Kλεάνθους Mαρίνος Kώστα ν. Aστυνομίας (1998) 2 ΑΑΔ 31

(1998) 2 ΑΑΔ 31

[*31]4 Μαρτίου, 1998

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]

ΜΑΡΙΝΟΣ ΚΩΣΤΑ ΚΛΕΑΝΘΟΥΣ,

Εφεσείων,

v.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Aρ. 6438)

 

Απόδειξη —  Ενισχυτική μαρτυρία — Μαρτυρία συναυτουργού — Προϋπόθεση  για την αποδεκτικότητά της,  η υποστήριξή της από ενισχυτική μαρτυρία — Ψεύδη κατηγορουμένου — Κατά πόσο μπορεί να αποτελέσουν ενισχυτική μαρτυρία — Πλάνη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τη φύση της ενισχυτικής μαρτυρίας — Οδήγησε σε παραμερισμό της πρωτόδικης απόφασης και ακύρωση της καταδίκης.

Πρακτική — Δικαστής — Παρέμβαση Δικαστού — Υποβολή μεγάλου αριθμού ερωτήσεων — Είναι αχρείαστη και ανεπίτρεπτη και ζημιώνει την εικόνα του Δικαστηρίου το οποίο πρέπει να είναι και να φαίνεται αμερόληπτο σε όλα τα στάδια της δίκης — Ο Δικαστής πρέπει να τηρεί αποστάσεις από τη διένεξη που καλείται να εκδικάσει.

Ο εφεσείων, μετά από ακροαματική διαδικασία, βρέθηκε ένοχος σε δύο κατηγορίες: της κλοπής επιταγής, κατά παράβαση των Άρθρων 255, 262 και 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και της απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις, κατά παράβαση των Άρθρων 297, 298 και 20 του Ποινικού Κώδικα. Αρχικά, η πρώην αρραβωνιαστικιά του εφεσείοντα ήταν συγκατηγορούμενη, όμως, μετά από εντολή του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, διακόπηκε η διαδικασία εναντίον της και κλήθηκε ως μάρτυρας της Κατηγορούσας Αρχής. Από την πρωτόδικη απόφαση προκύπτει ότι, η μόνη μαρτυρία η οποία συνδέει άμεσα τον εφεσείοντα με τη διάπραξη των επίδικων αδικημάτων, ήταν εκείνη της πρώην συγκατηγορούμενής του.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού ανέφερε ότι δεν ήταν διατεθειμένο να αποδεχτεί τη μαρτυρία της χωρίς ενίσχυση και αφού ανέλυσε την ένορκη μαρτυρία του εφεσείοντα, κατέληξε στη διαπίστωση ότι η μαρτυρία της πρώην συγκατηγορούμενής του, [*32]“ενισχύεται τόσο απο τους μάρτυρες κατηγορίας όσο και από την ίδια την κατάθεση του κατηγορουμένου”.

Οι κύριοι λόγοι της έφεσης στρέφονται κατά του πιο πάνω συμπεράσματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Επίσης ο συνήγορος του εφεσείοντα έθιξε θέμα παρέμβασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου κατά τη διάρκεια της ένορκης μαρτυρίας του εφεσείοντα και  τεσσάρων άλλων μαρτύρων της υπεράσπισης.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, επιτρέποντας την έφεση, αποφάνθηκε ότι:

1.  Το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι η μαρτυρία του εφεσείοντα ενίσχυε τη μαρτυρία της πρώην συγκατηγορούμενής του, ήταν εσφαλμένο. Τα ψεύδη, τα οποία είχε εντοπίσει ο πρωτόδικος Δικαστής, όχι μόνο στην πραγματικότητα δεν ήταν ψεύδη, αλλά ούτε είχαν αποδειχθεί ότι ήταν ψεύδη από μαρτυρία άλλη απ’ εκείνη της πρώην συγκατηγορούμενής του.

2.  Η παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να υποδείξει εκείνα τα μέρη της μαρτυρίας τα οποία θα μπορούσαν να θεωρηθούν ότι ήταν ενισχυτικά της μαρτυρίας της πρώην συγκατηγορούμενης του εφεσείοντα, αποτελεί σφάλμα, το οποίο από μόνο του είναι αρκετό να οδηγήσει στην ακύρωση της καταδίκης.

3.  Ορισμένες από τις 50 συνολικά ερωτήσεις που υπέβαλε ο Δικαστής στον εφεσείοντα και στους μάρτυρες υπεράσπισης είχαν πάρει τη μορφή αντεξέτασης. Δε στόχευαν στη διευκρίνιση οποιωνδήποτε σημείων και ήταν εκτός των επιτρεπόμενων ορίων. Δεν ήταν όμως εκείνου του περιεχομένου που θα οδηγούσαν από μόνες τους στην ακύρωση της καταδίκης. H υποβολή τόσο μεγάλου αριθμού ερωτήσεων είναι και αχρείαστη και ανεπίτρεπτη.

Η έφεση επιτυγχάνει. Η καταδίκη ακυρώνεται.

Per Curiam: H αντιμετώπιση της εκπροσώπου της Kατηγορούσας Aρχής, η οποία δε στόχευε στη δίχως άλλο εξασφάλιση της καταδίκης του κατηγορουμένου, αλλά στην παροχή βοήθειας στο Δικαστήριο να απονέμει δικαιοσύνη, είναι αξιέπαινη και αναμένεται να βρει μιμητές στις σωστές περιπτώσεις.

Aναφερόμενες Yποθέσεις:

Nicolaou v. Police (1965) 2 C.L.R. 87,

[*33]Isaias v. Police (1966) 2 C.L.R. 43,

R. v. Lucas, 73 Cr. App. R. 159,

R. v. Chapman and  Baldwin [1973] 57 Ch. App. R. 511,

Fournides v. Republic (1986) 2 C.L.R. 73,

R. v. Rahman, 82 Cr. App. R. 217,

R. v. Boardman [1974] 2 All E.R. 958,

R. v. West (M.C.) 79 Cr. App. R. 45,

R. v. Barber, The Times, July 29, 1988,

R. v. Charles and Others, 68 Cr. App. R. 334,

R. v. Reeves, 68 Cr. App. R. 331,

Evangelou and Another v. Ambizas and Another (1982) 1 C.L.R. 41,

Jones v. National Coal Board [1957] 2 Q.B. 55.

Έφεση εναντίον Kαταδίκης και Ποινής.

Έφεση εναντίον της καταδίκης και της ποινής από το Mαρίνο Kώστα Kλεάνθους, ο οποίος βρέθηκε ένοχος στις 13 Iανουαρίου, 1998, από το Eπαρχιακό Δικαστήριο Πάφου (Ποινική Yπόθεση Aρ. 8821/95) στις κατηγορίες κλοπής επιταγής και απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις, κατά παράβαση των Άρθρων 20, 255, 262, 297 και 298 του Ποινικού Kώδικα και καταδικάστηκε από Παπαμιχαήλ, E.Δ., σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 4 μηνών στην κάθε κατηγορία.

Μ. Κυπριανού, για τον Εφεσείοντα.

Ε. Ζαχαριάδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.

[*34]ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος, μετά από ακροαματική διαδικασία, για τη διάπραξη δύο αδικημάτων: της κλοπής επιταγής κατά παράβαση των άρθρων 255, 262 και 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και της απόσπασης χρημάτων με ψεύτικες παραστάσεις κατά παράβαση των άρθρων 297, 298 και 20 του Ποινικού Κώδικα.

Αρχικά υπήρχε ακόμη ένα κατηγορούμενο πρόσωπο. Ήταν η Μαρίνα Χριστάκη Μιλτιάδους, η τότε αρραβωνιαστικιά του εφεσείοντα. Στις 21.3.96, ο εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής διέκοψε “την περαιτέρω διαδικασία εναντίον της”, κατόπιν εντολής του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και την κάλεσε ως μάρτυρα της Κατηγορούσας Αρχής.  Είναι η Μ.Κ.6. Ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου κατέθεσαν 11 μάρτυρες κατηγορίας και 5 μάρτυρες υπεράσπισης.

Είναι πρόδηλο από την πρωτόδικη απόφαση ότι η μόνη μαρτυρία, η οποία συνδέει άμεσα τον εφεσείοντα με τη διάπραξη των επίδικων αδικημάτων, είναι εκείνη της πρώην συγκατηγορούμενής του (“η Μ.Κ.6”). Με την πρώτη κατάθεση που έδωσε στην Αστυνομία στις 16.3.95, η Μ.Κ.6 δέχθηκε ότι τα αδικήματα είχαν διαπραχθεί από την ίδια. Με μεταγενέστερη κατάθεσή της και με την ένορκη μαρτυρία της ενοχοποίησε και τον εφεσείοντα. Το πρωτόδικο δικαστήριο συμφώνησε με τη θέση της υπεράσπισης ότι η μαρτυρία της Μ.Κ.6 “πρέπει να αντικρυστεί με πάρα-πάρα πολλές επιφυλάξεις”. Έκρινε ότι η Μ.Κ.6 ήταν “συναυτουργός” και - όπως το έθεσε - “η μαρτυρία της χρήζει ενίσχυσης και δεν είναι διατεθειμένο να αποδεχτεί τη μαρτυρία της χωρίς ενίσχυση”. Στη συνέχεια το πρωτόδικο δικαστήριο προχώρησε να εξετάσει κατά πόσο από τη μαρτυρία των υπόλοιπων μαρτύρων, ο εφεσείων “μπορεί να συνδεθεί ή τείνει να συνδεθεί με τα αδικήματα”. Αφού ανέλυσε την ένορκη μαρτυρία του εφεσείοντα, κατέληξε με τη διαπίστωση ότι η μαρτυρία της Μ.Κ.6 “ενισχύεται τόσο από τους μάρτυρες κατηγορίας όσο και από την ίδια την κατάθεση του κατηγορουμένου”. Σε σχέση με την ένορκη μαρτυρία του εφεσείοντα, είναι πρόδηλο από την πρωτόδικη απόφαση ότι έχουν θεωρηθεί ως ενισχυτική μαρτυρία τα όσα το ίδιο το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι αποτελούσαν ψεύδη του εφεσείοντα. Σε σχέση με την υπόλοιπη μαρτυρία, το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έχει προσδιορίσει με οποιοδήποτε τρόπο ποιά ήταν τα μέρη εκείνης της μαρτυρίας τα οποία ενίσχυαν την μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής. Σαν αποτέλεσμα της πιο πάνω κατάληξής του, το πρωτόδικο δικαστήριο δέχθηκε την κατάθεση της Μ.Κ.6 ως αληθινή και έκρινε ένοχο τον εφεσείοντα.

[*35]Η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται με 16 ξεχωριστούς λόγους έφεσης. Οι κύριοι λόγοι της έφεσης στρέφονται κατά του πιο πάνω συμπεράσματος του πρωτόδικου δικαστηρίου, σύμφωνα με το οποίο η μαρτυρία της Μ.Κ.6 ενισχύεται τόσο από τους μάρτυρες κατηγορίας όσο και από τη μαρτυρία του ίδιου  του εφεσείοντα.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα υποστήριξε ότι το σχετικό συμπέρασμα είναι εσφαλμένο επειδή, ανάμεσα σ’ άλλα, το πρωτόδικο δικαστήριο δεν καθόρισε ποια ήταν η ενισχυτική μαρτυρία.

Με ξεχωριστό λόγο έφεσης, ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα έθιξε θέμα παρέμβασης του πρωτόδικου δικαστηρίου στη διάρκεια της ένορκης μαρτυρίας του εφεσείοντα και της μαρτυρίας των Μ.Υ. 2, 3, 4 και 5. Υποστήριξε ότι οι σχετικές παρεμβάσεις ήταν αντικανονικές και απαράδεκτες.

Η αγόρευση του ευπαίδευτου συνήγορου του εφεσείοντα συμπληρώθηκε στις 26.2.98 και η ακρόαση ορίσθηκε για σήμερα για να αγορεύσει η ευπαίδευτη συνήγορος της εφεσίβλητης. Η τελευταία δήλωσε ότι δεν μπορούσε να υποστηρίξει ότι ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο οδηγήθηκε στην απόφασή του με την οποία ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος. Εξήγησε πως, ενώ το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι η Μ.Κ.6 ήταν συναυτουργός και δεν ήταν διατεθειμένο να δεχθεί τη μαρτυρία της χωρίς ενίσχυση, το τί θεώρησε μετά ως ενίσχυση δεν αποτελεί ενίσχυση. Ουσιαστικά, το πρωτόδικο δικαστήριο προσπάθησε να εντοπίσει τα ψεύδη του εφεσείοντα και να τα θεωρήσει ως ενίσχυση. Πέραν όμως του γεγονότος ότι τα ψεύδη δεν αποτελούν πάντοτε ενισχυτική μαρτυρία, το δικαστήριο στην πραγματικότητα δεν έχει εντοπίσει οποιαδήποτε ψεύδη.

Σε σχέση με τις παρεμβάσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου, ήταν η θέση της πως αυτές από μόνες τους δε θα μπορούσαν να οδηγήσουν στον παραμερισμό της καταδίκης.

Ανοίγουμε μια παρένθεση για να επαινέσουμε τη στάση της εκπροσώπου της Κατηγορούσας Αρχής. Είναι αντιμετώπιση η οποία προάγει το συμφέρον της δικαιοσύνης.  Καταδεικνύει ότι μέλημα του κατήγορου δεν είναι η εξασφάλιση με κάθε τρόπο της καταδίκης ενός κατηγορουμένου, αλλά να βοηθήσει το δικαστήριο να απονέμει δικαιοσύνη. Είναι αξιέπαινη και αναμένουμε να βρίσκει μιμητές στις σωστές περιπτώσεις.

[*36]Παρά την πιο πάνω θέση της εκπροσώπου της Κατηγορούσας Αρχής, η ευθύνη για την επικύρωση ή μη της καταδίκης ανήκει στο Εφετείο (Βλ. Nicolaou v. Police (1965) 2 C.L.R. 87 και Isaias v. Police (1966) 2 C.L.R. 43). Για το λόγο αυτό θα προχωρήσουμε στην εξέταση της εγκυρότητας των λόγων της έφεσης.

Η ενίσχυση της μαρτυρίας της Μ.Κ.6 από τη μαρτυρία του εφεσείοντα.

Εξέταση της εκκαλούμενης απόφασης αποκαλύπτει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει χρησιμοποιήσει τα όσα το ίδιο χαρακτήρισε ως ψευδή μαρτυρία του εφεσείοντα σαν ενισχυτική μαρτυρία. Έχει, με άλλα λόγια, αναγάγει τα “ψεύδη” του εφεσείοντα σε ενισχυτική μαρτυρία.

Είναι αλήθεια ότι η μαρτυρία ενός κατηγορουμένου προσώπου μπορεί να αποτελέσει ενισχυτική μαρτυρία.  Σε τέτοια περίπτωση η επιβεβαίωση πηγάζει από αυτά που έχουν λεχθεί και όχι από το κατά πόσο αυτά είναι ψευδή (Βλ. Archbold Criminal Pleading Evidence and Practice, 1993, παραγ. 16-64, Τumahole Bereng v. R. [1949] A.C. 253). Τα κριτήρια που διέπουν τη χρησιμοποίηση της ψευδούς μαρτυρίας ενός κατηγορουμένου προσώπου, έχουν προσδιορισθεί στην R. v. Lucas, 73 Cr. App. R. 159, 162, 164, από την οποία μεταφέρουμε το σχετικό απόσπασμα:

“To be capable of amounting to corroboration the lie told out of Court must first of all be deliberate.  Secondly it must relate to a material issue. Thirdly the motive for the lie must be a realisation of guilt and a fear of the truth. The jury should in appropriate cases be reminded that people sometimes lie, for example, in an attempt to bolster up a just cause, or out of shame or out of a wish to conceal disgraceful behaviour from their family. Fourthly the statement must be clearly shown to be a lie by evidence other than that of the accomplice who is to be corroborated, that is to say by admission or by evidence from an independent witness ..................................

......................................................................................................

Providing that the lies told in court fulfil the four criteria which we have set out above, we are unable to see why they should not be available for the jury to consider in just the same way as lies told out of court.  So far as the instant case is concerned, the judge, we feel, fell into the same error as the judge did in R. v. Chapman and Baldwin [1973] 57 Ch. App. R. 511. The lie told by the defendant was clearly not shown to be a lie by evidence [*37]other than that of the accomplice who was to be corroborated and consequently the apparent direction that a lie was capable of providing corroboration was erroneous.”

Σε ελληνική μετάφραση:

“Για να ισοδυναμεί με ενίσχυση το ψεύδος που λέγεται εκτός δικαστηρίου πρέπει πρώτον να είναι σκόπιμο. Δεύτερον πρέπει να σχετίζεται με ένα ουσιώδες θέμα. Τρίτον το κίνητρο για το ψεύδος πρέπει να είναι η συνειδητοποίηση ενοχής και ο φόβος για την αλήθεια.  Πρέπει στις κατάλληλες περιπτώσεις να υπενθυμίζονται οι ένορκοι ότι κάποτε οι άνθρωποι ψεύδονται, για παράδειγμα σε μια προσπάθεια να ενισχύσουν μια δίκαιη υπόθεση, ή από ντροπή ή από την επιθυμία να αποκρύψουν μια επονείδιστη συμπεριφορά από την οικογένειά τους. Τέταρτον η μαρτυρία πρέπει να αποδεικνύεται ψευδής από μαρτυρία άλλη από εκείνη του συναυτουργού, ο οποίος θα ενισχυθεί, δηλαδή μέσα από παραδοχή ή από μαρτυρία από ανεξάρτητο μάρτυρα ..........

...................................................................................................................

Νοουμένου ότι τα ψεύδη που λέχθηκαν στο δικαστήριο πληρούν τα 4 κριτήρια τα οποία έχουμε θέσει πιο πάνω, αδυνατούμε να δούμε γιατί δεν πρέπει να τίθενται ενώπιον των ενόρκων για να εξεταστούν με ακριβώς τον ίδιο τρόπο όπως τα ψεύδη που λέγονται εκτός του δικαστηρίου. Σε σχέση με αυτή την υπόθεση νομίζουμε ότι ο Δικαστής έχει υποπέσει στη ίδια πλάνη όπως και ο δικαστής στην R. v. Chapman and Baldwin [1973] 57 Ch. App. R. 511.  Το ψεύδος που είπε ο κατηγορούμενος δεν έχει σαφώς αποδειχθεί ότι ήταν ψεύδος από μαρτυρία άλλη από εκείνη του συναυτουργού ο οποίος θα ενισχυόταν και κατά συνέπεια η καθοδήγηση προς τους ενόρκους ότι ένα ψεύδος ήταν ικανό να δώσει ενίσχυση ήταν εσφαλμένη.”

Η Lucas έχει τύχει εφαρμογής στην υπόθεση Fournides v. Republic (1986) 2 C.L.R. 73, 95 (Βλ. και R. v. Rahman, 82 Cr. App. R. 217 C.A., R. v. Chapman and Baldwin (πιό πάνω), R. v. Boardman [1974] 2 All E.R. 958 C.A., R. v. West (M.C.) 79 Cr. App. R. 45 C.A. και R. v. Barber, The Times, July 29, 1988 C.A.).

Στην κρινόμενη περίπτωση, τα ψεύδη τα οποία είχε εντοπίσει ο πρωτόδικος δικαστής όχι μόνο, στην πραγματικότητα, δεν ήταν ψεύδη αλλά ούτε είχαν αποδειχθεί ότι ήταν ψεύδη από μαρτυρία άλλη από εκείνη της Μ.Κ.6. Έχουμε, επομένως, την άποψη πως το πρωτόδικο δικαστήριο έχει υποπέσει σε πλάνη σε [*38]σχέση με τη φύση της ενισχυτικής μαρτυρίας. Το συμπέρασμά του ότι η μαρτυρία του εφεσείοντα ενίσχυε τη μαρτυρία της Μ.Κ.6 ήταν εσφαλμένο.  Για το λόγο αυτό η καταδίκη πρέπει να ακυρωθεί (Βλ. Lucas και Tumahole Bereng, πιο πάνω).

Τρωτό είναι και το συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι η μαρτυρία της Μ.Κ. 6 ενισχύεται από άλλη μαρτυρία της κατηγορούσας αρχής. Το σφάλμα αποτελείται από την παράλειψη του πρωτόδικου δικαστηρίου να υποδείξει εκείνα τα μέρη της μαρτυρίας τα οποία θα μπορούσαν να θεωρηθούν ότι ήταν ενισχυτικά της μαρτυρίας της Μ.Κ. 6. Το σφάλμα αυτό από μόνο του είναι αρκετό να οδηγήσει στην ακύρωση της καταδίκης (Βλ. Archbold, πιο πάνω, παραγ. 16-43, R. v. Charles and Others, 68 Cr. App. R. 334 C.A. και R. v. Reeves, 68 Cr. App. R. 331 C.A.).

Οι παρεμβάσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

Οι παράμετροι παρέμβασης του Δικαστηρίου έχουν οριοθετηθεί στην Evangelou and Another v. Ambizas and Another (1982) 1 C.L.R. 41. Είπε ο Πικής, Δ. - όπως ήταν τότε - στις σελ. 61-62:

“Although a judge may intervene in order to ensure that the proceedings follow the course ordained by the rules of evidence and procedure, he must avoid interfering beyond the limits indicated above, and especially refrain from passing unnecessary comments that may create the impression of his descending into the arena of trial. A judge must invariably distance himself from the conflict that unfolds before him and maintain strictly his arbitral position throughout the proceedings (See, Jones v. National Coal Board [1957] 2 All E.R. 155, and Yianni v. Yianni [1966] 1 All E.R. 231). Any departure from this stance of alοofness may compromise, in the eyes of the litigants, as well as third parties, his impartiality.  It is upon the unquestionable impartiality of the judiciary that the rule of law rests (See Duport Steels Ltd and Others v. Sirs and Others [1980] 1 All E.R. 529 (H.L.)).”

Σε ελληνική μετάφραση:

“Έχει λεχθεί ότι ο δικαστής μπορεί να παρεμβαίνει για να διασφαλίσει ότι η διαδικασία ακολουθεί την πορεία που υπαγορεύεται από τους κανόνες απόδειξης και δικονομίας.  Πρέπει να αποφεύγει να παρεμβαίνει πέρα από αυτά τα όρια και ειδικώς να αποφεύγει τα αχρείαστα σχόλια τα οποία δυνατόν να δημιουργούν την εντύπωση ότι καταβαίνει στην αρένα της δίκης. Ο [*39]δικαστής πρέπει να αποστασιοποιείται από τη διένεξη η οποία ξεδιπλώνεται ενώπιόν του και να τηρεί την αυστηρή διαιτητική θέση του (Βλ. Jones v. National Coal Board [1957] 2 All E.R. 155, and Yianni v. Yianni [1966] 1 All E.R. 231). Οποιαδήποτε απόκλιση από αυτή την στάση της αποστασιοποίησης δυνατόν να εκθέσει την αμεροληψία του ενώπιον των διαδίκων καθώς και τρίτων μερών. Είναι πάνω στην αμεροληψία των Δικαστών που στηρίζεται το κράτος δικαίου (Βλ. Duport Steels Ltd and Others v. Sirs and Others [1980] 1 All E.R. 529 (H.L.)).”

Στη θεμελιακή υπόθεση Jones v. National Coal Board [1957] 2 Q.B. 55 ο Λόρδος Denning έθεσε το θέμα ως πιο κάτω:

“In the system of trial which we have evolved in this country, the judge sits to hear and determine the issues raised by the parties, not to conduct an investigation or examination on behalf of society at large, as happens, we believe, in some foreign countries.  Even in England, however, a judge is not a mere umpire to answer the question ‘How’s that?’. His object, above all, is to find out the truth,  and to do justice according to law; and in the daily pursuit of it the advocate plays an honourable and necessary role.

...............................................................................................

The judge’s part in all this is to hearken to the evidence, only himself asking questions of witnesses when it is necessary to clear up any point that has been overlooked or left obscure; to see that the advocates behave themselves seemly and keep to the rules laid down by law; to exclude irrelevancies and discourage repetition; to make sure by wise intervention that he follows the points that the advocates are making and can assess their worth; and at the end to make up his mind where the truth lies. If he goes beyond this, he drops the mantle of a judge and assumes the robe of an advocate; and the change does not become him well.  Lord Chancellor Bacon spoke right when he said that: ‘Patience and gravity of hearing is an essential part of justice; and an over-speaking judge is no well-tuned cymbal.”

Σε ελληνική μετάφραση:        

“Στο σύστημα διεξαγωγής της δίκης το οποίο έχουμε καθιερώσει σ’ αυτή τη χώρα, ο δικαστής κάθεται να ακούσει και να αποφασίσει τα θέματα που εγείρουν τα μέρη και όχι να προβαίνει στη διεξαγωγή έρευνας ή εξέτασης εκ μέρους του κοινωνικού συνόλου, όπως καθώς πιστεύουμε, συμβαίνει σε ορι[*40]σμένες ξένες χώρες. Ακόμη και στην Αγγλία, ο δικαστής δεν είναι ένας απλός διαιτητής για να απαντά στην ερώτηση ‘Πώς γίνεται αυτό; Ο στόχος του, πάνω από όλα, είναι η ανεύρεση της αλήθειας και η απονομή της δικαιοσύνης σύμφωνα με το Νόμο· και στην καθημερινή αναζήτησή της ο δικηγόρος διαδραματίζει ένα έντιμο και αναγκαίο ρόλο.

................................................................................................

Ο ρόλος του Δικαστή είναι να ακούσει τη μαρτυρία και ο ίδιος να υποβάλλει ερωτήσεις στους μάρτυρες όταν αυτό είναι αναγκαίο για να διευκρινιστεί οποιοδήποτε σημείο το οποίο έχει αγνοηθεί ή παραμείνει σκοτεινό· για να διασφαλίσει ότι οι δικηγόροι συμπεριφέρονται κόσμια και τηρούν τους κανόνες που έχουν τεθεί από το Νόμο· να αποκλείσει άσχετα ζητήματα και να αποθαρρύνει τις επαναλήψεις·  να το καταστήσει βέβαιο με σοφές παρεμβάσεις ότι παρακολουθεί τα σημεία τα οποία θίγουν οι δικηγόροι και μπορεί να αξιολογήσει την αξία τους· και στο τέλος να αποφασίσει πού έγκειται η αλήθεια. Εάν τα υπερβεί αυτά, αποβάλλει τον μανδύα του δικαστή και περιβάλλεται τη δικηγορική τήβεννο· η αλλαγή δεν του πηγαίνει. Ο Lord Chancellor Bacon μίλησε σωστά όταν είπε: ‘Η υπομονή και το να ακούεται κάποιος με σοβαρότητα είναι απαραίτητα μέρη της δικαιοσύνης· και ένας ομιλητικός δικαστής είναι ένα μη καλοκουρδισμένο κύμβαλο.”

Τονίζεται ότι οι υποθέσεις Evangelou και Jones (πιο πάνω) αφορούσαν πολιτικές υποθέσεις. Ωστόσο θεωρούμε ότι οι σχετικές παρατηρήσεις, κατά μείζονα λόγο, τυγχάνουν εφαρμογής και στις ποινικές υποθέσεις.  Το εύρος των παρεμβάσεων του δικαστηρίου μας το προσδιορίζει ο Archbold (πιο πάνω) στην παραγ. 8-247:

“The judge may, of course, question any witness at any stage in the course of the trial ...: R. v. Remnant [1807] R. & R. 136; see also R. v. Wilson, 18 Cr. App. R.108.  But he should not put questions to a witness which suggest that he (the judge) is satisfied that the defendant is guilty (R. v. Rabbitt, 23 Cr. App. R 112), or cross-examine the defendant when giving his evidence-in-chief at such length and with such severity as to make it appear that he is not so much assisting the defendant as helping the prosecution by the cross-examination: R. v. Cain, 25 Cr. App. R 204: see also R. v. Taylor, 25 Cr. App. R. 46.”

Σε ελληνική μετάφραση:

[*41]“Ο Δικαστής μπορεί να υποβάλλει ερωτήσεις στους μάρτυρες σε οποιοδήποτε στάδιο της δίκης ...: R. v. Remnant [1807] R. & R. 136, R. v. Wilson, 18 Cr. App. R. 108. Ωστόσο δεν πρέπει να υποβάλλει ερωτήσεις στους μάρτυρες οι οποίες τείνουν να καταδείξουν ότι ο ίδιος (ο δικαστής) είναι ικανοποιημένος ότι ο κατηγορούμενος είναι ένοχος (R. v. Rabbitt, 23 Cr. App. R. 112), ή να αντεξετάζει τον κατηγορούμενο όταν καταθέτει στην κυρίως εξέταση σε μάκρος και με τέτοια αυστηρότητα έτσι που να φαίνεται ότι δεν βοηθά τόσο πολύ τον κατηγορούμενο όσο βοηθά την κατηγορούσα αρχή με την αντεξέταση (R. v. Cain, 25 Cr. App. R. 204, R. v. Taylor, 25 Cr. App. R. 46).”

Στην παραγ. 7-72 του ιδίου συγγράμματος καταγράφονται οι περιστάσεις κάτω από τις οποίες το Εφετείο θα ακυρώσει την καταδίκη λόγω των παρεμβάσεων του δικαστή:

“Interventions by the judge during a trial will lead to the quashing of a conviction (i) when they have invited the jury to disbelieve the evidence for the defence in such strong terms that the mischief cannot be cured by the common formula in the summing up that the facts are for the jury, and that they may disregard anything said on the facts by the judge with which they do not agree; (ii) when they have made it impossible for defending counsel to do his duty; (iii) when they have effectively prevented the defendant or a witness for the defence from telling his story in his own way: R. v. Hulusi and Purvis, 58 Cr. App. R. 378.”

Σε ελληνική μετάφραση:

“Παρεμβάσεις από το δικαστήριο στη διάρκεια της δίκης θα οδηγήσουν στην ακύρωση της καταδίκης (ι) όταν έχουν καλέσει τους ενόρκους να μην πιστέψουν την μαρτυρία της υπεράσπισης με τόσο έντονο τρόπο έτσι που το κακό να μη μπορεί να θεραπευθεί από την κοινή φόρμουλα σύμφωνα με την οποία τα γεγονότα είναι για τους ενόρκους και ότι μπορούν να αγνοήσουν οτιδήποτε το οποίο είπε ο δικαστής για τα γεγονότα με το οποίο δεν συμφωνούν (ιι) όταν το έχουν καταστήσει αδύνατο για τον συνήγορο υπεράσπισης να κάμει το καθήκον του (ιιι) όταν αποτελεσματικά έχουν παρεμποδίσει τον κατηγορούμενο ή μάρτυρα υπεράσπισης από του να διηγηθεί την ιστορία του με το δικό του τρόπο: R. v. Hulusi and Purvis, 58 Cr. App. R. 378.”

Στην κρινόμενη περίπτωση, ο πρωτόδικος Δικαστής υπέβαλε [*42]50 συνολικά ερωτήσεις στον εφεσείοντα και στους Μ.Υ. 2, 3 και 4. Οι ερωτήσεις με τις απαντήσεις που δόθηκαν καλύπτουν 7 δακτυλογραφημένες σελίδες.  Εξέταση του περιεχομένου των ερωτήσεων αποκαλύπτει ότι δε στόχευαν στη διευκρίνιση οποιουδήποτε σημείου. Ορισμένες από αυτές είχαν πάρει τη μορφή αντεξέτασης. Δε στόχευαν στη διευκρίνιση οποιωνδήποτε σημείων. Ήταν εκτός των επιτρεπόμενων ορίων. Δεν ήταν όμως εκείνου του περιεχομένου που θα οδηγούσαν από μόνες τους στην ακύρωση της καταδίκης. Δεν εμπίπτουν εντός των κριτηρίων που προδιαγράφονται πιο πάνω (Bλ. Archbold, παραγ. 7-72).  Πρέπει ωστόσο να τονιστεί εμφαντικά ότι η υποβολή τόσου  μεγάλου αριθμού ερωτήσεων είναι και αχρείαστη και ανεπίτρεπτη. Πρέπει να αποφεύγεται. Δεν προάγει το συμφέρον της δικαιοσύνης και ζημιώνει την εικόνα του Δικαστηρίου το οποίο πρέπει να είναι και να φαίνεται αμερόληπτο σε όλα τα στάδια της δίκης. Είναι πολύ σημαντικό για τους δικαστές να απέχουν από κάθε ενέργεια η οποία τείνει να υπονομεύσει την αμεροληψία τους και να πλήξει την αρχή της αποστασιοποίησής τους από την διένεξη που καλούνται να εκδικάσουν.

Για τους λόγους, που έχουμε ήδη υποδείξει πιο πάνω, η έφεση επιτυγχάνει και η καταδίκη ακυρώνεται.

H έφεση επιτυγχάνει. H καταδίκη ακυρώνεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο