Γενικός Eισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Nίκου Γεωργίου Λεωνίδου (1997) 2 ΑΑΔ 300

(1997) 2 ΑΑΔ 300

[*300]23 Ιουλίου, 1997

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στές]

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσείων,

ν.

ΝΙΚΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΛΕΩΝΙΔΟΥ,

Eφεσιβλήτου.

(Ποινική Έφεση Αρ. 6206)

 

Ποινή — Κατοχή πιστολιού, κατά παράβαση του περί Πυροβόλων Όπλων Νόμου του 1974, Kεφ. 57 (Ν. 38/1974), όπως τροποποιήθηκε — Κατοχή εκρηκτικών υλών, κατά παράβαση των διατάξεων του περί Εκρηκτικών Υλών Νόμου του 1970 (Κεφ. 54) (N. 21/70) όπως τροποποιήθηκε — Παραδοχή — Λευκό ποινικό μητρώο — Εφεσίβλητος ηλικίας 38 χρόνων, νυμφευμένος και πατέρας τριών μικρών παιδιών, που έχαιρε εκτίμησης στην κοινότητά του — Επιβολή συντρεχουσών ποινών τετράμηνης φυλάκισης με αναστολή — Κρίθηκαν έκδηλα ανεπαρκείς και αντικαταστάθηκαν με συντρέχουσες ποινές άμεσης φυλάκισης ενός έτους.

Ανθρώπινα δικαιώματα — Δικαίωμα για δίκη εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος — Η καθυστέρηση στην εκδίκαση ποινικών υποθέσεων παραβιάζει το εν λόγω δικαίωμα, όπως κατοχυρώνεται με το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος — Η συμβολή του κατηγορουμένου στην καθυστέρηση είναι στοιχείο ουσιαστικής σημασίας — Ποια άλλα στοιχεία σύμφωνα με τη νομολογία του Ευρωπαικού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων λαμβάνονται υπόψη, για να κριθεί κατά πόσο η καθυστέρηση δημιουργεί, λόγω διάρκειας, δυσμενή επηρεασμό επί του πιο πάνω δικαιώματος κατηγορουμένου.

Ποινή — Εξατομίκευση — Δεν πρέπει να εξουδετερώνει τη σοβαρότητα του αδικήματος.

Ποινή — Αποτρεπτική ποινή — Πρέπει να επιβάλλεται σε υποθέσεις κατοχής όπλων και εκρηκτικών υλών όπως και αδικημάτων που διαπράττονται με τη χρήση πυροβόλων όπλων και πυρομαχικών, λόγω της [*301]έξαρσης στη διάπραξη των αδικημάτων αυτών.

Το πιστόλι και οι εκρηκτικές ύλες βρέθηκαν στην αποθήκη της μπυραρίας του εφεσίβλητου και ήταν σε καλή χρησιμοποιήσιμη κατάσταση. Το πιστόλι δεν εσχετίζετο με προηγούμενη εγκληματική δραστηριότητα και οι εκρηκτικές ύλες - οκτώ πυροκροτητές, τέσσερις ηλεκτρικοί εναυστήρες, μεγάλο κομμάτι πυραγωγού σχοινιού και μικρό κομμάτι ακαριαίου - έμοιαζαν με τα στρατιωτικά υλικά που χρησιμοποιούνται στις Αγγλικές Βάσεις.

Ο εφεσίβλητος έδωσε επί τόπου την εξήγηση ότι τα ανευρεθέντα τα συναπεκόμισε από την Τουρκική συνοικία Μούτταλλου στην Πάφο κατά τη διάρκεια των μαχών του 1974, στις οποίες έλαβε μέρος.

Η έναρξη της δίωξης έγινε στις 18.3.1995.  Το κατηγορητήριο καταχωρήθηκε στις 5.10.95.  Η υπόθεση παραπέμφθηκε για εκδίκαση στο Επαρχιακό Δικαστήριο για συνοπτική δίκη στις 7.2.1996.  Στη συνέχεια αναβλήθηκε για τις 22.3.1996 με αίτημα του εφεσίβλητου ο οποίος δεν παρουσιάστηκε εκείνη την ημέρα. Εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης το οποίο εκτελέστηκε στις 28.6.1996.  Η απόφαση για την ποινή δόθηκε στις 24.7.1996.  Η έφεση άρχισε στις 15.5.1997 και συμπληρώθηκε στις 30.5.1997.

Στην έφεση για ανεπάρκεια της ποινής, προβλήθηκε ο ισχυρισμός εκ μέρους του εφεσίβλητου, ότι οι ποινές δεν ήταν ανεπαρκείς και ως εκ τούτου δεν έπρεπε να μεταβληθούν, λόγω της αδικαιολόγητης καθυστέρησης που σημειώθηκε μεταξύ της έναρξης της δίωξης και της έφεσης, της εθελούσιας συμμετοχής του στις μάχες κατά την τουρκική εισβολή παρά το νεαρό της ηλικίας του και του λευκού ποινικού του μητρώου.

Η συνήγορος της Κατηγορούσας Αρχής ισχυρίστηκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο απέτυχε στην εφαρμογή των αρχών που διέπουν την επιμέτρηση της ποινής, με αποτέλεσμα την υπερβολική απόκλιση προς την εξατομίκευση και την ως εκ τούτου εξουδετέρωση της σοβαρότητας των αδικημάτων, παραγνωρίζοντας την ανάγκη για επιβολή αποτρεπτικών ποινών για τα αδικήματα που εκατηγορείτο ότι διέπραξε ο εφεσίβλητος.

Το Εφετείο επέτρεψε την έφεση και αποφάνθηκε ότι:

Ο ισχυρισμός του εφεσίβλητου ότι το μήκος της καθυστέρησης στην εκδίκαση της υπόθεσης αποτελεί από μόνο του βασικό κριτήριο και ότι η υπαιτιότητα του (εφεσίβλητου) ελάχιστη σημασία ενέχει, είναι εσφαλμένος.  Η μόνη καθυστέρηση που μπορεί να προσμετρήσει προς όφελος [*302]του εφεσίβλητου, σε ό,τι αφορά το ύψος της ποινής, είναι το διάστημα των εννέα μηνών για την ετοιμασία των πρακτικών, που ήταν περίπου έξι μήνες μεγαλύτερο του πρέποντος. Το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης για τη μη σύντομη εκδίκαση της υπόθεσης, το έφερε ο ίδιος ο εφεσίβλητος ο οποίος άμεσα και έμμεσα προέβη σε διαβήματα ώστε να μην αρχίσει και έπειτα να μη συνεχιστεί η δίωξή του.  Αλλά ούτε η καθυστέρηση των εννέα μηνών από μόνη της, ούτε το σύνολο του χρόνου από την έναρξη της δίωξης μέχρι την εκδίκαση κατ’ έφεση αποτελεί καθυστέρηση που παραβιάζει το δικαίωμα που παρέχει το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος και το Άρθρο 6(1) της Ευρωπαικής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η οποία κυρώθηκε με τον Ν. 39/1962, για δίκη εντός ευλόγου χρόνου.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέδωσε υπέρμετρη σημασία σε ελαφρυντικούς και μετριαστικούς παράγοντες, με αποτέλεσμα να μη σταθμίσει ορθά, αφ’ ενός μεν την εξατομίκευση αφ’ ετέρου δε την αποτροπή, με αποτέλεσμα να μην επιβάλει την κατάλληλη ποινή για τα διαπραχθέντα αδικήματα, τα οποία βρίσκονται σε έξαρση σε ολόκληρη την Κύπρο και όχι μόνο στη Λεμεσό, όπως ισχυρίσθηκε ο εφεσίβλητος.

Η έφεση επιτρέπεται.  Οι ποινές αντικαθίστανται με άμεσες και συντρέχουσες ποινές φυλάκισης ενός έτους.

Η έφεση επιτρέπεται. Οι ποινές αντικαθίστανται με άμεσες και συντρέχουσες ποινές φυλάκισης ενός έτους.

Aναφερόμενες υποθέσεις:

Έλληνας v. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 149,

Παναγή άλλως Καυκαρή v. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 203,

Wemhoff [1968] Series A, Vol. 7 pp 26-27,

Neumeister [1968] Series A, Vol. 8 p. 41,

Ringeisen [1971] Series A, Vol. 13 p. 45,

Athinis v. Republic (1982) 2 C.L.R. 145,

Gasteratos v. Republic (1986) 2 C.L.R. 170,

[*303]Θεοδούλου v. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 206,

Philippou v. Republic (1983) 2 C.L.R. 245,

Γεωργίου v. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525,

Γενικός Εισαγγελέας v. Φανιέρου (1996) 2 A.A.Δ. 303,

Attorney General v. Mavrokefalos (1966) 2 C.L.R. 93,

Λαζάρου v. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 129,

Buchholz [1981] Series A, Vol. 42,

Farfaros v. Republic (1963) 1 C.L.R. 36,

Terlas v. Police (1970) 2 C.L.R. 30,

Ευσταθίου v. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 294.

Έφεση για Aνεπάρκεια Ποινής.

Έφεση από το Γενικό Eισαγγελέα για ανεπάρκεια της ποινής η οποία επεβλήθηκε από το Eπαρχιακό Δικαστήριο Πάφου (Ποινική Yπόθεση Aρ. 7406/95) στις 24 Iουλίου, 1996 στο Nίκο Λεωνίδου ο οποίος παραδέχθηκε σε κατηγορία κατοχής πιστολιού, κατά παράβαση των διατάξεων του περί Πυροβόλων Όπλων Nόμου (N. 38/1974) όπως τροποποιήθηκε και σε κατηγορία κατοχής εκρηκτικών υλών, κατά παράβαση των διατάξεων του περί Eκρηκτικών Yλών Nόμου (Kεφ. 54) όπως τροποποιήθηκε και καταδικάστηκε από Σταυρινίδη, A.E.Δ. σε συντρέχουσες ποινές τετράμηνης φυλάκισης με αναστολή.

M. Mαλακτού - Παμπαλλή, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Eφεσείοντα.

Π. Aγγελίδης, για τον Eφεσίβλητο.

ΠΙΚΗΣ, Π.:  Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάου, Δ..

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.:  Ο Γενικός Εισαγγελέας εφεσίβαλε ως έκδηλα ανεπαρκείς τις συντρέχουσες ποινές τετράμηνης φυλάκισης με αναστολή, τις οποίες επέβαλε στον εφεσίβλητο το Επαρχιακό Δικαστή[*304]ριο Πάφου κατόπιν παραδοχής σε κατηγορία για κατοχή πιστολιού, κατά παράβαση των διατάξεων του περί Πυροβόλων Όπλων Νόμου (Ν. 38/1974) όπως τροποποιήθηκε - η 1η κατηγορία - και σε κατηγορία για κατοχή εκρηκτικών υλών, κατά παράβαση των διατάξεων του περί Εκρηκτικών Υλών Νόμου (Κεφ. 54) όπως τροποποιήθηκε - η 2η κατηγορία.

Τα όσα συνθέτουν την περίπτωση συνοψίζονται ως εξής.  Ο εφεσίβλητος, ηλικίας 38 ετών, νυμφευμένος και πατέρας τριών μικρών παιδιών, επαγγέλεται τον σιδερά αλλά, κατά τον χρόνο που ενδιαφέρει, διατηρούσε ταυτόχρονα μπυραρία σε ιδιόκτητο υποστατικό στη Χλώρακα. Στις 18 Μαρτίου 1995, κατόπιν πληροφορίας ότι στην οικία του και στο εν λόγω υποστατικό φυλάσσονταν αδασμολόγητα ποτά, διεξήχθη από την αστυνομία έρευνα βάσει δικαστικού εντάλματος. Σε δωμάτιο, που εχρησιμοποιείτο ως αποθήκη της μπυραρίας, βρέθηκαν τότε σε πρώτο στάδιο ένα πιστόλι “Beretta”, μια φυσιγγιοθήκη πιστολιού και έντεκα φυσίγγια πιστολιού διαμετρήματος 7,65 χλμ. τοποθετημένα σε πλαστική τσάντα εντός κιβωτίου σε πάγκο.  Ο εφεσίβλητος έδωσε επί τόπου την εξήγηση ότι τα ανευρεθέντα τα συναπεκόμισε από την Τουρκική συνοικία Μούτταλου στην Πάφο κατά τη διάρκεια των μαχών το 1974. Στις οποίες έλαβε μέρος παρά το τότε νεαρό της ηλικίας του. Κατόπιν τούτου συνελήφθη.  Συνεχιζομένης της έρευνας, εντοπίστηκε στην ίδια αποθήκη ξύλινο κιβώτιο που περιείχε οκτώ κοινούς πυροκροτητές, τέσσερις ηλεκτρικούς εναυστήρες, μεγάλο κομμάτι πυραγωγού σχοινιού και μικρό κομμάτι ακαριαίου.  Ο εφεσίβλητος εξήγησε ότι βρήκε το κιβώτιο με το περιεχόμενο μέσα, πριν από περίπου τρία χρόνια στον Ακάμα. 

Όλα τα ανευρεθέντα ήταν, καθώς διαπιστώθηκε αργότερα με επιστημονική εξέταση, σε καλή χρησιμοποιήσιμη κατάσταση.  Αναφορικά με το πιστόλι δεν προέκυψε ο,τιδήποτε που να το συσχέτιζε με προηγούμενη εγκληματική δραστηριότητα ενώ για τα όσα περιείχε το κιβώτιο διακριβώθηκε ότι αποτελούσαν στρατιωτικά υλικά όμοια με εκείνα που χρησιμοποιούν οι Άγγλοι στις Βάσεις.

Σε γραπτή κατάθεση που ο εφεσίβλητος έδωσε στην αστυνομία αργότερα την ίδια ημέρα, παρέσχε την εξήγηση, σε σχέση με τα πρώτα ανευρεθέντα, ότι τα έκρυψε αρχικά στο σπίτι του, έπειτα σε κάποιο χωράφι και τέλος, από το 1993 ή 1994, στην μπυραρία του.  Για τα εν συνεχεία ανευρεθέντα, η εξήγηση του ήταν ότι τα πήρε και τα κράτησε παρόλον που τα θεωρούσε άχρηστα και ότι από αμέλεια δε σκέφτηκε να τα παραδώσει στην αστυνομία. Όταν, στις 27 Μαρτίου 1995, κατηγορήθηκε επίσημα από την αστυνομία, παραδέχθηκε ενο[*305]χή, παρέπεμψε στην κατάθεσή του για τις περιστάσεις και πρόσθεσε ότι το πιστόλι το κράτησε ως “σουβενίρ”. Αντιπαραβάλλουμε σε αυτό την εξήγησή του όπως καταγράφτηκε στην έκθεση κοινωνικής έρευνας και που έχει ως εξής:

“Όπως ο κατηγορούμενος ανάφερε, κατείχε το πιστόλι για προσωπική ασφάλεια διότι ένοιωθε ν’ απειλείται από Τ/κυπρίους οι οποίοι πίστευαν πως ο ίδιος γνώριζε καταστάσεις εις βάρος τους που μπορούσαν να τους ενοχοποιήσουν.”

Αυτή όμως η διάσταση δεν απασχόλησε πρωτόδικα και επομένως θα πάρουμε ως δεδομένη την ευνοϊκότερη γι’ αυτόν εκδοχή.

Θα σκιαγραφήσουμε τώρα το ιστορικό της ποινικής υπόθεσης  που καταχωρήθηκε εναντίον του.  Και τούτο διότι ο συνήγορος του εφεσίβλητου εισηγήθηκε όχι μόνο ότι οι επιβληθείσες ποινές δεν είναι ανεπαρκείς αλλά και ότι αν ήταν, δε θα έπρεπε να μεταβληθούν λόγω της, κατά την άποψη του, αδικαιολόγητης καθυστέρησης που σημειώθηκε μεταξύ της έναρξης της δίωξης και της εξέτασης του ζητήματος κατ’ έφεση.

Ημερομηνία έναρξης της δίωξης θεωρείται εν προκειμένω η 18 Μαρτίου 1995 που ο εφεσίβλητος συνελήφθη: βλ. Έλληνας ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 149 (στη σελ. 154). Παναγή άλλως Καυκαρή ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 203 (στη σελ. 222). The Wemhoff Case [1968] Series A, Vol. 7 pp. 26-27. The Neumeister Case [1968] Series A, Vol. 8 p. 41. και The Ringeisen Case [1971] Series A, Vol. 13 p. 45.  Στις 10 Μαΐου 1995, ενώ πλησίαζε η συμπλήρωση του ανακριτικού φακέλου, λήφθηκε από τη Νομική Υπηρεσία της Δημοκρατίας πεντασέλιδη χειρόγραφη επιστολή του στην οποία προέβαλλε, καθώς δηλώθηκε ενώπιόν μας, “σωρεία ισχυρισμών σε σχέση με μεγάλο αριθμό ατόμων (συμπεριλαμβανομένων και αστυνομικών), διάφορα στοιχεία για άλλες υποθέσεις και περιστατικά που κατά τη γνώμη του συνδέονταν με την παρούσα υπόθεση και εξηγήσεις και εκδοχές για την παρούσα υπόθεση”. Τα προέβαλλε προς υποστήριξη εισήγησής του ότι εδικαιολογείτο η μη δίωξή του.  Στις 15 Μαΐου 1995, η επιστολή στάληκε στην Αστυνομική Διεύθυνση Πάφου για σχόλια και απόψεις.  Στις 2 Ιουνίου 1995 λήφθηκε από τη Νομική Υπηρεσία και δεύτερη επιστολή, αυτή τη φορά από τους δικηγόρους του εφεσίβλητου, οι οποίοι επίσης διατύπωναν επιχειρηματολογία για μη δίωξή του.  Και αυτή η επιστολή στάληκε χωρίς χρονοτριβή στην Αστυνομική Διεύθυνση Πάφου για τον ίδιο όπως και πριν σκοπό.  Στις 19 Ιουνίου 1995 συμπληρώθηκε ο ανακριτικός φάκελος, συμπεριλαμβανομένης και της εξέτασης του περιεχομένου των εν [*306]λόγω επιστολών.  Ο φάκελος διακινήθηκε εσωτερικά στην Αστυνομία για τα περαιτέρω και διαβιβάστηκε στις 11 Αυγούστου 1995 στη Νομική Υπηρεσία.  Η οποία, αφού μελέτησε τον φάκελο, κατέληξε, στις 18 Σεπτεμβρίου 1995, πρώτο, ότι επιβάλλετο η ποινική δίωξη και, δεύτερο, ότι η υπόθεση μπορούσε να προχωρήσει με παραπομπή σε δίκη στο Κακουργιοδικείο χωρίς προανάκριση.  Ο φάκελος στάληκε αμέσως πίσω στην Αστυνομία για καταχώρηση υπόθεσης στο Επαρχιακό Δικαστήριο.

Το κατηγορητήριο καταχωρήθηκε στις 5 Οκτωβρίου 1995.  Κατόπιν τούτου, στις 20 Οκτωβρίου 1995, τέσσερις βουλευτές της Επαρχίας Πάφου ζήτησαν, με επιστολή προς το Γενικό Εισαγγελέα, επανεξέταση της υπόθεσης και αναστολή της ποινικής δίωξης.  Η Νομική Υπηρεσία ζήτησε τότε το φάκελο για περαιτέρω μελέτη.  Στάληκε αμέσως.  Ως αποτέλεσμα, η υπόθεση, που ήταν ορισμένη στις 22 Οκτωβρίου 1995 για παραπομπή στο Κακουργιοδικείο,  αναβλήθηκε για τις 20 Νοεμβρίου 1995. Στις 30 Οκτωβρίου 1995 απέστειλε και το Συμβούλιο Βελτιώσεως Χλώρακας επιστολή στο Γενικό Εισαγγελέα καλώντας τον να αναστείλει τη δίωξη.  Δικηγόρος της Δημοκρατίας, ενεργώντας με οδηγίες του Γενικού  Εισαγγελέα,  επανεξέτασε την υπόθεση και κατέληξε, στις 7 Νοεμβρίου 1995 ότι “δεν προέκυψε ο,τιδήποτε που να διαφοροποιεί την απόφαση .... για ποινική δίωξη .....”.  Επειδή ο φάκελος έφτασε πίσω στην Αστυνομική Διεύθυνση Πάφου την 21 Νοεμβρίου 1995, η υπόθεση, που ήταν ορισμένη την προτεραία, αναβλήθηκε για την 29 Δεκεμβρίου 1995.  Η διαδικασία για παραπομπή στο Κακουργιοδικείο περατώθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο στις 29 Δεκεμβρίου 1995. 

Στις 7 Φεβρουαρίου 1996 που συνεδρίασε το Κακουργιοδικείο, ο Γενικός Εισαγγελέας παρέπεμψε την υπόθεση, δυνάμει του άρθρου 155(β) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, στο Επαρχιακό Δικαστήριο για συνοπτική δίκη.  Το Επαρχιακό Δικαστήριο επιλήφθηκε της υπόθεσης κατά την ιδία ημερομηνία και ο εφεσίβλητος, αφού κατηγορήθηκε, παραδέχθηκε ενοχή.  Εν συνεχεία η υπόθεση αναβλήθηκε, με αίτημα του συνηγόρου του εφεσίβλητου, για τις 22 Μαρτίου 1996.  Κατά τη νέα ημερομηνία ο εφεσίβλητος δεν παρουσιάστηκε.  Ο συνήγορος του ανέφερε στο δικαστήριο ότι, εξ όσων είχε πληροφορηθεί, ο εφεσίβλητος ασθενούσε.  Επειδή προφανώς η εν λόγω πληροφορία δεν είχε συγκεκριμενοποιηθεί και στοιχειοθετηθεί, εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης.  Το οποίο εκτελέστηκε περίπου τρεις μήνες αργότερα, ήτοι, στις 28 Ιουνίου 1996.  Ημερομηνία κατά την οποία ο εφεσίβλητος προσήχθη ενώπιον του δικαστηρίου.  Εξετέθηκαν τότε τα γεγονότα της υπόθεσης και ο συνήγορος του εφεσίβλητου αγόρευσε για μετριασμό της ποινής. Η απόφαση [*307]για την ποινή δόθηκε στις 24 Ιουλίου 1996. 

Η παρούσα έφεση καταχωρήθηκε στις 6 Αυγούστου 1996. Το Εφετείο εν αναμονή των πρακτικών όρισε την 27 Μαρτίου 1997 ως ημερομηνία ακρόασης.  Αναβλήθηκε όμως για τις 16 Απριλίου 1997 διότι τα πρακτικά δεν ήταν έτοιμα.  Κατά τη νέα ημερομηνία υποβλήθηκε εκ μέρους του εφεσίβλητου αίτημα για αναβολή επειδή ο νέος δικηγόρος, τον οποίο διόρισε για να χειριστεί την υπόθεση, απουσίαζε στο εξωτερικό.  Το Εφετείο συγκατένευσε ώστε να τύχει ο εφεσίβλητος της καλύτερης δυνατής εκπροσώπευσης.  Η ακρόαση της έφεσης άρχισε στις 15 Μαΐου 1997 και συμπληρώθηκε στις 30 Μαΐου 1997.  Η απόφαση επιφυλάχθηκε και εν καιρώ ειδοποιήθηκαν τα μέρη ότι θα εκδίδετο σήμερα.  Το οριστικό τέλος της διαδικασίας το σηματοδοτεί η σημερινή απόφαση: βλ. τις δύο προαναφερθείσες αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων όπως και την απόφαση στην υπόθεση Delcourt [1970] Series A, Vol. 11 p. 13.

Η συνήγορος της Κατηγορούσας Αρχής εισηγήθηκε ότι, παρόλον που λεκτικά το πρωτόδικο δικαστήριο ορθά ήταν που αυτοκαθοδηγήθηκε ως προς τις αρχές που διέπουν την επιμέτρηση ποινής σε τέτοιες περιπτώσεις, εντούτοις απέτυχε στην εφαρμογή τους λόγω λανθασμένης αξιολόγησης και στάθμισης στοιχείων και παραγόντων, με αποτέλεσμα την υπερβολική απόκλιση προς την εξατομίκευση και την  ως εκ τούτου εξουδετέρωση της σοβαρότητας των αδικημάτων, παραγνωρίζοντας την ανάγκη για καταστολή τους με ποινές αρμοσμένες να συνετίσουν και να πτοήσουν.  Καθώς επεσήμανε η συνήγορος, η σοβαρότητα των αδικημάτων αντικατοπτριζόταν κατ’ αρχάς από τις προβλεπόμενες ποινές οι οποίες, με τον Ν. 27/78, αυξήθηκαν σε μια προσπάθεια αναχαίτισης του εγκλήματος έτσι ώστε η ανώτατη ποινή για το καθένα από τα εν λόγω αδικήματα να είναι φυλάκιση δεκαπέντε ετών αντί δέκα που ήταν προηγουμένως.  Η συνήγορος πρόσθεσε ότι η σοβαρότητα τους υπογραμμίζεται και από τη δικαστική προσέγγιση όπως αποκαλύπτεται σε αποφάσεις του Εφετείου.  Ανέφερε ενδεικτικά τις υποθέσεις Athinis ν. Republic (1982) 2 C.L.R. 145, Gasteratos ν. Republic (1986) 2 C.L.R. 170 και Θεοδούλου ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 206.  Τέλος, εισηγήθηκε ότι σήμερα, ακόμα περισσότερο απ’ ό,τι στο παρελθόν, συντρέχει ανάγκη για την επιβολή αποτρεπτικών ποινών εξ αιτίας της έξαρσης αυτών των αδικημάτων όπως και αδικημάτων που διαπράττονται με τη χρήση πυροβόλων όπλων και πυρομαχικών.  Οι επιβληθείσες ποινές ήταν, όπως υποστήριξε η συνήγορος της Κατηγορούσας Αρχής, έκδηλα ανεπαρκείς ένεκα και της βραχύτητας της φυλάκισης ανεξάρτητα από την αναστολή αλλά και από την ιδία την αναστολή που επέτεινε [*308]την ανεπάρκεια.

Ο συνήγορος του εφεσίβλητου εξέφρασε την άποψη ότι οι επιβληθείσες ποινές κάθε άλλο παρά ήταν ανεπαρκείς.  Τόνισε πως οι περιστάσεις ανάληψης και διατήρησης κατοχής των ανευρεθέντων κατέδειχνε μεν σφάλμα αλλά δεν ενέβαλλε σε ανησυχία για αντικοινωνικές επιπτώσεις.  Εισηγήθηκε δε ότι η κατοχή όπλων και πυρομαχικών δεν εγκυμονεί κινδύνους στην Κύπρο σήμερα και ότι παρόλον που κάποιο πρόβλημα μπορεί να εκδηλώθηκε στη Λεμεσό, δεν εδικαιολογείτο η γενίκευση στην αντιμετώπισή του.  Έπειτα, ο συνήγορος υπεράσπισης εισηγήθηκε ότι η εθελούσια συμμετοχή του εφεσίβλητου στις μάχες κατά την Τουρκική εισβολή παρά το νεαρό της ηλικίας του, αποτελούσε ιδιαίτερη προσφορά προς την πατρίδα και ορθά ήταν που αυτό θεωρήθηκε από το δικαστήριο ως “σοβαρότατο” ελαφρυντικό στοιχείο στη διαμόρφωση της ποινής.  Ο συνήγορος επεκτάθηκε και γενικότερα στις προσωπικές συνθήκες του κατηγορουμένου ιδιαίτερα στο ότι επρόκειτο για άνθρωπο με λευκό ποινικό μητρώο που έχαιρε εκτίμησης στην κοινότητά του.  Για να καταλήξει ότι ενόψει του συνόλου δεν ήταν άτοπη η σε τόσο βαθμό επιδειχθείσα επιείκεια.

Τέλος, όπως ήδη αναφέραμε, ο συνήγορος ανέπτυξε πέρα από την ουσία της υπόθεσης και ζήτημα που αφορά στη χρονική έκταση της υπόθεσης από την έναρξη της δίωξης μέχρι την οριστική διεκπεραίωση.  Πρόβαλε τη θέση ότι υπήρξε καθυστέρηση σε βαθμό που θα παραβιαζόταν το δικαίωμα του εφεσίβλητου σε δίκη εντός ευλόγου διαστήματος όπως ορίζει το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος αν το Εφετείο διατάρασσε την ποινή.  Τόνισε ότι πέρασαν πέραν των δύο ετών αφότου ο εφεσίβλητος παραδέχθηκε ενοχή. Εισηγήθηκε ότι διέρρευσε ανεκμετάλλευτος ο χρόνος μέχρι την καταχώρηση υπόθεσης στο δικαστήριο, ότι εν συνεχεία ήταν αδικαιολόγητη η καθυστέρηση στην εκτέλεση του εντάλματος σύλληψης και ότι μετά την επιβολή ποινής ακολούθησε αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην ετοιμασία των πρακτικών για την ακρόαση της έφεσης.  Ο συνήγορος εξέφρασε την άποψη ότι εν πάση περιπτώσει αν, σε σχέση με ορισμένες πτυχές, συνέβαλε και ο εφεσίβλητος σε κάποιο βαθμό - μικρό κατά τον συνήγορο - στην καθυστέρηση, εντούτοις ως θέμα αρχής, ελάχιστη είναι η σημασία που ενέχει η υπαιτιότητα  κατηγορουμένου στην καθυστέρηση.  Βασικό κριτήριο είναι, καθώς πρότεινε, από μόνο του το μήκος της καθυστέρησης.

Κατά την κρίση μας οι επιβληθείσες ποινές είναι έκδηλα ανεπαρκείς και μάλιστα σε υπερθετικό βαθμό που τις καθιστά ολωσδιόλου απαράδεκτες. Τα κριτήρια εκτίθενται με σαφήνεια στις Philippou v. [*309]Republic (1983) 2 C.L.R. 245 και Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525 στις οποίες αναφορά έγινε πρόσφατα στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Λούκα Φανιέρου, Ποιν. Έφ. 6235, ημερ. 12 Δεκεμβρίου 1996 όπου υπογραμμίστηκε ότι το κριτήριο είναι αντικειμενικό.  Ας σημειωθεί ότι στην τελευταία συζητήθηκαν με αναφορά στη νομολογία και οι λόγοι που δικαιολογούν  αναστολή της ποινής.

Συμφωνούμε με τη συνήγορο της Κατηγορούσας Αρχής ότι το πρωτόδικο δικαστήριο απέδωσε υπέρμετρη σημασία σε ελαφρυντικούς και μετριαστικούς για την ποινή παράγοντες με αποτέλεσμα την παρέκκλιση από το ορθό μέτρο στο οποίο καταλήγει η στάθμιση αφενός της εξατομίκευσης και αφετέρου της αποτροπής που για τέτοιου είδους αδικήματα προέχει ώστε να προστατεύεται η κοινωνία. Πρέπει να πούμε ότι πρόβλημα σοβαρό σε αυτό τον τομέα υπάρχει σε ολόκληρη την Κύπρο.  Δεν θα ήταν εν πάση περιπτώσει δυνατό να περιοριστούν οι επιπτώσεις από τη διάπραξη τέτοιων αδικημάτων σε μόνο μια περιοχή.  Παρατηρείται μάλιστα τα τελευταία χρόνια έξαρση γενικά.  Μπορούμε περί τούτου να λάβουμε δικαστική γνώση: βλ. Attorney General v. Mavrokefalos (1966) 2 C.L.R. 93.

Η σοβαρότητα αδικημάτων, όπως τα παρόντα, είναι πρόδηλη ενόψει της απειλής την οποία συνεπάγονται προς την έννομη τάξη.  Αυτό υπογραμμίστηκε από το Εφετείο σε πολλές υποθέσεις.  Η πάταξη τέτοιων αδικημάτων αποτελεί σε κάθε περίπτωση θέμα πρωταρχικής ανάγκης: βλ. Λαζάρου ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 129, Gasteratos v. Republic (ανωτέρω) και Θεοδούλου ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω).  Ενδεικτικές της τάσης είναι οι εξής παρατηρήσεις από την τελευταία απόφαση που αναφέραμε:

“Αυτό το Δικαστήριο έχει επανειλημμένα και επίμονα τονίσει τη σοβαρότητα των αδικημάτων που σχετίζονται με την παράνομη και χωρίς εξουσιοδότηση κατοχή, μεταφορά και χρησιμοποίηση πυροβόλων όπλων.  Οι οδυνηρές συνέπειες αυτών των αδικημάτων είναι γνωστές και πρέπει να αρχίσει μια γενική επαγρύπνηση. και εκτός εάν εξαπολυθεί ένας ανελέητος πόλεμος εναντίον κατηγορουμένων που εμπλέκονται σε αυτού του είδους τα αδικήματα, η προστασία των νομοταγών πολιτών και οι δημοκρατικές διαδικασίες σ’ αυτή την πολιτεία θα βρίσκονται σε συνεχή κίνδυνο.”

Ο τόπος μας έχει καταβάλει βαρύ τίμημα από την παράνομη κατοχή οπλισμού. Τέτοια κρούσματα δε σταμάτησαν να εμφανίζονται.  Τουναντίον παρατηρείται τα τελευταία λίγα χρόνια έξαρση που προκαλεί ιδιαίτερη ανησυχία.  Συνεπώς η πολιτική του δικαίου σε [*310]αυτό τον τομέα παραμένει αμετάβλητη.  Λέχθηκε ότι ο εφεσίβλητος δε διαπνεόταν από οποιοδήποτε ύποπτο κίνητρο σε ό,τι αφορά την κατοχή των όσων ανευρέθηκαν και γι’ αυτό, κατ’ ουσία, δε συνέτρεχε ο κίνδυνος που με τις αυστηρές ποινές ηθέλησε ο νομοθέτης να αποτρέψει. Θα λέγαμε όμως ότι δυνητικά ενυπάρχει ο κίνδυνος σε κάθε περίπτωση κατοχής παράνομου οπλισμού γιατί ό,τι προκαλεί τις ενέργειες των ανθρώπων είναι συχνά απρόβλεπτο.

Απομένει το ζήτημα της προβαλλόμενης καθυστέρησης.  Καθώς καταδείχνει η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων - βλ. ενδεικτικά την Buchholz Case [1981] Series A, Vol. 42 pp. 15-16 - το ζήτημα εκτιμάται ανάλογα με τις περιστάσεις της κάθε υπόθεσης.  Τρία είναι τα κύρια στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη:

α) η πολυπλοκότητα της υπόθεσης.

β) η συμπεριφορά του κατηγορουμένου. και

γ)  ο τρόπος με τον οποίο διεξήχθη η διαδικασία από τις αρμόδιες αρχές.

Επί του προκειμένου βλ. επίσης και την Έλληνας ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω). Δεν είναι λοιπόν ορθή η εισήγηση της υπεράσπισης ότι ελάχιστη είναι η σημασία της συμπεριφοράς του εφεσίβλητου ως στοιχείο καθορισμού της πορείας της διαδικασίας.

Η υπόθεση εδώ δεν ήταν περίπλοκη.  Θα μπορούσε να έφτανε στο στάδιο της καταδίκης του εφεσίβλητου ενωρίτερα.  Ωστόσο, το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης για τη μη επίτευξη του ιδανικού, σε ό,τι αφορά την ταχύτητα, το έφερε ο ίδιος ο εφεσίβλητος ο οποίος άμεσα και έμμεσα προέβη σε διαβήματα ώστε να μην αρχίσει και έπειτα να μη συνεχιστεί η δίωξη του.  Εν πάση περιπτώσει η καθυστέρηση ήταν πολύ μικρή.  Στο τελικό στάδιο όμως, ήτοι, από την καταδίκη μέχρι την ακρόαση της έφεσης διέρρευσε χρονικό διάστημα κάπως μεγαλύτερο του απαιτουμένου.  Και τούτο εξ αιτίας της μη έγκαιρης ετοιμασίας των πρακτικών. Που ήταν σχετικά λίγα.  Ό,τι σχολιάζουμε εδώ δεν είναι παρά μόνο ζήτημα βαθμού.  Διότι δεν επρόκειτο περί περιόδου πλήρους αδράνειας. Υπολογίζουμε ότι το διάστημα των εννέα μηνών για την ετοιμασία των πρακτικών ήταν κατά περίπου έξι μήνες μεγαλύτερο του πρέποντος.  Αυτή η καθυστέρηση μπορεί να προσμετρήσει προς όφελος του εφεσίβλητου σε ό,τι αφορά το ύψος της ποινής: βλ. την Farfaros v. Republic (1963) 1 C.L.R. 36 - την οποία αναφέρουμε σε σχέση αποκλειστικά με αυτή την πτυχή χωρίς αναφορά προς ο,τιδήποτε άλλο - και την Terlas v. Police (1970) 2 C.L.R. 30.  Θα λάβουμε υπόψη αυτή την κα[*311]θυστέρηση όσο και αν δεν ήταν μεγάλη.  Αλλά ούτε αυτή από μόνη της, ούτε το σύνολο του χρόνου από την έναρξη της δίωξης μέχρι σήμερα δεν εξικνείται σε καθυστέρηση που να αντιστρατεύεται το δικαίωμα που  παρέχει το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος και το άρθρο 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών η οποία κυρώθηκε με τον Ν. 39/1962 για δίκη εντός ευλόγου χρόνου.  Αυτό είναι κατά τη γνώμη μας το μέτρο της λογικότητας.  Που λαμβάνει υπόψη και την ιδιαίτερη ευαισθησία επί αυτού του ζητήματος στην Κύπρο: βλ. την Ευσταθίου ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 294 όπως και την απόφαση του Κακουργιοδικείου στη Δημοκρατία ν. Λώρη Ηρακλέους, Ποιν. Υποθ. 11703/93, ημερ. 9 Μαρτίου 1995.

Η έφεση επιτρέπεται.  Αφού λάβαμε υπόψη το καθετί, καταλήγουμε ότι οι αρμόζουσες τώρα ποινές είναι, στην κάθε κατηγορία, άμεσες και συντρέχουσες ποινές φυλάκισης ενός έτους.  Στις οποίες και καταδικάζουμε τον εφεσίβλητο.

Η έφεση επιτρέπεται. Οι ποινές αντικαθίστανται με άμεσες και συντρέχουσες ποινές φυλάκισης ενός έτους.

 


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο