Katharina Dias Yvan ν. Θεόδωρου Eυθυμίου και Άλλων (1998) 2 ΑΑΔ 78

(1998) 2 ΑΑΔ 78

[*78]15 Απριλίου, 1998

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

DIAS YVAN KATHARINA,

Εφεσείων,

v.

ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΕΥΘΥΜΙΟΥ,

ΒΕΡΑΣ ΕΥΘΥΜΙΟΥ ΠΑΡΛΑΛΙΔΟΥ,

ΔΗΜΗΤΡΑΣ ΕΥΘΥΜΙΟΥ ΜΑΤΘΑΙΟΥ,

ΤΑΚΗ ΕΥΘΥΜΙΟΥ,

Εφεσιβλήτων.

(Ποινική Έφεση Aρ. 6332)

 

Φίλος του Δικαστηρίου (amicus curiae) — Η κλήση μη διαδίκου να ακουστεί υπό την πιο πάνω ιδιότητα επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου — Αρχές οι οποίες διέπουν την άσκηση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου — Υιοθέτηση των αρχών της Theodosiadou and Others v. Republic — Εκτενής αναφορά στη σχετική νομολογία — Kατά πόσο επετράπη στο Γενικό Eισαγγελέα ν’ ακουστεί, ως φίλος του Δικαστηρίου, σε θέμα που αφορούσε τις εξουσίες του, δυνάμει του Άρθρου 137 του περί Ποινικής Δικονομίας Nόμου, Kεφ. 155.

Έφεση — Δικαίωμα έφεσης εναντίον αθωωτικής απόφασης από το Γενικό Eισαγγελέα — O περί Ποινικής Δικονομίας Nόμος, Kεφ. 155, Άρθρο 137(1)(α).

Έξοδα — Διακριτική ευχέρεια του Aνωτάτου Δικαστηρίου να προβαίνει σε έκδοση διαταγής ως προς τα έξοδα έφεσης — Eφαρμοστέες αρχές ως προς την επιδίκαση εξόδων σε κατηγορούμενο — Στις ποινικές υποθέσεις τα έξοδα δεν ακολουθούν το αποτέλεσμα της δίκης, όπως, κατά κανόνα, συμβαίνει στις πολιτικές υποθέσεις.

Ο εφεσείων δίωξε τους εφεσίβλητους ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, για απόσπαση χρημάτων με δόλο ή ψευδείς παραστάσεις, κατά παράβαση των Άρθρων 297 και 298 του Ποινικού Κώδικα. Μετά την ολοκλήρωση της υπόθεσης του κατηγόρου, το Δικαστήριο απέρριψε την κατηγορία και αθώωσε τους κατηγορουμένους, αφού έκρινε ότι δε στοιχειοθετήθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση. Η έφεση ασκήθηκε βάσει συγκατάθεσης του Γενικού Εισαγγελέα.

[*79]Οι εφεσίβλητοι θεωρούν την έφεση άκυρη, για το λόγο ότι η συγκατάθεση του Γενικού Εισαγγελέα δε δόθηκε άνευ όρων. Ο Γενικός Εισαγγελέας ζήτησε όπως δοθεί σ’ αυτόν η ευκαιρία να ακουστεί ως φίλος του δικαστηρίου (amicus curiae), σε σχέση με το έγκυρο της συγκατάθεσης.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε εκτεταμένα στη σχετική νομολογία, απέρριψε το αίτημα του Γενικού Εισαγγελέα και αποφάνθηκε ότι:

1. Η εμφάνιση του Γενικού Εισαγγελέα ως φίλου του Δικαστηρίου, δικαιολογείται μόνο όπου η αρχή δικαίου, η οποία εξετάζεται από το Δικαστήριο, είναι ιδιαίτερης σημασίας για το κοινό.

2. Ενδιαφερόμενο πρόσωπο στην έκβαση της υπόθεσης δεν μπορεί ποτέ να ακουστεί υπό την ιδιότητα του φίλου του Δικαστηρίου.

3.      Το ενδιαφέρον του Γενικού Εισαγγελέα να παραστεί στην έφεση αυτή, επικεντρώνεται στην επιθυμία του να ακουστεί σε θέμα που αφορά τις εξουσίες του, βάσει του Άρθρου 137 του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, με αφετηρία, αναμφιβόλως, την άσκησή τους στην προκείμενη υπόθεση. Πρόκειται για ιδιαίτερο ενδιαφέρον, το οποίο δεν μπορεί να προβληθεί υπό την ιδιότητα του φίλου του δικαστηρίου.

4.      Οι αρχές οι οποίες υιοθετήθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο, ως προς τη δικαιοδοσία να προσκαλέσει μη διάδικο να ακουστεί υπό την ιδιότητα του φίλου του δικαστηρίου, εκτίθενται στις αποφάσεις Theodosiadou and Others v. The Republic, Preece v. Εστία Ασφαλιστική Εταιρεία, Πρόεδρος της Δημοκρατίας v. Bουλής των Αντιπροσώπων και Μαυρογένης v. Βουλής τών Αντιπροσώπων. Οι αποφάσεις στην Xenophontos και Γεωργίου (στις οποίες το ίδιο το Δικαστήριο θεώρησε αναγκαία την παρουσία του Γενικού Εισαγγελέα) δε θέτουν διάφορο δικαιοδοτικό κανόνα. Η Γεωργίου θεωρήθηκε εσφαλμένη, ως προς την ουσία του λόγου της, ως αντικείμενη προς την προγενέστερη “ισχυρή γραμμή της νομολογίας από την οποία αποτελεί αδικαιολόγητη παρέκκλιση”, στην υπόθεση Ιατρικές Υπηρεσίες v. Πίττα.

Η αίτηση απορρίπτεται. Η έφεση αποσύρεται με έξοδα.

Aναφερόμενες Yποθέσεις:

Xenophontos v. Charalambous (1961) C.L.R. 122,

[*80]Attorney-General v. Pouris and Others (1979) 2 C.L.R. 15,

Δημοκρατία v. Ερμογένους και Άλλων (1990) 2 Α.Α.Δ. 459,

Γενικός Εισαγγελέας v. Λαζαρίδη και Άλλου (1992) 2 Α.Α.Δ. 8,

Κίρλαππου v. Ευθυμίου (1997) 2 A.A.Δ. 338,

Γεωργίου v. Σαμαρά (Αρ.1) (1995) 2 Α.Α.Δ. 114,

Τheodosiadou and Others v. Republic (1985) 3(Α) C.L.R. 178,

Preece v. Εστίας Ασφαλιστικής Εταιρείας (1990) 1 Α.Α.Δ. 695,

Πρόεδρος της Δημοκρατίας v. Βουλής των Αντιπροσώπων, Αναφορά Αρ. 4/90, ημερ. 16/11/1990,

Μαυρογένη v. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά. (Αρ. 2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 1034,

Μαυρογένη v. Βουλής των Αντιπροσώπων και Άλλων (Aρ. 1) (1996) 1(A) A.A.Δ. 49,

Ιατρικές Υπηρεσίες v. Πίττα (1995) 2 Α.Α.Δ. 261.

Αίτηση σε Έφεση εναντίον αθωωτικής απόφασης.

Αίτηση εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα για να εμφανιστεί ως φίλος του Δικαστηρίου (amicus curiae) σε σχέση με το έγκυρο της συγκατάθεσής του, η οποία δόθηκε στα πλαίσια άσκησης έφεσης εναντίον αθωωτικής απόφασης Επαρχιακού Δικαστηρίου.

Κ. Μελάς, για τον Εφεσείοντα.

Γ. Κακογιάννης, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΔIKAΣTHPIO: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ. Μ. Πικής, Π.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Ο εφεσείων δίωξε τους εφεσίβλητους ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, για απόσπαση χρημάτων με δόλο ή ψευδείς παραστάσεις, κατά παράβαση των  Άρθρων 297 και 298 του Ποινικού Κώδικα.

[*81]Μετά την ολοκλήρωση της υπόθεσης του κατηγόρου, το Δικαστήριο απέρριψε την κατηγορία και αθώωσε τους κατηγορούμενους. Έκρινε ότι δε στοιχειοθετήθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση. Επρόκειτο για αθωωτική απόφαση επαρχιακού δικαστηρίου. Έφεση μπορούσε να ασκηθεί μόνο με τη συγκατάθεση του Γενικού Εισαγγελέα - (βλ., μεταξύ άλλων, Maroulla Xenophontos v. Panayiota Charalambous (1961) C.L.R. 122· Attorney-General v. Pouris and Others (1979) 2 C.L.R. 15· Δημοκρατία v. Ερμογένους και Άλλων (1990) 2 Α.Α.Δ. 459· Γεν. Εισαγγελέας v. Λαζαρίδη και Άλλου (1992) 2 Α.Α.Δ. 8). Η παρούσα έφεση ασκήθηκε βάσει εγγράφου του Γενικού Εισαγγελέα, το οποίο συνάφθηκε στην έφεση.

Όπως έχουμε πληροφορηθεί, οι εφεσίβλητοι θεωρούν την έφεση άκυρη, για το λόγο ότι η συγκατάθεση του Γενικού Εισαγγελέα δε δόθηκε άνευ όρων - Κίρλαππου v. Ευθυμίου - (Ποινική Έφεση Αρ. 6156 - 19/9/97). Υπόκειται, όπως φαίνεται από το κείμενό της, στον όρο ότι, ο εφεσείων ή ο δικηγόρος του, προς τον οποίο απευθύνεται η σχετική εξουσιοδότηση, θα είναι υπόχρεοι να αποσύρουν την έφεση, εάν ο Γενικός Εισαγγελέας, μετά από μελέτη των πρακτικών, τα οποία προφανώς δεν ήταν διαθέσιμα, κρίνει ότι δε δικαιολογείται.

Ο κ. Κληρίδης, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, ζήτησε όπως δοθεί σ’ αυτό η ευκαιρία να ακουστεί ως φίλος του δικαστηρίου - (amicus curiae), σε σχέση με το έγκυρο της συγκατάθεσης.

Το θέμα το οποίο θα συζητηθεί, εξήγησε ο κ. Κληρίδης, αφορά άμεσα τις εξουσίες του Γενικού Εισαγγελέα, βάσει του Άρθρου 137 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, ΚΕΦ. 155, και θέλει να του δοθεί η ευκαιρία να ακουστεί, ιδιαίτερα ενόψει της διαφωνίας του με την πρόσφατη απόφαση στην Κίρλαππου, (ανωτέρω). Υποστήριξε το αίτημά του, παραπέμποντας σε δύο υποθέσεις - τη Γεωργίου v. Σαμαρά (Αρ. 1) (1995) 2 Α.Α.Δ. 114, στην οποία το ίδιο το Εφετείο κάλεσε το Γενικό Εισαγγελέα να εκφράσει τις απόψεις του σε θέμα που αφορούσε τις εξουσίες του κάτω από το Άρθρο 137 του Κεφ. 155 και τη Maroulla Xenophontos v. Panayiota Charalambous, (ανωτέρω), όπου και πάλι το ίδιο το Δικαστήριο ζήτησε, με τη συγκατάθεση των διαδίκων, να ακούσει το Γενικό Εισαγγελέα σε θέμα που αφορούσε τις εξουσίες του.

Σε καμιά από τις πιο πάνω αποφάσεις το Δικαστήριο δεν πραγματεύτηκε το δικαιοδοτικό βάθρο για τη δυνατότητα ακρόασης τρίτου ως φίλου του δικαστηρίου.

[*82]Θέσαμε υπόψη του κ. Κληρίδη, ότι το Ανώτατο Δικαστήριο εξέτασε το θέμα αυτό σε σειρά άλλων αποφάσεών του. Υποδείξαμε ότι η κλήση μη διαδίκου να ακουστεί ως φίλος του δικαστηρίου ανήκει στο δικαστήριο και ότι η άσκηση της εξουσίας διέπεται από καθορισμένες αρχές. Ο κ. Κληρίδης δεν ήταν έτοιμος να μας διαφωτίσει περαιτέρω στο θέμα.

Ο κ. Κακογιάννης, του οποίου επίσης ζητήθηκε η συνδρομή, όπως και του κ. Μελά, προς διαπίστωση των αρχών αυτών, αναφέρθηκε στην υπόθεση Preece, στην οποία είχε εμφανιστεί και στην οποία το Εφετείο είχε ασχοληθεί με το θέμα.

Διακόψαμε για να ολοκληρώσουμε την έρευνά μας στο επίμαχο θέμα, πριν προβούμε στην έκδοση της απόφασής μας. Υπάρχουν πέντε προηγούμενες αποφάσεις, στις οποίες το Ανώτατο Δικαστήριο διαπραγματεύεται τη δικαιοδοσία να προσκαλέσει μη διάδικο να ακουστεί υπό την ιδιότητα του φίλου του δικαστηρίου. Αυτές είναι οι:-

1.  Theodosiadou and Others v. Republic (1985) 3 C.L.R. 178 - (Απόφαση μονομελούς Δικαστηρίου).

2.  Preece v. Εστίας Ασφ. Εταιρείας (1990) 1 Α.Α.Δ. 695.

3.  Πρόεδρος της Δημοκρατίας v. Βουλής  των Αντιπροσώπων - (Αναφορά Αρ. 4/90 - 16/11/1990), (Απόφαση Ολομέλειας).

4.  Μαυρογένη v. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά. (Αρ. 2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 1034 - (Απόφαση Ολομέλειας (πλειοψηφίας)).

5.  Μαυρογένη v. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά. - (Εκλογική Αίτηση Αρ. 1/95 - 22/1/96) - (Απόφαση Ολομέλειας (πλειοψηφίας)).

Η βασική απόφαση είναι η Τheodosiadou.  Ο λόγος της υιοθετήθηκε σ’ όλες τις μεταγενέστερες αποφάσεις. Στη Τheodosiadou, γίνεται ιστορική αναδρομή στο θεσμό του φίλου του δικαστηρίου, όπως αναπτύχθηκε στην Αγγλία και σε άλλες χώρες, όπως στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και τον Καναδά όπου ισχύει ανάλογος θεσμός, καθώς και σε προηγούμενες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, που ρίπτουν φως στις παραμέτρους του θεσμού. Διαπιστώνεται ότι και η εμφάνιση του Γενικού Εισαγγελέα ως φίλου του δικαστηρίου δικαιολογείται μόνο όπου η αρχή δικαίου, η οποία εξετάζεται από το δικαστήριο, είναι ιδιαίτερης [*83]σημασίας για το κοινό.

Πότε τρίτος μπορεί να ακουστεί ως φίλος του δικαστηρίου, καθορίζεται στο ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση στη Theodosiadou, (ανωτέρω), σελ. 188:-

“(a) No one, other than a party to the proceedings, can be heard as of right.

(b)   The Court has discretion to hear someone other than a party, either on its own motion or at the request of the latter.

(c)   The jurisdiction is not a substitute for either joinder or intervention. It is primarily intended to afford to a disinterested party an opportunity either to strainghten the record or in the case of the Attorney-General, to voice views from the impersonal standpoint of the general public. A party with a direct interest in the outcome of the immediate dispute will not be heard as amicus curiae.

(d)   Occasionally parties with a direct interest in the dispute who would ordinarily be entitled to be joined as parties but with no institutional right to representation, are invited to be heard as amicus curiae, as was the case with the Disciplinary Board. These cases are exceptional, explicable by reference to the inherent jurisdiction of the Court to regulate proceedings before it, including power to safeguard a right for representation to everyone directly interested in dispute in the absence of procedural regulation.

The above statement of principles must be supplemented by the following addendum. In no reported case was anyone heard as amicus curiae in a matter pertaining to the conduct of a party in the proceedings.”

Οι αρχές αυτές υιοθετήθηκαν κατά γράμμα και εφαρμόστηκαν στην Preece, (ανωτέρω).

Οι ίδιες αρχές υιοθετήθηκαν από την Ολομέλεια στην Πρόεδρος της Δημοκρατίας v. Βουλής των Αντιπροσώπων, (ανωτέρω). Η θέση του Δικαστηρίου διατυπώνεται στο ακόλουθο απόσπασμα:- (σελ. 3)

«Πότε είναι επιτρεπτή σε διαδικασία η εμφάνιση μη διαδίκου [*84]ως φίλου του δικαστηρίου, amicus curiae, εξηγείται στην Theodosiadou and Others v. Republic (1985) 3 C.L.R. 178 και στην Πολιτική Έφεση 7656, Graham Thomas Preece v. ’ΕΣΤΙΑ’ Ανώνυμος Ασφαλιστική & Αντασφαλιστική Εταιρεία, Ενδιάμεση Απόφαση που δόθηκε στις 4 Σεπτεμβρίου, 1990.»

Ανάλογη υπήρξε η θέση της Ολομέλειας στη Μαυρογένη v. Βουλής Αντιπροσώπων κ.ά. (Αρ. 2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 1034, στην οποία υποδείχθηκε, παραπέμποντας στη Theodosiadou, ότι:- (σελ. 1046-1047)

«..., ενδιαφερόμενο πρόσωπο στην έκβαση της υπόθεσης δεν μπορεί ποτέ να ακουστεί υπό την ιδιότητα του φίλου του δικαστηρίου.»

Ίδια υπήρξε η προσέγγιση του Δικαστηρίου και στη μεταγενέστερη απόφαση Μαυρογένη - (22/1/96), (ανωτέρω), στην οποία αποφασίστηκε ότι η ανάμειξη του Γενικού Εισαγγελέα στη διαφορά, αποτελούσε και για τον ίδιο κώλυμα να εμφανιστεί υπό την ιδιότητα του φίλου του δικαστηρίου. 

Οι αρχές, οι οποίες υιοθετήθηκαν στις πιο πάνω αποφάσεις, είναι οι αρχές οι οποίες διέπουν την άσκηση της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου να ακούσει τρίτο, περιλαμβανομένου και του Γενικού Εισαγγελέα, ως φίλο του δικαστηρίου. Οι αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Xenophontos και Γεωργίου, (ανωτέρω), δε θέτουν διάφορο δικαιοδοτικό κανόνα. Και στις δύο υποθέσεις, το ίδιο το Δικαστήριο θεώρησε αναγκαία την παρουσία του Γενικού Εισαγγελέα για την επίλυση του θέματος. Στην Xenophontos, η πρόσκληση προς το Γενικό Εισαγγελέα έγινε με τη συγκατάθεση των διαδίκων. Το γεγονός ότι το ίδιο το Δικαστήριο θεώρησε αναγκαία την παρουσία του Γενικού Εισαγγελέα, αποτελεί στοιχείο που διακρίνει και τις δύο υποθέσεις. Το Εφετείο δεν απέβλεψε στη Γεωργίου να υιοθετήσει διάφορη αρχή από τη Theodosiadou, Preece και Πρόεδρος της Δημοκρατίας, (ανωτέρω), στις οποίες δε γίνεται καμιά αναφορά. (Ως προς την ουσία του λόγου της, η Γεωργίου θεωρήθηκε εσφαλμένη, ως αντικείμενη προς την προγενέστερη «ισχυρή γραμμή της νομολογίας από την οποία αποτελεί αδικαιολόγητη παρέκκλιση», στην Ιατρικές Υπηρεσίες v. Πίττα (1995) 2 Α.Α.Δ. 261.)

Και στην προκείμενη περίπτωση, θα ακολουθήσουμε τις αρχές που ορίζονται στη Theodosiadou και υιοθετούνται στις με[*85]ταγενέστερες αποφάσεις. Το ενδιαφέρον του Γενικού Εισαγγελέα να παραστεί στην έφεση αυτή επικεντρώνεται, όπως μας έχει λεχθεί, στην επιθυμία του να ακουστεί σε θέμα που αφορά τις εξουσίες του, βάσει του Άρθρου 137 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, με αφετηρία, αναμφιβόλως, την άσκησή τους στην προκείμενη υπόθεση. Πρόκειται για ιδιαίτερο ενδιαφέρον, το οποίο δεν μπορεί να προβληθεί υπό την ιδιότητα του φίλου του δικαστηρίου.

Η αίτηση απορρίπτεται. Θα προχωρήσουμε στην ακρόαση της έφεσης.

Kος Mελάς: - Aφού πρώτα απολογηθώ για την ανωμαλία, διότι κρίνω ότι δεν μπορούσα να ξεφύγω από την απόφαση στην Έφεση 6156, η οποία είναι δεσμευτική. Γι’ αυτό το λόγο, ζητώ άδεια να αποσύρω την παρούσα έφεση, απολογούμενος για την ταλαιπωρία που έχω προκαλέσει.

Δικαστήριο:

Eνόψει όλων των στοιχείων, τα οποία περιστοιχίζουν την παρούσα έφεση και έχουν τεθεί ενώπιόν μας, παρέχεται άδεια όπως αποσυρθεί η παρούσα έφεση.

Tο Άρθρο 151 του περί Ποινικής Δικονομίας Nόμου, παρέχει διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο να προβεί στην έκδοση διαταγής ως προς τα έξοδα. H άσκηση γενικά της εξουσίας για την επιδίκαση εξόδων σε ποινικές υποθέσεις αποτέλεσε το αντικείμενο συζήτησης στην Pishorn v. Police (1973) 9 J.S.C. 1132. Διευκρινίζεται ότι η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας για την παροχή εξόδων δεν ασκείται όπως και στις πολιτικές υποθέσεις, που, κατά κανόνα, ακολουθεί το αποτέλεσμα. Yπεισέρχονται στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου και όλοι οι άλλοι παράγοντες δημοσίου συμφέροντος, οι οποίοι αφορούν την έγερση ποινικής διαδικασίας.

Στην προκείμενη περίπτωση, η έφεση έχει αποσυρθεί, για το λόγο, όπως τέθηκε από το δικηγόρο του εφεσείοντα, ότι η έφεση κρίνεται ακροσφαλής, ενόψει της απόφασης του Aνωτάτου Δικαστηρίου στην Ποινική Έφεση 6156. Bεβαίως, η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ερμηνευτική των προϋπαρχουσών διατάξεων του Άρθρου 137.

Aσκώντας τη διακριτική μας ευχέρεια, υπό το φως όλων των [*86]σχετικών παραγόντων, κρίνουμε ότι δικαιολογείται η έκδοση διαταγής για τα έξοδα.

Θα προχωρήσουμε στον καθορισμό του ποσού, αφού ακούσουμε και τους δύο δικηγόρους.

Aκούονται οι δικηγόροι.

Δικαστήριο: Tο ποσό των εξόδων καθορίζεται σε £150,-.

H αίτηση απορρίπτεται. H έφεση αποσύρεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο