Σιακαλλή Xαράλαμπος Kυριάκου ν. Δημοκρατίας (1997) 2 ΑΑΔ 130

(1997) 2 ΑΑΔ 130

[*130]14 Mαΐου, 1997

[ΧΑΤΖΗΤΣΑΓΓΑΡΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ/στές]

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΣΙΑΚΑΛΛΗ,

Εφεσείων,

ν.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 6297)

 

Ποινική Δικονομία — Διάταγμα προσωποκράτησης υπόδικου μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσής του από το Kακουργιοδικείο — Παράγοντες που εξετάζονται από το Δικαστήριο — Δεν είναι απαραίτητη η συρροή όλων των παραγόντων — Πιθανότητα διάπραξης νέου αδικήματος — Διακριτική ευχέρεια — Tο Eφετείο δεν επεμβαίνει εκτός για πολύ σοβαρούς λόγους και σε εξαιρετικές περιπτώσεις.

Εκδίκαση ποινικών υποθέσεων — Επιβάλλεται η όσο το δυνατόν γρηγορότερη εκδίκασή τους λόγω των προβλημάτων που ενδεχομένως θα δημιουργηθούν από την καθυστέρηση.

Συνταγματικό Δίκαιο — Κατοχύρωση του δικαιώματος της προσωπικής ελευθερίας — Σε ποιες περιπτώσεις είναι επιτρεπτή η στέρηση της ελευθερίας του ατόμου — Σύνταγμα, Άρθρο 11.2(γ).

Ο εφεσείων, ο οποίος μαζί με άλλο άτομο, αντιμετώπιζε κατηγορία απόπειρας καταστροφής περιουσίας με εκρητικές ύλες, κατά παράβαση του Άρθρου 325 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, όταν παραπέμφθηκε σε δίκη στο Κακουργιοδικείο, αφέθηκε ελεύθερος με εγγύηση και άλλους όρους. Διατάχθηκε όπως παρουσιασθεί με τους ίδιους όρους και όταν παρουσιάσθηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου αρνήθηκε ενοχή. Όταν η ακρόαση της υπόθεσης αναβλήθηκε, λόγω έλλειψης χρόνου για περίπου 3 μήνες, η Κατηγορούσα Αρχή ζήτησε όπως οι κατηγορούμενοι παραμείνουν υπό κράτηση. Το Δικαστήριο διέταξε μόνο την κράτηση του εφεσείοντα όταν δόθηκε μαρτυρία από αστυφύλακα του Τ.Α.Ε. Λεμεσού ότι εξετάζεται εναντίον του καταγγελία για πρόκληση βαρειάς σωματικής βλάβης, ενώ τελούσε υπό τους όρους του διατάγματος του [*131]Δικαστηρίου. Ο εφεσείων ο οποίος εβαρύνετο με τέσσερις προηγούμενες καταδίκες, εφεσίβαλε το διάταγμα κράτησής του.

Το Εφετείο απέρριψε την έφεση και αποφάνθηκε ότι:

Οι παράγοντες που εξετάζονται από το Δικαστήριο κατά την εξέταση του ενδεχομένου κράτησης υπόδικου είναι:

1.  H πιθανότητα μη προσέλευσης του κατηγορουμένου στη δίκη. Κατά τη στάθμιση του παράγοντα αυτού, λαμβάνονται υπόψη α) η σοβαρότητα του αδικήματος, β) η πιθανότητα καταδίκης του στο βαθμό που μπορεί να προβλεφθεί από τις καταθέσεις των μαρτύρων και γ) το ύψος της προβλεπόμενης ποινής.

2.  Η πιθανότητα διάπραξης νέου αδικήματος και

3.  Η δυνατότητα επηρεασμού μαρτύρων.

Κάθε παράγοντας θα πρέπει να εξετάζεται χωριστά και η ύπαρξη οπιουδήποτε από αυτούς δικαιολογεί την έκδοση διατάγματος κράτησης.

Στην κρινόμενη υπόθεση το εκδοθέν διάταγμα δικαιολογείται με βάση τον παράγοντα υπ’ αρ. 2, ενόψει της μαρτυρίας για τη διάπραξη άλλου αδικήματος και του ιστορικού του εφεσείοντα.  Η πιθανότητα διάπραξης αδικήματος στο μέλλον, δεν μπορεί να αποδειχθεί με την αυστηρή έννοια του όρου.  Εκείνο που μετρά είναι αν με βάση όλα τα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία δημιουργείται η ισχυρή εντύπωση ότι υπάρχει τέτοια πιθανότητα.  Δεν απαιτείται ακριβής μαρτυρία για την ύπαρξη πιθανότητας διάπραξης άλλου αδικήματος.  Η πιθανότητα αυτή δεν περιορίζεται κατ’ ανάγκη σε παρόμοιο με το υπό εκδίκαση αδίκημα. Άμεσα συνδεδεμένη με την εξέταση πιθανολόγησης διάπραξης νέου αδικήματος είναι και η επιθυμία προστασίας του κοινωνικού συνόλου.

Η περίοδος των τριών ουσιαστικά μηνών μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης, δεν είναι τέτοιος χρόνος που να καθιστά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου λανθασμένη.

Η έφεση απορρίπτεται.

Aναφερόμενες υποθέσεις:

Καραγιώργης και Άλλος v. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 92,

[*132]Rodosthenous and Another v. Police, 1961 C.L.R. 50,

Tsouka v. Police, 1962 C.L.R. 261,

Βασιλείου v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 7,

Χατζηδημητρίου v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 45,

R. v. Wharton, 1955  Cr. L. R. 565,

R. v. Phillips, 32 Cr. App. R. 47,

Xαραλάμπους (Φορής) ν. Δημοκρατίας (1996) 2 A.A.Δ. 15.

Έφεση.

Έφεση από τον κατηγορούμενο 2 Xαράλαμπο Kυριάκου Σιακαλλή κατά του διατάγματος προσωποκράτησης το οποίο εκδόθηκε από το Mόνιμο Kακουργιοδικείο Λεμεσού (Hλιάδης, Π.E.Δ., Nαθαναήλ, A.E.Δ. και Γεωργίου, E.Δ.) στις 27 Φεβρουαρίου, 1997 σε σχέση με την κατηγορία απόπειρας καταστροφής περιουσίας με εκρηκτικές ύλες κατά παράβαση του Άρθρου 325 του Ποινικού Kώδικα Kεφ. 154.

E. Πουργουρίδης με Σ. Δράκο, για τον Eφεσείοντα.

Π. Kληρίδης, Aνώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Eφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΧΑΤΖΗΤΣΑΓΓΑΡΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα εκδόσει ο Φρ. Νικολαΐδης, Δ.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων και ένα άλλο πρόσωπο αντιμετωπίζουν κατηγορία απόπειρας καταστροφής περιουσίας με εκρηκτικές ύλες κατά παράβαση του άρθρου 325 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.  Όταν παραπέμφθηκαν από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού για δίκη ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου και οι δύο κατηγορούμενοι αφέθηκαν ελεύθεροι, αλλά δεσμεύτηκαν με εγγύηση και άλλους όρους.  Στις 14.10.1996 όταν οι δύο κατηγορούμενοι εμφανίστηκαν για πρώτη φορά ενώπιον του Κακουργιοδικείου αρνήθηκαν ενοχή και η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση στις 24.2.1997. Το Δικαστήριο ύστερα από σχετική αίτηση της Κατηγο[*133]ρούσας Αρχής διέταξε όπως οι κατηγορούμενοι παρουσιαστούν με τους ίδιους όρους. Όμως στις 24.2.1997 όταν η ακρόαση της υπόθεσης αναβλήθηκε λόγω έλλειψης χρόνου για τις 5.6.1997, η Κατηγορούσα Αρχή διαφοροποίησε την προηγούμενη της  θέση και ζήτησε  όπως οι κατηγορούμενοι παραμείνουν υπό κράτηση.  Το Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση ως προς τον πρώτο κατηγορούμενο, αλλά διέταξε την κράτηση του δεύτερου.  Το Κακουργιοδικείο κατέληξε στην απόφαση να διατάξει την κράτηση του δεύτερου κατηγορούμενου όταν δόθηκε μαρτυρία από αστυφύλακα που υπηρετεί στο Τ.Α.Ε. Λεμεσού ότι εξετάζεται εναντίον του καταγγελία και αναμένεται η καταχώρηση νέας ποινικής υπόθεσης για πρόκληση βαρειάς σωματικής βλάβης γιατί στις 25.1.1997, ενώ βέβαια τελούσε υπό τους όρους του διατάγματος του Δικαστηρίου και ανέμενε την εκδίκαση της παρούσας υπόθεσης, επιτέθηκε με ρόπαλο σε δύο πρόσωπα στη Λεμεσό, προκαλώντας στο ένα θλαστικό τραύμα στην κεφαλή και κάταγμα στο χέρι του άλλου.  Το Κακουργιοδικείο κατέληξε ότι η συμπεριφορά αυτή του δεύτερου κατηγορούμενου, ο οποίος θα πρέπει να σημειωθεί βαρύνεται με τέσσερις προηγούμενες καταδίκες που του επιβλήθηκαν από το 1992 μέχρι το 1994, δεν μπορούσε να παραγνωρισθεί και έτσι διέταξε την κράτησή του.

Περιορισμός της ατομικής ελευθερίας επιτρέπεται μόνο για τους λόγους και κάτω από τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στο Άρθρο 11.2 του Συντάγματος.  Η ανάγκη για τον περιορισμό  του πολίτη πρέπει να διαπιστώνεται δικαστικά σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και να επιβάλλεται από τα γεγονότα ενώπιον του Δικαστηρίου (Ανδρέας Καραγιώργης και Άλλος ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 92).

Η πιθανότητα μη προσέλευσης των κατηγορουμένων στη δίκη είναι ο βασικός παράγοντας που εξετάζεται από το δικαστήριο κατά την εξέταση του ενδεχόμενου κράτησής του. Κατά τη στάθμιση του παράγοντα αυτού λαμβάνονται υπ’ όψη η σοβαρότητα του αδικήματος, η πιθανότητα καταδίκης του στο βαθμό που μπορεί να προβλεφθεί από τις καταθέσεις των μαρτύρων και το ύψος της ποινής που προβλέπεται. Όμως ο κίνδυνος μη προσέλευσης δεν αποτελεί και το μοναδικό παράγοντα που λαμβάνεται υπ’ όψη.  Άλλοι παράγοντες είναι η πιθανότητα διάπραξης του ίδιου ή άλλου αδικήματος, καθώς και η δυνατότητα επηρεασμού μαρτύρων.  Δεν είναι απαραίτητο να συνυπάρχουν όλοι οι παράγοντες, αλλά ένας ή περισσότεροι από αυτούς μπορεί να αποτελέσουν τον αποφασιστικό παράγοντα για την απόφαση του δικαστηρίου (Lefkios Rodosthenous and Another v. The Police, 1961 C.L.R. 50, Michael Apostolou Tsouka v. The Police, 1962 C.L.R. 261).  Κάθε παράγοντας θα πρέπει να εξε[*134]τάζεται χωριστά και η ύπαρξη οποιουδήποτε από αυτούς δικαιολογεί την έκδοση διατάγματος κράτησης.  Ακριβώς στην υπόθεση Κλεάνθης Γεωργίου Βασιλείου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση 6248, ημερ. 10.1.1997 τονίστηκε ότι η άποψη ότι πρέπει σε κάθε περίπτωση να υπάρχει συρροή όλων των παραγόντων που καθιέρωσε η νομολογία, περιλαμβανομένης και της πιθανότητας επανάληψης των αδικημάτων για τα οποία κάποιος κατηγορείται, δεν βρίσκει έρεισμα ούτε στη λογική ούτε στη νομολογία.

Ο πρώτος λόγος έφεσης ουσιαστικά αναφέρεται στον ισχυρισμό ότι το Δικαστήριο δεν κατέληξε σε συγκεκριμένη διαπίστωση ως προς την πιθανότητα διάπραξης από τον εφεσείοντα άλλου αδικήματος.  Με άλλα λόγια το αδίκημα που πιθανολογείται ότι θα διαπράξει ο κατηγορούμενος πρέπει να συγκεκριμενοποιείται και δεν είναι αρκετό να λεχθεί ότι αν αφεθεί ελεύθερος θα διαπράξει νέο αδίκημα. Είναι αλήθεια ότι η κράτηση δεν αποτελεί τιμωρία, ούτε μπορεί να χρησιμοποιείται αφηρημένα για την πρόληψη διάπραξης άλλων αδικημάτων.  Το δικαστήριο θα πρέπει πάντα να ξεκινά από την αρχή ότι η ελευθερία του ατόμου είναι κατοχυρωμένη συνταγματικά και ότι η κράτηση χωρίς την επιβολή ποινής αποτελεί μέτρο κατ’ εξαίρεση. Η πιθανότητα διάπραξης άλλου αδικήματος είναι ένας από τους παράγοντες που το δικαστήριο λαμβάνει υπ’ όψη κατά τη στάθμιση των πραγμάτων.  Δεν συμφωνούμε ότι στην παρούσα υπόθεση το Δικαστήριο δεν κατέληξε ως προς την πιθανότητα διάπραξης συγκεκριμένου αδικήματος.  Αντίθετα ασχολήθηκε με το θέμα σε κάποια έκταση.  Εξ άλλου το Δικαστήριο είχε ενώπιόν του μαρτυρία για τη διάπραξη νέου συγκεκριμένου αδικήματος εναντίον δύο προσώπων, γεγονός που από μόνο του ενίσχυσε σε μεγάλο βαθμό την πιθανολόγηση.

Η σημασία που δίδεται στον παράγοντα της πιθανολόγησης διάπραξης νέου αδικήματος ουσιαστικά αντανακλά την προσπάθεια προστασίας του κοινωνικού συνόλου στις περιπτώσεις όπου η διάπραξη νέου αδικήματος από κατηγορούμενο είναι πιθανή.  Στην παρούσα υπόθεση το όλο θέμα δεν ανάγεται πλέον σε πιθανολόγηση, αλλά σε ισχυρή πιθανολόγηση γιατί ο συγκεκριμένος κατηγορούμενος, σύμφωνα πάντα με τους ισχυρισμούς της Κατηγορούσας Αρχής, έχει ήδη διαπράξει άλλο αδίκημα. Αφού μεταξύ των συντεταγμένων που λαμβάνονται υπ’ όψη είναι εκτός από το ποινικό του μητρώο και οι τάσεις που ο κατηγορούμενος επιδεικνύει, το Δικαστήριο είχε κάθε λόγο να θεωρήσει ότι ο παράγοντας αυτός ικανοποιείτο. Η πιθανότητα διάπραξης άλλου αδικήματος δεν βρίσκει έρεισμα μόνο στο γεγονός ότι ο εφεσείων βαρύνεται με προηγούμενες καταδίκες, αλλά και  στην εκ πρώτης όψεως συμπεριφορά που επέ[*135]δειξε μετά την έναρξη της παρούσας διαδικασίας.

Προβλήθηκε επίσης το επιχείρημα ότι για να καταλήξει το Δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι υπάρχει πιθανότητα διάπραξης άλλου αδικήματος απαιτείται ισχυρή μαρτυρία.  Τέθηκε ότι η ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία δεν δικαιολογούσε την απόφαση γιατί εξαντλείτο μόνο στη μαρτυρία ενός αστυφύλακα, χωρίς μαρτυρία από τους παραπονούμενους. Όπως τονίζεται και στην υπόθεση Φώτος Χατζηδημητρίου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση 6285, ημερ. 5.3.1997, η πρόβλεψη αναφορικά με την ύπαρξη και αποτίμηση των διάφορων κινδύνων που σταθμίζονται κατά την εξέταση του ενδεχόμενου κράτησης, όπως είναι η πιθανότητα διάπραξης στο μεταξύ άλλων αδικημάτων, δεν μπορεί παρά να στηρίζεται είτε σε στοιχεία που προέρχονται από το ιστορικό του υπόδικου ή της υπόθεσης, είτε σε εγγενείς ενδείξεις που χαρακτηρίζουν την ιδιαίτερη υφή της. Τα στοιχεία που είναι σχετικά περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τη συμπεριφορά του κατηγορούμενου στο παρελθόν, όπως η προσέλευσή του ή μη στο δικαστήριο σε προηγούμενες περιπτώσεις ή η προηγούμενη καταδίκη για παρόμοια αδικήματα, αλλά και τις τάσεις που επιδεικνύει και οι οποίες ανάγονται βέβαια στο μέλλον, όπως είναι η πιθανότητα επηρεασμού μαρτύρων ή η πιθανολόγηση περί της διάπραξης και άλλων αδικημάτων.

Για κατάληξη σε συμπέρασμα για την ύπαρξη πιθανότητας διάπραξης άλλου αδικήματος δεν απαιτείται ακριβής μαρτυρία. Αρκεί αν με βάση όλα τα ενώπιον του δικαστηρίου στοιχεία δημιουργείται η ισχυρή εντύπωση ότι υπάρχει η πιθανότητα.  Πλήρης απόδειξη της πιθανότητας διάπραξης άλλου αδικήματος δεν είναι εξ άλλου ούτε και θεωρητικά δυνατή.  Διερωτάται κανένας πώς μπορεί να αποδειχθεί μία πιθανολόγηση.  Το δικαστήριο μπορεί, τηρώντας πάντα ορισμένους κανόνες, να καταλήξει σε συμπεράσματα ως προς την πιθανότητα διάπραξης αδικήματος, αλλά σίγουρα δεν μπορεί να αναμένεται ότι η πιθανότητα διάπραξης αδικήματος στο μέλλον μπορεί να αποδειχθεί με την αυστηρή έννοια του όρου.  Η πιθανολόγηση αναφέρεται σε τάση για συγκεκριμένη συμπεριφορά του κατηγορούμενου στο μέλλον, για την οποία το δικαστήριο μπορεί να καταλήξει σε κάποια συμπεράσματα βασιζόμενο μεταξύ άλλων, στο ιστορικό του ή σε διάφορες άλλες περιστάσεις.  Στην παρούσα υπόθεση το Δικαστήριο είχε ενώπιόν του, όχι απλά αόριστους φόβους περί διάπραξης άλλου αδικήματος, αλλά θετική μαρτυρία για την εξέταση αδικήματος που, όπως η Κατηγορούσα Αρχή ισχυρίστηκε, ο εφεσείων ήδη διέπραξε.  Ήταν επιτρεπτό, το Δικαστήριο αξιολογώντας όλο το ενώπιόν του υλικό, να εκτιμήσει μέσα στα πλαίσια της άσκησης της διακριτικής του ευχέρειας ότι υπήρχε σοβαρή πιθα[*136]νότητα διάπραξης άλλου αδικήματος.

Άλλο σημείο που έχει εγερθεί από τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντος είναι ότι το αδίκημα που πιθανολογείται θα πρέπει να είναι του ίδιου είδους με το υπό εκδίκαση, είτε να σχετίζεται με τον επηρεασμό μαρτύρων ή με την προσέλευση ή μη του κατηγορούμενου στη δίκη του.  Η θέση αυτή δεν έχει έρεισμα στη νομολογία.  Η πιθανότητα διάπραξης άλλου αδικήματος δεν περιορίζεται κατ’ ανάγκη σε παρόμοιο με το υπό εκδίκαση αδίκημα (Lefkios Rodosthenous and Another v. The Police, ανωτέρω). Δε διαφωνούμε ότι ο κύριος σκοπός της κράτησης του υπόδικου είναι η εξασφάλιση της παρουσίας του στο δικαστήριο και όχι η τιμωρία του, αλλά ο παράγοντας αυτός δεν είναι και ο μόνος που λαμβάνεται υπ’ όψη.  Η έννοια της εξέτασης της πιθανολόγησης διάπραξης νέου αδικήματος δεν συνδέεται μόνο με το υπό εξέταση αδίκημα, αλλά και με την επιθυμία προστασίας του κοινωνικού συνόλου.  Ακόμα μπορεί να λεχθεί ότι εξυπηρετούνται και τα συμφέροντα του ίδιου του κατηγορούμενου ο οποίος λόγω του περιορισμού του αποτρέπεται από τη διάπραξη νέων αδικημάτων που επιφέρουν τιμωρία (βλέπε R. v. Wharton 1955 Cr. L. R. 565). Όπως έχει λεχθεί και στην υπόθεση R. v. Phillips 32 Cr. App. R. 47 ορισμένα αδικήματα δεν είναι πιθανόν να επαναληφθούν κατά την περίοδο που εκκρεμεί η διαδικασία, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις η απόλυση στο κοινωνικό σύνολο προσώπου με βεβαρυμένο ποινικό μητρώο που συνελήφθη για τη διάπραξη νέου αδικήματος πριν ακόμα αντιμετωπίσει την εναντίον του κατηγορία δεν ενδείκνυται.  Στο τέλος της ημέρας το δικαστήριο έχει να σταθμίσει την ελευθερία του συγκεκριμένου κατηγορούμενου, υπό το φως πάντοτε όλων όσων έχουν λεχθεί προηγουμένως, με την ανάγκη προστασίας του κοινωνικού συνόλου.  Εν πάση περιπτώσει και ανεξάρτητα με τις πιο πάνω αρχές, στην παρούσα υπόθεση ο εφεσείων που αναμένει την εκδίκαση αδικήματος άσκησης βίας, δηλαδή απόπειρα καταστροφής περιουσίας με εκρηκτικές ύλες, διέπραξε ήδη επίθεση και πρόκληση σωματικής βλάβης, που είναι επίσης αδίκημα που σχετίζεται με την άσκηση βίας.  Το γεγονός αυτό συνιστά από μόνο του, αλλά και συνδυασμένο με το ιστορικό του κατηγορούμενου, ισχυρή ένδειξη ή πιθανολόγηση για τη διάπραξη και άλλου αδικήματος βίας.

Το τελευταίο επιχείρημα που προβλήθηκε είναι ότι το Δικαστήριο δεν έλαβε υπ’ όψη το χρόνο που ο κατηγορούμενος θα παραμείνει υπό κράτηση. Προτάθηκε ότι ο χρόνος από τις 27.2.1997 ημερομηνία έκδοσης του εντάλματος κράτησής του μέχρι τις 5.6.1997 που η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση, είναι υπερβολικός.  Αναμφίβολα ο χρόνος της κράτησης είναι παράγοντας που πρέπει να λαμβάνε[*137]ται σοβαρά υπ’ όψη από το δικαστήριο. Το Σύνταγμά μας, αντίθετα με την περίπτωση της κράτησης για διερεύνηση αδικήματος, δεν προβλέπει συνολικό χρόνο κράτησης.  Βέβαια αυτό δε δίδει δικαίωμα για επ’ αόριστο κράτηση, γιατί δεν πρέπει ποτέ να μας διαφεύγει ο κατ’ εξαίρεση χαρακτήρας της κράτησης ατόμου χωρίς καταδίκη από αρμόδιο δικαστήριο.  Στην παρούσα υπόθεση όμως δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι περίοδος τριών ουσιαστικά μηνών μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης είναι τέτοιος χρόνος που καθιστά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου λανθασμένη.  Λαμβάνουμε την ευκαιρία να τονίσουμε για μια ακόμη φορά την ανάγκη για όσο το δυνατό γρηγορότερη εκδίκαση των ποινικών υποθέσεων, ακριβώς λόγω των προβλημάτων που πιθανόν να δημιουργηθούν από την καθυστέρηση.

Πριν τελειώσουμε θα πρέπει να πούμε ότι στο Άρθρο 11.2(γ) του Συντάγματος επιτρέπεται η στέρηση της ελευθερίας ατόμου όχι μόνο προς το σκοπό προσαγωγής του ενώπιον της αρμόδιας αρχής με την εύλογη υπόνοια ότι διέπραξε αδίκημα, αλλά ακόμα και όταν η κράτηση μπορεί να θεωρηθεί ευλόγως αναγκαία προς παρεμπόδιση διάπραξης αδικήματος ή απόδρασης.  Η αναφορά του Συντάγματος στην ευλόγως αναγκαία κράτηση προς παρεμπόδιση διάπραξης αδικήματος δίνει ακριβώς και το μέτρο που θα πρέπει να χαρακτηρίζει τις υποθέσεις αυτές. 

Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η απόφαση του Δικαστηρίου δεν αποτελεί διαφοροποίηση ήδη εκδοθέντος διατάγματος, αφού για πρώτη φορά το Δικαστήριο εξέτασε αίτημα της Κατηγορούσας Αρχής για κράτηση του κατηγορούμενου.  Η Κατηγορούσα Αρχή, όπως είχε εξάλλου και το δικαίωμα, ζήτησε για πρώτη φορά την κράτηση του δεύτερου κατηγορούμενου και το Δικαστήριο αφού εξέτασε όλες τις πτυχές που τέθηκαν ενώπιόν του και ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια κατέληξε στη συγκεκριμένη απόφαση. Είναι γνωστή η αρχή ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου δικαστηρίου εκτός για πολύ σοβαρούς λόγους και σε εξαιρετικές περιπτώσεις (βλ. μεταξύ άλλων Χαράλαμπος Ονησιφόρου Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφεση 6092, ημερ. 26.1.1996). Εξετάζοντας την απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου καταλήγουμε ότι αυτό άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια ορθά και δεν βρίσκουμε κανένα απολύτως λόγο για να επέμβουμε.

Η έφεση απορρίπτεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο