Συμιλλίδης Aναστάσιος ν. Aστυνομίας (Aρ. 2) (1997) 2 ΑΑΔ 165

(1997) 2 ΑΑΔ 165

[*165]13 Ιουνίου, 1997

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στές]

ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΣΥΜΙΛΛΙΔΗΣ,

Εφεσείων,

ν.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ (AΡ. 2),

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 6336)

 

Διάταγμα προσωποκράτησης — Έφεση εναντίον διατάγματος ανανέωσης προσωρινής κράτησης υπόπτου για απόπειρα φόνου, για άλλες οκτώ ημέρες — Λόγο έφεσης αποτέλεσε η απόρριψη αίτησης της υπεράσπισης για παρουσίαση καταθέσεων που πήρε η Αστυνομία, περιλαμβανομένης και της ιδιόχειρης ένορκης κατάθεσης του θύματος, ότι αναγνώρισε τον ύποπτο σαν ένα από τους δράστες — Κατά πόσο ακολουθήθηκε η ορθή διαδικασία.

Διερεύνηση ποινικών υποθέσεων — Διάταγμα προσωποκράτησης — Ποιο το εφαρμοστέο κριτήριο για έκδοσή του.

Νομολογία — Δικαστικό προηγούμενο — Ποια η βαρύτητα δικαστικού προηγούμενου που δε συγκλίνει προς την υφιστάμενη νομολογία.

Ποινικό Δίκαιο — Παρουσίαση ως τεκμηρίων, κατόπιν αιτήματος της υπεράσπισης, καταθέσεων που πήρε η Αστυνομία — Κατά πόσο είναι επιτρεπτή κατά τη διαδικασία προφυλάκισης.

Το Εφετείο απέρριψε την έφεση και αποφάνθηκε ότι:

H παρουσίαση ή η δημοσιοποίηση των καταθέσεων, στο στάδιο που ζητήθηκε, είναι δυνατό να υπερφαλαγγίσει ή να εξουδετερώσει τον σκοπό της αστυνομικής ανάκρισης. Υιοθέτηση τέτοιου κανόνα, θα καθιστούσε το ανακριτικό έργο αναποτελεσματικό. Το γενικό συμφέρον στην καταστολή του εγκλήματος θα παραβλαπτόταν ανεπανόρθωτα.  Η διαδικασία που ακολουθήθηκε στην παρούσα υπόθεση ήταν η ενδεδειγμένη.

[*166]Η υπόθεση Ellinas, την οποία επικαλέσθηκε ο εφεσείων, δεν είναι ευθυγραμισμένη με την υπόλοιπη νομολογία επί του θέματος και αυτοπεριορίζεται στα γεγονότα της χωρίς να έχει θέσει κανόνα δικαίου ευρύτερης εφαρμογής.

Η έφεση θα απερρίπτετο και για τον πρόσθετο λόγο ότι το ζήτημα της ύπαρξης ευλόγων υπονοιών, που συνδέουν τον ύποπτο με το έγκλημα, κρίθηκε κατά τη διαδικασία έκδοσης του πρώτου διατάγματος προσωποκράτησης και η ορθότητά του ευρήματος επικυρώθηκε από το Εφετείο.

Η έφεση απορρίπτεται.

Aναφερόμενες υποθέσεις:

Stamataris and Another v. Police (1983) 2 C.L.R. 107,

Ellinas v. Police (1987) 2 C.L.R. 121,

Tsirides v. Police (1973) 2 C.L.R. 204,

Economides and Another v. Police (1983) 2 C.L.R. 301,

Scruttons Ltd v. Midland Silicones Ltd [1962] 1 All E.R. 1.

Έφεση.

Έφεση από τον Aναστάσιο Συμιλλίδη εναντίον του διατάγματος ανανέωσης της προσωρινής κράτησης το οποίο εκδόθηκε από το Eπαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακος, (Kληρίδης A.E.Δ.), στις 9 Iουνίου, 1997 κατά την εξέταση υπόθεσης απόπειρας φόνου.

Μ. Τριανταφυλλίδης με τις Α. Μιλτιάδους και Λ. Στυλιανού, για τον Eφεσείοντα.

Λ. Λουκαΐδης, Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας, για την Eφεσίβλητη.

ΔIKAΣTHPIO: Την απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Σ. Νικήτας.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Η αστυνομία εξετάζει υπόθεση απόπειρας φόνου.  O εφεσείων είχε συλληφθεί για το αδίκημα αυτό ως ύποπτος. Και εκδόθηκε διάταγμα προσωποκράτησής του για περίοδο 8 ημε[*167]ρών. Ο εφεσείων αμφισβήτησε τη νομιμότητά της υποβάλλοντας έφεση, που εκδικάστηκε την προηγούμενη εβδομάδα. Το Εφετείο, με άλλη σύνθεση, επικύρωσε το διάταγμα.  Αντικείμενο της κρινόμενης έφεσης είναι διάταγμα ανανέωσης της προσωρινής κράτησης για άλλες 8 ημέρες.

Το δικαστήριο που δίκασε έκρινε, βασιζόμενο στη Stamataris and Another v. The Police (1983) 2 C.L.R. 107 και στα κριτήρια που διέπουν την παράταση κράτησης υπόπτου, ότι η αστυνομία δεν ολιγώρησε στη διερεύνηση των συνθηκών του εγκλήματος, αλλά η παράταση ήταν αναγκαία για τη συνέχιση του ανακριτικού έργου. 

Η έφεση έχει ένα και μοναδικό λόγο.  Εγείρει όμως θέμα ευρύτερης σημασίας για την εφαρμογή του ποινικού δικαίου.  Και αφορά τη μη παρουσίαση ως τεκμηρίων, κατόπιν αιτήματος της υπεράσπισης, τριών καταθέσεων, που πήρε η αστυνομία, περιλαμβανομένης και της ιδιόχειρης κατάθεσης που έδωσε το θύμα.  Έχει προκύψει ότι λόγω του τραυματισμού του δεν μπορεί να μιλήσει.  Ο δικηγόρος του υπόπτου, κατά τη συζήτηση, περιόρισε το παράπονο σε αυτή μόνο την κατάθεση.  Το αστυνομικό όργανο που ζήτησε την προφυλάκιση αναφέρθηκε σε ένα σημείο της κατάθεσης αυτής, ότι το θύμα αναγνώρισε τον ύποπτο σαν ένα από τους δράστες της απόπειρας εναντίον του.  Το δικαστήριο αρνήθηκε να επιτρέψει την προσκομιδή της κατάθεσης, ούτε αυτή τέθηκε στη διάθεση της υπεράσπισης. Γιαυτό ο κ. Τριανταφυλλίδης είπε στο δικάσαν δικαστήριο τα εξής που παραθέτουμε γιατί συγκεφαλαιώνουν το επιχείρημα και τη θέση που πρόβαλε σε μας:

“Αυτή η κατάθεση πλέον είναι τεκμήριο στην υπόθεση δεν είναι απλώς κάτι προς την αστυνομία διότι είναι εκείνο που θα τους έλεγε διότι δεν μπορούσε να τους πει και έγραψε.  Ξέρουμε από πού προέρχεται. Πώς μπορώ να κάμω εγώ επιχειρηματολογία αν είναι αρκετά ενοχοποιητική ή όχι για να δικαιολογείται εύλογος υποψία αν δεν την δω πώς είναι διατυπωμένη και τι ζημιά θα πάθει το ανακριτικό τους εργο αν την δω;  Αυτό θέλω να μάθω.”

Περαιτέρω ο κ. Τριανταφυλλίδης επικαλέστηκε και βασίστηκε στην υπόθεση Yiannakis Ellinas v. The Police (1987) 2 C.L.R. 121, 124.  Κρίθηκε στην περίπτωση εκείνη ότι η μη αποκάλυψη, κατά τη διαδικασία προφυλάκισης, ορισμένων εγγράφων στην υπεράσπιση αποτελεί κατάφωρη παραβίαση του αξιώματος της φυσικής δικαιοσύνης audi alteram partem, που οδήγησε σε ακύρωση του διατάγματος. Μπορεί εδώ να λεχθεί ότι ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας τη διαφοροποίησε γιατί εκεί ήταν ολότελα άγνωστο το περιεχόμενο [*168]των εγγράφων.  Στην παρούσα περίπτωση υπήρχε, όπως υπέδειξε, ένορκη μαρτυρία ότι το σημείο που αναφέρθηκε ο μάρτυς αστυνομικός θίγηκε όντως στην κατάθεση, γεγονός που διαπίστωσε το δικαστήριο που την έλεγξε για το σκοπό αυτό. 

Έχουμε τη σαφή άποψη ότι η παρουσίαση ή δημοσιοποίηση των καταθέσεων στο στάδιο αυτό είναι δυνατό να υπερφαλαγγίσει ή να εξουδετερώσει για ευνόητους λόγους το σκοπό της αστυνομικής ανάκρισης. Υιοθέτηση τέτοιου κανόνα θα καθιστούσε το ανακριτικό έργο αναποτελεσματικό. Το γενικό συμφέρον στην καταστολή του εγκλήματος θα παραβλαπτόταν ανεπανόρθωτα. Θα ήταν δυσχερής ή αδύνατη η διερεύνηση του εγκλήματος και η προσαγωγή των υπόπτων μπροστά στη δικαιοσύνη.  Εδώ υπήρχε ένορκη μαρτυρία που ασφαλώς θα είχε συνέπειες για το αστυνομικό όργανο αν ήταν ψευδής.  Ανεξάρτητα από αυτό υπήρχε ο έλεγχος του δικαστηρίου.  Κατά την άποψή μας η διαδικασία υπήρξε άψογη.  Εξάλλου ο περιορισμός της προσωπικής ελευθερίας που συνεπάγεται η προφυλάκιση δεν αποτελεί αυτοσκοπό,  αλλά είναι μέσον που έχει στόχο τη διεξαγωγή ή συμπλήρωση των ανακρίσεων για εξιχνίαση του εγκλήματος, με εχέγγυα φυσικά στον ύποπτο που παρέχει το άρθρο 11 του Συντάγματος. 

Τις απόψεις που έχουμε εκφράσει ισχυροποιούν πιστεύουμε οι αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου τις οποίες μας παρέθεσε ο κ. Λουκαΐδης: Winterwerp Case, 24 October 1979, Series A: judgments and Decisions Vol. 33, Case of Fox, Campbell and Hartley, 30 August 1990, Series A:  Judgments and Decisions Vol. 182, Wassink case, 27 September 1990, Series A: Judgments and Decisions Vol. 185.

Θα απορρίπταμε όμως την έφεση και για τον πρόσθετο λόγο ότι το ζήτημα πως υφίστανται εύλογες υπόνοιες, που συνδέουν τον ύποπτο με το έγκλημα, κρίθηκε κατά την πρώτη διαδικασία και η ορθότητα του ευρήματος επικυρώθηκε από την εφετειακή απόφαση.

Ένα σύντομο τελευταίο σχόλιο για την υπόθεση Ellinas.  Δεν είναι ευθυγραμμισμένη με την υπόλοιπη νομολογία μας επί του θέματος για παράδειγμα την υπόθεση Costas Tsirides v. The Police (1973) 2 C.L.R. 204, η οποία έχει αναφερθεί στη διαδικασία αυτή και περαιτέρω τη νομολογία πoυ την ακολούθησε όπως, λ.χ., την υπόθεση Economides and Another v. The Police (1983) 2 C.L.R. 301, 317.  Εξάλλου όπως ρητά λέγει η ίδια η απόφαση αυτοπεριορίζεται στα γεγονότα της χωρίς να έχει θέσει κανόνα δικαίου ευρύτερης εφαρμογής.  Για το χειρισμό δικαστικού προηγούμενου που δεν συγκλίνει προς τα νομολογηθέντα εύστοχη αναφορά μπορεί να γίνει στην [*169]Scruttons Ltd. v. Midland Silicones Ltd. [1962] 1 All E.R. 1, 12, ιδιαίτερα σε ότι έχουμε υπογραμμίσει:

“Ι would certainly not lightly disregard or depart from any ratio decidendi of this House.  But there are at least three classes of case where I think we are entitled to question or limit it: first, where it is obscure, secondly, where the decision itself is out of line with other authorities or established principles, and thirdly, where it is much wider than was necessary for the decision so that it becomes a question of how far it is proper to distinguish the earlier decision.”

Η έφεση απορρίπτεται.

H έφεση απορρίπτεται.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο