(1998) 2 ΑΑΔ 43
[*43]12 Mαρτίου, 1998
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ/στές]
ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΦΑΝΑΡΤΖΗΣ,
Εφεσείων,
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 6372)
Ποινή — Εκ προθέσεως πρόκληση βαρειάς σωματικής βλάβης, κατά παράβαση του Άρθρου 228 (α) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 — Εφεσείων, σχιζοφρενής, που ενώ διαχωρίζει το καλό από το κακό έχει μειωμένη κρίση και δρα υπό το κράτος παραληρητικών ιδεών — Διετέλεσε τρόφιμος στα Ψυχιατρικά Ιδρύματα Αθαλάσσας — Επιβολή ποινής φυλάκισης τεσσάρων χρόνων — Επικυρώθηκε.
Ποινή — Παρατυπία ή ανακρίβεια στην αναφορά γεγονότων από το πρωτόδικο Δικαστήριο — Ποίες μπορεί να είναι οι επιπτώσεις — Αρχές που εφαρμόζονται από το Εφετείο στην εξέταση του θέματος.
Ποινή — Εκ προθέσεως πρόκληση βαρειάς σωματικής βλάβης — Ταξινόμηση εγκληματικής συμπεριφοράς για σκοπούς ποινής — Eίναι έργο της νομοθετικής εξουσίας — Ο νομοθέτης κατέταξε όλες τις περιπτώσεις που εντάχθηκαν στο αδίκημα του Άρθρου 228(α) του Ποινικού Κώδικα, στο ίδιο επίπεδο από απόψεως σοβαρότητας, αφού πρόβλεψε για όλες την ίδια ανώτατη ποινή — Η ιδιαίτερη σοβαρότητα της κάθε περίπτωσης, στο πλαίσιο ταξινόμησης από το νόμο, κρίνεται πλέον με γνώμονα τα περιστάτικά της.
Ο εφεσείων, εντελώς απρόκλητα, επετέθη κατά του παραπονούμενου και του κατέφερε επανειλημμένα κτυπήματα με μαχαίρι στο πρόσωπο, στη ράχη και σε άλλα μέρη του σώματός του. Παραδέχτηκε ενοχή σε κατηγορία για εκ προθέσεως πρόκληση βαρειάς σωματικής βλάβης, κατά παράβαση του Άρθρου 228(α) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 και του επιβλήθηκε από το Κακουργιοδικείο τετραετής ποινή φυλάκισης την οποία εφεσιβάλλει ως έκδηλα υπερβολική και λανθασμένη.
[*44]Ο εφεσείων ισχυρίστηκε τα εξής:
1. Η αναφορά σε κάποιο σημείο της πρωτόδικης απόφασης πως ο εφεσείων “αποπειράθηκε παράνομα να επιφέρει το θάνατο” του παραπονούμενου, αποτελεί αιτία για παρέμβαση του Εφετείου προς μείωση της ποινής.
2. Η πρόκληση βαρειάς σωματικής βλάβης αποτελεί την ελαφρύτερη από τις εκφάνσεις του αδικήματος, στοιχείο το οποίο παρέλειψε να συνυπολογίσει το Κακουργιοδικείο.
3. Δεν προσδόθηκε η δέουσα βαρύτητα στην κατάσταση της ψυχικής υγείας του εφεσείοντα.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάνθηκε ότι:
1. Η αναφορά σε “απόπειρα θανάτωσης” δεν προκύπτει ότι επέδρασε στην αντίκρυση της υπόθεσης κάτω από φακό αυστηρότερο απ’ ότι δικαιολογούσαν τα αδικήματα που παραδέχθηκε ο εφεσείων ότι διέπραξε.
2. Αποτελεί ευθύνη του νομοθέτη η “ταξινόμηση της εγκληματικής συμπεριφοράς για σκοπούς τιμωρίας”. Ο νομοθέτης κατέταξε όλες τις διαζευκτικές περιπτώσεις που εντάχθηκαν στο αδίκημα του Άρθρου 228 (α), στο ίδιο επίπεδο από την άποψη της σοβαρότητός τους, αφού πρόβλεψε για όλες την ίδια ανώτατη ποινή, και δεν παρέχονται περιθώρια για τη διαφοροποίηση που εισηγήθηκε ο εφεσείων.
3. Η ποινή φυλάκισης ήταν η μόνη από τις προσφερόμενες επιλογές που θα ήταν δυνατό να βρίσκεται σε αναλογία προς τη σοβαρότητα του αδικήματος και να προστατεύσει το κοινό, από τον επικίνδυνο εφεσείοντα.
Η έφεση απορρίπτεται.
Aναφερόμενες Yποθέσεις:
Τσιακουρής v. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 439,
Δημοκρατία v. Κυριάκου και Άλλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 264,
Λαζάρου v. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 129,
[*45]Λεμής v. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 340,
Παναγή v. Δημοκρατίας (1997) 2 A.A.Δ. 445.
Έφεση εναντίον Ποινής.
Έφεση εναντίον της ποινής από το Θεόδωρο Aποστόλου Φαναρτζή, ο οποίος βρέθηκε ένοχος στις 5 Aυγούστου, 1997, από το Kακουργιοδικείο Λευκωσίας (Ποινική Yπόθεση Aρ. 45443/96) στην κατηγορία εκ προθέσεως πρόκλησης βαρειάς σωματικής βλάβης, κατά παράβαση του Άρθρου 228 (α) του Ποινικού Kώδικα και καταδικάστηκε από Xατζηχαμπή, Π.E.Δ., Nαθαναήλ, Α.E.Δ. και Γεωργίου, E.Δ., σε ποινή φυλάκισης 4 χρόνων.
Ε. Χειμώνας, για τον Eφεσείοντα.
Α. Μαππουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Κωνσταντινίδης.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων παραδέκτηκε ενοχή σε κατηγορία για εκ προθέσεως πρόκληση βαρειάς σωματικής βλάβης, κατά παράβαση του άρθρου 228(α) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Εφεσιβάλλει ως έκδηλα υπερβολική και λανθασμένη κατ’ αρχήν την ποινή της τετραετούς φυλάκισης που του επιβλήθηκε από το Κακουργιοδικείο.
Αναφέρεται σε κάποιο σημείο της πρωτόδικης απόφασης πως ο εφεσείων “αποπειράθηκε παράνομα να επιφέρει το θάνατο” του παραπονούμενου. Αυτή η αναμφιβόλως αναντίστοιχη προς την κατηγορία επεξήγηση, αποτελεί κατά τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντα αιτία για παρέμβασή μας προς μείωση της ποινής. Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε. Ευθύς εξ αρχής σημειώνεται στην πρωτόδικη απόφαση πως “ο κατηγορούμενος παραδέχθηκε ενοχή στην κατηγορία εκ προθέσεως προκλήσεως βαρειάς σωματικής βλάβης”. Και εξειδικεύεται το άρθρο 228(α) του Ποινικού Κώδικα. Εν πάση περιπτώσει, όπως ορθά επεσήμανε ο ευπαίδευτος συνήγορος για τη Δημοκρατία, τα δυο αδικήματα, της απόπειρας φόνου κατά το άρθρο 214(α) και εκείνου κατά το άρθρο 228(α), τοποθετούνται από το νόμο στο ίδιο επίπεδο, από την άποψη της σοβαρότητάς τους. Προβλέπεται και [*46]για τα δυο ποινή φυλάκισης δια βίου. Η αναφορά σε απόπειρα θανάτωσης δεν προκύπτει ότι επέδρασε στην αντίκρυση της υπόθεσης κάτω από φακό αυστηρότερο από ό,τι δικαιολογούσαν τα αδικήματα που παραδέχθηκε ο εφεσείων ότι διέπραξε. Θα σημειώναμε εδώ και την υπόθεση Τσιακουρής v. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 439 που αφορούσε στην εκτίμηση της σημασίας και των επιπτώσεων από ανακρίβεια ή παραδρομή κατά την παράθεση των γεγονότων. Κρίθηκε πως,
“Το θέμα όμως αν μια ανακρίβεια στα γεγονότα επηρέασε ή όχι το ύψος και το είδος της ποινής, θα πρέπει να εξετάζεται στο τέλος της μέρας και αφού κριθεί κατά πόσο η επιβληθείσα ποινή μπορούσε να είχε επηρεασθεί από μια τέτοια ανακρίβεια και εν πάση περιπτώσει κατά πόσο και παρά την ανακρίβεια η επιβληθείσα ποινή ήταν ορθή κάτω από το συνολο των περιστάσεων”.
Αποτελεί συστατικό του αδικήματος που διέπραξε ο εφεσείων διαζευκτικά, μεταξύ άλλων, η πρόθεση για ακρωτηριασμό, παραμόρφωση, πρόκληση αναπηρίας ή βαρειάς σωματικής βλάβης. Κατά την εισήγηση του εφεσείοντα η πρόκληση βαρειάς σωματικής βλάβης αποτελεί την ελαφρύτερη από τις εκφάνσεις του αδικήματος, στοιχείο το οποίο, όπως είναι η εισήγησή του, παρέλειψε να συνυπολογίσει το Κακουργιοδικείο. Είναι λανθασμένη η εισήγηση. Όπως έχει εξηγηθεί (βλ. Δημοκρατία v. Κυριάκου και Άλλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 264 και Λαζάρου v. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 129), αποτελεί ευθύνη του νομοθέτη η “ταξινόμηση της εγκληματικής συμπεριφοράς για σκοπούς τιμωρίας”. Ο νομοθέτης κατέταξε όλες τις διαζευκτικές περιπτώσεις που εντάχθηκαν στο αδίκημα του άρθρου 228(α) στο ίδιο επίπεδο από την άποψη της σοβαρότητάς τους, αφού πρόβλεψε για όλες την ίδια ανώτατη ποινή, και δεν παρέχονται περιθώρια για τη διαφοροποίηση που εισηγήθηκε ο εφεσείων. Η ιδιαίτερη σοβαρότητα της κάθε περίπτωσης, στο πλαίσιο της ταξινόμησης από το νόμο, κρίνεται πλέον με γνώμονα τα περιστατικά της.
Στις 13.12.96, στην οδό Προδρόμου του συνοικισμού Άγιος Ελευθέριος στα Λατσιά, ο εφεσείων, ηλικίας 46 ετών, εντελώς απρόκλητα επετέθη κατά του παραπονούμενου και του κατέφερε επανειλημμένα κτυπήματα με μαχαίρι στο πρόσωπο, στη ράχη και σε άλλα μέρη του σώματός του. Ανεκόπη μόνο μετά από επέμβαση γείτονά τους. Ο παραπονούμενος κρατήθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας μέχρι τις 17.12.96, λόγω των πολλαπλών τεμνόντων τραυμάτων που υπέστη. Αναφέρονται και άλλες λεπτο[*47]μέρειες στην πρωτόδικη απόφαση, αλλά αυτή είναι η ουσία.
Δεν έχει αμφισβητηθεί, ούτε και θα μπορούσε άλλωστε, η σοβαρότητα του αδικήματος. Και δεν προτάθηκε πως τέτοια ποινή, στο πλαίσιο των περιστατικών, θα ήταν γενικά υπερβολική. Το παράπονο που διατυπώθηκε αφορά στην κατάσταση της ψυχικής υγείας του εφεσείοντα. Όχι πως την παρέβλεψε το Κακουργιοδικείο. Είναι σε αυτή που αφιερώθηκε το μεγαλύτερο μέρος της απόφασής του. Εισηγείται ο εφεσείων πως δεν προσδόθηκε σ’ αυτήν η δέουσα βαρύτητα, ιδιαίτερα αφού το Κακουργιοδικείο χαρακτήρισε την ποινή της φυλάκισης σ’ αυτές τις περιπτώσεις ως ακατάλληλη.
Ο εφεσείων περιγράφεται ως σχιζοφρενής που, ενώ διαχωρίζει μεταξύ του καλού και του κακού, έχει μειωμένη κρίση και δρά υπό το κράτος παραληρητικών ιδεών. Από το 1981 - 1989 ήταν τρόφιμος στα Ψυχιατρικά Ιδρύματα Αθαλάσσας και, όπως προστίθεται, βιώνει ακουστικές ψευδαισθήσεις και έχει ρηχό και απρόσφορο συναίσθημα. Και το Κακουργιοδικείο στο πλαίσιο του προβληματισμού του ακριβώς σε σχέση με το πρόσφορο της φυλάκισης ως μέσου για τη σωστή μεταχείριση αδικοπραγούντων ψυχασθενών, αναφέρθηκε στην ακαταλληλότητά της. Με αναφορά και στην ανάγκη για διορθωτικά μέτρα, όπως την είχε διαπιστώσει και το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Λεμής v. Δημοκρατίας (1989) 2 C.L.R. 340. (Bλ. και Ανδρέα Παναγή v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 6319 ημερομηνίας 19.12.97.)
Το Κακουργιοδικείο δεν εννοούσε βέβαια πως η ποινή της φυλάκισης, στο πλαίσιο των δυνατοτήτων που παρέχονται, ήταν ακατάλληλη. Αντίθετα την έκρινε αναπόφευκτη. Ήταν η μόνη από τις προσφερόμενες επιλογές που θα ήταν δυνατό να βρίσκεται σε αναλογία προς τη σοβαρότητα του αδικήματος και να προστατεύσει το κοινό, από τον επικίνδυνο εφεσείοντα. Και την προσμέτρησε, αφού έλαβε υπόψη όλα τα δεδομένα.
Δε διαπιστώνουμε σφάλμα αρχής. Η προσέγγιση του Κακουργιοδικείου είναι εναρμονισμένη προς τη νομολογία (βλ. ανωτέρω) και η ποινή που επέβαλε δεν μπορεί να επικριθεί ως εκδήλως υπερβολική. Δε συντρέχει αιτία που να δικαιολογεί παρέμβαση και η έφεση απορρίπτεται.
H έφεση απορρίπτεται.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο