(1997) 2 ΑΑΔ 123
[*123]13 Μαΐου, 1997
[ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Eφεσείων,
ν.
ΑΝΔΡΕΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,
Eφεσιβλήτου,
(Ποινική Έφεση Αρ. 6269)
Ποινή — Εξασφάλιση άδειας εργασίας με ψευδείς παραστάσεις κατά παράβαση των Άρθρων 297, 305 και 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 — Πλαστοπροσωπία κατά παράβαση των Άρθρων 360, 35 και 20 του Κεφ. 154 — Υποβοήθηση εισόδου (απαγορευμένης μετανάστιδας) στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας κατά παράβαση του Άρθρου 19(1)(ζ) του περί Aλλοδαπών και Mεταναστεύσεως Nόμου Κεφ. 105 και παροχή ασύλου σε αυτή κατά παράβαση των περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Κανονισμών του 1972 — Επιβολή ποινής προστίμου ΛΚ100 στην κατηγορία της πλαστοπροσωπίας και δέσμευση με εγγύηση στις άλλες κατηγορίες — Κρίθηκε έκδηλα ανεπαρκής και αντικαταστάθηκε με συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 2 μηνών στην 1η κατηγορία, 3 μηνών στη 2η κατηγορία, 2 μηνών στην 4η κατηγορία και 1 μηνός στην 5η κατηγορία.
Ποινή — Διαφοροποίηση — Εφαρμοστέες αρχές.
Ποινή — Ανεπάρκεια — Ποια η προσέγγιση του Δικαστηρίου στην εξέταση του θέματος.
Ο εφεσίβλητος, ηλικίας 52 χρόνων, υποβοήθησε γυναίκα ηλικίας 25 χρόνων από τη Βουλγαρία, απαγορευμένη μετανάστιδα από το 1994, να εισέλθει στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας και της παρείχε άσυλο μεταξύ της 17.12.95 και 3.11.96.
Οι δύο συμπλήρωσαν και παρουσίασαν έγγραφα στα οποία η εν λόγω γυναίκα, 2η κατηγορουμένη, αναφερόταν με άλλο όνομα και εξασφαλίστηκε γι’ αυτήν άδεια εργασίας ως οικιακή βοηθός του εφεσίβλη[*124]του, ενώ στην πραγματικότητα η σχέση τους ήταν ερωτική.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο επέβαλε ποινή φυλάκισης τριών μηνών στη 2η κατηγορουμένη για το αδίκημα της πλαστοπροσωπίας και πρόστιμο ΛΚ100 για το αδίκημα των ψευδών παραστάσεων. Στην κατηγορία για παράνομη παραμονή στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας, δεσμεύτηκε με εγγύηση ΛΚ1.000 για περίοδο 2 χρόνων. Στον εφεσίβλητο επεβλήθηκε ποινή προστίμου ΛΚ100 στην κατηγορία της πλαστοπροσωπίας ενώ στις άλλες δεσμεύτηκε με εγγύηση.
Ο Γενικός Εισαγγελέας άσκησε έφεση κατά της ποινής που επεβλήθηκε στον εφεσίβλητο και ισχυρίστηκε ότι η ποινή είναι έκδηλα ανεπαρκής. Πρόβαλε τον ισχυρισμό ότι δε δικαιολογείται διαφοροποίηση στις ποινές για τους λόγους οι οποίοι δόθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο και που ήταν (α) η έξαρση στη διάπραξη τέτοιας φύσης αδικημάτων δε σημειώνεται από Κύπριους και (β) η παροχή ευκαιρίας στον πρώτο κατηγορούμενο να μην επαναλάβει παρόμοια αδικήματα και να μη διαταραχθεί περισσότερο η οικογενειακή και κοινωνική του υπόσταση.
Το Εφετείο αποδέκτηκε την έφεση και αποφάσισε ότι ενόψει της σοβαρότητας και της συχνότητας των αδικημάτων που διαπράχθηκαν, του προγραμματισμού προς εξυπηρέτηση ιδιοτελών σκοπών και επίσης για να αποθαρρύνονται άλλα άτομα στο μέλλον να διαπράττουν παρόμοια αδικήματα, η ενδεδειγμένη τιμωρία είναι η επιβολή ποινής άμεσης φυλάκισης. Διέταξε όπως οι ποινές φυλάκισης του εφεσίβλητου συντρέχουν και η διαταγή για πληρωμή από αυτόν του μισού των εξόδων της πρωτόδικης διαδικασίας παραμερισθεί.
H έφεση επιτυγχάνει και οι επιβληθέίσες ποινές αντικαθίστανται με συντρέχουσες ποινές φυλάκισης, όπως πιο πάνω.
Aναφερόμενες υποθέσεις:
Koukos v. Police (1986) 2 C.L.R. 1,
Μιχαήλ και Άλλος v. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 232,
Θεοχάρους v. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 67,
Souilmi v. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 248,
Αl Jibouri & Άλλοι v. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 143,
[*125]
Kater v. Police (1984) 2 C.L.R. 25.
Έφεση για ανεπάρκεια ποινής.
Έφεση από το Γενικό Eισαγγελέα της Δημοκρατίας για ανεπάρκεια της ποινής που επιβλήθηκε στον κατηγορούμενο 1, Aνδρέα Γεωργίου, ο οποίος βρέθηκε ένοχος στις 29 Nοεμβρίου, 1996 από το Eπαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού (Ποινική Yπόθεση Aρ. 25791/96) σε κοινές κατηγορίες για εξασφάλιση άδειας εργασίας με ψευδείς παραστάσεις και πλαστοπροσωπία κατά παράβαση των Άρθρων 297, 305 και 20 (1η κατηγορία) και 360, 35 και 20 (2η κατηγορία) του Ποινικού Kώδικα, Kεφ. 154 και σε κατηγορίες για υποβοήθηση εισόδου απαγορευμένης μετανάστιδος στο έδαφος της Kυπριακής Δημοκρατίας κατά παράβαση του Άρθρου 19(1)(ζ) του περί Aλλοδαπών και Mεταναστεύσεως Nόμου, Kεφ. 105, όπως τροποποιήθηκε από το N. 50/88 (4η κατηγορία) και για παροχή ασύλου σε αυτή κατά παράβαση των περί Aλλοδαπών και Mεταναστεύσεως Kανονισμών του 1972 (5η κατηγορία) και καταδικάστηκε από Bλαδιμήρου, E.Δ., σε πρόστιμο £100 για την κατηγορία της πλαστοπροσωπίας και δεσμεύτηκε με εγγύηση για τις υπόλοιπες κατηγορίες.
Ε. Ρωσσίδου-Παπακυριακού, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Eφεσείοντα.
Ρ. Ερωτοκρίτου, για τον Eφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο αδελφός Δικαστής Κωνσταντινίδης.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσίβλητος, ηλικίας 52 ετών, υποβοήθησε την Emilia Krassimirova Spassova, ηλικίας 25 ετών, από τη Βουλγαρία, απαγορευμένη μετανάστιδα από το 1994, να εισέλθει στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Και μεταξύ της 17/12/95 και 3/11/96 της παρείχε άσυλο γνωρίζοντας ότι ενεργούσε κατά παράβαση του Νόμου. Παράλληλα, με κοινές ψευδείς παραστάσεις των δύο, που συνίσταντο στη συμπλήρωση και παρουσίαση εγγράφων στα οποία αναφερόταν ως Ludmila Durakova εξασφαλίστηκε γι’ αυτήν άδεια εργασίας, ως οικιακή βοηθός του εφεσίβλητου. Επίσης, με σκοπό την καταδολίευση, ψευδώς την παρέστησαν σε αστυφύλακα ως Ludmila Durakova.
[*126]Δεν εργαζόταν η Emilia Spassova ως οικιακή βοηθός του εφεσίβλητου. Στην πραγματικότητα διατηρούσαν ερωτική σχέση και ήταν στη διευκόλυνσή της που απέβλεπε η κοινή παράνομη δραστηριότητά τους. Αποκαλύφθηκαν όταν μετά από πληροφορία που δόθηκε από τη σύζυγο του εφεσίβλητου, στις 3/11/96, η αστυνομία συνέλαβε την Emilia Spassova σε διαμέρισμα στη Λεμεσό.
Παραδέχθηκαν ενοχή (α) σε κοινές κατηγορίες για εξασφάλιση άδειας εργασίας με ψευδείς παραστάσεις και πλαστοπροσωπία κατά παράβαση των άρθρων 297, 305 και 20 (1η κατηγορία) και 360, 35 και 20 (2η κατηγορία) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, (β) Η Emilia Spassova σε κατηγορία για παρουσία της στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας ενώ ήταν απαγορευμένη μετανάστης, κατά παράβαση του άρθρου 19(2) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105, όπως τροποποιήθηκε από το Ν. 50/88 (3η κατηγορία) και (γ) Ο εφεσίβλητος σε κατηγορίες για υποβοήθηση της εισόδου της στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας κατά παράβαση του άρθρου 19(1)(ζ) του αμέσως πιο πάνω Νόμου (4η κατηγορία) και για παροχή ασύλου σε αυτήν κατά παράβαση των περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Κανονισμών του 1972 (5η κατηγορία).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο είδε τη σοβαρότητα των αδικημάτων που διαπράχθηκαν και με αναφορά σ’ αυτήν και στην ανάγκη επιβολής αποτρεπτικής ποινής ενόψει της έξαρσης αυτής της φύσης των αδικημάτων, επέβαλε στην Emilia Spassova άμεση ποινή τρίμηνης φυλάκισης για το αδίκημα της πλαστοπροσωπίας. Και παρόλο τούτο, και ποινή προστίμου £100, άμεσα πληρωτέου, για το αδίκημα των ψευδών παραστάσεων. Στην τρίτη από τις κατηγορίες που την αφορούσαν, τη δέσμευσε με εγγύηση £1.000 για περίοδο δύο ετών. Επιπλέον τη διέταξε να πληρώσει το μισό των εξόδων.
Η Emilia Spassova δεν άσκησε έφεση και δεν αφορά στην ποινή που της επιβλήθηκε η παρούσα διαδικασία. Αφορά στη μεταχείριση του εφεσιβλήτου στον οποίο επιβλήθηκε μόνο ποινή προστίμου £100 για την κατηγορία της πλαστοπροσωπίας ενώ για τις άλλες δεσμεύτηκε με εγγύηση. Το θέμα άχθηκε ενώπιόν μας με έφεση που άσκησε ο Γενικός Εισαγγελέας. Κατά την εισήγησή του, αυτή η ποινή, ενόψει της σοβαρότητας των αδικημάτων και των γεγονότων που περιβάλλουν τη διάπραξή τους, είναι παντελώς ανεπαρκής.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναγνώρισε ως κοινά ελαφρυντικά των δύο κατηγορουμένων το λευκό τους μητρώο, την παραδοχή τους και τις προσωπικές και οικογενειακές τους περιστάσεις. Ση[*127]μειώνουμε εδώ πως η Emilia Spassova είναι μητέρα ενός παιδιού ηλικίας επτά ετών. Θεώρησε όμως πως επιβαλλόταν διαφοροποίηση στη μεταχείριση των δύο, για δύο λόγους. Πρώτα γιατί υπήρχε μεν έξαρση στη διάπραξη τέτοιας φύσης αδικημάτων “όχι όμως από Κύπριους πολίτες”. Και μετά, γιατί ήθελε να δώσει “μια ευκαιρία στον πρώτο κατηγορούμενο να μην επαναλάβει παρόμοια αδικήματα και να μην διαταραχθεί περισσότερο η οικογενειακή του σχέση και η κατάστασή του στην κοινωνία γενικά”. Ας σημειωθεί πως η σύζυγος του εφεσιβλήτου δήλωσε στο Δικαστήριο πως του συμπαρίσταται.
Η κα Παπακυριακού τόνισε πως δεν εδικαιολογείτο διαφοροποίηση για τέτοιους λόγους και επικαλέστηκε τις υποθέσεις Koukos v. Police (1986) 2 C.L.R. 1, Μιχαήλ και Άλλος ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 232 και Θεοχάρους ν. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 67. Πρέπει να διευκρινίσουμε ένα πράγμα από την αρχή. Αυτές οι υποθέσεις, όπως και σειρά άλλων, αναφέρονται στις αρχές δυνάμει των οποίων δικαιολογείται μείωση ποινής προς χάριν της ίσης μεταχείρισης αν, για μη επαρκείς διαφοροποιητικούς λόγους, έχει επιβληθεί σε συγκατηγορούμενο ελαφρότερη ποινή για το ίδιο αδίκημα. Ανεξάρτητα από το αν η ποινή που επιβλήθηκε θα μπορούσε, κατά απομόνωση, να θεωρηθεί ως ενδεδειγμένη αφού η αιτία της παρέμβασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου συνίσταται στον αυτοτελή λόγο της ανομοιομορφίας. Δεν ισχύει όμως και το αντίστροφο. Δε δικαιολογείται, δηλαδή, παρέμβαση προς αύξηση επιβληθείσας ποινής, επειδή, χωρίς διαφοροποιητικούς λόγους, επιβλήθηκε αυστηρότερη ποινή σε συγκατηγορούμενο. Σ’ αυτή την περίπτωση, εφόσον δηλαδή εφεσιβάλλεται, όπως και εδώ, ως ανεπαρκής η ποινή που επιβλήθηκε, εξετάζεται η εξ αντικειμένου επάρκειά της λαμβανομένου υπόψη των παραγόντων που αναγνωρίζονται ως σχετικοί. Και το ουσιαστικό ερώτημα που τίθεται στην παρούσα υπόθεση αφορά στο κατά πόσο οι δύο λόγοι που εξειδικεύθηκαν δικαιολογούσαν πράγματι την τόσο επιεική μεταχείριση του εφεσιβλήτου.
Τα αδικήματα ήταν πράγματι σοβαρά. Οι υποθέσεις Souilmi v. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 248, Al Jibouri και Άλλοι ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 143 και Kater v. The Police (1984) 2 C.L.R. 25 που επικαλέστηκε η κα Παπακυριακού, είναι σχετικές. Για τα αδικήματα της παραμονής αλλοδαπών στη Δημοκρατία μετά τη λήξη της άδειας τους στις δύο πρώτες και για το αδίκημα της πλαστοπροσωπίας στην τρίτη, επικυρώθηκαν άμεσες ποινές φυλάκισης. Ενός μηνός στην πρώτη, τεσσάρων στη δεύτερη και έξι στην τρίτη. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως η ποινή άμεσης τρίμηνης φυ[*128]λάκισης, παρά τα ομολογουμένως κοινά ελαφρυντικά που εξειδικεύθηκαν, ήταν αναπόφευκτη. Ενόψει της σοβαρότητας των γεγονότων της υπόθεσης, της έξαρσης που επισημάνθηκε και της ανάγκης για αποτροπή προς “το δημόσιο συμφέρον και την ανάγκη διατήρησης της έννομης τάξης”. Μας βρίσκει σύμφωνους αυτή η προσέγγιση και απομένει να δούμε αν ισχύουν όσα οδήγησαν στην επιβληθείσα ποινή.
Η απάντηση πρέπει να είναι καταφατική εισηγήθηκε ο κ. Ερωτοκρίτου. Αφού, μάλιστα, δεν απέβλεπε η παράνομη δραστηριότητα πράγματι στην εργοδότηση αλλοδαπού που είναι το κατ’ εξοχήν κίνητρο σε υποθέσεις τέτοιας φύσης οι οποίες συχνά απασχολούν τα Δικαστήρια. Ως προς τον εφεσίβλητο, το σοβαρό στοιχείο αφορούσε στη διατάραξη της οικογενειακής γαλήνης και συνοχής που επήλθε από το γεγονός της εξωγαμιαίας σχέσης του. Η σημασία του οποίου άρθηκε με την αποκατάσταση, στο μεταξύ, της σχέσης του με τη σύζυγο του. Ο εφεσίβλητος κρατήθηκε για οχτώ μέρες, όπως και η συγκατηγορουμένη του, κατά τη διάρκεια της διερεύνησης της υπόθεσης και αυτό το πλήγμα, στο πλαίσιο του συνόλου των περιστατικών, αρκούσε για να διασφαλίσει πως δεν θα επαναλάμβανε παρόμοια συμπεριφορά.
Πράγματι δεν ήταν στόχος η εξασφάλιση εργασίας για τη συγκατηγορούμενη του εφεσιβλήτου. Αυτό ήταν ένα ακόμα ψεύδος που χρησιμοποίησαν. Η εισήγηση όμως πως η όλη υπόθεση ήταν ζήτημα που αφορούσε στις σχέσεις του εφεσιβλήτου με τη σύζυγό του δεν είναι ορθή και δεν μπορούμε να τη δεκτούμε. Η οικογενειακή του ζωή, όπως αυτή εξελίχθηκε, όσο και αν εκείνος τη διατάραξε, αποτελεί έκφανση των προσωπικών περιστάσεων του εφεσιβλήτου που μπορούσε να συνυπολογιστεί. Όπως συνυπολογίστηκαν και οι προσωπικές περιστάσεις της συγκατηγορουμένης του, η οποία, όπως σημειώσαμε, είναι μητέρα παιδιού επτά ετών. Δεν ήταν όμως αυτό το κεντρικό χαρακτηριστικό της υπόθεσης. Εδώ διαπράχθηκαν σοβαρά αδικήματα. Ο εφεσίβλητος εξαπάτησε τις αρχές. Παρέβη και συνέβαλε στην παράβαση των Νόμων του Κράτους, σε ευαίσθητο τομέα. Με προγραμματισμό, χωρίς αμφιβολία, και ασφαλώς προς εξυπηρέτηση ιδιοτελών σκοπών. Θεωρούμε ότι η ποινή που επιβλήθηκε ήταν έκδηλα ανεπαρκής, ανεξάρτητα από το στοιχείο της συχνότητας του αδικήματος.
Διαφωνούμε όμως και με τον υπόλοιπο συλλογισμό. Η κα Παπακυριακού εισηγήθηκε πως ακριβώς, επειδή ο εφεσίβλητος είναι Κύπριος, θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι διαδραμάτισε πρωτεύοντα ρόλο, ενόψει της φύσης των αδικημάτων, στοιχείο των οποίων ήταν [*129]η συμπλήρωση εντύπων από τον ίδιο. Θα περιοριστούμε σε όσα εκτέθηκαν ως γεγονότα της υπόθεσης ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Τα οποία, όπως πρότεινε ο κ. Ερωτοκρίτου, εμφάνιζαν όμοιο το ρόλο των δύο. Έχουμε, λοιπόν, διάπραξη αδικημάτων για τα οποία, στο πλαίσιο των δεδομένων, το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά θεώρησε αναπόφευκτη την επιβολή άμεσης φυλάκισης, εξ ου και την επέβαλε στην αλλοδαπή, την οποία όμως απέφυγε να επιβάλει λόγω της υπηκοότητας του εφεσιβλήτου. Όμως είναι η συχνότητα με την οποία διαπράττεται το συγκεκριμένο αδίκημα που κατ’ αρχήν υπεισέρχεται στην εικόνα και εδώ, εξ ορισμού, η παράνομη δραστηριότητα του εφεσιβλήτου ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη προς ό,τι, όπως έκρινε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, έπρεπε να αποθαρρυνθεί.
Στο πλαίσιο του συνόλου των περιστατικών η ποινή που επιβλήθηκε ήταν εκδήλως ανεπαρκής. Επιβάλλεται η παρέμβαση μας και κρίνουμε πως είναι αναπόφευκτη η επιβολή ποινής άμεσης φυλάκισης. Το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος κρατήθηκε για οχτώ μέρες, θα συνυπολογιστεί αρμοδίως. Θα αποφύγουμε, όμως, την επιβολή και άλλης ποινής και θα παραμερίσουμε και τη διαταγή για πληρωμή από τον εφεσίβλητο του μισού των εξόδων της πρωτόδικης διαδικασίας.
Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Ο εφεσίβλητος καταδικάζεται σε φυλάκιση 2 μηνών στην 1η κατηγορία, 3 μηνών στη 2η κατηγορία, 2 μηνών στην 4η κατηγορία και ενός μηνός στην 5η κατηγορία. Οι ποινές θα συντρέχουν.
H έφεση επιτυγχάνει και οι επιβληθείσες ποινές αντικαθίστανται με συντρέχουσες ποινές φυλάκισης, όπως πιο πάνω αναφέρονται.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο