(1997) 2 ΑΑΔ 404
[*404]25 Nοεμβρίου, 1997
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ/στές]
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Eφεσείων,
ν.
ΕΥΡΙΠΙΔΗ ΑΝΔΡΕΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΑΛΛΩΣ ΠΑΦΙΤΗ,
Eφεσιβλήτου.
(Ποινική Έφεση Αρ. 6398)
Διάταγμα απόλυσης κατηγορουμένου με εγγύηση υπό όρους μέχρι τη διεξαγωγή της δίκης του — Διακριτική ευχέρεια — Ο περί Ποινικής Δικονομίας Νόμος Κεφ. 155, Άρθρο 157(1) — Ποιος ο βασικός παράγων που εξετάζεται όταν το Δικαστήριο επιλαμβάνεται του ενδεχόμενου κράτησης του κατηγορουμένου — Πώς πρέπει να αντιμετωπίζονται υποθέσεις που βρίσκονται στο μεταίχμιο.
Ο εφεσίβλητος αντιμετώπιζε τρεις κατηγορίες ενώπιον του Κακουργιοδικείου, αναφορικά με ναρκωτικά. Συγκεκριμένα την καλλιέργεια 25 φυτών κάνναβης, την κατοχή των ιδίων φυτών κάνναβης και την κατοχή τους με σκοπό την προμήθειά τους σε άλλους. Απολύθηκε με εγγύηση και άλλους όρους για να εμφανιστεί την ημέρα της δίκης.
Στην παρούσα έφεση η Κατηγορούσα Αρχή, πρόβαλε δύο λόγους γιατί ο εφεσίβλητος έπρεπε να παραμείνει υπό κράτηση: (α) την πιθανότητα μη προσέλευσής του και (β) την πιθανότητα διάπραξης άλλου αδικήματος.
Ο συνήγορος της Κατηγορούσας Αρχής ισχυρίστηκε, ότι η πιθανότητα καταδίκης του εφεσίβλητου ήταν πολύ μεγάλη, ενόψει της μαρτυρίας που υπήρχε εναντίον του. Επίσης αναφέρθηκε στη σοβαρότητα των αδικημάτων και στο βεβαρυμένο ποινικό μητρώο του, που περιλάμβανε και καταδίκη σε τρίμηνη φυλάκιση για παρόμοιο αδίκημα.
Το Εφετείο απέρριψε την έφεση και αποφάνθηκε ότι:
Η πιθανότητα μη προσέλευσης του κατηγορουμένου στη δίκη, είναι [*405]ο βασικός παράγων που εξετάζεται όταν το Δικαστήριο επιλαμβάνεται του ενδεχομένου κράτησής του. Kατά τη στάθμιση του παράγοντα αυτού λαμβάνεται υπόψη η σοβαρότητα του αδικήματος, όπως φαίνεται και από το ύψος της προβλεπόμενης ποινής, καθώς και η πιθανότητα καταδίκης.
H τοποθέτηση του Kακουργιοδικείου, ότι σε υποθέσεις που βρίσκονται στο μεταίχμιο, το Δικαστήριο οφείλει να κατευθύνεται μάλλον από τη γενική αρχή της ελευθερίας του ατόμου και του τεκμηρίου της αθωότητας και ότι θα ήταν προτιμότερο να θεωρήσει ότι δεν αποδείχθηκε επαρκώς ο κίνδυνος μη προσέλευσης ή ο κίνδυνος διάπραξης άλλου αδικήματος, είναι ορθή.
Tο Kακουργιοδικείο ενήργησε εντός των πλαισίων άσκησης της διακριτικής του ευχέρειας, στην οποία το Eφετείο δεν επεμβαίνει, εκτός για πολύ σοβαρούς λόγους και σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Tέτοιοι λόγοι δεν έχουν διαφανεί.
Η έφεση απορρίπτεται.
Aναφερόμενες υποθέσεις:
Χ”Δημητρίου v. Δημοκρατίας (1997) 2 A.A.Δ. 45,
Βασιλείου v. Δημοκρατίας (1997) 2 A.A.Δ. 7,
Σιακαλλής v. Δημοκρατίας (1997) 2 A.A.Δ. 130,
Χαραλάμπους (Φορής) v. Δημοκρατίας (1996) 2 A.A.Δ. 15.
Έφεση.
Έφεση από το Γενικό Eισαγγελέα της Δημοκρατίας, κατά της απόφασης του Kακουργιοδικείου (Ποιν. Yπόθεση Aρ. 24870/97) ημερομηνίας 6 Oκτωβρίου, 1997 με την οποία οι Xατζηχαμπής, Π.E.Δ., Nαθαναήλ, A.E.Δ., και Γιασεμής, E.Δ. απέλησαν με εγγύηση και άλλους όρους για να εμφανιστεί την ημέρα της δίκης του, τον Eυριπίδη Aνδρέα Γεωργίου, άλλως Παφίτη ο οποίος αντιμετώπιζε τρεις κατηγορίες που προκύπτουν από τα ίδια γεγονότα για καλλιέργεια 25 φυτών κάνναβης, για κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου Tάξεως B, δηλαδή των 25 φυτών κάνναβης και για κατοχή των ιδίων φυτών με σκοπό όπως τα προμηθεύσει σε άλλο.
Π. Κληρίδης, Aνώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον [*406]Eφεσείοντα.
Ε. Ευσταθίου, για τον Eφεσίβλητο.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Ο εφεσίβλητος αντιμετωπίζει ενώπιον του Κακουργιοδικείου τρεις κατηγορίες που προκύπτουν από τα ίδια γεγονότα, συγκεκριμένα την καλλιέργεια 25 φυτών κάνναβης, την κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Β, δηλαδή των 25 φυτών κάνναβης και κατοχή των ιδίων φυτών με σκοπό όπως τα προμηθεύσει σε άλλο.
Ο εφεσίβλητος κατηγορήθηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου στις 6.10.97, αρνήθηκε τις κατηγορίες και η εκδίκαση της υπόθεσης ορίστηκε στις 2.2.98. Ακολούθως η Κατηγορούσα Αρχή ζήτησε όπως ο εφεσίβλητος παραμείνει υπό κράτηση μέχρι την ημέρα της δίκης του ενώ ο συνήγορός του υπέβαλε αίτημα απόλυσής του με όρους.
Το Κακουργιοδικείο εξέτασε τα ενώπιόν του αιτήματα και μετά από εκτενή ανάλυση των αυθεντιών και σχολιασμό των γεγονότων της υπόθεσης και συνθηκών του εφεσίβλητου τον απέλυσε με εγγύηση και άλλους όρους για να εμφανιστεί την ημέρα της δίκης του. Εναντίον της απόφασης αυτής ασκήθηκε η παρούσα έφεση.
Οι αρχές με βάση τις οποίες αποφασίζεται το θέμα κράτησης ή απόλυσης με όρους κατηγορούμενου ενώ αναμένει τη δίκη του, είναι εκτενώς νομολογημένες και όπως αναφέραμε πιο πάνω το Δικαστήριο αναφέρθηκε στη νομολογία αυτή.
Στην υπόθεση Χ” Δημητρίου ν. Δημοκρατία, Ποινική Έφεση 6285, ημερ. 5.3.97, λέχθηκε ότι ο υπόδικος δικαιούται να παραμείνει ελεύθερος εφόσον συμμορφώνεται με τους όρους που του έχουν τεθεί. Το ενδεχόμενο κράτησης συναρτάται και εξετάζεται με αναφορά προς την ύπαρξη κινδύνων μη προσέλευσής του, διάπραξης στο μεταξύ άλλων αδικημάτων και τον επηρεασμό μαρτύρων. Η αποτίμηση τέτοιων κινδύνων πρέπει να στηρίζεται σε στοιχεία είτε που προέρχονται από το ιστορικό του ή εκείνα της υπόθεσης είτε σε εγγενείς ενδείξεις που χαρακτηρίζουν την ιδιαίτερη υφή της.
Οι κίνδυνοι αυτοί δεν είναι σωρευτικοί αλλά ανεξάρτητοι ο ένας από τον άλλο, όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Βασιλείου ν. Δημοκρατία, Ποινική Έφεση 6248, ημερ. 10.1.97 όπου, όπως επεσήμανε και το Κακουργιοδικείο, γίνεται πλήρης ανάλυση της πρακτικής δικαίου και των παραμέτρων της άσκησης της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου που πηγάζει από το άρθρο 157(1) του περί Ποινι[*407]κής Δικονομίας Νόμου Κεφ.155.
Όπως προκύπτει από τους λόγους της έφεσης και την ενώπιόν μας επιχειρηματολογία, η Κατηγορούσα Αρχή προβάλλει δύο λόγους γιατί έπρεπε ο εφεσίβλητος να τεθεί υπό κράτηση, δηλαδή (α) την πιθανότητα μη προσέλευσής του και (β) την πιθανότητα διάπραξης άλλου αδικήματος.
Όπως τονίστηκε σε σωρεία αποφάσεων και πρόσφατα στη Σιακαλλής ν. Δημοκρατία, Ποινική Έφεση 6297, ημερ. 14.5.97, η πιθανότητα μη προσέλευσης του κατηγορούμενου στη δίκη είναι ο βασικός παράγοντας που εξετάζεται όταν το Δικαστήριο επιλαμβάνεται του ενδεχομένου κράτησής του. Κατά τη στάθμιση αυτού του παράγοντα λαμβάνεται υπόψη η σοβαρότητα του αδικήματος όπως φαίνεται και από το ύψος της ποινής που προβλέπεται καθώς και η πιθανότητα καταδίκης του στο βαθμό που μπορεί να προβλεφθεί από τις καταθέσεις των μαρτύρων.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος της Κατηγορούσας Αρχής αναφέρθηκε στη δύναμη της μαρτυρίας που υπάρχει εναντίον του εφεσείοντα που καθιστά την πρόβλεψη για καταδίκη του εφεσίβλητου πολύ πιθανή, ως και στη σοβαρότητα των αδικημάτων, όπως αντανακλάται στην προβλεπόμενη ποινή. Αναφορικά με την πιθανότητα διάπραξης αδικήματος, αναφέρθηκε στο βεβαρυμένο ποινικό μητρώο του εφεσίβλητου που περιλαμβάνει και καταδίκη σε τρίμηνη φυλάκιση για παρόμοιας φύσης αδίκημα και εισηγήθηκε πως, το Δικαστήριο λανθασμένα άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια υπέρ του, διατάζοντας την απόλυσή του με εγγύηση.
Το Κακουργιοδικείο στην απόφασή του, χωρίς να παραγνωρίζει τη σοβαρότητα των αδικημάτων, επισημαίνει πως υποθέσεις τέτοιας φύσης αδικημάτων, παρόλη τη σοβαρότητα της ποινής που προβλέπεται, πλείστες φορές βρίσκουν το δρόμο προς τα Επαρχιακά Δικαστήρια παρά ενώπιον των Κακουργιοδικείων. Επίσης δεν αμφισβήτησε την ύπαρξη σοβαρής πιθανότητας καταδίκης. Παρατήρησε όμως πως η συγκεκριμένη υπόθεση δε φαίνεται να είναι ιδιαίτερα σοβαρή “σε σχέση με τη συγκριτική της τοποθέτηση στα πλαίσια άλλων υποθέσεων”. Αναφορικά με τις προηγούμενες καταδίκες, παρατήρησε ότι, ενώ μία απ’ αυτές αφορά πράγματι αδίκημα παρόμοιας φύσης, εντούτοις δε θα απέδιδε ιδιαίτερη σημασία στις υπόλοιπες καταδίκες που έχουν αναφερθεί. Τέλος, συνεκτίμησε ως παράγοντα και το γεγονός ότι σε άλλη υπόθεση που αντιμετώπιζε ο εφεσίβλητος, την 24856/97, που ήταν επίσης ενώπιον του Κακουργιοδικείου την ίδια μέρα, η Κατηγορούσα Αρχή δεν έφερε ένσταση στην απόλυ[*408]σή του με εγγύηση και όρους, το οποίο θεώρησε ως σημαντικό στοιχείο αναφορικά με τον κίνδυνο διάπραξης άλλου αδικήματος. Ο ευπαίδευτος συνήγορος της Κατηγορούσας Αρχή ανέφερε ότι το γεγονός τούτο ήταν ολίσθημα εκ μέρους του Κακουργιοδικείου γιατί οι λόγοι που δε ζητήθηκε η κράτησή του ήταν άγνωστοι και αναφέρονταν στην ισχύ της μαρτυρίας που υπήρχε εναντίον του εφεσίβλητου. Θα μπορούσε όμως να παρατηρηθεί επί του προκειμένου ότι, αφού ένας λόγος είναι αρκετός για την κράτηση κατηγορούμενου, αν υπήρχε η πιθανότητα διάπραξης άλλου αδικήματος, που όπως φαίνεται και στην περίπτωση εκείνη με βάση το ιστορικό του κατηγορούμενου θα μπορούσε να λεχθεί ότι υπήρχε, (γιατί η ύπαρξη ή όχι ισχυρής μαρτυρίας συναρτάται με την πιθανότητα παρουσίας στη δίκη) τότε θα έπρεπε να είχε ζητηθεί η κράτηση του εφεσίβλητου.
To Κακουργιοδικείο κατέληξε στην απόφασή του ως εξής:
“Θα θέλαμε να παρατηρήσουμε επί του περιεχομένου των ενώπιον μας στοιχείων όπως έχουν επεξηγηθεί ότι η υπόθεση αυτή βρίσκεται σίγουρα περίπου στο μεταίχμιον, εφόσον υπάρχουν στοιχεία τα οποία συνηγορούν υπέρ της μιας ή της άλλης θέσης. Σε τέτοια περίπτωση θα θεωρήσουμε ότι το Δικαστήριο οφείλει να κατευθύνεται μάλλον από την γενική αρχή της ελευθερίας του ατόμου και του τεκμηρίου της αθωότητας και ότι θα ήταν προτιμότερο να θεωρήσουμε ότι δεν έχει αποδειχθεί επαρκώς ο κίνδυνος μη προσέλευσης ή ο κίνδυνος διάπραξης άλλου αδικήματος στο μεταξύ.”
Συμφωνούμε με την πιο πάνω τοποθέτηση του Κακουργιοδικείου και κρίνουμε πως όλοι οι παράγοντες, τους οποίους εξέτασε, ήταν παράγοντες σχετικοί που θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψη για να καταλήξει το Κακουργιοδικείο στην απόφασή του. Είναι γνωστή αρχή ότι το Εφετείο δεν επεμβαίνει στην άσκηση διακριτικής ευχέρειας πρωτόδικου Δικαστηρίου εκτός για πολύ σοβαρούς λόγους και σε εξαιρετικές περιπτώσεις. (Δέστε και Χαραλάμπους ν. Δημοκρατία, Ποινική Ε. 6092, ημερ. 26.1.96). Με τα στοιχεία που είχε ενώπιόν του το Κακουργιοδικείο ήταν κατά τη γνώμη μας επιτρεπτό να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια προς την κατεύθυνση που την άσκησε και ως εκ τούτου θεωρούμε ότι δε χωρεί επέμβαση μας. Η έφεση απορρίπτεται.
H έφεση απορρίπτεται.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο