(1998) 2 ΑΑΔ 129
[*129]26 Μαΐου, 1998
[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]
1. ΔΗΜΟΣ ΔΗΜΟΣΘΕΝΟΥΣ,
2. ΙΩΑΝΝΗΣ Α. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ,
3. CRISTINA DIMIAN,
Εφεσείοντες,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινικές Eφέσεις Αρ. 6472, 6473 και 6474)
Aπόδειξη — Μαρτυρία — Ανώμοτη δήλωση κατηγορουμένου που γίνεται στο στάδιο της απολογίας του — Η χρησιμοποίησή της από το Δικαστήριο, ως επιβαρυντικό στοιχείο εναντίον του, είναι σοβαρό λάθος και οδηγεί από μόνο του στην ανατροπή της καταδίκης.
Απόδειξη — Ενισχυτική μαρτυρία — Μαστρωπεία — Προαγωγή διαφθοράς γυναίκας με απειλές — Αποζείν από κέρδη πορνείας — Στα πρώτα δύο αδικήματα απαιτείται από το νόμο ενισχυτική μαρτυρία για θεμελίωση της καταδίκης — Στο τρίτο αδίκημα λειτουργεί άγραφος κανόνας πρακτικής ως προς την αναγκαιότητα τέτοιας μαρτυρίας.
Απόδειξη — Ενισχυτική μαρτυρία — Βία στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμος του 1994 (N. 47(1)/94 ) — Καταγγελία από θύμα — Αποτελεί ενισχυτική μαρτυρία της κατάθεσής του, όταν γίνεται μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες, προς οποιοδήποτε αρμόδιο πρόσωπο, από τη διάπραξη του αδικήματος.
Απόδειξη — Μαρτυρία — Άμεσο παράπονο — Ποίες οι βασικές προϋποθέσεις για αποδεκτότητά του.
Η παραπονούμενη κατάγεται από τη Ρουμανία. Μετά το γάμο της με τον εφεσείοντα στην έφεση αρ. 6472, εγκαταστάθηκαν στην Κύπρο. Ήταν η υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής ότι ο εφεσείων στην έφεση αρ. 6472, από 18/6/97 μέχρι 16/7/97, με τη σύμπραξη και σε συναυτουργία με τον εφεσείοντα στην έφεση αρ. 6473 και την εφεσείουσα στην έφεση 6474, που διατηρούσαν μπαρ στη Λεμεσό, από κερδο[*130]σκοπία προήγαγαν την παραπονούμενη σε πορνεία κατόπιν απειλών και εκφοβισμών. Μετά από ακροαματική διαδικασία, οι εφεσείοντες καταδικάστηκαν σε ποινές φυλάκισης για μαστρωπεία, κατά παράβαση του Άρθρου 157(β) του Ποινικού Κώδικα, προαγωγή διαφθοράς γυναίκας με απειλές, κατά παράβαση του Άρθρου 159(α) και ότι αποζούσαν από κέρδη πορνείας, κατά παράβαση του Άρθρου 164(1) (α) του Ποινικού Κώδικα. Επίσης ο εφεσείων στην έφεση αρ. 6472 καταδικάστηκε ότι άσκησε βία κατά της συζύγου του, που της προκάλεσε ψυχική βλάβη, κατά παράβαση του Άρθρου 3(1)(4) του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου του 1994 (N. 47(1)/94). Η έφεση στράφηκε εναντίον της καταδίκης.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, επιτρέποντας τις εφέσεις και απαλλάσσοντας τους εφεσείοντες, αποφάνθηκε ότι:
(α) Ο πρωτόδικος Δικαστής, με την αξιολόγηση των ανώμοτων δηλώσεων που έκαναν οι εφεσείοντες από το εδώλιο όταν κλήθηκαν σε απολογία και με τις οποίες ανέφεραν ότι ήταν αθώοι και δε διέπραξαν ότι τους καταλόγιζε το κατηγορητήριο, έκανε ακριβώς το αντίθετο απ’ ότι επιτάσσει η νομολογία, με αποτέλεσμα να συντριβεί η ευρύτερη βάση της καταδίκης.
(β) Από καμιά νομοθετική διάταξη ή νομολογιακό προηγούμενο, δε θεσπίζεται ούτε συνάγεται ότι αποτελεί κριτήριο αποδοχής μαρτυρίας παραπόνου, με την έννοια και επιπτώσεις που προσδίνει το Άρθρο 10 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, σε τέτοια μαρτυρία, η χρονική στιγμή που αποφασίζει η παραπονούμενη να προβεί σε καταγγελία στην αστυνομία. Το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι η καταγγελία της υπόθεσης στην Αστυνομία από την παραπονούμενη, ένα μήνα μετά που άρχισε η παράνομη συμπεριφορά των εφεσειόντων απέναντί της, συνιστά ενισχυτική μαρτυρία, είναι εσφαλμένο. Ελλείπει εντελώς το στοιχείο αυθορμητισμού στην εκδήλωση του παραπόνου και η χρονική αμεσότητα, που αποτελούν βασικές προϋποθέσεις δεκτικότητος.
(γ) Ο τρίτος λόγος, που καθιστά την καταδίκη τρωτή, είναι ότι ο πρωτόδικος Δικαστής δεν επέτρεψε αντεξέταση αστυνομικού μάρτυρα, που δυνατό να προωθούσε τη γραμμή της υπεράσπισης, τη μαρτυρία του οποίου αργότερα αξιολόγησε με τρόπο δυσμενή για τους εφεσείοντες.
Οι εφέσεις επιτρέπονται και οι εφεσείοντες αθωώνονται και απαλλάσονται.
[*131]Aναφερόμενες Yποθέσεις:
Themistokleous v. Police (1981) 2 C.L.R. 200,
Onisiforou v. Police (1987) 2 C.L.R. 261,
Anastassiades v. Republic (1977) 2 C.L.R. 97,
R. v. King [1914] 10 Cr. App. Rep. 117,
Παρμαξής v. Δημοκρατίας (1997) 2 A.A.Δ. 224.
Εφέσεις εναντίον Kαταδίκης.
Eφέσεις εναντίον της καταδίκης από 1. Δήμο Δημοσθένους 2. Iωάννη Στυλιανού και 3. Cristina Dimian, οι οποίοι βρέθηκαν ένοχοι στις 4 Mαρτίου, 1998, από το Eπαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού (Ποινική Yπόθεση Aρ. 24050/97) στις κατηγορίες μαστρωπείας, προαγωγής διαφθοράς γυναίκας με απειλές και αποζείν από τα κέρδη πορνείας, κατά παράβαση των Άρθρων 157(β), 159(α) και 164 (1) (α) και 20 του Ποινικού Kώδικα, Kεφ. 154 και καταδικάστηκαν από Σταυρινίδη, A.E.Δ., σε ποινές φυλάκισης. O Δήμος Δημοσθένους εφεσιβάλλει επίσης την καταδίκη του σε αδίκημα που δημιουργούν οι διατάξεις του Άρθρου 3(1)(4) του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Nόμου του 1994 (Αρ. 47(1)/94).
Χρ. Σ. Χριστοφόρου, για τους Εφεσείοντες.
Γ. Παπαϊωάννου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΔIKAΣTHPIO: Η απόφαση δόθηκε αυθημερόν από το δικαστή Σ. Νικήτα.
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Μετά από σχετικά μακρά δίκη και οι τρεις εφεσείοντες βρέθηκαν ένοχοι για διάπραξη αδικημάτων κατά των ηθών, που διέπουν τη γενετήσια ζωή. Και καταδικάστηκαν σε ποινές φυλάκισης για μαστρωπεία (άρθρο 157(β) του Ποινικού Κώδικα), προαγωγή διαφθοράς γυναίκας με απειλές [(άρθρο 159(α)] και ότι αποζούσαν από τα κέρδη πορνείας [(άρθρο 164(1)(α)]. Ο Δ. Δημοσθένους (εφεσείων στην έφεση με αρ. 6472) καταδικάστηκε πρόσθετα για το αδίκημα που δημιουργούν οι διατάξεις του άρθρου 3(1)(4) του περί Βίας στην Οικογένεια [*132](Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Νόμου του 1994 (αρ. 47(1)/94), ότι άσκησε βία κατά της συζύγου του (και παραπονουμένης στην υπόθεση), που της προκάλεσε ψυχική βλάβη. Η έφεση στράφηκε μόνο κατά της καταδίκης.
Είναι αρκετό, για τους σκοπούς της απόφασής μας, αν έχουμε υπόψη τον πυρήνα των γεγονότων. Η παραπονούμενη είναι νεαρής ηλικίας. Κατάγεται από τη Ρουμανία. Συνάντησε τον εφεσείοντα Δημοσθένους στη χώρα της και τέλεσαν το γάμο τους εκεί. Εγκαταστάθησαν στη συνέχεια στην Κύπρο. Ήταν η υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής ότι ο εφεσείων Δημοσθένους, σχεδόν έκτοτε, δηλαδή, από 18/6/97 μέχρι 16/7/97, με τη σύμπραξη και σε συναυτουργία με τον Ιωάννη Α. Στυλιανού (εφεσείοντα στην έφεση με αρ. 6473) και τη σύζυγό του και συμπατριώτισσα της παραπονούμενης Cristina Dimian (εφεσείουσα στην έφεση με αρ. 6474), που διατηρούσαν μπαρ στη Λεμεσό, από κερδοσκοπία προήγαγαν την παραπονούμενη σε πορνεία. Για να επιτύχουν το σκοπό τους, σύμφωνα πάντοτε με τους ισχυρισμούς της Κατηγορίας, απειλούσαν ή εκφόβιζαν συνεχώς την παραπονούμενη. Ως αποτέλεσμα της εγκληματικής αυτής συμπεριφοράς, οι εφεσείοντες προσπορίστηκαν εισοδήματα προς βιοπορισμό.
Από τους 6 λόγους έφεσης, ο δικηγόρος των εφεσειόντων ανέπτυξε μόνο τους τρεις. Με τον πρώτο, επικρίνεται ο τρόπος με τον οποίο ο πρωτόδικος δικαστής αντιμετώπισε τις ανώμοτες δηλώσεις των εφεσειόντων από το εδώλιο, όταν κλήθηκαν σε απολογία, μετά που απέρριψε εισήγησή τους, πως δε στοιχειοθετήθηκε από τη μαρτυρία που προσήγαγε η Κατηγορία εκ πρώτης όψεως υπόθεση. Πρέπει να λεχθεί ότι κάθε εφεσείων περιορίστηκε, όπως είχε δικαίωμα από το νόμο, σε συντομότατη δήλωση, πως ήταν αθώος και πως δε διέπραξε όσα του καταλόγιζε το κατηγορητήριο.
Ο πρωτόδικος δικαστής αναφέρθηκε στην υπόθεση Th. Themistokleous v. The Police (1981) 2 C.L.R. 200, από την οποία άντλησε καθοδήγηση, σχετικά με τις αρχές που διέπουν την αξιολόγηση των δηλώσεων κατηγορούμενων προσώπων που γίνονται ανωμοτί, στο στάδιο της απολογίας τους. Παρά ταύτα, αυτός σχολίασε ως εξής τις εν λόγω δηλώσεις:
“Οι κατηγορούμενοι κατέθεσαν από το εδώλιο του κατηγορούμενου όπως είχαν δικαίωμα να κάμουν και δεν έκαμαν καλή εντύπωση στο Δικαστήριο σαν πρόσωπα που έλεγαν την αλήθεια αλλά η προσπάθειά τους ήταν να κρύψουν τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης ώστε να αποφύγουν την ευθύ[*133]νη των κατηγοριών που τους βαραίνει.”
Στη Τhemistokleous, ανωτέρω, το Εφετείο ακυρώνοντας την καταδίκη και για λανθασμένη εκτίμηση ανώμοτης δήλωσης, τόνισε εμφαντικά, στη σελ. 202:
“The trial Judge has, in commenting on the failure of the appellant to give evidence in his own defence, unfortunately exceeded somewhat the by the law prescribed limits in this connection. It is clear that the appellant was fully entitled in law to choose to make an unsworn statement from the dock and the adoption of such a course by him could not be treated by the trial Judge, particularly in the circumstances of this case, in a manner so adverse for the appellant. We would, indeed, be prepared to set aside the conviction of the appellant for this reason, too.”
Η Onisiforou v. The Police (1987) 2 C.L.R. 261 είναι πιο κοντά στα γεγονότα της κρινόμενης έφεσης. Το σχόλιο του πρωτόδικου δικαστή, σε εκείνη την υπόθεση, ήταν περίπου ταυτόσημο με αυτό που παραθέσαμε. Η ακύρωση της καταδίκης θεωρήθηκε αναπόφευκτη. Το σκεπτικό είναι στη σελ. 263:
“It was pointed out in Anastassiades v. The Republic (1977) 2 C.L.R. 97, 210, that it is not entirely accurate to describe an unsworn statement from the dock as evidence in the strict sense and, in any event, it appears to us that the trial Judge, by attributing the status of evidence to the unsworn statement of the appellant from the dock and by stating that the appellant made a very poor impression to him, especially when such impression must have been a very fleeting one because the said statement was very short indeed and it occupies only five lines of the record of the trial, has unduly treated the falsity of the unsworn statement from the dock of the appellant as an element against him, thus rendering his conviction unsatisfactory.”
Στην προκείμενη περίπτωση, με την παραπάνω αξιολόγηση, ο πρωτόδικος δικαστής έκαμε ακριβώς το αντίθετο απ’ ότι επιτάσσει η νομολογία, με αποτέλεσμα να συντριβεί η ευρύτερη βάση της καταδίκης. Πρόκειται για σοβαρό λάθος που αρκεί, από μόνο του, για να ανατρέψουμε την καταδίκη.
Θα προχωρήσουμε ωστόσο και στο δεύτερο λόγο έφεσης. Χρειάζεται μια σύντομη εισαγωγή. Στις 17/7/97, η παραπονούμενη μίλησε στη φίλη της, Μ.Κ.2, ότι οι εφεσείοντες την εξέδιδαν [*134]προς χρηματισμό παρά τη θέλησή της, σχεδόν από τότε που έφτασε στην Κύπρο. Ο πρωτόδικος δικαστής, παρά τις ενστάσεις του δικηγόρου των εφεσειόντων πως δε συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 10 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, όπως τροποποιήθηκε, αποδέχθηκε την παραπάνω μαρτυρία σαν πρώτο και άμεσο παράπονο, προσδίδοντάς του και το χαρακτήρα ενισχυτικής μαρτυρίας.
Θα προσθέταμε στο σημείο αυτό ότι δεν είναι δυνατή καταδίκη για τα αδικήματα των άρθρων 157 και 159 “βάσει της μαρτυρίας ενός μόνο μάρτυρα, εκτός αν τέτοια μαρτυρία ενισχύεται σε ουσιώδες σημείο της από άλλο ενοχοποιητικό αποδεικτικό στοιχείο για τον κατηγορούμενο”. Στην περίπτωση των παραπάνω αδικημάτων, την ενισχυτική μαρτυρία για θεμελίωση της καταδίκης απαιτεί ο νόμος. Στην περίπτωση του αδικήματος του άρθρου 164(1)(α) δεν υπάρχει ρητή νομοθετική επιταγή. Λειτουργεί όμως άγραφος δικονομικός κανόνας πρακτικής: “to warn the jury to be cautious in accepting her evidence without corroboration”. Βλέπε R. V. King [1914] 10 Cr. App. Rep. 117 και Archbold “Pleading, Evidence & Practice in Criminal Cases”, 42η έκδοση, σελ. 1829.
Παρατηρούμε περαιτέρω ότι το άρθρο 10(1) του N. 47(1)/94 προβλέπει ότι, χωρίς να επηρεάζονται οι διατάξεις του άρθρ. 10 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9 “... η καταγγελία η οποία γίνεται από θύμα αδικήματος βίας προς οποιοδήποτε αρμόδιο πρόσωπο μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες από τη διάπραξή του αποτελεί ενισχυτική μαρτυρία της κατάθεσής του”.
Κρίνουμε σκόπιμο να παραθέσουμε περικοπή της απόφασης, που αφορά άμεσα το υπό συζήτηση θέμα:
“Το γεγονός ότι η παραπονούμενη πήγε στη Μαριάννα Μαντά (ΜΚ2), σαν το πρόσωπο το οποίο είχε εμπιστοσύνη στην Κύπρο όταν αποφάσισε να καταγγείλει την υπόθεση στην Αστυνομία και να της εκφράσει τι ακριβώς συμβαίνει στο άτομο της εκ μέρους των κατηγορουμένων όλων, αυτό αποτελεί ενίσχυση της μαρτυρίας της παραπονουμένης σχετικά με την προαγωγή της σε πορνεία εκ μέρους των κατηγορουμένων.”
(Η υπογράμμιση είναι δική μας)
Από καμιά νομοθετική διάταξη ή νομολογιακό προηγούμενο δε θεσπίζεται ούτε συνάγεται ότι αποτελεί κριτήριο αποδοχής μαρτυρίας παραπόνου, με την έννοια και επιπτώσεις που προσδίνει το άρθρ. 10 σε τέτοια μαρτυρία, η χρονική στιγμή που απο[*135]φασίζει η παραπονούμενη να προβεί σε καταγγελία στην αστυνομία. Είναι παράγων άγνωστος τόσο στο νόμο όσο και στη νομολογία. Ούτε εξάγεται τέτοια αρχή από την πρόσφατη απόφασή μας στην Π.Ε.6266, Νίκος Παρμαξής v. Δημοκρατίας, ημερ. 7/7/97, η οποία προφανώς δεν κατανοήθηκε. Η μαρτυρία αναντίλεκτα δόθηκε ένα σχεδόν μήνα αφότου άρχισε, κατά τους ισχυρισμούς της παραπονούμενης, η παράνομη συμπεριφορά των εφεσειόντων απέναντί της. Ελλείπει ολότελα το στοιχείο αυθορμητισμού στην εκδήλωση του παραπόνου και η χρονική αμεσότητα, που αποτελούν βασικές προϋποθέσεις δεκτικότητας.
Θα μπορούσαμε να πούμε ακόμη, ότι ο πρωτόδικος δικαστής αναζήτησε και ανεύρε ενισχυτική μαρτυρία σε υλικό που, σε καμιά περίπτωση, δεν μπορούσε να χρησιμεύσει σαν βάση για το σκοπό αυτό. Στις πλείστες περιπτώσεις που αναφέρει, επρόκειτο για αυτοενίσχυση της παραπονούμενης από άλλη μαρτυρία της ίδιας. Δεν πρόκειται να προβούμε σε περαιτέρω ανάλυση της μαρτυρίας γιατί δεν ήταν αντικείμενο οποιουδήποτε λόγου έφεσης.
Υπάρχει και τρίτος λόγος, που εκτίθεται στο εφετήριο, που καθιστά την καταδίκη τρωτή. Με δυο λόγια, ο πρωτόδικος δικαστής δεν επέτρεψε αντεξέταση αστυνομικού μάρτυρα, που δυνατό να προωθούσε τη γραμμή της υπεράσπισης, τη μαρτυρία του οποίου αργότερα αξιολόγησε με τρόπο δυσμενή για τους εφεσείοντες. Συγκεκριμένα, ο δικηγόρος των εφεσειόντων κατά την αντεξέταση αστυνομικού μάρτυρα του υπέβαλε πως δεν είναι αλήθεια ότι προέβη σε εξετάσεις για να επαληθεύσει τις καταγγελίες που έκαμε η παραπονούμενη στην κατάθεσή της. Ο μάρτυς επέμεινε πως διερεύνησε τις καταγγελίες ότι η παραπονούμενη συνευρέθηκε με πελάτες σε συγκεκριμένο ξενοδοχείο, τους οποίους ανέκρινε, αλλά δεν έδωσαν καταθέσεις. Είχε όμως τα ονόματα και τα στοιχεία που ήταν πρόθυμος να αποκαλύψει στο δικαστήριο. Όταν η υπεράσπιση ζήτησε να λάβει γνώση, ο δικαστής αντέδρασε ως εξής:
“Δικαστήριο προς κ. Χριστοφόρου:
Είναι πρόθυμος να τα δώσει τα ονόματα, αν θέλετε να μου δώσει τα ονόματα.
κ. Χριστοφόρου:
Σε τέτοια περίπτωση πρέπει να λάβουμε γνώση.
Δικαστήριο:
Ασφαλώς όχι. Από τη στιγμή που κάτι τίθεται ενώπιον του Δικαστηρίου κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις, εκτός [*136]από το Δικαστήριο κανένας δεν έχει δικαίωμα να τα δει.”
Περιέργως και παρά το γεγονός ότι δεν επέτρεψε ουσιαστικά αντεξέταση, ο πρωτόδικος δικαστής αξιολόγησε τη μαρτυρία αυτή κατά τον τρόπο που έχουμε επισημάνει.
Πρέπει να λεχθεί ότι ο κ. Παπαϊωάννου δεν υποστήριξε την καταδίκη για τους λόγους που έχουμε εκθέσει. Εκτιμάται και επαινείται η στάση του. Συντηρεί το σωστό πνεύμα μέσα στο οποίο οφείλει να λειτουργεί ο δημόσιος κατήγορος σε περιπτώσεις όπως η κρινόμενη.
Οι εφέσεις επιτρέπονται. Οι εφεσείοντες αθωώνονται σε όλες τις κατηγορίες και απαλλάσσονται.
Oι εφέσεις επιτρέπονται και οι εφεσείοντες αθωώνονται και απαλλάσσονται.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο