Aνδρέου Mιχάλης ν. Aστυνομίας (1997) 2 ΑΑΔ 409

(1997) 2 ΑΑΔ 409

[*409]27 Νοεμβρίου, 1997

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΜΙΧΑΛΗΣ ΑΝΔΡΕΟΥ,

Εφεσείων,

ν.

AΣTYNOMIAΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 6397)

 

Απόδειξη — Αξιοπιστία μαρτύρων — Ευρήματα γεγονότων — Διακριτική ευχέρεια — Εφαρμοστέες αρχές.

Ποινικός Kώδικας — Πρόκληση θανάτου κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 111/89 — Ποια τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος.

Το βράδυ της 4.6.1994, στη λεωφόρο Κυριάκου Μάτση στην Κοκκινοτριμιθιά, αυτοκίνητο που οδηγούσε ο εφεσείων - μαθητευόμενος οδηγός - με κατεύθυνση τη Λευκωσία, παρεξέκλινε απότομα της πορείας του και εκτός ελέγχου, προχωρώντας πλαγίως, μπήκε στην αντίθετη πλευρά του δρόμου και συγκρούστηκε βίαια με αυτοκίνητο που ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση.  Από τη σύγκρουση βρήκαν τον θάνατο δύο νεαρά άτομα που επέβαιναν του αυτοκινήτου του εφεσείοντα.

Ο εφεσείων βρέθηκε ένοχος σε δύο κατηγορίες για πρόκληση θανάτου κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής ότι ο εφεσείων οδηγούσε με υπερβολική ταχύτητα.  Για την ταχύτητα του αυτοκινήτου κατέθεσε και ο οδηγός του άλλου αυτοκινήτου, το οποίο ενεπλάκη στο ατύχημα, την οποία περιέγραψε ως ιλιγγιώδη.  Η εκδοχή του εφεσείοντα ότι η απώλεια του ελέγχου του οχήματός του, οφείλετο στα εκτυφλωτικά φώτα του αυτοκινήτου που ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση, κρίθηκε αναξιόπιστη.  Το Δικαστήριο έκρινε τη μαρτυρία του εφεσείοντα αναξιόπιστη, λόγω αντίφασης στην κατάθεση που έδωσε ο ίδιος μετά το δυστύχημα, στην οποία δεν ανέφερε ότι φρέναρε, ενώ στη μαρτυρία του ενώπιον του Δικαστηρίου είπε το αντί[*410]θετο, δίδοντας την εξήγηση ότι δεν ήξερε ότι θα έπρεπε να το πει όταν έδιδε κατάθεση στην Αστυνομία.

Η παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον της καταδίκης και αμφισβητεί (α) την ορθότητα της προσέγγισης του Δικαστηρίου στο ζήτημα αξιοπιστίας των μαρτύρων και του εφεσείοντος και (β) τη θεμελίωση της καταδίκης με βάση τα ευρήματα που προέκυψαν από τη μαρτυρία.

Το Εφετείο απέρριψε την έφεση και αποφάνθηκε ότι:

Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων εξηγείται επαρκώς και με πειστικότητα στην εκκαλούμενη απόφαση.

Το εύρημα του Δικαστηρίου περί υπερβολικής ταχύτητας, δεν εστηρίζετο μόνο στη μαρτυρία του προβαλλόμενου από την Κατηγορούσα Αρχή ως εμπειρογνώμονα - πράγμα το οποίο θα ήταν ακροσφαλές διότι δεν εξειδικεύτηκαν οι λόγοι στήριξής του -  αλλά επίσης και στη μαρτυρία του οδηγού του άλλου αυτοκινήτου, η οποία έγινε πλήρως αποδεκτή από το Δικαστήριο.

Ο τρόπος οδήγησης του εφεσείοντα, έχει αποδειχθεί ότι, δε συνιστούσε μόνο επικίνδυνη αλλά επίσης και απερίσκεπτη συμπεριφορά.  Ως εκ τούτου, έχει τεκμηριωθεί η διάπραξη του αδικήματος δυνάμει του Άρθρου 210 του Nόμου, για το οποίο καταδικάσθηκε ο εφεσείων.

Η έφεση απορρίπτεται.

Aναφερόμενη υπόθεση:

Πέτρου v. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 233.

Έφεση εναντίον Kαταδίκης.

Έφεση εναντίον της καταδίκης από το Mιχάλη Aνδρέου ο οποίος βρέθηκε ένοχος στις 4 Aυγούστου, 1997 από το Eπαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας (Πασχαλίδης, A.E.Δ.) (Ποινική Yπόθεση Aρ.      9933/95) σε δύο κατηγορίες για πρόκληση θανάτου κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Ποινικού Kώδικα, Kεφ. 154, όπως τροποποιήθηκε με το N. 111/89.

Δ. Κακουλλής, για τον Eφεσείοντα.

Σ. Κίζη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Eφεσίβλητη.

[*411]ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.:  Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο  Νικολάου, Δ.

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.:  Ο εφεσείων βρέθηκε ένοχος, κατόπιν δίκης, σε δύο κατηγορίες για πρόκληση θανάτου κατά παράβαση του άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, (όπως τροποποιήθηκε με τον Ν. 111/89), όπου προβλέπεται ότι:

“210.  Όποιος, λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης, ή επικίνδυνης πράξης ή συμπεριφοράς, που δεν ανάγεται σε υπαίτια αμέλεια, χωρίς πρόθεση επιφέρει το θάνατο άλλου προσώπου, είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση δύο χρόνων ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις χίλιες λίρες.”

Η παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον της καταδίκης και, όπως εν τέλει περιορίστηκε, θέτει προς εξέταση (α) το κατά πόσο ήταν ή όχι ορθή η προσέγγιση του δικαστηρίου στο ζήτημα αξιοπιστίας των μαρτύρων και του εφεσείοντος. και (β) το κατά πόσο η πιστωθείσα μαρτυρία δικαιολογούσε ευρήματα που να θεμελίωναν την καταδίκη.

Οι κατηγορίες προέκυψαν από τροχαίο ατύχημα το οποίο συνέβηκε στις 4 Ιουνίου 1994 κοντά στα μεσάνυχτα στη λεωφόρο Κυριάκου Μάτση, Κοκκινοτριμιθιά, εντός κατοικημένης περιοχής.  Αυτοκίνητο που οδηγούσε ο εφεσείων - μαθητευόμενος οδηγός - προς Λευκωσία, παρεξέκλινε απότομα της πορείας του και εκτός ελέγχου κατέλαβε, προχωρώντας πλαγίως, την αντίθετη πλευρά του δρόμου όπου κατ’ εκείνη τη στιγμή ερχόταν εξ αντιθέτου αυτοκίνητο.  Δεν υπήρχε μεταξύ τους απόσταση που να παρείχε δυνατότητα αποτροπής της σύγκρουσης.  Έτσι το μπροστινό μέρος του επερχομένου αυτοκινήτου συγκρούστηκε, στη λωρίδα της δικής του κατεύθυνσης, με το μέσο της αριστερής πλευράς του αυτοκινήτου του εφεσείοντος.  Η σύγκρουση ήταν ιδιαίτερα βίαιη.  Δύο νεαροί άντρες που επέβαιναν στο αυτοκίνητο του εφεσείοντος έχασαν ως αποτέλεσμα τη ζωή τους.

Η Κατηγορούσα Αρχή είχε εισηγηθεί στη δίκη ότι η απώλεια ελέγχου του αυτοκινήτου του εφεσείοντος οφειλόταν σε υπερβολική ταχύτητα. Διακεκομμένα ίχνη πλάγιας ολίσθησης, που βρέθηκαν στη σκηνή, αποδόθηκαν σε ένα από τα ελαστικά του αυτοκινήτου του εφεσείοντος.  Απ’ αυτά, μάρτυρας τον οποίο η Κατηγορούσα Αρχή πρότεινε ως εμπειρογνώμονα, κατέληξε ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο το αυτοκίνητο προχωρούσε με “αυξημένη ταχύτητα”.  Εξ άλλου για την ταχύτητα του αυτοκινήτου του εφεσείοντος κατέθεσε και ο οδη[*412]γός του άλλου εμπλακέντος αυτοκινήτου ο οποίος την περιέγραψε ως ιλιγγιώδη.  Παραθέτουμε το σχετικό μέρος της μαρτυρίας του:

“Ενώ οδηγούσα κανονικά στη λεωφόρο Κυριάκου Μάτση στην Κοκκινοτριμιθιά, σε μια απότομη στροφή, ξαφνικά, βλέπω μπροστά μου να έρχεται ένα αυτοκίνητο με ιλιγγιώδη ταχύτητα προς τα πάνω μου.  Εγώ δεν πρόλαβα να κάμω τίποτε και ήρθε και κτύπησε πάνω μου.”

Η υπεράσπιση προέβαλε ότι το εξ αντιθέτου αυτοκίνητο οδηγείτο με εκτυφλωτικά φώτα. Στα οποία και απέδωσε την απώλεια ελέγχου.  Ο εφεσείων εξήγησε στη μαρτυρία του ότι η ταχύτητά του δεν υπερέβαινε τα 50 χλμ. - που ήταν το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο - και ούτε θα μπορούσε να ήταν μεγαλύτερη ένεκα της στροφής από την οποία έβγαινε.  Έκαμε επανειλημμένα σήμα με τα φώτα του  ως ένδειξη στον άλλο οδηγό για τα εκτυφλωτικά φώτα, αλλά χωρίς αποτέλεσμα.  Επίσης φρέναρε λίγο - ίχνη τροχοπέδησης δεν άφησε - κρατώντας πάντοτε τη δική του πλευρά του δρόμου.  Ακολούθησε όμως η σύγκρουση και δεν ενθυμόταν ο,τιδήποτε άλλο.

Το δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία που προσήγαγε η Κατηγορούσα Αρχή, περιλαμβανομένης και της μαρτυρίας του οδηγού του άλλου αυτοκινήτου ότι είχε αναμμένα τα μεγάλα φώτα στη χαμηλή στάση, ως αξιόπιστη και ορθή ενώ θεώρησε τον εφεσείοντα εντελώς αναξιόπιστο και απέρριψε τη μαρτυρία του. 

Το δικαστήριο, εξηγώντας αυτή τη θεώρηση, ανέφερε ενδεικτικά, σε σχέση με την έλλειψη διάθεσης του εφεσείοντος να αποκαλύψει την αλήθεια, την εξής διάσταση.  Ενώ στο δικαστήριο κατέθεσε ότι φρέναρε πριν από τη σύγκρουση, δεν είχε αναφέρει κάτι τέτοιο στη γραπτή κατάθεσή του στην αστυνομία.  Ερωτηθείς περί τούτου, έδωσε την ακόλουθη εξήγηση:

“..... δεν μου εξήγησε κανένας ότι έπρεπε να το πω.  Πρώτη φορά έκαμα δυστύχημα.  Δεν ήξερα ότι πρέπει να το πω .......................... εδώ είναι δικαστήριο, πρέπει να πω τι έγινε.  Ο δικαστής καταλάβει τι έγινε καλύτερα από ένα αστυνομικό.”

Ο συνήγορος του εφεσείοντος εισηγήθηκε ενώπιόν μας ότι το δείγμα που προτάθηκε συνιστούσε λογική και πειστική εξήγηση της διάστασης αλλά και να μη συμμεριζόταν κανείς αυτή την άποψη, επρόκειτο για κάτι το εντελώς ασήμαντο που δε δικαιολογούσε, σε  συνάρτηση και με άλλα τέτοια, την εντύπωση που απεκόμισε το δικαστήριο.  Έπειτα εισηγήθηκε ότι ορισμένες αδυναμίες στη μαρτυ[*413]ρία της Κατηγορούσας Αρχής, τις οποίες επεσήμανε, δε δικαιολογούσαν την αποδοχή της ως αξιόπιστη.

Δε διακρίνουμε ο,τιδήποτε που να αντιμάχεται την ευμενή εντύπωση που προκάλεσαν στο δικαστήριο οι μάρτυρες της Κατηγορούσας Αρχής.  Τα όσα επισημάνθηκαν ως αδυναμίες δεν αγγίζουν ακόμα και κατά το ελάχιστο την αξιοπιστία των εν λόγω μαρτύρων.  Ως προς τον εφεσείοντα, το δείγμα που το δικαστήριο παρέθεσε καταδείχνει, εναργέστατα νομίζουμε, εκείνο στο οποίο απέβλεπε το δικαστήριο να υπογραμμίσει.  Αν ήταν αλήθεια ότι ο εφεσείων φρέναρε και το ενθυμόταν όταν έδινε κατάθεση στην αστυνομία, δεν υπήρχε λόγος γιατί να μην το είχε αναφέρει.  Τουναντίον θα αναμενόταν να το είχε αναφέρει όπως ανέφερε και τα άλλα περί του ατυχήματος.  Μήπως όμως δεν αντιλήφθηκε τη σημασία που θα είχε;  Μα, καθώς συνάγεται, το θεώρησε σημαντικό εφόσον το ανέφερε στο δικαστήριο.  Και η εξήγηση του ότι το ανέφερε κατά πρώτο στο δικαστήριο διότι “ο δικαστής καταλάβει τι έγινε καλύτερα από ένα αστυνομικό” δε συνάδει με το ότι, καθώς ανέφερε ενωρίτερα, δεν ήξερε ότι θα έπρεπε να το πει.  Συνοψίζουμε λέγοντας ότι, κατά την άποψή μας, τα όσα εκτίθενται στην εκκαλούμενη απόφαση εύστοχα και πειστικά εξηγούν τις καταλήξεις αναφορικά με τα συζητηθέντα ζητήματα αξιοπιστίας.

Ως προς το κατά πόσο η μαρτυρία δικαιολογούσε ευρήματα που να θεμελιώνουν την καταδίκη, θεωρούμε κατ’ αρχήν χρήσιμο να υπογραμμίσουμε ότι εκείνο για το οποίο ο εφεσείων είναι εν τέλει υπόλογος είναι το ότι, ενώ το αυτοκίνητο που οδηγούσε θα έπρεπε να παρέμενε στη δική του μεριά του δρόμου, προχώρησε απότομα προς την αντίθετη μεριά όταν εξ αντιθέτου οδηγείτο σε ελάχιστη απόσταση άλλο αυτοκίνητο, χωρίς δυνατότητα αποφυγής θανατηφόρας σύγκρουσης.  Αυτό βέβαια συνέβηκε διότι ο εφεσείων απώλεσε τον έλεγχο του αυτοκινήτου του. Την εξήγηση την οποία ο ίδιος έδωσε, το δικαστήριο την απέρριψε.  Χώρος για άλλη εξήγηση με βάση την οποία ο εφεσείων δε θα έφερε ευθύνη, προδήλως δεν υπήρχε: το αυτοκίνητό του ήταν σε καλή, χρησιμοποιήσιμη κατάσταση και δε μεσολάβησε ο,τιδήποτε το αναπάντεχο είτε στο δρόμο είτε μέσα στο αυτοκίνητο. Η υπερβολική ταχύτητα εξηγούσε την απώλεια ελέγχου.  Παρόλο βέβαια που αυτή η απώλεια θα εξηγείτο και με διάφορους άλλους τρόπους οδικής συμπεριφοράς. Όλοι όμως θα είχαν ως κοινό παρονομαστή την από μέρους του εφεσείοντος ευθύνη.  Εν προκειμένω το εύρημα του δικαστηρίου περί υπερβολικής ταχύτητας θα ήταν, στη βάση μόνο της μαρτυρίας του προβαλλόμενου από την Κατηγορούσα Αρχή ως εμπειρογνώμονα ακροσφαλές τουλάχιστο διότι δεν εξειδικεύτηκαν στη μαρτυρία του  λόγοι που να στήριζαν [*414]το συμπέρασμα.  Ωστόσο, το δικαστήριο είχε επί του θέματος και τη μαρτυρία του οδηγού του άλλου αυτοκινήτου, μαρτυρία την οποία το δικαστήριο αποδέχθηκε πλήρως.

Η κατάληξη του δικαστηρίου ότι αναμφίβολα ο εφεσείων οδηγούσε επικίνδυνα ήταν ούτως ή άλλως ορθή ανεξάρτητα από το αν η ταχύτητα ήταν αποδεδειγμένα υπερβολική ή όχι.  Αυτή η πτυχή της ταχύτητας δε μεταβάλλει το αποτέλεσμα.  Διότι με μόνο την επικίνδυνη οδήγηση στοιχειοθετείται όπως ρητώς προβλέπεται το αδίκημα δυνάμει του άρθρου 210.  Με την υπερβολική ταχύτητα η οδήγηση, που ήταν εν πάση περιπτώσει επικίνδυνη και εντός του άρθρου 210, ταξινομείτο πλέον και ως απερίσκεπτη: βλ. Πέτρου ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 233.

Η έφεση απορρίπτεται.

H έφεση απορρίπτεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο