(1997) 2 ΑΑΔ 338
[*338]19 Σεπτεμβρίου, 1997
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στές]
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΙΡΛΑΠΠΟΥ,
Eφεσείων,
ν.
ΕΥΘΥΜΙΟΥ ΕΥΘΥΜΙΟΥ,
Eφεσιβλήτου.
(Ποινική Έφεση Aρ. 6156)
Έφεση — Κατά αθωωτικής απόφασης Επαρχιακού Δικαστηρίου σε ιδιωτική ποινική υπόθεση — Εξουσιοδότηση από το Γενικό Εισαγγελέα — Συνιστά προϋπόθεση για την άσκηση της έφεσης — Η έγκριση του Γενικού Εισαγγελέα υπό όρους, δε στοιχειοθετεί δικαίωμα έφεσης — Ο περί Ποινικής Δικονομίας Νόμος Κεφ. 155, Άρθρο 137 — Εφαρμοστέες αρχές.
Η έφεση ασκήθηκε από τον παραπονούμενο κατήγορο και στρέφεται κατά αθωωτικής απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Ο Γενικός Εισαγγελέας έδωσε τη συγκατάθεσή του για την άσκηση της έφεσης, υπό τον όρο ότι θα του αποσταλούν τα σχετικά πρακτικά της πρωτόδικης διαδικασίας, και σε περίπτωση κατά την οποία, αποφασίσει ότι η έφεση δεν πρέπει να προχωρήσει, η έφεση να αποσυρθεί.
Στις 23 Ιουνίου 1997, ημέρα κατά την οποία η έφεση ήταν ορισμένη για επιχειρηματολογία ως προς το βάσιμο της έφεσης, ο εφεσείων, κατέθεσε δεύτερη επιστολή του Γενικού Εισαγγελέα, στην οποία αναφερόταν ότι παρέχεται η εξουσία του Γενικού Εισαγγελέα, ενόψει της απάντησης του εφεσείοντα σε σημερινή του επιστολή. Η υπόθεση αναβλήθηκε για τις 19 Σεπτεμβρίου 1997.
Στις 19 Σεπτεμβρίου 1997 εμφανίστηκε εκ μέρους του εφεσείοντα δικηγόρος άλλος από εκείνον ο οποίος χειριζόταν την υπόθεση, και ανέφερε ότι τίποτε δε γνωρίζει για την έφεση, ενώ ο δικηγόρος του εφεσίβλητου δεν εμφανίστηκε. Το Ανώτατο Δικαστήριο αρνήθηκε να αναβάλει την υπόθεση και προχώρησε στην εξέταση του βάσιμου της έφεσης.
[*339]Αποφασίστηκε ότι:
(α) Η έφεση είναι αβάσιμη. Το Άρθρο 137 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, καθιστά την εξουσιοδότηση του Γενικού Εισαγγελέα προϋπόθεση για την άσκηση έφεσης από τρίτο (τον κατήγορο), κατά αθωωτικής απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Το δικαίωμα έφεσης προκύπτει από την εξουσιοδότηση και πρέπει να αποκρυσταλλωθεί πριν την καταχώρισή της.
(β) Έγκριση υπό όρους, όπως στην προκείμενη περίπτωση, δε στοιχειοθετεί δικαίωμα έφεσης. Εφόσον η έφεση δε θεμελιώνεται σε άνευ όρων έγκριση του Γενικού Εισαγγελέα, ελλείπουν οι προϋποθέσεις για την άσκησή της. Στην απουσία της απαιτούμενης εξουσιοδότησης, η έφεση δεν έπρεπε να είχε γίνει δεκτή από το Πρωτοκολλητείο. Ήταν εξ υπαρχής άκυρη. Ούτε το κενό μπορούσε να πληρωθεί με τη δεύτερη επιστολή του Γενικού Εισαγγελέα.
Η έφεση απορρίπτεται.
Έφεση.
Έφεση από τον Παναγιώτη Kίρλαππο κατά της απόφασης ημερομηνίας 17 Aπριλίου, 1995 του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακος (Ποινική Yπόθεση Aρ. 9817/95) με την οποία ο Σάντης, E.Δ. αθώωσε και απάλλαξε τον Eυθύμιο Eυθυμίου σε κατηγορία έκδοσης επιταγής χωρίς αντίκρυσμα.
Γ. Λιασίδης εκ μέρους Ε. Ερωτοκρίτου, για τον Eφεσείοντα.
O Eφεσίβλητος παρουσιάζεται αυτοπροσώπως.
ΔIKAΣTHPIO: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ. Μ. Πικής, Π.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Από τις 27 Μαΐου, τέθηκαν ερωτηματικά για το παραδεκτό της έφεσης ενόψει της φύσης της εξουσιοδότησης που δόθηκε από το Γενικό Εισαγγελέα για την άσκησή της. Η έφεση ασκήθηκε από τον παραπονούμενο κατήγορο και στρέφεται κατά αθωωτικής απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Ο Γενικός Εισαγγελέας παρείχε τη συγκατάθεσή του για την άσκησή της “υπό τον ακόλουθο όρο” όπως αναφέρει: “ότι θα μου αποστείλετε τα σχετικά πρακτικά της πρωτοδίκου διαδικασίας μόλις ετοιμαστούν και σε περίπτωση κατά την οποία, μετά την ανάγνωση και μελέτη των πρακτικών, αποφασίσω ότι η έφεση δεν πρέπει να προχωρήσει, θα απο[*340]σύρετε την έφεση”. H προαναφερθείσα συγκατάθεση κατατέθηκε συνοδευτικά της έφεσης.
Η υπόθεση αναβλήθηκε για τις 23 Ιουνίου, για να δοθεί ευκαιρία στους διαδίκους, τον εφεσείοντα κατά πρώτο λόγο να προβάλει την επιχειρηματολογία του ως προς το βάσιμο της έφεσης. Κατά την επόμενη εμφάνιση ενώπιον του Δικαστηρίου στις 23 Ιουνίου 1997, ο εφεσείων κατέθεσε δεύτερη επιστολή του Γενικού Εισαγγελέα, της ιδίας ημερομηνίας (25 Απριλίου, 1996), η οποία απευθύνεται και πάλιν προς το δικηγόρο του εφεσείοντα και στην οποία αναφέρεται ότι παρέχεται η εξουσιοδότηση του Γενικού Εισαγγελέα “ενόψει της απαντήσεως σας στη σημερινή μου επιστολή». Η επιστολή αυτή δεν κατατέθηκε στο Πρωτοκολλητείο, κατά το χρόνο άσκησης της έφεσης, ή σε οποιοδήποτε μεταγενέστερο στάδιο. Ο δικηγόρος ο οποίος εκπροσώπησε τον εφεσείοντα δεν ήταν ο δικηγόρος ο οποίος χειρίζεται την έφεση, και όπως ανέφερε στο Δικαστήριο, δεν ήταν ενήμερος των επιδίκων θεμάτων της ούτε σε θέση να επιχειρηματολογήσει για την εγκυρότητά της. Ζητήθηκε αναβολή, αίτημα στο οποίο συναίνεσε και ο δικηγόρος του εφεσίβλητου.
Το Δικαστήριο, όπως αναγράφεται στα πρακτικά, ανέβαλε την υπόθεση για να δώσει ακόμα μια ευκαιρία στους διαδίκους να εκθέσουν τις θέσεις τους επί του τεθέντος ζητήματος.
Και σήμερα οι διάδικοι ήσαν ανέτοιμοι. Και πάλιν εμφανίστηκε εκ μέρους του εφεσείοντα, δικηγόρος άλλος από εκείνον ο οποίος χειρίζεται την υπόθεση, ο οποίος όπως μας ανέφερε τίποτε δεν γνωρίζει για την έφεση, ενώ ο δικηγόρος του εφεσίβλητου δεν εμφανίστηκε. Στον εφεσίβλητο λέχθηκε από το γραφείο του, ότι απουσιάζει στο εξωτερικό και γι’ αυτό ζήτησε αναβολή.
Δε διαπιστώνεται βάσιμος λόγος ο οποίος να δικαιολογεί την αναβολή της υπόθεσης. Θα προχωρήσουμε στη θεώρηση του βάσιμου της έφεσης χωρίς άλλο.
Κρίνουμε την έφεση αβάσιμη. Το άρθρο 137 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Kεφ. 155, καθιστά την εξουσιοδότηση του Γενικού Εισαγγελέα, προϋπόθεση για την άσκηση έφεσης από τρίτο (τον κατήγορο), κατά αθωωτικής απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Το δικαίωμα έφεσης προκύπτει από την εξουσιοδότηση και πρέπει να αποκρυσταλλωθεί πριν την καταχώρησή της. Το δικαίωμα έφεσης πηγάζει από την έγκριση του Γενικού Εισαγγελέα και πρέπει να αποκρυσταλλώνεται πριν την καταχώρησή της.
[*341]Ό,τι ο νόμος απαιτεί είναι η έγκριση αυτής τούτης της έφεσης από το Γενικό Εισαγγελέα. Μόνο τότε ανακύπτει δικαίωμα έφεσης. Έγκριση υπό όρους, όπως στην προκείμενη περίπτωση, δε στοιχειοθετεί δικαίωμα έφεσης. Εφόσον η έφεση δε θεμελειώνεται σε άνευ όρων έγκριση του Γενικού Εισαγγελέα, ελλείπουν οι προϋποθέσεις για την άσκησή της. Στην απουσία της απαιτούμενης εξουσιοδότησης η έφεση δεν έπρεπε να είχε γίνει δεχτή από το Πρωτοκολλητείο. Ήταν εξ υπαρχής άκυρη. Ούτε το κενό μπορούσε να πληρωθεί με τη δεύτερη επιστολή του Γενικού Εισαγγελέα. πρώτο, γιατί η έφεση δε συναρτάται προς αυτή. δεύτερον, η έγκριση πάσχει από την ίδια ατέλεια όπως και η πρώτη. Εύλογα μπορεί να υποτεθεί ότι ο δικηγόρος του εφεσείοντα συμφώνησε στους τεθέντες από το Γενικό Εισαγγελέα όρους, οπόταν ελλείπει και σ’ αυτή την περίπτωση το στοιχείο της άνευ όρων έγκρισης της έφεσης.
Η έφεση απορρίπτεται.
H έφεση απορρίπτεται.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο