(1997) 2 ΑΑΔ 224
[*224]7 Ιουλίου, 1997
[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στές]
ΝΙΚΟΣ ΠΑΡΜΑΞΗΣ,
Εφεσείων,
ν.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 6266)
Ποινικός Κώδικας — Απαγωγή με σκοπό να υποβληθεί πρόσωπο σε βαρειά σωματική βλάβη — Άσεμνη επίθεση εναντίον γυναίκας — Απαγωγή γυναίκας κάτω των δεκαέξι ετών — Δημοσίευση αισχρού θέματος — Καταδικαστική απόφαση με βάση τη μαρτυρία της ανήλικης παραπονούμενης και τη μαρτυρία της μητέρας της η οποία επανέλαβε το παράπονο της ανήλικης — Εσφαλμένα κρίθηκε ότι η μαρτυρία της μητέρας αποτελούσε ενισχυτική μαρτυρία της μαρτυρίας της ανήλικης και επίσης ότι αποτελούσε ουσιώδη απόδειξη εντός της εννοίας του Άρθρου 9 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9 — Ακύρωση της καταδικαστικής ετυμηγορίας από το Εφετείο.
Απόδειξη — Άμεσο παράπονο — Ποια η αποδεικτική του αξία — Άρθρο 10 του περί Αποδείξεως Νόμου Κεφ. 9 — Ποια η διαφορά της αποδεικτικής αξίας του πρώτου παραπόνου όπως ισχύει στην Κύπρο, με τα ισχύοντα στο Κοινοδίκαιο.
Απόδειξη — Δεκτότητα μαρτυρίας — Μαρτυρία ανηλίκων — Ανώμοτη μαρτυρία παιδιού — Εφαρμοστέες αρχές.
Απόδειξη — Ενισχυτική μαρτυρία — Πρέπει να είναι αξιόπιστη και να επιβεβαιώνει μαρτυρία που είναι επίσης αξιόπιστη — Διάκριση μεταξύ ενισχυτικής μαρτυρίας δυνάμει του Κοινοδικαίου και ενισχυτικής μαρτυρίας δυνάμει νομοθετικής διάταξης.
Απόδειξη — Αξιοπιστία μαρτύρων — Ευρήματα γεγονότων — Πότε επεμβαίνει το Εφετείο — Τυχόν αντιφάσεις ή αδυναμίες στη μαρτυρία, δε συνιστούν λόγους επέμβασης, εκτός εάν είναι τόσο σημαντικές, ώστε να [*225]οδηγούν στο συμπέρασμα ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέκτηκε τη μαρτυρία αυτή ως αξιόπιστη — Στην παρούσα υπόθεση, οι αντιφάσεις ήταν τόσο σημαντικές που δικαιολογούσαν την επέμβαση του Εφετείου.
Λέξεις και Φράσεις — “Ενισχύεται” (corroborated) στο Άρθρο 9 του περί Aποδείξεως Nόμου, Κεφ. 9.
Λέξεις και Φράσεις — “Ενισχύεται” στην επιφύλαξη του Άρθρου 38(1) της Children and Young Persons Act, 1933 και στη σχετική νομολογία.
Λέξεις και Φράσεις — “Evidence” στο Άρθρο 10 του περί Aποδείξεως Nόμου, Κεφ. 9.
Ο εφεσείων βρέθηκε ένοχος για τη διάπραξη των πιο κάτω αδικημάτων:
1. Απαγωγή με σκοπό να υποβληθεί πρόσωπο σε βαρειά σωματική βλάβη κατά παράβαση των Άρθρων 247 και 251 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.
2. Άσεμνη επίθεση εναντίον γυναίκας, κατά παράβαση των Άρθρων 131 και 35 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.
3. Απαγωγή γυναίκας κάτω των δεκαέξι ετών, κατά παράβαση των Άρθρων 149 και 35 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.
4. Δημοσίευση αισχρού θέματος, κατά παράβαση των Άρθρων 2(1)(3)(γ) και 3(1) του περί Δημοσιεύσεως Aισχρών Θεαμάτων Νόμου 1963 (Ν. 35/63) όπως τροποποιήθηκε από τους Νόμους 53/76, 166/87 και 13/91.
Του επιβλήθηκαν συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 4 ετών στην 1η κατηγορία και ενός έτους στην 4η κατηγορία.
Η ανήλικη ήταν ηλικίας 6 χρόνων κατά τη δίκη, η οποία άρχισε στις 2.12.96.
Η εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής ήταν ότι ο εφεσείων, ο οποίος ήταν κτηματομεσίτης και ενεργούσε ως αντιπρόσωπος της μητέρας της ανήλικης, για την πώληση του σπιτιού της, ζήτησε από τη μητέρα της ανήλικης να του δώσει τη μικρή για να την πάρει να τη γνωρίσει η γυναίκα του, και μετά να την πάρουν μαζί σε ένα Λούνα Παρκ για να παίξει. Η μητέρα έδωσε τη συγκατάθεσή της και ο εφεσείων, αφού πήρε την [*226]ανήλικη, την οδήγησε στο κτηματομεσιτικό του γραφείο όπου, αφού της έβαλε μια ταινία αισχρού περιεχομένου, προέβηκε σε άσεμνες πράξεις πάνω στην ανήλικη.
Ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι οι ισχυρισμοί της ανήλικης ήταν ψευδείς και ότι η όλη καταγγελία αποτελούσε σκευωρία εναντίον του.
Η υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής στηριζόταν κυρίως πάνω στη μαρτυρία της ανήλικης και στη μαρτυρία της μητέρας της. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι η μαρτυρία της ανήλικης απαιτούσε ενίσχυση και έκρινε ότι, με βάση τα ιδιάζοντα περιστατικά της υπόθεσης, η δήλωση που έκανε η ανήλικη στη μητέρα της την επομένη των αδικημάτων αποτελούσε άμεσο παράπονο μέσα στα πλαίσια του Άρθρου 10 του Κεφ. 9 και ως τέτοια αποτέλεσε τη σχετική μαρτυρία η οποία ενέπλεκε τον εφεσείοντα στις πιο πάνω κατηγορίες.
Κατ’ έφεση ο εφεσείων υποστήριξε ότι η μαρτυρία της ανήλικης ήταν εντελώς αναξιόπιστη και αστήρικτη.
Η απόφαση του Εφετείου ήταν ομόφωνη. Ο Δικαστής Αρτεμίδης εξέδωσε και δική του απόφαση.
Αποφασίστηκε ότι:
Α) Yπό Καλλή, Δ., συμφωνούντων και των Νικήτα, Δ., και Αρτεμίδη, Δ.:
(α) Το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου σχετικά με την αξιοπιστία της ανήλικης δεν ήταν εύλογα επιτρεπτό. Οι αντιφάσεις στη μαρτυρία της ήταν τόσο σημαντικές σε βαθμό που δεν μπορούσαν να θεμελιώσουν την καταδίκη του εφεσείοντα με βάση τη μαρτυρία αυτή, χωρίς να πλανάται τουλάχιστο μια υποβόσκουσα αμφιβολία σε σχέση με την ασφάλεια της καταδικαστικής ετυμηγορίας.
(β) Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα είχε αναζητήσει ενίσχυση της μαρτυρίας της ανήλικης. Η ουσία της ενισχυτικής μαρτυρίας έγκειται στο ότι ένας αξιόπιστος μάρτυρας επιβεβαιώνει αυτά που είχε πει ένας άλλος αξιόπιστος μάρτυρας. Σκοπός της ενίσχυσης της μαρτυρίας δεν είναι να δίνει αξιοπιστία σε μαρτυρία η οποία είναι ελλειπής ή ύποπτη ή αναξιόπιστη, αλλά μόνο να επιβεβαιώνει και να στηρίζει εκείνο που κρινόμενο σαν μαρτυρία είναι αρκετό, ικανοποιητικό και αξιόπιστο. Η ενισχυτική μαρτυρία τότε μόνο θα παίξει [*227]το ρόλο της όταν η ίδια είναι απόλυτα αξιόπιστη μαρτυρία.
(γ) Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα θεώρησε τη μαρτυρία της μητέρας της ανήλικης ως ενισχυτική της μαρτυρίας της ανήλικης. Ο όρος “ενισχύεται υπό ουσιώδους αποδείξεως εμπλεκούσης τον κατηγορούμενον” στο Άρθρο 9 του Περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, σημαίνει ότι η ανώμοτη μαρτυρία πρέπει να ενισχύεται από κάποια άλλη ουσιώδη απόδειξη η οποία δεν ανήκει στην ίδια κατηγορία και δεν πηγάζει από την ίδια πηγή. Αν μπορούσε η μαρτυρία της μητέρας να θεωρηθεί ως ενισχυτική της μαρτυρίας της ανήλικης αυτό στην ουσία θα ισοδυναμούσε με αποδοχή της αρχής ότι μπορεί να θεμελιωθεί καταδίκη με βάση μόνο ανώμοτη μαρτυρία.
Β) Υπό Αρτεμίδη, Δ.:
Η μαρτυρία του πρώτου παραπόνου του παθόντος που καθιερώθηκε στη χώρα μας, με το Άρθρο 10 του περί Αποδείξεως Νόμου, συνιστά, τηρουμένων των προϋποθέσεων της επιφύλαξης του άρθρου, αποδεικτικό στοιχείο της αλήθειας των γεγονότων που περιέχει. Όμως, η μαρτυρία με την οποία αναμεταδίδεται το πρώτο παράπονο του παθόντος, αξιολογείται ως ένα από τα αποδεικτικά στοιχεία μαζί με το σύνολο της υπόλοιπης μαρτυρίας, για να αποφασιστεί αν η υπόθεση της κατηγορούσας αρχής, αποδεικνύεται πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.
Το απαιτούμενο αποδεικτικό στοιχείο για εμπλοκή του κατηγορουμένου στη διάπραξη του αδικήματος, ενόψει των διατάξεων του Άρθρου 9, πρέπει να προέρχεται από πηγή άλλη της προφορικής μαρτυρίας, που αφορά την αναμετάδοση του παραπόνου του παθόντος.
Η ορθή έννοια της λέξης “evidence” στο Άρθρο 10, είναι μαρτυρία και όχι απόδειξη. Η μετάφρασή της ως απόδειξη, στην μετάφραση και ενοποίηση στην Ελληνική του περί Αποδείξεως Νόμου, μπορεί να οδηγήσει σε παρερμηνεία της έννοιας της εν λόγω λέξης.
Η έφεση επιτυγχάνει. Η καταδικαστική απόφαση ακυρώνεται.
Aναφερόμενες υποθέσεις:
Αθηνής v. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 75,
[*228]Μουζάκης v. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 220,
Shioukiouroglou v. Police (1966) 2 C.L.R. 39,
Miliotis v. Police (1971) 2 C.L.R. 292,
Constantinides v. Republic (1978) 2 C.L.R. 337,
Karamanis v. Police (1977) 2 C.L.R. 92,
Fasouliotis v. Police (1979) 2 C.L.R. 180,
Yiannakou v. Police (1982) 2 C.L.R. 37,
Katsiamalis v. Republic (1980) 2 C.L.R. 107,
Lambrou v. Republic (1962) C.L.R. 295,
Soulis v. Police (1973) 2 C.L.R. 68,
D.P.P. v. Kilbourne [1973] A.C. (H.L.) 729,
D.P.P. v. Hester [1973] A.C. (H.L.) 296,
Zacharias v. Republic (1962) 2 C.L.R. 52,
Vouniotis v. Republic (1975) 2 C.L.R. 34,
R. v. Shillingford [1968] 52 Cr. App. R. 188,
R. v. Wilson [1974] 58 Cr. App. R. 304,
Sutton v. Republic, 14 C.L.R. 160,
Republic v. Votsis, 19 C.L.R. 306,
HadjiLouca v. Republic, 1961 C.L.R. 57,
King v. Baskerville [1916] 2 K.B. 658,
Williams Albert Willis [1917] Crim. App. Rep. Vol. 12, 44.
[*229]Έφεση εναντίον Kαταδίκης και Ποινής.
Έφεση εναντίον της καταδίκης και της ποινής από το Nίκο Παρμαξή ο οποίος, στις 8 Iανουαρίου, 1997, βρέθηκε ένοχος από το Kακουργιοδικείο Λεμεσού (Ποινική Yπόθεση Aρ. 24820/96) στις κατηγορίες 1. της απαγωγής με σκοπό να υποβληθεί πρόσωπο σε βαριά σωματική βλάβη, 2. της άσεμνης επίθεσης εναντίον γυναίκας, 3. της απαγωγής γυναίκας κάτω των δεκαέξι, και 4. της δημοσίευσης αισχρού θέματος κατά παράβαση των Άρθρων 247, 251, 151, 35 και 149 του Ποινικού Kώδικα Kεφ. 154 και των Άρθρων 2(1)(3)(γ) και 3(1) του περί Δημοσιεύσεων Aισχρών Θεμάτων Nόμου 1963 (N.35/63) όπως τροποποιήθηκε από τους Nόμους 53/76, 166/87 και 13/91 και καταδικάστηκε από Hλιάδη, Π.E.Δ. Eρωτοκρίτου A.E.Δ., Γεωργίου, E.Δ. σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 4 ετών στην 1η κατηγορία και 1 έτους στην 4ην κατηγορία. Δεν του επιβλήθηκε ποινή στις κατηγορίες 2 και 3.
Λ. Κληρίδης, για τον Eφεσείοντα.
Π. Κληρίδης, Aνώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Eφεσίβλητη.
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων έχει κριθεί ένοχος, μετά από ακροαματική διαδικασία, για τη διάπραξη των πιο κάτω αδικημάτων:-
1. Απαγωγή με σκοπό να υποβληθεί πρόσωπο σε βαρειά σωματική βλάβη, κατά παράβαση των άρθρων 247 και 251 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.
2. Άσεμνη επίθεση εναντίον γυναίκας, κατά παράβαση των άρθρων 151 και 35 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.
3. Απαγωγή γυναίκας κάτω των δεκαέξι ετών, κατά παράβαση των άρθρων 149 και 35 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.
4. Δημοσίευση αισχρού θέματος, κατά παράβαση των άρθρων 2 (1)(3)(γ) και 3(1) του περί Δημοσιεύσεως Αισχρών Θεμάτων Νόμου 1963 (Ν.35/63) όπως τροποποιήθηκε από τους Νόμους 53/76, 166/87 και 13/91.
Του έχουν επιβληθεί συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 4 ετών [*230]στην πρώτη κατηγορία και ενός έτους στην τέταρτη κατηγορία. Δεν έχει επιβληθεί ποινή στις κατηγορίες 2 και 3.
Τα αδικήματα διαπράχθηκαν την 6.4.96. Παραπονούμενο πρόσωπο ήταν η ανήλικη Ε.Ι. - ηλικίας 6 ετών κατά τη δίκη, η οποία άρχισε στις 2.12.96. Στις λεπτομέρειες της πρώτης κατηγορίας επεξηγείται ότι ο κατηγορούμενος “απήγαγε την Ε.Ι. από τη Λεμεσό με σκοπό αυτή να υποβληθεί στις παραφύση ορέξεις του κατηγορουμένου”.
Η ΕΚΔΟΧΗ ΤΗΣ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΣΑΣ ΑΡΧΗΣ:
Ο εφεσείων επαγγέλεται τον κτηματομεσίτη. Την 5.4.96 επισκέφθηκε το σπίτι των γονιών της ανήλικης στα Κάτω Πολεμίδια. Κατόπιν διαπραγματεύσεων η μητέρα της ανήλικης υπόγραψε συμβόλαιο εντολής πώλησης ακινήτου με το οποίο διόριζε τον εφεσείοντα και κάποιο άλλο πρόσωπο ως αποκλειστικούς αντιπροσώπους της για την πώληση του σπιτιού της στα Κάτω Πολεμίδια. Την επόμενη μέρα - 6.4.96 - ο εφεσείων επισκέφθηκε ξανά το σπίτι φέρνοντας μια πινακίδα πώλησης του σπιτιού που θα τοποθετούσε ο πατέρας της ανήλικης στην αυλή του σπιτιού.
Με την πρόφαση ότι αγαπά τα κοριτσάκια και επειδή είχε μόνο γιούς, ο εφεσείων ζήτησε από τη μητέρα της ανήλικης να του δώσει τη μικρή για να την πάρει να τη γνωρίσει η γυναίκα του, και μετά να την πάρουν μαζί σε ένα Λούνα Παρκ για να παίξει. Μετά τις πιο πάνω διαβεβαιώσεις, η μητέρα έδωσε τη συγκατάθεση της και ο εφεσείων, αφού πήρε την ανήλικη, την οδήγησε στο κτηματομεσιτικό του γραφείο (που συνδέεται με ένα δικό του κατάστημα ενοικίασης βιντεοταινιών). Αφού της πρόβαλε μια ταινία αισχρού περιεχομένου προέβηκε σε άσεμνες πράξεις πάνω στην ανήλικη. Πιο συγκεκριμένα ο κατηγορούμενος αφού της έβγαλε ένα παπούτσι, τη φούστα, το καλτσόν από το ένα πόδι και το εσώρουχο της, αρχικά τοποθέτησε το πέος του μέσα στα σκέλη της και ακολούθως ενώ αυτός καθόταν, έσπρωξε με τα χέρια του από το πίσω μέρος, το κεφάλι της ανήλικης προς το πέος του και την υποχρέωσε να το βάλει στο στόμα της. Αφού σε κάποιο στάδιο εκσπερμάτωσε, έπλυνε την ανήλικη μέσα στην τουαλέττα του γραφείου του και μετά τη μετέφερε σε Λούνα Παρκ όπου της αγόρασε δύο κούκλες και η μικρή έπαιξε για λίγο στα διάφορα παιχνίδια του Λούνα Παρκ. Ακολούθως τη μετέφερε στο σπίτι της και την παρέδωσε στους γονείς της. Η ανήλικη, που φοβήθηκε να αναφέρει το γεγονός ευθύς αμέσως στους γονείς της, γιατί φοβόταν την τιμωρία από τον πατέρα της, αποκάλυψε τελικά το επόμενο πρωΐ στη μητέρα της τι είχε συμβεί, με αποτέλεσμα η υπόθεση να καταγγελθεί στην Αστυνομία.
[*231]Η ΕΚΔΟΧΗ ΤΟΥ ΕΦΕΣΕΙΟΝΤΟΣ:
Η εκδοχή του εφεσείοντος ήταν ότι οι ισχυρισμοί της ανήλικης ήταν τελείως ψευδείς. Ο εφεσείων πήρε μόνος του την ανήλικη στο Λούνα Παρκ, γιατί του το είχαν ζητήσει οι γονείς της, που λόγω άλλων ασχολιών δεν μπορούσαν να την πάρουν να παίξει σε Λούνα Παρκ. Αφού η μικρή έπαιξε για λίγο και της αγόρασε και δύο κούκλες, επέστρεψαν στο σπίτι της. Η όλη καταγγελία αποτελεί σκευωρία εναντίον του, που πιθανό να προέρχεται από υστερόβουλες σκέψεις των γονιών της ανήλικης να μην του πληρώσουν προμήθεια 5% σε περίπτωση πώλησης του σπιτιού. Επιπρόσθετα η καταγγελία μπορεί να ήταν αποτέλεσμα πιθανής εκδίκησης από συγγενείς των γονιών της ανήλικης που διαμένουν στο χωριό Τραχώνι Λεμεσού (που βρίσκεται μέσα στα σύνορα της Αγγλικής Βάσης Επισκοπής), τους οποίους ο εφεσείων θα είχε καταγγείλει για αδικήματα που είχαν διαπράξει, όταν ο τελευταίος υπηρετούσε ως αστυνομικός στην Αγγλική Βάση της Επισκοπής από το 1971-76.
Η ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ.
Η υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής στηριζόταν κυρίως πάνω στη μαρτυρία της ανήλικης και στη μαρτυρία της μητέρας της. Θα μπορούσαμε στο σημείο αυτό να παρατηρήσουμε ότι η υπόλοιπη μαρτυρία π.χ. η ανεύρεση δύο βιντεοταινιών στο video club του εφεσείοντος, δημιουργεί υπόνοιες εναντίον του, αλλά οι υπόνοιες όσο ισχυρές και αν είναι δεν είναι αρκετές. Το νομικό μας σύστημα για πολύ σοβαρούς δικαιϊκούς λόγους απαιτεί απόδειξη των επιδίκων θεμάτων με βάση αξιόπιστη μαρτυρία πέρα από κάθε λογική αμφιβολία. Το πρωτόδικο δικαστήριο μετά από μια προσεκτική ανάλυση της μαρτυρίας που έχει παρουσιαστεί σε συνδυασμό με τη συμπεριφορά των μαρτύρων και ιδιαίτερα εκείνη της ανήλικης και του εφεσείοντος, αποφάσισε να αποδεχθεί την εκδοχή των μαρτύρων της Κατηγορούσας Αρχής και να απορρίψει την εκδοχή του εφεσείοντος.
Μεταφέρουμε μέρος της απόφασης του Πρωτόδικου Δικαστηρίου που σχετίζεται με την αξιολόγηση της μαρτυρίας της ανήλικης:
“Με ιδιαίτερη προσοχή προσεγγίσαμε τη μαρτυρία της ανήλικης, έχοντας υπόψη το πολύ νεαρό της ηλικίας της και τη σοβαρότητα που ενέχουν τα αδικήματα που διαγράφονται από τους ισχυρισμούς της. Θα πρέπει να αναφέρουμε ότι η ανήλικη μας άφησε πολύ καλές εντυπώσεις ως προσώπου που έλεγε την αλήθεια. Δεν παραγνωρίζουμε τις αντιφάσεις που παρατηρούνται στη [*232]μαρτυρία της όπως π.χ. την περιγραφή που έδωσε στο Δικαστήριο των ρούχων που φορούσε ο κατηγορούμενος τη μέρα της διάπραξης των ισχυριζομένων αδικημάτων, που έρχεται σε αντίθεση με τα όσα είχε αναφέρει στην κατάθεση που έδωσε στην Αστυνομία μετά την καταγγελία που υπέβαλαν οι γονείς της. Είναι επίσης ορθό ότι η παραπονούμενη κατά τη διάρκεια της αντεξέτασης της δέχθηκε ότι μερικές πράξεις που είχε περιγράψει όπως π.χ. ‘η τοποθέτηση του πέους του κατηγορουμένου τόσο στα γεννητικά της όργανα όσο και στο στόμα της ήταν λάθος’ και ότι σε σχετική υποβολή που της έγινε, δέχθηκε ότι ‘δεν είδε τίποτε’. Όμως πρέπει να λεχθεί ότι οι αμφιβολίες που μπορούσαν λογικά να προκύψουν από τις πιο πάνω απαντήσεις διαλύθηκαν από τις απαντήσεις που έδωσε στην επανεξέταση της, όπου διευκρίνησε ότι ο κατηγορούμενος δεν τοποθέτησε το πέος του στα γεννητικά της όργανα, αλλά το χέρι του και ότι είχε βάλει το πέος του στο στόμα της.”
ΕΝΙΣΧΥΤΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ.
Κάτω από το κεφάλαιο “ενισχυτική μαρτυρία” το πρωτόδικο δικαστήριο έθεσε τα πιο κάτω ερωτήματα:
1. Απαιτείται ενίσχυση της μαρτυρίας της ανήλικης, και
2. Αν ναι, αν υπάρχει η σχετική μαρτυρία.
Το πρωτόδικο δικαστήριο έδωσε καταφατική απάντηση και στα δύο ερωτήματα. Όπως υποδεικνύει στην απόφαση του η ανάγκη πηγάζει από σαφή νομοθετική διάταξη - το άρθρο 9 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9.
Αναφορικά με το δεύτερο ερώτημα, η σχετική μαρτυρία αποτελείτο από τη δήλωση που έκαμε η ανήλικη στη μητέρα της την επομένη των αδικημάτων. Σύμφωνα με το πρωτόδικο δικαστήριο αν και η δήλωση αυτή έγινε 14 ώρες περίπου μετά τη διάπραξη των αδικημάτων, έγινε με βάση τα ιδιάζοντα περιστατικά της υπόθεσης, ευθύς αμέσως μετά τη διάπραξη των αδικημάτων. Εφόσον δε έγινε προς το πρόσωπο προς το οποίο ήταν φυσικό να γίνει, δηλαδή στη μητέρα, η δήλωση αποτελεί άμεσο παράπονο μέσα στα πλαίσια του άρθρου 10 του Κεφ. 9. Συνακόλουθα το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι η δήλωση της παραπονουμένης στη μητέρα της θεωρείται ως άμεσο παράπονο και ως τέτοια αποτελεί τη σχετική μαρτυρία που εμπλέκει τον εφεσείοντα στις πιο πάνω κατηγορίες 1, 2, 3 και 4.
[*233]ΕΥΡΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ.
Μετά την επίλυση των πιο πάνω δύο ζητημάτων το πρωτόδικο δικαστήριο έκαμε τα πιο κάτω ευρήματα. Καταγράφουμε το σχετικό απόσπασμα από την απόφασή του:
“Έχοντας υπόψη το συμπέρασμα του Δικαστηρίου να αποδεχθεί τόσο την εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής όσο και την ύπαρξη ενισχυτικής μαρτυρίας και να απορρίψει την εκδοχή του κατηγορουμένου, βρίσκουμε ότι ο κατηγορούμενος την 6.4.96 με το πρόσχημα ότι θα έπαιρνε την ανήλικη ηλικίας 6 χρόνων να γνωρίσει τη γυναίκα του για να την πάρουν μετά μαζί στο Λούνα Παρκ, ξεγέλασε τη μητέρα της ανήλικης που του έδωσε τη συγκατάθεση της να πάρει μαζί του την ανήλικη. Ο κατηγορούμενος αφού οδήγησε την ανήλικη στο γραφείο του και στο κατάστημα ενοικίασης βιντεοταινιών και αφού κλείδωσε την πόρτα του γραφείου, έβγαλε τη φούστα της ανήλικης, το ένα παπούτσι της, το καλτσόν από το ένα πόδι και το εσώρουχο της. Ακολούθως της έβαλε το πέος του στο στόμα της και αυτή έκαμε εμετό, ενώ στη συνέχεια στο χώρο του Video Club έβαλε την ανήλικη πάνω σ’ ένα άσπρο πάγκο και προβάλλοντας της ταυτόχρονα μια ταινία που περιείχε σκηνές όπου ένας άντρας φιλούσε μια γυναίκα την χαΐδεψε με το χέρι στα γεννητικά της όργανα και έκαμνε ότι έβλεπε στην ταινία. Την 9.4.96 η Αστυνομία βρήκε σε ερμάρι της αποθήκης του Video Club του κατηγορουμένου δύο βιντεοταινίες που αποτελούν παραδεκτό γεγονός ότι είναι αισχρού περιεχομένου.”
Η ΕΦΕΣΗ.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντος επικέντρωσε την επιχειρηματολογία του στη μαρτυρία της ανήλικης. Υποστήριξε ότι αυτή ήταν εντελώς αναξιόπιστη και αστήρικτη, ιδίως μετά την αντεξέτασή της.
Η θέση του για το αναξιόπιστο της μαρτυρίας της ανήλικης αποτέλεσε τη βάση για τους πιο κάτω λόγους εφέσεως:
“1. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη στην αποδοχή της ανώμοτης κατάθεσης της ανήλικης προτού ερευνήσει και αποφασίσει εάν ενισχύετο υπό ουσιώδους αποδείξεως εμπλεκούσης τον εφεσείοντα κατά παράβαση του άρθρου 9 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9.
[*234]2. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα ανεζήτησε ενισχυτική μαρτυρία της ανώμοτης κατάθεσης της ανήλικης κατά παράβαση της καθιερωθείσης νομολογίας και αρχής ότι τότε μόνον αναζητείτο ενισχυτική μαρτυρία όπου ο νόμος ορίζει όταν η βασική μαρτυρία είναι αξιόπιστη εκ πρώτης όψεως και όχι εντελώς αναξιόπιστη και προδήλως αστήρικτη όπως στην παρούσα περίπτωση.
3. Τα λεχθέντα υπό της ανήλικης στη μητέρα της δεν συνιστούσαν παράπονον εντός της έννοιας του σχετικού Νόμου. Εν πάση περιπτώσει έστω και εάν αποφασισθεί ότι ορθώς το Δικαστήριο εδέχθη τα λεχθέντα υπό της ανήλικης στη μητέρα της στις 8 μ.μ. της 8.4.96 ως πρώτο παράπονο, εσφαλμένα το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η μαρτυρία αυτή συνιστά μαρτυρία ουσιώδους αποδείξεως η οποία εμπλέκει τον εφεσείοντα στη διάπραξη των αδικημάτων για τα οποία κατεδικάσθη, εντός της έννοιας του άρθρου 9 του Κεφ. 9.”
Ο ευπαίδευτος συνήγορος έκαμε εκτεταμένη αναφορά στη μαρτυρία της ανήλικης με σκοπό να καταδείξει ότι αυτή ήταν αναξιόπιστη.
Προσεκτική εξέταση της μαρτυρίας της ανήλικης αποκαλύπτει:
(α) Στη διάρκεια της κυρίως εξέτασης η ανήλικη απέδωσε στον εφεσείοντα τις πιο κάτω πράξεις:
(1) Ότι ο εφεσείων της “έβγαλε το ένα καλτσόν, το ένα της παπούτσι και το βρακί και τη φούστα της”.
(2) Ότι έβαλε το πέος του μέσα στο στόμα της και ύστερα το έβαλε μέσα στα γεννητικά της όργανα.
(β) Στη διάρκεια της αντεξέτασης αναίρεσε τα όσα απέδωσε στον εφεσείοντα κατά την κυρίως εξέταση. Κατέθεσε ότι ήταν λάθος το ότι έβαλε το πέος του στο στόμα της και στα γεννητικά της όργανα.
(γ) Στη διάρκεια της επανεξέτασης η ανήλικη επανήλθε επί της εκδοχής που είχε προβάλει στην κυρίως εξέταση αλλά κατά το ήμισυ. Κατέθεσε ότι ο εφεσείων της έβαλε το πέος του στο στόμα της και το χέρι του - όχι το πέος του - στα γεννητικά της όργανα. Σημειώνουμε ότι η τελευταία απάντηση δόθηκε μετά από την καθοδηγητική ερώτηση: “Μπορεί να είναι το χέ[*235]ρι του και όχι το πράγμα του;”
Τα πιο πάνω ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου στηρίζονται πάνω στην εκτίμηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων. Αποτελεί πάγια θέση της νομολογίας μας ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει στα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου που σχετίζονται με την αξιοπιστία των μαρτύρων. Επεμβαίνει μόνο αν πεισθεί ότι υπάρχουν ικανοποιητικοί λόγοι που του δίνουν τέτοιο δικαίωμα. Τυχόν αντιφάσεις ή αδυναμίες που μπορεί να υπάρχουν στη μαρτυρία δεν αποτελούν λόγο επέμβασης του Εφετείου, εκτός εάν είναι τόσο σημαντικές ώστε να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα αποδέκτηκε τη μαρτυρία αυτή ως αξιόπιστη (Βλ. Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 75 και Μουζάκης ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 220 - Βλ. επίσης Shioukiouroglou v. Police (1966) 2 C.L.R. 39, 42, Miliotis v. Police (1971) 2 C.L.R. 292, 295, Constantinides v. Republic (1978) 2 C.L.R. 337, 378, Karamanis v. Police (1977) 2 C.L.R. 92, 96, Fasouliotis v. Police (1979) 2 C.L.R. 180, 181, Yiannakou v. Police (1982) 2 C.L.R. 37).
Στην Katsiamalis v. Republic (1980) 2 C.L.R. 107, μετά από επισκόπηση της σχετικής νομολογίας - Lambrou v. Republic (1962) C.L.R. 295, 297, Soulis v. Police (1973) 2 C.L.R. 68, 70, Constantinides και Fasouliotis (πιο πάνω) - το Εφετείο κατέληξε ως πιο κάτω:
“It emerges, however, clearly from the above dicta that this Court is entitled, and duty bound, to intervene when it is of the opinion that findings as to credibility were not reasonably open to the trial Court, even if the trial Court was impressed by the demeanour of the witnesses; and the present case is one of those cases.
...................................................................................................................
In this case, however, the discrepancies are of such a material nature that we cannot say that the appellant could be convicted on the evidence of the three eyewitnesses without, at least, a lurking doubt being entertained in relation to the safety of the verdict.
As it has been put in Djemal v. The Republic (1966) 2 C.L.R. 21, by Vassiliades J., as he then was, this is a matter of cogency of the evidence and we do not find the evidence for the prosecution as regards the commission by the appellant of the offences in question cogent enough to warrant his conviction.”
[*236]ΣΕ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ:
“Προκύπτει, όμως, από τα πιο πάνω απόφθεγματα ότι αυτό το δικαστήριο έχει δικαίωμα και καθήκο να επέμβει οσάκις έχει τη γνώμη ότι ευρήματα ως προς την αξιοπιστία δεν ήταν εύλογα επιτρεπτά στο πρωτόδικο δικαστήριο, έστω και αν το πρωτόδικο δικαστήριο είχε εντυπωσιασθεί από την συμπεριφορά των μαρτύρων και η παρούσα υπόθεση είναι μια από εκείνες τις υποθέσεις.
..................................................................................................................
Στην παρούσα υπόθεση, όμως, οι αντιφάσεις είναι τέτοιας σημαντικής φύσεως που δεν μπορούμε να πούμε ότι ο εφεσείων θα μπορούσε να καταδικαστεί με βάση την μαρτυρία των τριών αυτόπτων μαρτύρων χωρίς, τουλάχιστο, να πλανάται υποβόσκουσα αμφιβολία σε σχέση με την ασφάλεια της ετυμηγορίας.
Όπως το έχει θέσει ο Βασιλειάδης, Δ., όπως ήταν τότε, στην Djemal v. Republic (1966) 2 C.L.R. 21, αυτό αποτελεί ζήτημα πειστικότητας της μαρτυρίας και δεν βρίσκουμε την μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής που σχετίζεται με τη διάπραξη των αδικημάτων από τον εφεσείοντα αρκετά πειστική για να δικαιολογεί την καταδίκη του.”
Έχουμε εξετάσει προσεκτικά το σύνολο της μαρτυρίας της ανήλικης. Έχουμε λάβει σοβαρά υπόψη ότι ήταν ηλικίας 6 ετών κατά τη δίκη και ότι τα αδικήματα είχαν διαπραχθεί 8 μήνες προηγουμένως. Παράλληλα έχουμε λάβει υπόψη την ευνοϊκή εντύπωση που είχε κάμει η ανήλικη στο πρωτόδικο δικαστήριο. Δε συμφωνούμε με το πρωτόδικο δικαστήριο ότι οι αμφιβολίες που μπορούσαν λογικά να προκύψουν από τις απαντήσεις που δόθηκαν στην αντεξέταση διαλύθηκαν από τις απαντήσεις που δόθηκαν κατά την επανεξέταση. Όπως υποδεικνύεται, πιο πάνω, κατά την επανεξέταση η ανήλικη δεν επανήλθε ολότελα επί της εκδοχής την οποία είχε προβάλει κατά την κυρίως εξέταση, παρόλο που της είχαν υποβληθεί καθοδηγητικές ερωτήσεις. Τονίζουμε ότι πρόκειται για μαρτυρία ανήλικου παιδιού - ηλικίας 6 ετών κατά τη δίκη. Ο κίνδυνος να είχε επηρεασθεί η μαρτυρία της λόγω του πολύ νεαρού της ηλικίας της και της ανωριμότητάς της είναι εμφανής. Έχουμε λάβει υπόψη τις αντιφάσεις, τις οποίες έχουμε υποδείξει πιο πάνω, και ιδιαίτερα το γεγονός ότι κατά την αντεξέτασή της η ανήλικη είχε προβεί σε πλήρη αναίρεση των όσων είχε καταλογίσει στον εφεσείοντα, στη διάρκεια της κυρίως εξέτασης. Έχουμε την άποψη ότι το εύρημα του πρωτόδικου δικαστηρίου σε σχέση με την αξιοπιστία της ανήλικης δεν [*237]ήταν εύλογα επιτρεπτό. Οι αντιφάσεις στη μαρτυρία της ανήλικης ήταν τόσο σημαντικές σε βαθμό που δεν μπορούμε να πούμε ότι ο εφεσείων μπορούσε να καταδικαστεί με βάση τέτοια μαρτυρία χωρίς να πλανάται τουλάχιστο μια υποβόσκουσα αμφιβολία σε σχέση με την ασφάλεια της καταδικαστικής ετυμηγορίας. Ήταν τόσο σημαντικές που το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα αποδέκτηκε τη μαρτυρία της ως αξιόπιστη (Βλ. Αθηνής, πιο πάνω).
Ενόψει της πιο πάνω κατάληξής μας τα επόμενα ερωτήματα που εγείρονται είναι τα πιο κάτω:
(1) Κατά πόσο το πρωτόδικο δικαστήριο μπορούσε να αναζητήσει μαρτυρία ενισχυτική της μαρτυρίας της ανήλικης, και
(2) Κατά πόσο η μαρτυρία της μητέρας της για το παράπονο της ανήλικης αποτελεί ενισχυτική μαρτυρία εντός της έννοιας του άρθρου 9 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9.
Αποτελεί σταθερή θέση της νομολογίας ότι ενισχυτική μαρτυρία τότε μόνο χρειάζεται ή δίνεται όταν ο μάρτυρας που τη χρειάζεται ή που τη δίνει κρίνεται κατά βάση αξιόπιστος (Βλ. D.P.P. v. Kilbourne [1973] A.C. (H.L.) 729, 746).
H ουσία της ενισχυτικής μαρτυρίας έγκειται στο ότι ένας αξιόπιστος μάρτυρας επιβεβαιώνει αυτά που είχε πεί ένας άλλος αξιόπιστος μάρτυρας. Σκοπός της ενίσχυσης της μαρτυρίας δεν είναι να δίνει αξία ή αξιοπιστία σε μαρτυρία η οποία είναι ελλειπής ή ύποπτη ή αναξιόπιστη, αλλά μόνο να επιβεβαιώνει και να στηρίζει εκείνο που κρινόμενο σαν μαρτυρία είναι αρκετό, ικανοποιητικό και αξιόπιστο. Η ενισχυτική μαρτυρία τότε μόνο θα παίξει το ρόλο της όταν η ίδια είναι απόλυτα αξιόπιστη μαρτυρία. (Βλ. D.P.P. v Hester [1973] A.C. (H.L.) 296, 315). Βλ. και Zacharias v. Republic (1962) 2 C.L.R. 52 και Vouniotis v. Republic (1975) 2 C.L.R. 34).
Ενόψει της κατάληξής μας σε σχέση με την αξιοπιστία της ανήλικης και της πιο πάνω θέσης της νομολογίας θα πρέπει να δοθεί αρνητική απάντηση στο πρώτο ερώτημα που έχουμε θέσει πιο πάνω. Κρίνουμε πως το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα έχει αναζητήσει ενίσχυση της μαρτυρίας της ανήλικης.
Προχωρούμε στην εξέταση του δεύτερου ερωτήματος.
Η σχετική εισήγηση του ευπαίδευτου συνήγορου του εφεσείοντος είχε σαν αποκλειστικό νομικό βάθρο το πιο πάνω άρθρο 9* του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9. Υποστήριξε ότι σύμφωνα με την ορθή ερμηνεία του άρθρου 9 οποτεδήποτε υπάρχει ανώμοτη κατάθεση αυτή δεν μπορεί να καταλήξει σε καταδίκη εκτός αν υπάρχει ενισχυτική μαρτυρία από πηγή άλλη από εκείνη της παραπονούμενης.
Η ενισχυτική μαρτυρία την οποία το πρωτόδικο δικαστήριο έλαβε υπόψη αποτελείτο από τη δήλωση-παράπονο της ανήλικης προς τη μητέρα της 14 ώρες μετά την διάπραξη των αδικημάτων. Δε χρειάζεται ν’ ασχοληθούμε με την ορθότητα ή όχι της διαπίστωσης του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι επληρούντο οι προϋποθέσεις του πιο πάνω άρθρου 10 του Κεφ. 9. Θα το πάρουμε ως δεδομένο ότι η ενισχυτική μαρτυρία αποτελείτο από το παράπονο της ανήλικης το οποίο έκαμε στη μητέρα της και το οποίο η τελευταία εξιστόρησε στο δικαστήριο.
Σύμφωνα με το κοινοδίκαιο ένας μάρτυρας είναι αρκετός (με την εξαίρεση του αδικήματος της ψευδορκίας) κατά τη δίκη (Archbold Criminal Pleading Evidence and Practice, 42α έκδοση, παραγ. 16-1). Υπάρχουν ωστόσο εξαιρέσεις που έχουν τεθεί από νομοθετικές διατάξεις (Βλ. Perjury Act, 1911, s. 13, Representation of the People Act, 1949, s. 146, Sexual Offences Act 1956, Sections 2, 3, 4, 22 και 23, Children and Young Persons Act, 1938, s. 38). Δυνάμει των διατάξεων αυτών η ενισχυτική μαρτυρία είναι απαραίτητη σαν θέμα Νόμου. Στους ενόρκους πρέπει να ειπωθεί καθαρά ότι εκτός εάν υπάρχει η ενισχυτική μαρτυρία που απαιτείται από το Νόμο δεν δικαιούνται να καταδικάσουν (R. v. Shillingford [1968] 52 Cr. App. R. 188, R. v. Wilson [1974] 58 Cr. App. R. 304 και Archbold, πιο πάνω, παραγ. 16-2).
Σύμφωνα με τα κρατούντα στην Αγγλία σε υποθέσεις βιασμού, άσεμνης επίθεσης και παρόμοιων αδικημάτων, το γεγονός ότι το θύμα έκαμε παράπονο λίγο χρόνο μετά το έγκλημα, σχετικά με τα ζητήματα για τα οποία προσάπτεται κατηγορία εναντίον του κατηγορουμένου όπως και οι λεπτομέρειες τέτοιου παραπόνου, γίνονται δεκτά ως μαρτυρία που μπορεί να προσαχθεί στην κυρίως εξέταση από τον κατήγορο, όχι όμως για την απόδειξη της αλήθειας του περιεχομένου του παραπόνου αλλά (1) για να καταδειχθεί ότι η συμπεριφορά του θύματος με το να παραπονεθεί όπως έχει παραπονεθεί [*239]συνάδει με τη μαρτυρία της/του, και (2) εκεί που η συγκατάθεση είναι σχετική για να καταδειχθεί ότι η συμπεριφορά της/του δεν συνάδει με την συγκατάθεση της/του (Phipson on Evidence, 14η έκδοση, παραγ. 12-56).
Στην Κύπρο τα πράγματα είναι σαφώς διαφορετικά ενόψει των προνοιών του πιο πάνω άρθρου 10 του Κεφ. 9, όπως έχει ερμηνευθεί από τη νομολογία μας (Βλ. Sutton v. Republic, 14 C.L.R. 160, 173, Republic v. Votsis, 19 C.L.R. 306, HadjiLouca v. Republic (1961) C.L.R. 57).
Όπως έχει αποφασισθεί στη Sutton (πιο πάνω) σελ. 173:
“The words ‘the Court on a charge for any offence may receive in evidence the particulars of any complaint or statement on behalf of the complainant or of the prosecution’ must mean ‘receive in evidence in support of the charge and as evidence of the facts to which the statement relates‘.”
ΣΕ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ:
“Οι λέξεις ‘το δικαστήριο πάνω σε κατηγορία για οποιοδήποτε αδίκημα μπορεί να λάβει ως απόδειξη τις λεπτομέρειες οποιουδήποτε παραπόνου ή δηλώσεως εκ μέρους του παραπονουμένου ή της κατηγορούσας αρχής’ πρέπει να σημαίνουν ‘να λάβει ως απόδειξη για υποστήριξη της κατηγορίας και σαν απόδειξη των γεγονότων με τα οποία σχετίζεται η δήλωση’.”
Η υπόθεση Sutton ακολουθήθηκε στην Votsis (πιο πάνω) από την οποία παραθέτουμε το πιο κάτω απόσπασμα από τις σελ. 306-307:
“In Cyprus, because of this section 10 - of Cap. 9 - and the decision of the Privy Council in the case of Sutton v. King, 14 C.L.R. 160, statements or complaints are admissible not merely as in the case of sexual offences in England to show the consistency of the complainant’s story or to negative consent, but as evidence of the facts narrated in the statement itself.”
ΣΕ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ:
“Στην Κύπρο, επειδή υπάρχει αυτό το άρθρο 10 - του Κεφ. 9 - και η απόφαση του Ανακτοβουλίου στην υπόθεση Sutton v. King, 14 C.L.R. 160, δηλώσεις ή παράπονα γίνονται δεκτά, όχι μόνο σε σεξουαλικά αδικήματα, όπως στην Αγγλία, για να δείξουν τη συνέπεια της μαρτυρίας του παραπονούμενου ή για να αντικρούσουν την εκδοχή ότι υπήρξε συγκατάθεση, αλλά ως απόδειξη των γεγονότων που εξιστορούνται στην ίδια την κατάθεση.”
Η ίδια αρχή επιβεβαιώθηκε και στην υπόθεση HadjiLouca (πιο πάνω). Το Εφετείο έκρινε ότι η μαρτυρία για το άμεσο παράπονο της - ενήλικης - παραπονούμενης αποτελούσε αρκετή ενίσχυση της μαρτυρίας της, επειδή - όπως το έθεσε - στη σελ. 58:
“But as has been pointed out the decision in Sutton v. The King, 14 C.L.R. 160, and later the decision of the Assize Court presided over by the Chief Justice in the case of R. v. Votsis 19 C.L.R. 306, makes it clear that the law of Cyprus has its own standards and is different from the law of England in this respect.”
ΣΕ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ:
“Όπως όμως έχει υποδειχθεί στην υπόθεση Sutton v. King, 14 C.L.R. 160, και αργότερα στην απόφαση του Κακουργιοδικείου στο οποίο προήδρευε ο Αρχιδικαστής, δηλαδή στην υπόθεση R. v. Votsis, 19 C.L.R. 306, είναι σαφές ότι το Κυπριακό δίκαιο έχει τα δικά του κριτήρια και διαφέρει από το Αγγλικό δίκαιο στο θέμα τούτο.”
Αυτό που πρέπει να μας απασχολήσει είναι κατά πόσο η κατάσταση που δημιουργείται από το άρθρο 10 του Κεφ. 9 διαφοροποιείται ενόψει των προνοιών του πιο πάνω άρθρου 9 του ιδίου Νόμου. Η προσοχή του πρωτόδικου δικαστηρίου δεν είχε, όπως φαίνεται, κατευθυνθεί προς αυτή την κατεύθυνση. Στην Αγγλία οι ανήλικοι μπορούν να δώσουν ανώμοτη μαρτυρία σε ποινικές υποθέσεις νοουμένου ότι είναι επαρκούς νοημοσύνης και αντιλαμβάνονται το καθήκον τους να πουν την αλήθεια. Αυτή η θέση πηγάζει από τις πρόνοιες του άρθρου 38 της Children and Young Persons Act, 1933, η οποία, όμως, υπόκειτο στην πιο κάτω επιφύλαξη*:
“Where evidence admitted by virtue of this section is given on behalf of the prosecution the accused shall not be liable to be convicted of the offence unless that evidence is corroborated by some other material evidence in support thereof implicating him.”
ΣΕ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ:
“Όπου μαρτυρία η οποία γίνεται δεκτή δυνάμει αυτού του άρθρου προσάγεται εκ μέρους της κατηγορούσας αρχής ο κατηγορούμενος δε θα υπόκειται σε καταδίκη για το αδίκημα εκτός αν εκείνη η μαρτυρία ενισχύεται από κάποια άλλη ουσιώδη απόδειξη προς υποστήριξή της που εμπλέκει τον κατηγορούμενο.”
Βλέπουμε λοιπόν ότι το λεκτικό της πιο πάνω επιφύλαξης είναι σχεδόν ταυτόσημο με το λεκτικό του δικού μας άρθρου 9. Επομένως μπορούμε να αντλήσουμε χρήσιμη καθοδήγηση από τα νομολογηθέντα στην Αγγλία σε σχέση με την πιο πάνω επιφύλαξη. Η δικαιοδοσία για την ύπαρξη της πιο πάνω επιφύλαξης έγκειται, όπως υποδεικνύεται από τον Cross on Evidence, 4η έκδοση, σελ. 172, στην αναξιοπιστία των μαρτύρων τρυφερής ηλικίας*.
Θεωρούμε σκόπιμη την ανάλυση του όρου “ενισχύεται” (“corroborated”) στο άρθρο 9 του Κεφ. 9. Ο όρος “corroboration” επεξηγείται ως πιο κάτω στη θεμελιακή υπόθεση King v. Baskerville [1916] 2 K.B. 658, 667:
“We hold that evidence in corroboration must be independent testimony which affects the accused by connecting or tending to connect him with the crime. In other words, it must be evidence which implicates him, that is, which confirms in some material particular not only the evidence that the crime has been committed, but also that the prisoner committed it. The test applicable to determine the nature and extent of the corroboration is thus the same whether the case falls within the rule of practice at common law or within that class of offences for which corroboration is required by statute.
..................................................................................................................
The corroboration need not be direct evidence that the accused committed the crime; it is sufficient if it is merely circumstantial evidence of his connection with the crime.”
ΣΕ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ:
“Κρίνουμε ότι ενισχυτική μαρτυρία πρέπει να είναι ανεξάρτητη μαρτυρία που θίγει τον κατηγορούμενο συνδέοντας τον ή τείνο[*242]ντας να τον συνδέσει με το αδίκημα. Με άλλα λόγια, πρέπει να είναι μαρτυρία που τον εμπλέκει, δηλαδή που επιβεβαιώνει σε κάποιο ουσιώδες σημείο, όχι μόνο τη μαρτυρία ότι διαπράχθηκε το αδίκημα αλλά κι ότι διαπράχθηκε από τον κατηγορούμενο. Το κριτήριο που εφαρμόζεται για τον καθορισμό της φύσης και του βαθμού της ενίσχυσης είναι, επομένως, το ίδιο, ανεξάρτητα αν η περίπτωση ανήκει στον κανόνα πρακτικής που εισήγαγε το κοινοδίκαιο ή στην κατηγορία εκείνη των αδικημάτων που η ενίσχυση απαιτείται από τη νομοθεσία.
..................................................................................................................
Η ενισχυτική μαρτυρία δεν είναι ανάγκη να είναι άμεση μαρτυρία ότι ο κατηγορούμενος διέπραξε το αδίκημα. Είναι αρκετό εάν είναι απλώς περιστασιακή μαρτυρία η οποία τον συνδέει με το αδίκημα.”
Μια πιο σύντομη ερμηνεία του όρου δίνεται στο σύγγραμα των Cross & Wilkins “Outlines of the Law of Evidence”, 6η έκδοση, σελ. 77. Την παραθέτουμε:
“Corroboration is confirmatory evidence implicating the person against whom it is required in a material particular; it may consist of the express or implied admission or other relevant conduct of such person; but not of the previous statement of the witness whose evidence requires corroboration.”
ΣΕ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ:
“Ενίσχυση είναι επιβεβαιωτική μαρτυρία η οποία ενοχοποιεί το πρόσωπο εναντίον του οποίου απαιτείται πάνω σε ένα ουσιώδες σημείο. Μπορεί να αποτελείται από ρητή ή εξυπακουόμενη παραδοχή ή άλλη σχετική συμπεριφορά αυτού του προσώπου. Όμως δεν μπορεί να αποτελείται από την προηγούμενη δήλωση του μάρτυρα του οποίου η μαρτυρία χρειάζεται ενίσχυση.”
Βλ. και Evidence & Advocacy by Peter Murphy, 4η έκδοση, σελ. 123:
“In order to be capable of being corroborative, evidence must (a) be admissible in itself, (b) emanate from a source independent of the evidence to be corroborated, and (c) be such as to tend to show, by confirmation of some material particular, not only that the offence charged was committed, but also that the defendant committed it.”
[*243]ΣΕ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ:
“Για να είναι ικανή να αποτελέσει ενίσχυση η μαρτυρία πρέπει (α) να είναι απο μόνη της αποδεκτή, (β) να προέρχεται από πηγή ανεξάρτητη από τη μαρτυρία που θα ενισχυθεί και (γ) να είναι τέτοια ώστε να τείνει να καταδείξει με την επιβεβαίωση ενός ουσιώδους σημείου, όχι μόνο ότι το επίδικο αδίκημα έχει διαπραχθεί αλλά επίσης ότι το έχει διαπράξει ο κατηγορούμενος.”
Στους Halsbury’s Laws of England, Τρίτη έκδοση, Τόμος 10, παραγ. 849, επιχειρείται η πιο κάτω ερμηνεία της πιο πάνω επιφύλαξης του άρθρου 38 του Αγγλικού Νόμου του 1933:
“No person can be convicted on the unsworn evidence of a child, unless the child’s evidence is corroborated by some other material evidence implicating the accused. Corroboration of the unsworn evidence of a child must not only connect the accused with the crime with which he is charged, but must come from an independent source. The unsworn testimony of other children of tender years does not, however, constitute sufficient corroboration. The judge should direct the jury that the child’s unsworn evidence must be corroborated before they can consider its effect at all.”
ΣΕ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ:
“Κανένα πρόσωπο δεν μπορεί να καταδικασθεί πάνω στην ανώμοτη μαρτυρία παιδιού, εκτός αν η μαρτυρία του παιδιού ενισχύεται από κάποια άλλη ουσιώδη απόδειξη η οποία ενοχοποιεί τον κατηγορούμενο. Η ενίσχυση της ανώμοτης κατάθεσης παιδιού δεν πρέπει μόνο να συνδέει τον κατηγορούμενο με το αδίκημα δια το οποίο κατηγορείται αλλά πρέπει να προέρχεται από ανεξάρτητη πηγή. Η ανώμοτη κατάθεση άλλων παιδιών τρυφερής ηλικίας δεν αποτελεί, όμως, επαρκή ενίσχυση. Ο δικαστής πρέπει να καθοδηγήσει τους ενόρκους ότι η ανώμοτη κατάθεση πρέπει να ενισχύεται προτού εξεταστεί η οποιαδήποτε επίδραση της.”
Στη θεμελιακή υπόθεση Hester (πιο πάνω) ο Λόρδος Diplock επιχειρεί διάκριση ανάμεσα στην ενισχυτική μαρτυρία δυνάμει του Κοινοδικαίου και στην ενισχυτική μαρτυρία δυνάμει νομοθετικής διάταξης. Λέγει στη σελ. 325-326:
“What is looked for under the common law rule is confirmation from some other source that the suspect witness is telling the [*244]truth in some part of his story which goes to show that the accused committed the offence with which he is charged.
A similar requirement of confirmation of the evidence of unsworn children, made admissible by statute, is imposed by the proviso to section 38 (1) of the Act of 1933. But it differs from the common law rule in two respects. Whereas at common law the jury if given adequate warning were entitled to convict upon the uncorroborated evidence of witnesses in the suspect categories, the section imposes an absolute prohibition upon conviction on the uncorroborated evidence of an unsworn child. Secondly, it expressly excludes as a permissible source of such corroboration the evidence of any other unsworn child.”
ΣΕ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ:
“Αυτό που αναζητείται δυνάμει του κανόνα του Κοινοδικαίου είναι επιβεβαίωση από κάποια άλλη πηγή ότι ο ύποπτος μάρτυρας λέγει την αλήθεια σε κάποιο μέρος της ιστορίας του η οποία τείνει να καταδείξει ότι ο κατηγορούμενος διέπραξε το αδίκημα δια το οποίο κατηγορείται.
Παρόμοια ανάγκη για επιβεβαίωση της ανώμοτης μαρτυρίας παιδιών, η οποία γίνεται δεκτή δυνάμει νομοθετικής διάταξης, επιβάλλεται από την επιφύλαξη του άρθρου 38 (1) του Νόμου του 1933. Όμως διαφέρει από τον κανόνα του Κοινοδικαίου σε δύο πτυχές. Ενώ σύμφωνα με το Κοινοδίκαιο αν δινόταν επαρκής προειδοποίηση στους ενόρκους μπορούσαν να καταδικάσουν με βάση την χωρίς ενίσχυση μαρτυρία των μαρτύρων που ανήκουν στις ύποπτες κατηγορίες, το άρθρο επιβάλλει απόλυτη απαγόρευση καταδίκης με βάση τη χωρίς ενίσχυση ανώμοτη μαρτυρία παιδιού. Δεύτερον, ρητά αποκλείει σαν επιτρεπτή πηγή τέτοιας ενίσχυσης την ανώμοτη μαρτυρία οποιουδήποτε άλλου παιδιού.”
Η επιφύλαξη του άρθρου 38 έχει ερμηνευθεί και από την Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων στην υπόθεση Hester (πιο πάνω). Η Δικαστική Επιτροπή αναγνώρισε ότι η ανώμοτη κατάθεση ενός παιδιού δεν μπορεί να ενισχυθεί από την ανώμοτη κατάθεση άλλου παιδιού. Αυτό οφείλεται, όπως υποδεικνύεται από τους Cross & Wilkins (πιο πάνω) στις σελ. 76-77 στην πιο πάνω επιφύλαξη του άρθρου 38. Αποσπάσματα από τις αποφάσεις των μελών της Δικαστικής Επιτροπής θα συμβάλουν, νομίζουμε, στην πληρέστερη κατανόηση της ερμηνείας της σχετικής επιφύλαξης. Λέγει ο [*245]Λόρδος Morris of Borth - y - Gest στη σελ. 311:
“The intention of the proviso would appear to have been that a conviction should not take place in reliance upon or on the basis of unsworn evidence which is not corroborated.
On the construction of the proviso to section 38 (1) the further question arises whether the unsworn evidence of a child could be corroborated by the unsworn evidence of another child. The evidence of the first child would be ‘evidence admitted by virtue of“ the section. Would the evidence of the second child (being evidence supporting that of the first and implicating the accused) be ‘some other material evidence’ within the meaning of the proviso? It would be ‘other’ evidence in the sense that the evidence of the second child would be other than the evidence of the first child. If the language permits of ambiguity it would seem to be more in accord with the intention of the proviso that the words ‘some other material evidence’ should be regarded as denoting evidence other than ‘evidence admitted by virtue of this section’. This would conform with the view which has been generally entertained.”
ΣΕ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ:
“Ο σκοπός της επιφύλαξης φαίνεται να ήταν ότι δεν πρέπει να λάβει χώραν καταδίκη με βάση ανώμοτη μαρτυρία η οποία δεν ενισχύεται.
Με βάση την ερμηνεία της επιφύλαξης του άρθρου 38(1) εγείρεται το περαιτέρω ερώτημα κατά πόσο η ανώμοτη μαρτυρία παιδιού μπορούσε να ενισχυθεί από την ανώμοτη μαρτυρία άλλου παιδιού. Η μαρτυρία του πρώτου παιδιού θα ήταν ‘μαρτυρία που έγινε δεκτή δυνάμει’ του άρθρου 38. Θα ήταν η μαρτυρία του δεύτερου παιδιού (η οποία ήταν μαρτυρία που υποστήριζε εκείνη του πρώτου παιδιού και ενοχοποιούσε τον κατηγορούμενο) ‘κάποια άλλη ουσιώδης απόδειξη’ εντός της έννοιας της επιφύλαξης; Θα ήταν ‘άλλη’ απόδειξη με το νόημα ότι η μαρτυρία του δεύτερου παιδιού θα ήταν άλλη από τη μαρτυρία του πρώτου παιδιού. Εάν το λεκτικό επιτρέπει ασάφεια φαίνεται ότι θα ήταν πιο σύμφωνο με τον σκοπό της επιφύλαξης αν οι λέξεις ‘κάποια άλλη ουσιώδης απόδειξη’ πρέπει να θεωρούνται ότι σημαίνουν μαρτυρία άλλη από ‘μαρτυρία που γίνεται δεκτή δυνάμει αυτού του άρθρου. Αυτό θα συνάδει με την άποψη η οποία έχει γίνει γενικώς αποδεκτή.”
Από την απόφαση του Λόρδου Pearson στη σελ. 323 παραθέτου[*246]με το πιο κάτω απόσπασμα:
“I agree that ‘other material evidence’ in this context means evidence other than that admitted by virtue of the section... The obvious intention was that in so far as the evidence of an unsworn child tended to show that the accused was guilty of the offence charged, no reliance was to be placed upon it unless it was corroborated in the manner required by the proviso. It was to be treated in the same way as evidence given by an incompetent witness before his incompetency was discovered.”
ΣΕ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ:
“Συμφωνώ ότι ‘άλλη ουσιώδης απόδειξη’ σημαίνει μαρτυρία άλλη από εκείνη που έγινε δεκτή δυνάμει του άρθρου .... Ο έκδηλος σκοπός της επιφύλαξης ήταν ότι στο βαθμό που η ανώμοτη μαρτυρία παιδιού έτεινε να καταδείξει ότι ο κατηγορούμενος ήταν ένοχος του επίδικου αδικήματος, δεν μπορούσε να δοθεί εγκυρότητα σε αυτή τη μαρτυρία εκτός αν ενισχυόταν με τον τρόπο που προβλέπεται από την επιφύλαξη. Έπρεπε να τύχει της ίδιας μεταχείρισης όπως μαρτυρία που δίνεται από μη ικανό μάρτυρα πριν αποκαλυφθεί η ανικανότητά του.”
Από την απόφαση του Λόρδου Diplock στη σελ. 325 παραθέτουμε το πιο κάτω απόσπασμα:
“An examination of the basic 19th century cases makes it plain that in the judgments ‘corroboration’ was not used in any other sense than ‘confirmation’. This is the expression actually used in six out of the seven cases approved in Rex v. Baskerville. Even in Rex v. Baskerville itself the terms ‘corroboration’ and ‘confirmation’ are used interchangeably. I conclude, therefore, that the word ‘corroborated’ as used in the proviso to section 38(1) of the Children and Young Persons Act 1933 is not a term of legal art, and that the proviso bears no different meaning from that which it would have borne if the word, commoner in ordinary usage, ‘confirmed’ had been substituted for it.”
ΣΕ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ:
“Εξέταση των βασικών υποθέσεων του 19ου αιώνα το κάμνει ξεκάθαρο ότι στις αποφάσεις ο όρος ‘ενίσχυση’ (‘corroboration’) δεν χρησιμοποιείτο με οποιοδήποτε άλλο νόημα εκτός από ‘επιβεβαίωση’ (‘confirmation’). Αυτή είναι η ορολογία που χρησιμο[*247]ποιήθηκε στις 6 από τις 7 υποθέσεις που εγκρίθηκαν στην Rex v. Baskerville. Ακόμη και στην ίδια την Rex v. Baskerville οι όροι ‘ενίσχυση’ και ‘επιβεβαίωση’ χρησιμοποιούνται εναλλακτικά. Καταλήγω, επομένως, ότι η λέξη ‘ενισχύεται’ όπως χρησιμοποιείται στην επιφύλαξη του άρθρου 38(1) της Children and Young Act, 1933, δεν αποτελεί ιδιάζουσα νομική ορολογία, και ότι η επιφύλαξη δεν φέρει διαφορετική έννοια από εκείνη που θα έφερε εάν την υποκαθιστούσε η λέξη ‘επιβεβαιώνεται’.”
Στον Archbold (πιο πάνω) παραγ. 16-23 και σε συνάρτηση με την υπόθεση Hester (πιο πάνω) υποδεικνύεται ότι η ανώμοτη κατάθεση πρέπει να ενισχύεται με τον τρόπο που απαιτείται από την επιφύλαξη του άρθρου 38 δηλαδή “από κάποια ουσιώδη απόδειξη, με άλλα λόγια με τρόπο διαφορετικό από εκείνο που προβλέπεται από το άρθρο 38”.
Ο Λόρδος Diplock αποκαλεί μαρτυρία που προέρχεται, ανάμεσα σ’ άλλα, από ανήλικους ως “ύποπτη μαρτυρία” και τους μάρτυρες που τη δίνουν ως “ύποπτους μάρτυρες” (Βλ. απόφαση του στη Hester (πιο πάνω), σελ. 324).
Η θέση που έχει υιοθετηθεί από τη νομολογία μας σε σχέση με την αποδεικτική αξία του άμεσου παραπόνου, η οποία είναι διαφορετική από εκείνη της Αγγλικής Νομολογίας, πρέπει να αποδοθεί αποκλειστικά στις διατάξεις του άρθρου 10 του Κεφ.9, το οποίο πραγματεύεται γενικά την αποδεικτική αξία του άμεσου παραπόνου. Το άρθρο 9 του Κεφ. 9 πραγματεύεται ένα εντελώς διαφορετικό ζήτημα - την αποδεικτική αξία της ανώμοτης μαρτυρίας. Έχουμε, επομένως, την άποψη πως πρέπει να προσεγγιστεί και ερμηνευθεί ξεχωριστά από το άρθρο 10. Αποτελεί αυτοτελή διάταξη χωρίς να έχει εξάρτηση από την άλλη διάταξη. Κατά την κρίση μας οι προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 9 ικανοποιούνται μόνο οσάκις η μαρτυρία που προσφέρεται για ενίσχυση της ανώμοτης κατάθεσης του ανήλικου προέρχεται από ανεξάρτητη πηγή. Ο κανόνας που τίθεται από το άρθρο 9 στοχεύει στο να διασφαλίσει όπως μια “ύποπτη” μαρτυρία, όπως είναι η περίπτωση με την ανώμοτη κατάθεση ανηλίκου, ενισχύεται από άλλη μαρτυρία, η οποία όμως πρέπει να έχει σαν προέλευση της ανεξάρτητη πηγή. Δεν μπορεί, όπως έχει νομολογηθεί, η ενισχυτική μαρτυρία να αποτελείται από μαρτυρία η οποία έγινε δεκτή δυνάμει του άρθρου 33 του Αγγλικού Νόμου του 1938. Αν η ανώμοτη κατάθεση της ανήλικης επιβεβαιωνόταν από άλλη ανώμοτη μαρτυρία ανήλικου, η οποία είχε σαν πηγή της το παράπονο της ανήλικης ή οποιαδήποτε άλλη πηγή, η επιβεβαίωση δε θα αποτελούσε ενισχυτική μαρτυρία όπως έχει ρητά νομολογηθεί στην υπόθεση Hester (πιο πάνω). Η κατάσταση, νομίζουμε, δεν αλλοιώνεται επειδή το παράπονο επαναλαμβάνεται από ενήλικα μάρτυρα.
Ο όρος “ενισχύεται υπό ουσιώδους αποδείξεως εμπλεκούσης τον κατηγορούμενον” στο άρθρο 9, σημαίνει ότι η ανώμοτη μαρτυρία πρέπει να ενισχύεται από κάποια άλλη ουσιώδη απόδειξη η οποία δεν ανήκει στην ίδια κατηγορία και δεν πηγάζει από την ίδια πηγή. Αν μπορούσε η μαρτυρία της μητέρας να θεωρηθεί ως ενισχυτική της μαρτυρίας της ανήλικης αυτό στην ουσία θα ισοδυναμούσε με αποδοχή της αρχής ότι μπορεί να θεμελιωθεί καταδίκη με βάση μόνο ανώμοτη μαρτυρία. Αυτό θα αποτελούσε κατάφωρη παραβίαση των ρητών προνοιών του άρθρου 9. Αποκλειστικός σκοπός της επιφύλαξης του άρθρου 38, όπως υποδεικνύεται από το Λόρδο Diplock στην υπόθεση Hester (πιο πάνω, σελ. 318) είναι “να εξασφαλίσει ώστε κανένας να μη διατρέχει τον κίνδυνο να καταδικαστεί με βάση αποκλειστικά και μόνο την ανώμοτη μαρτυρία. ‘Εκείνη η μαρτυρία’, δηλαδή η ανώμοτη μαρτυρία, πρέπει να ενισχύεται από κάποια άλλη ουσιώδη απόδειξη η οποία ενοχοποιεί τον κατηγορούμενο*.”
Η επανάληψη του παραπόνου της ανήλικης δεν μπορεί κατά την κρίση μας να αποτελεί επιβεβαίωση της μαρτυρίας της. Ούτε και αποτελεί “ουσιώδη απόδειξη” εντός της έννοιας του άρθρου 9. Ο κανόνας που στοχεύει να εμπεδώσει το άρθρο 9 είναι παράλληλος με τον κανόνα που διέπει τη δεκτότητα και αποδεικτική αξία των επιθανάτιων δηλώσεων οι οποίες αποτελούν μια άλλη τάξη ύποπτης μαρτυρίας. Σύμφωνα με τον Phipson (πιο πανω) παραγ. 30-63:
“The declarant must have been competent as a witness; thus imbecility or tender age will exclude the declaration”.
ΣΕ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ:
“Ο δηλώσας πρέπει να είναι ικανός σαν μάρτυρας. Έτσι η βλακεία ή η τρυφερή ηλικία θα αποκλείσουν την δήλωση.”
Έπεται ότι η προσαγωγή της δήλωσης της ανήλικης από άλλο μάρτυρα αποκλείεται επειδή η ανήλικη λόγω της τρυφερής ηλικίας της δεν είναι ικανός μάρτυρας.
[*249]Για τους πιο πάνω λόγους το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα θεώρησε την μαρτυρία της μητέρας της ανήλικης ως ενισχυτική της μαρτυρίας της ανήλικης.
Η καταδικαστική ετυμηγορία είχε σαν αποκλειστικό πραγματικό βάθρο τη μαρτυρία της ανήλικης και της μητέρας της. Οι πιο πάνω καταλήξεις μας οδηγούν αναπόφευκτα στην κατάρρευση του σχετικού πραγματικού βάθρου. Η έφεση επιτυγχάνει και επιτρέπεται. Η καταδικαστική απόφαση ακυρώνεται για το λόγο ότι ήταν, λαμβανομένης υπόψη της “προσαχθείσης αποδείξεως, αδικαιολόγητος” (Βλ. άρθρο 145(1)(β) του Κεφ.155).
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Συμφωνώ με την απόφαση του Δικαστηρίου που έχει ετοιμάσει ο Δικαστής Καλλής. Λίγα λόγια μόνο θα’ θελα να πω για τα σοβαρά σημεία, που το ίδιο το Δικαστήριο ουσιαστικά ήγειρε στην παρούσα έφεση, και που για πρώτη φορά αναλύθηκαν, κατά την ταπεινή μου άποψη, στην ιδιαίτερη διάσταση που τους δόθηκε.
Α. Το άρθρο 9 του περί Απόδειξης Νόμου έχει ως ακολούθως:
“Κανένας δεν καταδικάζεται για ποινικό αδίκημα με την ανώμοτη μαρτυρία παιδιού νεαρής ηλικία, εκτός αν η ανώμοτη αυτή μαρτυρία ενισχύεται από ουσιώδη απόδειξη που εμπλέκει τον κατηγορούμενο.”
Από τις σαφείς διατάξεις του άρθρου διαπιστώνεται πως η φράση, “εκτός αν η ανώμοτη αυτή μαρτυρία ενισχύεται από ουσιώδη απόδειξη που εμπλέκει τον κατηγορούμενο”, αναφέρεται σε στοιχείο αποδεικτικού υλικού που προέρχεται από πηγή άλλη από τη μαρτυρία του παραπονούμενου, το οποίο και πρέπει να εμπλέκει τον κατηγορούμενο στη διάπραξη του αδικήματος. Η λειτουργία του άρθρου καθορίζεται ρητά στο κείμενο του, η δε δυναμική του είναι ισχυρότερη από την έννοια της ενισχυτικής μαρτυρίας στο Κοινοδίκαιο, όπως υποδεικνύεται στην υπόθεση Williams Albert Willis [1917] Crim.App.Rep.vol.12, 44, στο πιο κάτω απόσπασμα, στη σελ.47.
“we think it desirable to take this opportunity of clearing up the matter and of restating the rule. Certain statutes provide that certain classes of evidence shall not be sufficient to support a conviction unless corroborated by some other material evidence implicating the accused; but where corroboration is [*250]required by the common law it is not subject to any such qualification.”
Β. Τo άρθρο 10 του περί Απόδειξης Νόμου εισάγει, όπως έχει καθιερωθεί να αναφέρεται, την αποδεικτική αξία στην ποινική δίκη του πρώτου παραπόνου. Το άρθρο έχει ως ακολούθως:
“Κάθε Δικαστήριο, ενώπιον του οποίου διεξάγεται προανάκριση ή δικάζεται πρόσωπο το οποίο κατηγορείται για οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα, δύναται να δεκτεί ως απόδειξη, εκ μέρους της κατηγορίας, τις λεπτομέρειες οποιουδήποτε παραπόνου ή οποιασδήποτε δήλωσης που αφορά το ποινικό αδίκημα που γίνεται από το πρόσωπο επί του οποίου διαπράχτηκε αυτό ή από το πρόσωπο που έχει την ευθύνη οποιασδήποτε περιουσίας κατά της οποίας διαπράχτηκε το ποινικό αδίκημα και το οποίο ήταν παρόν όταν διαπράχτηκε το ποινικό αδίκημα.”
Στην απόφαση μας συζητείται από το Δικαστή Καλλή σε έκταση η διαφορά που υπάρχει στην αποδεικτική αξία του πρώτου παραπόνου, που αυτό αποκτά με το άρθρο 10 στη χώρα μας, σε αντίθεση με τα ισχύοντα στο Κοινοδίκαιο. Έχει ειπωθεί στη νομολογία μας πως οι διατάξεις του άρθρου 10, καθιστούν τη μαρτυρία του πρώτου παραπόνου του παθόντος, τηρουμένων φυσικά όλων των προϋποθέσεων που θέτει η επιφύλαξη στο άρθρο, αποδεικτικό στοιχείο της αλήθειας των γεγονότων του περιεχομένου του. Όμως, κατά την ταπεινή μου άποψη, θα πρέπει να επισημανθεί πως η μαρτυρία, με την οποία αναμεταδίδεται το πρώτο παράπονο του παθόντος, αξιολογείται ως ένα από τα αποδεικτικά στοιχεία μαζί με το σύνολο της υπόλοιπης μαρτυρίας, για να αποφασιστεί αν η υπόθεση της κατηγορούσας αρχής αποδεικνύεται πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.
Έχοντας υπόψη λοιπόν τις διατάξεις του άρθρου 9 του περί Απόδειξης Νόμου, δε χωρεί αμφιβολία πως το αποδεικτικό στοιχείο που απαιτείται, και που δέον να εμπλέκει τον κατηγορούμενο στη διάπραξη του αδικήματος, πρέπει να προέρχεται από πηγή άλλη της προφορικής μαρτυρίας, που αφορά στην αναμετάδοση του παραπόνου του παθόντος. Σκόπιμα χρησιμοποιώ τη φράση, που αφορά στην αναμετάδοση του παραπόνου του παθόντος, γιατί στην κατάθεση του μάρτυρα, όπου αναφέρεται το παράπονο, μπορεί να υπάρχει και άλλο αποδεικτικό υλικό, που να ικανοποιεί τις διατάξεις του άρθρου 9.
[*251]Προτού τελειώσω επιθυμώ να παρατηρήσω και το εξής: Στη μετάφραση και ενοποίηση στην Ελληνική του περί Απόδειξης Νόμου, που θεωρείται η αυθεντική μετάφραση του Αγγλικού κειμένου, σύμφωνα με το άρθρο 4 (2) των περί Επισήμων Γλωσσών της Δημοκρατίας Νόμων του 1988-1996, η φράση “may receive in evidence” έχει μεταφραστεί ως “δύναται να δεκτεί ως απόδειξη”. Δε νομίζω πως η λέξη “απόδειξη” μεταφέρει ορθά την έννοια της λέξης “evidence” στο άρθρο 10. Η μετάφραση αυτή μπορεί να οδηγήσει σε παρερμηνεία της έννοιας της λέξης “evidence” στο κείμενο του άρθρου, που νομίζω πως η ορθή είναι “της μαρτυρίας”.
H έφεση επιτυγχάνει. H καταδικαστική απόφαση ακυρώνεται.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο