Kακουρή Λουκάς Παναγιώτου και Άλλος ν. Aστυνομίας (1997) 2 ΑΑΔ 391

(1997) 2 ΑΑΔ 391

[*391]13 Νοεμβρίου, 1997

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΛΟΥΚΑΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ ΚΑΚΟΥΡΗ KAI AΛΛOΣ,

Εφεσείοντες,

ν.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 6405, 6406)

 

Διάταγμα προσωποκράτησης — Διακριτική ευχέρεια — Δεν είναι απαραίτητη η συρροή όλων των παραγόντων και κριτηρίων που καθιέρωσε η νομολογία — Η σοβαρότητα του ρόλου που διαδραμάτισαν οι εφεσείοντες στη διάπραξη των αδικημάτων και το ενδεχόμενο επηρεασμού μαρτύρων, δικαιολογούσαν την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, υπέρ της έκδοσης του σχετικού διατάγματος, στην παρούσα υπόθεση — Η διαφοροποίηση μεταξύ των εφεσειόντων και των υπολοίπων κατηγορουμένων ήταν επιτρεπτή ενόψει των αντικειμενικών γεγονότων της υπόθεσης.

Αρχή της ίσης μεταχείρισης των παραβατών — Άρθρο 28 του Συντάγματος — Η αρχή εφαρμόζεται όχι μόνο στους καταδικασθέντες αλλά και στους υποδίκους.

Πρακτική — Αίτηση για έκδοση διατάγματος προσωποκράτησης — Ποια η ακολουθητέα διαδικασία.

Οι εφεσείοντες κατηγορήθηκαν ως συναυτουργοί με τέσσερις άλλους, για τη διάπραξη αδικημάτων κατά παράβαση του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου του 1977. Στις 24.10.97, διατάχθηκαν από το Κακουργιοδικείο, να παραμείνουν υπό κράτηση μέχρι τις 20.11.97, ημέρα της δίκης τους, ενώ οι υπόλοιποι αφέθηκαν ελεύθεροι με εγγύηση.

Ο δημόσιος κατήγορος πρόβαλε τον ισχυρισμό ότι υπήρχε πιθανότητα επηρεασμού μαρτύρων Κατηγορίας αν οι εφεσείοντες παρέμεναν ελεύθεροι.  Μετά το πέρας της αγόρευσής του κάλεσε τον ανακριτή της [*392]υπόθεσης στο εδώλιο, ο οποίος έδωσε σχετική μαρτυρία.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε το σχετικό διάταγμα, ενόψει του κινδύνου επηρεασμού μαρτύρων και του ρόλου των εφεσειόντων στη διάπραξη των αδικημάτων.

Λόγοι έφεσης:

Παράβαση της νομικής αρχής ότι οι καταθέσεις - ομολογίες συγκατηγορουμένων των εφεσειόντων, είναι δεσμευτικές μόνο για τους ομολογήσαντες.

Άνιση μεταχείριση, διότι η απόφαση στηρίχθηκε στην πρόταση της Κατηγορίας ότι οι εφεσείοντες δεν ομολόγησαν ενοχή σε αντίθεση με τους υπολοίπους.

Ο δικηγόρος των εφεσειόντων επέκρινε επίσης και τη διαδικασία που ακολουθήθηκε ως παράτυπη.

Το Εφετείο απέρριψε τις εφέσεις και αποφάνθηκε ότι:

Η ορθόδοξη διαδικασία είναι εκείνη που επικρότησε το Εφετείο στην υπόθεση R. v. Solomonides.  Επεκράτησε όμως η προφορική διαδικασία η οποία είναι απλούστερη και πιο βολική.  Εκείνο που έχει σημασία είναι ότι δεν παραβλάφθηκαν με οποιονδήποτε τρόπο τα δικαιώματα των εφεσειόντων.

Δε σημειώθηκε παραβίαση της αρχής που επικαλούνται οι εφεσείοντες στον πρώτο λόγο της έφεσης.  Εν πάση όμως περιπτώσει, το θέμα δεν τέθηκε ουσιαστικά και ως εκ τούτου δεν είναι συζητήσιμο.

Το Δικαστήριο δέχθηκε ότι οι κίνδυνοι επηρεασμού μαρτύρων ήταν υπαρκτοί, παρά την έντονη αμφισβήτηση της σχετικής μαρτυρίας.  Η έκδοση του διατάγματος κράτησης των εφεσειόντων, ευρίσκετο εντός των πλαισίων της διακριτικής του ευχέρειας.  Ως εκ τούτου δεν παρέχεται στο Εφετείο η δυνατότητα παρέμβασης για ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης.

Υπήρχαν τα αντικειμενικά δεδομένα που επέτρεπαν τη διαφοροποίηση.  Η πιθανότητα επηρεασμού μαρτύρων ήταν το αποφασιστικό κριτήριο στη λήψη της επίδικης απόφασης.  Κατά συνέπεια, ούτε ο δεύτερος λόγος της έφεσης, ευσταθεί.

Η έφεση απορρίπτεται.

[*393]Aναφερόμενες υποθέσεις:

R. v. Solomonides, 14 C.L.R. 127,

Βασιλείου v. Δημοκρατίας (1997) 2 A.A.Δ. 7.

Eφέσεις.

Eφέσεις από τους Λουκά Παναγιώτου Kακουρή και Aνδρέα Φλώρου Φλουρέντζου, εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, (Kαλογήρου, E.Δ.) ημερομηνίας 24 Oκτωβρίου, 1997 (Ποινική Yπόθεση Aρ. 18291/97) με την οποία διατάχθηκε η κράτησή τους μέχρι τη δίκη σε σχέση με αδικήματα κατά παράβαση του περί Nαρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Oυσιών Nόμου του 1977 όπως τροποποιήθηκε από τους Nόμους 67/83 και 20 (I)/92, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του Ποινικού Kώδικα.

Ε. Ευσταθίου με Φ. Αθανασιάδου, για τους Eφεσείοντες.

Ε. Ρωσσίδου-Παπακυριακού, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Eφεσίβλητη.

ΔIKAΣTHPIO: Την απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Σ. Νικήτας.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Οι εφεσείοντες έχουν κατηγορηθεί ως συναυτουργοί με 4 άλλους για αδικήματα κατά παράβαση του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου του 1977, όπως τροποποιήθηκε, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του Ποινικού Κώδικα.  Είναι κατηγορίες για συνωμοσία να εισάξουν στην Κύπρο από την Ολλανδία ποσότητα φυτικής ύλης κάνναβης και ρητίνης κάνναβης που ξεπερνά συνολικά τα 7 κιλά.  Επίσης κατηγορούνται για κατοχή και εμπορία της ίδιας ποσότητας.  Το κατηγορητήριο περιέχει 4 κατηγορίες.  Διευκρινίζουμε ότι στην 4η κατηγορία κατηγορούνται οι εφεσείοντες μαζί με δύο από τους συγκατηγορούμενους τους με την κατηγορία της κατοχής με σκοπό τη διάθεση σε τρίτους.  Η εισαγωγή ναρκωτικών ουσιών της κλάσης αυτής και η εμπορία τους τιμωρείται, κατ’ ανώτατο όριο, με ισόβια φυλάκιση.  Είναι λοιπόν δεδομένη και αναμφισβήτητη η βαρύτητα τέτοιων πράξεων.

Στις 24/10/97 οι εφεσείοντες, όπως και οι υπόλοιποι κατηγορούμενοι, παραπέμφθηκαν σε δίκη στο Κακουργιοδικείο, που θα γίνει στις 20 του τρέχοντος μήνα.  Ύστερα από ad hoc αίτημα της Κατηγορίας και αφού ακούστηκαν και οι δύο πλευρές, το πρωτόδικο δι[*394]καστήριο διέταξε την κράτησή τους μέχρι τη δίκη.  Οι υπόλοιποι, για τους οποίους δεν υπήρξε ένσταση, αφέθηκαν ελεύθεροι, αφού τέθηκαν όροι, μεταξύ των οποίων και η υπογραφή ουσιαστικών εγγυήσεων, για να διασφαλισθεί η προσέλευση τους.

Ο δημόσιος κατήγορος είχε πρωτόδικα προβάλει και τον ισχυρισμό ότι υπήρχε πιθανότητα, αν οι δύο εφεσείοντες παρέμεναν ελεύθεροι, να επηρεάσουν μάρτυρες της Κατηγορίας.  Μετά το πέρας της αγόρευσής του κάλεσε τον ανακριτή της υπόθεσης στο εδώλιο.   Η ουσία της μαρτυρίας του είναι ότι ο πρώτος εφεσείων απείλησε δύο από τους συγκατηγορούμενούς του (που έχουν αρ. 3 και 6 στο κατηγορητήριο) να μην καταθέσουν εναντίον του.  Και ότι ο στενός περίγυρος των δύο εφεσειόντων απείλησε συγκεκριμένο μάρτυρα κατηγορίας, που το όνομά του αναγράφεται στο κατηγορητήριο.  Η μαρτυρία αυτή αμφισβητήθηκε με μακρά αντεξέταση, αλλά το πρωτόδικο δικαστήριο δέχθηκε ότι ήταν υπαρκτός ο κίνδυνος επηρεασμού μαρτύρων.  Ταυτόχρονα επεσήμανε ότι οι δύο εφεσείοντες εμφανίστηκαν να έχουν οργανωτικό και πρωταγωνιστικό ρόλο.

Η έφεση έχει δύο πόλους:  (1)  πως λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε τις καταθέσεις-ομολογίες δύο από τους συγκατηγορουμένους των εφεσειόντων σα μαρτυρία σε βάρος τους κατά παράβαση της σχετικής νομικής αρχής ότι αυτής της φύσης οι ομολογίες δεν έχουν τέτοια εμβέλεια, αλλά δεσμεύουν μόνο τους ομολογήσαντες.  (2) ότι υπήρξε άνιση μεταχείριση διότι η απόφαση στηρίχθηκε στην πρόταση της Κατηγορίας ότι οι εφεσείοντες δεν ομολόγησαν την ενοχή τους σε αντίθεση με τους υπόλοιπους.

Θα μπορούσαμε εδώ να εξετάσουμε ένα παράπονο, που αφορά τη διαδικασία που ακολουθήθηκε. Επικρίθηκε από το συνήγορο των εφεσειόντων σαν παράτυπη. Υπενθυμίζουμε ότι η μαρτυρία του ανακριτή δόθηκε μετά το πέρας της αγόρευσης του δημόσιου κατήγορου, που είχε όμως εκδηλώσει την πρόθεσή του αυτή από την αρχή. Πρέπει να πούμε ότι η ορθόδοξη διαδικασία είναι εκείνη που επικρότησε το Εφετείο στην παλιά υπόθεση R. v. Solomonides 14 C.L.R. 127. Υποβάλλεται γραπτή αίτηση που υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση.  Η ένσταση, ομοίως, είναι γραπτή και συνοδεύεται από μαρτυρία με την ίδια μορφή και ορίζεται ημερομηνία ακρόασης. Όμως επικράτησε η προφορική διαδικασία η οποία είναι απλούστερη και πιο βολική.  Η raison d’  etre της προηγούμενης διαδικασίας είναι η αποφυγή αιφνιδιασμού οποιουδήποτε παράγοντα της δίκης.

Καταλήγουμε ότι δεν υπάρχει αυστηρή διαδικασία.  Εκείνο που [*395]είναι σημαντικό στην προκείμενη περίπτωση είναι ότι δε διαφάνηκε ούτε υπάρχει ισχυρισμός ότι παραβλάφθηκαν με οποιοδήποτε τρόπο τα δικαιώματα των εφεσειόντων.  Αντίθετα, παρατηρούμε ότι ο ανακριτής της υπόθεσης είχε υποβληθεί σε σχετικά μακρά αντεξέταση και ο συνήγορος των εφεσειόντων είχε την ευχέρεια να αγορεύσει πάνω σε όλο το υλικό που είχε παρουσιάσει η Κατηγορία, περιλαμβανομένης και της μαρτυρίας.

Θα μπορούσαμε στο σημείο αυτό να σχολιάσουμε ακόμα ένα θέμα που εγείρεται με το εφετήριο: ότι ο δημόσιος κατήγορος προέβη σε χαρακτηρισμούς για τους εφεσείοντες ότι είναι εγκληματίες που πρέπει να τιμωρηθούν παραδειγματικά.  Δεν έχουμε διαπιστώσει τέτοιο ολίσθημα από μέρους του.  Απλώς έγινε αναφορά στο άρθρ. 7 του Συντάγματος, που κατοχυρώνει την αξία της ζωής,  σε μια προσπάθεια του δημόσιου κατήγορου να προωθήσει τις θέσεις του αλλά, όπως σωστά του υπέδειξε το πρωτόδικο δικαστήριο, η αναφορά αυτή ήταν άσχετη και άστοχη.

Αυτό μας φέρνει στην εξέταση του πρώτου λόγου.  Δεν έχουμε διαπιστώσει από την εκκαλούμενη απόφαση ότι υπήρξε παραβίαση της αρχής που επικαλούνται οι εφεσείοντες.  Εν πάση περιπτώσει δεν είχε εγερθεί πρωτόδικα θέμα νομιμότητας της παραπομπής των εφεσειόντων σε δίκη και ούτε στο εφετήριο έχει τεθεί ιδιαίτερος λόγος, που καθιστά το θέμα συζητήσιμο.  Περαιτέρω, ούτε ενώπιον μας έγινε ουσιαστική προσπάθεια να θιγεί τέτοιο θέμα. Μάλιστα ο κ. Ευσταθίου, αναφερόμενος στην πιθανότητα καταδίκης, είπε ότι πρέπει να θεωρείται πιο πιθανή των κατηγορουμένων εκείνων που ομολόγησαν, παρά των εφεσειόντων που η κατηγορία θα στηριχθεί σε μαρτυρία συνενόχων.  Κατά την άποψη μας τέτοιος λόγος δεν ευσταθεί. 

Περνούμε στο δεύτερο λόγο.  Η αρχή της ισότητας είναι καλά εμπεδωμένη στο δικαιϊκό μας σύστημα.  Αποτελεί ρητή πρόνοια του Συντάγματος (άρθρο 28) και περιλαμβάνει ασφαλώς και την ισονομία.  Όμοιες κατά τα βασικά πράξεις δεν είναι επιτρεπτό να τιμωρούνται με διαφοροειδείς ή διαφοροϋψείς ποινές.  Η νομολογία μας βρίθει περιπτώσεων που αποκαταστάθηκε η ισορροπία και διακηρύχθηκε εμφαντικά πως δεν είναι ανεκτή η προσβολή της αρχής.  Δεν υπάρχει λόγος γιατί η εφαρμογή της αρχής να μην επεκταθεί για να καλύψει, στις κατάλληλες περιπτώσεις, πέρα από τους καταδικασθένες και τους υποδίκους.  Το θέμα πάντοτε φυσικά είναι κατά πόσον υπήρξε στη συγκεκριμένη περίπτωση παράβαση.

Βασικός παράγων που μπορεί να συνηγορήσει θετικά υπέρ της κράτησης υποδίκου είναι ο κίνδυνος, αν μείνει ελεύθερος, να επηρε[*396]άσει μάρτυρες.  Όπως είχαμε πει στην υπόθεση Ποινική Έφεση αρ. 6248 Βασιλείου ν. Δημοκρατίας ημερ. 10/1/97, δεν είναι ανάγκη να υπάρχει συρροή όλων των κλασσικών παραγόντων και κριτηρίων που καθιέρωσε η νομολογία.  Αρκεί ένας μόνο παράγων, όπως το ενδεχόμενο επηρεασμού μαρτύρων, για να διαμορφώσει αποφασιστικά τον προσανατολισμό του δικαστηρίου σε θέματα κράτησης ή απόλυσης.

Στην προκείμενη περίπτωση η μαρτυρία, κατά το πρώτο σκέλος της, αφορούσε συγκατηγορούμενους και όχι μάρτυρες. Όμως θα μπορούσε λογικά να ειπωθεί ότι δείχνει τάση προς τη συγκεκριμένη κατεύθυνση.  Έτσι ο κίνδυνος εμφανίζεται ενδυναμωμένος.  Οι ίδιες  σκέψεις ισχύουν και για το στενό περιβάλλον των εφεσειόντων αναφορικά πια με συγκεκριμένο μάρτυρα.  Είναι σωστό ότι η σχετική μαρτυρία αμφισβητήθηκε έντονα.  Ωστόσο το κριτήριο είναι οι πιθανοί κίνδυνοι να επηρεασθούν μάρτυρες.  Το δικαστήριο δέχθηκε πως ήταν υπαρκτοί.  Δεν πεισθήκαμε, ενόψει του υλικού που προσκομίστηκε, ότι μπορούμε να επέμβουμε στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου δικαστηρίου να διατάξει την κράτηση των εφεσειόντων.

Κατά την άποψή μας υπήρχαν τα αντικειμενικά δεδομένα που επέτρεπαν τη διαφοροποίηση.  Η πιθανότητα επηρεασμού μαρτύρων ήταν το βασικό προσανατολιστικό στοιχείο που άσκησε επίδραση στη λήψη της επίδικης απόφασης.  Από πουθενά δε συναγεται ότι η κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου συνδέθηκε με οποιονδήποτε τρόπο με την ομολογία ή μη ενοχής.

Για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει η έφεση απορρίπτεται.

H έφεση απορρίπτεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο