Γενικός Eισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Aντώνη Kαλογήρου (1998) 2 ΑΑΔ 6

(1998) 2 ΑΑΔ 6

[*6]21 Ιανουαρίου, 1998

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσείων,

v.

ΑΝΤΩΝΗ ΚΑΛΟΓΗΡΟΥ,

Εφεσιβλήτου.

(Πoινική Έφεση Αρ. 6385)

 

Ποινική Δικονομία — Κατηγορητήριο — Μηχανισμός για την παρουσία και κατάθεση των μαρτύρων στο Δικαστήριο — Διακριτική εξουσία — Άρθρο 50 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 —  Απουσία μάρτυρα κατηγορίας ο οποίος είχε κλητευθεί για να παρουσιαστεί στη δίκη  — Δε  δικαιολογούσε την απόρριψη της υπόθεσης.

Ο κατηγορούμενος αντιμετώπιζε κατηγορία αμελούς οδήγησης.  Στη δίκη κατέθεσε πρώτα ο αστυνομικός που  διερεύνησε το ατύχημα.  Στη συνέχεια κλήθηκε ο άλλος οδηγός, ο οποίος δεν προσήλθε, παρόλο που του είχε επιδοθεί νομότυπα κλήση μάρτυρα.  Η Κατηγορούσα Αρχή ζήτησε αναβολή και παράλληλα την  έκδοση εντάλματος σύλληψης του μάρτυρα.

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε οτι η υπόθεση δεν ήταν σοβαρή, με την έννοια ότι προκλήθηκαν μόνο υλικές ζημιές και ανάφερε ότι ο άλλος οδηγός, ως άμεσα ζημιωθείς, υπέχει θέση παραπονούμενου και παρόλο το άμεσο ενδιαφέρον του δεν παρέστη για να δώσει μαρτυρία. Το αίτημα για αναβολή απορρίφθηκε και ο κατηγορούμενος αθωώθηκε της κατηγορίας και απαλλάχθηκε γιατί δεν είχε τεκμηριωθεί prima facie υπόθεση, ελλείψει ουσιαστικής μαρτυρίας.  Ο Γενικός Εισαγγελέας εφεσίβαλε την απόφαση.

Το Ανώτατο Δικαστήριο επιτρέποντας την έφεση αποφάνθηκε ότι:

Η Πολιτεία είναι επιφορτισμένη με το δημόσιο καθήκον προστασίας της έννομης τάξης, που εκτελεί μέσω των διωκτικών αρ[*7]χών που έχουν καθιδρυθεί. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, της Αστυνομίας.  Ο παραπονούμενος, με την παραπάνω έννοια, που του είχε προσδώσει ο πρωτόδικος δικαστής, δεν έχει λόγο στο ζήτημα.  Δεν εξαρτάται η δίωξη από τις προθέσεις του.

Το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση και ανέπεμψε την υπόθεση στο πρωτόδικο Δικαστήριο για συνέχιση της ακρόασης.

Η έφεση επιτρέπεται. Διαταγή για συνέχιση της ακρόασης στο πρωτόδικο Δικαστήριο.

Aναφερόμενη Yπόθεση:

Γενικός Εισαγγελέας v. Σπανιά (1993) 2 Α.Α.Δ. 384.

Έφεση εναντίον Aθωωτικής Aπόφασης.

Έφεση από το Γενικό Eισαγγελέα της Δημοκρατίας εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (Ποινική Yπόθεση Aρ. 21648/96) με την οποία ο Οικονόμου, E.Δ., αθώωσε και απάλλαξε τον εφεσίβλητο-κατηγορούμενο από την κατηγορία της αμελούς οδήγησης, κατά παράβαση των Άρθρων 8 και 19(Ι)(4) του περί Mηχανοκινήτων Oχημάτων και Tροχαίας Kινήσεως Nόμου (N. 86/72).

Μ. Μαλαχτού-Παμπαλλή, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Eφεσείοντα.

Α. Παπαχαραλάμπους για Xρ. Σκορδή, για τον Eφεσίβλητο.

ΔIKAΣTHPIO: Την απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής Σ. Νικήτας.

(ex tempore)

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Ο κατηγορούμενος στην προκείμενη περίπτωση αντιμετώπιζε κατηγορία αμελούς οδήγησης. Στη δίκη του κατέθεσε πρώτα ο αστυνομικός που διερεύνησε το ατύχημα. Όταν τέλειωσε, η Κατηγορούσα Αρχή κάλεσε τον άλλο οδηγό. Το όνομα του αναγραφόταν στο κατηγορητήριο. Και του είχε επιδοθεί νομότυπα κλήση μάρτυρα για τη συγκεκριμένη ημερομηνία. Όμως δεν προσήλθε. Δεν ήταν γνωστός ο λόγος.

Η εκπρόσωπος της Κατηγορίας ζήτησε αναβολή και παράλληλα την έκδοση εντάλματος σύλληψης του μάρτυρα. Το πρωτόδικο [*8]δικαστήριο απέρριψε το αίτημα. Έκρινε πως η υπόθεση δεν ήταν σοβαρή με την έννοια πως προκλήθηκαν μόνο υλικές ζημιές. Στη συνέχεια αναγνώρισε - σωστά - ότι η ποινική δίκη γίνεται για δικαίωση της έννομης τάξης. Αλλά συμπλήρωσε λέγοντας ότι το συγκεκριμένο πρόσωπο δεν παύει, ως ο άμεσα ζημιωθείς, να υπέχει θέση παραπονούμενου. Παρόλο το άμεσο ενδιαφέρον του, συνεχίζει το σκεπτικό, δεν παρέστη για να δώσει μαρτυρία. Η υποχρέωση για ταχεία εκδίκαση, ιδιαίτερα των ποινικών υποθέσεων, είναι τόσο ισχυρή, κατέληξε η πρωτόδικη απόφαση, που δεν είχε σημασία το γεγονός ότι ήταν η πρώτη φορά που είχε οριστεί για ακρόαση η υπόθεση. Και προφανώς, όπως προκύπτει σαφώς από το πρακτικό, ότι η υπεράσπιση δεν πρόβαλε, γιαυτό ακριβώς το λόγο, ένσταση στο αίτημα για αναβολή.

Η απόρριψη του αιτήματος σφράγισε και την τύχη της δίκης. Ο κατηγορούμενος αθωώθηκε της κατηγορίας και απαλλάχθηκε γιατί δεν είχε τεκμηριωθεί, ελλείψει ουσιαστικής μαρτυρίας, prima facie υπόθεση. Ο δικηγόρος του εφεσιβλήτου υποστήριξε την απόφαση χρησιμοποιώντας βασικά τις αιτιολογικές της σκέψεις. Η δικηγόρος της Δημοκρατίας επέμεινε ότι λήφθηκαν υπόψη άσχετοι παράγοντες, που αν αναγνωριστούν ότι διέπουν τη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου, θα έχουν, ιδιαίτερα μακροπρόθεσμα, δυσμενείς επιπτώσεις στην απονομή της δικαιοσύνης. Για ενίσχυση της θέσης της παρέπεμψε στην απόφαση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Γεωργίου Χρ. Σπανιά (1993) 2 Α.Α.Δ. 384. Επέσυρε ιδιαίτερα την προσοχή μας στο παρακάτω απόσπασμα στη σελ. 390:

“Τα Δικαστήρια έχουν καθήκο να εφαρμόζουν το νόμο και να χρησιμοποιούν το μηχανισμό τον οποίο ο νομοθέτης πρόβλεψε για την απονομή της ποινικής δικαιοσύνης. Η απουσία μάρτυρα κατηγορίας δε δικαιολογεί την απόρριψη της ποινικής υπόθεσης, ειδικά κάτω από τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης.”

Η εξουσία ποινικού δικαστηρίου να εξαναγκάσει μάρτυρα να εμφανιστεί πηγάζει από το άρθρ. 50 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155. Προϋπόθεση αποτελεί η κλήτευση του μάρτυρα. Αναμφίβολα, όπως είναι διατυπωμένη η διάταξη, η εξουσία είναι διακριτικού χαρακτήρα: βλ. υπόθεση Γεωργίου Χρ. Σπανιά, ανωτέρω. Επισημαίνεται το εξής απόσπασμα από τη σύνοψη, της ίδιας απόφασης, στη σελ. 385:

“3. Ο μηχανισμός για την παρουσία και κατάθεση των μαρτύρων στο Δικαστήριο καθορίζεται στον Περί Ποινικής Δικονομίας Νό[*9]μο, Κεφ. 155. Η έκδοση ενταλμάτων συλλήψεως εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ..................................”

Η πολιτεία είναι επιφορτισμένη με το δημόσιο καθήκον προστασίας της έννομης τάξης, που εκτελεί μέσω των διωκτικών αρχών που έχουν καθιδρυθεί.  Στη συγκεκριμένη περίπτωση της Αστυνομίας. Ο παραπονούμενος, με την παραπάνω έννοια, που του είχε προσδώσει ο πρωτόδικος δικαστής, δεν έχει λόγο στο ζήτημα. Δεν εξαρτάται η δίωξη από τις προθέσεις του. Στην υπόθεση Σπανιά βλέπουμε από τη σύνοψη πάλιν, στην ίδια σελίδα, το εξής ενισχυτικό της άποψής μας:

“4. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ενήργησε με πλάνη, ότι ο μάρτυρας - παραπονούμενος ήταν ο κατήγορος και προέβη στην αθώωση του κατηγορουμένου με βάση το Άρθρο 89(2) του Κεφ. 155. Κατήγορος στην παρούσα υπόθεση ήταν η Αστυνομία και όχι ο μάρτυρας.”

Διαφορετική αντίληψη θα δημιουργούσε επικίνδυνα ρήγματα στην έννομη τάξη.

Έτσι παρόλο που δε συγχρωτίστηκαν οι δύο έννοιες θεωρητικά εντούτοις φαίνεται πως στην πράξη συνδέθηκαν. Αυτό ήταν το σφάλμα. Όπως και ο υπαινιγμός ότι υπήρξε καθυστέρηση, που προκύπτει από την αρχική διαπίστωσή του ότι το δυστύχημα συνέβη ένα χρόνο πριν. Πέραν τούτου, η απουσία του μάρτυρα δεν μπορούσε, εκ του ασφαλούς, να σημαίνει έλλειψη ενδιαφέροντος. Δυνατό να υπήρχε άλλη εξήγηση. Ούτε η αποτίμηση της σοβαρότητας της υπόθεσης με το κριτήριο που τέθηκε μπορούσε να ασκήσει καθοριστική επίδραση στην απόρριψη του αιτήματος.

Αναπόφευκτα, καταλήγουμε στο συμπέρασμα πως ο πρωτόδικος δικαστής άσκησε λανθασμένα, για τους παραπάνω λόγους, τη διακριτική του εξουσία. Και χωρεί επέμβαση. Η εκκαλούμενη απόφαση ακυρώνεται. Αναπέμπεται η υπόθεση στο πρωτόδικο δικαστήριο για συνέχιση της ακρόασης.

H έφεση επιτρέπεται. Διαταγή για συνέχιση της ακρόασης στο πρωτόδικο Δικαστήριο.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο