(1997) 2 ΑΑΔ 1
[*1] 7 Ιανουαρίου, 1997
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσείων,
ν.
ΓΙΑΝΝΑΚΗ ΘΕΟΔΩΡΟΥ,
Εφεσιβλήτου.
(Ποινική Έφεση Αρ. 6157)
Ποινή — Απαγωγή νεαρού άγαμου κοριτσιού, κάτω των 16 χρόνων, κατά παράβαση του Άρθρου 149 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 — Επιβολή φυλάκισης 4 μηνών με τριετή αναστολή και πρόστιμο ΛΚ300 — Κρίθηκε έκδηλα ανεπαρκής και αντικαταστάθηκε με ποινή άμεσης φυλάκισης 4 μηνών. [*2]
Ποινή — Διαφθορά ανήλικου κοριτσιού κάτω των 13 χρόνων, κατά παράβαση τον Άρθρου 153(1) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 — Επιβολή ποινής φυλάκισης 12 μηνών με τριετή αναστολή και πρόστιμο ΛΚ500 — Κρίθηκε έκδηλα ανεπαρκής και αντικαταστάθηκε με ποινή άμεσης φυλάκισης 12 μηνών.
Ποινή — Αναστολή ποινής φυλάκισης — Προτεραιότητα έχει ο καθορισμός του ύψους της ποινής από το ενδεχόμενο αναστολής της.
Εκδίκαση ποινικών υποθέσεων — Εφέσεις με τις οποίες επιδιώκεται αύξηση της ποινής φυλάκισης -— Το πρωτοκολλητείο πρέπει να μεριμνά για την ταχεία εκδίκασή τους.
Ο εφεσίβλητος, ηλικίας 20 χρόνων, είχε ολοκληρωμένη σεξουαλική επαφή με την παραπονoύμενη ηλικίας 13 χρόνων, αφού την πήρε από το σπίτι της χωρίς να το γνωρίζουν οι γονείς της. Όταν οι γονείς της ανακοίνωσαν δημόσια την απουσία της από το σπίτι, ο εφεσίβλητος εμφανίστηκε στην Αστυνομία και ομολόγησε ότι ήταν μαζί του, ότι είχαν ολοκληρωμένη σεξουαλική επαφή και ότι ήθελε να τη νυμφευθεί. Παραδέκτηκε τις κατηγορίες που προσάφθηκαν εναντίον του αλλά αρνήθηκε ενοχή όταν η υπόθεση παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο.
Ο εφεσίβλητος νυμφεύτηκε με άλλο κορίτσι περίπου ένα χρόνο μετά τη διάπραξη των αδικημάτων το οποίο είναι έγκυος 4 μηνών.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο επέβαλε τις πιο πάνω συντρέχουσες ποινές φυλάκισης και πρόστιμο στην κάθε κατηγορία. Ο Γενικός Εισαγγελέας εφεσίβαλε τις ποινές ως έκδηλα ανεπαρκείς.
Το Εφετείο αποδέκτηκε την έφεση και αποφάνθηκε ότι:
Το πρωτόδικο Δικαστήριο διέπραξε σοβαρό σφάλμα όταν έλαβε υπόψη ως μετριαστικούς παράγοντες α) το γεγονός ότι η παραπονουμένη υπολειπόταν λιγότερο από μήνα για να συμπληρώσει τα 13 της χρόνια και β) τη μεταμέλεια του εφεσίβλητου η οποία όμως δε συνεχίστηκε και ενώπιόν του, λόγω της μη παραδοχής του στις κατηγορίες μέχρι περάτωσης της υπόθεσης της κατηγορούσας αρχής.
Ο πρωτόδικος δικαστής διέπραξε επίσης το σφάλμα να ασχοληθεί με το ενδεχόμενο αναστολής της ποινής προτού αποφασίσει το ύψος της.
Το πρωτοκολλητείο πρέπει να μεριμνά ώστε οι εφέσεις για αύξη[*3]ση της ποινής φυλάκισης ή για αντικατάσταση άλλης ποινής με φυλάκιση, να παρουσιάζονται στο Εφετείο αμέσως, για να ορίζονται τάχιστα.
Η έφεση επιτρέπεται. Οι επιβληθείσες ποινές φυλάκισης με αναστολή αντικαθίστανται με ποινές για άμεση φυλάκιση. Οι ποινές που αφορούν το πρόστιμο ακυρώνονται.
Η έφεση επιτρέπεται.
Έφεση για ανεπάρκεια ποινής.
Έφεση από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για ανεπάρκεια της ποινής που επιβλήθηκε στο Γιαννάκη Θεοδώρου, ο οποίος βρέθηκε ένοχος στις 22 Ιανουαρίου, 1996 από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας (Ποινική Υπόθεση Αρ. 16618/95) στις κατηγορίες της απαγωγής νεαρού άγαμου κοριτσιού ηλικίας κάτω των δεκαέξι χρόνων κατά παράβαση του Άρθρου 149 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, και της διαφθοράς ανήλικου κοριτσιού ηλικίας κάτω των δεκατριών χρόνων κατά παράβαση του Άρθρου 153(1) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και καταδικάστηκε από Λιάτσο Ε.Δ. σε 4 μήνες φυλάκιση με 3ετή αναστολή και £300 πρόστιμο στην πρώτη κατηγορία και 12 μήνες φυλάκιση με 3ετή αναστολή και £500 πρόστιμο στη δεύτερη κατηγορία.
Γ. Παπαϊωάννου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσείοντα.
Κ.Μούσκος, για τον Εφεσίβλητο.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσίβλητος αντιμετώπισε δύο σοβαρές κατηγορίες ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, ως εξής:
(α) απαγωγή νεαρού άγαμου κοριτσιού, κάτω των 16 ετών, κατά παράβαση του άρθρου 149 του Ποινικού Κώδικα, και, το πιο σοβαρό,
(β) διαφθορά ανήλικου κοριτσιού κάτω των 13 χρόνων, κατά παράβαση του άρθρου 153(1) του Ποινικού Κώδικα.
Ο εφεσίβλητος κατά το χρόνο της διάπραξης των αδικημάτων ήταν 20 χρόνων. Διατηρούσε ερωτικό δεσμό με την παραπονούμενη για κάποιο χρονικό διάστημα, ο οποίος όμως δεν επληρούτο [*4] με σεξουαλική επαφή. Ο δεσμός ήταν γνωστός στους γονείς της παραπονούμενης, οι οποίοι ενίσταντο έντονα στη διατήρησή του και επίσης στην επιθυμία του εφεσίβλητου να την νυμφευθεί.
Προφανώς ο εφεσίβλητος είχε διακαή πόθο να έλθει σε πλήρη σεξουαλική συνουσία με την παραπονούμενη. Έτσι, στις 5.8.95 την πήρε από το σπίτι της, χωρίς να το γνωρίζουν οι γονείς της, για να καταλήξουν και οι δύο σε τουριστικό διαμέρισμα όπου είχαν ολοκληρωμένη σεξουαλική επαφή.
Οι γονείς της παραπονούμενης κατάγγειλαν την απουσία της κόρης τους στην Αστυνομία, η οποία και άρχισε να την αναζητά. Σε σχετική δημόσια ανακοίνωση για την απουσία της από το σπίτι, ο ίδιος ο εφεσίβλητος εμφανίστηκε στην Αστυνομία και ομολόγησε πως η μικρή ήταν μαζί του, ότι είχαν σεξουαλική επαφή και πως την αγαπούσε και ήθελε να τη νυμφευθεί. Η Αστυνομία προσήψε εναντίον του τις υπό συζήτηση κατηγορίες, τις οποίες ο εφεσίβλητος παραδέκτηκε. Όταν όμως η υπόθεση παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο ο εφεσίβλητος αρνήθηκε ενοχή. Η υπόθεση προχώρησε στην ακρόαση, μετά το πέρας όμως της υπόθεσης της κατηγορούσας αρχής ο εφεσίβλητος παραδέκτηκε τις κατηγορίες.
Στην επιμέτρηση της ποινής το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη του τη σοβαρότητα των κατηγοριών, τα γεγονότα που έχουμε ήδη εκθέσει και επίσης τα ελαφρυντικά στοιχεία. Συγκεκριμένα το Δικαστήριο αναφέρθηκε στο γεγονός πως η παραπονούμενη σε λιγότερο από ένα μήνα θα συμπλήρωνε τα 13. Επίσης ότι ο εφεσίβλητος παρουσιάστηκε εκουσίως στην Αστυνομία και παραδέκτηκε τη διάπραξη των αδικημάτων, την έντονη επιθυμία του να νυμφευθεί την παραπονούμενη, την οποία αγαπούσε, και το λευκό ποινικό του μητρώο. Τελικά επέβαλε στον εφεσείοντα 4 μήνες φυλάκιση, με 3 έτη αναστολή στην πρώτη κατηγορία και πρόστιμο £300, και 12 μήνες φυλάκιση με τρία έτη αναστολή και πρόστιμο £500 στη δεύτερη κατηγορία.
Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας θεωρεί την πιο πάνω ποινή έκδηλα ανεπαρκή και με την παρούσα έφεση ζητά από το εφετείο όπως επιβληθεί η αρμόζουσα ποινή. Είναι περιττό, νομίζουμε, να τονίσουμε την άκρα σοβαρότητα του εγκλήματος της διαφθοράς νεαρού κοριτσιού κάτω των 13 χρόνων. Ο νομοθέτης το τοποθετεί στη φύση των κακουργημάτων και προβλέπει για τη διάπραξή του την ποινή της δια βίου φυλάκισης. Η προσέγγιση της κοινωνίας μας, που διασφαλίζεται με τη διάταξη του νόμου, βασίζεται στην κοινώς αποδεκτή θέση πως νεαρό κορίτσι, κάτω των 13 [*5] χρόνων, δεν διαθέτει την πνευματική, ψυχική και βιολογική ολοκλήρωση ώστε να μπορεί να συναινεί σε μια από τις πιο σοβαρές λειτουργίες του ανθρώπου, της ερωτικής δηλαδή συνομιλίας. Μολονότι η κοινωνία έχει εξελιχθεί, και προοδεύσει σε ό,τι αφορά την ελευθερία στη σύναψη ανθρωπίνων σχέσεων, εντούτοις η διάταξη του άρθρου, με την οποία τίθεται το χρονικό όριο ηλικίας στα 13 για τη συναίνεση ενός κοριτσιού στη σύναψη σεξουαλικής επαφής, κρίνεται πως λειτουργεί ορθά.
Ο πρωτόδικος δικαστής, κατά τη γνώμη μας, υποβάθμισε σε ανεπίτρεπτο σημείο τη σοβαρότητα το αδικήματος, που προβλέπεται στο άρθρο 153(1) του Ποινικού Κώδικα. Στην ανάλυση μάλιστα των ελαφρυντικών στοιχείων που έλαβε υπόψη του για μετριασμό της ποινής διέπραξε και ένα σοβαρό λάθος. Είπε στην απόφαση του πως η παραπονούμενη υπολειπόταν λιγότερο από ένα μήνα για να συμπληρώσει τα 13 της χρόνια, αφήνοντας έτσι να νοηθεί πως η σοβαρότητα του κακουργήματος μετριάζεται προοδευτικά και ανάλογα με το πλησίασμα της ηλικίας του κοριτσιού στα 13. Παρατηρούμε εδώ πως το άρθρο 154 του Ποινικού Κώδικα καθιστά πλημμέλημα τη διαφθορά νεαρού κοριτσιού ηλικίας 13, και κάτω των 16 χρόνων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε επίσης υπόψη του ως παράγοντα μετριασμού της ποινής το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος παραδέκτηκε αμέσως στην Αστυνομία τις κατηγορίες που του προσάφθηκαν και εξέφρασε τη μεταμέλεια και διακαή επιθυμία του να νυμφευθεί την παραπονούμενη. Διέλαθε όμως της προσοχής του πως η μεταμέλεια αυτή δεν συνεχίστηκε και ενώπιον του, όταν ο κατηγορούμενος δεν παραδέκτηκε τις κατηγορίες μέχρι που η κατηγορούσα αρχή περάτωσε την υπόθεση της.
Ο εφεσίβλητος όπως μας έχει λεχθεί νυμφεύθηκε με άλλο κορίτσι στις 21.7.96, η οποία είναι σήμερα 4 μηνών έγκυος.
Έχουμε ήδη επισημάνει την σοβαρότητα των αδικημάτων που διέπραξε ο εφεσίβλητος. Τα οποιαδήποτε ελαφρυντικά στοιχεία δεν μπορούσαν να λειτουργήσουν σε τέτοιο βαθμό ώστε να υποβαθμιστεί ουσιαστικά η σοβαρότητα των αδικημάτων. Έχουμε τη γνώμη πως το ύψος της ποινής φυλάκισης που επέβαλε το Δικαστήριο είναι ορθό, αυτό εξάλλου υπέβαλε και ο δικηγόρος της Δημοκρατίας, οι ποινές όμως θα έπρεπε να ήσαν άμεσα ενεργοποιημένες. Ως εκ τούτου η έφεση του Γενικού Εισαγγελέα γίνεται αποδεκτή. Ο εφεσίβλητος καταδικάζεται σε 4 μήνες φυλάκιση για την απαγωγή νεαρού κοριτσιού κατά παράβαση του άρθρου 149, και σε 12 μήνες φυλάκιση για τη διαφθορά νεαρής κοπέλας κατά παράβαση του άρθρου 153(1). Οι ποινές θα συντρέχουν. Οι ποινές [*6] που αφορούν το πρόστιμο ακυρώνονται.
Πριν τελειώσουμε παρατηρούμε πως ο πρωτόδικος δικαστής διέπραξε και ένα άλλο λάθος, που βεβαίως δεν είχε πρακτικό αποτέλεσμα στην έκβαση της έφεσης. Προτού αποφασίσει το ύψος της φυλάκισης απασχολήθηκε με το ενδεχόμενο αναστολής της. Τέτοια λειτουργία, σύμφωνα με τη νομολογία και τη λογική, είναι λαθεμένη. Το Δικαστήριο αποφασίζει πρώτα το ύψος της ποινής φυλάκισης και μετά, αν υπό τις περιστάσεις διακολογείται, η αναστολή της.
Και κάτι ακόμη. Το πρωτοκολλητείο πρέπει να μεριμνά ώστε οι εφέσεις όπου επιδιώκεται αύξηση της ποινής φυλάκισης, ή επιδιώκεται αντικατάσταση άλλης ποινής με φυλάκιση, να παρουσιάζονται στο εφετείο πάραυτα, για να ορίζονται τάχιστα.
Η έφεση επιτρέπεται.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο