(1998) 2 ΑΑΔ 57
[*57]24 Μαρτίου, 1998
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]
ΒΑΡΝΑΒΑΣ ΕΥΓΕΝΙΟΥ ΚΛΕΟΒΟΥΛΟΥ,
Εφεσείων,
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 6313)
Ποινή — Διάρρηξη κατοικίας και κλοπή — Αντικείμενα της κλοπής ήταν μία αρραβώνα αξίας £25, ένα χρυσό δακτυλίδι αξίας £100, ένα βιβλιάριο επιταγών αξίας £2, 26 επιταγές διαφόρων Τραπεζών αξίας £6.010,56 σεντ, £600 σε μετρητά, 100 δολλάρια Αμερικής, £35 λίρες Aγγλίας, το δελτίο ταυτότητας και η άδεια οδηγού του ιδιοκτήτη της οικίας — Δέκα άλλες παρόμοιες υποθέσεις λήφθηκαν υπόψη — Έξι προηγούμενες καταδίκες — Εφεσείων ηλικίας 24 χρόνων, προέρχεται από προβληματική οικογένεια και παρακολουθείτο για πολλά χρόνια από το Γραφείο Ευημερίας — Έχει διαταραγμένη προσωπικότητα αλλά έχει πλήρη επίγνωση των πράξεών του — Επέστρεψε μέρος των κλαπέντων — Επιβολή ποινής φυλάκισης 3 ½ χρόνων — Επικυρώθηκε.
Ποινή — Επιμέτρηση — Προσωπικές περιστάσεις — Είναι ήσσονος σημασίας αναφορικά με τη διάπραξη σοβαρών αδικημάτων, όπου η συχνότητα διάπραξής τους επιβάλλει την επιβολή αποτρεπτικής και αυστηρής ποινής.
Ποινή — Επιμέτρηση — Αποτελεί πρωταρχική ευθύνη του πρωτόδικου Δικαστηρίου — Αρχές με βάση τις οποίες επεμβαίνει το Εφετείο.
Ο εφεσείων παραδέχθηκε ενοχή στο αδίκημα της διάρρηξης κατοικίας και κλοπής, κατά παράβαση του Άρθρου 291, 292 (α), 255, 262 και 29 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Μετά από δικό του αίτημα και συγκατάθεση της Κατηγορούσας Αρχής, λήφθηκαν υπόψη δέκα άλλες εκκρεμείς υποθέσεις εναντίον του που αφορούσαν παρόμοια αδικήματα. Το συνολικό ποσό που κλάπηκε για τις υποθέ[*58]σεις που λήφθηκαν υπόψη ανερχόταν σε £830, ενώ κλάπηκαν επίσης τσιγάρα και γυαλιά.
Ο εφεσείων βαρυνόταν με έξι προηγούμενες καταδίκες. Το Κακουργιοδικείο του επέβαλε ποινή φυλάκισης 3 ½ χρόνων. Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά της πιο πάνω ποινής ως έκδηλα υπερβολικής.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάνθηκε ότι:
1. Έχει τονιστεί επανειλημμένα η ανάγκη για την αυστηρή αντιμετώπιση των αδικημάτων αυτών, λόγω κυρίως της συχνότητας που διαπράττονται τα τελευταία χρόνια.
2. Σε σοβαρά αδικήματα, όπου η συχνότητα διάπραξης τους επιβάλλει την επιβολή αποτρεπτικής και αυστηρής ποινής, οι προσωπικές περιστάσεις του κατηγορουμένου και τα ιδιαίτερα ψυχολογικά προβλήματα που αντιμετωπίζει, είναι ήσσονος σημασίας. Προέχει η αυστηρή τιμωρία για την προστασία της κοινωνίας.
3. Το καθήκον επιμέτρησης της ποινής βρίσκεται στους ώμους του πρωτόδικου Δικαστή. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όταν καταφαίνεται ότι η ποινή είναι αποτέλεσμα σφάλματος αρχής ή όταν είναι έκδηλα υπερβολική.
Η έφεση απορρρίπτεται.
Aναφερόμενες Yποθέσεις:
Dirazo v. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 197,
Al-Awar κ.ά. v. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 160,
Γενικός Εισαγγελέας v. Ανδρέου (1994) 2 Α.Α.Δ. 194,
Φιλίππου v. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 113,
Alarsan v. Δημοκρατίας (1996) 2 A.A.Δ. 11,
Παναγίδης v. Δημοκρατίας (1997) 2 A.A.Δ. 104,
Zewar v. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 384,
Ψύλλος v. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 430,
[*59]Xαραλάμπους v. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 222,
Σουπουρής v. Aστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 58,
Λοΐζου v. Αστυνομίας (1996) 2 A.A.Δ. 227,
Σάββα v. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 231,
Παπαδόπουλος v. Δημοκρατίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 179,
Παναγιώτου (Αντάρτης) v. Δημοκρατίας (1997) 2 A.A.Δ. 138.
Έφεση εναντίον Ποινής.
Έφεση εναντίον της ποινής από το Bαρνάβα Eυγενίου Kλεοβούλου, ο οποίος βρέθηκε ένοχος στις 19 Mαρτίου, 1997, από το Kακουργιοδικείο Λευκωσίας (Ποινική Yπόθεση Aρ. 34122/96) στις κατηγορίες της διάρρηξης κατοικίας και κλοπής, κατά παράβαση των Άρθρων 291, 292 (α), 255, 262 και 29 του Ποινικού Kώδικα, Kεφ. 154 και καταδικάστηκε από Hλιάδη, Π.E.Δ., Nαθαναήλ, A.E.Δ. και Γεωργίου, E.Δ., σε ποινή φυλάκισης 3 1/2 χρόνων.
Ο εφεσείων παρουσιάζεται αυτοπροσώπως.
Στ. Τσιβιτανίδου-Κίζη, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΔIKAΣTHPIO: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Μ. Κρονίδης, Δ.
ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος, μετά από δική του παραδοχή, για τη διάπραξη του αδικήματος της διάρρηξης κατοικίας και κλοπής, κατά παράβαση του άρθρου 291, 292(α), 255, 262 και 29 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Το Κακουργιοδικείο του επέβαλε ποινή φυλάκισης 3½ χρόνων. Κατά την επιμέτρηση της ποινής λήφθηκαν υπόψη, μετά από δικό του αίτημα και συγκατάθεση της Κατηγορούσας Αρχής, δέκα άλλες εκκρεμείς υποθέσεις εναντίον του που αφορούσαν επίσης διαρρήξεις κατοικιών και γραφείων. Το συνολικό ποσό που κλάπηκε για τις υποθέσεις που λήφθηκαν υπόψη ανερχόταν στο ποσό των £830, ενώ κλάπηκαν επίσης τσιγάρα αξίας £192,40 σεντ και ένα ζευγάρι γυαλιά αξίας £70.
Στην κυρίως υπόθεση ο εφεσείων διέρρηξε, κατά τη διάρκεια της [*60]νύκτας, την οικία του Σώτου Σταυρίδη στην οδό Σαν Σουσί 10Α στο Στρόβολο και έκλεψε μια αρραβώνα αξίας £25, ένα χρυσό δαχτυλίδι αξίας £100, ένα βιβλιάριο επιταγών αξίας £2, 26 επιταγές διαφόρων Τραπεζών συνολικής αξίας £6.010,56 σεντ, £600 σε μετρητά, 100 δολλάρια Αμερικής, £35 λίρες Αγγλίας, όπως επίσης το δελτίο ταυτότητας και την άδεια οδηγού του ιδιοκτήτη της οικίας. Την είσοδό του στην οικία πέτυχε ο εφεσείων παραβιάζοντας το συρτό αλουμινένιο παράθυρο της τραπεζαρίας. Η αστυνομία εντόπισε τον εφεσείοντα από τα δακτυλικά αποτυπώματα που άφησε στη σκηνή. Ο εφεσείων, σε θεληματική του κατάθεση, μετά τη σύλληψή του, παραδέχθηκε τη διάπραξη του αδικήματος.
Ο εφεσείων βαρυνόταν με έξι προηγούμενες καταδίκες. Δύο απ’ αυτές αφορούσαν διαρρήξεις καταστήματος και οικίας αντίστοιχα, και οι άλλες αφορούσαν ληστεία, κακόβουλη ζημιά, επίθεση και κλοπή. Στη μια υπόθεση διάρρηξης που αφορούσε κατάστημα του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 9 μηνών και στην άλλη που αφορούσε οικία ποινή φυλάκισης 2½ χρόνων. Για την υπόθεση της ληστείας, του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 2 χρόνων με τριετή αναστολή, για την κακόβουλη ζημιά ποινή φυλάκισης τριών μηνών, για την επίθεση ποινή φυλάκισης ενός μηνός και για την κλοπή ποινή φυλάκισης δύο μηνών.
Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά της πιο πάνω ποινής των 3½ χρόνων, που του επέβαλε το Κακουργιοδικείο, ως έκδηλα υπερβολικής.
Ο εφεσείων, ο οποίος συνέταξε την ειδοποίηση έφεσης προσωπικά, κατά την πρώτη δικάσιμο, στις 27.1.98, ζήτησε νομική αρωγή. Με τη συγκατάθεση της συνηγόρου της εφεσίβλητης Δημοκρατίας διορίσαμε συνήγορο για τον εφεσείοντα και αναβάλαμε την ακρόαση για να δοθεί χρόνος να προετοιμαστεί. Την επόμενη δικάσιμο, η συνήγορος του εφεσείοντα ζήτησε αναβολή γιατί λόγω ασθένειας δεν μπόρεσε να προετοιμαστεί. Το αίτημά της έγινε δεκτό και η ακρόαση της έφεσης ορίσθηκε για τις 19.3.98.
Στις 19.3.98 εμφανίσθηκε δικηγόρος για τον εφεσείοντα, ο οποίος, εκ μέρους της συνηγόρου του, ζήτησε και πάλιν αναβολή γιατί η τελευταία ασθενούσε. Επενέβηκε όμως ο εφεσείων, ο οποίος ανέφερε ότι δεν αναγνωρίζει το δικηγόρο ο οποίος ζητούσε την αναβολή, δήλωσε δε ευθέως ότι δεν επιθυμούσε πλέον τις υπηρεσίες συνηγόρου και ότι θα υπεράσπιζε την έφεση από μόνος του, χωρίς τη βοήθεια συνηγόρου. Ζήτησε δε την άμεση διεξαγωγή της ακρόασης της έφεσης.
[*61]Αφού διαπιστώσαμε ότι αυτή ήταν η επιθυμία του εφεσείοντα, στην οποία επέμενε, προχωρήσαμε στην ακρόαση της έφεσης, παρέχοντάς του κάθε δυνατή διευκόλυνση.
Ο εφεσείων υπέβαλε στη σύντομη αγόρευσή του, ότι έχει αντιληφθεί τα λάθη του τα οποία παραδέχθηκε και ότι τώρα, μέσα στις Φυλακές, άρχισε να αναλογίζεται τον επικίνδυνο δρόμο που ακολουθούσε και συνειδητοποίησε ότι πρέπει να αλλάξει τρόπο ζωής. Υπέβαλε ότι μετά την αποφυλάκισή του θα μεταναστεύσει στο εξωτερικό σε κάποιο συγγενή του. Χαρακτήρισε δε τον εαυτό του ένα νεαρό άτομο, που μεγάλωσε χωρίς πραγματική φροντίδα και καθοδήγηση από τους γονείς του.
Η ευπαίδευτη δικηγόρος της Δημοκρατίας υποστήριξε την επιβληθείσα ποινή στον εφεσείοντα, τονίζοντας τη σοβαρότητα του αδικήματος για το οποίο ο νόμος προβλέπει ποινή φυλάκισης μέχρι 10 χρόνων. Υποστήριξε δε ότι οι προσωπικές συνθήκες έχουν περιθωριακή βαρύτητα σε σοβαρά αδικήματα και ότι οι έξι προηγούμενες καταδίκες του εφεσείοντα περιόριζαν την επίδειξη επιείκειας κατά την επιβολή της ποινής. Τις θέσεις αυτές η δικηγόρος της εφεσίβλητης τις βάσισε στην πρόσφατη νομολογία.
Το Κακουργιοδικείο, στην απόφασή του, προβαίνει σε εκτενή αναφορά στις προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις του εφεσείοντα, ο οποίος σήμερα είναι ηλικίας 24 χρόνων. Είχε ενώπιόν του έκθεση του Γραφείου Ευημερίας, έκθεση Κλινικού Ψυχολόγου και ψυχιατρική έκθεση. Από τις εκθέσεις φαίνεται ότι ο εφεσείων προέρχεται από προβληματική οικογένεια που παρακολουθείτο από το Γραφείο Ευημερίας για πολλά χρόνια. Οι γονείς του βρίσκονται σε διάσταση. Ο εφεσείων φοίτησε μέχρι την Α΄ τάξη του Γυμνασίου και άρχισε να εργάζεται ως ελαιοχρωματιστής. Τα τελευταία χρόνια παίρνει αναστολή από την υποχρεωτική κατάταξη στην Εθνική Φρουρά με ιατρική βεβαίωση ότι πάσχει από σχιζοφρενική ψύχωση. Από πρόσφατη έκθεση ψυχιάτρου, φαίνεται ότι ο εφεσείων πάσχει από διαταραχή της προσωπικότητας, αλλά όχι από ψυχωτικές διαταραχές και κρίνεται σαν άτομο που έχει πλήρη επίγνωση και ευθύνη των πράξεών του.
Το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψη τόσο την ηλικία του όσο και τις προσωπικές περιστάσεις του εφεσείοντα, καθώς επίσης την άμεση παραδοχή του και την επιστροφή μέρους των κλαπέντων. Τόνισε όμως εμφαντικά τη σοβαρότητα των αδικημάτων που προκύπτει από τις ποινές που προνοούν οι σχετικές νομοθετικές διατάξεις και την ανάγκη για την επιβολή αποτρεπτικών [*62]ποινών για την προστασία της κοινωνίας από τέτοιου είδους παράνομη συμπεριφορά.
Η ανάγκη για την αυστηρή αντιμετώπιση των αδικημάτων αυτών, λόγω κυρίως της συχνότητας που διαπράττονται τα τελευταία χρόνια, έχει τονιστεί επανειλημμένα από το Ανώτατο Δικαστήριο. (Βλέπε: Dirazo v. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 197, Al-Awar κ.ά. v. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 160, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Ανδρέου (1994) 2 Α.Α.Δ. 194, Φιλίππου v. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 113).
Στην πολύ πρόσφατη απόφαση Παναγίδης v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 6239, ημερομηνίας 18.4.97, διακηρύττεται η υποστήριξη του Εφετείου σε αυστηρές ποινές για τέτοιου είδους συμπεριφορά. Επισημαίνεται δε σ’ αυτή ότι “οι κλοπές, διαρρήξεις και άλλα ομοειδή αδικήματα είναι στην πρώτη γραμμή της εγκληματικότητας χωρίς να δείχνουν σημεία κάμψης. Σημειώνεται αντίθετα έξαρση. Τα Δικαστήρια αντιμετώπισαν τέτοια εγκλήματα με αυστηρότητα γιατί προκαλούν ρήγματα στην έννομη τάξη και διαβίωση και διαβρώνουν συνάμα το αίσθημα ασφάλειας του πολίτη”.
Είναι καλά θεμελιωμένο ότι, οι προσωπικές περιστάσεις του κατηγορουμένου και τα ιδιαίτερα ψυχολογικά προβλήματα που αντιμετωπίζει, είναι παράγοντες που πρέπει να συνυπολογίζονται κατά την επιμέτρηση της ποινής.
Σε σοβαρά όμως αδικήματα, όπου η συχνότητα διάπραξης τους επιβάλλει την επιβολή αποτρεπτικής και αυστηρής ποινής, οι παράγοντες αυτοί είναι ήσσονος σημασίας. Προέχει η αυστηρή τιμωρία για την προστασία της κοινωνίας. (Βλέπε: Alarsan v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 5919, ημερομηνίας 18.1.96, Zewar v. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 384 και Μιχαήλ Α. Ψύλλος v. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 430).
Επικροτούμε τη σχετική προσέγγιση του Κακουργιοδικείου η οποία είναι ευθυγραμμισμένη με τη νομολογία.
Με βάση σταθερή θέση της νομολογίας, το καθήκον επιμέτρησης της ποινής βρίσκεται στους ώμους του πρωτόδικου δικαστή. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όταν καταφαίνεται ότι ήταν αποτέλεσμα σφάλματος αρχής ή όταν είναι έκδηλα υπερβολική. (Βλέπε: Χαραλάμπους v. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 222, Σουπαρής v. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 58, Λοΐζου v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 6121, ημερομηνίας 18.7.96).
[*63]Δυνατότητα επέμβασης παρέχεται μόνο όπου το στοιχείο της υπερβολής βρίσκει αντικειμενικό έρεισμα από το συσχετισμό της προς το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης, περιλαμβανομένων και των προσωπικών περιστάσεων του κατηγορουμένου. (Βλέπε: Σάββα v. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 231, Παπαδόπουλος v. Δημοκρατίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 179, Σωκράτης Παναγιώτου (Αντάρτης) v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 6240, ημερομηνίας 19.5.97).
Έχουμε εξετάσει το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης σε συνδυασμό με όλους τους παράγοντες οι οποίοι διέπουν την επιμέτρηση της ποινής. Διαπιστώνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει καθορίσει την ποινή, μετά από στάθμιση και συνεκτίμηση όλων των σχετικών παραγόντων. Δεν έχουμε εντοπίσει οποιοδήποτε στοιχείο έκδηλης υπερβολής. Η επιβληθείσα ποινή δεν είναι έκδηλα υπερβολική.
Η έφεση απορρίπτεται.
H έφεση απορρίπτεται.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο