Kωνσταντίνου Λοΐζος ν. Δημοκρατίας (1997) 2 ΑΑΔ 255

(1997) 2 ΑΑΔ 255

[*255]17 Ιουλίου, 1997

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στές]

 

ΛΟΪΖΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,

Εφεσείων,

ν.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 6252)

 

Ποινικός Kώδικας — Διέγερση προς διάπραξη ποινικού αδικήματος κατά παράβαση του Άρθρου 370(α) του Ποινικού Κώδικα, κεφ. 154 — Ποια τα συστατικά στοιχεία του εγκλήματος — Καταδίκη και επιβολή ποινής φυλάκισης 18 μηνών — Αποδοχή εξ ακοής και ανεπίτρεπτης μαρτυρίας — Άγνωστο το μέρος της μαρτυρίας στο οποίο βασίστηκαν τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου — Επισφαλής η ετυμηγορία του — Παραμερισμός της πρωτόδικης απόφασης — Αθώωση και απαλλαγή κατηγορουμένου.

Απόδειξη — Εξ ακοής μαρτυρία — Ποια μαρτυρία χαρακτηρίζεται ως πρωτογενής και υπό ποιες προϋποθέσεις είναι αποδεκτή — Αντιδιαστέλλεται προς την πειστική μαρτυρία (derirative evidence).

Ποινικός Κώδικας — Διάπραξη ποινικών αδικημάτων — Προϋπόθεση η ύπαρξη εγκληματικής πρόθεσης (mens rea) και εγκληματικής πράξης (actus reus) — Στα αδικήματα ρυθμιστικής μορφής (regulatory offences) το στοιχείο της εγκληματικής πρόθεσης ατονεί.

Εκδίκαση ποινικών υποθέσεων — Αξιολόγηση προφορικής μαρτυρίας — Εφαρμοστέες αρχές.

Μετά το θάνατο του Ανδρέα Πουμπουρή από έκρηξη βόμβας που τοποθετήθηκε κάτω από το αυτοκίνητό του, τα αδέλφια του Ρένος και Πόλυς Πουμπουρής, ζήτησαν να πληροφορηθούν από τον εφεσείοντα, άτομο με πρόσβαση στον κόσμο της παρανομίας, ποιος ή ποιοι ήταν οι δολοφόνοι.

[*256]Ο εφεσείων κατηγορήθηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου ότι διήγειρε τους αδελφούς Πουμπουρή να δολοφονήσουν τον Άντρο Ροδοθέου, τον οποίον κατονόμασε ως το δολοφόνο του αδελφού τους.

Ο μόνος μάρτυρας ο οποίος έδωσε άμεση μαρτυρία για τις συνθήκες του εγκλήματος ήταν ο Πόλυς Πουμπουρής, ο μόνος επιζών κατά το χρόνο της δίκης από τα δύο αδέλφια.  Σύμφωνα με ισχυρισμό του, σε προκαθορισμένη συνάντηση που είχε ο εφεσείων με τον ίδιο και τον αδελφό του Ρένο, ο εφεσείων κατονόμασε τον Άντρο Ροδοθέου ως τον δολοφόνο του αδελφού τους και τους παρότρυνε να τον δολοφονήσουν, προθυμοποιούμενος να τους προμηθεύσει τα φονικά όπλα, υποδεικνύοντας και το σχέδιο που έπρεπε να ακολουθήσουν.

Ο εφεσείων αρνήθηκε τόσο τη συγκεκριμένη συνάντηση όσο και την κατηγορία.

Το Κακουργιοδικείο δέχθηκε τη μαρτυρία του Πόλυ Πουμπουρή και άλλη περιστατική μαρτυρία. Όπως φαίνεται από τα σχετικά πρακτικά, έγινε μαζικά αποδεκτή τόσο εξ ακοής μαρτυρία όσο και μαρτυρία άσχετη με το επίδικο θέμα. 

Το Κακουργιοδικείο έκρινε τον εφεσείοντα ένοχο και τον καταδίκασε σε φυλάκιση 18 μηνών.  Η έφεση στρέφεται κατά της καταδίκης και της ποινής και έχει ως λόγους:

1.  Την κατά συρροή αποδοχή απαράδεκτης μαρτυρίας η οποία κατέστησε ανυπόστατα τα ευρήματα του Δικαστηρίου και επισφαλή την ετυμητορία του.

2.  Την απουσία δυνατότητας για στήριξη καταδίκης επί της μαρτυρίας η οποία έγινε δεχτή.

3.  Την αμφισβήτηση των ευρημάτων του Δικαστηρίου για την αξιοπιστία των μαρτύρων.

Το Εφετείο επέτρεψε την έφεση και αποφάνθηκε ότι:

H αποδοχή μαρτυρίας ως δηλωτικής των πεποιθήσεων του Ρένου Πουμπουρή για την ταυτότητα των δολοφόνων του αδελφού του, βάσει της απόφασης Subramanian v. Public Prosecutor, είναι εσφαλμένη, αφού δεν εσχετίζετο με τα επίδικα θέματα.  Η εν λόγω απόφαση δεν καθιερώνει νέα εξαίρεση στον κανόνα για αποκλεισμό της εξ ακοής μαρτυρίας.  Η μαρτυρία ήταν ενστάσιμη και έπρεπε να απορριφθεί τόσο ως άσχετη και διότι απέβλεπε να καταδείξει την αλήθεια του περιεχομένου [*257]της ως προσκρούουσα στον απαγορευτικό κανόνα εισαγωγής εξ ακοής μαρτυρίας.

Μαρτυρία χαρακτηρίζεται ως πρωτογενής επειδή η αποδεικτική της αξία περιορίζεται στην εκδήλωση του γεγονότος και όχι στην αλήθεια του περιεχομένου της δήλωσης.  Η μαρτυρία αυτή όπως και κάθε άλλη μορφή μαρτυρίας είναι αποδεκτή με την προϋπόθεση ότι σχετίζεται με τα επίδικα θέματα. Αντιδιαστέλλεται δε, προς μαρτυρία η οποία στοχεύει στην απόδειξη του περιεχομένου της δήλωσης η οποία χαρακτηρίζεται ως πειστική (derirative evidence).

Το Κακουργιοδικείο αναφέρει στην απόφασή του, ότι παραμέρισε μαρτυρία η οποία δε θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή, χωρίς να προσδιορίζει ποια είναι αυτή η μαρτυρία και χωρίς να αποκαλύπτει τις αρχές βάσει των οποίων κρίθηκε απαράδεκτη.  Η αβεβαιότητα ως προς τη μαρτυρία που έγινε αποδεκτή, επιτείνεται και από το κεφαλαιώδες νομικό σφάλμα του συσχετισμού της αρχής στην απόφαση Κωνσταντίνου v. Αστυνομίας, με την ευχέρεια αξιολόγησης της προφορικής μαρτυρίας που δίδεται στο Δικαστήριο.

Αντικείμενο της συνάντησης μεταξύ εφεσείοντα και αδελφών Πουμπουρή, ήταν, όπως φαίνεται από το σύνολο της μαρτυρίας, η εκδήλωση συμπαράστασης προς τον ένα από τους δύο αδελφούς, για την ανακάλυψη του δράστη ή των δραστών της δολοφονίας του αδελφού τους.

Το μέρος της μαρτυρίας στο οποίο το Κακουργιοδικείο στήριξε τα ευρήματά του παραμένει άγνωστο, γεγονός που καθιστά επισφαλή την ετυμηγορία του λόγω της έκτασης και του περιεχομένου της ανεπίτρεπτης μαρτυρίας η οποία παρεισέφρησε.

Τα ευρήματα του Δικαστηρίου, βασισμένα στη μαρτυρία που έγινε δεκτή, δε θεμελιώνουν διάπραξη του εγκλήματος πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.  Η ύπαρξη εγκληματικής πρόθεσης (mens rea), αποτελεί προϋπόθεση για τη διάπραξη ποινικών αδικημάτων, εκτός από αδικήματα ρυθμιστικής φύσεως.

Συστατικό στοιχείο του αδικήματος είναι αν τα λεχθέντα, σύμφωνα με την φυσιολογική τους έννοια, είχαν την τάση να διεγείρουν άλλο στη διάπραξη του εγκλήματος και όχι η επίδραση της προτροπής ή εξώθησης σ’ αυτόν.

Η μαρτυρία του μάρτυρα κατηγορίας Άντρου Ροδοθέου, ότι λίγες μέρες μετά τη δολοφονία του Ανδρέα Πουμπουρή, ο εφεσείων του είπε ότι οι αδελφοί Πουμπουρή τον υποψιάζονταν για το φόνο του αδελφού [*258]τους και ότι έπρεπε να προσέχει από πιθανή δολοφονική ενέργεια εναντίον του, είναι δύσκολο να συμβιβαστεί με την ύπαρξη πρόθεσης εκ μέρους του εφεσείοντα να εξωθήσει τους αδελφούς Πουμπουρή να δολοφονήσουν τον Άντρο Ροδοθέου.

Τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου είναι, ενόψει όσων αναφέρονται πιο πάνω, ακροσφαλή και η εκτίμηση της αξιόπιστης, κατά το Κακουργιοδικείο, μαρτυρίας, δεν τεκμηριώνει τη διάπραξη του αδικήματος.

Η έφεση επιτρέπεται.  Ο εφεσείων αθωώνεται και απαλλάττεται.

Aναφερόμενες υποθέσεις:

Subramaniam v. Public Prosecutor [1956] 1 W.L.R. 965,

Woodhouse v. Hall [1981] Crim. App. Rep. p. 39,

Reg. v. Kearly [1992] 2 W.L.R. 656 (H.L.(E.)),

Reg. v. Myers [1965] A.C. 1001,

Κωνσταντίνου v. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 109,

Dunkan 73 Cr. App. Rep. 359,

Simadhiakos v. Police (1961) C.L.R. 64,

Οικονομίδης v. Διευθ. Κοινων. Ασφαλίσεων (1989) 2 C.L.R. 235,

Amato v. Queen [1982] 69 C.C.C. (2d) 31,

Mack v. Queen [1988] 44 C.C.C. (3d) 513,

Haggag v. Δημοκρατίας (1997) 2 A.A.Δ. 52.

Έφεση εναντίον Kαταδίκης και Ποινής.

Έφεση εναντίον της καταδίκης και της ποινής από το Λοΐζο Kωνσταντίνου ο οποίος στις 21 Nοεμβρίου, 1996, βρέθηκε ένοχος από το Kακουργιοδικείο Λευκωσίας (Ποινική Yπόθεση Aρ. 1385/96) στην κατηγορία της διέγερσης προς διάπραξη ποινικού αδικήματος κατά παράβαση του Άρθρου 370(α) του Ποινικού Kώδικα Kεφ. 154 και καταδικάστηκε από Hλιάδη, Π.E.Δ., Eρωτοκρί[*259]του A.E.Δ. και Γεωργίου E.Δ. σε ποινή φυλάκισης 18 μηνών.

E. Eυσταθίου, M. Σταματάρης και K. Kαμένος, για τον Eφεσείοντα.

M. Παμπαλλή, Δικηγόρος της Δημοκρατίας και I. Ξανθούλη, ασκούμενη δικηγόρος, για την Eφεσίβλητη.

ΔIKAΣTHPIO: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ.Μ. Πικής, Π.

ΠΙΚΗΣ, Π.:  Στις 13 Νοεμβρίου, 1995 δολοφονήθηκε ο Ανδρέας Πουμπουρής.  Βρήκε το θάνατο από την έκρηξη βόμβας που τοποθετήθηκε κάτω από το αυτοκίνητό του. Τα αδέλφια του ο Ρένος και ο Πόλυς Πουμπουρής δραστηριοποιήθηκαν να μάθουν ποίος ή ποίοι ήταν οι δολοφόνοι.  Ένα από τα πρόσωπα προς τα οποία στράφηκαν για πληροφορίες ήταν ο εφεσείων, άτομο, προς το οποίο έτρεφαν επαμφοτερίζοντα αισθήματα, θεωρώντας και τον ίδιο όχι υπεράνω υποψίας.  Ήταν όμως πρόσωπο που είχε πρόσβαση στον κόσμο της παρανομίας έτσι που να προσφέρεται ως καλή πηγή πληροφοριών.

Ο εφεσείων κατηγορήθηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου ότι διήγειρε τους αδελφούς Πουμπουρή να δολοφονήσουν τον Άντρο Ροδοθέου, τον οποίο κατονόμασε ως το δολοφόνο του αδελφού τους.  Η κατηγορία στηρίχθηκε στις πρόνοιες του Άρθρου 370(α) του Ποινικού Κώδικα. Ύστερα από μακρά δίκη το Κακουργιοδικείο έκρινε τον εφεσείοντα ένοχο και τον καταδίκασε σε φυλάκιση 18 μηνών.  Με την έφεση προσβάλλεται η καταδίκη του ως ανυπόστατη και η ποινή ως υπερβολική.

Τρεις είναι οι βασικοί λόγοι της έφεσης:

(α)   Η κατά συρροή αποδοχή απαράδεκτης μαρτυρίας κατέστησε τα ευρήματα του Δικαστηρίου ανυπόστατα και την ετυμηγορία του επισφαλή.

(β)   Ανεξάρτητα από τον πρώτο λόγο, η μαρτυρία η οποία έγινε δεκτή δεν μπορούσε να στηρίξει την καταδίκη. Το συμπέρασμα του Δικαστηρίου περί του αντιθέτου προσβάλλεται ως εσφαλμένο και ανεδαφικό.

(γ)   Τα ευρήματα του Δικαστηρίου για την αξιοπιστία των μαρτύρων και ειδικά η συλλύβδην αποδοχή της αξιοπιστίας των [*260]μαρτύρων της κατηγορούσας αρχής αφενός, και η απόρριψη της μαρτυρίας των μαρτύρων της Υπεράσπισης αφετέρου, δημιουργεί ερωτηματικά τα οποία επιτείνονται, ενόψει του γεγονότος ότι σε ορισμένα σημεία, η μαρτυρία των μαρτύρων της Υπεράσπισης συμπίπτει με εκείνη των μαρτύρων της Κατηγορούσας Αρχής. Έτσι, τίθενται στην πλάστιγγα αυτά τούτα τα ευρήματα του Δικαστηρίου.

Ο μόνος μάρτυρας ο οποίος έδωσε άμεση μαρτυρία για τις συνθήκες του εγκλήματος, δηλαδή την εξώθηση των δύο αδελφών να δολοφονήσουν τον Άντρο Ροδοθέου, ήταν ο Πόλυς Πουμπουρής ο μόνος επιζών κατά το χρόνο της δίκης από τα δυο αδέλφια. Ο Ρένος Πουμπουρής δολοφονήθηκε το Νοέμβριο του ιδίου χρόνου, το 1995. Τα περιστατικά του εγκλήματος όπως αυτά διαφαίνονται από τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου συνοψίζονται ως εξής:

Σε προκαθορισμένη συνάντηση που είχε ο εφεσείων με το Ρένο και Πόλυ Πουμπουρή, στο σπίτι της μητέρας των τελευταίων, ο εφεσείων κατονόμασε τον Άντρο Ροδοθέου ως το δολοφόνο του αδελφού τους.  Τους παρότρυνε να το δολοφονήσουν προθυμοποιούμενος να τους προμηθεύσει τα φονικά όπλα, αυτόματα όπλα, υποδεικνύοντας και το σχέδιο που έπρεπε να ακολουθήσουν. Τους εισηγήθηκε, να παγιδεύσουν τον Άντρο Ροδοθέου σε στρατηγικό σημείο του δρόμου που ακολουθούσε κατά την επιστροφή του από τη Λευκωσία στην Αγροκηπιά, όπου κατοικούσε.  Το σημείο βρισκόταν στη συμβολή των δρόμων Μιτσερού - Αγροκηπιάς.

Ο εφεσείων αρνήθηκε τόσο τη συγκεκριμένη συνάντηση όσο και την κατηγορία. Ισχυρίστηκε ότι, ουδέποτε παρότρυνε τους αδελφούς Πουμπουρή να δολοφονήσουν το Ροδοθέου.  Έρευνα που έγινε στο σπίτι του για την ανεύρεση όπλων δεν αποκάλυψε οτιδήποτε το ενοχοποιητικό.

Το Κακουργιοδικείο δέχθηκε τη μαρτυρία του Πόλυ Πουμπουρή και άλλη περιστατική μαρτυρία που είχε προσαγάγει η Κατηγορούσα Αρχή.  Προέβη στα εξής ευρήματα:  Βρήκε ότι, η αμφισβητούμενη συνάντηση έγινε 4-5 μέρες μετά την κηδεία του Ανδρέα Πουμπουρή και ότι ο εφεσείων εξώθησε τα δύο αδέλφια να δολοφονήσουν τον Άντρο Ροδοθέου με τον τρόπο που έχουμε εξηγήσει.

Στην απόφασή του, το Κακουργιοδικείο αναγνωρίζει ότι έγινε αποδεκτή κατά τη δίκη, σε μεγάλο βαθμό και έκταση, εξ ακοής μαρτυρία.  Ακόμα και μαρτυρία η οποία δε θα μπορούσε εύλογα να συσχετισθεί με τα επίδικα θέματα.  Εξέταση των πρακτικών της μαρ[*261]τυρίας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι έγινε μαζικά αποδεκτή τόσο εξ ακοής μαρτυρία, όσο και μαρτυρία άσχετη με το επίδικο θέμα που ήταν και παρέμεινε η απόδειξη της κατηγορίας.  Αφετηρία για την εισαγωγή ανεπίτρεπτης μαρτυρίας αποτέλεσε η ενδιάμεση απόφαση του Κακουργιοδικείου, η οποία δόθηκε ενώ κατέθετε η Μάρτυς Κατηγορίας Μαρία Πουμπουρή, η μητέρα του θύματος.  Στη μάρτυρα υποβλήθηκε η εξής ερώτηση:

“Μετά το φόνο του Αντρέα σας ανέφερε οτιδήποτε ο γιός σας Ρένος σε σχέση με τον φόνο του αδελφού του;”

Υποβλήθηκε ένσταση στην αποδοχή της μαρτυρίας.  Η δικηγόρος της Δημοκρατίας κάλεσε το Δικαστήριο να αποδεχθεί τη μαρτυρία ως δηλωτική των πεποιθήσεων του Ρένου Πουμπουρή για την ταυτότητα των δολοφόνων του αδελφού του.  Και ερωτάται, ποία η σχέση των πεποιθήσεων του Ρένου Πουμπουρή με τα επίδικα θέματα της κατηγορίας;  Με την ακόλουθη λακωνική απόφαση το Δικαστήριο έκρινε τη μαρτυρία αποδεκτή:

“Η ερώτηση γίνεται δεκτή βάσει της απόφασης Subramaniam v. Public Prosecutor [1956] 1 W.L.R. 965.”

Πρόκειται, για παρερμηνεία της Subramaniam και της αρχής που ενσωματώνει. Η απόφαση δεν καθιερώνει νέα εξαίρεση στον κανόνα κατά της αποδοχής εξ ακοής μαρτυρίας.  Ό,τι καθιστά παραδεκτή, είναι την προσαγωγή δήλωσης για να καταδειχτεί ότι έγινε όπου το γεγονός σχετίζεται με τα επίδικα θέματα.  Γι’ αυτό η μαρτυρία χαρακτηρίζεται ως πρωτογενής επειδή η αποδεικτική της αξία περιορίζεται στην εκδήλωση του γεγονότος και όχι στην αλήθεια του περιεχομένου της δήλωσης.  Έτσι, αντιδιαστέλλεται η πρωτογενής (μαρτυρία) προς μαρτυρία η οποία σκοπεί στην απόδειξη του περιεχομένου της δήλωσης η οποία χαρακτηρίζεται ως πειστική (derivative evidence). Προϋπόθεση για την αποδοχή πρωτογενούς μαρτυρίας, όπως και κάθε μορφής μαρτυρίας, αποτελεί η σχετικότητα της προς τα επίδικα θέματα.  Τα επίδικα θέματα που στοιχειοθετούνται από την κατηγορία περιλαμβάνουν και την Υπεράσπιση. Έτσι, στην υπόθεση Subramaniam, έγινε δεκτή ως μαρτυρία απειλή που έγινε στον κατηγορούμενο από τρομοκρατική οργάνωση  ως σχετιζόμενη με την υπεράσπιση του εξαναγκασμού (duress) που ο κατηγορούμενος πρόβαλε στο Δικαστήριο.  Η αποδεικτική αξία της απειλητικής δήλωσης της τρομοκρατικής οργάνωσης περιοριζόταν στο γεγονός ότι έγινε και την επίδραση την οποία είχε στη νοητική κατάσταση του κατηγορουμένου.  Η δήλωση, δεν αποτελούσε μαρτυρία για τις προθέσεις της τρομοκρατικής οργάνωσης, αλλά για [*262]την επίδρασή της στον εφεσείοντα.

Στην προκείμενη περίπτωση, ό,τι απέβλεπε να αποκαλύψει η ερώτηση η οποία έγινε δεκτή, δηλαδή τις πεποιθήσεις του Ρένου Πουμπουρή για το δολοφόνο του αδελφού του, ήταν άσχετο προς τα επίδικα θέματα.  Η μαρτυρία ήταν ενστάσιμη και έπρεπε να απορριφθεί τόσο ως άσχετη και διότι απέβλεπε να καταδείξει την αλήθεια του περιεχομένου της ως προσκρούουσα στον απαγορευτικό κανόνα εισαγωγής εξ ακοής μαρτυρίας. Η διάκριση μεταξύ πρωτογενούς και πειστικής μαρτυρίας (derivative evidence) διατυπώνεται παραστατικά στη Woodhouse v. Hall [1981] Crim. App. Rep. σελ. 39 στη σελ. 42:

“If the speaking of the words is a relevant fact, a witness may give evidence that they were spoken.  A question of hearsay only arises when the words spoken are relied on “testimonially,” i.e. as establishing some fact narrated by the words.”

Σχετική με τη διάκριση είναι και η Reg. v. Kearly [1992] 2 W.L.R., 656, (H.L. (E.)).

Οι αρχές που διέπουν την εφαρμογή του κανόνα κατά της εισαγωγής εξ ακοής μαρτυρίας προσδιορίζονται με σαφήνεια στην Reg. v. Myers [1965] A.C. 1001.  Eξ ακοής μαρτυρία αποκλείεται εκτός εάν είναι αποδεκτή βάσει αναγνωρισμένης εξαίρεσης του απαγορευτικού κανόνα.

Στην τελική απόφαση του Δικαστηρίου, όπως έχουμε αναφέρει, αναγνωρίζεται ότι μεγάλο μέρος της μαρτυρίας η οποία κατατέθηκε ήταν απαράδεκτη καθώς και η ανάγκη η μαρτυρία αυτή να αγνοηθεί στη διαμόρφωση των ευρημάτων του.  Η εκτροπή από τους κανόνες του δικαίου της αποδείξεως έγινε με έρεισμα, όπως αναφέρεται, την απόφαση στη Subramaniam “σε μια προσπάθεια να δώσουμε στις δύο πλευρές και ιδιαίτερα στην Υπεράσπιση, την ευκαιρία να προβάλουν τις θέσεις τους”. Στο τελικό όμως στάδιο της αξιολόγησης, όπως τονίζεται στην απόφαση του Κακουργιοδικείου, αναγνωρίστηκε η ανάγκη απόρριψης της απαράδεκτης μαρτυρίας και αποβολής της από την σκέψη του Δικαστηρίου στη θεώρησή της.  Η προσέγγιση του Δικαστηρίου περιέχεται στο ακόλουθο απόσπασμα της απόφασής του:

“Ομως στο τελικό στάδιο της αξιολόγησης πρέπει να τονίσουμε ότι θα περιοριστούμε στην αξιολόγηση μαρτυρίας που μπορεί να γίνει αποδεκτή κάτω από τους γνωστούς κανόνες στο Δίκαιο της [*263]Απόδειξης, παραμερίζοντας ταυτόχρονα όλη εκείνη τη μαρτυρία, που αν και μπορεί να είναι διαφωτιστική, εν τούτοις δεν θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή.”

Ποια είναι η μαρτυρία η οποία παραμερίστηκε δεν προσδιορίζεται, ούτε αποκαλύπτονται οι αρχές βάσει των οποίων έγινε η διαλογή της.  Το θέμα περιπλέκεται ακόμα περισσότερο από το γεγονός ότι το Κακουργιοδικείο λειτούργησε, μέχρι το τέλος, κάτω από εσφαλμένες εκτιμήσεις ως προς το λόγο της Subramaniam.  Η αβεβαιότητα ως προς τη μαρτυρία που έγινε αποδεκτή και στην οποία βασίστηκε επιτείνεται και από δεύτερο κεφαλαιώδες νομικό σφάλμα, κάτω από το οποίο λειτούργησε το Κακουργιοδικείο.  Στην απόφαση μνημονεύεται η απόφαση Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 109 και συσχετίζεται η αρχή, η οποία υιοθετείται, με την ευχέρεια αξιολόγησης της προφορικής μαρτυρίας που δίδεται στο Δικαστήριο.  Ο συσχετισμός είναι ανυπόστατος.  Ο λόγος της Κωνσταντίνου περιορίζεται στην αποδεικτική αξία κατάθεσης του κατηγορουμένου στις αστυνομικές αρχές, στην οποία, περιέχεται ομολογία του εγκλήματος.  Σε συμφωνία με την αγγλική απόφαση Dunkan 73 Cr. App. Rep. 359 το Εφετείο διαπίστωσε ότι το σύνολο της κατάθεσης συνιστά μαρτυρία και όχι μόνο το μέρος το οποίο περιορίζεται στην ομολογία. Η απόφαση Κωνσταντίνου δεν άπτεται ούτε του παραδεκτού της προφορικής μαρτυρίας η οποία κατατίθεται στη δίκη, ούτε της αξιολόγησής της.

Το αναπόφευκτο συμπέρασμα στο οποίο οδηγούμεθα είναι ότι παραμένει άγνωστο το μέρος της μαρτυρίας στο οποίο βάσισε τα ευρήματά του το Δικαστήριο, γεγονός, που καθιστά επισφαλή την ετυμηγορία του λόγω της έκτασης και του περιεχομένου της ανεπίτρεπτης μαρτυρίας η οποία παρεισέφρησε.  Δεν είναι όμως ο μόνος λόγος για τον οποίο δικαιολογείται ο παραμερισμός της καταδίκης.

Αυτά τούτα τα ευρήματα του Δικαστηρίου, βασισμένα στη μαρτυρία που έγινε δεκτή, δε θεμελιώνουν τη διάπραξη του εγκλήματος πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.  Το αδίκημα θεμελιώνεται στις πρόνοιες του Άρθρου 370(α) του Ποινικού Κώδικος.  Δε θα επεκταθούμε στα συστατικά του στοιχεία τα οποία εξετάσθηκαν στη Stelios Michael Simadhiakos v. The Police (1961) C.L.R. 64, 78.  Σημειώνουμε μόνο ότι, εξυπακούεται η ύπαρξη εγκληματικής πρόθεσης (mens rea) για τη διάπραξη κάθε αδικήματος (εξαιρουμένων αδικημάτων ρυθμιστικής φύσεως).  Αυτός είναι ο κανόνας του Κοινού Δικαίου.  Ως προς το τί συνιστά εγκληματική πρόθεση δεν χρειάζεται να επεκταθούμε.  Είναι αρκετή η αναφορά στην Οικονομίδης ν. Διευθ. Κοινων. Ασφαλίσεων (1989) 2 C.L.R. 235, όπου η έννοιά [*264]της συνοψίστηκε.

Εφόσον η διέγερση προσλαμβάνει λεκτική μορφή, αποδίδεται στα λεγόμενα η φυσιολογική τους έννοια για να αποφασισθεί αν είχαν την τάση να διεγείρουν άλλο στη διάπραξη του εγκλήματος.  Δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο του εγκλήματος η επίδραση της προτροπής ή εξώθησης στους δέκτες της. Amato v. The Queen [1982] 69 C.C.C. (2d) 31. Mack v. The Queen [1988] 44 C.C.C. (3d) 513.  Όπως υποδεικνύεται στη Haggag v. Δημοκρατίας, Ποινική Εφεση 6061, 12.3.1997:

“Εφόσο συνυπάρχει η προβλεπόμενη από το νόμο εγκληματική πρόθεση (mens rea) και εκδηλώνεται με την απαγορευμένη από το νόμο πράξη (actus reus), στοιχειοθετείται το έγκλημα.  (Δεν αναφερόμεθα σε αδικήματα ρυθμιστικής μορφής - regulatory offences - όπου το στοιχείο της εγκληματικής πρόθεσης ατονεί).”

Το Κακουργιοδικείο αποδέκτηκε τη μαρτυρία του Πόλυ Πουμπουρή αναφορικά με το πλαίσιο μέσα στο οποίο έγινε η εξώθηση και το κλίμα στο οποίο διατυπώθηκε η προτροπή.  Το κρίσιμο μέρος της μαρτυρίας του, και για τα δύο θέματα, περιέχεται στο ακόλουθο απόσπασμα από την κατάθεσή του κατά την αντεξέτασή του στο Κακουργιοδικείο:

“Ε.  Πέσμου μάρτυς αυτά που ανέφερες στο Δικαστήριο ειδικά το θέμα περί της εκδήλωσης του κατηγορουμένου να σκοτώσει το Ροδοθέου κλπ, αυτή η συζήτηση τούτο έγινε κάτω από κάποια αντίδραση λόγω της  δολοφονίας του Αντρέα όπως το κατάλαβες εσύ ή δηλαδή ποιά ήταν η σοβαρότητα της συζήτησης;

 Α.  Εκ των υστέρων κατάλαβα ότι εγώ δεν την επήρα στα σοβαρά.  Τώρα γιατί το είπε δεν ξέρω αλλά πιστεύω ότι ...

 Ε.  Δεν υπήρχε σοβαρότητα στο θέμα της συζήτησης.

 Α.  Καθόλου.

 Ε.  Και ακόμα κάτι που ήθελα να σε ερωτήσω.  Αν όταν έλεγε θα τον σκοτώσουμε κλπ αυτές οι φράσεις ήταν με την έννοια του θετικού του αμετάκλητου ή έλεγε μπορούμε όταν θέλουμε να τον σκοτώσουμε.

 Α.  Όπως σας είπε εγώ δεν επήρα σοβαρά την όλη φράση που εί[*265]πε ο Λοΐζος.  Πιστεύω ότι ήταν μια εκδήλωση για να συμπαρασταθεί στο Ρένο.  Πάντως δεν την επήρα σοβαρά δεν ξέρω.”

Στην επανεξέταση ο μάρτυρας υποστήριξε ότι, την εντύπωση ότι ο εφεσείων δεν σοβαρολογούσε την σχημάτισε αργότερα, υποστηρίζοντας ότι, όταν έγινε η προτροπή, αφέθηκε με την εντύπωση ότι ο εφεσείων την εννοούσε στα σοβαρά.  Το Κακουργιοδικείο αποδέκτηκε αυτή την εξήγηση και σε αυτή βάσισε το εύρημα το οποίο οδήγησε στην καταδίκη του εφεσείοντα.  Στο απόσπασμα το οποίο παραθέσαμε ο μάρτυρας κατέθεσε ότι εκ των υστέρων, ο ίδιος είχε κατανοήσει ότι δεν επήρε τα λεχθέντα στα σοβαρά, εννοώντας κατά το χρόνο που ειπώθηκαν.  Και επανέλαβε:  “Πάντως δεν την επήρα στα σοβαρά. Δεν ξέρω.”  Η ερμηνεία του μάρτυρα για το αντικείμενο της συνάντησης και τα όσα ειπώθηκαν ήταν, κρίνοντας τη μαρτυρία του στο σύνολό της, πλησιέστερη προς ότι φαίνεται να ήταν ο πραγματικός της σκοπός, δηλαδή εκδήλωση συμπαράστασης προς τον ένα από τους δύο αδελφούς, που ήταν όπως συνάγεται και το πιο δραστήριο μέλος της οικογένειας για την ανακάλυψη του δράστη ή των δραστών της δολοφονίας του αδελφού του.

Οι  αδυναμίες που έχουμε επισημάνει  δεν είναι οι μόνες που καθιστούν επισφαλή τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου.  Παραγνωρίστηκε, το μέρος της μαρτυρίας του Πόλυ Πουμπουρή το οποίο αναφέρεται στη στιχομυθία μεταξύ του Ρένου και του εφεσείοντα για την ταυτότητα του δολοφόνου του Ανδρέα Πουμπουρή.  Σύμφωνα με τον Πόλυ, ο Ρένος υπέβαλε την εξής ερώτηση στον εφεσείοντα:  “Γιατί να τον σκοτώσουμε αφού δεν είμαστε σίγουροι;”  Στην οποία ο εφεσείων απάντησε:  “Αν είναι αυτός να τον σκοτώσουμε να τελειώνει.”. Αν έτσι είχαν τα πράγματα, η προτροπή ήταν υπό αίρεση γεγονός, που αφ΄ εαυτού, καταρρίπτει το βάθρο της κατηγορίας. Ότι οι αδελφοί Πουμπουρή είχαν εξ αρχής πληροφορίες για πιθανή ανάμιξη του Άντρου Ροδοθέου στη δολοφονία του αδελφού τους, από πηγή άλλη από τον εφεσείοντα, γίνεται σαφές στη μαρτυρία του Πόλυ Πουμπουρή.

Άλλο γεγονός το οποίο παραγνωρίστηκε στη διαμόρφωση των ευρημάτων του Κακουργιοδικείου, είναι το μέρος της μαρτυρίας του Μάρτυρα Κατηγορίας Άντρου Ροδοθέου, ότι σε σύντομο χρόνο, σε διάστημα ημερών μετά τη δολοφονία του Ανδρέα Πουμπουρή, ο εφεσείων τον προσέγγισε και του είπε ότι οι αδελφοί Πουμπουρή είχαν υπόνοιες για ανάμιξή του στον φόνο του αδελφού τους και ότι έπρεπε να προσέχει από πιθανή δολοφονική απόπειρα εναντίον του.  Η μαρτυρία αυτή είναι δύσκολο να συμβιβαστεί με την ύπαρξη [*266]πρόθεσης εκ μέρους του εφεσείοντα να εξωθήσει τους αδελφούς Πουμπουρή να δολοφονήσουν τον Άντρο Ροδοθέου.  Η δικηγόρος της Δημοκρατίας υπέβαλε ότι υπάρχει εξήγηση, στη φαινομενικά αμφίρροπη στάση του εφεσείοντα, η οποία εντοπίζεται στο γεγονός ότι η συνάντηση του εφεσείοντα με τον Άντρο Ροδοθέου έγινε μετά τη συνάντηση που είχε ο εφεσείων με τους αδελφούς Πουμπουρή, σε μια προσπάθεια απάμβλυνσης πιθανής εχθρότητας του Ροδοθέου προς τον ίδιο.  Εξέταση της μαρτυρίας δεν οδηγεί σε ασφαλή συμπεράσματα ως προς το χρόνο που έγιναν τα δυο περιστατικά, έτσι δεν μπορεί να αποκλεισθεί ότι η συνάντηση Ροδοθέου και εφεσείοντα έγινε πριν τη συνάντηση Ροδοθέου με τους αδελφούς Πουμπουρή.

Κρίνουμε, ότι τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου είναι, για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει, ακροσφαλή.  Και ότι, εκτίμηση της αξιόπιστης, κατά το Κακουργιοδικείο, μαρτυρίας, στο σύνολό της, δε στοιχειοθετεί τη διάπραξη του αδικήματος.

Ενόψει της κατάληξης στην οποία οδηγούμεθα για τους πρώτους δύο βασικούς λόγους της έφεσης και το αποτέλεσμα στο οποίο αγόμεθα παρέλκει να εξετάσουμε τον τρίτο λόγο.

Για κάθε ένα από τους λόγους που έχουμε εκθέσει η έφεση πρέπει να επιτραπεί και η καταδίκη να παραμερισθεί.

Η έφεση επιτρέπεται.  Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.  Ο εφεσείων (ο κατηγορούμενος) αθωώνεται και απαλλάττεται.

H έφεση επιτρέπεται. O εφεσείων αθωώνεται και απαλλάττεται.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο