
(1991) 2 ΑΑΔ 420
16 Ιουλίου, 1991
[Α. ΛΟΙΖΟΥ, Π., ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, ΧΑΤΖΗΤΣΑΓΓΑΡΗΣ, Δ/στές]
ΑΝΤΩΝΗΣ ΚΟΥΔΟΥΝΑΡΗΣ,
Εφεσείων,
ν.
ΤΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητου.
(Ποινική Έφεση Αριθ. 5229).
Ποινικός Κώδικας — Καταδίκη για αμελές οδήγημα κατά παράβαση των άρθρων 8 και 19 τον Περί Τροχαίας Κινήσεως Νόμου 1972 (Νόμος 86/72).
Ποινική Δικονομία — Ο περί Ποινικής Δικονομίας Νόμος Κεφ. 155 άρθρο 146 (α) — Το Ανώτατο Δικαστήριο κατά την εκδίκαση έφεσης μπορεί να καλέσει το πρωτόδικο Δικαστήριο να το εφοδιάσει με οιανδήποτε αναγκαία πληροφορία επιπρόσθετη από πληροφορίες που του δόθηκαν μέσω του φακέλλου της υπόθεσης.
Ευρήματα γεγονότων — Αξιοπιστία μαρτύρων — Κατά κύριο λόγο βρίσκονται στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου —Αρχές που δικαιολογούν επέμβαση του Εφετείου.
Σύγκρουση σε φώτα τροχαίας μεταξύ αυτοκινήτων που έρχονταν από την αντίθετη κατεύθυνση όταν ο κατηγορούμενος έκοψε την πορεία της παραπονούμενης.
Ποινή — Επιβολή ποινής προστίμου Α.Κ. 20 και εγγύηση Α.Κ. 100 για δύο χρόνια και καταβολή Λ.Κ. 18 έξοδα.
Ο Εφεσείων οδηγούσε το αυτοκίνητο του στη Λεωφόρο Μακαρίου στη Λευκωσία με κατεύθυνση τη Λεμεσό κρατώντας τη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας με πρόθεση να στρίψει δεξιά στα φώτα τροχαίας για να μπει στη Λεωφόρο Κέννεντυ. Στην προσπάθειά του αυτή έκοψε την πορεία της παραπονούμενης.
Η έφεση του εστρέφετο τόσο εναντίον της καταδίκης όσο και εναντίον της ποινής αναφορικά με τα ευρήματα γεγονότων και για έλλειψη αντικειμενικότητας και/ή προκατάληψης του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την έφεση και αποφάνθηκε ότι:
1) Δεν υπήρξε έλλειψη αντικειμενικότητας και/ή προκατάληψη από τον πρωτόδικο Δικαστή. Αντίθετα προσέγγισε τη μαρτυρία προσεκτικά και εφάρμοσε τις καθιερωμένες αρχές δικαίου που βγαίνουν από τη Νομολογία.
2) Ο εφεσείων απέτυχε να αποσείσει το βάρος της απόδειξης αναφορικά με τη διαπίστωση γεγονότων και την εκτίμηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων.
3) Το Εφετείο μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις επεμβαίνει στα ευρήματα γεγονότων του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Επέμβαση δικαιολογείται όταν τα ευρήματα αυτά αντιστρατεύονται τη κοινή λογική ή είναι αντίθετα προς αδιαμφισβήτητα μέρη της μαρτυρίας.
Η έφεση απορρίπτεται.
Υποθέσεις που αναφέρθηκαν:
R ν Pitman [1991] 1 All E.R. 468;
Yiannakou v The Police (1982) 2 C.L.R. 37;
Municipality of Nicosia ν Tilpian and Another (1984) 2 C.L.R. 377;
Sedora Enterprises Ltd και Άλλον ν Διευθυντού Κοινωνικών Ασφαλίσεων (1990) 2 Α.Α.Δ. 282.
Έφεση εναντίον Καταδίκης και Ποινής.
Έφεση εναντίον της καταδίκης και της ποινής από τον Αντώνη Κουδουνάρη ο οποίος βρέθηκε ένοχος στις 22 Νοεμβρίου, 1989 από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας (Αριθμός Ποινικής Υπόθεσης 4977/89) στην κατηγορία αμελούς οδήγησης κατά παράβαση των άρθρων 8 και 19 του Περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου, 1972 (Νόμος 86/72) και καταδικάστηκε από τον Βλαδιμήρου, Ε.Δ. να πληρώσει £20.- πρόστιμο και να υπογράψει εγγύηση £100.- για 2 χρόνια να τηρεί το Νόμο και τους Κανονισμούς.
Ο εφεσείων παρουσιάσθηκε αυτοπροσώπως.
Σ. Μάτσας, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.
Α. ΛΟΙΖΟΥ, Πρ. ανέγνωσε την απόφαση του Δικαστηρίου. Ο Εφεσείων ύστερα από ακροαματική διαδικασία, κατά την οποία υπεράσπισε τον εαυτό του χωρίς δικηγόρο, βρέθηκε ένοχος της κατηγορίας αμελούς οδήγησης κατά παράβαση των άρθρων 8 και 19 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου του 1972 (Νόμος Αρ. 86 του 1972).
Οι λεπτομέρειες του αδικήματος ήταν ότι στις 19 Σεπτεμβρίου του 1988 στη Λευκωσία, οδηγούσε το μηχανοκίνητο όχημα FU 637 στη Λεωφόρο Μακαρίου III χωρίς να καταβάλει την προσήκουσα επιμέλεια και προσοχή. Η ποινή που του επιβλήθηκε ήταν πρόστιμο £20.- και εγγύηση £100.- για δύο χρόνια να τηρεί το νόμο και τους κανονισμούς και η καταβολή των εξόδων που ανήρχοντο σε £18.-.
Εναντίον της καταδίκης και της ποινής ο εφεσείων καταχώρισε την παρούσα έφεση και οι λόγοι πάνω στους οποίους εβασίζετο, όπως εκτέθηκαν στην ειδοποίηση έφεσης ήταν οι πιο κάτω.
"1. Κακώς ευρέθη ότι η παραπονουμένη επέρασε με πράσινο φως.
2. Κακώς ευρέθη ότι ο κατηγορούμενος έπρεπε να αντιληφθή την παραπονούμενη.
3. Κακώς δεν υπελογίσθη η ταχύτης της παραπονουμένης.
4. Κακώς ευρέθη ότι ο κατηγορούμενος δεν είχε προτεραιότητα.
5. Τα ευρήματα του Επαρχιακού Δικαστηρίου δεν συνάδουν με την πραγματική μαρτυρία."
Στη συνέχεια καταχώρισε τους πιο κάτω λόγους έφεσης.
"Α. Πρόσθετος λόγος Εφέσεως.
Η έλλειψις αντικειμενικότητος και/ή προκατάληψις υπό του Δικαστού.
Β. Λόγος προσωπικής παρουσιάσεως της Εφέσεως υπό του Εφεσείοντος.
Το γεγονός ότι ο Δικηγόρος του Εφεσείοντος δεν παρίστατο κατά την ακρόασιν εις το κατώτερον Δικαστή-ριον και το γεγονός ότι τα πρακτικά είχον εκδοθεί μετά την καταχώρισιν της Εφέσεως. Η μελέτη των πρακτικών ενέτεινε την πεποίθησιν του Εφεσείοντος ως προς την προκατάληψιν του Δικαστού και ενίσχυσαν την αντίληψιν του ότι ο ίδιος, ως ο μόνος λαβών άμεσον γνώσιν των διαδραματισθέντων κατά την ακρόασιν εις το κατώτερον Δικαστήριον, θα ημπορούσε να παρουσιάσει προσωπικώς την υπόθεσιν του αποτελεσματικώτερον, χωρίς τούτο να άπτεται ποσώς της επαγγελματικής ικανότητος και αρίστης φήμης του δικηγόρου του κ. Παύλου Αγγελίδη."
Πριν εξετάσουμε τους λόγους έφεσης όπως παρουσιάστηκαν από τον ίδιο τον εφεσείοντα ενώπιόν μας και την επιχειρηματολογία με την οποία επεδίωξε να τους υποστηρίξει είναι σκόπιμο να αναφερθούμε στα γεγονότα της υπόθεσης όπως αναλύονται στην πρωτόδικη απόφαση.
Στις 19 Σεπτεμβρίου, 1988, και ώραν 20.40 ο εφεσείων οδηγούσε το αυτοκίνητό του με αριθμό εγγραφής FU 637 στη Λεωφόρο Μακαρίου στη Λευκωσία κρατώντας τη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας προς Λεμεσό με πρόθεση, φθάνοντας στη συμβολή της λεωφόρου αυτής με τη Λεωφόρο Κέννεντυ, να μπει στην τελευταία. Η συμβολή αυτή ελέγχεται με φώτα τροχαίας και προχώρησε μια και το φως στην πλευρά του ήταν πράσινο για να στρίψει δεξιά. Την ίδια ώρα η παραπονούμενη οδηγούσε το αυτοκίνητο με αριθμό εγγραφής PG 319 στη Λεωφόρο Μακαρίου από την αντίθετη κατεύθυνση, δηλαδή από τη Λεωφόρο Λεμεσού προς Λευκωσία στην πρώτη αριστερή λωρίδα της πορείας της με πρόθεση να συνεχίσει κατ' ευθείαν τo δρόμο της.
Είδε, όπως κατάθεσε η ίδια στο Δικαστήριο, ότι ήταν αναμμένο το πράσινο φως της πορείας της και συνέχισε ευθεία μπαίνοντας στη συμβολή των δρόμων. Τότε είδε το όχημα του κατηγορούμενου να οδηγείται από την αντίθετη της κατεύθυνση κρατώντας τη δεύτερη λωρίδα κυκλοφορίας, η οποία είναι η λωρίδα που πρέπει να ακολουθήσει ένας αν πρόκειται να πάει ευθεία στη Λεωφόρο Μακαρίου και δεξιά στη Λεωφόρο Κέννεντυ με κλίση προς τα δεξιά για να μπει στην τελευταία και όταν αντιλήφθηκε ότι δεν επροτίθετο ο εφεσείων να σταματήσει χρησιμοποίησε τα φρένα της και σταμάτησε. Ο εφεσείων συνέχισε την πορεία του και χτύπησε με το όχημά του στην μπροστινή δεξιά πλευρά του αυτοκινήτου της παραπονούμενης. Ήταν δε ο ισχυρισμός της ότι δεν έδειξε με το "trafficator" του ότι θα έστριβε δεξιά.
Η εκδοχή του εφεσείοντα ήταν ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο μπήκε στη συμβολή των δύο λεωφόρων αφού το φως της πορείας του ήταν πράσινο. Όταν ήταν έτοιμος να στρίψει στη Λεωφόρο Κέννεντυ άναψε κίτρινο και στη συνέχεια η παραπονούμενη, η οποία βρισκόταν πίσω από το στύλο των φώτων τροχαίας της πορείας πέρασε με κόκκινο φως και χτύπησε στο όχημα του,
Ο πρωτόδικος Δικαστής δέχθηκε, όπως αναφέρει ο ίδιος στην απόφασή του, χωρίς καμιά αμφιβολία τη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής, δηλαδή του αστυνομικού ανακριτή ο οποίος κατόπιν της καταγγελίας που έγινε, πήγε στη σκηνή του δυστυχήματος, πήρε μέτρα και ετοίμασε ένα σχέδιο θέτοντας σ' αυτό τα οχήματα που βρήκε στην τελική τους θέση και θέτοντας το σημείο σύγκρουσης που υπόδειξαν και οι δύο πλευρές αλλά και που εν πάση περιπτώσει ήταν και στην τελική θέση των οχημάτων. Πίστεψε επίσης την παραπονούμενη γιατί και οι δύο αυτοί μάρτυρες του έκαμαν άριστη εντύπωση τόσο με τις απαντήσεις τους όσο και με τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο, βρήκε τη μαρτυρία τους λογική, να συνάδει με την πραγματική μαρτυρία και δεν κλονίστηκε σε κανένα σημείο σαν αποτέλεσμα της αντεξέτασης από τον εφεσείοντα.
Από την άλλη μεριά δε δέχθηκε τη μαρτυρία του εφεσείοντα ο οποίος του έκαμε, όπως λέει στην απόφασή του, κακή εντύπωση σε ορισμένο σημεία της υπόθεσης όσο και με τον τρόπο με τον οποίο απαντούσε στις ερωτήσεις και γενικά τη συμπεριφορά του, Και συμπλήρωσε το μέρος αυτό του σκεπτικού του προυθέτοντας "Εν πάση περιπτώσει φαιδρολογούσε ο κατηγορούμενος και η συμπεριφορά του ήταν τέτοια που κανένα λογικό Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να τον πιστέψει".
Παραθέτουμε το σημείο αυτό γιατί αποτέλεσε αντικείμενο παραπόνου του Εφεσείοντα ενώπιόν μας η ατυχής, όπως θα λέγαμε χρησιμοποίηση του ρήματος "φαιδρολογούσε", που μπορούσε οποιοσδήποτε να είχε αποφευχθεί.
Τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστή είναι τα πιο κάτω:-
"... Φθάνοντας ο κατηγορούμενος στην εν λόγω συμβολή συνάντησε πράσινο φως στην πορεία του και κρατώντας τη 2η (μεσαία) λωρίδα κυκλοφορίας, η οποία έχει υποχρεωτική πορεία ευθεία προς Λεμεσό και δεξιά προς λεωφόρο Κέννεντυ, συνέχισε την πορεία του με κλίση δεξιά και πρόθεση να εισέλθει στη λεωφόρο Κέννεντυ χωρίς να ελέγξει την κίνηση του δρόμου και χωρίς να αντιληφθεί την παρουσία του οχήματος της Μ.Κ.2 με αρ. εγγραφής PG 316 ο οποίο οδηγείτο στη λεωφόρο Μακαρίου Γ' με αντίθετη από τον κατηγορούμενο κατεύθυνση κρατώντας την 1η (αριστερή) λωρίδα κυκλοφορίας της πορείας της, κατευθυνόμενη προς Λευκωσία. Αποτέλεσμα ήταν ο κατηγορούμενος να κτυπήσει με το όχημά του το όχημα της Μ.Κ.2 με το μπροστινό αριστερό μέρος του το μπροστινό δεξιό μέρος του οχήματος της Μ.Κ.2 και να του ανακόψει την ελεύθερη πορεία. Κατά τη στιγμή της σύγκρουσης τα (ρώτα τροχαίας της πορείας των δυο οχημάτων έδειχναν πράσινο φως. Η σύγκρουση έγινε στη μέση της συμβολής της λεωφόρου Μακαρίου Γ' και Κέννεντυ στη λωρίδα πορείας του οχήματος της Μ.Κ.2 και σε απόσταση 65' από το στύλο των φώτων τροχαίας της πορείας της Μ.Κ.2 (όπως φαίνεται στο σημείο Χ στο σχέδιο τεκμήριο 1). Η ορατότητα από το σημείο συγκρούσεως είναι 200 μέτρα προς Λευκωσία και 70 προς Λεμεσό. Το όχημα της Μ.Κ.2 άφησε 22' ίχνη τροχοπεδήσεως. Ο κατηγορούμενος εισήλθε από τα φώτα τροχαίας της συμβολής των εν λόγω λεωφόρων και συνέχισε την πορεία του χωρίς να σταματήσει παρά μόνο με τη σύγκρουση με το όχημα της Μ.Κ.2 και επίσης δεν έδειξε με το σηματοδότη του την πρόθεσή του να στρίψει δεξιά στη λεωφόρο Κέννετυ."
Ο εφεσείων με άδεια του Δικαστηρίου καταχώρισε ένορκη δήλωση σχετικά με γεγονότα που δεν αναφέρονταν στα πρακτικά της υπόθεσης και που στην άσκηση των εξουσιών του κάτω από το άρθρο 146 (α) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, έστειλε στον εκδικάσαντα Δικαστή για να δώσει πληροφορίες τις οποίες το Δικαστήριο τούτο θεωρούσε αναγκαίες αναφορικά με το περιεχόμενο της ένορκης αυτής δήλωσης σχετικά με το περιεχόμενο της οποίας δεν υπήρχε τίποτε στα πρακτικά. Στην παράγραφο αυτή αναφέρονται τα πιο κάτω:-
"5). Περί το τέλος της ακροάσεως και ολίγον προ της εκδόσεως της αποφάσεως ο Δικαστής ανεφέρθη ο ίδιος εις τας συστάσεις που μου έκαμε δια του Δικηγόρου μου την 11.11.89. Απήντησα ότι έλαβα υπ' όψιν μου μερικές αποφάσεις που περιέχονται εις την υπόθεσιν 2283/89. Μερικές είναι υπέρ μου ιδίως η υπόθεσις Γιακουμή που ενσωματώθη εις την υπόθεσιν Φιλοθέας Μιχαήλ. Βλ. πρακτικά σελ. 13 πρώτη γραμμή. Δια την υπόθεσιν Γιακουμή ιδίως παρετήρησα με όλον τον οφειλόμενον σεβασμόν: "Ναι μεν εις την σελίδα 7 που αναφέρεσθε ο Γιακουμής κατεδικάσθη, άρα και εγώ, αλλά στις σελίδες 8 και 9 που δεν αναφέρονται, βλέπουμε ότι ο Γιακουμής έκαμεν Έφεσιν και ηθωώθη".
Η απάντηση του Δικαστή είναι η πιο κάτω:-
"Δε γνωρίζω τι λέχθηκε μεταξύ του εφεσείοντα και των δικηγόρων του οι οποίοι γνώριζαν τα γεγονότα της υπόθεσης του.
Ούτε προς τον εφεσείοντα ούτε προς τους δικηγόρους του έγιναν συστάσεις, όπως αναφέρει ή αφήνει να νοηθεί ο εφεσείοντας, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας ενώπιο του Πρωτοδίκου Δικαστηρίου.
Αντιλαμβάνομαι ότι αυτά που αναφέρει ο εφεσείοντας στην ένορκο δήλωσή του οφείλονται σε λανθασμένες εντυπώσεις ή παρεξήγηση από μέρους του όπως έκδηλα προκύπτει μεταξύ άλλων και από την αναφορά του στην απόφαση στην ποινική υπόθεση αρ. 2283/89 στην οποία δεν αναφέρεται οτιδήποτε για καταδίκη ή αθώωση του εφεσείοντα Γιακουμή ούτε η αναφορά στη σελίδα 7 που ξεκινά η απόφαση ή η μη αναφορά στις σελίδες 8 και 9 έχει την έννοια που θέλει να αποδώσει ο εφεσείοντας.
Αυτό που ρώτησα τον εφεσείοντα, στο τέλος της αγόρευσής του, ήταν κατά πόσον ήθελε και μπορούσε να αναφερθεί σε οποιεσδήποτε αποφάσεις του Δικαστηρίου και να κάνει συσχετισμό ή διάκριση μεταξύ των γεγονότων της υπόθεσής του και των γεγονότων βάσει των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις του Δικαστηρίου. Αντελήφθηκα ότι δεν ήταν σε θέση να το κάνει και στα πρακτικά δεν γράφτηκε τίποτε, εκτός από το ότι ζητά να γίνει πιστευτή η δική του εκδοχή, γιατί δεν το θεώρησα σκόπιμο."
Δεν είχαμε την ευκαιρία να ακούσουμε τους δικηγόρους του εφεσείοντα και μπορούμε να πούμε από τώρα ότι δε δεχόμαστε την εκδοχή του εφεσείοντα που περιέχεται στην ένορκή του δήλωση.
Ο εφεσείων προς υποστήριξη του λόγου έφεσης που σχετίζεται με αυτούς τους ισχυρισμούς αναφέρθηκε στην υπόθεση R. v. Pitman [1991] 1 All E.R. στην οποία, σε αναφορά βέβαια με τα γεγονότα της υπόθεσης εκείνης, λέχθηκε:_
"We have come to the conclusion that in those circumstances the proceedings in the judge's room, and everything that was said and indicated by the judge there was a material irregularity. All those matters no doubt put the appellant and his advisers in obvious difficulties. They placed pressure, and in our view improper pressure, albeit indirectly, on the appellant to change his plea to one of guilty, in the fear that what the judge had said meant, first, that his chances were, to say the least, very slim, and that if he was convicted by the verdict of the jury he would most certainly go to prison. It seems to us that in those circumstances this conviction of causing death by reckless driving is both unsafe and unsatisfactory and must be quashed."
Είναι φανερό από μια αντιπαράθεση των γεγονότων των δύο υποθέσεων ότι η υπόθεση Pitman διαφέρει ουσιαστικά και διαχωρίζεται από την παρούσα έφεση.
Ως προς το λόγο έφεσης για έλλειψη αντικειμενικότητας και/ή προκατάληψης από το Δικαστή έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι αυτός δεν ευσταθεί. Η εξέταση της όλης υπόθεσης δείχνει πόσο αντικειμενικά ενήργησε στη δίκη αυτή ο πρωτόδικος Δικαστής και πόσο προσεκτικά προσέγγισε τη μαρτυρία στο σύνολο της και εφάρμοσε τις καθιερωμένες αρχές δικαίου όπως βγαίνουν από τη σχετική νομολογία.
Έχουμε ακούσει με προσοχή τα επιχειρήματα που υποβλήθηκαν και από τις δύο πλευρές και καθοδηγούμενοι από τις αρχές που διέπουν το δικαστικό έλεγχο του Εφετείου σε αποφάσεις των πρωτόδικων Δικαστηρίων σχετικά με τη διαπίστωση των γεγονότων και την εκτίμηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων, καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι ο εφεσείων απότυχε να αποσείσει το βάρος της απόδειξης, που σύμφωνα με τη νομολογία μας (Yiannakou v. The Police (1982) 2 C.L.R. 37, στη σελίδα 41) βρίσκεται πάνω του.
Είναι καλά νομολογημένο ότι η ευθύνη για τη διαπίστωση των γεγονότων είναι κατά κύριο λόγο μέσα στη σφαίρα των αρμοδιοτήτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου και μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις το Δικαστήριο τούτο σαν Εφετείο επεμβαίνει στα ευρήματα. Επέμβαση μόνο δικαιολογείται όταν αυτά αντιστρατεύονται τη κοινή λογική ή βρίσκονται σε αντίθεση με αδιαμφισβήτητα μέρη της μαρτυρίας. Όταν δηλαδή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου ή τα συμπεράσματα που βγήκαν από τα τέτοια γεγονότα είναι έκδηλα εσφλαμένα (βλέπε Municipality of Nicosia v. Tilpian and Another (1984) 2 C.L.R. 377 και Sedora Enterprises Ltd και Άλλον v. Διευθυντού Κοινωνικών Ασφαλίσεων, (1990) 2 Α.Α.Δ. 282.
Ο εφεσείων με βάση τα γεγονότα, όπως αυτά έγιναν πιστευτά, ορθά βρέθηκε ένοχος του αδικήματος για το οποίο κατηγορήθηκε γιατί δεν έδωσε όπως είχε καθήκον προτεραιότητα στην παραπονούμενη που προχωρούσε σε ευθεία κατεύθυνση και πήγε και την χτύπησε στο πλευρό. Κάτω από κανονικές συνθήκες όταν ένας οδηγός στρίψει και κόψει τη ροή της τροχαίας και μετά ακόμα που θα δώσει το καθιερωμένο σήμα, ενεργεί με αμέλεια εκτός εάν έχει λόγους να πιστεύει πέραν από το γεγονός της προειδοποίησης που έδωσε, ότι μπορεί να διασχίσει χωρίς να προκαλέσει κίνδυνο στην τροχαία που προσεγγίζει. Πρέπει να λεχθεί ότι ο οδηγός που στρίβει φέρει ένα μεγάλο , βάρος απόδειξης για να εδραιώσει μια δικαιολογία γιατί παράλειψε να δει το άλλο όχημα ή ότι δεν του έκοψε το δρόμο αδικαιολόγητα.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται.
Έφεση απορρίπτεται.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο