Χασσάν ν. Αστυνομίας (1992) 2 ΑΑΔ 78

(1992) 2 ΑΑΔ 78

[*78] 13 Φεβρουαρίου 1992

[Α. Ν. ΛΟΙΖΟΥ, Π., ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, Δ/στές]

ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΥΤΥΧΙΟΥ ΑΛΛΩΣ ΡΑΙΦ ΧΑΣΣΑΝ,

Εφεσείων,

ν.

ΤΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 5548).

Κλοπή κατά παράβαση των άρθρων 255,262,20 και 29 τον Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 — Επιβολή ποινής φυλάκισης 15 μηνών και διάταγμα για καταβολή αποζημιώσεως στους παραπονούμενους χωρίς καθορισμό τον ακριβούς ποσού. Η ποινή φυλάκισης επικυρώθηκε από το Εφετείο αλλά το διάταγμα αποζημιώσεως ακυρώθηκε.

Ποινή — Επιμέτρηση — Ο εφεσείων ζήτησε να ληφθούν υπόψη και πέντε άλλες παρόμοιες υποθέσεις.

Καθυστέρηση καταχώρησης ποινικών υποθέσεων — Κριτήρια που εφαρμόζονται για να κριθεί αν η περίοδος από τη διάπραξη τον αδικήματος μέχρι την επιβολή της ποινής είναι υπερβολική και αδικαιολόγητη.

Ο εφεσείων κατά τον Νοέμβριο του 1989 έκλεψε καλώδιο του Αρδευτικού Τμήματος Ποταμίου που βρισκόταν σε ανοικτό χώρο μεταξύ των χωριών Αστρομερίτη και Ποταμίου αξίας ΛΚ1000-. Το ολικό ποσό των κλαπέντων αντικειμένων ανήρχετο σε ΛΚ3.005,80 σεντ και μέρος αυτών είχε ανευρεθεί.

Ο πρωτόδικος Δικαστής επέβαλε ποινή φυλάκισης 15 μηνών και διάταγμα για καταβολή αποζημιώσεως στους παραπονουμένους χωρίς καθορισμό του ακριβούς ποσού και χωρίς χρονικό όριο. Ο εφεσείων εφεσίβαλε την ποινή σαν έκδηλα υπερβολική.

Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την έφεση για την ποινή της φυλάκισης τονίζοντας την ανώτατη ποινή που προνοεί ο νόμος και που είναι τρία χρόνια για την κάθε κατηγορία που παραδέχθηκε ο εφεσείων. Επέτρεψε όμως την έφεση αναφορικά με το διάταγμα καταβολής αποζημιώσεων καθότι δεν καθοριζόταν σ' αυτό το ακριβές ποσό και η διαδικασία που ακολούθησε ο πρωτόδικος Δικαστής δεν προβλεπόταν στο Νόμο. Κατά συνέπεια το διάταγμα ακυρώνεται και οι παραπονούμενοι μπορούν να λάβουν άλλα έν[*79]δικά μέτρα για την είσπραξη του.

Αναφορικά με το θέμα καθυστέρησης της καταχώρησης των υποθέσεων ο λόγος που δόθηκε από την Κατηγορούσα Αρχή είναι η εγκατάλειψη των ελεύθερων περιοχών από τον εφεσείοντα και η μετάβαση του στα κατεχόμενα. Η συνολική περίοδος από τη διάπραξη του αδικήματος μέχρι της επιβολής της ποινής ήταν περίπου δύο χρόνια. Υπό τις περιστάσεις η περίοδος αυτή δεν μπορεί να κριθεί σαν υπερβολική. Το τι είναι λογική περίοδος διάρκειας μιας διαδικασίας εκτιμάται με βάση τα περιστατικά και τη φύση της κάθε υπόθεσης.

Η έφεση επιτρέπεται μερικώς.

Έφεση εναντίον καταδίκης και Ποινής.

Έφεση εναντίον της καταδίκης και της ποινής από τον Ανδρέα Ευτυχίου άλλως Ραΐφ Χασσάν, ο οποίος βρέθηκε ένοχος στις 18 Νοεμβρίου, 1991 από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας (Αριθμός Ποινικής Υπόθεσης 28423/ 91) στην κατηγορία κλοπής κατά παράβαση του άρθρου 255, 262, 20 και 29 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και καταδικάστηκε από Ναθαναήλ, Ε.Δ. σε φυλάκιση 15 μηνών.

Ε. Χειμώνας, για τον εφεσείοντα.

Γ. Παπαϊωάννου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την εφεσίβλητη.

Α. Ν. ΛΟΙΖΟΥ, Π. ανάγνωσε την απόφαση του Δικαστηρίου. Ο εφεσείων παραδέχθηκε ενοχή σε υπόθεση κλοπής κατά παράβαση των άρθρων 255, 262, 20 και 29 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Οι λεπτομέρειες του αδικήματος, όπως φαίνονται στο κατηγορητήριο είναι ότι στις 19 Νοεμβρίου 1989, στο Ποτάμι της επαρχίας Λευκωσίας έκλεψε 1300 πόδια καλώδιο των 25 mm και 200 πόδια καλώδιο των 35 mm συνολικής αξίας £1000 περιουσία του Αρδευτικού Τμήματος Ποτάμιου.

Ο εφεσείων ζήτησε επίσης όπως κατά την επιμέτρηση της ποινής ληφθούν υπόψη και πέντε άλλες παρόμοιες υποθέσεις οι οποίες εκκρεμούσαν ενώπιον των Επαρχιακών Δικαστηρίων Λάρνακος και Λευκωσίας και για τις [*80] οποίες ο εφεσείων παραδέχετο ενοχή.

Τα γεγονότα της υπόθεσης όπως αναφέρονται από τον πρωτόδικο Δικαστή στην απόφασή του είναι σε συντομία αυτά. Διαπιστώθηκε από τον ταμία του Αρδευτικού Τμήματος Ποταμίου, ότι κατά το μήνα Νοέμβριο του 1989, κλάπηκε το καλώδιο που αναφέρετο στην κατηγορία, το οποίο βρισκόταν πλησίον μιας διατρήσεως του Τμήματος και σε ανοιχτό χώρο μεταξύ των χωριών Αστρομερίτη και Ποτάμιου. Οι υποψίες στράφηκαν εναντίον του εφεσείοντα και άλλου προσώπου. Ο εφεσείων συνελήφθη, ανακρίθηκε και σε προφορική ομολογία του παραδέχθηκε τη διάπραξη του αδικήματος αυτού. Το κλοπιμαίο αντικείμενο δεν βρέθηκε.

Τα γεγονότα των άλλων πέντε υποθέσεων είναι τα πιο κάτω:

(α) Στην υπόθεση 28360/91, του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ο εφεσείων μαζί με άλλα δύο άτομα, μεταξύ της 27 Δεκεμβρίου 1990 και της 2 Ιανουαρίου 1991, έκλεψε από την Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, από περιφραγμένη αποθήκη, 262 μέτρα καλώδιο, ένα σιαμπάνι, ένα σετ εκτύπωσης αριθμών και ένα σετ εκτύπωσης γραμμάτων, όλα αξίας £615.18. Επίσης κατά την είσοδο του για τη διάπραξη του αδικήματος προκλήθηκε ζημιά £40.-στην περίφραξη του χώρου. Απ' αυτά τα κλαπέντα, ανευρέθηκαν καλώδια από χαλκό βάρους 365 κιλών.

(β) Στην υπόθεση 28361/91, του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, κλάπηκαν από τον εφεσείοντα διάφορα καλώδια αξίας £280.-, περιουσία της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, από περιφραγμένο χώρο μεταξύ της 26ης και 27ης Δεκεμβρίου 1990. Τα καλώδια συμπιέστηκαν με άλλα αντικείμενα, έτσι που δεν μπορούσαν να ξεχωρίσουν.

(γ) Στην υπόθεση 28424/91, του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ο εφεσείων με άλλο άτομο έκλεψε μια μηχανή αυτοκινήτου Woosley την 1 Δεκεμβρίου 1989. Η [*81] μηχανή αυτή ανευρέθηκε και κρατείται ως τεκμήριο από την Αστυνομία. Η μηχανή λήφθηκε ως παλιοσιδερικό.

(δ) Στην υπόθεση 16741/91, του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, ο εφεσείων με τη βοήθεια άλλων ατόμων, όπως φαίνεται στην κατηγορία αυτή, μεταξύ 1 Ιουνίου 1990 και 31 Δεκεμβρίου 1990, έκλεψε από περιφραγμένο χώρο αποθηκεύσεως υλικών της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου κοντά στα διυλιστήρια Λάρνακας, ποσότητα διαφόρων καλωδίων συνολικής αξίας £950.-. Τα καλώδια αυτά δεν έχουν βρεθεί διότι στο μεταξύ τα είχαν λιώσει σε χαλκό από την πώληση του οποίου πήρε ο κατηγορούμενος μαζί με άλλα δύο άτομα £340.-. Η υπόθεση αυτή, όπως και η επόμενη της Λάρνακας, είχαν υποπέσει στην αντίληψη της Αστυνομίας όταν άλλο κατηγορούμενο άτομο, το οποίο ήδη καταδικάστηκε για τις υποθέσεις αυτές, παραδέχθηκε ότι διάπραξε το αδίκημα αυτό μαζί με τον εφεσείοντα.

(ε) Στην υπόθεση 26742/91, του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, την ίδια περίοδο, δηλαδή 1 Ιουνίου 1990, μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1990, από περιφραγμένο χώρο παρά τη Λεωφόρο Στρατηγού Τιμάγια, στη Λάρνακα, κλάπησαν διάφορα καλώδια συνολικής αξίας £60.-. Γι' αυτά τα καλώδια ο εφεσείων μαζί με άλλα άτομα που ήταν αναμεμειγμένα, τα έλιωσαν και τα πώλησαν.

Το ολικό ποσό της αξίας των κλαπέντων αντικειμένων ανήρχετο σε £3.005,80 σέντς. Μέρος αυτών είχε ανευρεθεί και επιβάλλοντας την ποινή των δεκαπέντε μηνών φυλάκισης ο πρωτόδικος Δικαστής διάταξε ταυτόχρονα την καταβολή αποζημίωσης στους διάφορους παραπονούμενους χωρίς όπως λέγει στην απόφαση του, "να τίθεται χρονικό όριο στην αποζημίωση αυτή που θα καταβληθεί από τον κατηγορούμενο. (Βλέπε Sentencing in Cyprus, G. Pikis, σελ. 61.) Αυτό μπορεί να γίνει σε συνεννόηση με τις αρμόδιες αρχές και την εξακρίβωση των ακριβών ποσών που πρέπει να πληρωθούν ανάλογα με τις απαιτήσεις των αρχών αυτών." [*82]

Η καταχώρηση της υπόθεσης αυτής που αναφέρετο σε αδίκημα που διαπράχθηκε στις 19 Νοεμβρίου 1989, έγινε στις 11 Οκτωβρίου 1991. Ο λόγος που δόθηκε από την κατηγορούσα Αρχή σχετικά με την καθυστέρηση της καταχώρησης των υποθέσεων αυτών που άλλες διαπράχθησαν το Νοέμβριο του 1989 και άλλες το Δεκέμβριο του 1990, είναι ότι ο εφεσείων εγκατέλειψε τις ελεύθερες περιοχές και μετέβηκε στα κατεχόμενα και ανεζητείτο, ανευρέθηκε δε μόλις επέστρεψε λίγο πριν την καταχώρηση των υποθέσεων.

Στην πραγματικότητα οι δύο από τις υποθέσεις είχαν καταχωρηθεί στο Δικαστήριο και προηγουμένως, αλλά αποσύρθηκαν λόγω της εγκατάλειψης των ελεύθερων περιοχών από τον εφεσείοντα και καταχωρήθησαν ξανά όταν αυτός βρέθηκε.

Η περίοδος που πέρασε από της διαπράξεως του αδικήματος μέχρι της επιβολής της ποινής είναι περίπου δύο χρόνια. Κάτω όμως από τις περιστάσεις δεν μπορεί να κριθεί ότι η περίοδος αυτή ήταν υπερβολική και αδικαιολόγητη. Το τί είναι λογική περίοδος διάρκειας μιας διαδικασίας εκτιμάται με βάση τα περιστατικά και τη φύση της κάθε υποθέσεως.

Η ανώτατη ποινή η οποία προβλέπεται από το νόμο για την κάθε κατηγορία που παραδέχθηκε ο εφεσείων, είναι τρία χρόνια φυλάκισης κατά ανώτατο όριο. Κάτω από τις περιστάσεις και έχοντας υπόψη όλες τις συνθήκες, δεν μπορεί να θεωρηθεί η επιβληθείσα ποινή φυλακίσεως ως έκδηλα υπερβολική και δεν βρίσκουμε λόγο να επέμβουμε.

Όσον αφορά όμως το διάταγμα καταβολής αποζημιώσεων έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι αυτό πρέπει να ακυρωθεί διότι δεν καθορίζεται σ' αυτό, όπως θα έπρεπε, το ακριβές ποσό, αντίθετα αφήνεται στις αρμόδιες αρχές κατόπιν συνεννοήσεως, όπως αναφέρει ο πρωτόδικος Δικαστής στην απόφαση του, με τον εφεσείοντα, να εξακριβώσουν τα ακριβή ποσά τα οποία παραμένουν [*83] οφειλόμενα μετά την αφαίρεση του ανευρεθέντος μέρους των κλοπιμαίων, μια διαδικασία που δεν προβλέπεται από το νόμο.

Επομένως η έφεση απορρίπτεται ως προς την επιβληθείσα ποινή φυλακίσεως, επιτρέπεται όμως ως προς το διάταγμα αποζημιώσεως το οποίο και ακυρώνεται. Οι παραπονούμενοι μπορεί να λάβουν άλλα ένδικα μέσα για την είσπραξη του.

Η έφεση επιτρέπεται μερικώς.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο