(1997) 2 ΑΑΔ 109
[*109]6 Μαΐου, 1997
[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
ΚΩΣΤΑΣ ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ,
Εφεσείων,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 6315)
Διάταγμα προσωποκράτησης — Διακριτική ευχέρεια — Δεν είναι απαραίτητη η συρροή όλων των παραγόντων που καθιέρωσε η νομολογία, για να εκδοθεί το εν λόγω διάταγμα.
Ποινική Δικονομία — Απόλυση υπόδικου με εγγύηση — Διακριτική εξουσία — Ο περί Ποινικής Δικονομίας Νόμος, Κεφ. 155, Άρθρο 157(1) — Εφαρμοστέες αρχές.
Ανθρώπινα Δικαιώματα — Δικαίωμα για δίκαιη δίκη — Αρχή της ισότητας των όπλων — Διασφαλίζεται με την παροχή επαρκών ευκαιριών για προσαγωγή μαρτυρίας, επιθεώρηση εγγράφων, αντεξέταση εχθρικών μαρτύρων και παρουσίαση επιχειρηματολογίας επί επιδίκων θεμάτων — Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών του 1950, Άρθρο 6(1).
Ανθρώπινα Δικαιώματα — Τεκμήριο της αθωότητας — Το Δικαστήριο δεν πρέπει να πιστεύει στην ενοχή του κατηγορουμένου, πριν την απόδειξή της από την Κατηγορούσα Αρχή πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας — Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών του 1950, Άρθρο 6(2).
Διάταγμα προσωποκράτησης — Εξασφάλιση παρουσίας κατηγορουμένου με εγγυήσεις — Εφαρμοστέες αρχές.
Ο εφεσείων, κατηγορήθηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λεμεσού για τη διάπραξη του αδικήματος της κλοπής υπό υπαλλήλου και της πλαστογραφίας. Οι κατηγορίες της κλοπής αφορούσαν ποσό [*110]ΛΚ520.000, περιουσία των εργοδοτών του.
Η παρούσα έφεση έχει σαν αντικείμενο την έκδοση διατάγματος προσωποκράτησης του εφεσείοντα μέχρι τη δίκη του.
Ο δικηγόρος του εφεσείοντα ισχυρίστηκε ότι:
1. H διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι, από το σύνολο της μαρτυρίας, διαφαίνεται η πιθανότητα ευρήματος ενοχής, παραβιάζει το Άρθρο 5(1)(γ) της Ευρωπαικής Σύμβασης (η Σύμβαση) για την προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών του 1950, η οποία κυρώθηκε με το Νόμο 39/62. Παραβιάζει επίσης, το Άρθρο 6(1) και (2) της Σύμβασης τα οποία διασφαλίζουν το δικαίωμα της δίκαιης δίκης και το τεκμήριο της αθωότητας αντιστοίχως. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας, χωρίς τη θέση της υπεράσπισης, ισοδυναμεί με παραβίαση της αρχής της ισότητας των όπλων η οποία αποτελεί πτυχή της δίκαιης δίκης.
2. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν παραχώρησε στον κατηγορούμενο τις απαιτούμενες διευκολύνσεις για ετοιμασία της υπεράσπισης.
3. Οι διαπιστώσεις για πιθανότητα επηρεασμού μαρτύρων και διάπραξης άλλου αδικήματος είναι εσφαλμένες. Η μη εξέταση του ενδεχομένου εξασφάλισης της παρουσίας του κατηγορουμένου με κατάλληλες εγγυήσεις είναι εσφαλμένη.
Το Εφετείο απέρριψε την έφεση και αποφάνθηκε ότι:
Η νομολογία μας έχει αναγνωρίσει τρεις λόγους, ο κάθε ένας από τους οποίους μπορεί από μόνος του να δικαιολογήσει την κράτηση. Οι λόγοι αυτοί είναι:
α) Ο κίνδυνος μη προσέλευσης του κατηγορουμένου στο δικαστήριο.
β) Η διάπραξη άλλων αδικημάτων.
γ) Ο επηρεασμός μαρτύρων.
Κατά την εξέταση του παράγοντα α) ανωτέρω, λαμβάνονται υπόψη 1) η σοβαρότητα του αδικήματος, 2) η πιθανότητα καταδίκης στο βαθμό που μπορεί να προβλεφθεί από τις καταθέσεις των μαρτύρων, 3) το ύψος της προβλεπόμενης ποινής, 4) η προσπάθεια ή η εκδήλωση επηρεασμού μαρτύρων, 5) η προηγούμενη προσέλευση ή μη προσέλευση όπως και η εκδήλωση προθέσεων για το μέλλον, 6) η ύπαρξη προηγού[*111]μενων καταδικών για παρόμοια αδικήματα, 7) η πιθανολόγηση διάπραξης νέων αδικημάτων και 8) ο χρόνος κράτησης.
Υπάρχει πλήρης ταύτιση μεταξύ της Κυπριακής Νομολογίας και της Νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων επί του θέματος.
Άλλοι σχετικοί παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη αλλά που δεν υπερφαλαγγίζουν το γενικό δημόσιο συμφέρον για την απονομή της ποινικής δικαιοσύνης είναι παράγοντες σχετικοί με το χαρακτήρα του κατηγορουμένου, την κατοικία του, το επάγγελμα του, την οικονομική του κατάσταση, τους οικογενειακούς και όλων των ειδών τους δεσμούς με την χώρα στην οποία διώκεται.
Δε σημειώθηκε παράβαση του Άρθρου 6(1) και (2) της Σύμβασης.
Οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου για πιθανότητα επηρεασμού μαρτύρων και διάπραξης άλλου αδικήματος, εδικαιολογούντο πλήρως από τα δεδομένα που τέθηκαν ενώπιόν του.
Από τη στιγμή που διαπιστώνεται η πιθανότητα διάπραξης νέων αδικημάτων και η πιθανότητα επηρεασμού μαρτύρων, δεν παρέχεται πεδίο εξέτασης της εξασφάλισης της παρουσίας του κατηγορουμένου με εγγυήσεις.
Η έφεση απορρίπτεται.
Aναφερόμενες υποθέσεις:
Republic v. Mehmet (1966) 2 C.L.R. 12,
Βασιλείου v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 7,
Rodosthenous and Another v. Police 1961 C.L.R. 50,
Loukaides and Others v. Police (1988) 2 C.L.R. 119,
Χαραλάμπους (Φορής) v. Δημοκρατίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 15,
Χατζηδημητρίου v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 45,
Savva and Another v. Police (No.2) (1977) 2 C.L.R. 292,
Καραγιώργης & Άλλος v. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 92,
[*112]Stogmuller case, A9 p.44 [1969],
Neumeister v. Austria A8 p.39 [1968],
European Court H.R. Delcourt, Judgment of 17 January, 1970 Series A No.11 p.15, para 28,
Monnell and Morris, Judgment of 2 March 1987, Series A No. 115, p.23, para 62,
U. v. Luxembourg, Dec. 8.7.85, D.R. 42 p.86,
H. v. Belgium, Series A, No. 127 p.35, para 53,
X. v. The Federal Republic of Germany, Dec. 13.7.70, Collection 35, p.132,
European Court H.R. Brichmont, Judgment of 7 July 1989, Series A, No. 158, pp. 31-32, paras 90-93,
Σιημητρά και Άλλος v. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 397,
Matznetter v. Austria, A 10, p. 33 [1969].
Έφεση.
Έφεση από τον κατηγορούμενο Kώστα Eυστρατίου Kωνσταντινίδη κατά του διατάγματος προσωποκράτησής του, το οποίο εκδόθηκε από το Mόνιμο Kακουργιοδικείο Λεμεσού (Hλιάδης, Π.E.Δ., Nαθαναήλ, A.E.Δ. και Γεωργίου, E.Δ.) στις 31 Mαρτίου, 1997 σε σχέση με τη διάπραξη του αδικήματος της “κλοπής υπό υπαλλήλου” - δύο κατηγορίες - και του αδικήματος της πλαστογραφίας - 15 κατηγορίες.
Xρ. Kληρίδης, N. Πιριλλίδης, Xρ. Xριστοφή και Δ. Θεοδώρου, για τον Eφεσείοντα.
M. Mαλαχτού - Παμπαλλή, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, και I. Ξανθούλλη, για την Eφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.
[*113]ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Στις 31.3.97 ο εφεσείων κατηγορήθηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λεμεσού για τη διάπραξη του αδικήματος της “κλοπής υπό υπαλλήλου” - δύο κατηγορίες - και του αδικήματος της πλαστογραφίας - 15 κατηγορίες. Οι κατηγορίες της κλοπής αφορούσαν στο ποσό των £520,000 περιουσία των εργοδοτών του. Ο εφεσείων δεν παρεδέχθη ενοχή και η υπόθεση του ορίσθηκε για ακρόαση την 6.6.97. Στη συνέχεια η Κατηγορούσα Αρχή ζήτησε όπως ο εφεσείων παραμείνει υπό κράτηση μέχρι τη δίκη του. Το σχετικό αίτημα βασίσθηκε πάνω στους πιο κάτω λόγους:
“1. Τη σοβαρότητα του αδικήματος.
2. Την πιθανότητα καταδίκης όπως προβλέπεται από τις καταθέσεις.
3. Την ποινή που ενδεχομένως να επιβληθεί.
4. Την πιθανότητα διάπραξης παρομοίων αδικημάτων.
5. Το ενδεχόμενο επηρεασμού μαρτύρων.”
Σε σχέση με τον πέμπτο λόγο η Κατηγορούσα Αρχή έθεσε υπόψη του δικαστηρίου επιστολή των μαρτύρων κατηγορίας 19 και 20 προς το δικηγόρο του εφεσείοντος ημερ.3.3.97 (Τεκ. α) με την οποία τον πληροφορούν ότι “δεν προτίθενται να υποστηρίξουν ότι οι ισχυριζόμενες πλαστογραφίες των ονομάτων τους εγένοντο χωρίς την συγκατάθεση τους”.
Το αίτημα της Κατηγορούσας Αρχής συνάντησε την ένσταση της υπεράσπισης. Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού άκουσε και τις θέσεις της υπεράσπισης ενέκρινε το σχετικό αίτημα. Ήταν η κατάληξή του ότι όλα τα στοιχεία που είχαν τεθεί ενώπιόν του συνηγορούν υπέρ της κράτησης του εφεσείοντος μέχρι την ημερομηνία εκδίκασης της υπόθεσής του.
Τα στοιχεία εκείνα ήταν: Η σοβαρότητα του αδικήματος, η πιθανότητα καταδίκης του εφεσείοντος μέσα από την ίδια την δική του παραδοχή, η έκταση της ποινής που δυνατόν να επιβληθεί, ο συνολικός αριθμός των κατηγοριών που αντιμετωπίζει ο εφεσείων, το ποσό που φέρεται να έχει καταχραστεί, η πιθανότητα διάπραξης άλλων αδικημάτων και η πιθανότητα επηρεασμού μαρτύρων.
Αναφορικά με την πιθανότητα καταδίκης το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε το σχετικό φάκελο του Δικαστηρίου μέσα στον οποίο περιέχονται αντίγραφα των καταθέσεων των μαρτύρων κατηγορίας, μεταξύ των οποίων και η παραδοχή του κατηγορουμένου και η θεληματική του κατάθεση. Ήταν η κατάληξή του ότι από το σύνολο της μαρτυρίας διαφαίνεται η πιθανότητα ευρήματος ενοχής.
Η πιο πάνω - τελευταία - κατάληξη του δικαστηρίου και ο τρόπος διατύπωσής της αποτέλεσαν ένα από τους κύριους άξονες της επιχειρηματολογίας του ευπαίδευτου συνήγορου του εφεσείοντα. Υποστήριξε ότι τα δικαστήρια πρέπει να απέχουν από του να αξιολογούν ακόμη και την πιθανότητα καταδίκης γιατί μια τέτοια πιθανότητα σαν παράγοντας που μπορούσε να ληφθεί υπόψη ξεφεύγει από τα όρια του άρθρου 5(1)(γ)* της “Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών του 1950” η οποία κυρώθηκε με το Νόμο 39/62 (“η Σύμβαση”). Τόνισε ότι το θέμα της εύλογης υπόνοιας για διάπραξη αδικήματος, που προβλέπεται από το πιο πάνω άρθρο 5(1)(γ) της Σύμβασης δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη σωρευτικά γιατί ήταν απαραίτητο να προϋπάρχει για να εξεταστούν οι άλλοι λόγοι που δικαιολογούν την κράτηση. Υπέβαλε ότι σύμφωνα με το άρθρο 5(1)(γ) της Σύμβασης η εύλογη υπόνοια συνυπάρχει μόνο για να δικαιολογήσει την περαιτέρω εξέταση των δύο άλλων συστατικών για δικαιολόγηση της κράτησης τα οποία είναι το ενδεχόμενο διάπραξης άλλου αδικήματος ή το ενδεχόμενο να μη παρουσιασθεί στη δίκη.
Η πιο πάνω διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου σε σχέση με την πιθανότητα καταδίκης έχει παραβιάσει, σύμφωνα με τον ευπαίδευτο συνήγορό του, και τα εδάφια (1) και (2) του άρθρου 6** της Σύμβασης τα οποία διασφαλίζουν το δικαίωμα της δίκαιης δίκης και το τεκμήριο της αθωότητας, αντιστοίχως. Υποστήριξε, συ[*115]ναφώς, ότι με το να προβεί στην πιο πάνω διαπίστωση το πρωτόδικο δικαστήριο έχει αξιολογήσει τη μαρτυρία χωρίς από την άλλη να είχε και τη θέση της υπεράσπισης. Έχει, επομένως, παραβιάσει την αρχή της ισότητας των όπλων η οποία αποτελεί πτυχή της δίκαιης δίκης. Προς υποστήριξη των πιο πάνω θέσεων του ο ευπαίδευτος συνήγορος μας παρέπεμψε σε σχετική νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Η εξουσία του Δικαστηρίου για απόλυση υποδίκου με εγγύηση προβλέπεται από το άρθρο 157(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, και είναι διακριτικής φύσεως (Βλ. Republic v. Mehmet (1966) 2 C.L.R. 12, Βασιλείου ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 6248/10.1.97).
Η νομολογία μας έχει αναγνωρίσει τρεις λόγους ο κάθε ένας από τους οποίους μπορεί από μόνος του να δικαιολογήσει την κράτηση. Αυτοί είναι:
(1) Ο κίνδυνος μη προσέλευσης του κατηγορουμένου στο δικαστήριο.
(2) Η διάπραξη άλλων αδικημάτων.
(3) Ο επηρεασμός μαρτύρων.
Πρωταρχικό μέλημα είναι το κατά πόσο ο κατηγορούμενος θα παρουσιασθεί ή όχι στο Δικαστήριο στον καθορισμένο χρόνο και τόπο. Το ενδεχόμενο της ύπαρξης των πιο πάνω κινδύνων εξετάζεται με βάση τους πιο κάτω κύριους παράγοντες:
(1) Τη σοβαρότητα του αδικήματος.
(2) Την πιθανότητα καταδίκης στο βαθμό που μπορεί να προβλεφθεί από τις καταθέσεις των μαρτύρων.
(3) Την ποινή η οποία δυνατό να επιβληθεί.
(4) Την προσπάθεια ή την εκδήλωση διάθεσης επηρεασμού μαρτύρων.
(5) Την προηγούμενη προσέλευση ή μη προσέλευση όπως και την εκδήλωση προθέσεων για το μέλλον.
(6) Την ύπαρξη προηγούμενων καταδικών για παρόμοια αδική[*116]ματα σε συνάρτηση με τη φύση τους, και
(7) Την πιθανολόγηση περί της ήδη διάπραξης στο μεταξύ και άλλων αδικημάτων.
(Βλ. Rodosthenous and Another v. Police (1961) C.L.R. 50, 51, 52, Loukaides and Others v. Police (1988) 2 C.L.R. 119, 121, Βασιλείου (πιο πάνω), Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 6092/26.1.96, Χ”Δημητρίου ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 6285/5.3.97)
Οι πιο πάνω παράγοντες πρέπει να συνεκτιμούνται, ανάμεσα σ’ άλλα, και με τον παράγοντα της πιθανότητας παρακώλησης στην ετοιμασία της υπεράσπισης λόγω της κράτησης (Savva and Another (No. 2) v. Police (1977) 2 C.L.R. 292, Καραγιώργη κ.α. ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 92, Χ” Δημητρίου (πιο πάνω).
Ένας άλλος παράγοντας που έχει αναγνωρισθεί από τη νομολογία είναι ο χρόνος κράτησης (Χ” Δημητρίου, πιο πάνω).
Το Εφετείο δεν επεμβαίνει στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που παρέχεται στα πρωτόδικα δικαστήρια εκτός για πολύ σοβαρούς λόγους και σε εξαιρετικές περιπτώσεις (Rodosthenous, Loukaides και Βασιλείου, πιο πάνω).
Σύγκριση της κυπριακής νομολογίας με εκείνη του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αποκαλύπτει ότι οι δύο νομολογίες είναι απόλυτα ταυτισμένες. Σύμφωνα με το σύγγραμμα “Law of the European Convention on Human Rights” των D.J. Harris, M.D. Boyle και C. Warbrick, σελ. 139:
“It is well established that a person must be released pending trial unless the state can show that there are ‘relevant and sufficient’ reasons to justify his continued detention. The Court has identified four grounds upon which the refusal of bail may be justified: the danger of flight, interference with the course of justice, the prevention of crime and the preservation of public order.
DANGER OF FLIGHT
Most cases have concerned the danger of flight. The general test the Court applies when assessing the refusal of bail on this ground is found in the Stogmuller case, Α9 p.44 (1969), where it said:
‘There must be a whole set of circumstances ... which give reason to suppose that the consequences and hazards of flight will seem to him to be a lesser evil than continued imprisonment’.
As to the ‘circumstances’ that are relevant, clearly the severity of the sentence that the accused may expect if convicted is important.”*
Άλλοι σχετικοί παράγοντες είναι εκείνοι που συνδέονται με τον χαρακτήρα του κατηγορουμένου, την κατοικία του, το επάγγελμά του, τα οικονομικά του, τους οικογενειακούς δεσμούς και όλων των ειδών τους δεσμούς με τη χώρα εις την οποία διώκεται (Βλ. Neumeister v. Austria A8 p.39 (1968)). Όλοι αυτοί οι παράγοντες έχουν αναγνωρισθεί από τη νομολογία μας. Ωστόσο όπως υπογραμμίστηκε στη Βασιλείου (πιο πάνω) δεν “υπερφαλαγγίζουν το γενικό δημόσιο συμφέρον για την απονομή της ποινικής δικαιοσύνης”.
Δίκαιη δίκη - Ισότητα των όπλων.
Σύμφωνα με την Νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου η έννοια της δίκαιης δίκης απαιτεί σεβασμό της αρχής της ισότητας των όπλων, δηλαδή της αρχής της δικονομικής ισότητας ανάμεσα στα μέρη (European Court H.R. Delcourt Judgment of 17 January, 1970, Series A No.11, p.15, para.28; Monnell and Morris, Judgment [*118]of 2 March 1987, Series A No.115, p.23, para. 62). Μια μικρή ανισότητα η οποία δεν καθιστά τη διαδικασία μη δίκαιη στο σύνολο της δεν παραβιάζει το άρθρο 6 της Σύμβασης (Application No. 10142/82, U. v. Luxembourg, Dec. 8.7.85, D.R. 42 p.86). Αυτό που ακριβώς απαιτείται εξαρτάται μέχρι σε κάποιο βαθμό από τη φύση της υπόθεσης, περιλαμβανόμενης της φύσης και σπουδαιότητας της επίδικης διαφοράς μεταξύ των μερών. Πρέπει να υπάρχουν επαρκείς διαδικαστικές διασφαλίσεις προσαρμοσμένες στη φύση της υπόθεσης. Αυτές περιλαμβάνουν, στις κατάλληλες υποθέσεις, επαρκείς ευκαιρίες για προσαγωγή μαρτυρίας, αντεξέταση εχθρικών μαρτύρων και παρουσίαση επιχειρηματολογίας πάνω σε επίδικα θέματα (Η. v. Belgium, Series A, No.127 p.35, para. 53).
Τεκμήριο της αθωότητας.
Έχει νομολογηθεί ότι το άρθρο 6(2) της Σύμβασης καλύπτει την ποινική διαδικασία στο σύνολο της και όχι μόνο την εξέταση της ουσίας της κατηγορίας (Minelli Series A, No.62, p.15, para. 30). Περαιτέρω έχει νομολογηθεί ότι σε μια ποινική δίκη “το δικαστήριο δεν πρέπει να αρχίζει με την πεποίθηση ή την υπόθεση ότι ο κατηγορούμενος έχει διαπράξει το αδίκημα για το οποίο κατηγορείται και ότι το βάρος απόδειξης ενοχής βαρύνει την Κατηγορούσα Αρχή” (X. v. The Federal Republic of Germany, Dec. 13.7.70, Collection 35, p.132).
Έχουμε εξετάσει προσεκτικά όλα τα επιχειρήματα του ευπαίδευτου συνήγορου του κατηγορουμένου. Όπως έχουμε επισημάνει πιο πάνω η νομολογία μας είναι ευθυγραμμισμένη με εκείνη του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Έχουμε την άποψη πως δεν έχει σημειωθεί οποιαδήποτε παραβίαση του άρθρου 5(1)(γ) της Σύμβασης επειδή η αξιολόγηση της πιθανότητας καταδίκης έχει λάβει χώρα στα πλαίσια της διαδικασίας διερεύνησης των λόγων οι οποίοι δικαιολογούν ή όχι την κράτηση του υποδίκου. Το αποτέλεσμα μιας τέτοιας αξιολόγησης δεν αποβαίνει πάντοτε εις βάρος του κατηγορουμένου αλλά δυνατόν να έχει και ευνοϊκή κατάληξη για τον ίδιο. Η αξιολόγηση της πιθανότητας καταδίκης αποτελεί μια απόλυτα θεμιτή διαδικασία η οποία στοχεύει να επιλύσει τα επίδικα θέματα στη διαδικασία τα οποία είναι η κράτηση του υποδίκου ή η απόλυση του με εγγύηση. Δεν έχει σχέση με την εκδίκαση της ουσίας της υπόθεσης και δεν την επηρεάζει με οποιοδήποτε τρόπο.
Έχουμε περαιτέρω την άποψη ότι δεν έχει σημειωθεί παράβαση του άρθρου 6(1) της Σύμβασης η οποία διασφαλίζει το δικαίωμα της δίκαιης δίκης μια πτυχή της οποίας είναι η ισότητα των όπλων. Δεν επρόκειτο για τη δίκη επί της ουσίας της υπόθεσης. Επίδικο θέμα ήταν το ζήτημα της κράτησης του κατηγορουμένου ή η απόλυση του με εγγύηση. Η κρίση του δικαστηρίου επί του επίδικου θέματος διατυπώθηκε μετά που είχε δοθεί η ευκαιρία στην υπεράσπιση να προβάλει τη θέση της. Η πιθανότητα καταδίκης είναι ζήτημα το οποίο, σύμφωνα με τη νομολογία, λαμβάνεται υπόψη για την επίλυση του σχετικού επίδικου θέματος και ή η υπεράσπιση μπορούσε να θέσει ενώπιον του δικαστηρίου τις θέσεις της επί του προκειμένου. Είχε επομένως διασφαλισθεί η αναγκαία δικονομική ισότητα. Ο σχετικός λόγος εφέσεως δεν ευσταθεί.
Δε συμφωνούμε με τη θέση της υπεράσπισης ότι έχει παραβιασθεί το άρθρο 6(2) της Σύμβασης το οποίο κατοχυρώνει το τεκμήριο της αθωότητας. Δεν υπάρχει τίποτε στο λεκτικό της εκκαλούμενης απόφασης το οποίο αρχίζει με την πεποίθηση ή την υπόθεση ότι ο κατηγορούμενος είναι ένοχος των κατηγοριών τις οποίες αντιμετωπίζει. Ούτε και υπάρχει οτιδήποτε το οποίο προδικάζει ή προκαταλαμβάνει την τελική κρίση του δικαστηρίου επί του ζητήματος της ενοχής ή μη του κατηγορουμένου. Η σχετική διαπίστωση του δικαστηρίου απέβλεπε αποκλειστικά στην επίλυση του πιο πάνω επίδικου θέματος. Ο σχετικός λόγος εφέσεως δεν μπορεί να πετύχει.
Μια άλλη θέση που προώθησε ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντος σχετίζεται με την ετοιμασία της υπεράσπισης. Υποστήριξε ότι “το πρωτόδικον Δικαστήριον εσφαλμένα δεν αξιολόγησεν επαρκώς την αναγκαιότητα παροχής προς τον κατηγορούμενο και τους δικηγόρους του της δυνατότητας συνεχούς επαφής μεταξύ τους στην παρουσία εμπειρογνωμόνων και ηλεκτρονικών υπολογιστών χωρίς χρονικούς ή τοπικούς περιορισμούς δεδομένων των εγειρομένων πολυπλόκων τεχνικής φύσεως θεμάτων”. Τα επίδικα αδικήματα έχουν λάβει χώρα μέσω διακίνησης ποσών με ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Εγείρονται, σύμφωνα με την υπεράσπιση, τεχνικά θέματα τα οποία πρέπει να διερευνηθούν από την υπεράσπιση με την παρουσία του κατηγορουμένου και με τη χρησιμοποίηση ηλεκτρονικών υπολογιστών. Η απόφαση του δικαστηρίου έχει επομένως παραβιάσει το άρθρο 6(3)(β)* της Σύμβασης.
[*120]Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων οι “διευκολύνσεις” που πρέπει να δοθούν στην υπεράσπιση περιλαμβάνουν κατάλληλες διευκολύνσεις για την εξέταση της μαρτυρίας, περιλαμβανομένης και της επιθεώρησης εγγράφων. Εναπόκειται στον κατηγορούμενο ο οποίος ισχυρίζεται παραβίαση του άρθρου 6(3)(β) της Σύμβασης να καταδείξει ότι κάτω από όλες τις περιστάσεις μια συγκεκριμένη διευκόλυνση ήταν απαραίτητη για να μπορέσει να προετοιμάσει επαρκώς την υπεράσπιση του (European Court H.R. Brichmont Judgment of 7 July 1989, Series A, No. 158, pp. 31-32, paras. 90-93).
Το άρθρο 6(3)(β) της Σύμβασης ομιλεί για “ευκολίας”. Αναμένουμε πως οι αρμόδιες αρχές, εφαρμόζοντας αυτό το άρθρο, θα διαθέσουν το χρόνο και τις αναγκαίες ευκολίες προς προετοιμασία της υπεράσπισης του εφεσείοντος. Στο στάδιο της εξέτασης του ζητήματος της κράτησης ή μη του κατηγορουμένου και χωρίς να είχε προηγηθεί άρνηση των αρμοδίων αρχών για παραχώρηση των διευκολύνσεων που είχε ζητήσει η υπεράπιση, από μόνες τους οι ιδιάζουσες συνθήκες προετοιμασίας της υπεράσπισης δεν μπορούσαν να διαδραματίσουν τον αποφασιστικό ρόλο που εισηγείται η υπεράσπιση. Ακολουθεί πως ο σχετικός λόγος εφέσεως δεν ευσταθεί.
Η διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου για την πιθανότητα επηρεασμού μαρτύρων αποτέλεσε ένα άλλο λόγο εφέσεως. Υποστηρίχθηκε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο απέδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στην επιστολή των δύο μαρτύρων κατηγορίας (Τεκ. α) χωρίς να είχε αναζητήσει και τις εξηγήσεις της υπεράσπισης.
Στην υπόθεση Σιημητρά και Άλλος ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 397 έχει διατυπωθεί η άποψη ότι αυτό που πρέπει να εξετάσει το δικαστήριο είναι κατά πόσο οι φόβοι της Αστυνομίας για επηρεασμό των μαρτύρων ήσαν εύλογα δικαιολογημένοι με βάση τα υπάρχοντα δεδομένα.
Η προσέγγιση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου παρατίθεται ως πιο κάτω στη σελ. 140 του πιο πάνω συγγράμματος:
“A justifiable fear that the accused will interfere with the course of justice is another permissible ground for detention. This includes destroying documents, warning or collusion with other possible suspects and bringing pressure to bear upon witnesses. A general statement that the accused will interfere with the course of justice is not sufficient; supporting evidence must be provided.”*
Λαμβάνουμε υπόψη τα δεδομένα που είχε υπόψη του το πρωτόδικο δικαστήριο. Αποτελούντο από την πιο πάνω επιστολή (Τεκ. α) με την οποία δύο μάρτυρες κατηγορίας διαδήλωναν ουσιαστικά την πρόθεση τους να αναιρέσουν προηγούμενη κατάθεση τους. Οι φόβοι της Κατηγορούσας Αρχής υποστηρίζοντο από σχετική μαρτυρία. Κρίνουμε πως οι φόβοι της Κατηγορούσας Αρχής ήταν εύλογα δικαιολογημένοι με βάση εκείνα τα δεδομένα. Το σχετικό συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου δεν πάσχει με οποιοδήποτε τρόπο. Έχει παραμείνει άτρωτο.
Άτρωτο έχει παραμείνει και το συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου για την πιθανή διάπραξη άλλου αδικήματος, το οποίο αποτέλεσε το αντικείμενο ξεχωριστού λόγου εφέσεως.
Υποστηρίχθηκε, συναφώς, ότι το σχετικό συμπέρασμα ήταν εσφαλμένο επειδή από το ενώπιον του πρωτοδίκου δικαστηρίου υλικό δεν στοιχειοθετείται τέτοια θέση.
Ο τρόπος προσέγγισης της πιθανότητας διάπραξης άλλου αδικήματος διαγράφεται στην υπόθεση Matznetter v. Austria A 10, p.33 (1969) στην οποία τα Αυστριακά δικαστήρια έλαβαν υπόψη την “πολύ παρατεταμένη συνέχιση των αξιόμεμπτων πράξεων του κατηγορουμένου, την πελώρια έκταση της ζημιάς που είχαν υποστεί τα θύματα, την πονηριά του κατηγορουμένου και το γεγονός ότι η πείρα και μεγάλη δεξιότητα του κατηγορουμένου το καθιστούσαν εύκολο για τον ίδιο να επαναλάβει τις παράνομες δραστηριότητες του”. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο θεώρησε ότι όλα τα πιο πάνω αποτελούσαν περιστάσεις οι οποίες δικαιολογούσαν την άρνηση απόλυσης με εγγύηση για λόγο που σχετίζεται με την αποτροπή διάπραξης άλλου αδικήματος.
Λαμβάνουμε υπόψη το υλικό που βρίσκετο ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου που σχετίζεται με τη φύση, σοβαρότητα και την ισχυριζόμενη μέθοδο διάπραξης των αδικημάτων - διακίνηση κεφαλαίων μέσω ηλεκτρονικών υπολογιστών. Επίσης λαμβάνουμε υπό[*122]ψη το ύψος του ισχυριζόμενου ποσού που αποτελεί το αντικείμενο της κλοπής - υπερβαίνει το ½ εκατομμύριο - σε συνάρτηση με τις πιο πάνω νομολογιακές αρχές. Κρίνουμε πως το σχετικό συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου δικαιολογείται με βάση το ενώπιον του υλικό.
Τελικά ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντος υποστήριξε ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα δεν εξέτασε το ενδεχόμενο εξασφάλισης της παρουσίας του κατηγορουμένου με κατάλληλες εγγυήσεις. Έχουμε την άποψη πως από τη στιγμή που διαπιστώνεται η πιθανότητα διάπραξης νέων αδικημάτων και η πιθανότητα επηρεασμού μαρτύρων δεν παρέχεται πεδίο εξέτασης της εξασφάλισης της παρουσίας του κατηγορουμένου με εγγυήσεις. Η διασφάλιση της απρόσκοπτης πορείας της δικαιοσύνης και η αποτροπή διάπραξης νέων αδικημάτων αποτελούν ζητήματα υψίστου δημοσίου συμφέροντος έναντι των οποίων πρέπει να υποχωρούν τα συμφέροντα των κατηγορουμένων περιλαμβανομένου και εκείνου της ατομικής ελευθερίας.
Όπως έχουμε υποδείξει πιο πάνω το ζήτημα της κράτησης ενός κατηγορουμένου μέχρι τη δίκη του εμπίπτει εντός της διακριτικής εξουσίας του πρωτόδικου δικαστηρίου. Δεν έχουμε εντοπίσει οποιοδήποτε σφάλμα στον τρόπο άσκησης της. Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται.
H έφεση απορρίπτεται.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο