(1998) 2 ΑΑΔ 177
[*177]9 Iουλίου, 1998
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]
GEOFFREY MICHAEL JOHN PERNELL,
Eφεσείων στην Έφεση Aρ. 6148,
ALAN CARL FORD,
Eφεσείων στην Έφεση Aρ. 6149,
JUSTIN AΝDREW FOWLER,
Eφεσείων στην Έφεση Aρ. 6150,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ (ΑΡ. 1),
Εφεσίβλητης.
(Πoινικές Eφέσεις Αρ. 6148, 6149 και 6150)
Mαρτυρία — Eνώπιον του Eφετείου — Προϋποθέσεις παραχώρησης άδειας προσαγωγής μαρτυρίας ενώπιον του Eφετείου — Εκτενής αναφορά στην Κυπριακή και Αγγλική νομολογία.
Συνταγματικό Δίκαιο — Σύνταγμα, Άρθρο 12.2 — “Ο απαλλαγείς ή καταδικασθείς δε δικάζεται εκ δευτέρου διά το αυτό αδίκημα. .....”
Οι τρεις κατηγορούμενοι, εφεσείοντες στις παρούσες εφέσεις, βρέθηκαν ένοχοι από το Κακουργιοδικείο για τα εγκλήματα της απαγωγής και ανθρωποκτονίας και της συνωμοσίας για τη διάπραξή τους. Με ξεχωριστές εφέσεις πρόσβαλαν την καταδίκη και την ποινή που τους επιβλήθηκε. Πριν την έναρξη της ακρόασης των εφέσεων, η Δημοκρατία υπέβαλε αίτημα σε κάθε έφεση για την προσαγωγή πρόσθετης μαρτυρίας ενώπιον του Εφετείου, βασισμένο στις πρόνοιες του Άρθρου 146(β) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, και του Άρθρου 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60. Η μαρτυρία προέκυπτε από την ανυπόγραφη κατάθεση ενός Άγγλου, πρώην κατάδικου στις Κεντρικές φυλακές, στην οποία επροβάλλετο ο ισχυρισμός ότι, κατά τη διάρκεια της κράτησής τους [*178]στις Κεντρικές Φυλακές, οι εφεσείοντες του ομολόγησαν ενοχή για τα εγκλήματα για τα οποία καταδικάστηκαν, με λεπτομέρειες για τη συμμετοχή του καθενός στη διάπραξή τους. Οι κατ’ ισχυρισμόν αποκαλύψεις των εφεσειόντων έγιναν μετά την πάροδο ενός περίπου χρόνου από την καταδίκη τους.
Οι εφεσείοντες στις εφέσεις 6148 και 6149 δεν έφεραν ένσταση στην αποδοχή του αιτήματος. Ο εφεσείων στην έφεση 6150 έφερε ένσταση για δύο λόγους: (α) η μαρτυρία ήταν νομικά απαράδεκτη και (β) εκ προοιμίου, εστερείτο των εχέγγυων αξιοπιστίας, που θα μπορούσαν να την καταστήσουν παραδεκτή.
Ο εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής ισχυρίστηκε ότι καμιά από τις δύο νομοθετικές διατάξεις δε θέτει περιορισμό, ως προς τη φύση της μαρτυρίας που μπορεί να προσκομιστεί ή το χρόνο που αυτή ανακύπτει· ούτε περιορίζει, στη μια ή την άλλη πλευρά, την ευχέρεια προσαγωγής μαρτυρίας. Το κριτήριο για την αποδοχή της είναι το συμφέρον της δικαιοσύνης. Ο εφεσείων στην έφεση 6150 ισχυρίστηκε ότι δεν παρέχεται δυνατότητα προσαγωγής μαρτυρίας κατ’ έφεση, για γεγονότα που διαδραματίστηκαν μετά τη δίκη, βάσει των δύο πιο πάνω προνοιών.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε εκτενώς στη σχετική Κυπριακή και Αγγλική νομολογία, απέρριψε τις αιτήσεις και αποφάνθηκε ότι:
1. Η προσαγωγή μαρτυρίας που δεν υφίστατο κατά το χρόνο διεξαγωγής της δίκης, είναι, εξ αντικειμένου, άσχετη με το αποτέλεσμα της δίκης. Τέτοια μαρτυρία δε θα μπορούσε να επηρεάσει την κρίση της κατηγορίας και τη διαπίστωση της ποινικής ευθύνης του κατηγορουμένου. Επίσης, δεν μπορεί να συσχετιστεί προς τα επίδικα θέματα της έφεσης, που έχουν ως άξονα τη δίκη και το αποτέλεσμά της. Σκοπός της έφεσης είναι η θεώρηση της ορθότητας της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
2. Η κατάθεση μαρτυρίας, κατ’ έφεση, στις εξαιρετικές περιπτώσεις που είναι παραδεκτή, έχει ως λόγο την πλήρωση κενού κατά τη δίκη και την πιθανολόγηση των επιπτώσεων στην απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Ο ρόλος του Εφετείου, σ’ εκείνη την περίπτωση, περιορίζεται στην αποτίμηση των επιπτώσεων που θα μπορούσε να έχει στην ετυμηγορία του πρωτόδικου Δικαστηρίου η προσαγωγή της μαρτυρίας ενώπιόν του.
3. Η μαρτυρία που επιδιώκει με τις αιτήσεις της η Κατηγορούσα [*179]Αρχή να προσαγάγει, εμφανώς σκοπεί στη στοιχειοθέτηση, εκ νέου, των κατηγοριών εναντίον των καταδικασθέντων και εν πάση περιπτώσει, στην υποστήλωση της καταδίκης, με αναφορά σε μεταγενέστερα γεγονότα. Τα γεγονότα αυτά είναι, αφενός, άσχετα προς την καταδίκη, που είναι το αντικείμενο της έφεσης, και αφετέρου, απαράδεκτα για τη στοιχειοθέτησή της. Αποδοχή της νέας μαρτυρίας, που η Κατηγορούσα Αρχή επιδιώκει να προσαγάγει, θα μπορούσε να οδηγήσει στο παράδοξο και αντινομικό προς την αρχή του Άρθρου 12.2 του Συντάγματος - οι λόγοι έφεσης να γίνουν δεκτοί, αλλά οι εφέσεις να απορριφθούν, με βάση το περιεχόμενό της. Αυτό θα ισοδυναμούσε, στην ουσία, με καταδίκη των εφεσειόντων, βάσει του αποτελέσματος δεύτερης δίκης για τη διαπίστωση της ποινικής τους ευθύνης. Η έφεση δε συνιστά δεύτερη δίκη για τη διαπίστωση της ποινικής ευθύνης του κατηγορουμένου.
Οι αιτήσεις απορρίπτονται.
Υποθέσεις που αναφέρθηκαν:
Αγαπίου v. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 396,
Rex v. Robinson [1917] 2 K.B. 108,
Ditch [1969] 53 Cr. App. R. 627,
R. v. Gilfoyle [1996] 3 All E.R. 883,
Rowland [1947] 32 Cr. App. R. 29,
Thomas [1959] 43 Cr. App. R. 210,
Robinson [1962] Crim. L.R. 473,
Williams [1964] Crim. L.R. 40,
R. v. Green [1963] Crim. L.R. 840,
Zevedheos v. Republic (1978) 2 C.L.R. 47,
Pourikkos v. Fevzi (1962) C.L.R. 283,
Simadhiakos v. Police (1961) C.L.R. 64,
Kolias v. Police (1963) 1 C.L.R. 52,
[*180]Petri v. Police (1968) 2 C.L.R. 40,
Felekkis v. Police (1968) 2 C.L.R. 151,
Arestidou v. Police (1973) 2 C.L.R. 244,
Constantinides v. Republic (1978) 2 C.L.R. 337,
Athinis v. Republic (1989) 2 C.L.R. 9,
Athinis v. Republic (1989) 2 C.L.R. 214,
Μάρτιν v. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1994) 2 Α.Α.Δ. 29,
Ανδρέου v. Psaras Shipping Agencies Ltd (1996) 1(B) A.A.Δ. 1379,
Blachin άλλως Blochine v. Αριστείδου (1997) 1(Α) A.A.Δ. 195,
Γενικός Εισαγγελέας v. Δημοσθένους (1990) 2 Α.Α.Δ. 152.
Aιτήσεις.
Aιτήσεις ημερομηνίας 13/5/98 από την εφεσίβλητη με τις οποίες υποβλήθηκε αίτημα, σε κάθε έφεση, για την προσαγωγή πρόσθετης μαρτυρίας ενώπιον του Εφετείου.
Α. Ανδρέου, για τον Εφεσείοντα-Kαθ’ ου η Aίτηση, στην Ποινική Έφεση Aρ. 6148.
Τ. Κατσικίδης, για τον Εφεσείοντα-Kαθ’ ου η Aίτηση, στην Ποινική Έφεση Αρ. 6149.
Χρ. Πουργουρίδης, για τον Εφεσείοντα-Kαθ’ ου η Aίτηση, στην Ποινική Έφεση Αρ. 6150.
Π. Κληρίδης, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, με Η. Μενελάου, για την Aιτήτρια-Εφεσίβλητη στις Ποινικές Eφέσεις Aρ. 6148, 6149 και 6150.
Cur. adv. vult.
ΔIKAΣTHPIO: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ.Μ. Πικής, Π.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Σε κοινή δίκη, το Κακουργιοδικείο έκρινε τους [*181]Geoffrey Michael John Pernell, Alan Carl Ford και Justin Andrew Fowler ένοχους για τα εγκλήματα της απαγωγής και ανθρωποκτονίας της Louise Jensen και της συνωμοσίας για τη διάπραξή τους.
Με ξεχωριστές εφέσεις (6148, 6149, 6150), οι καταδικασθέντες πρόσβαλαν την καταδίκη και την ποινή που τους επιβλήθηκε.
Μετά τον ορισμό των εφέσεων και πριν την έναρξη της ακρόασης, η Κατηγορούσα Αρχή, η Δημοκρατία, υπέβαλε αίτημα, σε κάθε έφεση, για την προσαγωγή πρόσθετης μαρτυρίας ενώπιον του Εφετείου. Η μαρτυρία προκύπτει από την ανυπόγραφη κατάθεση του Michael Andrew Flack, η οποία διαβιβάστηκε στις Εισαγγελικές Αρχές, μέσω του δικηγόρου του. Σ’ αυτή προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι, κατά τη διάρκεια της κράτησής του ως κατάδικου στις Κεντρικές Φυλακές, οι εφεσείοντες του ομολόγησαν, σε συνομιλίες που είχε μαζί τους, ενοχή για τα εγκλήματα για τα οποία καταδικάστηκαν, με λεπτομέρειες για τη συμμετοχή του καθενός στη διάπραξή τους.
Η ετυμηγορία του Δικαστηρίου για την ποινική ευθύνη των εφεσειόντων εκδόθηκε στις 28 Μαρτίου, 1996. Η κράτηση του Michael Flack, του προτεινόμενου μάρτυρα, στις Κεντρικές Φυλακές άρχισε στις 5 Μαρτίου, 1997, ημέρα κατά την οποία καταδικάστηκε σε φυλάκιση για τα εγκλήματα της διάρρηξης και κλοπής, για τα οποία κρίθηκε ένοχος. Οι, κατ’ ισχυρισμό, αποκαλύψεις των εφεσειόντων έγιναν σε συναντήσεις, που είχε μαζί τους μετά την ημερομηνία εκείνη, δηλαδή μετά την πάροδο ενός, περίπου, χρόνου από την καταδίκη τους. Το κείμενο της κατάθεσής του δεν επισυνάπτεται στην αίτηση. Συνάγεται, όμως, ότι αυτό, ή έστω η ουσία του, περιήλθε σε γνώση των εφεσειόντων.
Στην ένορκο δήλωση γραφέα της Νομικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας, η οποία υποστηρίζει το αίτημα, βασισμένη σε πληροφορίες που της δόθηκαν, αναφέρεται ότι ο Michael Flack είναι πρόθυμος να έλθει στην Κύπρο και να καταθέσει. Ας σημειωθεί ότι, μετά την αποφυλάκισή του, ο Flack επέστρεψε στο Ηνωμένο Βασίλειο, απ’ όπου κατάγεται. Στην ένορκο δήλωση παρέχονται πληροφορίες για τα ουσιαστικά στοιχεία της κατάθεσης του μάρτυρα, αποκαλυπτικά της εμπλοκής του κάθε εφεσείοντα στα εγκλήματα για τα οποία καταδικάστηκε και τα οποία του ομολόγησε.
Οι τρεις αιτήσεις, όμοιες σε περιεχόμενο, προβλήθηκαν συγχρόνως και αναπτύχθηκε κοινή επιχειρηματολογία, προς υποστήριξή τους.
[*182]Οι εφεσείοντες Geoffrey Michael John Pernell και Alan Carl Ford δεν ενίστανται στην αποδοχή του αιτήματος. Φαίνεται ότι το ενδιαφέρον τους για την προσαγωγή της μαρτυρίας δεν περιορίζεται μόνο στις ομολογίες, οι οποίες τους αποδίδονται, αλλά και σε εκείνη του τρίτου εφεσείοντα, του Justin Andrew Fowler. Σε ερώτηση του Δικαστηρίου για τη σχετικότητα της κατ’ ισχυρισμό ομολογίας του τελευταίου στην υπόθεση των άλλων δύο εφεσειόντων, δόθηκε η απάντηση ότι είναι ενδεχόμενο να ρίξει φως στην πτυχή της υπόθεσης που αφορά την προαγωγή κοινού σκοπού. Επίσης, ότι μπορεί να αποβεί σχετική στη θεώρηση της ποινής.
Ο τρίτος εφεσείων, ο Justin Andrew Fowler, ενίσταται στην προσαγωγή της μαρτυρίας για δύο λόγους. Κατ’ αρχή, γιατί είναι νομικά απαράδεκτη και, σε αντίθετη περίπτωση, γιατί, εκ προοιμίου, στερείται των εχέγγυων αξιοπιστίας που θα μπορούσαν να την καταστήσουν παραδεκτή.
Η κατάθεση του Flack υποβλήθηκε, μέσω του δικηγόρου του, στη Γενική Εισαγγελία, τον Απρίλιο του 1998. Λεπτομέρειες των ομολογιών, που συνέλεξε ο Flack, είδαν το φως της δημοσιότητας σε Αγγλικές εφημερίδες, πριν και μετά τη διαβίβαση της κατάθεσής του στις Εισαγγελικές Αρχές της Κύπρου. Στην ένσταση, επισυνάπτονται αποκόμματα από Αγγλικές εφημερίδες, στα οποία προβάλλεται το επίτευγμα του Michael Flack να εξασφαλίσει τις προφορικές ομολογίες των εφεσειόντων.
Όπως φαίνεται από τα δημοσιεύματα, ο Michael Flack και τρίτο πρόσωπο, που είχε καταδικαστεί μ’ αυτό για διάρρηξη και κλοπή, ήταν μέλη του Κλάδου Ανίχνευσης Εγκλημάτων της Αγγλικής Αστυνομίας, κατέχοντας, αντίστοιχα, το βαθμό του “Chief Inspector” και “Detective”, πριν την παραίτησή τους για να ιδρύσουν ιδιωτικό γραφείο ανιχνευτών, το οποίο τώρα φαίνεται να διευθύνουν.
Ο κ. Πουργουρίδης υπέβαλε ότι πρόδηλο κίνητρο του Michael Flack, στην προβολή της μαρτυρίας, της οποίας επιδιώκεται η κατάθεση, δεν ήταν, ούτε είναι η προάσπιση της δικαιοσύνης ή η υποβοήθηση των Κυπριακών Αστυνομικών Αρχών στο έργο τους, αλλά η προβολή της επιχείρησής του και η διαφήμιση των ικανοτήτων του.
Η αίτηση βασίζεται στις πρόνοιες του Άρθρου 146(β) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, ΚΕΦ. 155 και του Άρθρου 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, (Ν. 14/60). Οι σχετικές [*183]πρόνοιες του πρώτου νομοθετήματος παρέχουν, υπό την αίρεση των προνοιών του Άρθρου 153 του ιδίου Νόμου, εξουσία στο Ανώτατο Δικαστήριο «να ακούσει περαιτέρω μαρτυρία και να επιφυλάξει την απόφαση μέχρις ότου ακουστεί η περαιτέρω αυτή μαρτυρία».
Το Άρθρο 25(3) πραγματεύεται τις εξουσίες του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατ’ έφεση. Δίνει, μεταξύ άλλων, εξουσία στο Εφετείο «να ακούει και δέχεται περαιτέρω αποδεικτικά μέσα». Η εξουσία αυτή είναι όμοια σε περιεχόμενο και ίσης εμβέλειας με την εξουσία που παρέχεται από το Άρθρο 146(β).
Ο κ. Κληρίδης υπέβαλε, ότι καμιά από τις δύο νομοθετικές διατάξεις δε θέτει περιορισμό, ως προς τη φύση της μαρτυρίας που μπορεί να προσκομιστεί ή το χρόνο που αυτή ανακύπτει· ούτε περιορίζει, στη μια ή την άλλη πλευρά, την ευχέρεια προσαγωγής μαρτυρίας. Το κριτήριο για την αποδοχή της είναι το συμφέρον της δικαιοσύνης. Διαφωτιστικές, για τις παραμέτρους προσδιορισμού του συμφέροντος της δικαιοσύνης σε κάθε υπόθεση, είναι σειρά αποφάσεων των Αγγλικών και Κυπριακών δικαστηρίων, στις οποίες αναφέρθηκε. Ιδιαίτερη αναφορά έγινε στην Αγαπίου v. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 396, στην οποία συνοψίζονται οι αρχές αυτές. Σε ερώτηση του Δικαστηρίου - κατά πόσο υπάρχει προηγούμενη δικαστική απόφαση, στην οποία να έχει γίνει δεκτή μαρτυρία κατ’ έφεση, η οποία προέκυψε μετά την καταδίκη - μας δόθηκε αρνητική απάντηση. Αγγλικές αποφάσεις, εισηγήθηκε, ερμηνευτικές της σχετικής Αγγλικής νομοθεσίας, τείνουν να υποστηρίξουν ότι δε δικαιολογείται τέτοιος περιορισμός στην προσαγωγή μαρτυρίας. Επικαλέστηκε, προς θεμελίωση της θέσης του, τρεις Αγγλικές αποφάσεις, τις: Rex v. Robinson [1917] 2 K.B. 108· Peter Jobling Ditch [1969] 53 Cr. App. R. 627· και R v. Gilfoyle [1996] 3 All ER 883 (CA).
Η πρώτη από τις τρεις αποφάσεις εκδόθηκε στο πλαίσιο της εξουσίας, η οποία παρεχόταν στο Ποινικό Εφετείο (Court of Criminal Appeal), από το Άρθρο 9 του Criminal Appeal Act, 1907, να δέχεται μαρτυρία κατ’ έφεση, εφόσο το έκρινε πρέπον. Η δεύτερη και τρίτη απόφαση εκδόθηκαν μετά την τροποποίηση του προαναφερθέντος Νόμου, την οποία επέφερε το Άρθρο 23 του Criminal Appeal Act 1968. (Βλ., επίσης, τροποποίηση - Criminal Appeal Act 1995, Άρθρα 4(1) και 29, και Παράρτημα 3 Archbold 1997, Chap. 7, § 7-208 - 7-217.)
Ο κ. Πουργουρίδης υποστήριξε, ότι δεν παρέχεται δυνατότητα [*184]προσαγωγής μαρτυρίας κατ’ έφεση, για γεγονότα που διαδραματίστηκαν μετά τη δίκη, βάσει των προνοιών είτε του Άρθρου 25(3) του Ν. 14/60 είτε του Άρθρου 146(β) του ΚΕΦ. 155. Σχετική με την ερμηνεία του Άρθρου 146(β) είναι, κατά την εισήγησή του, μόνο η νομολογία πριν το 1968, ερμηνευτική της εφαρμογής του Άρθρου 9 του Criminal Appeal Act, 1907, που αποτέλεσε και το πρότυπο για τη διαμόρφωση του Άρθρου 146(β).
Με μόνη εξαίρεση την υπόθεση Rex v. Robinson, (ανωτέρω), του 1917, τα Αγγλικά δικαστήρια έκριναν ότι δεν ήταν παραδεκτή, βάσει των προνοιών του Άρθρου 9, η προσαγωγή στην έφεση μαρτυρίας, η οποία προέκυπτε μετά το πέρας της δίκης. Σε σειρά άλλων Αγγλικών αποφάσεων, κρίθηκε ότι τέτοια δυνατότητα δεν παρεχόταν, ενώ η ίδια η Rex v. Robinson, (ανωτέρω), ρητά αποδοκιμάστηκε στη Walter Graham Rowland [1947] 32 Cr. App. R. 29 και στη Thomas [1959] 43 Cr. App. R. 210. (Βλ., επίσης, Robinson [1962] Crim. L. R. 473.)
Στην Peter Jobling Ditch, (ανωτέρω), γίνεται ιστορική αναδρομή στη νομολογία που ρίπτει φως στην εφαρμογή του Άρθρου 9 του Criminal Appeal Act, 1907, με επωδό τη διαπίστωση ότι, πριν την τροποποίηση του 1968, δεν ήταν παραδεκτή η προσαγωγή μαρτυρίας που προέκυπτε μετά τη δίκη - (βλ., επίσης, Note of Williams [1964] Crim. L.R. 40· R. v. Green [1963] Crim. L.R. 840).
Θεώρηση της Αγγλικής νομολογίας, πριν το Criminal Appeal Act 1968, υποστηρίζει τη θέση ότι δεν ήταν παραδεκτή, βάσει του Άρθρου 9 του Criminal Appeal Act, 1907, η προσαγωγή μαρτυρίας κατ’ έφεση, η οποία προέκυπτε μετά το πέρας της δίκης. Μόνη ουσιαστική εξαίρεση αποτέλεσε η απόφαση στη Rex v. Robinson, (ανωτέρω), η οποία αφορούσε αίτηση του εφεσείοντα για την παροχή άδειας για την άσκηση έφεσης, στο πλαίσιο της εκδίκασης της οποίας έγινε δεκτή μαρτυρία για το περιεχόμενο επιστολής, την οποία απέστειλε ο εφεσείων μετά την καταδίκη του, και στην οποία ομολογούσε την ενοχή του. Η απόφαση του Αγγλικού Εφετείου είναι πολύ σύντομη. Περιορίζεται στη διαπίστωση ότι τέτοια μαρτυρία είναι δεκτή, βάσει του Άρθρου 9 του Criminal Appeal Act, 1907. Η απόφαση αποδοκιμάστηκε σε μεταγενέστερες αποφάσεις, όπως έχουμε αναφέρει. Το βάρος της Αγγλικής νομολογίας κλίνει συντριπτικά υπέρ της άποψης ότι μαρτυρία, η οποία προκύπτει μετά το πέρας της δίκης, δεν μπορεί να γίνει δεκτή στο πλαίσιο της περιορισμένης, από τη φύση της δικαιοδοσίας έφεσης, εξουσίας του Εφετείου να δέχεται μαρτυρία. Αποδοχή τέτοιας μαρτυρίας, θα οδηγούσε, επισημαίνεται στη Walter [*185]Graham Rowland, (ανωτέρω), στην έναρξη νέας έρευνας, επαγόμενης την κλήση και επανάκληση πολλών μαρτύρων, για την οποία το Εφετείο δεν προσφέρεται. Το Εφετείο, υποδεικνύεται, δεν είναι το δικαστήριο για την κρίση των γεγονότων.
Η θέση ότι δεν είναι δεκτή μαρτυρία, η οποία προκύπτει μετά τη δίκη, υιοθετείται, υπό το φως της Αγγλικής νομολογίας, στο σύγγραμμα Phipson on Evidence, 14th Edition, §13-05 - 13-08.
Η μόνη Αγγλική υπόθεση, στην οποία έγινε αναφορά και στην οποία έγινε δεκτή μαρτυρία η οποία προέκυψε μετά τη δίκη, είναι η Peter Jobling Ditch, (ανωτέρω). Το αίτημα για την προσαγωγή της μαρτυρίας υποβλήθηκε από τον εφεσείοντα, ο οποίος αμφισβητούσε την καταδίκη του. Η μαρτυρία συνίστατο από την ομολογία τρίτου, που εκδηλώθηκε μετά την καταδίκη, ότι εκείνος είχε διαπράξει το αδίκημα για το οποίο καταδικάστηκε ο Ditch.
Στην άλλη απόφαση, η οποία άπτεται του θέματος, R v. Gilfoyle, (ανωτέρω), επίδικο θέμα δεν ήταν μαρτυρία η οποία προέκυψε μετά την καταδίκη. Οι παρατηρήσεις του Δικαστηρίου επί του θέματος - ότι παρέχεται η δυνατότητα αποδοχής μαρτυρίας που προκύπτει μετά τη δίκη - είναι περιθωριακής σημασίας.
Η πλέον σχετική, με την παρούσα, Κυπριακή υπόθεση είναι η Zevedheos v. The Republic (1978) 2 C.L.R. 47. Απορρίφθηκε αίτημα για την προσαγωγή στην έφεση μαρτυρίας, που προέκυψε μετά τη δίκη. Αυτή συνίστατο από την κατάθεση μάρτυρα σε δίκη, που είχε διεξαχθεί μεταγενέστερα της δίκης που απέληξε στην καταδίκη του εφεσείοντα. Αξιοσημείωτο είναι ότι το Εφετείο, αγόμενο στην απόφασή του, έκαμε αναφορά, χωρίς οποιαδήποτε επιφύλαξη, στη Thomas, (ανωτέρω), απόσπασμα από την οποία παρατίθεται σ’ αυτή. Στο απόσπασμα αυτό υιοθετείται η θέση ότι δεν είναι παραδεκτή η προσαγωγή μαρτυρίας κατ’ έφεση, η οποία προκύπτει μετά την έκδοση της απόφασης η οποία εφεσιβάλλεται.
Στην Αγαπίου v. Δημοκρατίας, (ανωτέρω), στην οποία ο κ. Κληρίδης έκαμε ιδιαίτερη αναφορά, διαπιστώνεται, υπό το φως της προηγούμενης νομολογίας, ότι το Άρθρο 25(3) του Ν. 14/60 δεν αποβλέπει στην αναμόρφωση του πλαισίου της έφεσης και ότι η εξουσία για την προσαγωγή μαρτυρίας κατ’ έφεση έχει συμπληρωματικό χαρακτήρα. Στην ίδια απόφαση τονίζεται ο πρωταρχικός ρόλος της έφεσης, που δεν είναι άλλος από τη θεώρηση της ορθότητας της απόφασης και της ετυμηγορίας του πρωτόδικου δικαστηρίου· ρόλος ο οποίος (όπως υποδεικνύεται) δύσκολα συμβιβάζεται με τη λήψη και την αξιολόγηση μαρτυρίας από το ίδιο το Εφετείο. Παραθέτουμε ολόκληρο το σχετικό απόσπασμα, στο οποίο το Δικαστήριο πραγματεύεται το φάσμα της εξουσίας του Εφετείου να δέχεται μαρτυρία κατ’ έφεση:- (σελ. 398-399)
«Η ευχέρεια που παρέχεται στο Ανώτατο Δικαστήριο να δεχθεί μαρτυρία στο πλαίσιο της άσκησης της δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας του δεν απαλλάττει το διάδικο που φέρει το αποδεικτικό βάρος από την υποχρέωση να προσαγάγει το σύνολο της μαρτυρίας που στηρίζει την υπόθεσή του στο πρωτόδικο δικαστήριο. Το δικαστικό μας σύστημα βασίζεται στην αρχή ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο είναι ο χώρος για την κατάθεση και την αξιολόγηση της μαρτυρίας. Η εξουσία για τη λήψη μαρτυρίας κατά την άσκηση της δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας δε σκοπεί στην αλλοίωση της δομής του συστήματος ούτε μειώνει την υποχρέωση των διαδίκων στις πολιτικές υποθέσεις και της κατηγορούσας αρχής και του κατηγορουμένου στις ποινικές υποθέσεις να παρουσιάσουν το σύνολο της μαρτυρίας του στο πρωτόδικο δικαστήριο*. Η εξουσία του Εφετείου να δεχθεί μαρτυρία έχει συμπληρωματικό χαρακτήρα και περιορίζεται κυρίως σε μαρτυρία η οποία έρχεται σε φως μετά την ολοκλήρωση της δίκης η ύπαρξη της οποίας δεν μπορούσε να εντοπισθεί παρά τη λήψη κάθε λογικού μέτρου από το διάδικο ο οποίος επιδιώκει την παρουσίασή της στο Εφετείο.
Η δευτεροβάθμια δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχει ως κύριο σκοπό τη θεώρηση της ορθότητας της απόφασης και της ετυμηγορίας του πρωτόδικου δικαστηρίου. Ο ρόλος αυτός δύσκολα συμβιβάζεται με τη λήψη και αξιολόγηση μαρτυρίας. Γι’ αυτό μαρτυρία μπορεί να ληφθεί μόνον σε εξαιρετικές περιπτώσεις και κάτω από τις αυστηρές προϋποθέσεις που έχει καθορίσει η νομολογία. Οι αρχές αυτές αποτέλεσαν το αντικείμενο πολλών δικαστικών αποφάσεων. Οι αρχές που έχουν καθιερωθεί, συνοψίζονται στην πρόσφατη απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση Athinis v. The Republic (1989) 2 C.L.R. 214.»
Οι αρχές που διαγράφονται στην Αγαπίου, (ανωτέρω), προκύπτουν από σειρά προηγούμενων αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ερμηνευτικών του Άρθρου 25(3) του Ν. 14/60, ωσαύτως διαφωτιστικών για την εφαρμογή του στο πλαίσιο της Δευτεροβάθμιας Δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου - (βλ. [*187]Stelios Michael Simadhiakos v. The Police (1961) C.L.R. 64· Yiannakis Kyriacou Pourikkos v. Mehmed Fevzi (1962) C.L.R. 283· P. I. Kolias v. The Police (1963) 1 C.L.R. 52· Michael Antoni Petri v. The Police (1968) 2 C.L.R. 40· Nicos A. Felekkis v. The Police (1968) 2 C.L.R. 151· Georghios Arestidou v. The Police (1973) 2 C.L.R. 244· Constantinides v. The Republic (1978) 2 C.L.R. 337· Athinis v. Republic (1989) 2 C.L.R. 9·Athinis v. Republic (1989) 2 C.L.R. 214). Σχετική είναι και η μεταγενέστερη της Αγαπίου απόφαση στη Μάρτιν v. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1994) 2 Α.Α.Δ. 29. (Καθοδηγητικές για την ερμηνεία του Άρθρου 25(3) είναι και σειρά αποφάσεων σε πολιτικές εφέσεις, στις οποίες γίνεται εκτενής αναφορά στη, σχετικά, πρόσφατη απόφαση του Εφετείου - Ανδρέου v. Psaras Shipping Agencies Ltd, Π.Ε. 9265, 20/12/96. Βλ., επίσης, Oleg Blachin άλλως Blochine ν. Αριστείδου, Π.Ε. 8971, 24/2/97.)
Η προσαγωγή μαρτυρίας, που δεν υφίστατο κατά το χρόνο διεξαγωγής της δίκης, είναι, εξ αντικειμένου, άσχετη με το αποτέλεσμα της δίκης. Τέτοια μαρτυρία δε θα μπορούσε να επηρεάσει την κρίση της κατηγορίας και τη διαπίστωση της ποινικής ευθύνης του κατηγορουμένου. Επίσης, δεν μπορεί να συσχετισθεί προς τα επίδικα θέματα της έφεσης, που έχουν ως άξονα τη δίκη και το αποτέλεσμά της. Σκοπός της έφεσης είναι η θεώρηση της ορθότητας της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Όπως και στην Αγγλία, έτσι και στην Κύπρο, το Εφετείο δεν αποτελεί το δικαστικό βάθρο για την κρίση της κατηγορίας. Μαρτυρία, η οποία προκύπτει μετά τη δίκη, εξ αντικειμένου, δε θα μπορούσε να επηρεάσει το αποτέλεσμά της, εφόσο ήταν αδύνατη η προσαγωγή της ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου που έκρινε την ποινική ευθύνη του κατηγορουμένου. Αντίθετα, μαρτυρία, η οποία υπήρχε αλλά δεν προσκομίστηκε, θα μπορούσε να έχει επιπτώσεις στο αποτέλεσμα, αν προσαγόταν στη δίκη. Η σημασία της έγκειται στην αποστέρηση του πρωτόδικου δικαστηρίου της ευκαιρίας να την ακούσει και να τη συνεκτιμήσει στη διαμόρφωση της κρίσης του. Η κατάθεση μαρτυρίας, κατ’ έφεση, στις εξαιρετικές περιπτώσεις που είναι παραδεκτή, έχει ως λόγο την πλήρωση κενού κατά τη δίκη και την πιθανολόγηση των επιπτώσεων στην απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου. Ο ρόλος του εφετείου, σ’ εκείνη την περίπτωση, περιορίζεται στην αποτίμηση των επιπτώσεων που θα μπορούσε να έχει στην ετυμηγορία του πρωτόδικου δικαστηρίου η προσαγωγή της μαρτυρίας ενώπιόν του.
Η προσαγωγή ενοχοποιητικής μαρτυρίας, που προκύπτει μετά τη δίκη, ενώπιον του Εφετείου, μπορεί να έχει μόνο μια δικαιολο[*188]γία - τη στοιχειοθέτηση νέας πραγματικής βάσης για την καταδίκη του κατηγορουμένου. Αυτό αντίκειται προς την αρχή του κοινού δικαίου, που απαγορεύει την έκθεση του κατηγορουμένου στον κίνδυνο καταδίκης για περισσότερες φορές της μιας (the rule against double jeopardy). Στην Αγγλία, ο κανόνας αυτός μπορεί να τροποποιηθεί, ή ακόμα να παραμεριστεί από το νομοθέτη, όχι όμως στην Κύπρο, όπου κατοχυρώνεται ως θεμελιώδες δικαίωμα του ατόμου. Το Άρθρο 12.2 του Συντάγματος ορίζει:-
«2. Ο απαλλαγείς ή καταδικασθείς δε δικάζεται εκ δευτέρου διά το αυτό αδίκημα. ...»
(Αναφορά στη σχετική αρχή του κοινού δικαίου και στο Άρθρο 12.2 του Συντάγματος γίνεται, μεταξύ άλλων, στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Δημοσθένους (1990) 2 Α.Α.Δ. 152.)
Η μαρτυρία, που επιδιώκει, με τις αιτήσεις της, η Κατηγορούσα Αρχή να προσαγάγει, εμφανώς σκοπεί στη στοιχειοθέτηση, εκ νέου, των κατηγοριών εναντίον των καταδικασθέντων και, εν πάση περιπτώσει, στην υποστύλωση της καταδίκης, με αναφορά σε μεταγενέστερα γεγονότα. Τα γεγονότα αυτά είναι, αφενός, άσχετα προς την καταδίκη, που είναι το αντικείμενο της έφεσης, και, αφετέρου, απαράδεκτα για τη στοιχειοθέτησή της. Αποδοχή της νέας μαρτυρίας, που η Κατηγορούσα Αρχή επιδιώκει να προσαγάγει, θα μπορούσε να οδηγήσει στο παράδοξο και αντινομικό προς την αρχή του Άρθρου 12.2 - οι λόγοι έφεσης να γίνουν δεκτοί, αλλά οι εφέσεις να απορριφθούν, με βάση το περιεχόμενό της. Αυτό θα ισοδυναμούσε, στην ουσία, με καταδίκη των εφεσειόντων, βάσει του αποτελέσματος δεύτερης δίκης για τη διαπίστωση της ποινικής τους ευθύνης. Η έφεση δε συνιστά δεύτερη δίκη για τη διαπίστωση της ποινικής ευθύνης του κατηγορουμένου.
Οι αιτήσεις απορρίπτονται.
Oι αιτήσεις απορρίπτονται.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο