου, γιατί ένα άλλο τριμελές Εφετείο μπορεί σε μεταγενέστερη υπόθεση να αποφασίσει, ομόφωνα ή κατά πλειοψηφία, ότι εμμένει στην απόφαση στην υπόθεση Πουρή.

(ε) Επίσης ο ευπαίδευτος Γενικός Εισαγγελέας λέγει ότι υπάρχει καθιερωμένη πάγια τακτική του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η οποία συμπίπτει να είναι η ίδια με την τακτική άλλων Ανωτάτων Δικαστικών Οργάνων, να επιλαμβάνεται, με σύνθεση που να μπορεί να αποφασίζει τελεσίδικα, εισηγήσεων ότι προηγούμενη νομολογία του σε υποθέσεις σοβαρής νομικής φύσεως πρέπει να αναθεωρηθεί.

Η προσπάθεια του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας να επιτύχει τη διεύρυνση του τριμελούς Εφετείου ενώπιον του οποίου οι δυο εν λόγω εφέσεις είχαν οριστεί για ακρόαση άρχισε πολύ νωρίτερα από την καταχώρηση των αιτήσεων που αποτελούν το αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας. Με επιστολή του ημερομηνίας 7 Ιανουαρίου 1991, είχε θέσει ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου μέσω του Αρχιπρωτοκολλητή τα πιο κάτω:

"1. Στις 6 Απριλίου 1990 καταχωρήθηκε η πιο πάνω Έφεση 5292 και όπως προκύπτει από τον λόγο 1 της Έφεσης θα παρακληθεί το Ανώτατο Δικαστήριο να αναθεωρήσει την κατά πλειοψηφία απόφασή του στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Πουρή και άλλων (1979) 2 Α.Α.Δ. 15, στην οποία αποφασίστηκε ότι δε χωρεί Έφεση του Γενικού Εισαγγελέα [*345] εναντίον αθωωτικής αποφάσεως Κακουργιοδικείου.

2. Στις 19 Οκτωβρίου 1990 το Ανώτατο Δικαστήριο με τριμελή σύνθεση απέρριψε τις Εφέσεις 5063, 5065, 5066 και 5067, επειδή αποφάνθηκε, με βάση το σκεπτικό της πλειοψηφίας στην πιο πάνω υπόθεση Πουρή, ότι δε χωρεί Έφεση του Γενικού Εισαγγελέα εναντίον ποινής που έχει επιβληθεί από Κακουργιοδικείο.

3. Η πιο πάνω Έφεση 5176 είναι Έφεση του Γενικού Εισαγγελέα εναντίον ποινής που έχει επιβληθεί από Κακουργιοδικείο.

4. Γι' αυτό υποβάλλεται αίτημά μου προς το Ανώτατο Δικαστήριο να οριστούν οι πιο πάνω δύο Εφέσεις ενώπιον της Ολομέλειας του Δικαστηρίου για να έχει το Δικαστήριο τη δυνατότητα να ανατρέψει, αν το κρίνει ορθό την προηγούμενη απόφαση στην υπόθεση Πουρή."

Το Ανώτατο Δικαστήριο επιλήφθηκε της επιστολής αυτής του Γενικού Εισαγγελέα και η απόφασή του η οποία γνωστοποιήθηκε σ' αυτόν μέσω του Αρχιπρωτοκολλητή στις 12 Φεβρουαρίου, 1991, ήταν ότι και οι δυο αυτές Ποινικές Εφέσεις ήταν ορισμένες για ακρόαση στις 21 Φεβρουαρίου, 1991, ενώπιον τριμελούς Εφετείου απαρτιζόμενου από τους Δικαστές Πική, Πογιατζή και Χυσοστομή και αναβλήθηκαν για ακρόαση στις 28 Μαρτίου, 1991.

Στις 25/2/1991 ο Γενικός Εισαγγελέας καταχώρησε τις Πρωτογενείς Εναρκτήριες Αιτήσεις με αρ. 1/91 και 2/91 Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Αρτεμίου και άλλον με τις οποίες ζητούσε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου διατάγματα για την ακρόαση των δύο ποινικών εφέσεων ενώπιον της Ολομέλειας ή τουλάχιστον ενώπιον επτά από τους 13 (δεκατρείς) Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η Ολομέλεια, μετείχαν ο Πρόεδρος και έντεκα Δικαστές τον Δικαστηρίου, επελήφθηκε των Αιτήσεων εκείνων ασκώντας επί του προκειμένου τη δευτεροβάθμια δικαιοδοσία της. [*346]

Τα επιχειρήματα που είχε προβάλει τότε ο Γενικός Εισαγγελέας προς υποστήριξη της αίτησής του εκτίθενται με σαφήνεια και με τη λεπτομέρεια που απαιτείται στο ακόλουθο απόσπασμα από το σκεπτικό της απόφασης που εξέδωσε ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου Α. Λοΐζου στις 16 Απριλίου 1991, στις (βλ. (1991) 2 Α.Α.Δ. 150 στις σελ. 157-159), το οποίο παραθέτω αυτούσιο:

"Είναι η θέση του Γενικού Εισαγγελέα ότι δεν είναι νομικά δυνατό για το Ανώτατο Δικαστήριο με την τριμελή σύνθεση με την οποία θα επιληφθεί των δύο πιο πάνω Ποινικών Εφέσεων να αναθεωρήσει την απόφαση στην υπόθεση Πουρή (ανωτέρω) που έχει εκδοθεί με επταμελή σύνθεση του Ανωτάτου Δικαστηρίου και γι' αυτό είναι αναγκαίο, για σκοπούς ορθής απονομής της δικαιοσύνης να οριστούν ενώπιον της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ή τουλάχιστο ενώπιον Δικαστηρίου απαρτιζόμενου τουλάχιστο από επτά Δικαστές, έτσι που να αποτελούν την πλειοψηφία των μελών του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Το επιχείρημα που πρόβαλε είναι ότι μια και η υπόθεση Πουρή, εκδικάστηκε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου που αποτελείτο από όλους τους επτά, τότε, Δικαστές του Δικαστηρίου, τώρα και αν ακόμα η τριμελής σύνθεση ενώπιον της οποίας έχουν οριστεί οι πιο πάνω Εφέσεις, αποφάσιζε ομόφωνα να αναθεωρήσει την απόφαση της πλειοψηφίας στην υπόθεση Πουρή (έξι έναντι ενός διαφωνούντος), η απόφασή της ενόψει του συνολικού αριθμού των 13 (δεκατριών) τακτικών Δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου δε θα είναι "τελεσίδικη και δε θα υπάρχει βεβαιότης δικαίου γιατί τρεις άλλοι Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου θα μπορούν να αποφασίσουν σε μεταγενέστερη υπόθεση ότι εμμένουν στην απόφαση της πλειοψηφίας στην υπόθεση Πουρή'.

Ο Γενικός Εισαγγελέας περαιτέρω πρόβαλε το επιχείρημα ότι όταν θεσπίστηκε το Άρθρο 11 (3) του Νόμου, που επιτρέπει άσκηση δευτεροβάθμιας δικαιο[*347]δοσίας με τριμελή τουλάχιστο σύνθεση, οι Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου ήταν μόνο πέντε και δεν μπορούσαν να αυξηθούν σε περισσότερους από επτά, σύμφωνα με το Άρθρο 3 (2) του Νόμου. Έτσι τρεις Δικαστές τότε αποτελούσαν την απόλυτη ή τουλάχιστον την ουσιαστική πλειοψηφία του Δικαστηρίου πράγμα που δε συμβαίνει τώρα όταν συγκρίνεται ο αριθμός των τριών Δικαστών με το συνολικό αριθμό των 13 (δεκατριών) Δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Το Ανώτατο Δικαστήριο συνέχισε, θα μπορούσε να εξακολουθήσει να ασκεί δευτεροβάθμια δικαιοδοσία με τριμελή σύνθεση. Οποτεδήποτε όμως ζητείται αναθεώρηση νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, θα επιλαμβάνεται της υπόθεσης τέτοια σύνθεση Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου που να μπορεί να καταλήγει σε τελεσίδικη απόφαση."

Έκρινα σκόπιμο να αναφερθώ με λεπτομέρεια στα επιχειρήματα του Γενικού Εισαγγελέα ενώπιον της Ολομέλειας, επειδή τόσο τα επιχειρήματα αυτά όσο και η απόφαση της Ολομέλειας στις Αιτήσεις αρ. 1/91 και 2/91 είχαν αποτελέσει το υπόβαθρο ισχυρισμών και απόψεων που υποβλήθηκαν στη διάρκεια της παρούσας διαδικασίας.

Στις 28 Μαρτίου 1991 η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου εξέδωσε την ακόλουθη ομόφωνη απόφαση στις εν λόγω αιτήσεις:

"(1) Το Δικαστήριο το οποίο συγκροτείται βάσει του Άρθρου 11 (3) του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου του 1964 (Νόμος 33/64), ασκεί τη δευτεροβάθμια δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου στους τομείς του Αστικού και του Ποινικού Δικαίου, οι δε αρμοδιότητες και εξουσίες, περιλαμβανομένης και της εξουσίας για απόκλιση ή απομάκρυνση από προηγούμενη απόφαση του Εφετείου δεν μεταβάλλεται ή επηρεάζεται από την αριθμητική του σύνθεση.

(2) Σύμφωνα με το Νόμο δεν χωρεί Πρωτογενής Εναρκτήρια Αίτηση ή και οποιοδήποτε άλλο ένδικο [*348] μέτρο για την έκδοση διατάγματος της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου με το οποίο να ορίζεται προς ακρόαση ενώπιον του Δικαστηρίου σε Ολομέλεια, ή ενώπιον τουλάχιστο επτά από τους δεκατρείς Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπως ζητείται με τις παρούσες αιτήσεις, αλλά ούτε και για τη μεταβολή ή την διεύρυνση της σύνθεσης του Δικαστηρίου το οποίο ορίζεται βάσει του άρθρου 11 (3) του Νόμου.

(3) Δυνατότητα διεύρυνσης της σύνθεσης Εφετείου που ασκεί αρμοδιότητα κάτω από το άρθρο 11 (3) υπάρχει σύμφωνα και όπως καθορίζεται στην απόφαση HadjiSavva v. The Republic (1986) 2 C.L.R. 154.

(4) Οι αιτήσεις απορρίπτονται. Το σκεπτικό της απόφασης θα δοθεί στις 16 Απριλίου 1991, η ώρα 9:30 π.μ."

Από την πιο πάνω ομόφωνη απόφαση προκύπτει σαφώς ότι η Ολομέλεια του Δικαστηρίου εξέφρασε την ετυμηγορία της δέστε παράγραφο (1) της απόφασής της αναφορικά με τη δευτεροβάθμια δικαιοδοσία του τριμελούς Εφετείου που ορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 11 (3) του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλοι Διατάξεις) Νόμου του 1964 (Νόμος αρ. 33 του 1964) και τόνισε ότι η δικαιοδοσία αυτή στους τομείς του Αστικού και του Ποινικού Δικαίου περιλαμβάνει και την εξουσία για απόκλιση ή απομάκρυνση από προηγούμενη απόφαση και ότι η άσκηση αυτής της εξουσίας ούτε μεταβάλλεται ούτε επηρεάζεται από την αριθμητική σύνθεση του Εφετείου. Προκύπτει ακόμα ότι η Ολομέλεια εξέφρασε την ετυμηγορία της αναφορικά με τη μορφή της διαδικασίας που πρέπει να ακολουθείται από διάδικο σε ποινική ή πολιτική έφεση ο οποίος ισχυρίζεται ότι συντρέχουν λόγοι διεύρυνσης του τριμελούς Εφετείου. Επί του προκειμένου η Ολομέλεια αποφάνθηκε, δέστε παράγραφο (2) της απόφασης της, αφενός ότι δε χωρεί Πρωτογενής Εναρκτήρια Αίτηση ή άλλο ένδικο μέσο για την έκδοση από την Ολομέλεια του αιτούμενου στις Αιτήσεις εκείνες διατάγματος ή διατάγματος για τη μεταβολή ή τη διεύρυν[*349]ση της σύνθεσης του Δικαστηρίου το οποίο ορίζεται βάσει του άρθρου 11 (3) του Νόμου. Αφετέρου, η Ολομέλεια καθόρισε, δέστε παράγραφο (3) της απόφασής της, ως την ορθή διαδικασία για τη διεύρυνση της σύνθεσης του Εφετείου, τη διαδικασία που καθορίστηκε στην απόφαση Χα-τζησάββα ν. Δημοκρατίας (1986) 2 Α.Α.Δ. 154, δηλαδή την υποβολή σχετικής αίτησης στο ίδιο το τριμελές Εφετείο στο οποίο αναγνωρίζει αρμοδιότητα να δώσει οδηγίες για τη διεύρυνσή του. Η ρητή αυτή υιοθέτηση της απόφασης Χατζησάββα προσδίδει στην απόφαση αυτή ιδιαίτερη βαρύτητα, ιδιαίτερα εν όψει του γεγονότος ότι δε γίνεται ταυτόχρονα μνεία στην υπόθεση Al-Hamad ν. Αστυνομίας (1988) 2 Α.Α.Δ. 164. Πέραν της αναφοράς της στην υπόθεση Χατζησάββα, ούτε η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου, ούτε το σκεπτικό της απόφασης που εξέδωσε ο Πρόεδρος Α. Λοΐζου στις 16 Απριλίου 1991 με τη σύμφωνη γνώμη πέντε άλλων Δικαστών που μετείχαν στη σύνθεση της Ολομέλειας του Δικαστηρίου, περιέχει οτιδήποτε σχετικό με τα κριτήρια που πρέπει να εφαρμόζει το τριμελές Εφετείο στην άσκηση της διακριτικής του εξουσίας να διατάξει τη διεύρυνση του.

Οι υπό εξέταση αιτήσεις του Γενικού Εισαγγελέα καταχωρήθηκαν μετά και σαν αποτέλεσμα της απόφασης της Ολομέλειας στις Αιτήσεις αρ. 1/91 και 2/91 Γενικός Εισαγγελέας ν. Αρτεμίου και άλλου (ανωτέρω), στηρίζονται δε, μεταξύ άλλων, "στις εξουσίες και την πρακτική του Ανωτάτου Δικαστηρίου σύμφωνα με την απόφαση Χατζησάββα ν. Δημοκρατίας".

Στην υπόθεση Χατζησάββα ο εφεσείων είχε υποβάλει έφεση εναντίον της καταδίκης του από το Κακουργιοδικείο Λευκωσίας για το αδίκημα του φόνου εκ προμελέτης. Στις 16 Σεπτεμβρίου 1985 ο δικηγόρος του εφεσείοντα καταχώρησε γραπτή αίτηση στην εν λόγω έφεση με αίτημα να εκδικαστεί η έφεση από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Στην τακτική εβδομαδιαία διοικητική του συνεδρία της 1ης Νοεμβρίου 1986 το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε να παραπέμψει την αίτηση για εκδίκαση από το τριμελές Εφετείο που είχε δεόντως συσταθεί κάτω από [*350] το άρθρο 11 (3) του Νόμου αρ. 33 του 1964 για να ασκεί τη δευτεροβάθμια δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και ενώπιον του οποίου η έφεση είχε οριστεί για ακρόαση πριν ο δικηγόρος του εφεσείοντα υποβάλει την αίτησή του. Κατά την ακρόαση της αίτησης θεωρήθηκε σκόπιμο να εξεταστεί ως προκαταρκτικό νομικό θέμα κατά πόσο το τριμελές Εφετεία είχε δικαιοδοσία να επιληφθεί της αίτησης ή κατά πόσο η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου είχε αυτή τη δικαιοδοσία. Την απόφαση της πλειοψηφίας (Α. Λοΐζου και Δ. Δημητριάδης, ΔΔ, διαφωνούντος του Γ. Πική, Δ.) εξέδωσε ο Δικαστής Α. Λοΐζου (όπως ήταν τότε). Αφού αναφέρθηκε στις πρόνοιες των άρθρων 3 (1), 9 και 11 του Νόμου αρ. 33 του 1964, και στην ανάθεση από το Ανώτατο Δικαστήριο της άσκησης της δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας του στον ίδιο και στους Δικαστές Δημητριάδη και Πική κατά τον ουσιώδη χρόνο, ο Δικαστής Λοΐζου είπε τα εξής στη σ. 159:

"This assignment in my view constitutes, a sufficient in Law authority to deal with it without of course meaning that a nomination under subsection 3 of section 11 of the Law confines the appellate jurisdiction to the Bench of three so nominated for a period of four months. To my mind a nomination under the said section does not take away the power of the Court or of the Bench engaged in a case to take over or be enlarged for the purpose of hearing an appeal if need arises or if it is a proper case to do so in the interests of justice."

Από το πιο πάνω απόσπασμα προκύπτει σαφώς ότι το Εφετείο όχι μόνο αναγώρισε την ύπαρξη διακριτικής εξουσίας να διευρυνθεί προς το σκοπό εκδίκασης οποιασδήποτε έφεσης, αλλά καθόρισε επίσης σε γενικές γραμμές πότε η εξουσία αυτή πρέπει να ασκείται. Το Εφετείο είπε επί του προκειμένου ότι η διεύρυνση δέον να γίνεται οποτεδήποτε φαίνεται ότι είναι αναγκαία ή αν ενδείκνυται για το συμφέρον της δικαιοσύνης.

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημάνω ακόμα μια φορά ότι στην ομόφωνη απόφαση της Ολομέλειας στις Αι[*351]τήσεις 1/91 και 2/91 Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Αρτεμίου και άλλου (ανωτέρω) τονίζεται ότι δυνατότητα διεύρυνσης της σύνθεσης Εφετείου που ασκεί αρμοδιότητα κάτω από το άρθρο 11 (3) υπάρχει σύμφωνα και όπως καθορίζεται στην απόφαση Χατζησάββα ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω). Θα πρέπει επιπρόσθετα να αναφέρω ότι το πιο πάνω απόσπασμα από την απόφαση Χατζησάββα αναφέρεται αυτούσιο και υιοθετείται στο σκεπτικό της απόφασης Γενικός Εισαγγελέας ν. Αρτεμίου και άλλου (ανωτέρω) που εξέδωσε ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου Α. Λοΐζου με τη σύμφωνη γνώμη πέντε άλλων Δικαστών.

Προκύπτει από τα πιο πάνω ότι η διακριτική ευχέρεια που καθόρισε η απόφαση Χατζησάββα αναφορικά με τη δυνατότητα διεύρυνσης της σύνθεσης τριμελούς Εφετείου, όπως έχει επιβεβαιωθεί στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Αρτεμίου και άλλου (ανωτέρω), είναι πολύ πλατιά και μπορεί να καλύπτει διάφορες κατηγορίες ή μορφές περιστατικών, φτάνει να οδηγούν εύλογα στο συμπέρασμα ότι η διεύρυνση θα εξυπηρετήσει το συμφέρον της δικαιοσύνης.

Υπάρχει όμως και η υπόθεση Al-Hamad ν. Αστυνομίας (ανωτέρω) στην οποία ο Δικαστής Πικής, εκδίδων την ομόφωνη απόφαση του Εφετείου (Μαλακτός, Πικής και Παπαδόπουλος, ΔΔ.) είπε τα εξής στη σ. 169:

"The importance of a case, its complexity and factors relevant to the desirability of directing an enlarged constitution of the Court are, as it emerges from the above, very much matters for evaluation by the Court. Whether an enlarged bench will be directed is ultimately a matter of discretion for the Court."

Στη σ. 170 αναφέρονται και τα εξής:

"We are disinclined to lay down any hard and fast rules or, indeed, attempt to define comprehensively the circumstances under which an appellate bench may be numerically enlarged. The practice of the Supreme [*352] Court, in capital cases, was that they should as a rule, be heard by the Full Bench or an enlarged appellate bench, no doubt because of the irreversible consequences that the outcome of the appeal might have on the life of the appellant. A strengthened bench may be ordered if the legal issue is highly complex and the pooling of judicial resources is likely to contribute to its elicitation. To this list one may contemplate the constitution of a strengthened bench when legal propositions at issue are the object of directly conflicting decisions of the Supreme Court.

In exercising our discretion whether to order the enlargement of the constitution of the Court, it must be appreciated that every issue affecting the rights of the subject is important, as, indeed, is every issue concerning the administration of justice. The enlargement of the constitution of the Court may be ordered only when the issues raised are of extraordinary importance, either because of their repercussions upon the litigants or wider repercussions on the administration of justice. Again the importance of the issue in the above sense may not be decisive if the issue is of a legal nature and has been the subject of authoritative judicial pronouncements. We reiterate that the three-Judge bench constituted under Law 33/64, is the natural forum for adjudication on appeal. Any departure from this norm must be strictly justified, so much so, that in the end, it must appear to the Court that a numerically strengthened bench is necessary in the interests of justice."

Εχω τη γνώμη ότι τα συμπεράσματα που μπορούν να εξαχθούν από την απόφαση στην υπόθεση Al-Hamad είναι ότι-

(α) Η διεύρυνση της σύνθεσης Εφετείου είναι μέτρο εξαιρετικό και η άσκηση της σχετικής διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου επί του προκειμένου πρέπει να ασκείται με φειδώ και σε εξαιρετικές μόνο περιπτώσεις.

[*353]

(β) Διεύρυνση θα πρέπει να διατάσσεται εάν η έφεση εγείρει κάποιο νομικό σημείο πολύ πολύπλοκο, η δε αύξηση του αριθμού των Δικαστών που θα μετέχουν στη σύνθεση του Εφετείου είναι πιθανό να συμβάλει στη διαλεύκανσή του. Διεύρυνση θα πρέπει επίσης να διατάσσεται οποτεδήποτε υπάρχουν επίδικα νομικά θέματα αναφορικά με τα οποία υπάρχουν αντικρουόμενες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

(γ) Στις περιπτώσεις που η διεύρυνση του Εφετείου επιδιώκεται για το λόγο ότι διακυβεύονται μεγάλης σπουδαιότητας δικαιώματα των πολιτών, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι όλα ανεξαίρετα τα επίδικα θέματα που επηρεάζουν τα δικαιώματα των πολιτών, όπως και όλα τα θέματα που αφορούν την απονομή της δικαιοσύνης, ενέχουν κατά κάποιο τρόπο μεγάλη σπουδαιότητα. Όμως, διεύρυνση πρέπει να γίνεται μόνο αν τα θέματα που εγείρονται είναι εξαιρετικής σπουδαιότητας είτε εξ αιτίας των συνεπειών τους πάνω στους διαδίκους είτε εξ αιτίας των γενικότερων συνεπειών τους πάνω στην απονομή της δικαιοσύνης. Ακόμα και η εξαιρετική σπουδαιότητα του θέματος υπό την πιο πάνω έννοια μπορεί να μην είναι καθοριστική αν το επίδικο θέμα υπήρξε αντικείμενο αυθεντικής δικαστικής ετυμηγορίας στο παρελθόν.

(δ) Οι πιο πάνω περιπτώσεις που δικαιολογούν τη διεύρυνση του Εφετείου δεν εκτίθενται με τρόπο εξαντλητικό ούτε καν αποτελεί απόπειρα καθορισμού οποιουδήποτε άκαμπτου κανόνα δικαίου που αν δεν ικανοποιηθεί, το Εφετείο δεσμεύεται να αρνηθεί τη διεύρυνσή του. Εκείνο που απαιτείται στην κάθε περίπτωση είναι να ικανοποιηθεί το Εφετείο ότι η αριθμητική διεύρυνση της σύνθεσής του είναι αναγκαία για το συμφέρον της δικαιοσύνης.

Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι η παρούσα περίπτωση δεν καλύπτεται από τα κριτήρια που καθορίστηκαν στην υπόθεση Al-Hamad (ανωτέρω).

Απορρίπτω τον ισχυρισμό αυτό. Όπως έχω ήδη πει δεν [*354] ερμηνεύω την απόφαση Al-Hamad (ανωτέρω) ότι είχε καθορίσει κατά τρόπο άκαμπτο και εξαντλητικό τις περιπτώσεις που είναι δυνατό να θεωρηθούν ότι ικανοποιούν το γενικό και μοναδικό κριτήριο που καθιέρωσε η απόφαση Χατζησάββα (ανωτέρω) και υιοθέτησε η απόφαση Γενικός Εισαγγελέας ν. Αρτεμίου και άλλου (ανωτέρω), δηλαδή την ανάγκη εξυπηρέτησης του συμφέροντος της δικαιοσύνης μέσω της προτεινόμενης διεύρυνσης. Έχω τη γνώμη ότι η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου επί του προκειμένου εξαρτάται αποκλειστικά από τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης και δεν έχει συρρικνωθεί στα στενά περιθώρια των δυο περιπτώσεων που παραδειγματικά αναφέρθηκαν στην υπόθεση Al-Hamad (ανωτέρω), Η διακριτική αυτή εξουσία θα πρέπει, βέβαια, να ασκείται κατά τρόπο δικαστικό, έχοντας πάντοτε υπόψη ότι η διεύρυνση της σύνθεσης του Εφετείου είναι μέτρο εξαιρετικό. Θα μπορούσα να προσθέσω ότι, κρίνοντας από τις ελάχιστες περιπτώσεις που έχει ζητηθεί μέχρι σήμερα, φαίνεται ότι ως εξαιρετικό πράγματι μέτρο αντιμετωπίζεται η διεύρυνση από το νομικό κόσμο της Κύπρου.

Προβλήθηκε επίσης ο ισχυρισμός ότι, λαμβανομένων υπόψη των λόγων για τους οποίους ο Γενικός Εισαγγελέας ζητά τη διεύρυνση στις δυο υπό εξέταση αιτήσεις, διαπιστώνεται η ύπαρξη κάποιας μορφής αντινομίας προς την απόφαση στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Αρτεμίου και άλλου (ανωτέρω).

Ούτε αυτός ο ισχυρισμός νομίζω ότι ευσταθεί. Είναι απόλυτα σαφές ότι η Ολομέλεια στις Πρωτογενείς Εναρκτήριες Αιτήσεις αρ. 1/91 και 2/91 περιορίστηκε αποκλειστικά στην απόρριψη του επιχειρήματος του Γενικού Εισαγγελέα ότι το τριμελές Εφετείο δεν έχει δικαιοδοσία να ανατρέψει απόφαση της Ολομέλειας του Δικαστηρίου ή άλλου κλιμακίου του Δικαστηρίου στο οποίο μετείχαν περισσότεροι από τρεις Δικαστές. Η βάση του επιχειρήματος του Γενικού Εισαγγελέα σήμερα είναι ότι το τριμελές Εφετείο έχει δικαιοδοσία να ανατρέψει όλες ανεξαίρετα τις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αλλά εισηγεί[*355]ται ότι είναι επιθυμητό, για τους λόγους που έχει αναφέρει, η ανατροπή αυτή να γίνεται από διευρυμένο Εφετείο σε περιπτώσεις όπως ή παρούσα. Η τελευταία αυτή εισήγηση προτείνεται ως ένας από τους λόγους που συνηγορούν υπέρ της άσκησης από το παρόν Εφετείο της διακριτικής του εξουσίας να διατάξει τη διεύρυνσή του. Ο λόγος αυτός μπορεί και πρέπει να συνεκτιμηθεί με όλα τα άλλα σχετικά περιστατικά της υπόθεσης. Έχω, εντούτοις, τη γνώμη ότι δεν πρέπει να αποδοθεί σ' αυτόν η υπέρμετρη βαρύτητα που ο ευπαίδευτος Γενικός Εισαγγελέας φαίνεται να προσδίδει σ' αυτόν. Όπως όμως και να έχουν τα πράγματα, η Ολομέλεια, πλην της αναφοράς της στην απόφαση Χατζησάββα (ανωτέρω), ουδέποτε ασχολήθηκε και ουδέποτε αποφάνθηκε με την απόφασή της στις Αιτήσεις αρ. 1/91 και 2/91 πάνω στο επίδικο θέμα που αντιμετωπίζουμε σήμερα, ποιες δηλαδή συγκεκριμένες περιστάσεις δικαιολογούν την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Εφετείου υπέρ της διεύρυνσής του, ή ποιες συγκεκριμένες περιστάσεις συνηγορούν εναντίον της διεύρυνσης.

Απ' όλα όσα έχω αναφέρει πιο πάνω προκύπτει ότι το βασικό ερώτημα που πρέπει ν' απαντηθεί στην παρούσα διαδικασία είναι κατά πόσο, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της παρούσας υπόθεσης στο σύνολό τους, η αιτούμενη διεύρυνση της σύνθεσης του τριμελούς αυτού Εφετείου θα εξυπηρετήσει καλύτερα το συμφέρον της δικαιοσύνης ή όχι. Υπάρχει όμως και ένα δεύτερο θέμα που αφορά τον εντοπισμό των σχετικών περιστάσεων και τη συνολική βαρύτητα που πρέπει να αποδοθεί σ' αυτές κατά τη συνεκτίμησή τους. Ως προς το δεύτερο αυτό θέμα, οι σχετικές περιστάσεις στην Ποινική Έφεση αρ. 5176 είναι οι εξής:

Εν πρώτοις έχουμε την αδιαμφισβήτητη πρακτική του Εφετείου σύμφωνα με την οποία από το 1960 μέχρι τις 19 Οκτωβρίου 1990 που εκδόθηκε η απόφαση στην Ποινική Έφεση 5063 Δημοκρατία ν. Ερμογένους και άλλων, (1990) 2 Α.Α.Δ. 459 το Ανώτατο Δικαστήριο της Δημοκρατίας, κατά την άσκηση της δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας του, εξεδίκαζε εφέσεις εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα ενα[*356]ντίον ποινών που επέβαλλαν τα Κακουργιοδικεία της Δημοκρατίας, αναφορικά με τις οποίες υπήρχε ισχυρισμός ότι ήταν έκδηλα ανεπαρκείς. Αυτή η πρακτική συνεχίστηκε για 30 χρόνια και χωρίς να επέλθει στο μεταξύ οποιαδήποτε νομοθετική τροποποίηση, απετέλεσε αντικείμενο εξέτασης για πρώτη φορά στην υπόθεση Ερμογένους (ανωτέρω) και βρέθηκε ότι αντιβαίνει προς τις συνδυασμένες πρόνοιες του άρθρου 25 (2) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 και του Μέρους V του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155.  Το τριμελές Εφετείο Σαββίδης, Κούρρης και Πογιατζής, ΔΔ. που εξέδωσε την απόφαση Ερμογένους (ανωτέρω) είχε υιοθετήσει το σκεπτικό της απόφασης της πλειοψηφίας (6 προς 1) της Ολομέλειας του Δικαστηρίου στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Πουρή και άλλων (ανωτέρω) στην οποία είχε αποφασιστεί ότι δε χωρεί έφεση εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα εναντίον αθωωτικής απόφασης Κακουργιοδικείου, επεξέτεινε όμως και εφάρμοσε το σκεπτικό αυτό και στην περίπτωση ποινής που επιβάλλει το Κακουργιοδικείο.   Στο σημείο αυτό θα πρέπει να προσθέσω ότι κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας στην παρούσα υπόθεση αναφέρθηκε σαν επιχείρημα εναντίον της αιτούμενης διεύρυνσης το γεγονός ότι ο ευπαίδευτος Γενικός Εισαγγελέας είχε υποβάλει αίτημα για διεύρυνση της σύνθεσης του Εφετείου που εξεδίκαζε την υπόθεση Ερμογένους (ανωτέρω), το οποίο όμως απέσυρε.  Δε νομίζω ότι το γεγονός αυτό έχει οποιαδήποτε σημασία.   Στην υπόθεση Ερμογένους (ανωτέρω) ο Γενικός Εισαγγελέας δεν αντιμετώπιζε στην επιχειρηματολογία του οποιαδήποτε δικαστική απόφαση εναντίον του πλην εκείνη στην υπόθεση Πουρή (ανωτέρω) η οποία, όμως, αφορούσε αθωωτική απόφαση Κακουργιοδικείου και όχι ποινή. Εξ άλλου υπήρχε το δεδομένο της καθιερωμένης πρακτικής στην οποία έχω αναφερθεί, την οποία ερμήνευε ως έμπρακτη αναγνώριση του δικαιώματός του να εφεσιβάλλει ποινές που επέβαλλαν τα Κακουργιοδικεία για το λόγο ότι είναι έκδηλα ανεπαρκείς.

Ένα άλλο γεγονός που πρέπει να συνεκτιμηθεί στην παρούσα υπόθεση είναι η τεράστια σημασία που έχει το [*357] νομικό θέμα που εγείρεται στην έφεση εν όψει των γενικότερων συνεπειών του πάνω στην απονομή της δικαιοσύνης. Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας είναι ο πρώτος ανάμεσα στους Ανεξάρτητους Αξιωματούχους της Δημοκρατίας για τον οποίο γίνεται ρητή πρόνοια στο Μέρος VI του Συντάγματος. Τόσο ο ίδιος όσο και ο Βοηθός Γενικού Εισαγγελέα έχουν, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 112 του Συντάγματος, το δικαίωμα "να ακούονται υπό παντός δικαστηρίου ή δικαστού", ο δε ρόλος και συμβολή του στην απονομή της δικαιοσύνης δεν επιδέχεται αμφισβήτηση. Το νομικό θέμα που εγείρεται στην έφεση αφορά τα γενικότερα δικαιώματα του Γενικού Εισαγγελέα στον τομέα των εφέσεων σε ποινικές διαδικασίες σύμφωνα με τους ισχύοντες νόμους, και κατ* επέκταση το γενικότερο ρόλο του σε θέματα απονομής της δικαιοσύνης.

Το νομικό θέμα που εγείρεται στην ποινική έφεση αρ. 5176 εκτός από τη σπουδαιότητα που ενέχει υπό την πιο πάνω έννοια, μπορεί εύλογα να χαρακτηριστεί ως δύσκολο και πολύπλοκο παρά ως εύκολο και απλό. Έχω προσωπική γνώση του γεγονότος αυτού γιατί μετείχα στη σύνθεση του τριμελούς Εφετείου στην υπόθεση Ερμογένους (ανωτέρω) την απόφαση της οποίας ο ευπαίδευτος Γενικός Εισαγγελέας μας καλεί να ανατρέψουμε.

Συνεκτιμώντας τα πιο πάνω ουσιώδη περιστατικά, κλίνω υπέρ της άποψης ότι συντρέχουν επαρκείς λόγοι για την άσκηση της διακριτικής εξουσίας που έχει το Εφετείο αυτό, υπέρ της διεύρυνσης της σύνθεσής του, πράγμα που θα εξυπηρετήσει καλύτερα το συμφέρον της δικαιοσύνης. Το συμπέρασμα μου αυτό, αφενός, δικαιολογείται από τις εξαιρετικές περιστάσεις της υπόθεσης και, αφετέρου, μπορεί να λεχθεί ότι συνάδει με τις αποφάσεις Χα-τζησάββα (ανωτέρω) και Αρτεμίου (ανωτέρω) χωρίς να αντιμάχεται καθ' οιονδήποτε τρόπο την απόφαση ΑΙ -Hamad (ανωτέρω).

Εν όψει της απόφασης μου υπέρ της αιτούμενης διεύρυνσης τον παρόντος Εφετείου για τους  σκοπούς της [*358] ακρόασης της Ποινικής Έφεσης αρ. 5176 κατά την οποία τόσο η απόφαση Ερμογένους (ανωτέρω) όσο και η απόφαση Πουρή (ανωτέρω) θα επανεξεταστούν, και εν όψει του γεγονότος ότι η επανεξέταση της απόφασης Πουρή (ανωτέρω) αποτελεί το ουσιαστικό αντικείμενο στην Ποινική Έφεση αρ. 5292 η οποία κατά πάσα πιθανότητα αναμένεται να συνεκδικαστεί με την 5176, τάσσομαι υπέρ της αιτούμενης διεύρυνσης και για τους σκοπούς της ακρόασης της Ποινικής Έφεσης αρ. 5292.

Εκδίδω, ως εκ τούτου, διάταγμα για τον ορισμό από τον Πρωτοκολλητή των Ποινικών Εφέσεων αρ. 5176 και 5192 ενώπιον Εφετείου του οποίου η σύνθεση να διευρυνθεί από τριμελή σε τουλάχιστον επταμελή.

ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, Δ.: Είχα την ευκαιρία να μελετήσω και τις δυο αποφάσεις που ετοίμασαν οι αδελφοί Δικαστές Πικής και Πογιατζής.

Το όλο θέμα με απασχόλησε ιδιαίτερα και μετά από πολλή περίσκεψη, κατάληξα ότι συμφωνώ με την απόφαση του κ. Πογιατζή.

Οι αιτήσεις του Γενικού Εισαγγελέα θα πρέπει, κατά την άποψη μου, να αντικρυστούν μέσα από ευρύτερα πλαίσια και όχι να περιοριστούν στο βασικό του αίτημα περί δεσμευτικότητας των αποφάσεων του Εφετείου, ανάλογα με την αριθμητική του σύνθεση, θέση που έχει εξάλλου ανατραπεί στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Αρτεμίου & άλλου, Πρωτογενείς Εναρκτήριες Αιτήσεις 1/ 91 και 2/91, ημερ. απόφασης 28.3.91, σκεπτικό ημερ. 16.4.91.

Αυτή η προσέγγιση υπαγορεύεται, κατά την άποψη μου, από τη διάχυτη θέση του Γενικού Εισαγγελέα, πως η διεύρυνση επιζητάται γιατί η επιδιωκόμενη αναθεώρηση της υπόθεσης Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Πουρή και άλλων (1979) 2 Α.Α.Δ. 15, είναι ένα νομικό θέμα πολύ μεγάλης σημασίας. [*359]

Συμφωνώ με αυτή τη θέση του Γενικού Εισαγγελέα, γιατί πράγματι το νομικό θέμα που εγείρεται στις εφέσεις ενέχει μεγάλη σπουδαιότητα και πρέπει να είναι δύσκολο και περίπλοκο. Επίσης, με τη διεύρυνση του Εφετείου θα επιτευχθεί βεβαιότητα του Δικαίου.

Κάτω από τις συνθήκες και σύμφωνα με την υπόθεση Χ'Σάββα ν. Δημοκρατίας (1986) 2 Α.Α.Δ. 154, κρίνω ότι είναι προς όφελος της δικαιοσύνης το Εφετείο να διευρυνθεί. Επίσης, συμφωνώ και με τους λόγους που αναφέρει ο κ. Πογιατζής στην απόφασή του και ασκώ τη διακριτική μου ευχέρεια υπέρ της διεύρυνσης του Εφετείου κατά τον τρόπο που ο κ. Πογιατζής εισηγείται.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ : Οι αιτήσεις του Γενικού Εισαγγελέα γίνονται δεκτές κατά πλειοψηφία.

Η σύνθεση του Εφετείου το οποίο θα επιληφθεί των εφέσεων θα καθορισθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο.

Διαταγή ως ανωτέρω.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο