Xατζηδημητρίου Φώτος ν. Δημοκρατίας (1998) 2 ΑΑΔ 104

(1998) 2 ΑΑΔ 104

[*104]21 Μαΐου, 1998

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΦΩΤΟΣ Χ”ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,

Εφεσείων,

v.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 6399)

 

Ποινή — Κλοπή (2 κατηγορίες) — Πλαστογραφία (2 κατηγορίες) — Κυκλοφορία πλαστού εγγράφου (1 κατηγορία) — Πλαστοπροσωπεία (1 κατηγορία) — Απόσπαση χρημάτων δια ψευδών παραστάσεων (1 κατηγορία) — Κατά παράβαση των αντίστοιχων άρθρων του Ποινικού Κώδικα — Εφεσείων, καθηγητής σωματικής αγωγής, ηλικίας 40 χρόνων, έγγαμος και πατέρας ενός παιδιού — Δυσμενείς επιπτώσεις στην εργασία του, την οικογένεια και κοινωνική του ζωή από την καταδίκη — Ιδιοκτήτης της επιταγής ζημιώθηκε μόνο ένα μικρό ποσό (£250) -— Μία προηγούμενη καταδίκη — Επιβολή συντρέχουσων ποινών φυλάκισης 18 μηνών στις κατηγορίες της πλαστογραφίας και της κυκλοφορίας πλαστής επιταγής και 12 μηνών στις υπόλοιπες κατηγορίες — Επικυρώθηκαν από το Εφετείο.

Συνταγματικό Δίκαιο — Συνταγματικότητα νόμων — Το Δικαστήριο επιλαμβάνεται ζητημάτων αντισυνταγματικότητας μόνο όταν αυτό είναι απαραίτητο για τις ανάγκες της συγκεκριμένης υπόθεσης.

Απόδειξη — Εξ ακοής μαρτυρία — Πόρισμα Επιτρόπου Διοικήσεως — Στο βαθμό που απέβλεπε στην κατάθεσή του ως τεκμηρίου, ήταν μη αποδεκτή μαρτυρία, καθ’ ότι ήταν εξ ακοής.

Απόδειξη — Μαρτυρία εμπειρογνώμονα — Δεν είναι πάντοτε απαραίτητο για την υπεράσπιση να καλέσει εμπειρογνώμονα για να αμφισβητήσει τη μαρτυρία εμπειρογνώμονα της Κατηγορούσας Αρχής — Ο εμπειρογνώμονας μπορεί να εκφράσει γνώμη επί θεμάτων που εμπίπτουν στη σφαίρα της ειδικότητάς του, κατ’ εξαίρεση προς το γενικό κανόνα που δεν επιτρέπει την έκφραση γνώμης από μάρτυρα. 

[*105]Δίκαιη δίκη — Δικαιώματα κατηγορουμένου — Άρθρο 74 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 — Οι πρόνοιές του  είναι απόλυτα ευθυγραμμισμένες και εξασφαλίζουν πλήρως τα δικαιώματα του κατηγορουμένου, βάσει του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος και των Άρθρων 6(1) (2) (3) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων — Ποία η υποχρέωση του Δικαστηρίου για εξασφάλιση  δίκαιης δίκης στον κατηγορούμενο, ιδιαίτερα όταν αυτός χειρίζεται την υπόθεσή του αυτοπροσώπως.

Απόδειξη — Αντιφατική μαρτυρία — Δε δικαιολογούσε την επέμβαση του Εφετείου αναφορικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων ή με την ορθότητα της εκ μέρους τους αναγνώρισης του κατηγορουμένου, ως του προσώπου με το οποίο ήλθαν σε επαφή σε κάποια φάση της υπόθεσης.

Aπόδειξη — Aξιοπιστία μαρτύρων — Αρχές με βάση τις οποίες επεμβαίνει το Εφετείο για να ανατρέψει ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου που στηρίζονται στην αξιοπιστία των μαρτύρων.

Απόδειξη — Αναγνώριση κατηγορουμένου — Εφαρμοστέες αρχές.

Απόδειξη — Άλλοθι κατηγορουμένου — Η καθιερωμένη νομολογιακή αρχή είναι ότι η ανατροπή του άλλοθι βαρύνει πάντοτε την Κατηγορούσα Αρχή και η τυχόν αποδοχή του άλλοθι, ή έστω η ύπαρξη εύλογης αμφιβολίας ως προς την ύπαρξή του, οδηγεί στην απαλλαγή του κατηγορουμένου.

Ποινή — Πότε δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου για μείωση της επιβληθείσας ποινής.

Στίς 13/11/95, ο εφεσείων έκλεψε από το γραφείο του Επιθεωρητή Λογαριασμών στο Γενικό Λογιστήριο της Δημοκρατίας, στη Λευκωσία, τραπεζική επιταγή για το ποσό των £1.052,15σ που αφορούσε επιστροφή φόρου εισοδήματος στο δικαιούχο Μ. Τζίζουρο. Στις 15/11/95, έκλεψε από το Γ. Καμινιώτη ένα δερμάτινο τσαντάκι που περιείχε το δελτίο ταυτότητάς του. Στη συνέχεια, πλαστογράφησε την επιταγή, οπισθογραφώντας την πρώτα με το όνομα του Μ. Τζίζουρου και, ακολούθως, με αυτό του Γ. Καμινιώτη παρουσιάστηκε στο Συνεργατικό Ταμιευτήριο Λάρνακας όπου έδωσε την ταυτότητα του Γ. Καμινιώτη ως δική του και άνοιξε λογαριασμό. Στη συνέχεια παρουσίασε την επιταγή και απέσυρε £250  σε μετρητά. Την επόμενη μέρα, ο εφεσείων εμφανίσθηκε σε άλλο κατάστημα του Ταμιευτηρίου και ζήτησε να αποσύρει χρήματα, όμως, ο εκεί υπάλληλος, που στο μεταξύ είχε ενημερωθεί ότι επρόκειτο περί κλοπιμαίας [*106]επιταγής, του είπε να περιμένει και ειδοποίησε την Αστυνομία. Μέχρι να τηλεφωνήσει ο εκεί υπάλληλος, ο εφεσείων έφυγε από το κατάστημα και άρχισε να τρέχει. Αργότερα, συνελήφθηκε από την Αστυνομία.

Μετά από ακροαματική διαδικασία κατά την οποία ο εφεσείων παρουσίασε μόνος του την υπεράσπισή του, βρέθηκε ένοχος από το Κακουργιοδικείο σε δύο κατηγορίες κλοπής, δύο κατηγορίες πλαστογραφίας, μια κατηγορία κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου, μια κατηγορία πλαστοπροσωπείας και μια κατηγορία απόσπασης χρημάτων δια ψευδών παραστάσεων. Του επιβλήθηκε ποινή δεκαοκτάμηνης φυλάκισης στις κατηγορίες της πλαστογραφίας και της κυκλοφορίας πλαστής επιταγής και δωδεκάμηνης φυλάκισης στις υπόλοιπες κατηγορίες, με διαταγή να συντρέχουν.

Ο εφεσείων πρόβαλε 7 λόγους έφεσης:

(α)   Η απόφαση του Κακουργιοδικείου να μη δεχθεί να καταθέσουν στη δίκη, ως μάρτυρες υπεράσπισης, ο Επίτροπος Διοικήσεως και η Λειτουργός του γραφείου του, είναι εσφαλμένη για το λόγο ότι το Άρθρο 12 (2) των περί Επιτρόπου Διοικήσεως Νόμων του 1991 έως 1995 είναι αντισυνταγματικό και ταυτόχρονα αντίθετο προς την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Ο σκοπός για τον οποίο επιδιώκετο να δοθεί η πιο πάνω μαρτυρία ήταν για να παρουσιαστεί στο Δικαστήριο το πόρισμα έρευνας που διεξήγαγε το Γραφείο του Επιτρόπου, ενάμισυ χρόνο προηγουμένως, αναφορικά με εξέταση καταγγελίας του εφεσείοντα ότι κακοποιήθηκε από αστυνομικά όργανα κατά τη διάρκεια διερεύνησης άλλης υπόθεσης εναντίον του,  το οποίο ήταν καταδικαστικό για την Αστυνομία.

(β)   Η παράλειψη του Κακουργιοδικείου να καθοδηγήσει τον εφεσείοντα ότι θα έπρεπε να καλέσει και εκείνος εμπειρογνώμονα - γραφολόγο, είχε αποτέλεσμα να παραβιαστεί η αρχή της ισότητας των όπλων στην ποινική δίκη. Επιπλέον, ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι εσφαλμένα η μαρτυρία του εμπειρογνώμονα - γραφολόγου της κατηγορούσης αρχής έγινε αποδεκτή από το Κακουργιοδικείο.

(γ)   Τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου, ότι τέσσερις από τους μάρτυρες κατηγορίας αναγνώρισαν ορθά τον εφεσείοντα ως το πρόσωπο που είχε εμπλακεί στις ουσιώδεις πτυχές της υπόθεσης, είναι εσφαλμένα, διότι (αα)  στηρίχθηκαν πάνω σε μαρτυρίες που ήταν αντιφατικές μεταξύ τους και με άλλες μαρτυρίες (ββ) δεν [*107]τηρήθηκαν από την Αστυνομία τα απαραίτητα εχέγγυα για την αναγνώριση του εφεσείοντα από τους μάρτυρες κατηγορίας  και (γγ) οι μάρτυρες κατηγορίας κλήθηκαν να καταθέσουν στην Αστυνομία και ή μαρτυρήσουν στο Δικαστήριο μετά που ο εφεσείων θεάθηκε στις οθόνες της τηλεοράσεως ως ύποπτος για τη διάπραξη των αδικημάτων.

(δ)   Το Κακουργιοδικείο εσφαλμένα δέχθηκε ως τεκμήριο, για τους σκοπούς της υπόθεσης, δακτυλοσκοπικό δελτίο που περιείχε τα δακτυλικά αποτυπώματα του εφεσείοντα από άλλη υπόθεση του 1991.

(ε) Το Κακουργιοδικείο εσφαλμένα απέρριψε το άλλοθι που προβλήθηκε από τον εφεσείοντα, μη αποδεχόμενο, χωρίς ικανοποιητική αξιολόγηση, τη μαρτυρία του εφεσείοντα, του πατέρα και του ξαδέλφου του.

(στ)  Το Κακουργιοδικείο προσέγγισε εσφαλμένα τις νομικές αρχές που διέπουν την εξέταση του άλλοθι που πρόβαλε ο εφεσείων, διότι θεώρησε ότι αυτός είχε υποχρέωση να αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας το άλλοθι που πρόβαλε, ενώ ταυτόχρονα παρέλειψε να εξετάσει επαρκώς ότι, με το άλλοθι που πρόβαλε και τις εξηγήσεις που έδωσε στη μαρτυρία του, ο εφεσείων δημιούργησε τουλάχιστον εύλογη αμφιβολία για την ενοχή του.

Με τον τελευταίο λόγο έφεσης προσβάλλεται η ποινή, που επέβαλε το Κακουργιοδικείο, ως εσφαλμένη.

Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την έφεση και αποφάνθηκε ότι:

(α)   Η μαρτυρία αυτή, στο βαθμό που απέβλεπε στην κατάθεση του πορίσματος του Επιτρόπου Διοικήσεως ως τεκμηρίου, ήταν μη  αποδεκτή μαρτυρία καθ’ ότι ήταν εξ ακοής, στο βαθμό δε που απέβλεπε να αποδείξει προκατάληψη ή εχθρότητα της αστυνομίας έναντι του εφεσείοντα, ήταν εντελώς άσχετη. Επομένως, ορθά δεν ακούστηκε από το Κακουργιοδικείο.

(β)   Η υποχρέωση του Δικαστηρίου να διασφαλίσει δίκαιη ή άλλως χρηστή δίκη (fair trial) στον κατηγορούμενο, ιδιαίτερα όταν αυτός εμφανίζεται χωρίς δικηγόρο, δεν εξικνείται μέχρι του σημείου να του υποδεικνύει τον τρόπο με τον οποίο να χειριστεί την υπεράσπισή του. Μια τέτοια προσέγγιση θα ματαίωνε οριστικά την αποστολή του Δικαστηρίου ως του αμερόληπτου κριτή μεταξύ της Κατηγορούσας Αρχής και της υπεράσπισης. Η μαρτυρία του εμπειρογνώμονα είναι πλήρως τεκμηριωμένη και παρέχει [*108]όλα τα αναγκαία κριτήρια για τον έλεγχο της ακρίβειας των συμπερασμάτων του. Ορθά το Κακουργιοδικείο αξιολόγησε και αποδέχτηκε τη μαρτυρία του.

(γ)   Όσον αφορά την αξιοπιστία των μαρτύρων, δεν υποδείχθηκε από το συνήγορο του εφεσείοντα, αλλά ούτε και εντοπίστηκε οποιαδήποτε αξιοσημείωτη αντίφαση στις μαρτυρίες τους, είτε μεταξύ τους είτε σε σύγκριση με άλλους μάρτυρες.

     Όσον αφορά, ειδικότερα, το ζήτημα της αναγνώρισης, το Κακουργιοδικείο εφάρμοσε σωστά τις αρχές που διατυπώνονται στη βασική αγγλική υπόθεση R. v. Turnbull. Στην υπό κρίση υπόθεση, όπως προκύπτει από τη μαρτυρία, οι συνθήκες αναγνώρισης ήταν τέτοιες, που καθιστούν την ποιότητά της πολύ καλή, εφ’ όσον όλοι οι μάρτυρες είχαν την ευκαιρία να παρατηρήσουν τα χαρακτηριστικά του κατηγορουμένου για σχετικά μακρύ χρονικό διάστημα και υπό καλές συνθήκες παρατήρησης και, μάλιστα από τέτοια απόσταση που ουσιαστικά συνιστούσε άμεση επαφή.

(δ)   Ο λόγος αυτός είναι εντελώς ακαδημαϊκής σημασίας για την υπόθεση. Το Δικαστήριο δε στηρίχθηκε στα αποτελέσματα της δακτυλοσκοπικής αυτής εξέτασης για να καταλήξει στην απόφασή του.

(ε) Το ζήτημα της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο που έχει την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα. Αν από τη μαρτυρία που δόθηκε ενώπιόν του, τα ευρήματα στα οποία κατέληξε το δικαστήριο ήσαν εύλογα, το Εφετείο δεν επεμβαίνει για να τα ανατρέψει. Το Κακουργιοδικείο εύλογα απέρριψε τη μαρτυρία του εφεσείοντα και των μαρτύρων του αναφορικά με την ισχυριζόμενη σκευωρία και το άλλοθι που προβλήθηκε. Δεν υπάρχει περιθώριο επέμβασης του Εφετείου.

(στ)  Από την απόφαση του Κακουργιοδικείου, προκύπτει ξεκάθαρα ότι το Δικαστήριο προσέγγισε με το σωστό τρόπο το ζήτημα του άλλοθι, με βάση την καθιερωμένη νομολογιακή αρχή ότι η ανατροπή του άλλοθι βαρύνει πάντοτε την Κατηγορούσα Αρχή και ότι η τυχόν αποδοχή του άλλοθι, ή, έστω, η ύπαρξη εύλογης αμφιβολίας ως προς την ύπαρξή του οδηγεί στην απαλλαγή του κατηγορουμένου.

(ε) Επέμβαση του Εφετείου για να μειώσει τις ποινές που επιβάλλονται απο τα πρωτόδικα Δικαστήρια δικαιολογείται μόνο εφ’ όσον, στη συγκεκριμένη περίπτωση, καταφαίνεται ότι η ποινή που επιβλήθηκε είναι έκδηλα υπερβολική. Για να καταλήξει το Εφετείο σε [*109]ένα τέτοιο συμπέρασμα, το στοιχείο της υπερβολής πρέπει να είναι έκδηλο σε βαθμό που να βρίσκει αντικειμενικό έρεισμα. Στην προκείμενη περίπτωση δε διαπιστώθηκε οποιοσδήποτε λόγος που να δικαιολογεί επέμβαση στην ποινή που επέβαλε το Κακουργιοδικείο.

Η έφεση απορρίπτεται.

Aναφερόμενες Yποθέσεις:

Psaras v. Ministry of Commerce and Industry (1971) 3 C.L.R. 151,

Μηλιώτης Ακίνητα Λτδ v. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 12,

Δημοκρατία v. Κirnouyan και Άλλων (1996) 2 Α.Α.Δ. 126,

Fourri and Others v. Republic (1980) 2 C.L.R. 152,

Γιουρούκκης v. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 402,

Νικολάου v. Σταύρου (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 746,

Πέγκερος v. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 143,

Πέτρου κ.ά. v. Aστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 76,

Μουζάκης v. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 220,

R. v. Turnbull [1976] 3 ΑΙΙ Ε.R. 549,

Katsiamalis v. Republic (1980) 2 C.L.R. 107,

Rossides v. Republic (1983) 2 C.L.R. 391,

Αλ- Χάματ και Άλλος v. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 117,

Μιχαηλίδης v. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 172,

Sedora Enterprises v. Διευθυντή Κοινωνικών Ασφαλίσεων (1990) 2 Α.Α.Δ. 282,

Αεροπόρος και Άλλοι v. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 362,

Charitonos and Others v. Republic (1971) 2 C.L.R. 40,

Γιουρούκκης v. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 231,

[*110]Philippou v. Republic (1983) 2 C.L.R. 245,

Γεωργίου v. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525,

Σωκράτους v. Δημοκρατίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 132.

Έφεση εναντίον Kαταδίκης και Ποινής.

Έφεση εναντίον της καταδίκης και της ποινής από το Φώτο X”Δημητρίου, ο οποίος βρέθηκε ένοχος στις 16 Oκτωβρίου, 1997, από το Kακουργιοδικείο Λάρνακας (Ποινική Yπόθεση Aρ. 8947/96) στις κατηγορίες πλαστογραφίας, κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου, πλαστοπροσωπείας και απόσπασης χρημάτων δια ψευδών παραστάσεων, κατά παράβαση των Άρθρων 332, 339 και 341 του Ποινικού Kώδικα και καταδικάστηκε από X”Xαμπή, Π.E.Δ., Nαθαναήλ, A.E.Δ. και Γεωργίου, E.Δ., σε ποινή φυλάκισης 12 μηνών στην 1η κατηγορία, 12 μηνών στην 2η κατηγορία, 18 μηνών στην 3η κατηγορία, 18 μηνών στην 4η κατηγορία, 18 μηνών στην 5η κατηγορία, 12 μηνών στην 6η κατηγορία και 12 μηνών στην 7η κατηγορία.

Α. Ευτυχίου με Θρ. Κωνσταντινίδη, για τον Εφεσείοντα.

Μ. Παπαϊωάννου και Μ. Κυρμίζη, Δικηγόροι της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

Γ. Μ. ΠIKHΣ, Π: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γαβριηλίδης.

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας, ο εφεσείων βρέθηκε ένοχος από το Κακουργιοδικείο σε δύο κατηγορίες κλοπής, δύο κατηγορίες πλαστογραφίας, μια κατηγορία κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου, μια κατηγορία πλαστοπροσωπείας και μια κατηγορία απόσπασης χρημάτων δια ψευδών παραστάσεων, κατά παράβαση των αντίστοιχων άρθρων του Ποινικού Κώδικα.

Τα γεγονότα της υπόθεσης, όπως τα αποδέχθηκε το Κακουργιοδικείο, είχαν εξελιχθεί ως εξής. Στις 13/11/1995 ο εφεσείων έκλεψε από το γραφείο του Επιθεωρητή Λογαριασμών στο Γενικό Λογιστήριο της Δημοκρατίας Γ. Ηλιάδη, στη Λευκωσία, τραπεζική επιταγή για το ποσό των £1.052,15σ που αφορούσε επιστροφή φόρου εισοδήματος στο δικαιούχο Μ. Τζίζουρο. Κατά [*111]το χρόνο της κλοπής το γραφείο ήταν ανοικτό για το κοινό. Ακολούθως, στις 15/11/1995, στη Λάρνακα, ενώ ο οδηγός Γ. Καμινιώτης απουσίαζε σε καφενείο, έκλεψε από το σταθμευμένο λεωφορείο του ένα δερμάτινο τσαντάκι που ανήκε στον Γ. Καμινιώτη και περιείχε, μεταξύ άλλων, το δελτίο ταυτότητάς του. Αργότερα, την ίδια μέρα, αφού πλαστογράφησε την επιταγή που έκλεψε οπισθογραφώντας την πρώτα με το όνομα του Μ. Τζίζουρου και ακολούθως, με το όνομα του Γ. Καμινιώτη, παρουσιάστηκε στο Συνεργατικό Ταμιευτήριο Λάρνακας, έδωσε την ταυτότητα του Γ. Καμινιώτη ως δική του στην υπάλληλο του Ταμιευτηρίου Ε. Χαραλάμπους και της ζήτησε να του ανοίξει λογαριασμό. Αφού ανοίχθηκε ο λογαριασμός και εκδόθηκε βιβλιάριο καταθέσεων, ο εφεσείων παρουσίασε την επιταγή λέγοντας ότι ήθελε να αποσύρει από αυτή το ποσό των £600 σε μετρητά.  Τότε η υπάλληλος τον πληροφόρησε ότι δεν μπορούσε να του δώσει τόσο μεγάλο ποσό αλλά μόνο μέχρι £250. Ο εφεσείων δέχθηκε και, αφού πήρε το ποσό των £250 σε μετρητά μαζί με απόδειξη κατάθεσης στο λογαριασμό για το ποσό των £802,15σ, έφυγε παίρνοντας μαζί του το βιβλιάριο. Λίγο αργότερα, την ίδια μέρα, ο Σ. Χηνάς, επίσης υπάλληλος του Συνεργατικού Ταμιευτηρίου Λάρνακας, μετά που παρέλαβε την επιταγή από την Ε. Χαραλάμπους, υποπτεύθηκε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με την επιταγή και τηλεφώνησε στον Μ. Τζίζουρο, ο οποίος εξέφρασε πλήρη άγνοια. Ακολούθως ειδοποίησε την αστυνομία όπως, επίσης, και το άλλο κατάστημα του Ταμιευτηρίου στη Λάρνακα.  Την επόμενη μέρα, 16/11/1995, ο εφεσείων εμφανίσθηκε στο άλλο κατάστημα του Ταμιευτηρίου και παρουσιάζοντας το βιβλιάριο, ζήτησε από τον εκεί υπάλληλο Τ. Τρύφωνος να αποσύρει χρήματα. Ο Τρύφωνος όμως, ο οποίος είχε ειδοποιηθεί από την προηγούμενη μέρα ότι το συγκεκριμένο βιβλιάριο αφορούσε κλοπιμαία επιταγή και είχε πάρει εντολή, σε περίπτωση παρουσίασης του βιβλιαρίου, να ενημερώσει αμέσως την αστυνομία, παρεκάλεσε τον εφεσείοντα να καθήσει λέγοντάς του ότι θα ειδοποιήσει το άλλο κατάστημα για να βεβαιωθεί το υπόλοιπο του λογαριασμού ενώ, ταυτόχρονα, ζήτησε και την ταυτότητα του εφεσείοντα.  Ο εφεσείων του παρέδωσε την ταυτότητα, που ήταν η ταυτότητα του Γ. Καμινιώτη, αλλά, μέχρι να τηλεφωνήσει ο Τρύφωνος στο άλλο κατάστημα, ο εφεσείων βγήκε από το κατάστημα και άρχισε να τρέχει. Ο Τρύφωνος προσπάθησε να τον ακολουθήσει αλλά δεν το κατόρθωσε. Αργότερα, την ίδια μέρα, ο εφεσείων συνελήφθηκε από την αστυνομία.

Καθ’ όλη τη διάρκεια της δίκης ενώπιον του Κακουργιοδικείου, ο εφεσείων παρουσίασε μόνος του την υπεράσπισή του, χω[*112]ρίς τη βοήθεια δικηγόρου, πράγμα το οποίο ο ίδιος είχε επιλέξει, παρά το γεγονός ότι το Κακουργιοδικείο είχε εγκρίνει αίτημά του για διορισμό δικηγόρου με νομική αρωγή. Η γραμμή υπεράσπισης που ακολούθησε, δίδοντας και ένορκη μαρτυρία, γραμμή που απορρίφθηκε από το Κακουργιοδικείο, ήταν ότι η όλη υπόθεση εναντίον του αποτελούσε σκευωρία της αστυνομίας στην οποία είχαν εμπλακεί όλοι οι μάρτυρες κατηγορίας. Όλοι είχαν ψευδομαρτυρήσει καθ’ υποβολήν της αστυνομίας. Ο ίδιος δεν είχε ιδέα για την όλη υπόθεση, την δε μέρα που, σύμφωνα με τους μάρτυρες κατηγορίας, παρουσιάστηκε στο Συνεργατικό Ταμιευτήριο Λάρνακας για να ανοίξει λογαριασμό, εκείνος βρισκόταν στο οδόφραγμα της Δερύνειας σε αντικατοχική εκδήλωση. Κατά την εισήγησή του, ο πραγματικός ένοχος της υποθέσεως ήταν ο Γ. Καμινιώτης.

Ο πρώτος λόγος έφεσης που προβάλλεται είναι ότι η απόφαση του Κακουργιοδικείου να μη δεχθεί να καταθέσουν στη δίκη, ως μάρτυρες υπεράσπισης, ο Επίτροπος Διοικήσεως και η Λειτουργός του γραφείου του Λ. Σαββίδου είναι εσφαλμένη, για το λόγο ότι το άρθρο 12(2) των Περί Επιτρόπου Διοικήσεως Νόμων του 1991 έως 1995 (ο Νόμος), στο βαθμό που αποκλείει απόλυτα τη μαρτυρία του Επιτρόπου ή λειτουργού του σε σχέση με θέματα που περιήλθαν σε γνώση τους κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, χωρίς να συντρέχουν προς τούτο οι περί μη αποδεκτής μαρτυρίας γενικές αρχές του δικαίου της αποδείξεως, είναι αντισυνταγματικό και, ταυτόχρονα, αντίθετο προς την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που κυρώθηκε με το Νόμο 39/1962. Παραβιάζει, συγκεκριμένα, το άρθρο 30(2)(3)(γ) του Συντάγματος και το άρθρο 6(1)(2)(3)(δ) της Σύμβασης που διασφαλίζουν, για κάθε κατηγορούμενο, το δικαίωμα της αμερόληπτης δίκης και το δικαίωμα προσαγωγής μέσων αποδείξεως.

Ο σκοπός για τον οποίο επιδιώκετο να δώσουν μαρτυρία ο Επίτροπος Διοικήσεως και η Λειτουργός του Γραφείου του ήταν, αφ’ ενός μεν για να παρουσιάσουν στο Δικαστήριο το πόρισμα έρευνας που διεξήγαγε το Γραφείο του Επιτρόπου, ενάμισυ περίπου χρόνο προηγουμένως, αναφορικά με την εξέταση καταγγελίας του εφεσείοντα ότι είχε κακοποιηθεί από αστυνομικά όργανα κατά τη διάρκεια της διερεύνησης άλλης υπόθεσης εναντίον του, πόρισμα που ήταν καταδικαστικό για την Αστυνομία, αφ’ ετέρου δε για να μαρτυρήσουν πόσο αρνητική ήταν τότε η συμπεριφορά της αστυνομίας και πόση έλλειψη διάθεσης συνεργασίας με τον Επίτροπο επιδείχθηκε τότε από τους σημερινούς [*113]μάρτυρες κατηγορίας, ιδιαίτερα από το λοχία Μ. Πάρπα, ανακριτή της υπόθεσης, και το λοχία Α. Βασιλείου.

Το Κακουργιοδικείο, ενώπιον του οποίου, σημειωτέον, δεν ηγέρθη θέμα αντισυνταγματικότητας, αρνήθηκε να δεχθεί τη μαρτυρία της Λ. Σαββίδου στηριζόμενο στο άρθρο 12(2) του Νόμου.

Έχουμε μελετήσει με προσοχή την επιχειρηματολογία του εκπαίδευτου συνηγόρου του εφεσείοντα σε συνάρτηση με το σκοπό για τον οποίο επιδιώκετο η προσαγωγή της μαρτυρίας που αποκλείσθηκε. Ευρίσκουμε ότι η μαρτυρία αυτή, στο βαθμό που απέβλεπε στην κατάθεση του πορίσματος του Επιτρόπου Διοικήσεως ως τεκμηρίου, ήταν μη αποδεκτή μαρτυρία καθ’ ότι ήταν εξ ακοής, στο βαθμό δε που απέβλεπε να αποδείξει προκατάληψη ή εχθρότητα της αστυνομίας έναντι του εφεσείοντα, ενάμισυ χρόνο προηγουμένως, κατά τη διάρκεια της εξέτασης καταγγελίας που ερευνούσε τότε ο Επίτροπος, καταγγελίας που δε συνδεόταν με την ενώπιον του Δικαστηρίου υπόθεση, ήταν εντελώς άσχετη. Επομένως, ορθά δεν ακούστηκε από το Κακουργιοδικείο.

Σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το Δικαστήριο επιλαμβάνεται ζητημάτων αντισυνταγματικότητας μόνο όταν αυτό είναι απαραίτητο για τις ανάγκες της συγκεκριμένης υπόθεσης (βλέπε, μεταξύ άλλων, Andreas K. Psaras v. The Ministry of Commerce and Industry (1971) 3 C.L.R. 151, Μηλιώτης Ακίνητα Λτδ. v. Αστυνομίας, Ποινικές Εφέσεις 5769 έως 5770, απόφαση ημερ. 31/1/1995, και Δημοκρατία v. Kirnouyan και Άλλων, Νομικό Ερώτημα 308, απόφαση ημερ. 22/5/1996).  Στην προκείμενη περίπτωση, για τους λόγους που μόλις εξηγήσαμε, ορθά το Κακουργιοδικείο δεν άκουσε τη μαρτυρία που επιδίωκε να παρουσιάσει ο εφεσείων. Τούτου δοθέντος, παρέλκει η εξέταση της συνταγματικότητας του άρθρου 12(2) του Νόμου.

Ο δεύτερος λόγος έφεσης αναπτύχθηκε σε δύο σκέλη. Σύμφωνα με τον πρώτο, εφ’ όσον ο εφεσείων δεν υπερασπιζόταν με τη βοήθεια δικηγόρου και η κατηγορούσα αρχή είχε καλέσει ως μάρτυρα εμπειρογνώμονα-γραφολόγο, το λοχία Κ. Κυπριανού, εσφαλμένα το Κακουργιοδικείο παρέλειψε να καθοδηγήσει τον εφεσείοντα με την υπόδειξη, ότι θα’ πρεπε να καλέσει και εκείνος εμπειρογνώμονα-γραφολόγο, με αποτέλεσμα να παραβιασθεί, λόγω αυτής ακριβώς της παράλειψης του Κακουργιοδικείου, η αρχή της ισότητος των όπλων στην ποινική δίκη. Σύμφωνα με το δεύτερο σκέλος, εσφαλμένα το Κακουργιοδικείο αποδέχθηκε τη μαρτυρία του εμπειρογνώμονα-γραφολόγου της κατη[*114]γορούσης αρχής χωρίς, προηγουμένως, να την αναλύσει και αξιολογήσει εν όψει, μάλιστα, του γεγονότος ότι αυτός προχωρούσε “αποσπασματικά” στη μαρτυρία του χωρίς να παρέχει στο Δικαστήριο τα απαραίτητα επιστημονικά κριτήρια πάνω στα οποία στήριζε τα συμπεράσματά του.

Όσον αφορά το πρώτο σκέλος, ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα υποστήριξε ότι η υποχρέωση του Δικαστηρίου να υποδείξει στον εφεσείοντα, κατά τρόπο συγκεκριμένο, ότι θα’ πρεπε να καλέσει εμπειρογνώμονα-γραφολόγο για την υπεράσπισή του εκπορεύεται από το Άρθρο 74 της Ποινικής Δικονομίας, Κεφ. 155, σε συνδυασμό με το Άρθρο 30(2) του Συντάγματος και το Άρθρο 6(1)(2)(3) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Η θέση αυτή δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι, στην πράξη, δεν είναι πάντοτε απαραίτητο για την υπεράσπιση να καλέσει και εκείνη εμπειρογνώμονα για να αμφισβητήσει την ορθότητα της μαρτυρίας του εμπειρογνώμονα της κατηγορούσης αρχής, η υποχρέωση του δικαστηρίου να εξασφαλίσει δίκαιη, ή, άλλως, χρηστή δίκη (fair trial), στον κατηγορούμενο, ιδιαίτερα όταν αυτός εμφανίζεται χωρίς δικηγόρο, δεν εξικνείται μέχρι του σημείου να του υποδεικνύει τον τρόπο με τον οποίο να χειριστεί την υπεράσπισή του. Μια τέτοια προσέγγιση θα ματαίωνε οριστικά την αποστολή του δικαστηρίου ως του αμερόληπτου κριτή μεταξύ της κατηγορούσης αρχής και της υπεράσπισης.  Οι πρόνοιες του άρθρου 74 της Ποινικής Δικονομίας σύμφωνα με τις οποίες, όταν το δικαστήριο καλεί τον κατηγορούμενο να προβεί στην υπεράσπισή του, τον πληροφορεί και για το δικαίωμά του να καλέσει μάρτυρες, κοινούς ή εμπειρογνώμονες, χωρίς να του υποδεικνύει τι είδους μάρτυρες να καλέσει και για ποιο λόγο ή ζήτημα, είναι απόλυτα ευθυγραμμισμένες και εξασφαλίζουν πλήρως και αποτελεσματικά τα δικαιώματα του κατηγορουμένου βάσει του Άρθρου 30(2) του Συντάγματος και τα άρθρα 6(1)(2)(3) της Σύμβασης, ενώ, ταυτόχρονα, διαφυλάσσουν ακέραιο το ρόλο του δικαστηρίου ως του αμερόληπτου κριτή στην υπόθεση (βλ. Fourri and Others v. Republic (1980) 2 C.L.R. 152 και Γιουρούκκης v. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 402).

Ανεξάρτητα όμως από τα πιο πάνω, είναι φανερό από τα πρακτικά του Κακουργιοδικείου ότι ο εφεσείων, καθ’ όλη τη διάρκεια της δίκης, είχε πλήρη επίγνωση του δικαιώματός του να καλέσει δικό του εμπειρογνώμονα, αν ήθελε, αλλά, τελικά, δεν το έπραξε γιατί έτσι έκρινε.

Ερχόμαστε τώρα στο δεύτερο σκέλος του ίδιου λόγου έφεσης.

[*115]Στην υπόθεση Νικολάου v. Σταύρου (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 746, λέχθηκαν τα ακόλουθα:-

“Η ιδιότητα του πραγματογνώμονα επιτρέπει παρέκκλιση από τους κανόνες ως προς την απόδειξη. Αυτή όμως η παρέκκλιση σχετίζεται μόνο με τη δυνατότητα έκφρασης γνώμης. Ο πραγματογνώμονας, κατ’ εξαίρεση προς το γενικό κανόνα που δεν επιτρέπει την έκφραση γνώμης από μάρτυρα, μπορεί να εκφράσει γνώμη αναφορικά με ζητήματα που εμπίπτουν στη σφαίρα της ειδικότητάς του. (Βλ. Vassilico Cement Works v. Stavrou (1978) 1 C.L.R. 389, Constantinides (Akinita) Ltd v. Mavrogenis (1983) 1 C.L.R. 663). Σε τέτοια περίπτωση, όπως έχει εξηγηθεί επανειλημμένα, ο πραγματογνώμονας εφοδιάζει το Δικαστήριο με τα αναγκαία επιστημονικά κριτήρια για τον έλεγχο της ακρίβειας των συμπερασμάτων του έτσι που να μπορέσει ο δικαστής να διαμορφώσει τη δική του ανεξάρτητη κρίση με την εφαρμογή αυτών των κριτηρίων πάνω στα γεγονότα που αποδεικνύει η μαρτυρία. (Βλ. Davie v. Edimborough Magistrates [1953] S.C. 34, Andreas Anastassiades v. Republic (1977) 2 C.L.R. 97, Pouris and Another v. Republic (1983) 2 C.L.R. 170, Philippou v. Odysseos (1989) 1 C.L.R. 1.)”

Ανάλογη ήταν η πρoσέγγιση του Εφετείου και στην πιο πρόσφατη υπόθεση Πέγκερος v. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 143.

Έχουμε μελετήσει με προσοχή τη μαρτυρία του εμπειρογνώμονα- γραφολόγου λοχία Κ. Κυπριανού. Δε συμφωνούμε με τη θέση του εφεσείοντα ότι αυτή είναι “αποσπασματική” χωρίς να παρέχει τα απαραίτητα επιστημονικά κριτήρια πάνω στα οποία ο μάρτυρας στήριξε τα συμπεράσματά του. Ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει. Η μαρτυρία του είναι πλήρως τεκμηριωμένη και παρέχει όλα τα αναγκαία κριτήρια για τον έλεγχο της ακρίβειας των συμπερασμάτων του. Χρησιμοποίησε, όπως είπε, τη συγκριτική μέθοδο και αντιπαραβολή για τη μελέτη των λεπτομερειών της γραφής με τη βοήθεια μεγεθυντικών φακών, μικροσκοπείου και φωτογραφικής μηχανής, εργάστηκε δε πάνω σε οκτώ δείγματα γραφής τα οποία έκρινε ικανοποιητικά. Ορθά το Κακουργιοδικείο αξιολόγησε και αποδέχθηκε τη μαρτυρία του. 

Ο τρίτος λόγος έφεσης είναι ότι τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου, ότι οι μάρτυρες κατηγορίας Ε. Χαραλάμπους, Σ. Χηνάς, Τ. Τρύφωνος και Μ. Πραστίτη αναγνώρισαν ορθά τον εφεσείοντα, ως το πρόσωπο που είχε εμπλακεί στις ουσιώδεις πτυ[*116]χές της υπόθεσης, είναι εσφαλμένα διότι (α) στηρίχθηκαν πάνω στις μαρτυρίες της Ε. Χαραλάμπους και του Τ. Τρύφωνος που ήσαν αντιφατικές μεταξύ τους και με άλλες μαρτυρίες, όπως των μαρτύρων κατηγορίας λοχία Θ. Σεργίου και λοχία Μ. Πάρπα, και της μάρτυρος υπερασπίσεως Λ. Σαββίδου, β) δεν τηρήθηκαν από την αστυνομία τα απαραίτητα εχέγγυα για την αναγνώριση του εφεσείοντα από τους μάρτυρες κατηγορίας και, (γ) οι μάρτυρες κατηγορίας κλήθηκαν να καταθέσουν στην αστυνομία και ή μαρτυρήσουν στο Δικαστήριο, μετά που ο εφεσείων θεάθηκε στις οθόνες της τηλεοράσεως ως ο ύποπτος για τη διάπραξη των ισχυριζομένων αδικημάτων.

Η μαρτυρία της Ε. Χαραλάμπους ήταν σε γενικές γραμμές η ακόλουθη. Στις 15/11/1995, κατά τις 11 το πρωί, ο εφεσείων την επισκέφθηκε στο Συνεργατικό Ταμιευτήριο Λάρνακας όπου εργαζόταν και της είπε ότι ήθελε να ανοίξει λογαριασμό. Αφού πήρε τα στοιχεία του και τον ρώτησε τι θα καταθέσει, ο εφεσείων απάντησε ότι θα κατέθετε μία επιταγή την οποία της έδωσε. Όταν η μάρτυς πήρε την επιταγή, που είναι και το αντικείμενο της υπόθεσης, πρόσεξε ότι στο πίσω μέρος της αναγραφόταν το όνομα Μάριος Τζίζουρος με τα στοιχεία του και, πιο κάτω, το όνομα G. Kaminiotis με τα στοιχεία του. Ο εφεσείων έδωσε στη μάρτυρα και  μια ταυτότητα με το όνομα G. Kaminiotis.  Τότε η μάρτυρας άνοιξε λογαριασμό και έκδωσε βιβλιάριο στο όνομα Γ. Καμινιώτη το οποίο παρέδωσε στον εφεσείοντα. Όταν ο εφεσείων έδωσε στη μάρτυρα την επιταγή της ανέφερε ότι ήθελε να πάρει £600 σε μετρητά.  Η μάρτυρας του απάντησε ότι δεν μπορούσε να του δώσει τόσα πολλά, μπορούσε όμως, να του δώσει £250. Ο κατηγορούμενος δέχθηκε. Ακολούθως, η μάρτυρας του έδωσε τις £250 μετρητά μαζί με απόδειξη κατάθεσης για £802,15σ. Η μάρτυρας παραδέχθηκε πως δεν πρόσεξε τη φωτογραφία  στην ταυτότητα που της έδωσε ο εφεσείων, πράγμα που ήταν λάθος της. Ήταν όμως βέβαιη ότι, το πρόσωπο που την επισκέφθηκε στο Ταμιευτήριο στις 15/11/1995 και της έδωσε την επιταγή μαζί με την ταυτότητα του Γ. Καμινιώτη, ήταν ο εφεσείων.

Ο μάρτυρας Σ. Χηνάς του ίδιου Ταμιευτηρίου κατέθεσε ότι είχε δει τον εφεσείοντα όταν πήγε στο Ταμιευτήριο για να ανοίξει λογαριασμό στις 15/11/95 όπου και τον είχε εξυπηρετήσει η Ε. Χαραλάμπους. Όταν έφυγε ο εφεσείων, η Χαραλάμπους παρέδωσε στο μάρτυρα την επιταγή που της είχε δώσει. Ακολούθως ο ίδιος, επειδή του μπήκαν υποψίες για την επιταγή, τηλεφώνησε στο Μ. Τζίζουρο για να εξακριβώσει τι συνέβαινε. Όταν ο τελευταίος τον πληροφόρησε ότι δεν είχε ιδέα, αμέσως τηλε[*117]φώνησε στην αστυνομία και, ταυτόχρονα, ειδοποίησε το άλλο κατάστημα του Ταμιευτηρίου στη Λάρνακα και έδωσε εντολή, σε περίπτωση που παρουσιαζόταν το βιβλιάριο καταθέσεων, να ενημερωθεί τόσο το δικό του κατάστημα όσο και η αστυνομία γιατί το βιβλιάριο αφορούσε κλοπιμαία επιταγή. Στις 11/12/1995, ο μάρτυρας επισκέφθηκε την αστυνομία όπου και είδε τον εφεσείοντα. Στις 16/11/1995, του υποδείχθηκε φωτογραφία του εφεσείοντα από βιβλίο της αστυνομίας όπου και πάλιν τον αναγνώρισε.  Ο μάρτυρας ήταν απόλυτα βέβαιος για την ορθότητα της εκ μέρους του αναγνώρισης του εφεσείοντα ως του προσώπου που επισκέφθηκε το Ταμιευτήριο στις 15/11/1995 και έδωσε την κλοπιμαία επιταγή στην Ε. Χαραλάμπους.

Ο μάρτυρας Τ. Τρύφωνος εργαζόταν στο άλλο κατάστημα του Ταμιευτηρίου στη Λάρνακα. Κατέθεσε ότι στις 16/11/1995, το πρωί, τον επισκέφθηκε ο εφεσείων και, αφού παρουσίασε το βιβλιάριο καταθέσεων που είχε εκδώσει η Ε. Χαραλάμπους στο όνομα του Γ. Καμινιώτη την προηγούμενη μέρα, του ζήτησε να κάμει ανάληψη χρημάτων. Επειδή ο μάρτυρας είχε ήδη ειδοποιηθεί από το Σ. Χηνά, ότι το συγκεκριμένο βιβλιάριο που του παρουσίασε ο εφεσείων αφορούσε κλοπιμαία επιταγή και, σε περίπτωση που αυτό παρουσιαζόταν, να ειδοποιήσει τον Χηνά και  την αστυνομία, ζήτησε από τον εφεσείοντα να καθίσει λέγοντάς του ότι θα επικοινωνούσε με το άλλο κατάστημα για να ελεγχθεί το υπόλοιπο του λογαριασμού. Ταυτόχρονα ζήτησε και την ταυτότητα του εφεσείοντα. Ο εφεσείων του παρέδωσε την ταυτότητα αλλά, μέχρι να κάνει ο μάρτυρας το τηλεφώνημα, αυτός βγήκε από το κατάστημα και άρχισε να τρέχει. Τότε ο μάρτυρας τον ακολούθησε αλλά δεν τον πρόλαβε. Ο μάρτυρας είχε δει τον εφεσείοντα και την προηγούμενη μέρα το μεσημέρι όταν πήγε στο ίδιο κατάστημα για να αλλάξει ένα δεκάλιρο. Ο μάρτυρας ήταν απόλυτα βέβαιος για την ορθότητα της αναγνώρισης του εφεσείοντα.

Η μάρτυρας Μ. Πραστίτη, η οποία εργαζόταν μαζί με τον Τρύφωνος, κατέθεσε ότι γνώριζε τον εφεσείοντα από παλιά και ότι στις 15/11/1995, ο κατηγορούμενος πήγε στο Ταμιευτήριο και της ζήτησε να του αλλάξει ένα δεκάλιρο. Μαζί της ήταν και ο Τρύφωνος. Αφού του άλλαξαν το δεκάλιρο, ο εφεσείων έφυγε. Και αυτή η μάρτυρας ήταν απόλυτα βέβαιη για την αναγνώριση του εφεσείοντα.

Όλοι οι μάρτυρες -υπάλληλοι του Ταμιευτηρίου- απέρριψαν την εισήγηση του εφεσείοντα ότι η μαρτυρία τους ήταν ψευδής και δόθηκε στα πλαίσια σκευωρίας που οργανώθηκε από την [*118]αστυνομία.

Όσον αφορά την αξιοπιστία των πιο πάνω μαρτύρων, οφείλουμε να παρατηρήσουμε ότι δε μας υποδείχθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντα, αλλά ούτε και εντοπίσαμε, οποιαδήποτε αξιοσημείωτη αντίφαση στις μαρτυρίες τους, είτε μεταξύ τους είτε σε σύγκριση με άλλους μάρτυρες, όπως τους Θ. Σεργίου και Μ. Πάρπα ή τη μάρτυρα υπεράσπισης Λ. Σαββίδου.  Μικροδιαφορές υπάρχουν. Τούτο είναι, άλλωστε, φυσικό. Δεν είναι όμως αρκετό, για να δικαιολογήσει την επέμβαση του Εφετείου στα ευρήματα του Κακουργιοδικείου, αναφορικά με την αξιοπιστία τους ή την ορθότητα της εκ μέρους τους αναγνώρισης του εφεσείοντα ως του προσώπου με το οποίο ήλθαν σε επαφή ή είδαν σε κάποια φάση της όλης υπόθεσης (βλ., μεταξύ άλλων, Πέτρου κ.ά. v. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 76, Μουζάκης v. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 220).

Όσον αφορά, ειδικότερα, το ζήτημα της αναγνώρισης, ευρίσκουμε ότι το Κακουργιοδικείο εφάρμοσε ορθά τις αρχές που διατυπώνονται στη βασική αγγλική υπόθεση R. v. Turnbull [1976] 3 All E.R. 549, υπόθεση που υιοθετήθηκε από το κυπριακό Εφετείο σε σειρά αποφάσεών του (βλ. π.χ. Katsiamalis v. Republic (1980) 2 C.L.R. 107, Rossides v. The Republic (1983) 2 C.L.R. 391, Αλ-Χάματ και Άλλων ν. Δημοκρατίας (1989) 2 C.L.R. 117, και Μιχαηλίδης v. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 172).

Στην ενώπιόν μας υπόθεση, όπως προκύπτει από τη μαρτυρία που περιγράψαμε, οι συνθήκες αναγνώρισης ήταν τέτοιες που καθιστούσαν την ποιότητά της πολύ καλή, εφ’ όσον όλοι οι μάρτυρες είχαν την ευκαιρία να παρατηρήσουν τα χαρακτηριστικά του κατηγορουμένου για σχετικά μακρύ χρονικό διάστημα και υπό καλές συνθήκες παρατήρησης και, μάλιστα, από τέτοια απόσταση που ουσιαστικά συνιστούσε άμεση επαφή. Μάλιστα η μάρτυρας Πραστίτη γνώριζε τον κατηγορούμενο από προηγουμένως, γεγονός που καθιστούσε την αναγνώρισή της ακόμα ασφαλέστερη.

Δε μας διαφεύγει το γεγονός ότι, μετά την άρνηση του εφεσείοντα να λάβει μέρος σε αναγνωριστικές παρατάξεις, όπως ήταν άλλωστε δικαίωμά του, μερικοί από τους μάρτυρες τον αναγνώρισαν, για σκοπούς αστυνομικής ανάκρισης, κάτω από συνθήκες που δεν εξασφάλιζαν τα απαραίτητα εχέγγυα για την ορθότητά της ή, ίσως, κάτω από συνθήκες καταπιεστικές για τον κατηγορούμενο. Το γεγονός όμως αυτό δεν μπορεί, για τους λόγους [*119]που εξηγήσαμε, να θέσει υπό αμφισβήτητη την ορθότητα των ευρημάτων του Κακουργιοδικείου αναφορικά με την ποιότητα, και την επακόλουθη ορθότητα, της αναγνώρισης του εφεσείοντα από τους μάρτυρες αυτούς.

Ο τέταρτος λόγος έφεσης είναι ότι το Κακουργιοδικείο εσφαλμένα δέχθηκε ως τεκμήριο, για τους σκοπούς της υπόθεσης, δακτυλοσκοπικό δελτίο (Έντυπο Αστ. 59Α) που, σύμφωνα με την Κατηγορούσα Αρχή, περιείχε τα δακτυλικά αποτυπώματα του εφεσείοντα από άλλη υπόθεση, του 1991, διότι, αφ’ ενός μεν δεν αποδείχθηκε ικανοποιητικά ότι τα αποτυπώματα αυτά ήσαν πράγματι του εφεσείοντα, αφ’ ετέρου δε το εν λόγω έντυπο, ενώ ετοιμάστηκε, με τη συγκατάθεση του εφεσείοντα, για άλλη υπόθεση, τελικά χρησιμοποιήθηκε, χωρίς τη συγκατάθεσή του, για την εκδικαζόμενη υπόθεση. Και τούτο ενώ, για την εκδικαζόμενη υπόθεση, αρνήθηκε να δώσει τα δακτυλικά του αποτυπώματα.

Ο λόγος αυτός είναι εντελώς ακαδημαϊκής σημασίας για την υπόθεση. Το υπό συζήτηση δελτίο, χρησιμοποιήθηκε από τον εμπειρογνώμονα - μάρτυρα της Κατηγορούσας Αρχής, Λοχία Α. Σάββα, για να αποδείξει ότι, τόσο πάνω στην πλαστογραφημένη επιταγή, όσο και πάνω στο βιβλιάριο καταθέσεων, που εκδόθηκε με τον τρόπο που εξηγήσαμε προηγουμένως, βρήκε τα δακτυλικά αποτυπώματα του εφεσείοντα. Κατά την αντεξέταση του μάρτυρα, ο εφεσείων παραδέχθηκε ότι, πράγματι, τόσο στην επιταγή όσο και στο βιβλιάριο, υπήρχαν τα δακτυλικά του αποτυπώματα, αν και αμφισβήτησε τις συνθήκες κάτω από τις οποίες τοποθετήθηκαν.  Τελικά το Δικαστήριο, ανεξάρτητα από την παραδοχή αυτή, δε στηρίχθηκε στα αποτελέσματα της δακτυλοσκοπικής αυτής εξέτασης για να καταλήξει στην απόφασή του.

Ο πέμπτος λόγος έφεσης είναι ότι το Κακουργιοδικείο εσφαλμένα απέρριψε το άλλοθι, που προβλήθηκε από τον εφεσείοντα μη αποδεχόμενο, χωρίς ικανοποιητική αξιολόγηση, τη μαρτυρία του εφεσείοντα και των μαρτύρων υπεράσπισής του Ι. Χατζηδημητρίου (πατέρα του εφεσείοντα) και Μ. Χατζηδημητρίου (ξαδέλφου του εφεσείοντα).

Οι μάρτυρες, όπως και ο εφεσείων, είχαν καταθέσει ότι στις 15/11/1995 ήσαν και οι τρεις στο οδόφραγμα της Δερύνειας, όπου έλαβαν μέρος σε αντικατοχική εκδήλωση. Έφυγαν από τη Λάρνακα στις 9 π.μ. και γύρισαν στις 6.30-7 μ.μ..

Το Κακουργιοδικείο απέρριψε τη μαρτυρία τους, όπως και [*120]εκείνη του εφεσείοντα, ως γενική, αόριστη, ανεδαφική και, συνεπακόλουθα, αναξιόπιστη.

Οι αρχές με βάση τις οποίες το εφετείο επεμβαίνει, για να ανατρέψει ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου που στηρίζονται στην αξιοπιστία των μαρτύρων που κατέθεσαν ενώπιόν του, έχουν καθιερωθεί με σαφήνεια σε σειρά αποφάσεών του. Όπως λέχθηκε επανειλημμένα, το ζήτημα της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει στο πρωτόδικο δικαστήριο που έχει την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα. Αν από τη μαρτυρία που δόθηκε ενώπιόν του, τα ευρήματα στα οποία κατέληξε το δικαστήριο ήσαν εύλογα, το Εφετείο δεν επεμβαίνει για να τα ανατρέψει. Επεμβαίνει μόνο στην περίπτωση που τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε το πρωτόδικο δικαστήριο αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δε δικαιολογούνται από τη μαρτυρία, θεωρούμενη στο σύνολό της, ή από τα ίδια τα ευρήματά του.  Σε τέτοια περίπτωση, το Εφετείο μπορεί να ανατρέψει τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου και να εξάγει τα δικά του συμπεράσματα από τα πρωταρχικά γεγονότα (βλ., μεταξύ αλλων, Μιχαηλίδης v. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 172, Sedora Enter. v. Διευθ. Κοιν. Ασφαλίσ. (1990) 2 Α.Α.Δ. 282, Αεροπόρος και Άλλοι v. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 362, Πέτρου κ.ά. v. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 76, Μουζάκης v. της Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 220).

Έχοντας υπ’ όψη τις πιο πάνω θεμελιώδεις αρχές, ευρίσκουμε ότι εύλογα το Κακουργιοδικείο απέρριψε τη μαρτυρία του εφεσείοντα και των μαρτύρων του αναφορικά με την ισχυριζόμενη σκευωρία και το άλλοθι που προβλήθηκε. Η δε θέση του συνηγόρου του εφεσείοντα ότι το Κακουργιοδικείο απέρριψε τη μαρτυρία των μαρτύρων αυτών απλώς και μόνον επειδή ήσαν συγγενείς του εφεσείοντα, δεν ευρίσκει έρεισμα στην απόφαση. Δεν υπάρχει περιθώριο επέμβασης του Εφετείου.

Ο έκτος λόγος έφεσης είναι ότι το Κακουργιοδικείο προσέγγισε εσφαλμένα τις νομικές αρχές που διέπουν την εξέταση του άλλοθι που πρόβαλε ο εφεσείων, διότι θεώρησε ότι αυτός είχε υποχρέωση να αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας το άλλοθι που πρόβαλε, ενώ, ταυτόχρονα, παρέλειψε να εξετάσει επαρκώς ότι, με το άλλοθι που πρόβαλε και τις εξηγήσεις που έδωσε στη μαρτυρία του, ο εφεσείων δημιούργησε τουλάχιστον εύλογη αμφιβολία για την ενοχή του.

Ο λόγος αυτός είναι εντελώς αβάσιμος. Πουθενά στην από[*121]φαση του Κακουργιοδικείου δε φαίνεται να θεωρήθηκε ότι το Δικαστήριο τελούσε κάτω από την εντύπωση ότι ο εφεσείων είχε υποχρέωση να αποδείξει το άλλοθί του ή ότι δε θα ήταν αρκετή, για την απαλλαγή του, η εκ μέρους του δημιουργία εύλογης αμφιβολίας ως προς την ύπαρξη του άλλοθι που προβλήθηκε και, γενικότερα, ως προς την ενοχή του. Από την απόφαση του Κακουργιοδικείου προκύπτει ξεκάθαρα ότι το Δικαστήριο προσέγγισε με το σωστό τρόπο το ζήτημα του άλλοθι με βάση την καθιερωμένη νομολογιακή αρχή ότι η ανατροπή του άλλοθι βαρύνει πάντοτε την Κατηγορούσα Αρχή και ότι η τυχόν αποδοχή του άλλοθι, ή, έστω, η ύπαρξη εύλογης αμφιβολίας ως προς την ύπαρξή του οδηγεί στην  απαλλαγή του κατηγορουμένου (βλ., Adamos Charitonos and Others v. The Republic (1971) 2 C.L.R. 40, Katsiamalis v. Republic (1980) 2 C.L.R. 107, Γιουρούκης v. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 231). Αποδεχόμενο τη μαρτυρία των μαρτύρων κατηγορίας Ε. Χαραλάμπους, Σ. Χηνά και Μ. Πραστίτη ότι, στις 15/11/1995, ο εφεσείων επισκέφθηκε διαδοχικά και τα δύο καταστήματα του Συνεργατικού Ταμιευτηρίου στη Λάρνακα, το ένα για να ανοίξει λογαριασμό και το άλλο για να αλλάξει ένα δεκάλιρο, το Κακουργιοδικείο ορθά ικανοποιήθηκε, πέραν πάσης αμφιβολίας, ότι, την μέρα εκείνη, ο εφεσείων δεν ήταν στη Δερύνεια, αλλά στη Λάρνακα.

Ο έβδομος και τελευταίος λόγος έφεσης αφορά την ποινή.  Σύμφωνα με το λόγο αυτό, το Κακουργιοδικείο εσφαλμένα επέβαλε στον εφεσείοντα την ποινή της δεκαοκτάμηνης φυλάκισης στις κατηγορίες της πλαστογραφίας και της κυκλοφορίας πλαστής επιταγής και της δωδεκάμηνης φυλάκισης στις υπόλοιπες κατηγορίες με διαταγή να συντρέχουν. Και τούτο, διότι δεν έλαβε επαρκώς υπόψη τις προσωπικές περιστάσεις του εφεσείοντα, που είναι 40 ετών, έγγαμος με ένα παιδί δώδεκα ετών, το γεγονός ότι ο ιδιοκτήτης της επιταγής ζημιώθηκε ένα μικρό μόνο ποσόν (£250) ότι, με την καταδίκη, ο εφεσείων, που είναι καθηγητής σωματικής αγωγής, θα απωλέσει την εργασία και τα οφελήματά του μετά από είκοσι χρόνια υπηρεσία και ότι, για τον ίδιο λόγο, οι επαγγελματικές του προοπτικές εμφανίζονται ιδιαίτερα ζοφερές, πέραν από τις δυσμενείς επιπτώσεις που θα έχει η καταδίκη του στην οικογένεια και κοινωνική του ζωή.

Στην απόφαση του Κακουργιοδικείου γίνεται εκτενής αναφορά στη σοβαρότητα των διαπραχθέντων αδικημάτων, ιδιαίτερα εκείνων που αφορούν την πλαστογραφία και κυκλοφορία πλαστής επιταγής όπως επίσης και στη νομολογία του Εφετείου με την οποία τονίστηκε επανειλημμένα η σοβαρότητα αυτή παράλλη[*122]λα με την ανάγκη να επιβάλλονται αποτρεπτικές ποινές για αδικήματα τέτοιας φύσεως ενόψει της ολοένα αυξανόμενης συχνότητας με την οποία διαπράττονται. Αφ’ ετέρου, στην ίδια απόφαση, προσδίδεται η δέουσα βαρύτητα σε όλα τα προαναφερθέντα στοιχεία που ανάγονται στην προσωπικότητα του εφεσείοντα, τα περιστατικά της υπόθεσης και τις άμεσες και απώτερες συνέπειες της καταδίκης τόσο για τον ίδιο τον εφεσείοντα όσο και για την οικογένειά του. Λαμβάνεται, επίσης, υπόψη και η προηγούμενη καταδίκη του, τον Ιούλιο του 1993, σε ποινή φυλάκισης δεκαπέντε μηνών με αναστολή για αδικήματα παρόμοιας φύσης.

Είναι γνωστές οι αρχές με βάση τις οποίες επεμβαίνει το Εφετείο για να μειώσει τις ποινές που επιβάλλονται από τα πρωτόδικα Δικαστήρια.  Επέμβαση δικαιολογείται μόνον εφ’ όσον, στη συγκεκριμένη περίπτωση, καταφαίνεται ότι η ποινή που επιβλήθηκε είναι έκδηλα υπερβολική. Για να καταλήξει το Εφετείο σε ένα τέτοιο συμπέρασμα, το στοιχείο της υπερβολής πρέπει να είναι έκδηλο σε βαθμό που να βρίσκει αντικειμενικό έρεισμα (βλ., μεταξύ άλλων, Philippou v. Republic (1983) 2 C.L.R. 245, Γεωργίου v. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525, Σωκράτους v. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 132).

Στην προκειμένη περίπτωση δε διαπιστώσαμε οποιοδήποτε λόγο που να δικαιολογεί την επέμβασή μας στην ποινή που επέβαλε το Κακουργιοδικείο.

Η έφεση απορρίπτεται.

H έφεση απορρίπτεται.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο