Iωακείμ Iωάννης ν. Aστυνομίας (1998) 2 ΑΑΔ 152

(1998) 2 ΑΑΔ 152

[*152]24 Ιουνίου, 1998

[AΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑOY, ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΙΩΑΝΝΗΣ ΙΩΑΚΕΙΜ,

Εφεσείων,

v.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Aρ. 6347)

 

Ο περι Ταχυδρομείων Νόμος, Κεφ. 303, όπως τροποποιήθηκε — Παροχή ταχυδρομικών υπηρεσιών — Συνιστά αποκλειστικό προνόμιο του Διευθυντή του Τμήματος Ταχυδρομικών Υπηρεσιών — Εφαρμοστέες αρχές.

Εκδίκαση Ποινικών Υποθέσεων — Αναβολή ακρόασης δικαστικής υπόθεσης — Το Δικαστήριο έχει διακριτική ευχέρεια να δεχθεί ή να απορρίψει αίτημα κατηγορουμένου για αναβολή, για να διευκολυνθεί να παραστεί ο δικηγόρος του — Η απόρριψη του αιτήματος για αναβολή δε συνιστά παραβίαση του δικαιώματος κατηγορουμένου για παροχή υπηρεσιών δικηγόρου της επιλογής του, όταν ο κατηγορούμενος έχει ήδη επιλέξει το δικηγόρο του, ο οποίος, λόγω κωλύματος, δεν παρέστη κατά την έναρξη της διαδικασίας.

Εκδίκαση Ποινικών Υποθέσεων — Aκρόαση δικαστικής υπόθεσης — Mάρτυρες — O συνήγορος του κατηγορουμένου έχει το δικαίωμα να ζητήσει την παρουσία μάρτυρα ο οποίος περιλαμβανόταν στον κατάλογο κατηγορητηρίου και δεν κλήθηκε από την κατηγορούσα αρχή.

Ο εφεσείων είχε ιδρύσει επιχείρηση διανομής του ταχυδρομείου πελατών του έναντι £40 ή £60 ετησίως, ως αμοιβή για τις υπηρεσίες που πρόσφερε. Συγκεκριμένα, ενοικίασε ταχυδρομική θυρίδα στο ταχυδρομικό γραφείο της περιοχής Χίλτον, στη Λευκωσία. Οι πελάτες του χρησιμοποιούσαν τη θυρίδα αυτή ως την ταχυδρομική τους διεύθυνση. Ο εφεσείων μάζευε όλες τις επιστολές των πελατών του που έφθαναν στη θυρίδα και τις ταχυδρομούσε σ’ αυτούς, αφού τις επανατοποθετούσε σε άλλο φάκελο, με τη διεύθυνσή τους. [*153]Άλλες όμως επιστολές τις μετέφερε στο γραφείο του, στη Λευκωσία. Εκεί, τις τοποθετούσε σε θυρίδες που ενοικιάζονταν από τους πελάτες του, οι οποίοι και τις παρελάμβαναν. Βρέθηκε ένοχος σε κατηγορία που του προσήφθη, βάσει των Άρθρων 2, 5 και 23(1) (β) του Περί Ταχυδρομείων Νόμου, Κεφ. 303 (Τροποποιητικοί Νόμοι 42/68 , 7/77 και 43(1) /94). Κατ’ έφεση, ο εφεσείων ισχυρίστηκε ότι, μολονότι τα πιο πάνω γεγονότα ήταν παραδεκτά, δε στοιχειοθετείται το αδίκημα που αντιμετωπίζει.

Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την έφεση και αποφάνθηκε ότι:

Ο περί Ταχυδρομείων Νόμος, Κεφ. 303 (Τροποποιητικοί Νόμοι 42/68, 7/77 και 43(1) /94), ορίζει πως ο Διευθυντής του Τμήματος Ταχυδρομικών Υπηρεσιών έχει το αποκλειστικό προνόμιο της μεταφοράς, στη Δημοκρατία, όλων των επιστολών καθώς επίσης και της εκτέλεσης οποιωνδήποτε συναφών υπηρεσιών για την παραλαβή, συλλογή και παράδοσή τους (Άρθρο 5 του Νόμου).  Το Άρθρο 23, με τα αδικήματα που καθορίζει, απαγορεύει ουσιαστικά την από οποιονδήποτε εκτέλεση οιασδήποτε ταχυδρομικής υπηρεσίας, που εμπίπτει στο προνόμιο του Διευθυντή Ταχυδρομικών Υπηρεσιών. Οι διατάξεις του είναι ρητές, σαφείς και δημιουργούν απόλυτα αδικήματα.

Η έφεση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

Έφεση εναντίον Kαταδίκης και Ποινής.

Έφεση εναντίον της καταδίκης και της ποινής από Iωάννη Iωακείμ, ο οποίος βρέθηκε ένοχος στις 4 Iουνίου, 1996, από το Eπαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας (Ποινική Yπόθεση Aρ. 44208/96) στις κατηγορίες παράνομης παραλαβής, συλλογής, μεταφοράς και παράδοσης επιστολών στη Δημοκρατία, κατά παράβαση των Άρθρων 5 και 23 του περί Tαχυδρομείων Nόμου, Kεφ. 303 και καταδικάστηκε από Mαλαχτό, E.Δ., σε πρόστιμο Λ.K.50.

Γ. Κάϊζερ, για τον Eφεσείοντα.

Γ. Παπαϊωάννου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Ο περί Ταχυδρομείων Νόμος, Κεφ. 303 (Τροποποιητικοί Νόμοι 42/68, 7/77 και 43(1)/94), ορίζει πως ο Διευθυντής του Τμήματος Ταχυδρομικών Υπηρεσιών έχει το [*154]αποκλειστικό προνόμιο της μεταφοράς, στη Δημοκρατία, όλων των επιστολών καθώς επίσης και της εκτέλεσης οποιωνδήποτε συναφών υπηρεσιών για την παραλαβή, συλλογή και παράδοση τους (άρθρο 5 του Νόμου).

Το άρθρο 23, με τα αδικήματα που καθορίζει, απαγορεύει ουσιαστικά την από οποιοδήποτε εκτέλεση οιασδήποτε ταχυδρομικής υπηρεσίας, που εμπίπτει στο προνόμιο του Διευθυντή Ταχυδρομικών Υπηρεσιών. Οι διατάξεις του άρθρου είναι ρητές, σαφείς και δημιουργούν, κατά τη γνώμη μας, απόλυτα αδικήματα. Τούτο καταδεικνύεται από τις εξαιρέσεις του προνομίου του Διευθυντή, που απαριθμούνται στο εδάφιο 2 του άρθρου 5 του Νόμου και επίσης από το γεγονός πως, σύμφωνα με το άρθρο 6, ο Διευθυντής μπορεί, με την έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου, να συνάπτει έγγραφες συμβάσεις για τη μεταφορά ταχυδρομείων. Έχουμε λοιπόν τη γνώμη ότι, στο σύνολο των διατάξεων του Νόμου δηλώνεται το αποκλειστικό προνόμιο του Διευθυντή στην παροχή των ταχυδρομικών υπηρεσιών. 

Ο εφεσείων αρνήθηκε ενοχή σε κατηγορία που του προσήφθη, βάσει των άρθρων 2, 5 και 23(1)(β) του Νόμου, οι παράγραφοι (α) και (β) προβλέπουν ως εξής:

«23.-(1)(α). Όποιος μεταφέρει με άλλο τρόπο ή με το ταχυδρομείο επιστολή η οποία δεν εξαιρείται από το αποκλειστικό προνόμιο του Διευθυντή του Τμήματος Ταχυδρομικών Υπηρεσιών υπόκειται για κάθε επιστολή σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις είκοσι πέντε λίρες·

(β) όποιος μεταφέρει επιστολές συστηματικά με τον τρόπο αυτό, οι οποίες δεν εξαιρούνται, υπόκειται για κάθε εβδομάδα κατά την οποία συνεχίζεται η τακτική αυτή σε πρόστιμο πενήντα λιρών·»

Παραδέχτηκε όμως κατά τη διάρκεια της δίκης, και ενώπιόν μας, τα γεγονότα της υπόθεσης, που ακολουθούν συνοπτικά: Είχε ιδρύσει επιχείρηση διανομής του ταχυδρομείου πελατών του έναντι £40 ή £60 ετησίως, ως αμοιβή για τις υπηρεσίες που πρόσφερε. Συγκεκριμένα, ενοικίασε ταχυδρομική θυρίδα στο ταχυδρομικό γραφείο της περιοχής Χίλτον, στη Λευκωσία. Οι πελάτες του χρησιμοποιούσαν τη θυρίδα αυτή ως τη ταχυδρομική τους διεύθυνση. Ο εφεσείων μάζευε όλες τις επιστολές των πελατών του που έφθαναν στη θυρίδα και τις ταχυδρομούσε σ’ αυτούς, αφού τις επανατοποθετούσε σε άλλο φάκελο, με τη διεύθυνσή τους. Άλλες [*155]όμως επιστολές τις μετέφερνε στο γραφείο του, στη Λευκωσία. Εκεί, τις τοποθετούσε σε θυρίδες που ενοικιάζονταν από τους πελάτες του, οι οποίοι και τις παρελάμβαναν.

Μολονότι τα πιο πάνω γεγονότα, όπως είπαμε ήδη, ήσαν παραδεχτά, ο συνήγορος πρότεινε πως δε στοιχειοθετείται το αδίκημα που αντιμετωπίζει ο εφεσείων. Συναφώς, ισχυρίστηκε πως, σύμφωνα με το Νόμο, το προνόμιο του Διευθυντή εξαντλείται με την τοποθέτηση των επιστολών στο γραμματοκιβώτιο του εφεσείοντος και επομένως η εξουσία του Διευθυντή παράδοσης των επιστολών επερατούτο σε εκείνο το σημείο.

Δε συμφωνούμε με την πιο πάνω εισήγηση για τους λόγους που εξηγήσαμε στην αρχή της απόφασής μας. Η θέση του συνηγόρου απολήγει στην εισαγωγή ρυθμιστικής περιοριστικής διάταξης στο Νόμο, ο οποίος όμως, όπως είπαμε πιο πάνω, καθορίζει με σαφήνεια πως η εκτέλεση των ταχυδρομικών υπηρεσιών εμπίπτει στο αποκλειστικό προνόμιο του Διευθυντή του Τμήματος.

Με πολλή συντομία θα επιληφθούμε και δυο άλλων ζητημάτων, που ήγειρε ο συνήγορος του εφεσείοντος και που αφορούν ισχυρισμό παραβίασης του δικαιώματός του να έχει τις υπηρεσίες δικηγόρου της επιλογής του. Το ζήτημα προέκυψε ως εξής. Η υπόθεση ήταν ορισμένη για ακρόαση στις 15.5.97. Η διαδικασία άρχισε στις 12.30μ.μ. Ο εφεσείων πληροφόρησε το Δικαστήριο πως ο συνήγορός του είχε κάποιο κώλυμα, βρισκόταν σε κάποια συνεδρία της Βουλής.  Ο ίδιος ο εφεσείων ζήτησε αναβολή, την οποία όμως το Δικαστήριο αρνήθηκε.  Ο δικαστής, πολύ ορθά, επεσήμανε το συνταγματικό δικαίωμα που έχει ο κατηγορούμενος επιλογής συνηγόρου, αλλά υπέδειξε πως ο εφεσείων το είχε ασκήσει.

Έχουμε τη γνώμη πως το Δικαστήριο είχε διακριτική ευχέρεια να δεχθεί ή να απορρίψει το αίτημα του εφεσείοντος για αναβολή, για να διευκολυνθεί να παραστεί ο συνήγορός του.  Ο εφεσείων όμως άσκησε το δικαίωμα που έχει σύμφωνα με το άρθρο 30(3)(δ) του συντάγματος και επέλεξε το δικηγόρο του.  Από το σημείο της επιλογής και μετά αρχίζει η δικαστική λειτουργία, η οποία ρυθμίζεται στη βάση συνταγματικών προνοιών και ειδικώτερα από τον περί Ποινικής Δικονομίας Νόμο, τα θέσμια και την καθιερωμένη δικαστική πρακτική. Οι εμπλεκόμενοι στη δίκη έχουν υποχρέωση συμμόρφωσης με τη δικαστική διαδικασία.

Όμως, και ανεξάρτητα από τα πιο πάνω, ο συνήγορος παρουσιάστηκε ενώ η δίκη ήταν σε εξέλιξη και ανέλαβε το χειρισμό [*156]της. Η απουσία του δεν είχε καμιά αρνητική επίπτωση στην υπόθεση γιατί, όπως είπαμε, τα γεγονότα ήσαν πάντοτε παραδεχτά. Εκείνο που αμφισβητείτο ήτο η ορθή υπαγωγή τους στην κατηγορία που αντιμετώπιζε ο εφεσείων.

Τα ίδια σχόλια ισχύουν και για το δεύτερο ζήτημα. Ο συνήγορος του εφεσείοντος παραπονέθηκε πως μάρτυρας, ο οποίος περιλαμβανόταν στον κατάλογο του κατηγορητηρίου, δεν κλήθηκε από την κατηγορούσα αρχή. Ήταν δικαίωμα του συνηγόρου να ζητήσει ο ίδιος την παρουσία του, κάτι που δεν έπραξε. 

Για τους λόγους που εξηγήσαμε, η έφεση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

H έφεση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο