Γενικός Eισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Eυριπίδη Mαλιώτη (Αρ. 2) (1998) 2 ΑΑΔ 167

(1998) 2 ΑΑΔ 167

[*167]8 Ιουλίου, 1998

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσείων,

v.

ΕΥΡΙΠΙΔΗ ΜΑΛΙΩΤΗ (ΑΡ. 2),

Εφεσιβλήτου.

(Ποινική Έφεση Αρ. 6426)

 

Ποινικός Κώδικας — Δεκασμός δημόσιου λειτουργού κατά παράβαση του Άρθρου 100(β) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 — Αθώωση και απαλλαγή του κατηγορουμένου λόγω αμφιβολιών — Επικύρωση της πρωτόδικης απόφασης κατ’ έφεση.

Δικαστική απόφαση — Ευρήματα αξιοπιστίας — Πρωτογενή ευρήματα — Δεν είναι απαραίτητη η χρήση των όρων “αξιοπιστία” και “ευρήματα” για την πρόσδοση στις διαπιστώσεις του Δικαστηρίου αυτών των χαρακτηριστικών.

Λέξεις και Φράσεις — “Αιτιολογημένη απόφαση” στη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Απόδειξη — Βάρος αποδείξεως και αξιοπιστία μαρτύρων — Οι δύο έννοιες δεν πρέπει να συγχέονται — Ανάλυση αυθεντιών.

Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού απάλλαξε και αθώωσε τον κατηγορούμενο, λόγω αμφιβολιών, από δύο κατηγορίες δεκασμού δημόσιου λειτουργού, κατά παράβαση του Άρθρου 100(β) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.

Η παρούσα υπόθεση αφορά την προμήθεια κρανών στην Εθνική Φρουρά, που κατασκευάστηκαν από εταιρεία, της οποίας διευθυντής και κύριος μέτοχος είναι ο κατηγορούμενος.

Ο Γενικός Εισαγγελέας άσκησε έφεση κατά της αθωωτικής απόφασης, στο πλαίσιο των εξουσιών που του παρέχονται από το Άρθρο 137 του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155.

[*168]Η ουσία της έφεσης είναι ότι ελλείπουν από την απόφαση ευρήματα αξιοπιστίας, ειδικά, και πρωτογενή ευρήματα, γενικά, κενό το οποίο καθιστά την απόφαση αναιτιολόγητη.  Επίσης προσβάλλεται το σκεπτικό του Δικαστηρίου, στη θεώρηση πτυχών της μαρτυρίας ως εσφαλμένων ή, έστω, μη πειστικών.

Οι μόνοι μάρτυρες που κατέθεσαν για τα γεγονότα, και στις δύο κατηγορίες, ήταν ο Συνταγματάρχης Δ. Κιαγιάς, Διοικητής της Αποθήκης Υλικού Πολέμου, και ο κατηγορούμενος. Ο κ. Κιαγιάς Μ.Κ.2, ισχυρίστηκε ότι ο κατηγορούμενος τον προσέγγισε πριν το δεύτερο βαλλιστικό έλεγχο των κρανών, που ο τελευταίος προμήθευσε στην Εθνική Φρουρά, ζητώντας τη βοήθειά του να περάσουν τα κράνη από τον έλεγχο. Όταν ο κ. Κιαγιάς απάντησε ότι δεν ήταν δυνατό να του δώσει τέτοια βοήθεια, ο εφεσίβλητος του είπε “ότι θέλεις από μένα, δε θα μείνει πάνω μου”. Ο κ. Κιαγιάς, στην προσπάθειά του, να διαπιστώσει τις προθέσεις του εφεσίβλητου, ζήτησε να του δώσει το ποσό των £3.000, πρόταση την οποία ο εφεσίβλητος αποδέχτηκε με τις φράσεις: “εντάξει, ότι θέλεις από μένα”.

Ο κ. Κιαγιάς δεν προέβη σε καμιά καταγγελία για το συμβάν.  Όπως συνάγεται, αστυνομικές ανακρίσεις αναλήφθηκαν μετά τα όσα κατατέθηκαν σε ερευνητική επιτροπή, που συστήθηκε για τη διερεύνηση κατακυρώσεων προσφορών στην Εθνική Φρουρά.

Η εκδοχή του κατηγορουμένου ήταν ότι ουδέποτε αποπειράθηκε να χρηματίσει τον κ. Κιαγιά. Αντίθετα, ο ίδιος υπήρξε θύμα απόπειρας του Συνταγματάρχη να του αποσπάσει, όχι £3.000,00, όπως εκείνος κατέθεσε, αλλά £5.000,00, με αντάλλαγμα να βοηθήσει να γίνουν δεκτά τα κράνη, πρόταση την οποία απέρριψε.  Και σε προηγούμενες συναντήσεις τους, ο κ. Κιαγιάς άφηνε υπονοούμενα ότι ήταν πρόθυμος να τον βοηθήσει, έναντι ανταλλάγματος.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρατήρησε στην απόφασή του, ότι δεν υπήρχαν εξωτερικά στοιχεία, που έτειναν να επιβεβαιώσουν την μια ή την άλλη εκδοχή.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Όντως η κρινόμενη υπόθεση έπρεπε να κριθεί βάσει του λόγου του ενός ή του άλλου μάρτυρα.

2.  Ο όρος “ενίσχυση” στο μέρος της απόφασης που παραθέτει τα ευρήματα του Δικαστηρίου, στην οποία θεμελιώνεται ο λόγος 5 της έφεσης, δε χρησιμοποιείται με τη νομική έννοια - ότι παρίστατο [*169]ανάγκη για την ύπαρξη ενισχυτικής, κατά το δίκαιο, μαρτυρίας.

3.  Ο λόγος 6 σχετίζεται αποκλειστικά με παρατηρήσεις του Δικαστηρίου για τις προεκτάσεις φράσεων που χρησιμοποιήθηκαν από τους συνομιλητές, που αποκαλύπτουν μια αλληλουχία σκέψεων, που, στο συγκεκριμένο σημείο, όντως δεν πείθει. Όμως, το σχετικό απόσπασμα δεν αποτελεί θεμέλιο της απόφασης.

4.  Ανεξάρτητα από τις επιφυλάξεις κατά πόσο οι λόγοι έφεσης μπορεί να συσχετισθούν προς τους λόγους για τους οποίους είναι παραδεκτή έφεση του Γενικού Εισαγγελέα κατά αθωωτικής απόφασης, η έφεση είναι καταδικασμένη σε αποτυχία στην ουσία της, ενόψει του κρίσιμου ευρήματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου - ότι δεν ήταν αποδεκτή η μαρτυρία στην οποία στοιχειοθετήθηκαν οι κατηγορίες. Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη στο εύρημα αυτό, μετά από συνεκτίμηση του συνόλου της μαρτυρίας, με το ευεργέτημα που έχει το πρωτόδικο Δικαστήριο να δει και να παρακολουθήσει τους μάρτυρες στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης.

5.  Δεν ελλείπουν από την απόφαση ευρήματα αξιοπιστίας ή ευρήματα για τα πρωτογενή γεγονότα.  Δεν είναι απαραίτητη η χρήση των όρων “αξιοπιστία” και “ευρήματα” για την πρόσδοση στις διαπιστώσεις του Δικαστηρίου αυτών των χαρακτηριστικών.

Η έφεση απορρίπτεται.

Aναφερόμενες Yποθέσεις:

Charalambous v. Republic (1985) 2 C.L.R. 97,

Kades v. Nicolaou and Another (1986) 1 C.L.R. 212,

Agapiou v. Panayiotou (1988) 1 C.L.R. 257,

Neophytou v. Police (1981) 2 C.L.R. 195,

Pioneer Candy Ltd v. Tryfon & Sons (1981) 1 C.L.R. 540,

Εθνική Τράπεζα v. Χατζηνέστορος (1990) 1 Α.Α.Δ. 41,

Παπανδρέου v. Τύλληρου (1992) 1 Α.Α.Δ. 157,

Κωνσταντινίδης v. Κατζιή (1993) 1 Α.Α.Δ. 492,

Αθανασίου κ.ά. v. Κουνούνη (1997) 1(Β) A.A.Δ. 614,

[*170]Γενικός Eισαγγελέας v. Δημοσθένους (1990) 2 A.A.Δ. 152.

Έφεση εναντίον αθωωτικής απόφασης.

Έφεση από το Γενικό Eισαγγελέα της Δημοκρατίας εναντίον της απόφασης ημερομηνίας 28/11/97 του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Ποινική Yπόθεση Aρ. 7009/96) με την οποία ο Bλαδιμήρου, E.Δ., απάλλαξε και αθώωσε τον κατηγορούμενο στις δύο κατηγορίες δεκασμού Δημόσιου Λειτουργού, κατά παράβαση του Άρθρου 100(β) του Ποινικού Kώδικα, Kεφ. 154.

Γ. Παπαϊωάννου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσείοντα.

Γ. Κακογιάννης με Π. Νεοκλέους και Τ. Σχοινή, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult.

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Στις 29 Ιουνίου, 1998, απορρίφθηκε η έφεση. Ακολουθεί το αιτιολογικό της απόφασης.

Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ.Μ. Πικής, Π.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού απάλλαξε και αθώωσε τον Ευριπίδη Μαλιώτη (κύριο μέτοχο και διευθυντή της εταιρείας Multi-Klima Maliotis Engineering Ltd.) από δύο κατηγορίες δεκασμού δημόσιου λειτουργού, θεμελιούμενες στις διατάξεις του Άρθρου 100(β) του Ποινικού Κώδικα, ΚΕΦ. 154.

Στη Multi-Klima Maliotis Engineering Ltd., (η εταιρεία), κατακυρώθηκε προσφορά για την προμήθεια κρανών στην Εθνική Φρουρά. Προς το τέλος του 1993, η εταιρεία παρέδωσε, διαδοχικά, προς εκτέλεση του συμβολαίου, 10500 και 5000 κράνη, τα οποία, μετά το σχετικό έλεγχο, έγιναν δεκτά ως σύμφωνα με τις προδιαγραφές. Τρίτη παρτίδα από 1880 κράνη παραδόθηκε στις αρχές του 1994. Υποβλήθηκαν, και σ’ αυτή την περίπτωση, σε έλεγχο. Ο πρώτος βαλλιστικός έλεγχος έδειξε ότι τα κράνη δεν ήταν σύμφωνα με τις προδιαγραφές ασφάλειας, γεγονός που προοιώνιζε την απόρριψή τους. Προγραμματίστηκε και δεύτερος βαλλιστικός έλεγχος, για τη διαπίστωση της ανθεκτικότητάς τους. 

Σύμφωνα με την υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής, ο εφεσίβλητος, σε μια προσπάθεια να καμφθούν οι ενστάσεις στην παραλαβή των εμπορευμάτων του, προσέγγισε, πριν το δεύτερο βαλλι[*171]στικό έλεγχο, το Συνταγματάρχη Δημήτριο Κιαγιά, Διοικητή της Αποθήκης Υλικού Πολέμου και του ζήτησε να βοηθήσει να περάσουν τα κράνη από τον έλεγχο. Ο κ. Κιαγιάς απάντησε ότι δεν ήταν δυνατό να του δώσει τέτοια βοήθεια, οπόταν ο εφεσίβλητος του είπε: «ότι θέλεις από μένα, δε θα μείνει πάνω μου». Σ’ αυτό τον ισχυρισμό στοιχειοθετήθηκε η πρώτη κατηγορία.

Τα γεγονότα που συνθέτουν τη δεύτερη κατηγορία διαδραματίστηκαν μετά το δεύτερο βαλλιστικό έλεγχο των κρανών, επίσης αρνητικό για τους προμηθευτές. Ο εφεσίβλητος επισκέφθηκε το Συνταγματάρχη Κιαγιά και ζήτησε όπως του παραδοθούν τέσσερα κράνη, για να υποβληθούν σε βαλλιστικό έλεγχο από την κατασκευάστρια εταιρεία. Ο εφεσίβλητος εισηγήθηκε στον κ. Κιαγιά, σύμφωνα με τη μαρτυρία του τελευταίου, να τον εφοδιάσει με τέσσερα κράνη από τις πρώτες δύο παρτίδες, που έγιναν δεκτές, και όχι από την τρίτη, που τα κράνη της κρίθηκαν τρωτά. Προφανής σκοπός του εφεσίβλητου, σύμφωνα με την εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής, ήταν να εξασφαλίσει τα μέσα, που θα του επέτρεπαν με επιτυχία να αμφισβητήσει την απόρριψη των εμπορευμάτων του. Βάσει της εκδοχής του κ. Κιαγιά, ο εφεσίβλητος προσπάθησε να τον δελεάσει να αποδεχτεί την πρότασή του, με την ακόλουθη προτροπή: «ότι θέλεις από μένα, δε θα μείνει πάνω μου». Σ’ αυτή την πρόταση βασίζεται η δεύτερη κατηγορία.

Σημαντικά για τα όσα διαμείφθηκαν την ημέρα εκείνη είναι, πάντα κατά την εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής, και όσα ακολούθησαν την προσφορά του εφεσίβλητου. Ο κ. Κιαγιάς, στην προσπάθειά του, όπως ο ίδιος ισχυρίστηκε, να διαπιστώσει τις προθέσεις του εφεσίβλητου, ζήτησε να του δώσει το ποσό των £3.000,00, πρόταση την οποία ο εφεσίβλητος αποδέχτηκε με τις φράσεις: «εντάξει, ότι θέλεις από μένα».

Η συνομιλία έγινε στις 16 Ιουνίου, 1994. Σ’ αυτή δεν υπήρξε συνέχεια. Αξιοσημείωτο είναι ότι ο κ. Κιαγιάς δεν προέβη σε καμιά καταγγελία για το συμβάν. Όπως συνάγεται, αστυνομικές ανακρίσεις αναλήφθηκαν μετά τα όσα κατατέθηκαν σε ερευνητική επιτροπή, που συστήθηκε για τη διερεύνηση κατακυρώσεων προσφορών στην Εθνική Φρουρά.

Ο κατηγορούμενος αρνήθηκε τις κατηγορίες. Υποστήριξε στη  μαρτυρία του, ότι ουδέποτε αποπειράθηκε να χρηματίσει τον κ. Κιαγιά. Αντίθετα, ο ίδιος υπήρξε θύμα απόπειρας του Συνταγματάρχη να του αποσπάσει, όχι £3.000,00, όπως εκείνος κατέθεσε, αλλά £5.000,00, με αντάλλαγμα να βοηθήσει να γίνουν δεκτά [*172]τα κράνη, πρόταση την οποία απέρριψε. Και σε προηγούμενες συναντήσεις τους, ο κ. Κιαγιάς άφηνε εύγλωττα υπονοούμενα ότι ήταν πρόθυμος να το βοηθήσει, έναντι ανταλλάγματος.

Οι μόνοι μάρτυρες που κατέθεσαν για τα γεγονότα, και στις δύο κατηγορίες, ήταν ο Δημήτριος Κιαγιάς και ο κατηγορούμενος. Όπως παρατηρεί το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφασή του, δεν υπήρχαν εξωτερικά στοιχεία, που έτειναν να επιβεβαιώσουν τη μια ή την άλλη εκδοχή. Αναφέρει:-

«Όλη η υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής στηρίζεται σ’ ένα διάλογο που κατά τον ισχυρισμό της Κατηγορούσας Αρχής έγινε μεταξύ του ΜΚ2 και του κατηγορούμενου.»

Όντως επρόκειτο για υπόθεση που έπρεπε να κριθεί βάσει του λόγου του ενός ή του άλλου μάρτυρα.

Στην απόφασή του, το Δικαστήριο κάμνει συνοπτική αναφορά στις εκατέρωθεν εκδοχές, πριν καταλήξει στις διαπιστώσεις του. Για το ότι η σύνοψη είναι περιεκτική της ουσίας της μαρτυρίας ενός εκάστου, δεν υπάρχει αμφιβολία. Η κρίση του Δικαστηρίου, για το βάσιμο της μαρτυρίας που κατατέθηκε ενώπιόν του, περιέχεται στην επόμενη παράγραφο και η κατάληξή του στη μεθεπόμενη, που παρατίθενται πιο κάτω:-

«Ανεξάρτητα όμως από όλα όσα ανέφερα προηγουμένως, αφού είδα και παρακολούθησα προσεχτικά τους μάρτυρες και τον κατηγορούμενο, την έκφραση, το ύφος και τη συμπεριφορά τους, λαμβάνοντας υπόψη την ενώπιό μου μαρτυρία στο σύνολό της, δεν αισθάνομαι ήσυχη τη συνείδησή μου και ότι είναι ασφαλές να αποδεχτώ και δεν αποδέχομαι οποιαδήποτε μαρτυρία σχετική με τα αδικήματα όπως περιγράφονται στις κατηγορίες. Έχω αμφιβολίες αναφορικά με το τί πραγματικά λέχθηκε μεταξύ του κατηγορουμένου και του ΜΚ2, τις λέξεις και φράσεις που χρησιμοποιήθηκαν επακριβώς και επειδή κάποιες φράσεις από μόνες τους χρειάζονται σαν ενίσχυση, το ύφος, τον τρόπο και τη συμπεριφορά αυτού που τις λέει και κατά το χρόνο που τις λέει, όπως είναι τα περιστατικά της συγκεκριμένης αυτής υπόθεσης.

Η Κατηγορούσα Αρχή είχε το βάρος να αποδείξει την υπόθεσή της πέραν από κάθε λογική αμφιβολία όπως είναι το μέτρο απόδειξης σε κάθε ποινική υπόθεση. Σ’ αυτή την υπόθεση αποφασίζω να δώσω στον κατηγορούμενο το ευεργέτημα της [*173]αμφιβολίας και σαν αποτέλεσμα τον αθωώνω και τον απαλλάσσω στις εναντίον του κατηγορίες.»

Ο Γενικός Εισαγγελέας άσκησε έφεση κατά της αθωωτικής απόφασης, στο πλαίσιο των εξουσιών που του παρέχονται από το Άρθρο 137 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, ΚΕΦ. 155.  Οι λόγοι έφεσης είναι οι ακόλουθοι:-

«1. Η απόφαση του σεβαστού πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι αναιτιολόγητη.

2. Το σεβαστό πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προέβη σε ευρήματα αξιοπιστίας των μαρτύρων.

3. Το σεβαστό πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προέβη σε ευρήματα γεγονότων.

4. Το σεβαστό πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε στο στάδιο να αποφασίσει κατά πόσο η Κατηγορούσα Αρχή απέσεισε το βάρος της απόδειξης που φέρει χωρίς προηγουμένως να προβεί σε ευρήματα αξιοπιστίας και ευρήματα γεγονότων.

5. Το σεβαστό πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε ότι χρειάζετο ενίσχυση η μαρτυρία του παραπονούμενου Μ/Κ 2 Δημήτριου Κιαγιά ως προς το ύφος, το τρόπο και τη συμπεριφορά του κατηγορούμενου, δεδομένης της μαρτυρίας του ότι:

α.  ‘αντιλήφθηκε ότι ο κατηγορούμενος ήθελε να του δώσει κάποιο ωφέλημα κάτι που ήταν οπωσδήποτε μεμπτό’. (σελ. 6 της απόφασης).

β.  βολιδοσκόπησε τον κατηγορούμενο που αποδέχτηκε να του καταβάλει ΛΚ3000.

6. Το σεβαστό πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι το νόημα της φράσης ‘ό,τι θέλεις από εμένα’ μπορεί (εκτός από επιλήψιμο) να είναι μέσα στα πλαίσια του νόμου, δεδομένης της μαρτυρίας του παραπονούμενου που παρατίθεται στο λόγο έφεσης αρ. 5 ανωτέρω.»

Ο κ. Παπαϊωάννου επέκρινε την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως ατελή, υπολειπόμενη της απαιτούμενης αιτιολόγησης και, για το λόγο αυτό, υποστήριξε ότι είναι επιρρεπής σε ακύρωση. Έκαμε αναφορά σε σειρά αποφάσεων του Ανωτά[*174]του Δικαστηρίου, επεξηγηματικών της έννοιας του όρου «αιτιολογημένη απόφαση» στο πλαίσιο της δικαστικής λειτουργίας - (βλ. Charalambous v. Republic (1985) 2 C.L.R. 97. Kades v. Nicolaou and Another (1986) 1 C.L.R. 212. Agapiou v. Panayiotou (1988) 1 C.L.R. 257).

Στη Neophytou v. Police (1981) 2 C.L.R. 195, εξηγείται ότι η αιτιολόγηση των δικαστικών αποφάσεων αποτελεί θεμελιώδες εχέγγυο της δικαστικής διαδικασίας.  Ως προς το τι συνιστά δεόντως αιτιολογημένη δικαστική απόφαση, βλ. Pioneer Candy Ltd. v. Tryfon & Sons (1981) 1 C.L.R. 540

Συναφώς προς την αιτιολόγηση των δικαστικών αποφάσεων, έγινε αναφορά στη διάκριση, η οποία πρέπει πάντα να τηρείται μεταξύ, αφενός  ευρημάτων αξιοπιστίας και, γενικότερα, ευρημάτων για τα πρωτογενή γεγονότα και, αφετέρου, της απόσεισης του βάρους της απόδειξης - (βλ. Εθνική Τράπεζα v. Χ”Νέστορος (1990) 1 Α.Α.Δ. 41. Παπανδρέου v. Τύλληρου (1992) 1 Α.Α.Δ. 157. Κωνσταντινίδης v. Κατζιή (1993) 1 Α.Α.Δ. 492. Αθανασίου κ.ά. v. Κουνούνη, Π.Ε. 9041, 29/5/97). 

Όπως εξηγείται στην Kades v. Nicolaou and Another, (ανωτέρω), την οποία επικαλέστηκε ο κ. Παπαϊωάννου:- (σελ. 216)

“Ponderation of the discharge of the burden of proof cast on a party, can only be made by reference to evidence accepted by the Court as credible. Adjudication on the credibility of witnesses is a matter wholly separate and distinct from the balancing of the evidence in order to ascertain on which side it preponderates. If the evidence of a witness is rejected as unworthy of credit, there is nothing to weigh thereafter.”

Ο κ. Παπαϊωάννου υπέβαλε ότι, και σε περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι η απόφαση περιέχει ευρήματα αξιοπιστίας, η κατάληξή του - ότι ο κατηγορούμενος απαλλάσσεται λόγω αμφιβολιών - αφήνει ερωτηματικά για τη βάση στην οποία στηρίχθηκε η αθώωση, ώστε η απόφαση να καθίσταται επισφαλής στο σύνολό της.

Η ουσία της έφεσης είναι ότι ελλείπουν από την απόφαση ευρήματα αξιοπιστίας, ειδικά, και πρωτογενή ευρήματα, γενικά, κενό το οποίο καθιστά την απόφαση αναιτιολόγητη. Στη θέση αυτή κατατείνουν οι λόγοι 1 - 4 της έφεσης.

Οι λόγοι 5 και 6 είναι περιορισμένης εμβέλειας. Προσβάλ[*175]λουν το σκεπτικό του Δικαστηρίου, στη θεώρηση πτυχών της μαρτυρίας ως εσφαλμένων ή, έστω, μη πειστικών.

Δε συμφωνούμε με την ερμηνεία που αποδίδεται στον όρο «ενίσχυση», στην παράγραφο της απόφασης που παραθέτει τα ευρήματα του Δικαστηρίου, στην οποία θεμελιώνεται ο λόγος 5 της έφεσης. Ό,τι θέλει να μεταδώσει το Δικαστήριο, είναι ότι η έννοια μερικών από τις φράσεις που χρησιμοποιήθηκαν από τους συνομιλητές ήταν αλληλένδετη με το ύφος και τον τρόπο με τον οποίο λέχθηκαν, ώστε, στην απουσία μαρτυρίας γι’ αυτά τα στοιχεία, να δημιουργείται αβεβαιότητα για την πραγματική τους σημασία. Ο όρος «ενίσχυση» δε χρησιμοποιείται με τη νομική έννοια - ότι παρίστατο ανάγκη για την ύπαρξη ενισχυτικής, κατά το δίκαιο, μαρτυρίας.

Ο λόγος 6 σχετίζεται αποκλειστικά με παρατηρήσεις του Δικαστηρίου, για τις προεκτάσεις φράσεων που χρησιμοποιήθηκαν από τους συνομιλητές, που αποκαλύπτουν μια αλληλουχία σκέψεων, που, στο συγκεκριμένο σημείο, όντως δεν πείθει. Δεν αποτελεί, όμως, το σχετικό απόσπασμα θεμέλιο της απόφασης.

Η ουσία της έφεσης έγκειται στο κατά πόσο η ετυμηγορία του Δικαστηρίου θεμελιώνεται σε ευρήματα για τα πρωτογενή γεγονότα και, συναφώς, αν η απόφασή του είναι αιτιολογημένη.

Εξετάσαμε με προσοχή την εισήγηση του δικηγόρου της Δημοκρατίας. Καταλήξαμε ότι δεν παρίσταται ανάγκη να ακούσουμε τον εφεσίβλητο. Η έφεση πρέπει να απορριφθεί.

Κατ’ αρχή, διατηρούμε σοβαρές επιφυλάξεις κατά πόσο οι λόγοι έφεσης μπορεί να συσχετισθούν προς τους λόγους, για τους οποίους είναι παραδεχτή έφεση του Γενικού Εισαγγελέα κατά αθωωτικής απόφασης - (βλ. Γενικός Εισαγγελέας v. Δημοσθένους (1990) 2 Α.Α.Δ. 152). Καταγράφουμε τις επιφυλάξεις, χωρίς να σταθούμε σ’ αυτές.

Ανεξάρτητα από τις πιο πάνω επιφυλάξεις, η έφεση είναι καταδικασμένη σε αποτυχία στην ουσία της, ενόψει του κρίσιμου ευρήματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου - ότι δεν ήταν αποδεκτή η μαρτυρία στην οποία στοιχειοθετήθηκαν οι κατηγορίες. Η σχετική μαρτυρία προήλθε από το Συνταγματάρχη Κιαγιά. Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη στο εύρημα αυτό, μετά από συνεκτίμηση του συνόλου της μαρτυρίας, με το ευεργέτημα που έχει το πρωτόδικο δικαστήριο να δει και να παρακολουθήσει τους [*176]μάρτυρες στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης.

Διαφωνούμε ότι ελλείπουν από την απόφαση ευρήματα αξιοπιστίας ή ότι απουσιάζουν ευρήματα για τα πρωτογενή γεγονότα. Δεν είναι απαραίτητη η χρήση των όρων «αξιοπιστία» και «ευρήματα», για την πρόσδοση στις διαπιστώσεις του Δικαστηρίου αυτών των χαρακτηριστικών. Η διαπίστωση του Δικαστηρίου, μετά τη θεώρηση του συνόλου της μαρτυρίας - «... δεν αισθάνομαι ήσυχη τη συνείδησή μου και ότι είναι ασφαλές να αποδεχτώ και δεν αποδέχομαι οποιαδήποτε μαρτυρία σχετική με τα αδικήματα όπως περιγράφονται στις κατηγορίες.» - συνιστά ουσιαστικό εύρημα τόσο για την αξιοπιστία του κ. Κιαγιά όσο και για τα πρωτογενή γεγονότα της υπόθεσης. Ο κ. Κιαγιάς κρίθηκε αναξιόπιστος. Το εύρημα αυτό ήταν εκθεμελιωτικό για τη βάση της κατηγορίας. Ό,τι ακολουθεί στην καταληκτική παράγραφο του Δικαστηρίου - τη δεύτερη από τις δύο που έχουμε παραθέσει - δεν αφαιρεί τίποτε από τη διαπίστωση του Δικαστηρίου - ότι δεν ήταν αποδεκτή η μαρτυρία που προσάχθηκε σχετικά με τα αδικήματα. Στην τελευταία παράγραφο, συνοψίζεται ότι το βάρος της απόδειξης της κατηγορίας το φέρει η Κατηγορούσα Αρχή και ότι, στην προκείμενη υπόθεση, απέτυχε να το αποσείσει, λόγω των αμφιβολιών του Δικαστηρίου, το ευεργέτημα των οποίων έπρεπε να δοθεί στον κατηγορούμενο. Οι αμφιβολίες, στις οποίες αναφέρεται το Δικαστήριο, είναι εκείνες που διατυπώνονται στην προηγούμενη παράγραφο και έχουν ως λόγο το μη αποδεκτό της μαρτυρίας που κατατέθηκε για την απόδειξη της κατηγορίας.

Η έφεση απορρίπτεται.

H έφεση απορρίπτεται.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο