Ιωάννου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1996) 2 ΑΑΔ 200

(1996) 2 ΑΑΔ 200

[*200] 5 Ιουλίου, 1996

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΕΛΕΝΑ ΙΩΑΝΝΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΗ,

Εφεσείουσες,

ν.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 5974 και 5975).

Ποινή — Πλαστογραφία επιταγής — Κυκλοφορία πλαστού εγγράφου — Απόσπαση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις — 263 όμοια αδικήματα λήφθηκαν υπ' όψιν — Προγραμματισμός των εγκλημάτων από τις εφεσείουσες που συνδέονταν με ομοφυλοφιλική σχέση — Λευκό ποινικό μητρώο — Επιβολή συντρεχουσών ποινών φυλάκισης τριών, τριών και ενός έτους και τεσσεράμισυ και τεσσεράμισυ και δύο ετών αντίστοιχα — Επικυρώθηκαν από το Εφετείο το οποίο τις χαρακτήρισε επιεικείς.

Ποινή — Επιμέτρηση — Ελαφρυντικοί παράγοντες — Συναισθηματική φόρτιση — Εφαρμοστέες αρχές.

Ποινή — Αποτρεπτική ποινή — Πρέπει να επιβάλλεται σε εγκλήματα που αφορούν πλαστογραφία επιταγών και απόσπαση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις — Η ευθύνη των παραβατών είναι η ίδια τόσο σε εγκλήματα που έχουν ως θύματα μέλη του κοινού όσο και τραπεζικούς οργανισμούς.

Ποία η ευθύνη της κατηγορούσας αρχής αναφορικά με την προσαγωγή των παραβατών ενώπιον του Δικαστηρίου — Πότε επιβάλλεται η συνεκδίκαση αδικημάτων.

Ποινή—Άνιση μεταχείριση — Η καθυστέρηση δίωξης μαζί με τις εφεσείουσες, και τρίτης γυναίκας, λόγω μη τεκμηρίωσης του αδικήματος που διέπραξε κατά το χρόνο εκείνο, δεν αποτελεί παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης των παραβατών. [*201]

Η εφεσείουσα Ταμπούρλα, εκμεταλλευόμενη τη θέση της σαν υπεύθυνη για την τήρηση των λογιστικών βιβλίων εταιρείας, πλαστογράφησε αριθμό επιταγών της εταιρείας αποκομίζοντας ποσό ΛΚ8.615,61. Όταν συνδέθηκε ομοφυλοφιλικά με την εφεσείουσα Ιωάννου, έκλεψε βιβλιάριο επιταγών από τους εργοδότες της, το οποίο χρησιμοποίησαν και οι δύο εφεσείουσες, για την αποπληρωμή των χρεών τους και για να ανοίξουν σνακ-μπαρ επί συνεταιρικής βάσης. Με τις επιταγές που πλαστογράφησαν και εξαργύρωσαν στην τράπεζα, απόσπασαν το ποσό των ΛΚ61.760,40. Μετά την κλοπή του βιβλιαρίου επιταγών η Ταμπούρλα αποχώρησε από την εργασία της.

Παράλληλα προς τη σχέση της με την Ταμπούρλα, η Ιωάννου διατηρούσε επίσης ομοφυλοφιλικό δεσμό και με άλλη γυναίκα η οποία ασκούσε προφανώς πίεση στην Ιωάννου να της δίνει χρήματα, με αντάλλαγμα τη συγκατάνευσή της στη συνέχιση των ομοφυλοφιλικών της σχέσεων με την Ταμπούρλα.

Η Ταμπούρλα είναι ανύπαντρη ηλικίας 38 χρόνων. Η Ιωάννου είναι 26 χρόνων και έχει ένα παιδί 5 χρόνων με τον εν διαστάσει σύζυγο της κατά τη διάπραξη των αδικημάτων. Την μέριμνα του παιδιού την έχει η μητέρα της, η οποία έχει - σύμφωνα με ιατρικό πιστοποιητικό - πρόβλημα υγείας. Η σχέση της με τον σύζυγό της έχει αποκατασταθεί.

Οι κατηγορούμενες κρίθηκαν ένοχες και τους επεβλήθηκαν οι πιο πάνω ποινές τις οποίες εφεσίβαλαν σαν έκδηλα υπερβολικές και σαν αποτέλεσμα άνισης μεταχείρισης λόγω, όπως ισχυρίστηκαν, της διαφορετικής μεταχείρισης της οποίας έτυχαν από τις διωκτικές αρχές, σε σύγκριση με την τρίτη γυναίκα. Σημειωτέον ότι η τρίτη γυναίκα αντιμετωπίζει κατηγορία για κλεπταποδοχή ποσού ΛΚ5.990,00, με βάση κατάθεση της εφεσείουσας Ιωάννου που δόθηκε μετά την καταδίκη της. Άλλος λόγος έφεσης ήταν η μη απόδοση από το Κακουργιοδικείο της πρέπουσας βαρύτητας στη συναισθηματική φόρτιση κάτω από την οποία, υπό τις συνθήκες, λειτούργησαν οι εφεσείουσες.

Το Εφετείο απέρριψε την έφεση και αποφάνθηκε ότι:

Η καθυστέρηση στη δίωξη της τρίτης γυναίκας οφείλεται στο ότι δεν είχε στοιχειοθετηθεί η κατηγορία εναντίον της πριν την κατάθεση της Ιωάννου που δόθηκε μετά την καταδίκη της. Επίσης δε συνέτρεχε λόγος για συνεκδίκαση των κατηγοριών εναντίον και των τριών γυναικών, λόγω της διάπραξης από αυτές διαφορετικών αδικημάτων. [*202]

Η κατηγορούσα αρχή έχει υποχρέωση να προσαγάγει τους παραβάτες ενώπιον της δικαιοσύνης ευθύς μετά την ολοκλήρωση των ανακρίσεων νοουμένου ότι στοιχειοθετείται υπόθεση εναντίον τους.

Το γεγονός ότι τα χρήματα αποσπάστηκαν από τράπεζα αντί από μέλη του κοινού, δεν διαφοροποιεί την ευθύνη των εφεσειουσών λόγω του ότι η σοβαρότητα των εγκλημάτων αυτής της κατηγορίας έγκειται στο στοιχείο της απάτης και την υπονόμευση των συναλλαγών μεταξύ των πολιτών.

Οι συνθήκες κάτω από τις οποίες διαπράχθηκαν τα εγκλήματα, δεν υποδηλώνουν συναισθηματική φόρτιση αλλά προγραμματισμό και εκτέλεση τους εν ψυχρώ.

Η ποινή δεν μπορεί να χαρακτηριστεί σαν έκδηλα υπερβολική ούτε νομικά εσφαλμένη. Αντίθετα υπήρξε επιεικής.

Οι εφέσεις απορρίπτονται.

Υποθέσεις που αναφέρθηκαν:

Καύκαρος και Άλλος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 51,

Μιχαηλίδης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 285,

Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525,

Κουφού ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 95,

Ιωάννου άλλως Μουσικός ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 286,

Christodoulou v. The Republic (1975) 12 J.C.C. 2005,

Κάττου και Άλλος ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 498,

Philippou v. The Republic (1983) 2 C.L.R. 245.

Εφέσεις εναντίον Ποινής.

Εφέσεις εναντίον της ποινής από την Έλενα Ιωάννου και την Άννα Ταμπούρλα οι οποίες κρίθηκαν ένοχες στις 23 Ιανουαρίου 1995 από το Κακουργιοδικείο Λευκωσίας (Αριθμός Ποινικής Υπόθεσης 8659/94) στις κατηγορίες κλοπής βιβλιαρίου επιταγών, πλαστογραφίας επιταγής, κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου [*203] και απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις κατά παράβαση των Άρθρων 255,268 και 29 του Ποινικού Κώδικα και καταδικάστηκαν από Νικολάου Π.Ε.Δ., Κραμβή Α.Ε.Δ. και Κληρίδη, Ε.Δ. σε φυλάκιση η 1η κατηγορούμενη στην 1η κατηγορία 2 ετών, στην 2η κατηγορία 4 1/2 ετών, στην 3η κατηγορία 4 1/2 ετών και στην 4η κατηγορία 2 ετών και σε φυλάκιση η 2η κατηγορούμενη στην 2η κατηγορία 3 ετών, στην 3η κατηγορία 3 ετών, και στην 4η κατηγορία 1 έτους.

Μ. Τριανταφυλλίδης, για τις Εφεσείουσες στην Ποινική Έφεση Αρ. 5974.

Λ. Κληρίδης, με Μ. Πισσά, για την Εφεσείουσα στην Ποινική Έφεση Αρ. 5975.

Ε. Ζαχαριάδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ.Μ. Πικής, Π.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Οι εφεσείουσες καταδικάστηκαν σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης τριών, τριών και ενός έτους και τεσσεράμισυ, τεσσεράμισυ και δύο ετών, αντίστοιχα, για τα αδικήματα:-

(α)Πλαστογραφίας επιταγής.

(β) Κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου. και

(γ) Απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις.

Τα πρώτα δύο εγκλήματα φέρουν την ποινή της ισόβιας φυλάκισης και το τρίτο τριετή φυλάκιση.

Η επιταγή η οποία πλαστογραφήθηκε αποτελούσε μέρος βιβλιαρίου επιταγών, το οποίο η Ταμπούρλα έκλεψε από τους εργοδότες της. Για το έγκλημα της κλοπής, η Ταμπούρλα καταδικάστηκε, επίσης, σε συντρέχουσα ποινή διετούς φυλάκισης.

Οι εφεσείουσες συνήργησαν στη διάπραξη των τριών εγκλημάτων, στο πλαίσιο εγκληματικού σχεδίου για την απόσπαση χρημάτων. Η επιταγή πλαστογραφήθηκε, ώστε να παρουσιάζει τους εργοδότες της Ταμπούρλα ως εκδότες της, και παρουσιάστηκε στην τράπεζα, όπου εξαργυρώθηκε. Ο υπάλληλος της τράπεζας [*204] εξέλαβε την υπογραφή των εκδοτών ως την υπογραφή των ιδιοκτητών της επιταγής.

Τα αδικήματα για τα οποία οι εφεσείουσες διώχθηκαν και καταδικάστηκαν ήταν μόνο μια πτυχή της εγκληματικής τους δράσης. Με αίτηση των εφεσειουσών και τη συγκατάθεση της Κατηγορούσας Αρχής, λήφθηκαν υπόψη στην επιμέτρηση της ποινής 248 όμοια αδικήματα (πλαστογράφηση, κυκλοφορία πλαστών επιταγών και απόσπαση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις), συνεπαγόμενα την απόσπαση £61.760,40. Λήφθηκαν, επίσης, υπόψη, μετά από αίτηση της Ταμπούρλα, άλλα 15 όμοια αδικήματα, η διάπραξη των οποίων απέφερε στην εφεσείουσα £8,615.61.

Οι εφεσείουσες παραδέχθηκαν ενοχή και δε βαρύνονται με προηγούμενες καταδίκες.

Τα γεγονότα, τα οποία στοιχειοθετούν και περιβάλλουν τη διάπραξη των εγκλημάτων, εξηγούνται με μεγάλη λεπτομέρεια στην απόφαση του Κακουργιοδικείου, καθώς και οι παράγοντες που έτειναν να προσδιορίσουν τις παραμέτρους της ποινής. Αναφορά στα γεγονότα, έστω συνοπιτική, είναι αναγκαία για να καταστεί ευχερής η εξέταση του παραδεκτού της ποινής, η οποία προσβάλλεται ως υπερβολική.

Η Ταμπούρλα ήταν η γραμματέας της εταιρείας Αδελφοί Πατσαλή Λτδ., υπεύθυνη για την τήρηση των λογιστικών της βιβλίων. Στη θέση αυτή υπηρέτησε από το 1979. Το 1991 και 1992, εκμεταλλευόμενη τη θέση της και καταχρώμενη την εμπιστοσύνη των εργοδοτών της, πλαστογράφησε αριθμό επιταγών της εταιρείας, τις οποίες εξαργύρωσε στην τράπεζα, αποκομίζοντας £8.615,61. Η εγκληματική δράση της Ταμπούρλα εντατικοποιήθηκε μετά τη γνωριμία της με την Ιωάννου, γυναίκα με την οποία την συνένωνε ομοφυλοφιλικός δεσμός. Η Ταμπούρλα έκλεψε βιβλιάριο επιταγών από τους εργοδότες της, το οποίο οι δύο εφεσείουσες χρησιμοποίησαν ασύστολα για την προαγωγή των επιδιώξεων τους. Εκτός από την αποπληρωμή των χρεών τους, οι εφεσείουσες άνοιξαν σνακ-μπαρ, το οποίο λειτουργούσαν συνεταιρικά. Με τις επιταγές που πλαστογράφησαν και εξαργύρωσαν στην τράπεζα, απόσπασαν το ποσό των £61.760,40. Πρέπει να σημειωθεί ότι, μετά την κλοπή του βιβλιαρίου επιταγών και πριν αρχίσει ο δεύτερος κύκλος εγκληματικής δράσης, η εφεσείουσα Ταμπούρλα αποχώρησε από την εργασία της. Έτσι επιδόθηκε απερίσπαστα στην προαγωγή της δικής τους επιχείρησης και δραστηριοτήτων. [*205]

Όπως αναφέρθηκε στο Κακουργιοδικείο, στο πλέγμα των σχέσεων των εφεσειουσών παρενεβλήθη και τρίτη γυναίκα, με την οποία η εφεσείουσα Ιωάννου διατηρούσε, επίσης, ομοφυλοφιλικές σχέσεις και προς την οποία ήταν συναισθηματικά προσκολλημένη. Προφανώς, η γυναίκα εκείνη ασκούσε πίεση στην Ιωάννου να της δίνει χρήματα, ως αντάλλαγμα για τη συγκατάνευσή της στη διατήρηση εκ μέρους της ομοφυλοφιλικών σχέσεων και με την Ταμπούρλα.

Όπως λέχθηκε στο Κακουργιοδικείο, εναντίον της τρίτης γυναίκας δεν προέκυψε επαρκής μαρτυρία, ώστε να στοιχειοθετηθεί υπόθεση εναντίον της. Οι έρευνες, όμως, συνεχίζονταν, όπως είχε πληροφορήσει η δικηγόρος της Δημοκρατίας το Κακουργιοδικείο. Μετά την καταδίκη των εφεσειουσών, στοιχειοθετήθηκε υπόθεση εναντίον της και της προσάφθηκε κατηγορία για κλεπταποδοχή του ποσού των £5.990,00. Η υπόθεση εναντίον της βασίζεται σε κατάθεση που έδωσε η εφεσείουσα Ιωάννου μετά την καταδίκη της. Η ακρόαση της υπόθεσης είναι ορισμένη για τις 8 Ιουλίου, 1996.

Η εφεσείουσα Ταμπούρλα είναι ανύπαντρη, ηλικίας 38 ετών. Η εφεσείουσα Ιωάννου είναι παντρεμένη, ηλικίας 26 ετών και μητέρα ενός παιδιού 5 ετών. Κατά το χρόνο διάπραξης των αδικημάτων η Ιωάννου ήταν σε διάσταση με το σύζυγό της. Τη μέριμνα του παιδιού έχει η μητέρα της, η οποία τώρα, όπως φαίνεται από ιατρικό πιστοποιητικό, το οποίο κατατέθηκε, παρουσιάζει προβλήματα υγείας. Και πριν την καταδίκη της, η μητέρα της φαίνεται να είχε, σε μεγάλο βαθμό, τη μέριμνα του παιδιού. Με το σύζυγό της έχει, όπως μας αναφέρθηκε, αποκαταστήσει τις σχέσεις της.

Η ποινή προσβάλλεται ως υπερβολική για σειρά λόγων:-

1. Γιατί προσκρούει στην αρχή της ίσης μεταχείρισης των παραβατών.

Η ανισότητα προκύπτει, όπως εισηγήθηκαν οι δικηγόροι των εφεσειουσών, από τη διαφορετική μεταχείριση της οποίας έτυχαν οι εφεσείουσες από τις διωχτικές αρχές, σε σύγκριση με την τρίτη γυναίκα.

Επικαλούμενος την Καύκαρος και Άλλος ν. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 51 ο κ. Τριανταφυλλίδης υπέβαλε, όπως μπορεί να συνοψίσουμε τις θέσεις του, ότι δεν τηρήθηκε η αρχή της ίσης μεταχείρισης των παραβατών, λόγω του ότι δεν τέθηκε και η τρίτη γυναίκα στην ίδια τροχιά απονομής της δικαιοσύνης - (βλ., επίσης, Κάττου [*206] και Άλλος ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 498).

Ανάλογη εισήγηση έκαμε και ο κ. Κληρίδης, υποβάλλοντας, μεταξύ άλλων, ότι η δίωξη των εφεσειουσών έπρεπε να καθυστερήσει μέχρις ότου καταστεί δυνατή η δίωξη και των τριών παραβατών.

Δε διαπιστώνεται οποιαδήποτε παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης των παραβατών:-

(α) Τα αδικήματα τα οποία διέπραξαν οι εφεσείουσες είναι διαφορετικά από εκείνο το οποίο αποδίδεται στην τρίτη γυναίκα με την κατηγορία η οποία έχει προσαφθεί εναντίον της. Επομένως, δε συντρέχει, εξ αντικειμένου, λόγος για τη συνεκδίκαση των κατηγοριών εναντίον και των τριών γυναικών.

(β) Δεν υπάρχει ο,τιδήποτε το οποίο να καταδεικνύει ότι η καθυστέρηση στη δίωξη της τρίτης γυναίκας οφειλόταν σε οποιαδήποτε πρόθεση της Κατηγορούσας Αρχής να την ευνοήσει. Η καθυστέρηση οφείλεται στο ατελέσφορο των ανακρίσεων πριν την κατάθεση της Ιωάννου. Μαρτυρία για τη στοιχειοθέτηση της κατηγορίας προέκυψε από κατάθεση της εφεσείουσας Ιωάννου, που δόθηκε μετά την καταδίκη της.

Αντίθετα με την εισήγηση των συνηγόρων των εφεσειουσών, κρίνουμε ότι οποιαδήποτε καθυστέρηση στη δίωξή τους θα ήταν στοιχείο επιβαρυντικό για την απονομή της δικαιοσύνης.

Εκτός εάν συντρέχει βάσιμος λόγος περί του αντιθέτου, υποχρέωση της κατηγορούσας αρχής είναι όπως προσαγάγει τους παραβάτες ενώπιον του δικαστηρίου ευθύς μετά την ολοκλήρωση των ανακρίσεων νοουμένου ότι στοιχειοθετείται υπόθεση εναντίον τους.

Σ' αυτή την υπόθεση δε συνέτρεχε κανένας λόγος που θα δικαιολογούσε καθυστέρηση. Ούτε μπορεί να δικαιολογηθεί καθυστέρηση στην άσκηση ποινικής δίωξης για αόριστο χρονικό διάστημα, με την προοπτική ότι θα προκύψει και εναντίον τρίτου προσώπου μαρτυρία για τη διάπραξη συναφούς αδικήματος.

2.  Η ποινή προσβάλλεται ως έκδηλα υπερβολική.

Οι αρχές οι οποίες διέπουν τον προσδιορισμό του μέτρου της ποινής, σε συσχετισμό με τη διαπίστωση υπερβολής, εξηγούνται [*207] στη Philippou v. Republic (1983) 2 C.L.R, 245, στην οποία έκαμε αναφορά ο κ. Τριανταφυλλίδης.

Ποινή μπορεί να κριθεί ως εσφαλμένη για λόγους αρχής, εφόσο παρεισφρέουν στον καθορισμό της εξωγενείς παράγοντες, και έκδηλα υπερβολική, οποτεδήποτε το στοιχείο της υπερβολής καταφαίνεται εξ αντικειμένου.

Η κ. Ζαχαριάδου, η δικηγόρος της Δημοκρατίας, υπέβαλε ότι δεν υφίσταται οποιοσδήποτε λόγος, ο οποίος να καθιστά την απόφαση έκδηλα υπερβολική. Αντίθετα, υποστήριξε ότι η ποινή η οποία επιβλήθηκε συνάδει με τη θεώρηση της σοβαρότητας εγκλημάτων αυτής της κατηγορίας από το Ανώτατο Δικαστήριο - (βλ. Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας(1989) 2 Α.Α.Δ. 285, Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525, Κουφού ν. Δημοκρατίας(1993) 2 Α.Α.Δ. 95).

Στην απόφαση του Κακουργιοδικείου γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στην Ιωάννου άλλως Μουσικός ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 286, στην οποία απεικονίζεται η σοβαρότητα των εγκλημάτων τα οποία διέπραξαν οι εφεσείουσες και το δικαιολογημένο της αντιμετώπισής τους, με την επιβολή αποτρεπτικών ποινών.

Οι δικηγόροι των εφεσειουσών επέκριναν την προσέγγιση του Κακουργιοδικείου, εισηγούμενοι ότι τα εγκλήματα που διέπραξαν οι εφεσείουσες δεν μπορεί να παραλληλιστούν με εγκλήματα της ίδιας κατηγορίας, που έχουν ως θύματα μέλη του κοινού. Στην προκείμενη περίπτωση, τόνισαν ότι το πρόσωπο από το οποίο αποσπάστηκαν τα χρήματα ήταν τραπεζικός οργανισμός.

Δε συμφωνούμε. Όπως υποδεικνύεται στην Ιωάννου, (ανωτέρω), η σοβαρότητα των εγκλημάτων αυτής της κατηγορίας έγκειται στο στοιχείο της απάτης και την υπονόμευση των συναλλαγών και των δοσοληψιών μεταξύ των πολιτών.

Εκτός από το στοιχείο της απάτης, η πλαστογράφηση επιταγών υπονομεύει τη χρήση τους ως μέσο συναλλαγής, ζήτημα μεγάλης σημασίας για το δημόσιο.

Ο άλλος λόγος τον οποίο επικαλέστηκαν οι εφεσείουσες για τη μείωση της ποινής τους είναι η μη απόδοση από το Κακουργιοδικείο της πρέπουσας βαρύτητας στη συναισθηματική φόρτιση, κάτω από την οποία λειτούργησαν οι εφεσείουσες, λόγω των ομοφυλοφιλικών τους σχέσεων, φόρτιση η οποία επαυξήθηκε με την παρεμβολή της τρίτης γυναίκας. [*208]

Η φόρτιση δικαιολογεί, σύμφωνα με τις εισηγήσεις των δικηγόρων των εφεσειουσών, την ταύτιση των εγκλημάτων που διέπραξαν με αδικήματα που διαπράττονται κάτω από συναισθηματική ένταση, στοιχείο ελαφρυντικό της ποινής. Η νομολογία αναγνωρίζει ότι η συναισθηματική ένταση, από την οποία διακατέχεται ο δράστης του εγκλήματος όταν διαπράττει το έγκλημα, συνιστά παράγοντα μετριαστικό της ποινής. Ο λόγος έγκειται στην εξασθένηση, λόγω της έντασης, της αυτοκυριαρχίας του. Έτσι, στη Christodoulou v. Republic [1975] 12 J.S.C. 2005, κρίθηκε ότι η συναισθηματική ένταση, η οποία προκλήθηκε στο δράστη από το θύμα, τη γυναίκα με την οποία συζούσε, με την ψευδή δήλωσή του ότι το παιδί που απόκτησαν δεν ήταν δικό του, έπρεπε να ληφθεί υπόψη ως παράγοντας μετριαστικός της ποινής για το έγκλημα της ανθρωποκτονίας.

Στην προκείμενη περίπτωση, τα εγκλήματα δε διαπράχθηκαν κάτω από συναισθηματική ένταση. Αντίθετα, προγραμματίστηκαν και εκτελέστηκαν εν ψυχρώ. Ό,τι επιδίωξαν οι εφεσείουσες, με τη διάπραξη των εγκλημάτων για τα οποία καταδικάστηκαν, ήταν ο προσπορισμός των οικονομικών μέσων για την προαγωγή των πολλαπλών τους, οικονομικών κυρίως, επιδιώξεων. Ότι μεταξύ των επιδιώξεων τους ήταν να καταστήσουν την ατομική τους ζωή πλέον άνετη και ευχάριστη, δεν υποδηλώνει συναισθηματική ένταση κατά το χρόνο της διάπραξης των εγκλημάτων. Το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψη του όλα τα περιστατικά της υπόθεσης και το σύνολο των προσωπικών συνθηκών των εφεσειουσών. Ούτε η αποτίμηση των παραγόντων αυτών, ούτε οι ποινές οι οποίες επιβλήθηκαν στις εφεσείουσες, αυτές καθ' εαυτές, αποκαλύπτουν οποιοδήποτε σφάλμα ή στοιχείο υπερβολής. Με κανένα μέτρο, η ποινή η οποία επιβλήθηκε στις εφεσείουσες δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως υπερβολική. Αντίθετα, υπήρξε επιεικής. Προβληματιστήκαμε σοβαρά κατά πόσο δικαιολογείται η αύξηση της ποινής. Ενδείκνυται η αύξησή της, οποτεδήποτε καταφαίνεται ότι αυτή είναι έκδηλα ανεπαρκής. Τελικά, καταλήξαμε ότι οι ποινές που επιβλήθηκαν δεν αφίστανται του μέτρου, σε βαθμό που να δικαιολογείται η παρέμβαση μας προς αύξηση των ποινών.

Οι εφέσεις απορρίπτονται.

Οι εφέσεις απορρίπτονται.

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο