(1997) 2 ΑΑΔ 195
[*195]25 Ιουνίου, 1997
[ΧΑΤΖΗΤΣΑΓΓΑΡΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ/στές]
ΧΡΥΣΑΝΘΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΚΑΤΤΟΣ,
Εφεσείων,
ν.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητη.
(Ποινική Έφεση Αρ. 6310)
Ποινή — Επίθεση με πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης — Κατοχή επικινδύνων οργάνων — Ανησυχία — Εφεσείων ηλικίας 29 χρόνων, ιδιοκτήτης ή διαχειριστής αριθμού νυκτερινών κέντρων — Βεβαρυμένο ποινικό μητρώο — Συμφιλίωση με τον παραπονούμενο — Επιβολή διαφόρων ποινών φυλάκισης η μεγαλύτερη των οποίων φυλάκιση δέκα μηνών — Κρίθηκε επιεικής και με μεγάλη δυσκολία δεν αυξήθηκε από το Εφετείο.
Ποινή — Ίση μεταχείριση — Η αρχή της ίσης μεταχείρισης των παραβατών δεν έχει ως λόγο την αριθμητική εξίσωση της ποινής που επιβάλλεται — Συναρτάται με την ουσιαστική ομοιογένεια των υποκειμένων και αντικειμένων του δικαίου και συνεπώς επιβάλλεται η στοιχειοθέτηση όλων των ουσιαστικών στοιχείων που τείνουν να προσδιορίσουν την ομοιογένεια.
Ποινή — Διαφοροποίηση — Ο βαθμός συμμετοχής στο έγκλημα των κατηγορουμένων, αποτελεί αποφασιστικό κριτήριο για εφαρμογή της αρχής της διαφοροποίησης των ποινών που θα επιβληθούν.
Ποινή — Αναστολή ποινής φυλάκισης — Διακριτική ευχέρεια του εκδικάζοντος Δικαστηρίου — Εφαρμοστέες αρχές.
Ποινή — Επιμέτρηση — Προηγούμενες καταδίκες — Λαμβάνονται υπόψη, αν είναι παρόμοιας φύσης με το υπό εκδίκαση αδίκημα.
Ποινή — Επιμέτρηση και προσδιορισμός της ποινής — Αποτελεί πρωταρχική ευθύνη του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Έφεση — Το Εφετείο εξετάζει την ορθότητα της διακριτικής ευχέρειας του [*196]πρωτόδικου Δικαστηρίου — Ισχυρισμοί που δεν τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν αποτελούν αντικείμενο εξέτασης από το Εφετείο.
Στις 18.4.96 ο εφεσείων και ο συγκατηγορούμενος του (ο πρώτος κατηγορούμενος), επιτέθηκαν εναντίον του παραπονουμένου έξω από νυκτερινό κέντρο στη Λάρνακα, ο πρώτος κτυπώντας τον με σιδερένιο λοστό στο κεφάλι και ο δεύτερος με ξύλινο ρόπαλο επίσης στο κεφάλι. Ο πρώτος κατηγορούμενος χρησιμοποίησε κατά το επεισόδιο σπρέι, η χρήση του οποίου δημιουργεί πρόβλημα στην όραση. Στη συνέχεια εγκατέλειψαν τη σκηνή του εγκλήματος και πέταξαν τα αντικείμενα που χρησιμοποίησαν σε διάφορους χώρους. Σαν αποτέλεσμα της επίθεσης, ο παραπονούμενος υπέστη κάταγμα του ρινικού οστού και δύο θλαστικά τραύματα στο κρανίο.
Πριν από τη διάπραξη του πιο πάνω αδικήματος, ο πρώτος κατηγορούμενος, ο οποίος φιλονίκησε με τον παραπονούμενο στο νυκτερινό κέντρο του τελευταίου, επέστρεψε με τον εφεσείοντα προς συνέχιση του επεισοδίου. Κατά τη διάρκεια του εν λόγω επεισοδίου, ο παραπονούμενος απείλησε τον εφεσείοντα ο οποίος στερείται της όρασής του από το ένα μάτι, ότι θα του βγάλει και το άλλο.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε ένοχο τον εφεσείοντα στις κατηγορίες για επίθεση, κατοχή επικίνδυνων οργάνων και ανησυχία επιβάλλοντάς του ποινές η μεγαλύτερη των οποίων ήταν δεκάμηνη φυλάκιση. Μαζί με τον εφεσείοντα καταδικάστηκε για τα ίδια αδικήματα και ο πρώτος κατηγορούμενος, που κατά το χρόνο επιβολής της ποινής ήδη εξέτιε ποινή φυλάκισης τριών χρόνων που του είχε επιβληθεί προηγουμένως. Στον πρώτο κατηγορούμενο επιβλήθηκε η ίδια ποινή όπως και στον εφεσείοντα, την οποία ουσιαστικά δε θα εκτίσει αφού η ποινή που του επιβλήθηκε για τα παρόντα αδικήματα θα συντρέχει με την έκτιση της ποινής του στα άλλα αδικήματα.
Ο εφεσείων βαρύνεται με τέσσερις προηγούμενες καταδίκες (απόπειρα ληστείας, επίθεση με πραγματική σωματική βλάβη, κακόβουλη ζημιά και απλή επίθεση).
Στην έφεση εναντίον της ποινής προβλήθηκαν οι ακόλουθοι ισχυρισμοί εκ μέρους του εφεσείοντα:
Παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε δεόντως υπόψη το στοιχείο της πρόκλησης του παραπονουμένου, την συμφιλίωση του εφεσείοντα με [*197]τον παραπονούμενο και τις οικονομικές επιπτώσεις που θα έχει στον εφεσείοντα η στέρηση της ελευθερίας του, με αποτέλεσμα η επιβληθείσα ποινή να είναι έκδηλα υπερβολική.
Το Εφετείο, απέρριψε την έφεση και αποφάνθηκε ότι:
H αρχή της ίσης μεταχείρισης ικανοποιήθηκε από την άσκηση ποινικής δίωξης εναντίον και των δύο κατηγορουμένων και της επιβολής σ’ αυτούς της ίδιας ποινής φυλάκισης.
Η ανισότητα μεταχείρισης σαν λόγος έφεσης πρέπει να είναι τέτοια που να συνιστά άρνηση δικαιοσύνης ή να αφήνει στον εφεσείοντα ένα μεγάλο και πραγματικό αίσθημα αδικίας. Στην παρούσα περίπτωση, το γεγονός ότι ο πρώτος κατηγορούμενος δε θα εκτίσει την ποινή που του επιβλήθηκε για τα παρόντα αδικήματα, λόγω του ότι αυτή θα συντρέχει με την έκτιση της ποινής του στα άλλα αδικήματα, δε συνιστά παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης.
Η προσπάθεια του εφεσείοντα να ισχυριστεί μικρότερη συμμετοχή στο έγκλημα, για την οποία το Δικαστήριο έπρεπε να του επιβάλει μικρότερη ποινή, δεν ευσταθεί και απορρίπτεται ως ανυπόστατη.
Ο χρόνος που παρήλθε μεταξύ της έναρξης της φιλονικίας και της επίθεσης, δείχνει ότι η συμπλοκή και η επίθεση εναντίον του παραπονουμένου δεν έγινε λόγω πρόκλησης, αλλά μέσα στα πλαίσια της φιλονικίας τους, ιδίως του πρώτου με τον παραπονούμενο. Εξ άλλου η χρήση του σιδερένιου λοστού που ο εφεσείων μετέφερε μαζί του, δείχνει καθαρά ότι το έγκλημα ήταν προμελετημένο.
Ο ισχυρισμός περί ζημιάς στα οικονομικά συμφέροντα του εφεσείοντα λόγω της επιβολής σ’ αυτόν ποινής φυλάκισης δεν τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου και ως εκ τούτου δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο εξέτασης από το Εφετείο.
Ο εφεσείων καταδικάστηκε για τη διάπραξη αδικημάτων βίας, τόσο στο πολύ πρόσφατο παρελθόν όσο και προηγουμένως και υπήρξε κατ’ επανάληψη ένοχος εγκληματικής συμπεριφοράς. Ως εκ τούτου το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά έλαβε υπόψη τις προηγούμενές του καταδίκες στην επιμέτρηση της ποινής στην παρούσα υπόθεση.
Η απόσυρση από το Γενικό Εισαγγελέα έφεσης για ανεπάρκεια ποινής προστίμου σε υπόθεση επίθεσης, δεν υποδηλοί ότι η ποινή προστίμου σε υποθέσεις επίθεσης είναι ικανοποιητική. Το παρόν Δικαστήριο δε θα δεσμευόταν ακόμα κι αν ο Γενικός Εισαγγελέας είχε πράγματι αυ[*198]τή την άποψη.
Η αναστολή της ποινής φυλάκισης διατάσσεται από το εκδικάσαν Δικαστήριο, αν ικανοποιηθεί ότι συντρέχουν λόγοι. Στην παρούσα υπόθεση δεν κρίθηκε ότι συνέτρεχε οποιοσδήποτε λόγος για αναστολή. Η προσέγγιση αυτή είναι ορθή και δε δικαιολογείται ως εκ τούτου η επέμβαση του Εφετείου για ανατροπή της.
Η επιβληθείσα ποινή είναι ικανοποιητική, αν όχι επιεικής. Το Εφετείο είναι με μεγάλη δυσκολία που δεν αποφάσισε ότι η ποινή θα έπρεπε να αρχίσει να υπολογίζεται από σήμερα.
H έφεση απορρίπτεται.
Aναφερόμενες υποθέσεις:
Eυαγόρου v. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 593,
Μπαλλής v. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 273,
Αστυνομία Λεμεσού v. Tourak Fashion Ltd και Άλλου (1993) 2 Α.Α.Δ. 117.
Έφεση εναντίον Ποινής.
Έφεση εναντίον της ποινής από το Xρύσανθο Aντωνίου Kάττο ο οποίος βρέθηκε ένοχος στις 22 Mαΐου, 1996 από το Eπαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας (Ποινική Yπόθεση Aρ. 7764/96) στις κατηγορίες του παράνομου τραυματισμού, της απλής επίθεσης, της κατοχής επικίνδυνων και επιθετικών οργάνων και της ανησυχίας κατά παράβαση των Άρθρων 2, 3, 4, 201, 95, 242, 243(α) του Ποινικού Kώδικα και καταδικάστηκε από Λιάτσο, E.Δ. σε ποινή άμεσης φυλάκισης 10 μηνών στην 1η κατηγορία, 3 μηνών στη 2η κατηγορία, 3 μηνών στην 3η κατηγορία και 3 μηνών στην 4η κατηγορία. Δεν επιβλήθηκε ποινή στην 5η κατηγορία.
Μ. Κυπριανού, για τον Eφεσείοντα.
Λ. Χριστοδουλίδου-Ζαννέτου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Eφεσίβλητη.
ΧΑΤΖΗΤΣΑΓΓΑΡΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα εκδόσει ο Φρ. Νικολαΐδης, Δ.
[*199]ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ Δ.: Ο εφεσείων άσκησε την παρούσα έφεση εναντίον διάφορων ποινών που του επιβλήθηκαν στις 7.3.1997 από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας για επίθεση, κατοχή επικίνδυνων οργάνων και ανησυχία, η μεγαλύτερη των οποίων ήταν δεκάμηνη φυλάκιση. Μαζί με τον εφεσείοντα καταδικάστηκε για τα ίδια αδικήματα και ένα άλλο πρόσωπο (στο εξής “ο πρώτος κατηγορούμενος”), που κατά το χρόνο επιβολής της ποινής ήδη εξέτιε ποινή φυλάκισης τριών χρόνων που του είχε επιβληθεί προηγουμένως. Το γεγονός ακριβώς ότι ο πρώτος κατηγορούμενος εξέτιε ήδη ποινή φυλάκισης πολύ μεγαλύτερης διάρκειας, έδωσε την ευκαιρία στον εφεσείοντα να ισχυριστεί ότι με την επιβολή και στους δύο τις ίδιας ποινής, την οποία όμως ο πρώτος κατηγορούμενος ουσιαστικά δεν θα εκτίσει, αφού η ποινή που του επιβλήθηκε για τα παρόντα αδικήματα θα συντρέχει με την έκτιση της ποινής του στα άλλα αδικήματα, παραβιάζεται η αρχή της ίσης μεταχείρισης. Ισχυρίζεται περαιτέρω ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έλαβε δεόντως υπ’ όψη το στοιχείο της πρόκλησης του παραπονούμενου και τέλος ότι λαμβάνοντας υπ’ όψη διάφορα περιστατικά της υπόθεσης, όπως τη συμφιλίωσή του με τον παραπονούμενο και τις οικονομικές επιπτώσεις που έχει σ’ αυτόν η στέρηση της ελευθερίας του, η επιβληθείσα ποινή ήταν υπερβολική.
Ο πρώτος κατηγορούμενος, ύστερα από διαπληκτισμό που είχε με τον παραπονούμενο στο νυκτερινό κέντρο του τελευταίου στις 1.30 το πρωί της 18.4.1996, επέστρεψε με τον εφεσείοντα για να συνεχιστεί το επεισόδιο. Κατά τη διάρκεια της φραστικής φιλονικίας τους, ο παραπονούμενος απείλησε τον εφεσείοντα, ο οποίος θα πρέπει να σημειωθεί στερείται της όρασής του από τον ένα οφθαλμό, ότι θα του βγάλει και το άλλο μάτι. Το επεισόδιο έληξε με την ανάμειξη άλλων θαμώνων και ο εφεσείων με τον πρώτο κατηγορούμενο εγκατέλειψαν τη σκηνή. Επισκέφθηκαν διάφορα άλλα κέντρα για να καταλήξουν στις 3.30 π.μ. σε συγκεκριμένο κέντρο στη Λάρνακα, στο οποίο βρισκόταν μεταξύ άλλων και ο παραπονούμενος. Με την είσοδο του κατηγορούμενου και του εφεσείοντος στο κέντρο άρχισε και πάλι η φιλονικία μεταξύ τους και ο εφεσείων κάλεσε τον παραπονούμενο να βγουν έξω, προφανώς για διευθέτηση των διαφορών τους. Όταν βγήκαν έξω ο εφεσείων και ο συγκατηγορούμενός του επιτέθηκαν εναντίον του παραπονούμενου. Ο πρώτος κατηγορούμενος χρησιμοποίησε κατά το επεισόδιο σπρέι η χρήση του οποίου δημιουργεί πρόβλημα στην όραση και ξύλινο ρόπαλο με το οποίο κτύπησε τον παραπονούμενο στο κεφάλι. Ο εφεσείων χρησιμοποιώντας ένα σιδερένιο λοστό που είχε μαζί του, κτύπησε επίσης τον παραπονούμενο στο κεφάλι. Όταν αργότερα ο παραπονούμενος μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο διαπιστώθηκε ότι έφερε κάταγμα του ρινικού οστού και δύο θλαστικά τραύματα στο κρανίο. Ο [*200]εφεσείων και ο πρώτος κατηγορούμενος εγκατέλειψαν τη σκηνή και πέταξαν τα όπλα που χρησιμοποίησαν σε διάφορους χώρους. Τα όργανα εντοπίστηκαν αργότερα από την αστυνομία ύστερα από υπόδειξη του πρώτου κατηγορούμενου.
Ο εφεσείων είναι ηλικίας 29 χρονών και ιδιοκτήτης ή διαχειριστής αριθμού νυκτερινών κέντρων. Βαρύνεται με τέσσερις προηγούμενες καταδίκες από τις οποίες η πρώτη ημερ. 29.4.1991 αφορά κακούργημα και συγκεκριμένα απόπειρα ληστείας, η δεύτερη επίθεση με πραγματική σωματική βλάβη, η τρίτη κακόβουλη ζημιά και η τέταρτη, που ας σημειωθεί επιβλήθηκε στον εφεσείοντα δύο μόλις μήνες πριν τη διάπραξη του παρόντος αδικήματος, απλή επίθεση.
Θα ασχοληθούμε πρώτα με το θέμα της ίσης μεταχείρισης. Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με τη θέση ότι λόγω του γεγονότος ότι ο πρώτος κατηγορούμενος εξέτιε ήδη ποινή φυλάκισης, παραβιάζεται η αρχή της ίσης μεταχείρισης. Και στους δύο επιβλήθηκε η ίδια ποινή και οι δύο κατηγορούμενοι έτυχαν της ίδιας αντιμετώπισης από το δικαστήριο. Το γεγονός ότι ο ένας εξέτιε ήδη ποινή φυλάκισης δεν συνιστά στοιχείο διαφοροποίησης της ποινής. Αν δεχόμασταν την εισήγηση του εφεσείοντος ότι λόγω του ότι στον συγκατηγορούμενό του που ήδη βρισκόταν στη φυλακή η επιβληθείσα ποινή δεν είχε οποιοδήποτε δυσμενές αποτέλεσμα, θα έπρεπε να μην επιβληθεί στον εφεσείοντα, λόγω της αρχής της ίσης μεταχείρισης, οποιαδήποτε ποινή φυλάκισης, θα καταλήγαμε σε παράλογα αποτελέσματα. Η αρχή της ίσης μεταχείρισης των παραβατών δεν έχει ως λόγο την αριθμητική εξίσωση της ποινής που επιβάλλεται. Συναρτάται με την ουσιαστική ομοιογένεια των υποκειμένων και αντικειμένων του δικαίου και συνεπώς επιβάλλεται η στοιχειοθέτηση όλων των ουσιαστικών στοιχείων που τείνουν να προσδιορίσουν την ομοιογένεια (Κωστάκης Ευαγόρου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 593, 597). Θα μπορούσαν οι ποινές που επιβλήθηκαν στους δύο κατηγορούμενους να ήταν διαφορετικές και πάλι να μη είχε παραβιαστεί η αρχή. Η αρχή σκοπό έχει τη μη πρόκληση αισθήματος αδικίας που αναπόφευκτα προκαλεί η άνιση μεταχείριση.
Στην παρούσα υπόθεση η ισότητα έχει επιτελεστεί με την προσαγωγή ενώπιον της δικαιοσύνης και την τιμωρία αμφότερων των παραβατών. Δε συμφωνούμε ότι δημιουργείται αίσθημα αδικίας γιατί έτυχε ο ένας από τους δύο να βρίσκεται ήδη στη φυλακή. Η αρχή της ισότητας ικανοποιήθηκε από το γεγονός ότι ασκήθηκε ποινική δίωξη εναντίον και των δύο και εναντίον και των δύο επιβλήθηκε η ίδια ποινή φυλάκισης που ήταν, κατά το πρωτόδικο δικαστήριο, η πρέπουσα για την περίπτωση.
[*201]Πέρα από τα πιο πάνω, όπως έχει ήδη αποφασιστεί, η ανισότητα μεταχείρισης σα λόγος έφεσης σπάνια είναι αποτελεσματική σαν ένα ανεξάρτητο επιχείρημα (Κώστας Μπαλλής ν. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 273, 280). Στην ίδια απόφαση υιοθετείται επίσης απόσπασμα από το σύγγραμμα του D. A. Thomas, Principles of Sentencing, 2η έκδοση, σελ. 71, όπου αναφέρεται ότι η ανισότητα μεταχείρισης πρέπει να είναι δυσμενής και να μη στηρίζεται σε λογικά, νομικά κριτήρια, να είναι δε τόσο συνταρακτική που το Εφετείο να αισθανθεί ότι ήταν υπόχρεο να μειώσει την ποινή. Η ανισότητα θα πρέπει να είναι τέτοια που να συνιστά άρνηση δικαιοσύνης ή να αφήνει στον εφεσείοντα ένα μεγάλο και πραγματικό αίσθημα αδικίας. Είναι αδύνατο να καθοριστεί με ακρίβεια ο βαθμός της διαφοροποίησης, όμως θα πρέπει να είναι αρκετά σοβαρός ούτως ώστε να δικαιολογεί τη μείωση μιας κατά τα άλλα αρμόζουσας ποινής.
Στην παρούσα υπόθεση εκτός του ότι το Δικαστήριο επέβαλε την ίδια αριθμητικά ποινή, αντικειμενικά δε δημιουργήθηκε πραγματικό αίσθημα αδικίας. Η απόφαση του Δικαστηρίου δεν απολήγει σε δυσμενή μεταχείριση του εφεσείοντος. Αναμφίβολα το γενικό αίσθημα δικαίου δεν κλονίζεται από το γεγονός ότι ο πρώτος κατηγορούμενος εξέτιε ήδη ποινή φυλάκισης. Αντίθετα το περί δικαίου αίσθημα θα επαναστατούσε αν ο εφεσείων, απλώς και μόνο επειδή ο συγκατηγορούμενός του βρισκόταν ήδη στη φυλακή, εκμεταλλευόταν το γεγονός και δεν εξέτιε οποιανδήποτε ποινή που το Δικαστήριο αισθανόταν ότι έπρεπε να του επιβάλει.
Ο εφεσείων ισχυρίστηκε επίσης ότι λόγω της μικρότερης συμμετοχής του στο αδίκημα έπρεπε να του επιβληθεί μικρότερη ποινή από την ποινή που επιβλήθηκε στον πρώτο κατηγορούμενο. Δε συμφωνούμε ούτε με τη θέση αυτή. Στερείται οποιασδήποτε βάσης ο ισχυρισμός ότι σε μια επίθεση όπου ο ένας επιτιθέμενος χρησιμοποιεί σιδερένιο λοστό και ο άλλος ξύλινο ρόπαλο και σπρέϊ, μπορεί να γίνει οποιαδήποτε διαφοροποίηση ως προς το βαθμό συμμετοχής λόγω της χρήσης του σπρέϊ. Βρίσκουμε την προσπάθεια του εφεσείοντος να ισχυριστεί μικρότερη συμμετοχή εντελώς ανυπόστατη και την απορρίπτουμε χωρίς δεύτερη σκέψη.
Προβάλλεται επίσης ο ισχυρισμός ότι το Δικαστήριο δεν έλαβε δεόντως υπ’ όψη την πρόκληση που προηγήθηκε. Η πρόκληση συνίσταται όπως είδαμε προηγουμένως, στο γεγονός ότι ο εφεσείων στερείται της όρασης του ενός του οφθαλμού και ο παραπονούμενος τον απείλησε ότι θα του βγάλει και το άλλο μάτι. Δε συμφωνούμε ούτε με τον ισχυρισμό αυτό. Εκτός του ότι η κατ’ ισχυρισμόν πρόκληση έγινε ώρες προηγουμένως και μεταξύ των δύο επεισοδίων [*202]μεσολάβησε χρόνος αρκετός για να ηρεμήσει ο εφεσείων, είναι φανερό ότι η συμπλοκή και η επίθεση εναντίον του παραπονούμενου δεν έγινε λόγω της πρόκλησης, αλλά μέσα στα πλαίσια της φιλονικίας τους, ιδίως του πρώτου, με τον παραπονούμενο. Εξ άλλου η χρήση του σιδερένιου λοστού που, ας μη ξεχνούμε, ο εφεσείων μετέφερε μαζί του, αφαιρεί από το όλο επεισόδιο οποιοδήποτε στοιχείο θυμού προς στιγμή, γιατί δείχνει την προμελέτη του όλου εγχειρήματος. Ο εφεσείων μαζί με το συγκατηγορούμενό του ήσαν οπλισμένοι και επιτέθηκαν στον παραπονούμενο, όχι για να απαντήσουν στην ας πούμε πρόκληση, αλλά για να συνεχίσουν τη φιλονικία που είχε αρχίσει ώρες προηγουμένως. Εν πάση περιπτώσει δε βρίσκουμε ότι η πρόκληση ήταν τέτοια που να δικαιολογεί την ένταση της επίθεσης και τη σοβαρότητα των τραυμάτων που προκλήθηκαν, όσο ευαίσθητος κι’ αν θεωρηθεί ότι είναι ο εφεσείων σε σχέση με την αναπηρία του.
Ο εφεσείων ισχυρίζεται τέλος ότι, εν όψει όλων των περιστατικών της υπόθεσης, η επιβληθείσα σ’ αυτόν ποινή είναι υπερβολική. Σύμφωνα πάντα με τον ισχυρισμό του, το Δικαστήριο δεν έλαβε δεόντως υπ’ όψη το γεγονός ότι συμφιλιώθηκε με τον παραπονούμενο με τον οποίο έγιναν εν τω μεταξύ φίλοι, ούτε τις οικονομικές επιπτώσεις που θα είχε η στέρηση της ελευθερίας του. Στην έκθεση του Τμήματος Κοινωνικής Ευημερίας που κατατέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, ο εφεσείων παρουσιάζεται να βαρύνεται με διάφορα χρέη για τα οποία καταβάλλει μηνιαίως δόση ανερχόμενη σε £550, ενώ είναι υπόχρεος να πληρώνει ψηλά ενοίκια για το νυκτερινό κέντρο που διατηρεί στη Λάρνακα και τη δισκοθήκη στην Αγία Νάπα.
Εξετάσαμε με μεγάλη προσοχή την επιβληθείσα ποινή. Είναι γνωστό ότι ο προσδιορισμός της ποινής και η επιμέτρηση του ύψους της αποτελούν πρωταρχική ευθύνη του πρωτόδικου δικαστηρίου (βλ. μεταξύ άλλων Αστυνομία Λεμεσού ν. Τourak Fashion Ltd και Άλλου (1993) 2 Α.Α.Δ. 117, 121). Στην παρούσα υπόθεση δε βρίσκουμε ότι δικαιολογείται επέμβαση. Αντίθετα βρίσκουμε ότι η επιβληθείσα ποινή μάλλον επιεικής μπορεί να χαρακτηριστεί. Τα επιβαρυντικά στοιχεία που προκύπτουν από τα γεγονότα είναι πολλά. Κατ’ αρχήν ο εφεσείων διέπραξε το παρόν αδίκημα μόλις δύο μήνες μετά την τελευταία του καταδίκη για επίθεση στην οποία το Δικαστήριο του είχε επιβάλει την ποινή της εγγύησης. Αξιοσημείωτος είναι επίσης και ο τρόπος διάπραξης του αδικήματος. Ο εφεσείων οπλισμένος με σιδερένιο λοστό που μετέφερε μαζί του, γεγονός που δείχνει είτε την προμελέτη του όλου εγχειρήματος, είτε το βίαιο του χαρακτήρα και τις γενικές του προθέσεις, επιτέθηκε εναντίον του παρα[*203]πονούμενου, βοηθούμενος μάλιστα από άλλο πρόσωπο, τραυματίζοντάς τον σοβαρά. Ο παραπονούμενος υπέστη κάταγμα του ρινικού οστού και δύο θλαστικά τραύματα στο κρανίο. Το επεισόδιο έγινε περίπου δύο ώρες μετά την έναρξη της φιλονικίας, χρόνος αρκετός για να δοθεί η ευκαιρία στον εφεσείοντα να ηρεμήσει. Περαιτέρω ο εφεσείων βαρύνεται με αριθμό προηγούμενων καταδικών, οι οποίες φαίνεται ότι δεν κατάφεραν να το συνετίσουν. Η συμφιλίωσή του με τον παραπονούμενο πολύ μικρή σημασία μπορεί να έχει, ενώ η όψιμη και χωρίς κανένα πρακτικό τρόπο επίδειξη μετάνοιας, αντιμετωπίζεται με μεγάλο σκεπτικισμό. Όσον αφορά τέλος τις οικονομικές επιπτώσεις που η ποινή θα έχει, εκτός του ότι ένας τέτοιος ισχυρισμός δεν προβλήθηκε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου (απλώς κατατέθηκε η έκθεση του Τμήματος Κοινωνικής Ευημερίας στην οποία αναφέρονται κάποια στοιχεία) δε θεωρούμε ότι οι οικονομικές επιπτώσεις μπορούσαν να παίξουν οποιονδήποτε ρόλο υπέρ του εφεσείοντος. Δεν υπάρχει μαρτυρία ούτε για το λόγο σύναψης των χρεών, ούτε και για το κατά πόσο τα νυκτερινά του κέντρα έκλεισαν ή συνεχίζουν να λειτουργούν και χωρίς τη φυσική παρουσία του κατηγορούμενου. Στο κάτω-κάτω, κάθε πρόσωπο που καταδικάζεται σε ποινή φυλάκισης αναπόφευκτα υφίσταται και κάποια χρηματική ζημιά, γιατί όπως είναι φυσικό, λόγω της στέρησης της ελευθερίας του δεν μπορεί βέβαια να φροντίζει τα συμφέροντά του όπως όταν ήταν ελεύθερος. Εν πάση περιπτώσει κατ’ έφεση εξετάζεται η ορθότητα της άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου δικαστηρίου, ενώπιον του οποίου δεν τέθηκε παρόμοιος ισχυρισμός και συνεπώς το Εφετείο δεν μπορεί να προβεί σε εξέτασή του.
Απορρίπτουμε επίσης τον ισχυρισμό ότι τα τραύματα του παραπονούμενου δεν ήταν σοβαρά. Αντίθετα ήταν πολύ σοβαρά. Συνίστανται σε κάταγμα του ρινικού οστού και σε δύο τραύματα στην κεφαλή. Αν δε λάβει κανένας υπ’ όψη ότι τα τραύματα αυτά προκλήθηκαν με σιδερένιο λοστό και ξύλινο ρόπαλο, αντιλαμβάνεται καλύτερα και τη σοβαρότητά τους. Από τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντος τέθηκε ότι οι προηγούμενές του καταδίκες δεν ήταν παρόμοιας φύσης. Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε ούτε και με αυτό. Ο εφεσείων βαρύνεται με προηγούμενες καταδίκες για απόπειρα ληστείας, επίθεση με πραγματική σωματική βλάβη, κακόβουλη ζημιά και απλή επίθεση. Όλα τα αδικήματα αυτά είναι αδικήματα βίας και όπως τονίζει και το πρωτόδικο δικαστήριο η συμπεριφορά του υπήρξε κατ’ επανάληψη εγκληματική.
Ο δικηγόρος του εφεσείοντος αναφερόμενος σε συγκεκριμένη έφεση για ανεπάρκεια ποινής προστίμου σε υπόθεση επίθεσης που [*204]ο Γενικός Εισαγγελέας απέσυρε σε κάποιο στάδιο, ισχυρίστηκε ότι η απόσυρση της έφεσης σημαίνει ότι η ποινή του προστίμου σε υποθέσεις επίθεσης είναι ικανοποιητική. Θα πρέπει να τονίσουμε, εμφαντικά μάλιστα, ότι καμιά νομική αρχή δεν μπορεί να εξαχθεί από παρόμοιες πρωτοβουλίες του Γενικού Εισαγγελέα. Ο Γενικός Εισαγγελέας είχε κάθε δικαίωμα στην υπόθεση εκείνη, όπως και κάθε διάδικος σε οποιανδήποτε υπόθεση, να αποσύρει για οποιονδήποτε λόγο την έφεση που άσκησε. Δεν μπορεί να αποδοθεί οποιαδήποτε ειδική σημασία στην πράξη αυτή, ιδιαίτερα δε να ερμηνευτεί ότι δημιουργεί κανόνα ότι απόσυρση έφεσης αποτελεί και επιδοκιμασία είτε της επιβληθείσας ποινής ή ακόμα και της απόφασης του δικαστηρίου. Σίγουρα δεν μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι ο Γενικός Εισαγγελέας θεωρεί, γενικά και απροσδιόριστα, το πρόστιμο ικανοποιητική ποινή σε περιπτώσεις επίθεσης, απλώς και μόνο γιατί απέσυρε συγκεκριμένη έφεση. Σε τελευταία ανάλυση το παρόν Δικαστήριο δε θα δεσμευόταν, ακόμα κι αν ο Γενικός Εισαγγελέας είχε πράγματι αυτή την άποψη.
Προβλήθηκε επίσης ο ισχυρισμός ότι αναστολή της ποινής θα ήταν ίσως δικαιολογημένη. Η αναστολή διατάσσεται από το εκδικάσαν δικαστήριο, αν ικανοποιηθεί ότι συντρέχουν λόγοι. Το Δικαστήριο κατέληξε ότι δε συνέτρεχε οποιοσδήποτε λόγος για αναστολή και δε βρίσκουμε γιατί θα πρέπει να διαφωνήσουμε με την απόφαση αυτή.
Καταλήγοντας και έχοντας υπ’ όψη τη σοβαρότητα του αδικήματος, την ποινή που προβλέπεται και τα περιστατικά της υπόθεσης, βρίσκουμε ότι η επιβληθείσα ποινή κάθε άλλο παρά υπερβολική μπορεί να χαρακτηριστεί. Το πρωτόδικο δικαστήριο φαίνεται ότι έλαβε όλα τα περιστατικά και τους σχετικούς παράγοντες υπ’ όψη και επέβαλε την ποινή που θεώρησε πρέπουσα και την οποία, οφείλουμε να πούμε, βρίσκουμε ικανοποιητική, αν όχι επιεική. Ακόμα προχώρησε και εξέτασε και το ενδεχόμενο αναστολής της ποινής που απέρριψε για τους λόγους που αναφέρει. Δε βρίσκουμε κανένα απολύτως λόγο για επέμβαση.
Εν όψει όλων των πιο πάνω είναι φανερό ότι η έφεση πρέπει να απορριφθεί και έτσι απορρίπτεται. Οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι μας απασχόλησε κατά πόσο η ποινή θα έπρεπε να αρχίσει να υπολογίζεται από σήμερα, αλλά με μεγάλη δυσκολία αποφασίσαμε να αποφύγουμε να το πράξουμε.
Η έφεση απορρίπτεται.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο