Iωάννου Γεώργιος ν. Aστυνομίας (Aρ. 2) (1997) 2 ΑΑΔ 267

(1997) 2 ΑΑΔ 267

[*267]17 Ιουλίου, 1997

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, ΧΑΤΖΗΤΣΑΓΓΑΡΗΣ,

ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΑΡΤΕΜΗΣ,

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ,

Eφεσείων,

ν.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ (AΡ. 2),

Eφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 6195)

 

Ποινή — Αρχή της ίσης μεταχείρισης των παραβατών — Αναστολή επιβληθείσας ποινής φυλάκισης καταδικασθέντος, από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, δυνάμει του Άρθρου 53.4 του Συντάγματος — Κατά πόσο η άσκηση του συνταγματικού δικαιώματος του Προέδρου, δυνάμει του πιο πάνω Άρθρου του Συντάγματος, αποτελεί λόγο για μείωση ή αναστολή της ποινής άλλου καταδικασθέντος με το δέκτη της προεδρικής χάριτος — Ο λόγος (ratio) στην υπόθεση Καύκαρος v. Κυπριακής Δημοκρατίας, δεν κρίθηκε δεσμευτικός από την πλειοψηφία της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην παρούσα υπόθεση — Εφαρμοστέες αρχές αναφορικά με το πιο πάνω συνταγματικό προνόμιο του Προέδρου της Δημοκρατίας.

Συνταγματικό Δίκαιο — Αρχή της ίσης μεταχείρισης των παραβατών — Άρθρο 28.1 του Συντάγματος — Βάρος αποδείξεως για ύπαρξη άνισης μεταχείρισης — Εφαρμοστέες αρχές.

Αξιωματούχοι της Πολιτείας — Πρόεδρος της Δημοκρατίας και Γενικός Εισαγγελέας — Εξουσίες δυνάμει των Άρθρων 53.4 και 113.1 του Συντάγματος αντίστοιχα — Κατά πόσο υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο.

Αρχή του δεσμευτικού προηγούμενου (“stare decisis”) — Πότε είναι επιτρεπτή η παρέκκλιση του Δικαστηρίου από προηγούμενη δικαστική απόφαση — Κατά πόσο η αριθμητική σύνθεση του Δικαστηρίου ενέχει σημασία ως προς το νομικό αποτέλεσμα δικαστικής απόφασης — Τι πρεσβεύει η Αγγλική και Κυπριακή νομολογία πάνω στο θέμα.

Λέξεις και Φράσεις — “Ίσοι ενώπιον του Νόμου” στο Άρθρο 28.1 του [*268]Συντάγματος.

Ο εφεσείων, ο Αντώνης Συμιλλίδης και ένας τρίτος κατηγορούμενος αντιμετώπιζαν κατηγορίες για αποζείν από κέρδη πορνείας, μαστροπεία και παράνομη κράτηση θήλεως, ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού.  Κρίθηκαν ένοχοι μετά από ακροαματική διαδικασία και τους επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 18 μηνών που άρχιζε στις 21.6.96.

Ο εφεσείων καταχώρησε την παρούσα έφεση εναντίον της ποινής ως έκδηλα υπερβολικής.

Η ποινή φυλάκισης του Αντώνη Συμιλλίδη ανεστάλη από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας για περίοδο 5 ετών, δυνάμει των εξουσιών που του παρέχει το Άρθρο 53.4 του Συντάγματος.  Μετά από αυτή την εξέλιξη, ο εφεσείων απέσυρε τους διάφορους λόγους έφεσης, περιορίζοντάς την μόνο στο λόγο ότι δικαιούται και αυτός σε αναστολή της ποινής του για σκοπούς ίσης μεταχείρισης για τη διάπραξη των αδικημάτων, που όπως ισχυρίστηκε, η συνδρομή και των τριών κατηγορουμένων ήταν η ίδια. Προς τεκμηρίωση των ισχυρισμών του, επικαλέσθηκε την υπόθεση Καύκαρος v. Δημοκρατίας.

Ο δικηγόρος της Δημοκρατίας, διεφώνησε με την πιο πάνω εισήγηση και ισχυρίσθηκε ότι η άσκηση της προνομίας του Προέδρου δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο ως στοιχείο για μείωση της ποινής, γιατί η εν λόγω εξουσία δεν ελέγχεται δικαστικά και ως εκ τούτου ελλείπουν τα αναγκαία στοιχεία για να κριθεί αν η απόφαση του Προέδρου απολήγει σε οποιαδήποτε ανισότητα στη μεταχείριση του κατηγορουμένου που έτυχε της προεδρικής χάριτος, έναντι των άλλων συγκατηγορουμένων του.  Διαζευκτικά δήλωσε ότι θα καταθέσει το έγγραφο της απόφασης του Προέδρου για αναστολή της ποινής του Συμιλλίδη, αν το Δικαστήριο κρίνει ότι ελέγχεται η προνομία του Προέδρου, για να καταδειχθεί ότι ο εφεσείων δεν έτυχε άνισης μεταχείρισης.

Το Εφετείο με διευρυμένη σύνθεση, η οποία κρίθηκε επιβεβλημένη ενόψει της σοβαρότητας του ζητήματος και της ασταθούς νομολογίας αναφορικά με τις ανάλογες εξουσίες του Γενικού Εισαγγελέα, δυνάμει του Άρθρου 113.1 του Συντάγματος, αποφάνθηκε κατά πλειοψηφία, ότι δεν είναι δυνατόν να λαμβάνεται υπόψη η άσκηση της εξουσίας του Προέδρου δυνάμει του Άρθρου 53.4 του Συντάγματος, υπέρ τρίτου προσώπου, αφού η εν λόγω εξουσία δεν ελέγχεται από το Δικαστήριο.  Ως εκ τούτου η έφεση απορρίφθηκε.

Υπέρ της απόρριψης της έφεσης τάχθηκαν οι Δικαστές Παπαδόπουλος, Χρυσοστομής, Αρτεμίδης, Αρτέμης, Κωνσταντινίδης, Νικολαΐδης, [*269]Νικολάου, Καλλής, Κρονίδης και Ηλιάδης. Ο Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου Πικής και οι Δικαστές Χ”Τσαγγάρης και Νικήτας τάχθηκαν υπέρ της αποδοχής της.

Απόφαση πλειοψηφίας.

Υπό Αρτεμίδη, Δ. συμφωνούντων και των Δικαστών Παπαδόπουλου, Χρυσοστομή, Νικολαΐδη και Κρονίδη:

Στην υπόθεση Καύκαρος, το Εφετείο αποφάνθηκε ότι, παρόλον ότι η απόφαση του Προέδρου δεν ελέγχεται δικαστικά, εν τούτοις μπορεί να ληφθεί υπόψη από μόνη της, ως αντικειμενικό γεγονός, για να λειτουργήσει ενδεχομένως υπέρ της μείωσης της ποινής συγκατηγορουμένου που ευνοήθηκε από την προεδρική χάρη, για να αποκατασταθεί στο κοινό η ιδέα της ισότητας έναντι του νόμου.  Στην εν λόγω υπόθεση δε συζητήθηκε από το Δικαστήριο, σε βάθος και έκταση, η θέση που προβλήθηκε στην παρούσα έφεση και που εκφράζει την αντίθετη άποψη του Γενικού Εισαγγελέα.  Τα λεχθέντα στην υπόθεση Καύκαρος δεν αποτελούν νομολογιακή αρχή που έχει εμπεδωθεί στο δίκαιό μας με τη γνωστή διαδικασία υιοθέτησής της μετά από δικαστική επαλήθευση.

Η επικράτηση της άποψης ότι πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η άσκηση της εξουσίας του Προέδρου δυνάμει του Άρθρου 53.4, παρόλο που είναι αποδεκτό από το Δικαστήριο ότι αυτή δεν ελέγχεται, αποτελεί αντίφαση αφού θέτει σε δικαστικό έλεγχο την άσκηση του συνταγματικού δικαιώματος του Προέδρου, με ενδεχόμενο να προκύψουν ατοπήματα και περιορισμός της ελεύθερης άσκησης του εν λόγω δικαιώματος του Προέδρου.

Τα ίδια ισχύουν και για τις εξουσίες του Γενικού Εισαγγελέα που παρέχονται σ’ αυτόν από το Άρθρο 113.1 του Συντάγματος.

Υπό Αρτέμη, Δ.:

Η ισότητα στη μεταχείριση περιορίζεται στην ποινή που επιβάλλει το Δικαστήριο και δεν μπορεί να επηρεάζεται από μεταγενέστερη ενέργεια απονομής χάριτος από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.

Η ανομοιογένεια της ποινής ως λόγος έφεσης συναρτάται άμεσα με την συγκεκριμένη ποινή που επιβάλλει το Δικαστήριο.

Υιοθέτηση διαφορετικής άποψης θα οδηγούσε ενδεχομένως σε παράδοξα αποτελέσματα.

[*270]Eνόψει της αποδοχής από το Δικαστήριο της αρχής ότι δεν υπόκειται σε έλεγχο το δικαίωμα του Προέδρου δυνάμει του Άρθρου 53.4 του Συντάγματος, δε θα ήταν δυνατό να γίνουν γνωστοί οι λόγοι που οδήγησαν στην απονομή χάριτος για να μπορεί να κριθεί αν η άσκηση του δικαιώματος αυτού είναι αδικαιολόγητη, έτσι που να αποτελεί παράγοντα μείωσης της ποινής και άλλου καταδικασθέντα, για τήρηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης.

Η αρχή στην υπόθεση Καύκαρος, δεν μπορεί να υιοθετηθεί στην παρούσα υπόθεση για τους πιο κάτω λόγους:

(α)   Η έλλειψη των λόγων απονομής χάριτος στερεί το Δικαστήριο του πραγματικού βάθρου για άσκηση της διακριτικής του εξουσίας επί του θέματος.

(β)   Διατυπώθηκε με πολύ ευρύ τρόπο και

(γ)   Δεν φαίνεται να υπήρξε αντίθετη επιχειρηματολογία ενώπιον του Δικαστηρίου.

Υπό Νικολάου, Δ., συμφωνούντος και του Κωνσταντινίδη, Δ.:

Η υπόθεση Καύκαρος, θα μπορούσε να ερμηνευθεί κατά τρόπο που να παρέχει στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να προβεί σε διαπιστώσεις αναφορικά με το κατά πόσο η απονομή χάριτος, οδήγησε σε ουσιαστική ανισότητα μεταξύ των συγκατηγορουμένων, με αποτέλεσμα να δημιουργείται αίσθημα αδικίας το οποίο χρήζει απάμβλυνσης με σχετκή ρύθμιση στην ποινή.

Όμως η ενδιάμεση απόφαση της πλειοψηφίας στην παρούσα έφεση στερεί από το Δικαστήριο τη δυνατότητα να εξετάσει όλα τα σχετικά περιστατικά και να διαπιστώσει αν όντως επήλθε ανισότητα που προκάλεσε αίσθημα αδικίας λόγω της άσκησης του συνταγματικού δικαιώματος του Προέδρου, δυνάμει του Άρθρου 53.4 του Συντάγματος.

Υπό Καλλή, Δ.:

Η εισήγηση του δικηγόρου της εφεσίβλητης για κατάθεση των λόγων που οδήγησαν στην άσκηση της εξουσίας του Προέδρου δυνάμει του Άρθρου 53.4 του Συντάγματος, δεν έγινε αποδεκτή, λόγω του ότι θα οδηγούσε στη θεώρηση της προεδρικής απόφασης, αντίθετα προς την καθιερωμένη αρχή περί του ανέλεγκτου της προνομίας του Προέδρου, δυνάμει του πιο πάνω άρθρου.

[*271]Η αρχή της ισότητας που κατοχυρώνεται με το Άρθρο 28.1 του Συντάγματος, επί της οποίας στήριξε την επιχειρηματολογία του ο δικηγόρος του εφεσείοντα, προϋποθέτει ομοιογένεια η οποία προσδιορίζεται με βάση την ουσία των πραγμάτων και όχι την αριθμητική τους δύναμη.  Ο όρος “ίσοι ενώπιον του Νόμου” στο Άρθρο 28.1 του Συντάγματος, δε σημαίνει ακριβή αριθμητική ισότητα, αλλά διασφαλίζει μόνον έναντι αυθαιρέτων διακρίσεων και δεν αποκλείει εύλογες διακρίσεις οι οποίες επιβάλλεται να γίνουν λόγω της ιδιάζουσας φύσης των πραγμάτων.

Η δυναμική της αρχής της ισότητας επιβάλλει την ανίχνευση της φύσης, των υποκειμένων και αντικειμένων του δικαίου, ώστε να αποδίδονται τα ίσα στα όμοια και να αποκλείεται η ταύτιση των ανομοίων.

Κατά την έρευνά του, κατά πόσο έχει παραβιασθεί ή όχι η αρχή της ισότητας, το Δικαστήριο οφείλει να χρησιμοποιεί μέτρο κρίσεως “κατά το μάλλον ή ήττον” αντικειμενικό. Το κριτήριο πρέπει να αναζητείται εις την “περί δικαίου συνείδησιν και δη την σύγχρονον”.  Ως τέτοια συνείδηση είναι η συνείδηση ενός λογικά σκεπτομένου μέσου σύγχρονου ανθρώπου.

Το βάρος αποδείξεως για άνιση μεταχείριση φέρει ο εφεσείων, ο οποίος πρέπει να καταδείξει ότι η περίπτωσή του είναι όμοια με εκείνη του Συμιλλίδη.

Εφόσον οι λόγοι που οδήγησαν στην αναστολή της ποινής του Συμιλλίδη είναι και παραμένουν άγνωστοι, ελλείπει παντελώς το πραγματικό βάθρο το οποίο μπορεί να οδηγήσει το Δικαστήριο σε κρίση για την ομοιότητα των θέσεων του Συμιλλίδη και του εφεσείοντα.  Στην απουσία αυτού του βάθρου, το Δικαστήριο δεν είναι σε θέση να διερευνήσει τυχόν παραβίαση της αρχής της ισότητας.  Η υπόθεση Καύκαρος έχει διατυπώσει με πολύ ευρύ τρόπο την αρχή της άνισης μεταχείρισης, χωρίς την ύπαρξη του ευεργετήματος της επιχειρηματολογίας περί του αντιθέτου από την άλλη πλευρά.

Αλλά και στην περίπτωση που καθίσταντο γνωστοί στο Δικαστήριο οι λόγοι της αναστολής της ποινής, πάλι δε θα αποτελούσαν μετριαστικό παράγοντα της ποινής, αφού η εξέταση τους θα ισοδυναμούσε με θεώρηση της προεδρικής απόφασης, αντίθετα προς το ανέλεγκτο της προνομίας του Προέδρου, που δε γίνεται δεκτή κάτω από οποιασδήποτε περιστάσεις.

Υπό Ηλιάδη, Δ.:

Ο δικηγόρος της εφεσίβλητης δήλωσε ότι θα ήταν πρόθυμος να θέσει [*272]ενώπιον του Δικαστηρίου, τους λόγους για τους οποίους είχε ανασταλεί η ποινή του Συμιλλίδη, για να δει το Δικαστήριο αν οι λόγοι αυτοί δικαιολογούσαν την απόλυση.  Ο εφεσείων έφερε ένσταση αναφορικά με την αποκάλυψη των λόγων αναστολής της ποινής του Συμιλλίδη.

Το Εφετείο, με διευρυμένη σύνθεση, με ενδιάμεση απόφασή του, δε δέχθηκε την παρουσίαση των λόγων, αφού η εξέταση των λόγων αυτών θα οδηγούσε σε θεώρηση αυτής τούτης της απόφασης, αντίθετα προς το ανέλεγκτο της προεδρικής προνομίας, που δε γίνεται δεκτή κάτω από οποιεσδήποτε περιστάσεις.

Οι λόγοι για τους οποίους κατά κανόνα ασκείται η προεδρική προνομία δεν έχουν σχέση με την εφαρμογή νομικών κανόνων.

Η αρχή της δέσμευσης από προηγούμενες δικαστικές αποφάσεις είναι ένας γνωστός κανόνας του Αγγλικού Δικαίου, ο οποίος μπορεί να παρακαμφθεί κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις.

Στην Κύπρο, παρέκκλιση από απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι επιτρεπτή, αν η προηγούμενη απόφαση είναι έκδηλα εσφαλμένη ή αν τα γεγονότα των δύο υποθέσεων διαφέρουν μεταξύ τους.

Στην παρούσα υπόθεση, το Δικαστήριο δε δεσμεύεται να ακολουθήσει την απόφαση Καύκαρος, αφού το θέμα δε συζητήθηκε διεξοδικά στην υπόθεση εκείνη.  Αντίθετα στην παρούσα περίπτωση, η διευρυμένη σύνθεση του Εφετείου δίδει την ευχέρεια για μια σε βάθος εξέταση του θέματος, αφού δόθηκε η ευχέρεια και στις δύο πλευρές να αναπτύξουν τη θέση τους.

Το προνόμιο του Προέδρου, δυνάμει του Άρθρου 53.4 του Συντάγματος, δεν αποτελεί λόγο για μείωση ή αναστολή της ποινής άλλου καταδικασθέντος με το δέκτη της προεδρικής χάριτος, και αν ακόμα οι λόγοι της άσκησης του εν λόγω προνομίου κατέστησαν γνωστοί.

Απόφαση μειοψηφίας.

Υπό Πική, Π. συμφωνούντων και των Δικαστών Χ”Τσαγγάρη και Νικήτα:

Η ίση μεταχείριση των παραβατών, συνιστά παγιωμένη αρχή του κοινού δικαίου, η οποία στην Κύπρο κατοχυρώνεται συνταγματικά με τις διατάξεις του Άρθρου 28, που εγκαθιδρύει την ισοπολιτεία και ισονομία των πολιτών.

[*273]Η προνομία του Προέδρου, δυνάμει του Άρθρου 53.4 του Συντάγματος, ασκείται κατά βούληση.  Δεν τίθενται κριτήρια για την άσκηση της εξουσίας, ούτε υπάρχει συνταγματική υποχρέωση για την αιτιολόγηση της ή την κοινοποίηση των λόγων για τους οποίους παρέχεται.  Το ανέλεγκτο της προνομίας του Προέδρου, τονίζεται στην υπόθεση Lazaris and Another v. The Republic και επαναλαμβάνεται στην ενδιάμεση απόφαση σ’ αυτή την υπόθεση.

Η αρχή η οποία υιοθετείται στην Καύκαρος είναι ανάλογη προς εκείνη που καθιστά παραδεκτή, στον καθορισμό της ποινής τη μη δίωξη ή την αναστολή δίωξης συνεργού στο έγκλημα, για το οποίο διώκεται ο κατηγορούμενος .

Ο λόγος (ratio) στην Καύκαρος είναι όντως δεσμευτικός και πρέπει να ακολουθηθεί εκτός αν διαπιστωθεί λόγος, σύμφωνα με τις αρχές της υπόθεσης Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων, ο οποίος βάσιμα να δικαιολογεί απόκλιση από την αρχή την οποία υιοθετεί.  Το γεγονός ότι η απόφαση Καύκαρος είναι απόφαση τριμελούς Εφετείου και όχι της Ολομέλειας, δε μειώνει, όπως είναι θεμελιωμένο, την ισχύ του λόγου της. Το θεμέλιο της εντοπίζεται στο Άρθρο 28 του Συντάγματος αφ’ ενός, και την αποστολή της Δικαιοσύνης ως του μόνου κριτή τιμωρίας των παραβατών, αφ’ ετέρου.

Ο δέκτης της προεδρικής χάριτος υπέχει την ίδια ευθύνη και υπόκειται στην ίδια τιμωρία όπως ο εφεσείων.  Η χορήγηση χάριτος άπτεται άμεσα της μεταχείρισης του παραβάτη από την Πολιτεία.  Παραγνώριση της πράξης της χάριτος από τα Δικαστήρια, θα ισοδυναμούσε με περιορισμό της υποχρέωσης της Δικαιοσύνης για κατοχύρωση της ισότητας στην άσκηση του δικαστικού έργου.

Ο λόγος στην Καύκαρος είναι δεσμευτικός και η αρχή η οποία προκύπτει πρέπει να τύχει πλήρους εφαρμογής και στην παρούσα έφεση, για σκοπούς εμπέδωσης της ισοπολιτείας και ισονομίας των πολιτών όπως κατοχυρώνεται από το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Η έφεση απορρίπτεται κατά πλειοψηφία.

Aναφερόμενες υποθέσεις:

Καύκαρος & Άλλος v. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 51,

Kyriakides v. Republic (1983) 2 C.L.R. 94,

Οδυσσέως κ.ά. v. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 309,

[*274]Κάττου και Άλλος v. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 498,

Georgiou and Others v. Republic (1986) 2 C.L.R. 109,

Παναγή v. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 115,

Ierides and Another v. Republic (1987) 2 C.L.R. 219,

Dirazo v. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 197,

Ιωάννου και Άλλη v. Δημοκρατίας (1996) 2 A.A.Δ. 200,

Koukos v. Police (1986) 2 C.L.R. 1,

Μαυρογένης v. Βουλής των Αντιπροσώπων & Άλλων, (1997) 1(A) A.A.Δ. 43,

Μικρομμάτης v. Δημοκρατίας 2 R.S.C.C. 125,

Δημοκρατία v. Αρακιάν κ.α. (1972) 3 Α.Α.Δ. 294,

Σεργίδη v. Δημοκρατίας (1991) 1 Α.Α.Δ. 119,

Γιασεμίδου κ.ά. v. Δημοτικού Συμβουλίου Λευκωσίας κ.ά. (1996) 3 A.A.Δ. 491,

Miliotis v. Republic (1969) 3 C.L.R. 597,

London Steel Tramways v. London County Council [1898] A.C. 375,

Jones v. Secretary of State for Social Services [1972] 1 A.C. 944,

Pepper v. Heart [1893] 1 All E.R. 42,

Merphy v. Brentwood District Council [1990] 2 All E.R. 908,

Boys v. Chaplin [1968] Q.B. 1,

Chancery Lane Safe Deposit e.t.c. v. I.R.C. [1966] 1 All E.R. 1,

Eλευθερίου  - Kάγκα ν. Δημοκρατίας (1989) 3(B) A.A.Δ. 262,

Δημοκρατία v. Ηρακλέους (Αρ. 1), (1994) 2 Α.Α.Δ. 213,

[*275]Μαυρογένης v. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά. (1996) 1(A) A.A.Δ. 315,

Police v. Athienitis (1983) 2 C.L.R. 194,

Demetriou and Another v. Republic (The Acting President of the Republic and Another) 3 R.S.C.C. 121,

Δημοκρατία v. Σαμψών (1991) 1 Α.Α.Δ. 858,

Χατζησάββα (1992) 1 Α.Α.Δ. 1134,

Γενικός Εισαγγελέας v. Αρτεμίου και Άλλου (1991) 2 Α.Α.Δ. 150.

Έφεση εναντίον Ποινής.

Έφεση εναντίον της ποινής από το Γεώργιο Iωάννου ο οποίος στις 21 Iουνίου, 1996 βρέθηκε ένοχος από το Eπαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού (Ποινική Yπόθεση Aρ. 599/96) στις κατηγορίες του αποζείν από κέρδη πορνείας, της παράνομης κατακράτησης θηλέως, και της μαστροπείας, κατά παράβαση των Άρθρων 164(1)(α), 162(α), 157(α)+(β), του Kεφ. 154 και καταδικάστηκε από Bλαδιμήρου, E.Δ. σε ποινή φυλάκισης 18 μηνών.

Μ. Τριανταφυλλίδης με A. Mιλτιάδους και Λ. Στυλιανού, για τον Eφεσείοντα.

Π. Κληρίδης, Aνώτερος δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Eφεσίβλητη.

ΠIKHΣ, Π.: Eφόσον έχουμε καταλήξει στην απόφαση μας θα προχωρήσουμε στην έκδοσή της. Oι λόγοι στους οποίους στηρίζεται θα εκτεθούν στις αποφάσεις που θα είναι έτοιμες και θα δοθούν σε σύντομο χρόνο.

H έφεση απορρίπτεται κατά πλειοψηφία.

Oι Δικαστές Παπαδόπουλος, Xρυσοστομής, Aρτεμίδης, Aρτέμης, Kωνσταντινίδης, Nικολαΐδης, Nικολάου, Kαλλής, Kρονίδης, Hλιάδης, τάσσονται υπέρ της απόρριψης της έφεσης, ενώ οι Δικαστές X”Tσαγγάρης, Nικήτας και εγώ, τασσόμεθα υπέρ της αποδοχής της.

H έφεση απορρίπτεται.

15 Σεπτεμβρίου, 1997

[*276]ΠIKHΣ, Π.: Στις 17 Iουλίου 1997, δόθηκε η απόφαση μας με την οποία απορρίφθηκε η έφεση κατά πλειοψηφία. Tο σκεπτικό των αποφάσεων της πλειοψηφίας και μειοψηφίας, περιέχεται στις αποφάσεις που ακολουθούν και οι οποίες κατατίθενται.

AΠΟΦΑΣΗ ΠΛΕΙΟΨΗΦΙΑΣ:

1.  Aπόφαση Aρτεμίδη, Δ. Mε την απόφαση αυτή συμφωνούν οι Δικαστές, Παπαδόπουλος, Xρυσοστομής, Nικολαΐδης, Kρονίδης.

2.  Aπόφαση, Aρτέμη, Δ.

3.  Aπόφαση Nικολάου, Δ., με την οποία συμφωνεί ο Kωνσταντινίδης, Δ.

4.  Aπόφαση, Kαλλή, Δ.

5.  Aπόφαση, Hλιάδη, Δ.

AΠΟΦΑΣΗ ΜΕΙΟΨΗΦΙΑΣ.

Aπόφαση Πική, Π., με την οποία συμφωνούν οι Δικαστές, X”Tσαγγάρης και Nικήτας.

(Το σκεπτικό της απόφασης δόθηκε στις 15.9.97)

ΠΙΚΗΣ, Π.:  Με την απόφαση που θα δώσει ο δικαστής Χρ. Αρτεμίδης συμφωνούν και οι δικαστές Γ.Παπαδόπουλος, Γ. Χρυσοστομής, Φρ. Νικολαϊδης και Μ. Κρονίδης.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων, ο Αντώνης Συμιλλίδης και ένα τρίτο πρόσωπο, ήσαν συγκατηγορούμενοι ενώπιον του Επαρχιακου Δικαστηρίου Λεμεσού όπου αντιμετώπισαν κατηγορίες για αποζείν από κέρδη πορνείας, μαστροπεία και παράνομη κράτηση θήλεως.  Μετά από ακροαματική διαδικασία κρίθηκαν ένοχοι και επιβλήθηκε σε όλους ποινή φυλάκισης 18 μηνών που άρχιζε στις 21.6.96. 

Ο εφεσείων καταχώρισε την παρούσα έφεση εναντίον του ύψους της ποινής φυλάκισης, προσβάλλοντάς την ως έκδηλα υπερβολική.

Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ασκώντας τις εξουσίες που του παρέχονται από το άρθρο 53.4 του Συντάγματος, μετά τη σύμφωνη γνώμη του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ανέστειλε την ποινή φυλάκισης του Αντώνη Συμιλλίδη για περίοδο 5 ετών.  Μετά την εξέλιξη αυτή ο εφεσείων απέσυρε τους διάφορους λόγους έφεσης, που διατυπώνονται στο εφετήριο, περιορίζοντας την σε ένα και μοναδικό. Ισχυρίζεται πως, σύμφωνα με την υπόθεση Καύκαρος ν. Δη[*277]μοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. σελ.51 δικαιούται και ο ίδιος κάποιας μείωσης της ποινής του, εισηγούμενος ειδικά την αναστολή της.  Διατείνεται δε πως μόνο έτσι θα επέλθει η ισότητα έναντι του νόμου, σε ότι αφορά και τη δική του μεταχείριση για αδικήματα, στα οποία η συνδρομή των τριών κατηγορουμένων, περιλαμβανομένου και του ευνοηθέντος από τη προεδρική χάρη Συμιλλίδη, ήταν η ίδια.

Ο δικηγόρος της Δημοκρατίας διαφώνησε με την πιο πάνω εισήγηση.  Επιχειρηματολογώντας είπε πως το Δικαστήριο δεν μπορεί να λάβει υπόψη του την άσκηση της προνομίας του Προέδρου ως στοιχείο για τη μείωση της ποινής του εφεσείοντα, γιατί η εξουσία αυτή του Προέδρου δεν ελέγχεται δικαστικά, όπως έχει διαπιστωθεί από το Δικαστήριο μας.  Συνεπώς, συνεχίζει η εισήγηση του δικηγόρου της Δημοκρατίας, και εφόσον το Δικαστήριο δε γνωρίζει τους λόγους για τους οποίους ο Πρόεδρος άσκησε την εξουσία του, ελλείπουν τα αναγκαία στοιχεία για να κριθεί αν η απόφαση του Προέδρου απολήγει σε οποιαδήποτε ανισότητα, στην κατά το νόμο μεταχείριση του ευνοηθέντος από την προεδρική απόφαση, έναντι άλλων συγκατηγορουμένων.  Διαζευκτικά, ο συνήγορος της Δημοκρατίας δήλωσε πως αν το Δικαστήριο αποφασίσει ότι ελέγχεται η προνομία του Προέδρου, είναι έτοιμος να καταθέσει το έγγραφο της απόφασης του για αναστολή της ποινής του Συμιλλίδη, για να καταδειχθεί πως ο εφεσείων δεν έτυχε άνισης μεταχείρισης.

Λόγω της σοβαρότητας του ζητήματος που ηγέρθη, και της ασταθούς νομολογίας σε ότι αφορά τις ανάλογες εξουσίες του Γενικού Εισαγγελέα δυνάμει του άρθρου 113.1 του Συντάγματος, το Εφετείο (Νικήτας, Αρτεμίδης και Καλλής Δ.Δ.) αποφάσισε να διευρυνθεί.  Της έφεσης επελήφθη η Ολομέλεια.

Η δική μου γνώμη ακολουθεί:

(α)   Το επίκεντρο της αιτιολογίας στην υπόθεση Καύκαρος είναι πως η άσκηση της εξουσίας του Προέδρου, που του παρέχεται από το άρθρο 53.4 του Συντάγματος, δεν ελέγχεται δικαστικά.  Η αρχή αυτή επαναλήφθηκε και στην παρούσα υπόθεση σε ενδιάμεση απόφαση μας, όπου κρίναμε πως το έγγραφο, στο οποίο δηλώνεται η απόφαση του Προέδρου της Δημοκρατίας, δεν μπορούσε να προσκομιστεί ακριβώς γιατί η άσκηση της προνομίας του Προέδρου της Δημοκρατίας δεν ελέγχεται δικαστικά. Στην υπόθεση Καύκαρος  όμως το εφετείο εξέφρασε την άποψη πως, μολονότι η απόφαση του Προέδρου δεν ελέγχεται δικαστικά, εντούτοις μπορεί να ληφθεί υπόψη από μόνη της, ως αντικειμενικό γεγονός, για να λειτουργήσει ενδεχομέ[*278]νως υπέρ της μείωσης της ποινής συγκατηγορουμένου του ευνοηθέντος από την προνομία.  Και τούτο για να αποκατασταθεί στο κοινό, που έχει ορθό αίσθημα δικαιοσύνης, η ιδέα της ισότητας έναντι του νόμου και της ίσης από αυτό μεταχείρισης.

(β)  Δε συμμερίζομαι την πιο πάνω θέση, όπως διατυπώνεται.  Διευκρινίζω πως δεν αισθάνομαι να δεσμεύομαι από αυτά που λέχθηκαν στην υπόθεση Καύκαρος γιατί, κατά τη γνώμη μου, δεν αποτελούν νομολογιακή αρχή που έχει εμπεδωθεί στο δίκαιο μας με τη γνωστή διαδικασία υιοθέτησής της μετά από δικαστική επαλήθευση.  Η θέση μου αυτή βασίζεται στο γεγονός πως η αρχή, όπως διατυπώθηκε στην Καύκαρος, δημιουργήθηκε από το ίδιο το Δικαστήριο και παρέχει ένα στοιχείο που λειτουργεί στη μείωση της ποινής συγκατηγορουμένου του ευνοηθέντος από την προεδρική απόφαση, με σκεπτικό το λόγο που αναφέρεται σ’ αυτή, και που συνοψίζω πιο πάνω.  Δε συζητήθηκε από το Δικαστήριο, όπως σαφώς φαίνεται από το κείμενο της, σε βάθος και έκταση η θέση που προβλήθηκε στην παρούσα έφεση, και που εκφράζει την αντίθετη άποψη του Γενικού Εισαγγελέα.  Εξάλλου, όπως ανέφερα και πιο πάνω, του ζητήματος επελήφθη η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου ακριβώς για να ευθυγραμμιστεί η νομολογία μας, μετά από διεξοδική συζήτηση και έκφραση απόψεων από όλους τους δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

(γ)  Είναι αντίφαση, στην κρίση μου, να δεχόμαστε από τη μια μεριά πως η εξουσία του Προέδρου βάσει του άρθρου 53.4 δεν ελέγχεται, και από την άλλη να λαμβάνεται υπόψη η άσκηση της για να μετρά υπέρ τρίτου προσώπου. Αν τούτο γίνει δεκτό απολήγει, κατά τη γνώμη μου, σε έλεγχο από το Δικαστήριο της εξουσίας του Προέδρου. Ενδεχομένως δε να οδηγεί και σε ατοπήματα, μιας και το Δικαστήριο θα λειτουργεί, με το ευγενικό μεν πνεύμα της ισότιμης μεταχείρισης, στην πραγματικότητα όμως μονόπλευρα, όταν είναι άγνωστα τα στοιχεία που λαμβάνει υπόψη του ο Πρόεδρος για να ασκήσει το συνταγματικό του δικαίωμα.  Επιπλέον, επίγνωση από τον ίδιο τον Πρόεδρο πως η άσκηση της συνταγματικής του εξουσίας πιθανόν να έχει ευνοϊκές επιπτώσεις για άλλους κατηγορούμενους να τον αποτρέπει από την ελεύθερη άσκηση του δικαιώματος του.

(δ)  Τα ίδια ισχύουν και για τις εξουσίες του Γενικού Εισαγγελέα, που παρέχονται σ’ αυτόν από το άρθρο 113.1 του Συντάγματος.  Επανειλημμένα έχει λεχθεί πως τα άρθρα του Συντάγματος ερ[*279]μηνεύονται και εφαρμόζονται αυτοτελώς. Οι εξουσίες που δίδονται στους αξιωματούχους της πολιτείας, τον Πρόεδρο και το Γενικό Εισαγγελέα, στα άρθρα 53.4 και 113.1 του Συντάγματος αντίστοιχα, δεν ελέγχονται δικαστικά. Και το Σύνταγμα, όπως επανειλημμένα έχει διακηρυχθεί, είναι ο υπέρτατος νόμος της πολιτείας.

Ενόψει των ανωτέρω θα απέρριπτα την έφεση.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.:  Τα γεγονότα της υπόθεσης και η επιχειρηματολογία των δικηγόρων φαίνoνται στις αποφάσεις των αδελφών Δικαστών που είχα την ευκαιρία να μελετήσω. Έχοντας διεξέλθει με προσοχή την επιχειρηματολογία και έχοντας εξετάσει τη μέχρι τώρα νομολογία επί του θέματος έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η απονομή χάριτος σε ένα από περισσότερους καταδικασθέντες δε μπορεί να αποτελέσει λόγο για τη μείωση της ποινής άλλου καταδικασθέντα με βάση τη θέση ότι υφίσταται άνιση μεταχείριση.  Κατά την άποψή μου η ισότητα στη μεταχείριση περιορίζεται στην ποινή που επιβάλλει το ίδιο το Δικαστήριο και δεν μπορεί να επηρεάζεται από μεταγενέστερη ενέργεια απονομής χάριτος από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.

Στην υπόθεση Kyriakides v. Republic (1983) 2 C.L.R. 94, στη σελίδα 101, λέχθηκαν τα ακόλουθα:

“It is clear, however, from all the above authorities as well as from “The Principles of Sentencing” by D.A. Thomas that the question of disparity of sentence as a ground of appeal can, as a rule, arise when such disparity is apparent between the sentence imposed on an accused and his co-accused in respect of the same offence whether they were tried jointly by the same Court or separately by different Courts, ...”

(Η υπογράμμιση είναι δική μου)

Όπως προκύπτει από το πιο πάνω απόσπασμα, η ανομοιογένεια της ποινής ως λόγος έφεσης συναρτάται άμεσα με τη συγκεκριμένη ποινή που επιβάλλει το Δικαστήριο.

Διαφορετική άποψη θα μπορούσε να οδηγήσει σε παράδοξα αποτελέσματα: σε περίπτωση που δεν ασκείται έφεση πριν την απονομή χάριτος και παρέρχεται ο χρόνος έφεσης ή όπου η έφεση περατώνεται πριν την απονομή της χάριτος, τότε το Εφετείο δε θα είναι σε θέση να λάβει υπόψη τον παράγοντα αυτό και η κρίση επί του θέματος [*280]θα αφήνεται να εξαρτάται από το χρόνο κατά τον οποίο απονέμεται η χάρις, οδηγώντας έτσι σε διαφορετικά αποτελέσματα σε κάθε περίπτωση, ανάλογα με το χρόνο αυτό. 

Επιπρόσθετα, αφού έχει ήδη κριθεί σε προγενέστερες αποφάσεις καθώς και σε ενδιάμεση απόφαση στην παρούσα υπόθεση πως το δικαίωμα απονομής χάριτος δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο ελέγχου από το Δικαστήριο, τότε δε θα ήταν δυνατό να γίνουν γνωστοί οι λόγοι που οδήγησαν στην απονομή χάριτος για να μπορεί  να κριθεί εάν η άσκηση του δικαιώματος αυτού είναι αδικαιολόγητη έτσι που να αποτελεί παράγοντα μείωσης της ποινής και άλλου καταδικασθέντα για αποφυγή άνισης μεταχείρισης.

Στην υπόθεση Οδυσσέως κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 309 φαίνεται ότι υιοθετήθηκε η θέση πως η αναστολή ποινικής δίωξης εναντίον ενός από τους κατηγορουμένους δεν μπορούσε να αποτελέσει λόγο για επιβολή ανεπαρκούς ποινής στους άλλους καταδικασθέντες και ότι αυτό θα σήμαινε έμμεσα δικαστικό έλεγχο της απόφασης του Γενικού Εισαγγελέα.  Εντούτοις, στην Καύκαρος κ.α. ν. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 51 κρίθηκε πως, ασχέτως των λόγων που απονέμεται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας χάρις, το Δικαστήριο πρέπει να λαμβάνει τούτο υπόψη κατά τη συνεκτίμηση των παραγόντων καθορισμού της ποινής. Όπως ορθά επεσήμανε ο αδελφός Δικαστής Καλλής, η έλλειψη των λόγων για τους οποίους απονέμεται χάρις στερεί το Δικαστήριο του πραγματικού βάθρου πάνω στο οποίο μπορεί να ασκήσει τη δικαστική του κρίση επί του θέματος.  Επίσης, ορθή είναι και η επισήμανση ότι στην Καύκαρος (πιο πάνω) έχει διατυπωθεί η αρχή με πολύ ευρύ τρόπο και δεν φαίνεται το Δικαστήριο να είχε ενώπιόν του επιχειρηματολογία περί του αντιθέτου.  Ως εκ τούτου καταλήγω και εγώ στο συμπέρασμα πως πρέπει να αποστώ από το λόγο της Καύκαρος (πιο πάνω).

Κατά συνέπεια η έφεση απορρίπτεται.

ΔIKAΣTHPIO: Αυτή είναι η απόφαση των Κωνσταντινίδη, Δ. και Νικολάου, Δ.

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.:  Ο εφεσείων καταδικάστηκε στις 21 Ιουνίου 1996 σε φυλάκιση δεκαοκτώ μηνών για αδικήματα κατά της ηθικής.  Το ίδιο και δύο συγκατηγορούμενοί του.  Περίπου οκτώ μήνες αργότερα και εκκρεμούσας της παρούσας έφεσης, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας απένειμε στον ένα από εκείνους χάρη διά της αναστολής της ποινής με όρο ότι εάν εντός πενταετίας δε διέπραττε άλλο αδίκημα δε θα εξέτιε την ποινή.  Ένεκα αυτής της εξέλιξης, ο εφεσείων [*281]πρόσθεσε ως νέο λόγο έφεσης ότι θα πρέπει συνακόλουθα να μειωθεί σε κάποιο βαθμό η δική του ποινή ώστε να διατηρηθεί, όσο είναι δυνατό, η ισότητα στη μεταχείριση.  Επικαλέστηκε σε τούτο την απόφαση του Εφετείου στην Καύκαρος και Άλλος ν. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 51.  Εν συνεχεία απέσυρε τους αρχικούς λόγους.

Το Άρθρο 53 του Συντάγματος παρέχει στον Πρόεδρο και τον Αντιπρόεδρο της Δημοκρατίας δικαίωμα για την απονομή χάριτος με τη μετατροπή θανατικής καταδίκης σε ισόβια φυλάκιση και με τη μείωση, αναστολή ή μετατροπή της ποινής σε κάθε άλλη περίπτωση. Ενδιαφέρει εδώ η παράγραφος 4 του Άρθρου 53 την οποία παραθέτουμε:

“..... ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας μειώνουσιν, αναστέλλουσιν ή μετατρέπουσιν οιανδήποτε ποινήν επιβληθείσαν υπό οιουδήποτε δικαστηρίου εν τη Δημοκρατία κατόπιν συμφώνου γνώμης του γενικού εισαγγελέως της Δημοκρατίας και του βοηθού γενικού εισαγγελέως της Δημοκρατίας.”

Στην Καύκαρος και Άλλος ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω) κρίθηκε, κατ’ αναλογίαν προς τις περιπτώσεις μη δίωξης και αναστολής δίωξης συναυτουργού ότι, και στην περίπτωση απονομής χάριτος δυνάμει του Άρθρου 53.4 του Συντάγματος, το δικαστήριο τη λαμβάνει υπόψη ως “μέτρο που άπτεται .... της μεταχείρισης παραβατών” παρόλον που η άσκηση του δικαιώματος όπως και της εξουσίας του Γενικού Εισαγγελέα “δεν ελέγχεται δικαστικά”. Έγινε εκεί αναφορά στις υποθέσεις Κάττου και Άλλος ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 498, Georgiou and others v. Republic (1986) 2 C.L.R. 109 και Παναγή ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 115 και παρατέθηκε προς εξήγηση της δικαστικής προσέγγισης το ακόλουθο απόσπασμα από την πρώτη:

“Η μη δίωξη ή αναστολή της δίωξης ενός των συνεργών δεν αναιρεί το έγκλημα ούτε απαλλάσσει το δικαστήριο από την υποχρέωση επιβολής της πρέπουσας ποινής στους συνεργούς που καταδικάζονται.  Επενεργεί όμως (η μη δίωξη) ως παράγοντας μετριαστικός της ποινής ώστε, με την απάμβλυνση της ανισοσκέλειας στη μεταχείριση των παραβατών, να μετριάζεται το αίσθημα αδικίας το οποίο αναπόφευκτα προκαλεί η άνιση μεταχείριση.  Η ισότητα στη μεταχείριση έχει ως λόγο την προσαγωγή ενώπιον της δικαιοσύνης και την τιμωρία όλων που συνήργησαν στο έγκλημα.  Εφόσον η δίωξη των παραβατών είναι εκτός του ελέγχου των δικαστικών αρχών, η παράλειψη δίωξης ενός από αυτούς λαμβάνεται υπόψη ως παράγοντας μετριαστικός της ποινής των υπολοίπων προς απάμβλυνση του αισθήματος αδικίας που [*282]δημιουργεί η άνιση μεταχείριση και προστασία του κοινού περί δικαίου αισθήματος.”

Η μεταχείριση συναυτουργών απασχόλησε και στις υποθέσεις Kyriakides v. Republic (1983) 2 C.L.R. 94, Ierides and Another v. Republic (1987) 2 C.L.R. 219, Γενικός Εισαγγελέας ν. Οδυσσέως και Άλλων (1991) 2 Α.Α.Δ. 309, Dirazo v. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 197 και Ιωάννου και Άλλη ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 5974-5, ημερ. 5 Ιουλίου 1996. Προκύπτει από τις αναφερθείσες υποθέσεις με εξαίρεση τις Ierides and Another (ανωτέρω) και Γενικός Εισαγγελέας ν. Οδυσσέως και Άλλων (ανωτέρω) ότι, καθώς υπογραμμίστηκε στην Κάττου και Άλλος (ανωτέρω), την εν λόγω δικαστική προσέγγιση υπαγόρευε το αίσθημα αδικίας το οποίο αναδυόταν από μια κατά τα φαινόμενα ευνοϊκή μεταχείριση του συναυτουργού η οποία αντίκειτο στην αρχή της ίσης μεταχείρισης όσο και αν μπορεί τέτοια μεταχείριση να μην ήταν σκόπιμη.  Ισχύει βασικά το ίδιο όπως και στην περίπτωση της ανισοσκέλειας στην ποινή μεταξύ συγκατηγορουμένων: βλ. Koukos v. Police (1986) 2 C.L.R. 1.  Ρητή αναφορά στη σημασία της ευνοϊκής μεταχείρισης έγινε στην Ιωάννου και Άλλη (ανωτέρω) όπου το Εφετείο κατέληξε ότι η καθυστέρηση στη δίωξη τρίτης γυναίκας για συναφή αδικήματα δεν οφειλόταν “σε οποιαδήποτε πρόθεση της Κατηγορούσας Αρχής να την ευνοήσει” και γι’ αυτό δεν παραβιαζόταν η αρχή της ίσης μεταχείρισης.  Η ευνοϊκή μεταχείριση μπορεί βέβαια να επέλθει εξ αντικειμένου και χωρίς σχετική πρόθεση όταν η διαφορετική μεταχείριση εμφανίζεται ως αυθαίρετη.  Ο Αρτεμίδης, Δ. σε απόφασή του στην Κάττου και Άλλος (ανωτέρω), με την οποία επεξήγησε την κατάληξη, είπε σχετικά τα εξής:

“Αυτό ακριβώς το αίσθημα αδικίας, εκπορευόμενο από την ανισότητα έναντι του νόμου, δημιουργείται όταν οι παραβάτες του τυγχάνουν αυθαίρετης διαφορετικής μεταχείρισης από τους φορείς της πολιτείας εντεταλμένους στην περιφρούρηση και εφαρμογή του.”

Διαφορετική ωστόσο ήταν η αντίκρυση του ζητήματος στην Ierides and Another (ανωτέρω) όπου επέδρασε από μόνο του το στοιχείο της αποφυγής τιμωρίας από συναυτουργούς, παρόλον που εξηγήθηκαν οι περιστάσεις.  Θεωρήθηκε σημαντικό το ότι ένας από τους συναυτουργούς δε βρισκόταν στην Κύπρο με αποτέλεσμα να μην ήταν ως εκ τούτου δυνατή η προσαγωγή του στο δικαστήριο και το ότι άλλος δεν κατηγορήθηκε ώστε να καταστεί μάρτυρας κατηγορίας. Τουναντίον στην Dirazo (ανωτέρω) το Εφετείο έκρινε πως η μη προσαγωγή συναυτουργού στο δικαστήριο, η οποία εξηγείτο από το [*283]ότι δεν είχε καταστεί δυνατή η σύλληψή του, δε δημιουργούσε ζήτημα ανισότητας στη μεταχείριση και δεν μπορούσε επομένως να επιδράσει στην ποινή.

Το ότι το δικαίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας δυνάμει του Άρθρου 53 του Συντάγματος δεν ελέγχεται δικαστικά, όπως άλλωστε το ίδιο δεν ελέγχονται οι εξουσίες του Γενικού Εισαγγελέα δυνάμει του Άρθρου 113, μοιάζει ίσως αυτονόητο.  Αυτό όμως δε σημαίνει ότι το Δικαστήριο δεν μπορεί να ενεργήσει επί των αποτελεσμάτων.  Όπως ανέφερε στην ομόφωνη απόφαση του το Εφετείο στην Κάττου και Άλλος (ανωτέρω):

“Το γεγονός ότι δεν ελέγχεται δικαστικά η άσκηση των εξουσιών του Γενικού Εισαγγελέα βάσει του Άρθρου 113.2 δεν απαλλάττει τις δικαστικές αρχές από την υποχρέωση για αποτελεσματική εφαρμογή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στο Μέρος ΙΙ του Συντάγματος, περιλαμβανομένης και της ισότητας που κατοχυρώνει το Άρθρο 28.”

Ο Αρτεμίδης Δ. πρόσθεσε επεξηγηματικά:

“Το Δικαστήριο όμως, παρότι δεν μπορεί να κρίνει την απόφαση του Γενικού Εισαγγελέα οφείλει, κατά τη γνώμη μου, να λαμβάνει υπόψη την πραγματική κατάσταση που δημιουργείται από το απλό γεγονός πως ένας των κατηγορουμένων τυγχάνει διακοπής της δίωξής του, ή παραβάτης του ιδίου εγκλήματος δεν προσάγεται ενώπιον της δικαιοσύνης.”

Ο ίδιος δικαστής διέκρινε δε, επί των περιστατικών της, και ορθά κατά την άποψη μας, τη Γενικός Εισαγγελέας ν. Οδυσσέως (ανωτέρω) όπου ο τρόπος με τον οποίο αντικρύστηκε πρωτόδικα η αναστολή ποινικής δίωξης θεωρήθηκε ότι αποτελούσε έμμεσο έλεγχο της εξουσίας του Γενικού Εισαγγελέα.

Θα ερμηνεύαμε λοιπόν την Καύκαρος και Άλλος ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω) κατά τρόπο που να παρείχε στο Δικαστήριο τη δυνατότητα να προβεί στις όποιες διαπιστώσεις που μπορεί να  πρόσφερε το διαθέσιμο υλικό αναφορικά με το κατά πόσο υπήρξε ή όχι, διά της απονομής χάριτος, μεταχείριση που να συνιστά ουσιαστική και αδικαιολόγητη ανισότητα μεταξύ ενός συγκαταδικασθέντος και άλλου ώστε να απολήγει στη δημιουργία αισθήματος αδικίας το οποίο χρήζει απάμβλυνσης με σχετική ρύθμιση στην ποινή. 

Όμως, με την εδώ ενδιάμεση απόφαση της πλειοψηφίας, ημερ. 29 [*284]Μαΐου 1997, επικράτησε διαφορετική άποψη.  Κρίθηκε ότι δεν επιτρέπεται αναφορά στους λόγους που οδήγησαν στη διαφοροποίηση με την απονομή χάριτος.  Που σημαίνει, κατά την άποψη μας, ότι δεν παρέχεται πλέον στο Δικαστήριο η δυνατότητα αξιολόγησης της σημασίας της υπό συζήτηση εξέλιξης.  Σημασίας που είναι, κατά την άποψη μας, συναρτημένη με το λόγο για τον οποίο επήλθε.  Ανισότητα με συνακόλουθο αίσθημα αδικίας μπορεί εύλογα να προκύψει μόνο όπου η εξέλιξη εμφανίζεται να το δημιουργεί, στο πλαίσιο του συνόλου των περιστατικών. Οπότε και προσμετράται ανάλογα.  Δε μπορεί να λεχθεί ότι συμβαίνει αυτό όπου ελλείπει κάθε ένδειξη ότι υπήρξε ο,τιδήποτε το άτοπο. Υπενθυμίζουμε συναφώς ότι ο συνήγορος της εφεσίβλητης πρότεινε την προσκόμιση στοιχείων που προορίζονταν να εξηγήσουν την εξέλιξη και ότι σε αυτό αντιτάχθηκε ο συνήγορος του εφεσείοντος.

Η έφεση απορρίπτεται.

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.:  Ο εφεσείων και ο συγκατηγορούμενος του Αναστάσιος Συμιλλίδης, κρίθηκαν ένοχοι για διάπραξη, ανάμεσα σ’ άλλα, του αδικήματος του “αποζείν από κέρδη πορνείας”.  Καταδικάστηκαν σε φυλάκιση 18 μηνών.  Με σχετικές, ξεχωριστές εφέσεις, εφεσίβαλαν τόσο την καταδίκη όσο και την ποινή.

Στις 14.2.97 και ενώ εκκρεμούσε η ακρόαση των εφέσεων ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας με τη σύσταση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, δυνάμει του άρθρου 53.4 του Συντάγματος, ανέστειλε την ποινή του Συμιλλίδη για περίοδο 5 ετών και ο τελευταίος αποφυλακίστηκε αμέσως.

Με την πιο πάνω εξέλιξη ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντος απέσυρε την έφεση κατά της καταδίκης.  Περιόρισε την έφεση στο θέμα της ποινής.  Βασίσθηκε αποκλειστικά πάνω στον πιο κάτω συμπληρωματικό λόγο εφέσεως:

“Ενώ στην παρούσα υπόθεση ο Εφεσείων και ο Συγκατηγορούμενος του, Αναστάσιος Συμιλλίδης, τιμωρήθηκαν με την ίδια ποινή, και ενώ η υπαιτιότητα του Συγκατηγορουμένου του Εφεσείοντα δεν είναι, εν πάση περιπτώσει, μικρότερη εκείνης του Εφεσείοντα, ο Συγκατηγορούμενός του απολύθηκε στις 15.2.97, μετά που έτυχε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας αναστολής της ποινής του, δυνάμει του Άρθρου 53.4 του Συντάγματος, ενώ ο Εφεσείων παραμένει στις Φυλακές για να εκτίσει την ποινή του μέχρι το Σεπτέμβριο του 1997.

[*285]Υπό τις περιστάσεις, η ευμενής μεταχείριση της οποίας έτυχε ο Συγκατηγορούμενος του Εφεσείοντα έχει καταστήσει τον Εφεσείοντα θύμα δυσμενούς και άνισης μεταχείρισης, και, ως εκ τούτου, η ποινή του πρέπει είτε να μειωθεί, επίσης, ανάλογα είτε, τουλάχιστο, να μετατραπεί σε ποινή με αναστολή για την υπόλοιπη διάρκειά της.

Προς υποστήριξη του παραπάνω λόγου εφέσεως γίνεται, μεταξύ άλλων, αναφορά στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Καύκαρος κ.α. ν. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 51.”

Ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσίβλητης υποστήριξε ότι οι λόγοι για τους οποίους ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ασκεί το προνόμιό του, δυνάμει του Άρθρου 53.4 του Συντάγματος, δεν υπόκεινται σε άμεσο ή έμμεσο δικαστικό έλεγχο ούτε και μπορούν να εξετάζονται σε εφέσεις εναντίον της ποινής κατ’ επίκληση λόγων άνισης μεταχείρισης.

Υποστήριξε, περαιτέρω,  ότι εάν το πιο πάνω επιχείρημα δεν γίνει δεκτό ήταν έτοιμος να θέσει ενώπιον του δικαστηρίου τους λόγους για τους οποίους έχει ανασταλεί η ποινή του Συμιλλίδη “για να δει το δικαστήριο αν οι λόγοι αυτοί δικαιολογούσαν την απόλυση”.

Η εισήγηση για κατάθεση των λόγων που οδήγησαν στην άσκηση της εξουσίας του Προέδρου της Δημοκρατίας βάσει του Άρθρου 53.4 του Συντάγματος δεν έγινε δεκτή.  Κρίθηκε ότι η “εξέταση των λόγων για τους οποίους ασκείται η εξουσία του Προέδρου, θα οδηγούσε στη θεώρηση αυτής τούτης της απόφασης αντίθετα προς το ανέλεγκτο της προνομίας του, που δεν γίνεται δεκτή κάτω από οποιεσδήποτε περιστάσεις” (Βλ. Ιωάννου ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 6195/29.5.97, απόφαση πλειοψηφίας).

Στην Καύκαρος (πιο πάνω) έγινε σύντμηση της επιβληθείσας, στο συγκατηγορούμενο του εφεσείοντος, ποινής, από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας μετά από εισήγηση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας βάσει της εξουσίας που του παρέχεται από το Άρθρο 53.4 του Συντάγματος.

Μεταφέρουμε το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση του Εφετείου:

“Το δεύτερο παράπονο είναι ότι οι εφεσείοντες έτυχαν άνισης μεταχείρισης σε σύγκριση με τους συναυτουργούς, τον Κατσιφάρη και τον Αεροπόρο. Η αρχή της ίσης μεταχείρισης των παρα[*286]βατών κατοχυρώνεται απο τις πρόνοιες του Άρθρου 28.1 του Συντάγματος που θεμελιώνει την ισότητα των πολιτών ενώπιον του νόμου, της διοίκησης και της δικαιοσύνης.

..................................................................................................................

Το Άρθρο 53.4 του Συντάγματος παρέχει στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας τρεις ξεχωριστές εξουσίες, να μειώσει, να αναστείλει και να μετατρέψει την ποινή (Βλ. Δημοκρατία ν. Σαμψών (1991) 1 Α.Α.Δ. 858, 874).

Η άσκηση της εξουσίας που παρέχει το Άρθρο 53.4 δεν ελέγχεται δικαστικά.  Συνιστά όμως μέτρο που άπτεται, όπως και η μη δίωξη ή αναστολή δίωξης από το Γενικό Εισαγγελέα, της μεταχείρισης των παραβατών.  Επομένως λαμβάνεται υπόψη στον καθορισμό της ποινής συγκαταδικασθέντος, ο οποίος ευρίσκεται από την άποψη ποινικής ευθύνης στην ίδια θέση όπως και ο συγκατηγορούμενός του, του οποίου μειώθηκε η ποινή.  Σύμφωνα με την απόφαση του Κακουργιοδικείου η ποινική ευθύνη του Αεροπόρου δεν ήταν υποδεέστερη εκείνης των εφεσειόντων.  Το γεγονός ότι η μεταχείριση της οποίας έτυχε ο Αεροπόρος προέκυψε μετά την επιβολή ποινής από το Κακουργιοδικείο δεν μας απαλλάτει από την συνεκτίμηση του παράγοντα αυτού στον καθορισμό της ποινής.

Καθοδηγούμενοι από τις αρχές που είχαμε εξηγήσει κρίνουμε ότι δικαιολογείται η μείωση της ποινής των εφεσειόντων στην πρώτη κατηγορία από οχτώ σε έξι χρόνια.”

Το νομικό βάθρο πάνω στο οποίο ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντος έχει επιχειρήσει να οικοδομήσει την υπόθεσή του είναι το άρθρο 28.1 του Συντάγματος το οποίο κατοχυρώνει την αρχή της ισότητας.

Το άρθρο 28.1 του Συντάγματος κατοχυρώνει την ισότητα ενώπιον του Νόμου, δηλαδή την όμοια μεταχείριση ομοιογενών και τον αποκλεισμό ανομοιογενών υποκειμένων και αντικειμένων του δικαίου.  Η ομοιογένεια προσδιορίζεται με βάση την ουσία των πραγμάτων και όχι την αριθμητική τους δύναμη (Βλ. Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.α., Αίτηση 1/96/22.1.97).

Η αρχή της ισότητας σημαίνει (θετικά) την επιταγή της απρόσωπης και αντικειμενικής κρίσεως και (αποθετικά) την απαγόρευση κάθε αυθαίρετης διακρίσεως, κάθε διακρίσεως δηλαδή που στηρίζεται σε ανυπόστατα ή άσχετα κριτήρια και αγνοεί την ουσιώδη ομοι[*287]ότητα των υπό ρύθμιση ή κρίση περιπτώσεων.  Από την άλλη πλευρά απαγορεύεται η ίση μεταχείριση ουσιωδώς ανόμοιων περιπτώσεων, γιατί κι αυτή αποτελεί στην πραγματικότητα αυθαίρετη μεταχείριση, αφού αγνοεί υφιστάμενα ή στηρίζεται σε ανυπόστατα ή άσχετα κριτήρια (Δαγτόγλου, “Συνταγματικό Δίκαιο, Ατομικά Δικαιώματα Β”, παραγ. 1366).

Το άρθρο 28.1 του Συντάγματος έχει τύχει ερμηνείας σε σειρά αποφάσεων της νομολογίας μας. Ο όρος “ίσοι ενώπιον του Νόμου” στο άρθρο 28.1 του Συντάγματος δε μεταδίδει την έννοια της ακριβούς αριθμητικής ισότητας αλλά διασφαλίζει μόνον εναντίον αυθαίρετων διακρίσεων και δεν αποκλείει εύλογες διακρίσεις οι οποίες πρέπει να γίνουν λόγω της ιδιάζουσας φύσεως των πραγμάτων (Μικρομμάτης ν. Δημοκρατίας, 2 R.S.C.C. 125). 

Στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Αρακιάν κ.α. (1972) 3 Α.Α.Δ. 294 είχαν υιοθετηθεί οι πιο κάτω αρχές της ελληνικής νομολογίας:

(1)   Η συνταγματική αρχή της ισότητας συνεπάγεται την ίση ή ομοιόμορφη μεταχείριση “πάντων των υπό τας αυτάς συνθήκας τελούντων” (Υπόθεση 1273/65 του Στ.Ε.).

(2)   Το άρθρο 3 του Ελληνικού Συντάγματος του 1952 - το οποίο αντιστοιχεί με το πιο πάνω άρθρο 28.1 - “αποκλείει μόνον την υπό του νομοθέτου θέσπισιν διακρίσεων αυθαιρέτων και όλως αδικαιολόγητων” (Υποθέσεις 1247/67 και 1870/67 του Στ.Ε.).

(3)   “Ευλόγως προκύπτει παραβίασις της αρχής της ισότητος και ως εκ τούτου ακυρότης των προσβαλλομένων πράξεων, εφ’ όσον πρόκειται περί ρυθμίσεων σχέσεων τελουσών υπό διαφόρους πραγματικάς συνθήκας, αίτινες δεν αποκλείουν ανομοιομορφίας εν των διακανονισμώ αυτών” (Υπόθεση 2063/68 του Στ.Ε.).

(4)   Η αρχή της ισότητας εφαρμόζεται “επί περιπτώσεων τελουσών υπό τας αυτάς εν γένει συνθήκας” (Υπόθεση 1215/69 του Στ.Ε.).

Στη Σεργίδη ν. Δημοκρατίας (1991) 1 Α.Α.Δ. (Απόφαση Ολομέλειας) υποδεικνύεται ότι το άρθρο 28 έχει ως λόγο (Βλ. Μικρομμάτης, πιο πάνω) την ουσιαστική σε αντίθεση με τη φαινομενική ισότητα.  Υποδεικνύεται, επίσης, ότι η δυναμική της αρχής της ισότητας επιβάλλει την ανίχνευση της φύσης, των υποκειμένων και αντικει[*288]μένων του δικαίου ώστε να αποδίδονται τα ίσα στα όμοια και τον αποκλεισμό της ταύτισης των ανομοίων (Βλ. και απόφαση του Πική, Δ. - όπως ήταν τότε -στην Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων, Αναφορά 2/89, 29.8.89, σχετικά με τον τρόπο προσδιορισμού της ομοιογένειας).

Από το σύνολο των πορισμάτων της Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας συνάγεται ότι αυτό που απαγορεύει η συνταγματική αρχή της ισότητας είναι η δημιουργία αυθαίρετων, τυχαίων ή συμπτωματικών διακρίσεων.  Ομοίως απαγορεύεται η εξομοίωση, από τον κοινό Νομοθέτη διαφορετικών καταστάσεων, ή η ενιαία μεταχείριση προσώπων που βρίσκονται υπό διαφορετικές συνθήκες πραγματικές ή νομικές με βάση όμως τυπικά ή συμπτωματικά κριτήρια.  Ως αντισυνταγματικές θεωρούνται μόνο οι προδήλως παραβιάζουσες την αρχή της ισότητας διατάξεις.  Η δε δικαστική εξουσία περιορίζεται σε έλεγχο υπερβάσεως ακραίων ορίων.

Εναντίον της μαθηματικής ισότητας συνηγορεί και ο διαπρεπής συνταγματολόγος Αριστόβουλος Μάνεσης.  Όπως υποδεικνύει στο σύγγραμμα του “Συνταγματική Θεωρία και Πράξη” σελ. 320 “εν πάση περιπτώσει, είναι βέβαιον ότι η κατά το άρθρο 3.1 του Συντάγματος νομική ισότης, αφ’ ενός δεν υποδηλεί κοινωνικήν και οικονομικήν ισότητα, αφ’ ετέρου δε δεν σημαίνει μαθηματικήν ισότητα”.

Στο ίδιο σύγγραμμα του - σελ. 320 - επεξηγεί ότι η συνταγματικά κατοχυρωμένη ισότητα του Νόμου νοείται ως αναλογική ισότητα.  Και αυτό σημαίνει ότι ίση ρύθμιση υφίσταται - είτε εις πρόσωπα είτε εις πράγματα είτε εις σχέσεις είτε εις καταστάσεις αφορά αυτή - όταν ενεργείται ομοία μεταχείριση των ομοίων και ανομοία μεταχείριση των ανομοίων.  Η όμοια μεταχείριση δια να είναι ίση προϋποθέτει ομοιότητα των υπο ρύθμιση θεμάτων.  Αναφορικά με τον δικαστικό έλεγχο ο καθηγητής Μάνεσης υποδεικνύει ότι ο Δικαστής οφείλει να ερευνά αν υφίσταται πράγματι ομοιότητα των υπό ρύθμιση θεμάτων.  Και για το σκοπό αυτό αποβλέπει στις ουσιώδεις ομοιότητές των και με βάση αυτές να εκτιμά την αντικειμενική ύπαρξη ομοιότητας ή ανομοιότητας.  Πρέπει επίσης ο Δικαστής να έχει υπόψη ότι ο νομοθέτης δικαιούται να κινείται με διακριτική ευχέρεια “εντός ευρέων πλαισίων”  κατά την εκτίμηση της ομοιότητας ή μη των υπό ρύθμιση θεμάτων και κατά την θέσπιση ίσης ρύθμισης (Βλ. και Γιασεμίδου κ.α. ν. Δημοτικού Συμβουλίου Λευκωσίας κ.α., Α.Ε. 1611/31.10.96).

Κατά την έρευνά του κατά πόσο έχει παραβιασθεί ή όχι η αρχή της ισότητας το δικαστήριο οφείλει να χρησιμοποιεί μέτρο κρίσεως [*289]“κατά το μάλλον ή ήττον” αντικειμενικό.  Πρέπει να αποβλέπει εις το “κοινόν περί δικαίου συναίσθημα” ή εις την “σύγχρονον περί δικαίου συνείδησιν”.  Επειδή δεν είναι ορθό να γίνεται λόγος περί “συναισθήματος” - ακόμη δε ολιγότερο “περί αισθήματος” - δικαίου, αλλά ούτε είναι ακριβές ότι υπάρχει τέτοιο κοινό “συναίσθημα” είναι προτιμότερο να αναζητείται το κριτήριο εις “την περί δικαίου συνείδησιν και δεί την σύγχρονον”.  Δια να καταστεί δε τούτο ακόμη περισσότερο “ασφαλές” πρέπει να διασαφηνισθεί ότι ως ”σύγχρονος περί δικαίου συνείδησις δέον να εκλαμβάνεται η τοιαύτη ενός λογικώς σκεπτόμενου μέσου σύγχρονου ανθρώπου” (Βλ. Μάνεση, πιο πάνω, σελ. 322-323).

Ειδικά και σε σχέση με την φύση του προνομίου του Προέδρου της Δημοκρατίας, για απονομή χάριτος, δυνάμει του άρθρου 53.1 του Συντάγματος, ας μου επιτραπεί να παραθέσω πιο κάτω απόσπασμα από την “Πραγματεία του Συνταγματικού Δικαίου”, του Νικόλαου Ι. Σαριπόλου, έκδοση 1993, σελ. 231:

“... η χάρις αντί να προσβάλλη την δικαιοσύνην είναι μάλλον το εκείνης συμπλήρωμα διότι, ως καλώς έλεγον οι Ρωμαίοι, summum jus summa injuria, ήτοι η αυστηρά και άκαμπτος του νόμου διάταξις καθίσταται πολλάκις αδικωτάτη. Είναι μεν αληθές ότι δύναται να γίνη και του αρίστου τούτου δικαιώματος κατάχρησις ως και παντός άλλου καλού, αλλ’ είναι επίσης αληθές ότι πολλάκις εν τω μεταξύ της δίκης, ή και μετά την καταδίκην προ της εκτελέσεως, δύνανται τοιαύται να παρουσιασθώσιν ενδείξεις, ώστε να κλονίσωσι την πεποίθησιν του κοινού, ή την συνείδησιν των δικαστών οίτινες κατεδίκασαν να ταράξωσι, ή και αυτόν τον νόμον ως άδικον και απηνή να παραστήσωσι προς τους πολίτας, και να μειώσωσι το προς τον νόμον σέβας του λαού, οικτρόν και τρομερόν φόβητρον παριστώντες αυτόν μάλλον παρά ηγήτορα ευμενή και της αθωότητος προστάτην και φρουρόν.  Αλλά και εις αυτήν ακόμη την περίπτωσιν καθ’ ην η καταδίκη δικαίως κατεγνώσθη, και η ποινή επεβλήθη, χρήσιμον και αγαθόν το της χάριτος είναι δικαίωμα, διότι προς τούτο αποσκοπών ο ένοχος και υφιστάμενος την ποινήν δύναται να βελτιωθή, διότι ουδέ καλόν είναι ο τιμωρούμενος να βλέπη αεννάως προ οφθαλμών το οικτρόν εκείνο επί της πύλης του άδου επίγραμμα.”

Ο εφεσείων επιδιώκει “όμοια μεταχείριση” άλλωσπως, όπως εισηγείται ο ευπαίδευτος συνήγορος του, θα καταστεί θύμα “δυσμενούς και άνισης μεταχείρισης”.  Πρέπει να καταδείξει ότι η περίπτωση του είναι όμοια με εκείνη του Συμιλλίδη.  Έχει υποστηρίξει, συναφώς, ότι με καταδικαστική απόφαση ευρέθησαν και οι δύο ότι [*290]έχουν την ίδια υπαιτιότητα.  Με βάση το υλικό το οποίο βρίσκεται ενώπιον του πρωτοδίκου δικαστηρίου διαπιστώνεται ότι ο εφεσείων και ο Συμιλλίδης βρίσκονται στην ίδια θέση.  Ωστόσο μετά την καταδίκη έχει μεσολαβήσει η αναστολή της ποινής του Συμιλλίδη.

Οι λόγοι οι οποίοι οδηγούν στην άσκηση των εξουσιών του Προέδρου της Δημοκρατίας π.χ. λόγοι που σχετίζονται με μια ανίατη ασθένεια είναι εντελώς άγνωστοι.  Και το ερώτημα που προβάλλει είναι το πιο κάτω:

Από μόνο του το γεγονός της αναστολής της ποινής χωρίς οτιδήποτε άλλο επενεργεί σαν μετριαστικός της ποινής παράγοντας;

Η απάντηση είναι αρνητική.  Η αρχή της ισότητας κατοχυρώνει, όπως έχει ήδη υποδειχθεί, την όμοια μεταχείριση των ομοίων. Το βάρος απόδειξης άνισης μεταχείρισης το φέρει ο εφεσείων (Miliotis v. Republic (1969) 3 C.L.R. 597), ο οποίος πρέπει να καταδείξει ότι η περίπτωσή του είναι όμοια με εκείνη του Συμιλλίδη.  Εφόσον είναι εντελώς άγνωστοι οι λόγοι που οδήγησαν στην αναστολή της ποινής του Συμιλλίδη - και δεν είναι δυνατόν να γίνουν γνωστοί, όπως έχει ήδη νομολογηθεί - ελλείπει παντελώς το πραγματικό βάθρο το οποίο μπορεί να οδηγήσει σε δικαστική κρίση για την ομοιότητα των θέσεων του Συμιλλίδη και του εφεσείοντος.  Στην απουσία αυτού του βάθρου το δικαστήριο δεν είναι σε θέση να διερευνήσει τυχόν παραβίαση της αρχής της ισότητας.  Η υπόθεση Καύκαρος (πιο πάνω) έχει διατυπώσει με πολύ ευρύ τρόπο (Bλ. και Lord Denning “The Discipline of Law”, σελ.297) την αρχή της άνισης μεταχείρισης σε υπόθεση στην οποία το Εφετείο δε φαίνεται να είχε το ευεργέτημα της επιχειρηματολογίας περί του αντιθέτου από την άλλη πλευρά.  Ως εκ τούτου θεωρώ ότι μπορώ να αποστώ από το λόγο της.

Ακόμη και αν οι λόγοι της αναστολής της ποινής είναι γνωστοί στο δικαστήριο δεν αποτελούν μετριαστικό της ποινής παράγοντα.  Μείωση της ποινής κατ’ επίκληση του γεγονότος της αναστολής της ποινής συγκατηγορουμένου, μετά από εξέταση των λόγων για τους οποίους έχει ασκηθεί η εξουσία του Προέδρου της Δημοκρατίας, θα ισοδυναμούσε με “θεώρηση αυτής τούτης της απόφασης, αντίθετα προς το ανέλεγκτο της προνομίας του Προέδρου της Δημοκρατίας που - όπως έχει υποδειχθεί - δεν γίνεται δεκτή κάτω από οποιεσδήποτε περιστάσεις” (Βλ. Ιωάννου, πιο πάνω).

Υπό το φως των όσων έχουν εκτεθεί πιο πάνω η έφεση δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται.

[*291]ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.:  Ο εφεσείων, ο Αντώνης Συμιλλίδης και ένας άλλος συγκατηγορούμενος καταδικάστηκαν στις 21/6/996 σε φυλάκιση 18 μηνών έκαστος για αδικήματα παράνομης κράτησης θήλεως, αποζείν από κέρδη πορνείας και μαστροπείας.  Ο εφεσείων καταχώρησε την παρούσα έφεση εναντίον της καταδίκης και του ύψους της ποινής προσβάλλοντάς την ως έκδηλα υπερβολική. Προτού συμπληρωθεί η ακρόαση της έφεσης, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, στις 14/2/1997, ασκώντας τις εξουσίες που του παρέχει το Άρθρο 53.4 του Συντάγματος και με τη σύμφωνη γνώμη του Γενικού Εισαγγελέα, ανέστειλε την ποινή του Αναστάση Συμιλλίδη με όρους για μια περίοδο πέντε χρόνων.  Το άρθρο 53.4 προνοεί ότι,

“Εις πάσαν άλλην πλην της ποινής του θανάτου περίπτωσιν ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας μειώνουσιν, αναστέλλουσιν ή μετατρέπουσιν οιανδήποτε ποινήν επιβληθείσαν υπό οιουδήποτε δικαστηρίου εν τη Δημοκρατία κατόπιν συμφώνου γνώμης του γενικού εισαγγελέως της Δημοκρατίας και του βοηθού γενικού εισαγγελέως της Δημοκρατίας.”

Ως αποτέλεσμα της πιο πάνω εξέλιξης ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντος απέσυρε την έφεση κατά της καταδίκης και περιόρισε την έφεση στο θέμα της ποινής.

Περιληπτικά είναι η θέση του εφεσείοντος ότι σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 28.1 του Συντάγματος που προνοεί ότι, “πάντες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου, της διοικήσεως και της δικαιοσύνης και δικαιούνται να τύχωσι ίσης προστασίας και μεταχειρίσεως.”, δικαιούται και αυτός μιας μείωσης της ποινής που του επιβλήθηκε, εισηγούμενος συγκεκριμένα την αναστολή της ποινής φυλάκισης όπως και στην περίπτωση Συμιλλίδη.  Είναι η θέση του εφεσείοντος ότι μόνο έτσι διασφαλίζεται η ισότητα έναντι του νόμου,  αφού ληφθεί υπόψη ότι η συμμετοχή και των τριών κατηγορούμενων στη διάπραξη των αδικημάτων ήταν η ίδια.

Προς υποστήριξη της θέσης του ο εφεσείων επικαλέστηκε την απόφαση Καύκαρος ν. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 51, όπου το Εφετείο μείωσε την ποινή των δύο εφεσειόντων από οκτώ χρόνια σε έξι χρόνια φυλάκιση, επειδή η ποινή φυλάκισης του τρίτου κατηγορουμένου είχε ανασταλεί μετά την επιβολή της από το Κακουργιοδικείο, από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 53.4 του Συντάγματος.  Στη σχετική απόφαση του το Εφετείο τόνισε ότι αν και η απόφαση του Προέδρου της Δημοκρατίας δεν ελέγχεται δικαστικά, εν τούτοις λαμβάνεται υπ’ όψη “στον καθορισμό της ποινής καταδικασθέντος, ο οποίος βρίσκεται από [*292]της άποψης ποινής στην ίδια θέση όπως και ο συγκατηγορούμενος του, του οποίου μειώθηκε η ποινή.”.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσίβλητης υπεστήριξε ότι οι λόγοι για τους οποίους ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ασκεί το προνόμιο δεν υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο, αλλά δήλωσε ότι θα ήταν πρόθυμος να θέσει ενώπιον του Δικαστηρίου τους λόγους για τους οποίους είχε ανασταλεί η ποινή του Αντώνη Συμιλλίδη για να “δει το Δικαστήριο αν οι λόγοι αυτοί δικαιολογούσαν την απόλυση.”.  Ο εφεσείων έφερε ένσταση ως προς την αποκάλυψη των λόγων της αναστολής της ποινής του Συμιλλίδη.

Το Εφετείο που λόγω της σοβαρότητας του θέματος απεφάσισε να διευρυνθεί, με ενδιάμεση απόφασή του δε δέχθηκε την παρουσίαση των λόγων αφού “η εξέταση των λόγων για τους οποίους ασκείται η εξουσία του Προέδρου, θα οδηγούσε στη θεώρηση αυτής τούτης της απόφασης αντίθετα προς το ανέλεγκτο της προνομίας του, που δεν γίνεται δεκτή κάτω από οποιεσδήποτε περιστάσεις.”.

Η φρασεολογία του άρθρου 53.4 παρέχει στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας την ευχέρεια να μειώσει, αναστείλει ή μετατρέψει οποιαδήποτε ποινή που έχει επιβληθεί από οποιοδήποτε Δικαστήριο. Οι λόγοι για τους οποίους κατά κανόνα ασκείται το πιο πάνω προνόμιο δεν έχουν σχέση με την εφαρμογή νομικών κανόνων.

Η αρχή της δέσμευσης από προηγούμενες δικαστικές αποφάσεις γνωστή ως “stare rationibus decidendi”  (εφαρμογή παλαιών δικαστικών αποφάσεων) ή όπως είναι πιο πλατειά γνωστή “stare decisis” , είναι ένας γνωστός κανόνας του Αγγλικού Δικαίου που εφαρμόζεται σε μια προσπάθεια καθορισμού του νομικού συστήματος πάνω στο οποίο βασίζεται μια ομοιόμορφη ανάπτυξη των νομικών κανόνων. Ο γνωστός κανόνας που καθιερώθηκε με την απόφαση London Steel Tramways v. London County Council [1898] A.C. 375 ότι η Βουλή των Λόρδων δεσμεύεται με προηγούμενες δικές της αποφάσεις, έχει δεχθεί μια χαλάρωση με την έκδοση των οδηγιών του Λόρδου Καγκελλάριου Practice Statement (Judicial Precedent) [1966] 1 W.L.R. 1234, σύμφωνα με τις οποίες το Δικαστήριο μπορεί να παρεκκλίνει από μια προηγούμενη απόφαση αν το κρίνει ορθό.

Άνκαι ο αριθμός των δικαστών που παρακάθονται δεν έχει σημασία ως προς το νομικό αποτέλεσμα μιας απόφασης (συνήθως στη Βουλή των Λόρδων κάθονται 5 και σε μερικές περιπτώσεις κάθονται 7), εντούτοις σε υποθέσεις που είναι ιδιαίτερα σημαντικές παρακάθονται 7 δικαστές. (Ίδε Jones v. Secretary of State for Social [*293]Services [1972] 1 A.C. 944, όπου εξετάστηκε για πρώτη φορά η ευχέρεια του Δικαστηρίου να αποκλίνει από προηγούμενες αποφάσεις του, Pepper v. Heart [1893] 1 All E.R. 42 όπου εξετάστηκε αν οι εκδόσεις Hansard θα μπορούσαν να χρησιμοποιούνται ως βοηθήματα σε περιπτώσεις ερμηνείας νόμων και Merphy v. Brentwood District Council  [1990] 2 All E.R. 908 που ανέτρεψε τη γνωστή απόφαση Anns v. Merton London Borough Council και Boys v. Chaplin [1968] Q.B. 1, όπου 3 Δικαστές του Εφετείου (Court of Appeal) απεφάσισαν ότι δεν δεσμεύονταν από μια προηγούμενη απόφαση άλλων 2 Δικαστών του ιδίου Δικαστηρίου σε έφεση που καταχωρήθηκε εναντίον ενός ενδιάμεσου διατάγματος.

Στην Κύπρο η αρχή της δέσμευσης σε προηγούμενες δικαστικές αποφάσεις έχει εξετασθεί σε μεγάλο αριθμό υποθέσεων.  Στην τελευταία απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Μαυρογένης ν. Βουλή των Αντιπροσώπων (Αίτηση 1/95 της 26/3/93) τονίστηκε ότι η αρχή του δεσμευτικού προηγούμενου δημιουργεί πηγή δικαίου αφού σε αυτές προσδιορίζεται το δίκαιο που εφαρμόζεται. Παρέκκλιση από μια απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου μπορεί να γίνει αν η προηγούμενη απόφαση είναι έκδηλα λανθασμένη ή αν τα γεγονότα των δυο υποθέσεων διαφοροποιούνται μεταξύ τους.

Το Δικαστήριο στην παρούσα υπόθεση κρίνει ότι δεν δεσμεύεται να ακολουθήσει την απόφαση Καύκαρος  και τούτο γιατί δε φαίνεται ότι το θέμα είχε εξεταστεί στην υπόθεση εκείνη σε βάθος μετά από την προβολή των θέσεων των δυο πλευρών.  Αντίθετα στην παρούσα περίπτωση η διευρυμένη σύνθεση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου δίνει την ευχέρεια στο Ανώτατο Δικαστήριο για μια διεξοδική συζήτηση του θέματος αφού δόθηκε προς τούτο η ευχέρεια και στις δυο πλευρές να αναπτύξουν τη δική τους επιχειρηματολογία. (Ίδε Jones v. Secretary of State for Social Services [1972] 1 A.C. 946.)

Οι πρόνοιες του άρθρου 53.4 παρέχουν στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας την ευχέρεια να μειώσει, αναστείλει ή μετατρέψει οποιαδήποτε ποινή που έχει επιβληθεί από οποιοδήποτε Δικαστήριο. Έστω και αν οι λόγοι της εξάσκησης του προνομίου αυτού από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας είναι γνωστοί, το ανέλεγκτο του δικαιώματος του Προέδρου να μειώσει ή να αναστείλει μια ποινή, δεν μπορεί να επενεργήσει ως λόγος μείωσης ή αναστολής από τα Δικαστήρια της ποινής ενός άλλου συγκαταδικασθέντος.

ΠΙΚΗΣ, Π.:  Με την απόφαση που θα δώσω συμφωνούν οι Δι[*294]καστές Χ”Τσαγγάρης και Νικήτας.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Ο λόγος της δικαστικής απόφασης (ratio decidendi), δηλαδή το μέρος που δημιουργεί δέσμευση, βάσει της αρχής του δικαστικού προηγούμενου (binding precedent), προσδιορίζεται από το αποτέλεσμα, σε συνδυασμό με την αρχή δικαίου η οποία διατυπώνεται στην απόφαση και προς την οποία συναρτάται.  Η αρχή δικαίου, η οποία ανακύπτει,  αποτελεί το θεμέλιο λόγο της απόφασης - (βλ. Chancery Lane Safe Deposit etc. v. I.R.C. [1966] 1 All E.R. 1 (H.L.). Ελευθερίου-Κάγκα ν. Δημοκρατίας - (Υπόθεση Αρ. 494/87 - 13/2/1989). Δημοκρατία ν. Ηρακλέους (Αρ. 1) (1994) 2 Α.Α.Δ. 213).

Ο προσδιορισμός του λόγου δικαστικής απόφασης και η δέσμευση την οποία επιφέρει εξετάστηκαν σε μεγάλο αριθμό αποφάσεων. Οι σχετικές αρχές απαντώνται συμπυκνωμένες στη σχετικά πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου - Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά. -(Αίτηση Αρ. 1/95 - 26/3/96), (απόφαση πλειοψηφίας):- (σελ. 20)

“Η αρχή του δεσμευτικού προηγούμενου έχει  ως άξονα τη δέσμευση που δημιουργεί προηγούμενη δικαστική απόφαση ως προς το ποίο είναι το δίκαιο σε συγκεκριμένο τομέα και το πεδίο εφαρμογής του.  Με αυτή την έννοια, οι δικαστικές αποφάσεις αποτελούν πηγή δικαίου, γιατί σ’ αυτές αναζητείται και προσδιορίζεται το ισχύον δίκαιο.  [βλ. O’ Connell v. R. [1844] 11 Cl. & F. 155, στη σελ. 372, ως προς τις πηγές του αγγλικού δικαίου].  Στο αγγλικό δικαιικό σύστημα, από το οποίο πηγάζει η αρχή του δεσμευτικού προηγούμενου, οι δικαστικές αποφάσεις διαδραμάτισαν εξέχοντα ρόλο στην αποτύπωση και διατύπωση του κοινού δικαίου, την ανάπτυξη, καθώς και την προσαρμογή των αρχών του αγγλικού δικαίου σε νέα κοινωνικά δεδομένα [βλ. μεταξύ άλλων de Lasala v. de Lasala [1979] 2 All E.R. 1146 (PC)].”

Στην Καύκαρος και Άλλος ν. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 51, το Εφετείο μείωσε την ποινή των (δύο) εφεσειόντων από οκταετή σε εξαετή φυλάκιση, για ένα και μόνο λόγο, επειδή ο τρίτος συγκατηγορηθείς και καταδικασθείς με αυτούς στην ίδια ποινή φυλάκισης, ο Χαράλαμπος Μιχαήλ Αεροπόρος, έτυχε χάριτος από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, βάσει του Άρθρου 53.4 του Συντάγματος.  Στο απόσπασμα που ακολουθεί συνοψίζονται οι λόγοι για τους οποίους έγινε δεκτή η έφεση κατά της ποινής -(η έφεση κατά της καταδίκης απορρίφθηκε) - και μειώθηκε η φυλάκιση στην οποία είχαν καταδικαστεί, από οκτώ σε έξι χρόνια:- (σελ. 64)

[*295]“Η άσκηση της εξουσίας που παρέχει το Άρθρο 53.4 δεν ελέγχεται δικαστικά.  Συνιστά όμως μέτρο που άπτεται, όπως και η μη δίωξη ή αναστολή δίωξης από το Γενικό Εισαγγελέα, της μεταχείρισης των παραβατών. Επομένως λαμβάνεται υπόψη στον καθορισμό της ποινής συγκαταδικασθέντος, ο οποίος ευρίσκεται από την άποψη ποινικής ευθύνης στην ίδια θέση όπως και ο συγκατηγορούμενός του, του οποίου μειώθηκε η ποινή.  Σύμφωνα με την απόφαση του Κακουργιοδικείου η ποινική ευθύνη του Αεροπόρου δεν ήταν υποδεέστερη εκείνης των εφεσειόντων.  Το γεγονός ότι η μεταχείριση της οποίας έτυχε ο Αεροπόρος προέκυψε μετά την επιβολή ποινής από το Κακουργιοδικείο δεν μας απαλλάτει από την συνεκτίμηση του παράγοντα αυτού στον καθορισμό της ποινής. 

Καθοδηγούμενοι από τις αρχές που είχαμε εξηγήσει κρίνουμε ότι δικαιολογείται η μείωση της ποινής των εφεσειόντων στην πρώτη κατηγορία από οχτώ σε έξι χρόνια.”

Στην ίδια απόφαση, γίνεται παραπομπή σε αριθμό προηγούμενων αποφάσεων, που πραγματεύονται την ίση μεταχείριση των παραβατών, με ιδιαίτερη αναφορά στις επιπτώσεις της άσκησης της εξουσίας του Γενικού Εισαγγελέα (Άρθρο 113.2 του Συντάγματος) για την αναστολή ή τη μη δίωξη συνεργού του κατηγορουμένου, στις οποίες κρίθηκε ότι η αναστολή ή η μη δίωξη συνενόχου στο έγκλημα επενεργεί ως στοιχείο μετριαστικό της ποινής “ώστε, με την απάμβλυνση της ανισοσκέλειας στη μεταχείριση των παραβατών, να μετριάζεται το αίσθημα αδικίας το οποίο αναπόφευκτα προκαλεί η άνιση μεταχείριση”. Τονίζεται ότι η ίση μεταχείριση των παραβατών “έχει ως λόγο την προσαγωγή ενώπιον της δικαιοσύνης και την τιμωρία όλων που συνήργησαν στο έγκλημα”. 

Τα πιο πάνω αποσπάσματα, όπως και εκείνο το οποίο παρατίθεται πιο κάτω, αποτελούν μέρος της απόφασης του Δικαστηρίου στην Κάττου και Άλλος ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 498, το οποίο υιοθετείται στην Καύκαρος:- 

“Εφόσον η δίωξη των παραβατών είναι εκτός του ελέγχου των δικαστικών αρχών, η παράλειψη δίωξης ενός από αυτούς λαμβάνεται υπόψη ως παράγοντας μετριαστικός της ποινής των υπολοίπων προς απάμβλυνση του αισθήματος αδικίας που δημιουργεί η άνιση μεταχείριση και προστασία του κοινού περί δικαίου αισθήματος.”

(Σχετικές με το ίδιο θέμα είναι και οι υποθέσεις Police v. Athienitis [*296](1983) 2 C.L.R. 194· Georghiou and Others v. Republic (1986) 2 C.L.R. 109· και Παναγή ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 115.)

Η ίση μεταχείριση των παραβατών συνιστά παγιωμένη αρχή του κοινού δικαίου, η οποία στην Κύπρο κατοχυρώνεται συνταγματικά με τις διατάξεις του Άρθρου 28, που εγκαθιδρύει την ισοπολιτεία και ισονομία των πολιτών. 

Ο λόγος της Καύκαρος, στην πιο στενή του διάσταση, μπορεί να προσδιοριστεί ως εξής: Στον καθορισμό της ποινής εφεσείοντα, προσμετρά, βάσει της αρχής της ίσης μεταχείρισης των παραβατών, η χάρις η οποία χορηγείται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας σε συγκαταδικασθέντα, και τούτο παρά το ανέλεγκτο της εξουσίας του Προέδρου βάσει του Άρθρου 53.4 του Συντάγματος.  Η προνομία της χάριτος ασκείται κατά βούληση.  Δεν τίθενται κριτήρια για την άσκηση της εξουσίας, ούτε υπάρχει συνταγματική υποχρέωση για την αιτιολόγησή της ή την κοινοποίηση των λόγων για τους οποίους παρέχεται. Ό,τι μετρά, είναι η μεταχείριση της οποίας τυγχάνει ο συγκαταδικασθείς με τους εφεσείοντες, σε σύγκριση προς αυτούς. 

Η φύση της προεδρικής χάριτος και η υπόστασή της στο δικαιικό στερέωμα εξηγούνται σε πολλά συγγράμματα - (βλ., μεταξύ άλλων, Ν.Ν. Σαρίπολου - “Σύστημα Συνταγματικού Δικαίου”, Τόμος Β΄, 522-532. Δ. Τσάτσου - “Συνταγματικό Δίκαιο”, Τόμος Β, σελ. 353, 354. Halsbury’s Laws of England, 4th Ed., Vol. 8, παράγραφο 951). Ανεξάρτητα από το μανδύα, από τον οποίο περιβάλλεται, κοινό χαρακτηριστικό της εξουσίας παροχής χάριτος σε καταδικασθέντα είναι το ανέλεγκτο της πράξης, γεγονός το οποίο τονίζεται στη Lazaris Demetriou and Another and The Republic (The Acting President of the Republic and Another) 3 R.S.C.C. 121 και επαναλαμβάνεται στην ενδιάμεση απόφασή μας της 29ης Μαΐου, 1997, σ’ αυτή την υπόθεση, όπου υποδεικνύεται:  “Θεώρηση των λόγων για τους οποίους ασκείται η εξουσία από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, με αναφορά στο εύλογο της απόφασης, θα οδηγούσε αναπόφευκτα στον έλεγχο αυτής τούτης της πράξης.”

Ο εφεσείων διεκδικεί μείωση της ποινής, εξ ονόματος των αρχών της ίσης μεταχείρισης των παραβατών, για ένα και μόνο λόγο, διότι ο συγκαταδικασθείς με αυτό στην ίδια ποινή φυλάκισης, ο Αναστάσιος Συμιλλίδης, έτυχε χάριτος από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, με την αναστολή, υπό όρους, της έκτισης της ποινής του.  Ενώ, κατά δικαστικό τεκμήριο, υπέχουν (ο εφεσείων και ο Συμιλλίδης) την ίδια ευθύνη για το έγκλημα το οποίο διέπραξαν και υπόκεινται στην ίδια τιμωρία, ο εφεσείων παραμένει στη φυλακή και ο Συμιλλίδης είναι [*297]ελεύθερος. Το άνισο της μεταχείρισής τους ζητά ο εφεσείων από τη Δικαιοσύνη να το λάβει υπόψη και να προβεί στη μείωση και της δικής του ποινής, για την απάμβλυνση του αισθήματος αδικίας που γεννά η ανισότητα και που αποστολή της Δικαιοσύνης είναι να αίρει.

Στη Δημοκρατία ν. Σαμψών (1991) 1 Α.Α.Δ. 858, η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου υπέδειξε ότι η Δικαιοσύνη είναι ο αποκλειστικός κριτής και ο καθοριστής του μέτρου της τιμωρίας των παραβατών.  Οι ίδιες αρχές επαναλαμβάνονται και στη Δημητράκης Χατζησάββα (1992) 1 Α.Α.Δ. 1134

Όπως επεξηγείται στην Καύκαρος, η αρχή η οποία υιοθετείται είναι ανάλογη προς εκείνη που καθιστά παραδεκτή, στον καθορισμό της ποινής, τη μη δίωξη ή την αναστολή της δίωξης συνεργού στο έγκλημα, για το οποίο διώκεται ο κατηγορούμενος. 

Όπως η άσκηση της εξουσίας του Προέδρου, βάσει του Άρθρου 53.4, έτσι και εκείνη του Γενικού Εισαγγελέα, βάσει του Άρθρου 113.2 του Συντάγματος, είναι ανέλεγκτη.  Η νομολογία ορίζει ότι η μη δίωξη ή η αναβολή δίωξης συνεργού στο έγκλημα άπτεται της μεταχείρισης των παραβατών και λαμβάνεται υπόψη στον καθορισμό της τιμωρίας συνεργού στο έγκλημα.  Η αρχή της ίσης μεταχείρισης των παραβατών δεν περιορίζεται, όπως αναγνωρίζει η νομολογία, στη μεταχείρισή τους από το Δικαστήριο.  Είναι έννοια ευρύτερη, η οποία εκτείνεται στη μεταχείρισή τους, γενικότερα, από την Πολιτεία.  Όπως υπογραμμίζεται στην Ιωάννου και Άλλη ν. Αστυνομίας - (Ποινικές Εφέσεις Αρ. 5974 και 5975 - 5/7/96), παραμένει υποχρέωση της Κατηγορούσας Αρχής όπως προσάγει του παραβάτες ενώπιον του Δικαστηρίου ευθύς μετά την ολοκλήρωση των ανακρίσεων, νοουμένου ότι στοιχειοθετείται υπόθεση εναντίον τους. 

Ο κ. Κληρίδης διέκρινε την Καύκαρος από όλες τις άλλες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, που αφορούν τη μη δίωξη ή την αναστολή δίωξης των παραβατών.  Δεν αμφισβητεί τις αρχές που καθιερώθηκαν στις υποθέσεις εκείνες.  Τις διακρίνει, όμως, γιατί εκείνες αφορούν τη μεταχείριση των παραβατών, ενώ το Άρθρο 53.4 δεν άπτεται της τιμωρίας των κατηγορουμένων, αλλά του ξεχωριστού θέματος της χάριτος.  Γι’ αυτό, κάλεσε το Δικαστήριο να αποστεί από το λόγο της Καύκαρος και να απορρίψει την έφεση. 

Ο λόγος της Καύκαρος (ratio) είναι, όντως, δεσμευτικός και πρέπει να ακολουθηθεί, εκτός εάν διαπιστωθεί λόγος, σύμφωνα με τις αρχές της Μαυρογένης, (ανωτέρω), ο οποίος βάσιμα να δικαιολογεί [*298]απόκλιση από την αρχή την οποία υιοθετεί.  Το γεγονός ότι η απόφαση στην Καύκαρος είναι απόφαση τριμελούς Εφετείου και όχι της Ολομέλειας, δε μειώνει, όπως είναι θεμελιωμένο, την ισχύ του λόγου της.  Όπως εξηγείται στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Αρτεμίου και Άλλου (1991) 2 Α.Α.Δ. 150, η δέσμευση, την οποία ενέχει δικαστική απόφαση, συναρτάται με την ιεράρχηση του Δικαστηρίου το οποίο την εκδίδει και όχι με την αριθμητική του δύναμη. 

Δε διαπιστώνουμε λόγο, ο οποίος θα μπορούσε να δικαιολογήσει την ανατροπή της Καύκαρος. Το θεμέλιό της εντοπίζεται στο Άρθρο 28 του Συντάγματος, αφενός, και την αποστολή της Δικαιοσύνης ως του μόνου κριτή της τιμωρίας των παραβατών, αφετέρου.

Ο δέκτης της χάριτος υπέχει την ίδια ευθύνη και υπόκειται στην ίδια τιμωρία, όπως ο εφεσείων.  Η χορήγηση χάριτος άπτεται άμεσα της μεταχείρισης του παραβάτη από την Πολιτεία.  Γίνεται διάκριση στη μεταχείριση του παραβάτη ο οποίος τυγχάνει χάριτος, σε σύγκριση με άλλο παραβάτη ο οποίος υπόκειται στις ίδιες κυρώσεις. Παραγνώριση από το Εφετείο της χάριτος που χορηγείται σε συγκαταδικασθέντα θα ισοδυναμούσε με τη διαγραφή γεγονότος που άπτεται άμεσα της μεταχείρισης της οποίας τυγχάνουν οι παραβάτες, ως στοιχείο το οποίο προσμετρά στον καθορισμό της τιμωρίας. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ασκώντας την εξουσία που του παρέχει το Άρθρο 53.4, δεν έχει υποχρέωση να λαμβάνει υπόψη τη μεταχείριση της οποίας τυγχάνουν άλλοι παραβάτες, οι οποίοι βρίσκονται στην ίδια θέση. Η ίδια η φύση της εξουσίας του ενέχει το στοιχείο της χαριστικής ρύθμισης.  Παραγνώριση της πράξης της χάριτος από τα δικαστήρια, θα ισοδυναμούσε με περιορισμό της υποχρέωσης της Δικαιοσύνης για την κατοχύρωση της ισότητας στην άσκηση του δικαστικού έργου. Η υποχρέωση της Δικαστικής Εξουσίας για την εξασφάλιση της ισότητας και την κατοχύρωση της ισοπολιτείας εκτείνεται σε όλο το πεδίο της δικαστικής λειτουργίας. Κάθε στοιχείο ή παράγων, που τείνει να ανατρέψει την ισότητα στη μεταχείριση των παραβατών από την Πολιτεία, εξ ορισμού, είναι σχετικό προς το έργο της Δικαιοσύνης και λαμβάνεται υπόψη για την εκπλήρωση της αποστολής της. 

Καταλήγουμε ότι ο λόγος της Καύκαρος είναι δεσμευτικός και η αρχή η οποία προκύπτει πρέπει να τύχει εφαρμογής και στην παρούσα έφεση.  Εναρμονίζεται πλήρως με την αρχή της ισότητας, που κατοχυρώνεται από το Σύνταγμα και επιβάλλει την ίση μεταχείριση των παραβατών στο πλαίσιο της δικαστικής λειτουργίας.  Η εφαρμογή του κατατείνει στην εμπέδωση της ισοπολιτείας. 

Ευρισκόμεθα στη μειοψηφία.  Επομένως, δεν παρίσταται ανά[*299]γκη να επεκταθούμε στον καθορισμό της μείωσης της ποινής του εφεσείοντα, την οποία θα εγκρίναμε, χάριν της κατίσχυσης της ισότητας στη μεταχείριση των παραβατών.

H έφεση απορρίπτεται κατά πλειοψηφία.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο