Δημητρίου Δημήτρης ν. Aστυνομίας (1997) 2 ΑΑΔ 190

(1997) 2 ΑΑΔ 190

[*190]20 Ιουνίου, 1997

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στές]

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,

Εφεσείων,

ν.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ,

Εφεσίβλητη.

(Ποινική Έφεση Aρ. 6295)

 

Τροχαία αδικήματα — Αμελής οδήγηση — Ποια η ενδεδειγμένη συμπεριφορά οδηγού όταν βρεθεί ενώπιον διλήμματος επικείμενης σύγκρουσης — Είσοδος αυτοκινήτου από πάροδο σε κύριο δρόμο ανακόπτοντας την πορεία του εφεσείοντα, ο οποίος στην προσπάθεια του να αποφύγει τη σύγκρουση, προσπάθησε να το προσπεράσει.

Απόδειξη — Αξιοπιστία μαρτύρων — Καταδίκη η οποία δεν υποστηρίζεται από αποδεκτή μαρτυρία και/ή βασίζεται σε μαρτυρία της οποίας η αξιοπιστία αμφισβητείται από το Δικαστήριο, υπόκειται σε ακύρωση.

Το αυτοκίνητο του παραπονουμένου προπορευόταν εκείνου του εφεσείοντα.  Το δυστύχημα έγινε στη δεξιά πλευρά του δρόμου, σε σχέση με την κατεύθυνση των δύο οχημάτων, στη συμβολή του με αγροτικό δρόμο.  Ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι το αυτοκίνητο του παραπονουμένου παρεμβλήθηκε στην πορεία του με την είσοδο του στον κύριο δρόμο από δεξιά πάροδο, ενώ απόσταση 50 περίπου μέτρων χώριζε τα δύο αυτοκίνητα.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε τον εφεσείοντα ένοχο αμέλειας με βάση τη μαρτυρία του παραπονούμενου, σύμφωνα με την οποία το δυστύχημα συνέβηκε όταν το όχημα του εφεσείοντα προσπάθησε να τον προσπεράσει όταν αυτός έδειχνε ότι θα στρίψει δεξιά στον αγροτικό δρόμο.

Ο εφεσείων, προσβάλλοντας την πρωτόδικη απόφαση, ισχυρίστηκε ότι, η ετυμηγορία του Δικαστηρίου δεν υποστηρίζεται από την παραδεκτή μαρτυρία αφενός και ότι έρχεται σε αντίθεση προς την κρίση του [*191]Δικαστηρίου για την αξιοπιστία του παραπονουμένου αφετέρου.

Το Εφετείο αποδέκτηκε την έφεση και αποφάνθηκε ότι:

Τα ίχνη τροχοπέδησης, που αποτελούν την πραγματική μαρτυρία, δε ρίχνουν φως στα προηγηθέντα της σύγκρουσης, ούτε παρέχουν ένδειξη για το βάσιμο των δύο εκδοχών.

Η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δε μπορούσε να προσδιοριστεί η απόσταση μεταξύ των δύο οχημάτων λόγω έλλειψης αποδεκτής μαρτυρίας, είναι εσφαλμένη.  Σύμφωνα με την κατάθεση του εφεσείοντα, η οποία είχε προσαχθεί από την κατηγορούσα αρχή, η απόσταση αυτή ήταν πολύ μικρή, ώστε να δημιουργείται άμεσος κίνδυνος σύγκρουσης μεταξύ των δύο οχημάτων.  Είναι υπό το πρίσμα αυτού του διλήμματος που έπρεπε να κριθεί η προσπάθεια του εφεσείοντα να αποτρέψει τη σύγκρουση. 

Η απόρριψη της εκδοχής του εφεσείοντα όπως και η απόδοση σ’ αυτόν ευθύνης για τα μέτρα που πήρε προς αποφυγή της σύγκρουσης, υπό την πίεση του διλήμματος που αντιμετώπιζε, είναι εσφαλμένες.

Η έφεση επιτρέπεται. Ο εφεσείων απαλλάσσεται και αθωώνεται.

Aναφερόμενη υπόθεση:

Νικολαΐδης κ.ά. v. Κλεοβούλου (1992) 1 Α.Α.Δ. 422.

Έφεση εναντίον Kαταδίκης.

Έφεση εναντίον της καταδίκης από το Δημήτρη Δημητρίου ο οποίος βρέθηκε ένοχος στις 6 Φεβρουαρίου, 1997 από το Eπαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας (Kαλογήρου, Προσ. E.Δ.) (Ποινική Yπόθεση Aρ. 2163/96) στην κατηγορία της αμελούς οδήγησης κατά παράβαση των Άρθρων 8 και 19(1)(4) του περί Mηχανοκινήτων Oχημάτων και Tροχαίας Kινήσεως Nόμου 86/72.

Γ. Λουκαΐδης, για τον Eφεσείοντα.

Λ. Ζαννέτου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Eφεσίβλητη.

ΔIKAΣTHPIO: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ. Μ. Πικής, Π.

[*192]ΠΙΚΗΣ, Π.:  Ο εφεσείων προσβάλλει την καταδίκη του για αμελή οδήγηση.  Η κατηγορία προέκυψε από τη σύγκρουση  των οχημάτων που οδηγούσαν αντίστοιχα, ο εφεσείων το φορτηγό DHH 754, και ο παραπονούμενος το ημιφορτηγό RW 654, στο δρόμο Καλαβασού - Ζυγίου.  Άμεση μαρτυρία για τις συνθήκες του δυστυχήματος δόθηκε από τον παραπονούμενο (Μ.Κ.2).  Η εκδοχή του εφεσείοντα για τις συνθήκες του δυστυχήματος περιέχεται σε κατάθεσή του στην αστυνομία η οποία προσάχθηκε ως μέρος της υπόθεσης της κατηγορούσας αρχής και η οποία υιοθετήθηκε κατά τη δίκη με την ανώμοτη κατάθεση στην οποία προέβη από το εδώλιο του κατηγορουμένου.  Ο αστυνομικός ο οποίος ερεύνησε το δυστύχημα αποτύπωσε τα ευρήματά του σε πρόχειρο σχεδιάγραμμα στο οποίο απεικονίζεται η πραγματική μαρτυρία συνιστάμενη, κατά κύριο λόγο, στα ίχνη τροχοπέδησης του αυτοκινήτου του εφεσείοντα, τα οποία σηματοδοτούν την πορεία του, αμέσως πριν και κατά την ώρα της σύγκρουσης.

Το αυτοκίνητο του παραπονούμενου προπορευόταν εκείνου του εφεσείοντα. Το δυστύχημα έγινε στη δεξιά πλευρά του δρόμου, (λαμβάνοντας υπόψη την κατεύθυνση των δύο οχημάτων), στη συμβολή του με αγροτικό δρόμο.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε τον εφεσείοντα ένοχο αμέλειας αφού διαπίστωσε ότι γενεσιουργός αιτία του δυστυχήματος υπήρξε η προσπάθειά του να προσπεράσει τον παραπονούμενο ενώ ο δείκτης του αυτοκινήτου του τελευταίου  έδειχνε ότι θα εστρίβε δεξιά στον αγροτικό δρόμο.

Η θέση του εφεσείοντα είναι ότι το εύρημα, στο οποίο στηρίζεται η ετυμηγορία του Δικαστηρίου, δεν ευρίσκει έρεισμα στην παραδεκτή μαρτυρία αφενός, και ότι είναι αντινομικό προς την κρίση του Δικαστηρίου για την αξιοπιστία του παραπονουμένου, αφετέρου.

Η δικηγόρος της Δημοκρατίας η οποία εκπροσώπησε το Γενικό Εισαγγελέα υποστήριξε τόσο τα ευρήματα όσο και την κατάληξη του Δικαστηρίου.

Αρχίζουμε από το εύρημα για την υπόσταση της μαρτυρίας του παραπονουμένου. Αυτό περιέχεται στην ακόλουθη περικοπή της απόφασης:

“Γενικά ο μάρτυρας αυτός δεν μου έκανε καλή εντύπωση και εκτός όπου η μαρτυρία του δεν έρχεται σε αντίθεση με την υπόλοιπη μαρτυρία δεν την αποδέχομαι.”

[*193]Ποία ήταν η υπόλοιπη μαρτυρία;  Η κατάθεση του παραπονουμένου στην αστυνομία και η μαρτυρία του αστυνομικού που εξέτασε το δυστύχημα.  Η εκδοχή του εφεσείοντα η οποία προβάλλεται στην κατάθεσή του είναι η ακόλουθη:  Ενώ όδευε στην αριστερή πλευρά του δρόμου με ταχύτητα 60 - 70 χιλιομέτρων την ώρα, το όχημα του παραπονουμένου εισήλθε στο δρόμο από δεξιά πάροδο και παρενεβλήθη στην πορεία του ενώ απόσταση μόνο 50 (περίπου) μέτρων χώριζε τα δύο αυτοκίνητα.  Ο δείκτης του αυτοκινήτου του παραπονουμένου έδειχνε ότι θα έστριβε δεξιά, όταν εισήλθε στο δρόμο, και συνέχισε να δείχνει στροφή προς την ιδία κατεύθυνση.  Η μικρή απόσταση, μεταξύ των δύο αυτοκινήτων, καθιστούσε το ενδεχόμενο σύγκρουσης ορατό και πιθανό. Αναλογιζόμενος αυτόν τον κίνδυνο και στην προσπάθειά του να τον αποτρέψει, ο εφεσείων προσπάθησε να προσπεράσει το αυτοκίνητο του παραπονουμένου.  Το δυστύχημα έγινε όταν ο τελευταίος έστριψε δεξιά για να εισέλθει στον επόμενο αγροτικό δρόμο. Ο παραπονούμενος, αγνοώντας την παρουσία του αυτοκινήτου του εφεσείοντα στη δεξιά πλευρά του δρόμου, έστριψε δεξιά, οπόταν τα δύο οχήματα συγκρούστηκαν στη συμβολή του δρόμου Καλαβασού - Ζυγίου και του αγροτικού δρόμου.  Η απόσταση μεταξύ των δύο αγροτικών δρόμων, εκείνου από τον οποίον εισήλθε στον κύριο δρόμο ο παραπονούμενος και εκείνου προς τον οποίο κατευθύνθηκε για να εξέλθει, είναι 100 περίπου μέτρα.

Τα ίχνη τροχοπέδησης σηματοδοτούν την πορεία του εφεσείοντα πριν το δυστύχημα και τον τόπο της σύγκρουσης. Δεν ρίπτουν όμως φως στα προηγηθέντα της σύγκρουσης, ούτε παρέχουν ένδειξη για το βάσιμο των εκατέρωθεν εκδοχών.

Όπως υπέδειξε ο Νικολάου, Δ., κατά τη συζήτηση της έφεσης, η παρεμβολή του αυτοκινήτου του παραπονουμένου έμπροσθεν της πορείας του εφεσείοντα δεν υποδηλώνει ότι η απόσταση η οποία χώριζε τα δύο αυτοκίνητα δεν προοιώνιζε τη σύγκρουση τους, ούτε ότι τα μέτρα που λήφθηκαν από τον εφεσείοντα για την αποφυγή της δεν ήταν εύλογα υπό τις συνθήκες. 

Το ίδιο το Δικαστήριο στην απόφασή του διαπιστώνει ότι δεν μπορούσε να προσδιοριστεί η απόσταση μεταξύ των δύο οχημάτων “.... αφού ελλείπει αποδεχτή προς τούτο μαρτυρία ...”. Η διαπίστωση του Δικαστηρίου είναι εσφαλμένη.  Υπήρχε επί του θέματος μαρτυρία προερχόμενη από την κατάθεση του εφεσείοντα η οποία είχε προσαχθεί ως μέρος της μαρτυρίας της κατηγορούσας αρχής.  Κατά πόσο η κατάθεση έπρεπε να γίνει δεχτή ως μαρτυρία αποτελεί ζήτημα το οποίο δεν ηγέρθηκε ούτε συζητήθηκε ενώπιον μας και δεν εξε[*194]τάζεται.  Στην κατάθεση αναφέρεται, όπως έχει λεχθεί, ότι η απόσταση μεταξύ των δύο οχημάτων ήταν πολύ μικρή ώστε να δημιουργείται άμεσος κινδυνος σύγκρουσης μεταξύ των δύο οχημάτων.  Είναι υπό το πρίσμα αυτού του διλήμματος που έπρεπε να κριθεί η προσπάθεια του εφεσείοντα να αποτρέψει τη σύγκρουση.

Στη Νικολαϊδης κ.α. ν. Κλεοβούλου (1992) 1 Α.Α.Δ. 422, 429 την οποία επικαλείται ο εφεσείων επισημαίνεται:  

“Όπως κατ’ επανάληψη τονίστηκε οι πράξεις οδηγού που βρίσκεται αντιμέτωπος με επικείμενη σύγκρουση δεν κρίνονται μικροσκοπικά, αλλά με ευρύτητα ανάλογη με τα αγωνιώδη διλήμματα που αντιμετωπίζει και την έλλειψη ουσιαστικής ευκαιρίας για προγραμματισμό των πράξεών του. Οι αρχές αυτές συνοψίζονται στην Adamis and Another v. Eracleous (1982) 1 C.L.R. 746 και επαναλαμβάνονται σε πολλές άλλες αποφάσεις. (Βλ. Μεταξύ άλλων Παπαχριστοδούλου ν. Χ”Νεοφύτου (1991) 1 Α.Α.Δ. 426 και Κωνσταντίνου ν. Φιλίππου (1991) 1 Α.Α.Δ. 1110).”

Στην προκείμενη περίπτωση δεν μπορεί να αποκλειστεί  αφενός, η εκδοχή του εφεσείοντα για τους λόγους που έχουμε αναφέρει ούτε αφετέρου, να αποδοθεί σ’ αυτόν ευθύνη για τα μέτρα που πήρε προς αποφυγή της σύγκρουσης, υπό την πίεση του διλήμματος που αντιμετώπισε.

Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται Η έφεση επιτρέπεται, με επακόλουθο την απαλλαγή και αθώωση του εφεσείοντα από την κατηγορία.

Η έφεση επιτρέπεται. Ο εφεσείων απαλλάσσεται και αθωώνεται.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο