Mιχαήλ Nίκη και Άλλη ν. Aστυνομίας (1997) 2 ΑΑΔ 362

(1997) 2 ΑΑΔ 362

[*362]21 Οκτωβρίου, 1997

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στές]

ΝΙΚΗ ΜΙΧΑΗΛ KAI AΛΛH,

Εφεσείουσες,

ν.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 6227, 6228)

 

Ποινή — Κλοπή κατά παράβαση των Άρθρων 255 και 262 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 — Επιβολή ποινής προστίμου ΛΚ150 στην κάθε κατηγορούμενη — Μειώθηκε σε ΛΚ75 πρόστιμο για την πρώτη κατηγορούμενη, ενόψει του μειωμένου ρόλου της στη διάπραξη του αδικήματος και επίσης των προσωπικών της συνθηκών — Ήταν άνεργη χωρίς προοπτική σταθερής απασχόλησης λόγω μεσογειακής αναιμίας.

Ποινή — Επίθεση με πρόκληση σωματικής βλάβης, κατά παράβαση του Άρθρου 243 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 — Επιβολή ποινής προστίμου ΛΚ150 — Επικυρώθηκε.

Ποινή — Δημόσια εξύβριση, κατά παράβαση του Άρθρου 99 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 — Δέσμευση με εγγύηση — Επικυρώθηκε.

Ποινή — Επιμέτρηση — Ελαφρυντικοί παράγοντες — Οικονομικές δυσκολίες — Μπορεί να ληφθούν υπόψη από το Δικαστήριο στον καθορισμό της ποινής.

Ποινή — Επιμέτρηση — Αποτελεί πρωταρχική ευθύνη του πρωτόδικου Δικαστηρίου — Εφαρμοστέες αρχές για επέμβαση από το Εφετείο.

Ποινή — Διαφοροποίηση — Οι ποινές που επιβλήθηκαν στις κατηγορούμενες έπρεπε να διαφοροποιηθούν, ενόψει του διαφορετικού ρόλου που διεδραμάτισαν στη διάπραξη των αδικημάτων και επίσης λόγω της διαφορετικής οικονομικής τους κατάστασης.

Λέξεις και Φράσεις — “Δημόσιος χώρος” ή “δημόσιο υποστατικό” στο Άρθρο 4 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.

[*363]Παρατυπία — Κατηγορητήριο — Μη συμπερίληψη του Άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα — Δεν αποτελεί ουσιώδη παρατυπία.

Οι εφεσείουσες είναι αδελφές.  Η πρώτη ήταν ηλικίας 18 χρόνων κατά τη διάπραξη των αδικημάτων και η δεύτερη 22.  Αντικείμενο της κλοπής ήταν ένα ζεύγος σκουλαρίκια αξίας ΛΚ3.15 και κλάπηκαν από την πρώτη εφεσείουσα με την προτροπή της δεύτερης από κατάστημα.  Στη συνέχεια η δεύτερη εφεσείουσα επιτέθηκε εναντίον του ιδιοκτήτη και της υπαλλήλου, προκαλώντας τους σωματικές βλάβες - εκδορές και εκχυμώσεις - ενώ ταυτόχρονα τους εξύβρισε.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο καταδίκασε τις εφεσείουσες, αφού αποδέκτηκε την εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής, ότι έκλεψαν τα σκουλαρίκια κατόπιν συνεννόησης μεταξύ τους ως αποτέλεσμα προηγηθείσας προτροπής από τη δεύτερη εφεσείουσα.  Εφεσίβαλαν τόσο την καταδίκη όσο και την ποινή.

Λόγοι έφεσης κατά της καταδίκης:

α) Για την πρώτη εφεσείουσα: ότι η μαρτυρία δε στοιχειοθετούσε την κατηγορία κλοπής.

β) Για τη δεύτερη εφεσείουσα ότι:

1) η μαρτυρία δε στοιχειοθετούσε καμιά από τις κατηγορίες,

2) δεν προστέθηκε στο κατηγορητήριο το Άρθρο 20 του Ποινικού Κώδικα, στο οποίο ορίζονται οι αυτουργοί,

3) το Δικαστήριο απέκλινε προς τη θέση της Κατηγορούσας Αρχής,

4) το εύρημα του Δικαστηρίου ότι το κατάστημα αποτελούσε δημόσιο χώρο, συστατικό στοιχείο της δημόσιας εξύβρισης δυνάμει του Άρθρου 99, ήταν εσφαλμένο.

Λόγοι έφεσης κατά των ποινών:

Οι ποινές εφεσιβλήθηκαν ως έκδηλα υπερβολικές ενόψει γενικά των περιστάσεων και ειδικότερα της οικονομικής αδυναμίας των εφεσειουσών.

Οι εφέσεις εναντίον της καταδίκης απορρίφθηκαν.

Το Εφετείο αποδέκτηκε μερικώς την έφεση εναντίον της ποινής, της πρώτης εφεσείουσας, τονίζοντας ότι, ενόψει των διαφορετικών ρόλων και οικονομικών δεδομένων των εφεσειουσών, επεβάλλετο διαφοροποίηση στις ποινές που επιβλήθηκαν.  Ως εκ τούτου παραμέρισε την ποινή της και την αντικατέστησε με ποινή προστίμου ΛΚ75.

[*364]Το Εφετείο απέρριψε ολοκληρωτικά την έφεση της δεύτερης εφεσείουσας.

Η έφεση της πρώτης εφεσείουσας επιτυγχάνει μερικώς. Η έφεση της δεύτερης εφεσείουσας αποτυγχάνει και απορρίπτεται.

Aναφερόμενες υποθέσεις:

Constantinides v. Republic (1978) 2 C.L.R. 337,

Fourri and Others v. Republic (1980) 2 C.L.R. 152,

Νετζιήπ v. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 1,

Anthony Castelow and Another v. Police (1970) 2 C.L.R. 141,

Ευθυμιάδης v. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 25,

Philippou v. Republic (1983) 2 C.L.R. 245,

Γεωργίου v. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525.

Eφέσεις εναντίον Kαταδίκης και Ποινής.

Eφέσεις εναντίον της καταδίκης και της ποινής από τις Nίκη Mιχαήλ και Kάλια Mιχαήλ οι οποίες βρέθηκαν ένοχες στις 18 Iουλίου, 1996 από το Eπαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού (Ποινική Yπόθεση Aρ. 28049/95) η πρώτη σε κατηγορία κλοπής κατά παράβαση των Άρθρων 255 και 262 του Ποινικού Kώδικα, Kεφ. 154 και η δεύτερη σε πανομοιότυπη κατηγορία κλοπής, σε δύο κατηγορίες επίθεσης με σωματική βλάβη κατά παράβαση του Άρθρου 243 και σε δύο κατηγορίες για δημόσια εξύβριση, κατά παράβαση του Άρθρου 99 του ιδίου Nόμου και καταδικάστηκαν από Σταυρινίδη, A.E.Δ. σε ποινές προστίμου £150 στην κάθε μια από τις κατηγορίες κλοπής και επίθεσης και δεσμεύτηκε με εγγύηση η δεύτερη εφεσείουσα στις κατηγορίες εξύβρισης.

Π. Κλεοβούλου, για τις Eφεσείουσες.

Ε. Ρωσσίδου-Παπακυριακού, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Eφεσίβλητη.

ΠΙΚΗΣ, Π.:  Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικα[*365]στής Νικολάου.

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Οι εφεσείουσες βρέθηκαν ένοχες από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, η πρώτη σε κατηγορία κλοπής, κατά παράβαση των άρθρων 255 και 262 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και η δεύτερη σε πανομοιότυπη κατηγορία κλοπής, σε δύο κατηγορίες επίθεσης με σωματική βλάβη, κατά παράβαση του άρθρου 243 και σε δύο κατηγορίες για δημόσια εξύβριση, κατά παράβαση του άρθρου 99 του ίδιου νόμου. Στην κάθε μία από τις κατηγορίες κλοπής και επίθεσης επιβλήθηκαν ποινές προστίμου £150, ενώ στις κατηγορίες εξύβρισης, η δεύτερη εφεσείουσα  δεσμεύτηκε με εγγύηση.  Η έφεση στρέφεται τόσο κατά της καταδίκης όσο και κατά των ποινών προστίμου.

Οι κατηγορίες προέκυψαν από επεισόδιο το οποίο συνέβηκε σε κατάστημα πώλησης σκουλαρικιών στη Λεμεσό. Οι εφεσείουσες είναι αδερφές. Η πρώτη ηλικίας τότε δεκαοκτώ χρονών και η δεύτερη είκοσι δύο. Στις 7 Αυγούστου 1995, γύρω στο μεσημέρι, επισκέφθηκαν το κατάστημα και εκδήλωσαν ενδιαφέρον για την αγορά σκουλαρικιών. Στο κατάστημα βρισκόταν ο ιδιοκτήτης και μία υπάλληλος. Ασχολήθηκαν εκεί για κάποιο διάστημα επιλέγοντας.  Η δεύτερη εφεσείουσα εξέφρασε την επιθυμία να αγοράσει μονά σκουλαρίκια από δύο διαφορετικά ζεύγη. Της λέχθηκε πως αυτό δεν ήταν εφικτό. Εν τέλει επέλεξε ένα ζεύγος και κρατώντας το, προχώρησε στο ταμείο αφού πρώτα ζήτησε να της τρυπήσουν τα αυτιά.  Στη διάρκεια της διαδικασίας η πρώτη εφεσείουσα εξήλθε του καταστήματος κατόπιν προσταγής της δεύτερης, οπότε ενεργοποιήθηκε το σύστημα συναγερμού. Η υπάλληλος έσπευσε να την ακολουθήσει και έπειτα, κρατώντας την από το χέρι, την οδήγησε πίσω στο κατάστημα όπου της υποδείχθηκε να καθίσει για να καταστεί δυνατή η διερεύνηση.  Επειδή όμως κατά την επιστροφή της πρώτης εφεσείουσας δεν σήμανε συναγερμός, η υπάλληλος ξαναβγήκε προς αναζήτηση του αντικειμένου που προκάλεσε την ενεργοποίηση την πρώτη φορά. Βρήκε τότε στο πεζοδρόμιο, κοντά στην πόρτα, ένα ζεύγος σκουλαρίκια του καταστήματος, αξίας £3.15. Όταν η υπάλληλος επανήλθε, επέδειξε στην πρώτη εφεσείουσα τα σκουλαρίκια και την ερώτησε γιατί τα έκλεψε.  Εκείνη ανασήκωσε τους ώμους χωρίς να πει ο,τιδήποτε.

Επενέβη τότε η δεύτερη εφεσείουσα κάτω από περιστάσεις σε σχέση με τις οποίες σημειώθηκε στη δίκη οξεία διάσταση μεταξύ της Κατηγορούσας Αρχής και της υπεράσπισης.  Όπως το ίδιο σημειώθηκε διάσταση αναφορικά με το κατά πόσο η πρώτη εφεσείουσα είχε πάρει και μεταφέρει εκτός καταστήματος τα ανευρεθέντα σκουλαρί[*366]κια και το κατά πόσο, αν η απάντηση ήταν καταφατική, εμπλεκόταν και η δεύτερη.

Η εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής ήταν ότι τα σκουλαρίκια τα έκλεψαν οι εφεσείουσες κατόπιν συνεννόησης μεταξύ τους ως αποτέλεσμα προηγηθείσας προτροπής από τη δεύτερη εφεσείουσα.  Και ότι, μετά τη διαπίστωση διάπραξης του αδικήματος, η δεύτερη εφεσείουσα, επιχειρώντας να απομακρύνει την αδερφή της από το κατάστημα, ώστε να διαφύγουν και οι δύο, επιτέθηκε εναντίον του ιδιοκτήτη και της υπαλλήλου, προκαλώντας τους σωματικές βλάβες - εκδορές και εκχυμώσεις - ενώ ταυτόχρονα τους εξύβρισε.

Από πλευράς υπεράσπισης προβλήθηκε γενική άρνηση αναφορικά με ο,τιδήποτε αφορούσε τα ανευρεθέντα σκουλαρίκια ενώ, ως προς τα λοιπά, η δεύτερη εφεσείουσα αντέταξε ότι η μετέπειτα αντίδραση της περιοριζόταν σε άμυνα της αδερφής της έναντι κακομεταχείρισης και κατ’ επέκταση σε δική της αυτοάμυνα. 

Η εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής υποστηρίχθηκε όχι μόνο από τη μαρτυρία των παραπονουμένων αλλά - σε ό,τι τουλάχιστον αφορούσε την κλοπή - και από γραπτές καταθέσεις τις οποίες οι εφεσείουσες έδωσαν στην αστυνομία λίγο μετά το συμβάν όπως και με τις απαντήσεις τους όταν αργότερα κατηγορήθηκαν από την αστυνομία.  Επί πλέον, ως προς τις κατηγορίες επίθεσης και πρόκλησης σωματικής βλάβης, η δεύτερη εφεσείουσα παραδέχθηκε, όταν κατηγορήθηκε από την αστυνομία, ότι διενήργησε την επίθεση εναντίον του ιδιοκτήτη όχι όμως και εναντίον της υπαλλήλου, εξηγώντας ότι η υπάλληλος ήταν που άρχισε πρώτη.  Οι εφεσείουσες κατέθεσαν ενόρκως προς υπεράσπιση τους.  Το Δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής ως αληθινή και απέρριψε εκείνη της υπεράσπισης ως αναξιόπιστη.

Οι λόγοι έφεσης σχετικά με την καταδίκη μπορεί να συνοψιστούν ως εξής:

α) Για την πρώτη εφεσείουσα: ότι η μαρτυρία δε στοιχειοθετούσε την κατηγορία κλοπής.

β) Για τη δεύτερη εφεσείουσα:

(i)   ότι η μαρτυρία δε στοιχειοθετούσε καμιά από τις κατηγορίες.

(ii)  ότι η υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής στην κατηγορία κλοπής έπασχε δικονομικά διότι δεν προστέθηκε στο κατηγορητήριο το άρθρο 20 του Ποινικού Κώδικα στο οποίο ορίζονται οι αυτουργοί.

[*367](iii)           ότι το Δικαστήριο δε διηύθυνε δεόντως τη διαδικασία και προσέγγισε τα θέματα με απόκλιση προς την Κατηγορούσα Αρχή.

(iv) ότι εσφαλμένα έκρινε το Δικαστήριο πως το κατάστημα αποτελούσε δημόσιο χώρο, συστατικό στοιχείο της δημόσιας εξύβρισης δυνάμει του άρθρου 99.

Θεωρούμε όλους τους εκτεθέντες λόγους εντελώς αβάσιμους.  Δε διακρίνουμε ο,τιδήποτε το μεμπτό στη διεξαγωγή της διαδικασίας και στην προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου.  Έπειτα, διαπιστώνουμε ότι συζήτησε εκτενώς την προσαχθείσα μαρτυρία, την αξιολόγησε με προσοχή,  εξήγησε τις εντυπώσεις του αναφορικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων της Κατηγορούσας Αρχής και την αξιοπιστία των κατηγορουμένων, αποδίδοντας στο καθετί τη σημασία που άρμοζε, και διατύπωσε πλήρη αλλά και πειστική αιτιολογία για τις καταλήξεις του επί των πραγματικών θεμάτων.

Εξ άλλου η μη συμπερίληψη του άρθρου 20 του Ποινικού Κώδικα στο κατηγορητήριο δεν αποτελούσε ουσιώδη παρατυπία και ούτε επέδρασε δυσμενώς επί της υπεράσπισης των εφεσειουσών: βλ. επί του ζητήματος την Constantinides v. The Republic (1978) 2 C.L.R. 337 στη σελ. 376 και την επικρότηση στη Fourri and Others v. Republic (1980) 2 C.L.R. 152 σελ. 178. 

Τέλος, ορθά ήταν που το πρωτόδικο δικαστήριο διέγνωσε ότι το κατάστημα αποτελούσε δημόσιο χώρο.  Θεώρησε, αφού συζήτησε το ζήτημα, ότι η κατάληξη υποστηριζόταν από την Νετζιήπ ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 1 η οποία αφορούσε σε αστυνομικό σταθμό.  Ο συνήγορος των εφεσειουσών, στηριζόμενος αποκλειστικά στην εν λόγω απόφαση, εισηγήθηκε ότι δεν ίσχυε το ίδιο και για κτίριο ή χώρο όπου διεξαγόταν ιδιωτική επιχείρηση σε σχέση με την οποία ο κάτοχος διατηρούσε απόλυτη δυνατότητα ελέγχου της εισόδου και παραμονής. Το ζήτημα ρυθμίζεται από το άρθρο 4 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 όπου ορίζεται ότι:

“‘δημόσιος χώρος’ ή ‘δημόσιο υποστατικό’ περιλαμβάνει δημόσια διάβαση και κτίριο, μέρος ή τόπο φυσικής άνεσης, όπου κάθε φορά το κοινό έχει δικαίωμα ή άδεια εισόδου, είτε χωρίς όρους είτε με όρο πληρωμής, καθώς και κτίριο ή χώρο που χρησιμοποιείται κάθε φορά για δημόσια ή θρησκευτική συγκέντρωση, για συνάθροιση ή ως δικαστήριο σε δημόσια συνεδρίαση.

Αυτή η πρόνοια ερμηνεύτηκε στις Anthony Castelow and Another v. The Police (1970) 2 C.L.R. 141 και Ευθυμιάδης ν. Αστυνομίας [*368](1991) 2 Α.Α.Δ. 25 σε σχέση με κέντρα αναψυχής τα οποία, καθώς κρίθηκε, αποτελούν δημόσιο χώρο ή υποστατικό.  Τα ίδια ακριβώς ισχύουν και στην προκείμενη περίπτωση.

Απομένει το ζήτημα των ποινών. Τις οποίες οι εφεσείουσες προσβάλλουν ως έκδηλα υπερβολικές ενόψει γενικά των περιστάσεων και ειδικότερα της δικής τους οικονομικής αδυναμίας. Όλα όσα θα μπορούσαν να προσμετρήσουν ως μετριαστικά για την ποινή στοιχεία τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου τόσο με την αγόρευση του συνηγόρου τους όσο και με εκθέσεις κοινωνικής έρευνας.  Η πρώτη εφεσείουσα είναι άγαμη. Ήταν και παραμένει άνεργη χωρίς προοπτική σταθερής απασχόλησης διότι πάσχει από μεσογειακή αναιμία. Η δεύτερη, που είναι παντρεμένη, απασχολείται ως πωλήτρια με μηνιαίες απολαβές ύψους, τότε, £220.= ενώ ο σύζυγος της, με τον οποίο κατοικεί σε κυβερνητικό συνοικισμό, κερδίζει £300.= μηνιαίως.

Όπως υποδεικνύεται στη νομολογία, ο καθορισμός της ποινής αποτελεί πρωταρχικά έργο του πρωτόδικου δικαστηρίου.  Το Εφετείο δεν επεμβαίνει για να αντικαταστήσει την πρωτόδικη κρίση με τη δική του εκτός όπου εμφανίζεται έκδηλη η υπερβολή, έκδηλη με την έννοια ότι αναδύεται εξ αντικειμένου από τη διαστολή μεταξύ αδικήματος και τιμωρίας: βλ. Philippou v. Republic (1983) 2 C.L.R. 245, Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525.

Κατά την άποψή μας οι ποινές που επιβλήθηκαν στη δεύτερη εφεσείουσα δεν αφίστανται του μέτρου και επομένως δεν υπάρχει χώρος για επέμβαση.  Δεν ισχύει όμως το ίδιο στην περίπτωση της πρώτης εφεσείουσας.  Η ποινή της θα έπρεπε να είχε διαφοροποιηθεί από την αντίστοιχη της δεύτερης εφεσείουσας όχι μόνο εξ αιτίας των οικονομικών δεδομένων αλλά και εξ αιτίας του αντίστοιχου ρόλου τους εφόσον η πρώτη ενήργησε κατόπιν προτροπής και υπό περιστάσεις που οδήγησαν το πρωτόδικο δικαστήριο να την χαρακτηρίσει “θύμα της δεύτερης”.  Η ποινή της πρώτης παραμερίζεται και αντικαθίσταται με ποινή προστίμου £75.= που θεωρούμε, λαμβανομένων όλων υπόψη, ως την αρμόζουσα.

Η έφεση της πρώτης εφεσείουσας επιτυγχάνει μόνο στο βαθμό που εξειδικεύσαμε.  Ενώ η έφεση της δεύτερης αποτυγχάνει εξ ολοκλήρου και απορρίπτεται.

Η έφεση της πρώτης εφεσείουσας επιτυγχάνει μερικώς. Η έφεση της δεύτερης εφεσείουσας αποτυγχάνει και απορρίπτεται.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο