Aνδρέας Σ. Kοιλιάρης Λτδ ν. Eπαρχιακού Λειτουργού Eργασίας (1998) 2 ΑΑΔ 194

(1998) 2 ΑΑΔ 194

[*194]14 Ιουλίου, 1998

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]

ΑΝΔΡΕΑΣ Σ. ΚΟΙΛΙΑΡΗΣ ΛΤΔ.,

Εφεσείων,

ν.

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ,

Εφεσιβλήτου.

(Ποινική Έφεση Aρ. 6053)

 

Ποινή — Παρεμπόδιση επανόδου υπαλλήλου στην εργασία της, κατά παράβαση του Άρθρου 7 του περί Προστασίας της Μητρότητας Νόμου του 1987 (N. 54/87) — Η παρεμπόδιση συνίστατο στη μετακίνηση της υπαλλήλου από το χώρο εργασίας, όπου αυτή εργοδοτείτο μόνιμα επί σειρά ετών, σε άλλο χώρο και σε διαφοροποίηση στους όρους εργασίας της — Επιβολή ποινής προστίμου £200 — Επικυρώθηκε κατ’ έφεση.

Έφεση — Ευρήματα του εκδικάζοντος Δικαστηρίου — Τα οποία βασίζονται πάνω στην αξιολόγηση της προφορικής μαρτυρίας — Η αξιολόγηση μαρτυρίας αποτελεί πρωταρχικό καθήκον του πρωτόδικου Δικαστηρίου — Το Εφετείο έχει την ευχέρεια να επέμβει όταν διαπιστώσει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να προβεί σε συγκεκριμένο εύρημα σχετικά με ένα σημαντικό θέμα διαδικασίας, όπως επίσης και όταν ένα εύρημα δεν είναι εύλογα επιτρεπτό, ενόψει της προσκομισθείσας μαρτυρίας.

Ποινική Δικονομία — Κατηγορητήριο — Λάθος στη διατύπωση του αδικήματος ή στις λεπτομέρειες της κατηγορίας — Πότε μπορεί να θεωρηθεί ως μη συμμόρφωση προς τις διατάξεις του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου — Oποιαδήποτε ένσταση αναφορικά με τυπικό μειονέκτημα πρέπει να υποβάλλεται πριν την απολογία του κατηγορουμένου.

Η εφεσείουσα εταιρεία ασχολείται με την παραγωγή ειδών αρτοποιείας και λειτουργούσε 10 υποκαταστήματα στην περιοχή της Λευκωσίας. Το 1989, προσέλαβε την παραπονούμενη ως πωλήτρια στο υποκατάστημά της στην περιοχή Πλατύ, στην Αγλαντζιά. Το 1993, η παραπονούμενη πήρε άδεια μητρότητας και της χορηγήθηκε ιατρική άδεια απουσίας από την εργασία της που διάρκεσε ένα χρόνο.  Μια άλ[*195]λη υπάλληλος μετατέθηκε και ανέλαβε τα καθήκοντα της παραπονούμενης στο υποκατάστημα στο Πλατύ. Μετά τη λήξη της άδειάς της, η παραπονούμενη δήλωσε την πρόθεσή της να επιστρέψει στην εργασία της στο Πλατύ, όμως της υποδείχθηκε ότι θα έπρεπε, αν ήθελε να επιστρέψει, να αναλάβει καθήκοντα σε άλλο υποκατάστημα. Η παραπονούμενη απέρριψε την πρόταση της εφεσείουσας και γράφτηκε ως άνεργη στο Γραφείο Εργασίας. Η εφεσείουσα κατηγορήθηκε για παρεμπόδιση επανόδου της πιο πάνω υπαλλήλου στην εργασία της, κατά παράβαση του Άρθρου 7 του περί Προστασίας της Μητρότητας Νόμου (Αρ. 54/87). Το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε την εφεσείουσα ένοχη, ότι με τη συμπεριφορά της απέτρεψε την επάνοδο της παραπονούμενης στα προηγούμενα καθήκοντα και την καταδίκασε σε πρόστιμο £200.

Κατ’ έφεση η εφεσείουσα ισχυρίστηκε ότι:

(α)   Η καταδίκη θα πρέπει να ακυρωθεί γιατί το αδίκημα, για το οποίο είχε βρεθεί ένοχη, δημιουργείται από το Άρθρο 9 του Νόμου 54/87 που δεν αναφέρεται στο κατηγορητήριο·

(β)   το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η παραπονούμενη δεν μπορούσε να μετακινηθεί από ένα υποκατάστημα σε άλλο· και

(γ)   η ποινή του προστίμου των £200 είναι υπερβολική.

Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την έφεση και αποφάνθηκε ότι:

1.  Η παράλειψη πλήρους συμμόρφωσης με τα όσα προβλέπει το Άρθρο 39(γ) του Κεφ. 155, αναφορικά με τη σύνταξη του κατηγορητηρίου, έχει εξεταστεί σε σειρά υποθέσεων στις οποίες έχει τονιστεί ότι μόνο ουσιώδεις παρατυπίες, που επιφέρουν βλάβη στον κατηγορούμενο (prejudice) και μπορεί να οδηγήσουν σε παραπλάνησή του, μπορεί να επηρεάσουν την εγκυρότητα του κατηγορητηρίου. Η μη συμπερίληψη του Άρθρου 9 του Νόμου 54/87 στο σχετικό κατηγορητήριο δεν αποτελούσε ουσιώδη παρατυπία. Ήταν τυπικής μορφής και δεν μπορούσε να επηρεάσει δυσμενώς την εφεσείουσα ή να την παραπλανήσει.

2.  Το εύρημα ότι η θέση που προσφέρθηκε στην παραπονούμενη ήταν θέση υπαλλήλου στο κεντρικό κατάστημα στο Στρόβολο, που θα αναλάμβανε το ρόλο της “έξτρα υπαλλήλου” ή “αντικαταστάτριας”, η οποία θα μετακινείτο συνεχώς για να αντικαθιστά άλλες πωλήτριες, ανάλογα με τις ελλείψεις και τα προβλήματα που θα παρου[*196]σιάζονταν στο προσωπικό των άλλων υποκαταστημάτων (ένα στοιχείο που είχε γίνει αποδεκτό και από την εφεσείουσα), δεν αφήνει καμιά αμφιβολία, ότι η θέση της παραπονούμενης διαφοροποιόταν σε σχέση με τα προηγούμενα καθήκοντά της, σε βαθμό που η σύγκριση να οδηγεί σε συμπέρασμα ότι τα νέα καθήκοντα δεν θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως καθήκοντα παρόμοιας φύσης με τα προηγούμενα. Και τούτο, ανεξάρτητα από το ότι τα υπόλοιπα καθήκοντα και οι απολαβές της θα παρέμεναν όπως και προηγουμένως.

3.  Ο εργοδότης έχει δικαίωμα, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, να μετακινεί εργοδοτούμενό του από ένα χώρο εργασίας σε άλλο, ελλείψει ρητής συμφωνίας περί του αντιθέτου. Όμως στην παρούσα περίπτωση, το εύρημα για διορισμό της παραπονούμενης πάνω σε μόνιμη βάση στο υποκατάστημα στο Πλατύ, βασίστηκε πάνω στην αποδοχή των ισχυρισμών της για ύπαρξη προφορικής συμφωνίας με τον πρώην διευθυντή της εφεσείουσας και επιβεβαιώθηκε από το γεγονός, ότι κατά τη διάρκεια της πενταετούς τουλάχιστον υπηρεσίας της, αυτή δε μετακινήθηκε σε κανένα άλλο υποκατάστημα της εφεσείουσας.

4.  Το πρόστιμο των £200 δεν ήταν υπερβολικό σε βαθμό που να δικαιολογείται επέμβαση του Εφετείου.

Η έφεση απορρίπτεται.

Aναφερόμενες Yποθέσεις:

Constantinides v. Republic (1978) 2 C.L.R. 337,

Fourri and Others v. Republic (1980) 2 C.L.R. 152,

A.G. v. Kyprianou (1988) 2 C.L.R. 209,

Begonia Fashions Ltd  κ.ά. v. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 451,

Ξυδιά κ.ά. v. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 174,

Γεωργίου v. Καψού (1997) 1(A) A.A.Δ. 164,

Χαραλάμπους v. Βασιλείου (1996) 1(B)  A.A.Δ. 1355,

Αθανασίου v. Loizias & Sons Contracting and Building (Overseas) Ltd (1993) 1 A.A.Δ. 947,

Katsiamalis v. Republic (1980) 2 C.L.R. 107.

[*197]Έφεση εναντίον Kαταδίκης και Ποινής.

Έφεση εναντίον της καταδίκης και της ποινής από την εταιρεία Aνδρέας Σ. Kοιλιάρης Λτδ., η οποία βρέθηκε ένοχη στις 27 Σεπτεμβρίου, 1995, από το Eπαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας (Ποινική Yπόθεση Aρ. 13608/95) στην κατηγορία της παρεμπόδισης της επανόδου υπαλλήλου στην εργασία της, κατά παράβαση του Άρθρου 7 του περί Προστασίας της Mητρότητας Nόμου (N. 54/87) και καταδικάστηκε από Γιασεμή, E.Δ., σε πρόστιμο Λ.K.200.

Α. Παντελίδης, για τον Εφεσείοντα.

Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσίβλητο.

Cur. adv. vult

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.:  Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Τ. Ηλιάδη.

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.:

(α) Τα γεγονότα

Η εφεσείουσα εταιρεία, που ασχολείται με την παραγωγή ειδών αρτοποιείας και λειτουργούσε 10 υποκαταστήματα με 22 υπαλλήλους στην περιοχή της Λευκωσίας, προσέλαβε το 1989 τη Χρυσάνθη Ηρακλέους (που πιο κάτω θα αποκαλείται ως η παραπονούμενη), ως πωλήτρια στο υποκατάστημά της, στην περιοχή Πλατύ, στην Αγλαντζιά. Τα κεντρικά γραφεία της εταιρείας, με το εργαστήριο παραγωγής και πρατήριο πώλησης, βρίσκονται στη Λεωφόρου Στροβόλου, στο Στρόβολο.

Το 1993 η παραπονούμενη πήρε άδεια μητρότητας. Επειδή η προηγούμενη εγκυμοσύνη της κατέληξε σε αποβολή, της χορηγήθηκε ιατρική άδεια απουσίας από την εργασία της, που διήρκεσε ένα χρόνο. Λόγω του μεγάλου χρονικού διαστήματος της απουσίας της, η εφεσείουσα εταιρεία απεφάσισε να προσλάβει μια άλλη υπάλληλο. Η νέα υπάλληλος τοποθετήθηκε σε ένα άλλο υποκατάστημα, στη θέση μιας άλλης υπαλλήλου που μετατέθηκε και ανέλαβε τα καθήκοντα της παραπονούμενης στο υποκατάστημα στο Πλατύ. Μετά τη λήξη της άδειάς της και πιο συγκεκριμένα μέσα στον Οκτώβριο του 1994, η παραπονούμενη δήλωσε την πρόθεσή της να επιστρέψει στην εργασία της στο Πλατύ, όταν και της υποδείχθηκε από υπεύθυνους της εφεσείουσας, ότι δε θα μπορούσε να [*198]επιστρέψει στο Πλατύ γιατί δεν υπήρχε εκεί θέση και ότι θα έπρεπε, αν ήθελε να επιστρέψει, να αναλάβει καθήκοντα σε άλλο υποκατάστημα. Η παραπονούμενη πήρε τότε άδεια ενός μηνός χωρίς απολαβές και όταν μετά από διαβουλεύσεις της υποδείχθηκε ότι έπρεπε να αναλάβει καθήκοντα στο κεντρικό υποκατάστημα, αφού δεν είχαν πρόθεση να μετακινήσουν την υπάλληλο από το υποκατάστημα στο Πλατύ, η τελευταία δήλωσε ότι θα περίμενε την περίπτωση κένωσης θέσης στο υποκατάστημα στο Πλατύ. Η εφεσείουσα της απέστειλε τότε μια επιστολή ημερομηνίας 27/12/94, το περιεχόμενο της οποίας συμπεριλάμβανε τα ακόλουθα:

“Με την παρούσα καλείσαι όπως παρουσιαστείς εντός 15 ημερών στα Κεντρικά Γραφεία της εταιρείας στην Λεωφόρο Στροβόλου 18 για ανάληψη εργασίας ως πωλήτρια με τους ίδιους όρους και ωφελήματα, όπως και προηγουμένως.

Προς το παρόν δεν υπάρχει θέση στο κατάστημα που εργαζόσουν πριν την άδεια τοκετού γι’ αυτό και η εταιρεία θα σε ενημερώνει έγκαιρα (τουλάχιστον μια βδομάδα προηγουμένως) για το κατάστημα στο οποίο θα εργαστείς την επόμενη βδομάδα.

Εάν δεν παρουσιαστείς για εργασία εντός των 15 ημερών θα θεωρήσουμε ότι δεν ενδιαφέρεσαι πλέον για εργοδότηση σου από την εταιρεία μας και θα προχωρήσουμε στην πρόσληψη άλλης κοπέλας.”

Η παραπονούμενη απέρριψε την πρόταση της εφεσείουσας και γράφτηκε ως άνεργη στο Γραφείο Εργασίας.  Ως αποτέλεσμα, καταχωρήθηκε εναντίον της εφεσείουσας κατηγορία για παρεμπόδιση επανόδου της πιο πάνω υπαλλήλου στην εργασία της, κατά παράβαση του άρθρου 7 του περί Προστασίας της Μητρότητας Νόμου (Αρ. 54/87).

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε, ότι η προσφορά θέσης αντικαταστάτριας πωλήτριας δεν ήταν η προηγούμενη εργασία της παραπονούμενης ούτε και παρόμοια εργασία με αυτή που εκτελούσε προηγουμένως. Συνεπακόλουθα, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού βρήκε την εφεσείουσα ένοχη, ότι με τη συμπεριφορά της απέτρεψε την επάνοδο της παραπονούμενης στα προηγούμενα καθήκοντα, την κατεδίκασε σε πρόστιμο £200.

Με την έφεση που ασκήθηκε, η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι,

(1)   Η καταδίκη θα πρέπει να ακυρωθεί γιατί το αδίκημα, για [*199]το οποίο είχε βρεθεί ένοχη, δημιουργείται από το άρθρο 9 του Νόμου που δεν αναφέρεται στο κατηγορητήριο.

(2)   Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε σε συμπέρασμα ότι η παραπονούμενη δεν μπορούσε να μετακινηθεί από ένα υποκατάστημα σε άλλο και

(3)   Η ποινή του προστίμου των £200 που επιβλήθηκε είναι υπερβολική.

(β)       Παράλειψη αναφοράς του άρθρου 9 του Νόμου 54/87 στο κατηγορητήριο

Η έκθεση του αδικήματος πάνω στο οποίο βασίστηκε η καταδίκη της εφεσείουσας αναφέρεται σε

“Παρεμπόδιση επανόδου στην εργασία την οποία μισθωτή ασκούσε πριν την άδεια μητρότητας κατά παράβαση του άρθρου 7 του Περί Προστασίας της Μητρότητας Νόμου Αρ. 54 του 1987 όπως τροποποιήθηκε από τους Νόμους 66 του 1988 και 48(1) του 1994.”

Είναι η θέση της εφεσείουσας, ότι έχει καταδικαστεί για αδίκημα που δεν αναφέρεται στο κατηγορητήριο, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 39(γ) του Κεφ. 155.

Κρίνουμε σκόπιμο, σε αυτό το στάδιο, να παραθέσουμε τις πρόνοιες των άρθρων 7 και 9 του Περί Προστασίας της Μητρότητας Νόμου (Αρ. 54/87) και του άρθρου 39(γ) του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155.

Το άρθρο 7 του Περί Προστασίας της Μητρότητας Νόμου (Αρ. 54/87) προνοεί ότι,

“Η άδεια μητρότητας δεν επηρεάζει την αρχαιότητα της μισθωτής ή το δικαίωμά της σε προαγωγή ή επανόδου της στην εργασία την οποία ασκούσε πριν την άδεια μητρότητας ή σε άλλη παρόμοιας φύσεως εργασία με το ίδιο ύψος αποδοχών.”

Το άρθρο 9 του πιο πάνω Νόμου προνοεί ότι,

“(1)  Εργοδότης ο οποίος παραβαίνει τις, δυνάμει των άρθρων 3, 4, 5, 6 ή 7 του παρόντος Νόμου, υποχρεώσεις του είναι ένοχος αδικήματος.

[*200](2) Ο ένοχος αδικήματος δυνάμει του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου υπόκειται, σε περίπτωση καταδίκης του, σε ποινή προστίμου που δεν υπερβαίνει τις χίλιες λίρες.”

Το άρθρο 39(γ) του Κεφ. 155 προνοεί ότι,

“Η εν τω κατηγορητηρίω κατηγορία περιγράφει εν συντομία εις κοινήν γλώσσαν το ποινικόν αδίκημα δι’ όπερ κατηγορείται ο κατηγορούμενος, αποφευγομένης, εν τω μέτρω του δυνατού της χρήσεως τεχνικών όρων και χωρίς απαραιτήτως να εκτίθηνται άπαντα τα ουσιώδη στοιχεία του ποινικού αδικήματος, περιλαμβάνει δε αναφοράν εις το άρθρον του δημιουργούντος το ποινικόν αδίκημα νομοθετήματος.”

Η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι το άρθρο 7 δε δημιουργεί αδίκημα. Σύμφωνα με την εφεσείουσα, το αδίκημα δημιουργείται από το άρθρο 9 (που δεν αναφέρεται στο κατηγορητήριο) και κατ’ επέκταση με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 39(γ), η καταδίκη που ακολούθησε ήταν άκυρη.

Οι πρόνοιες του άρθρου 39(γ) πρέπει να εξετάζονται μέσα στα πλαίσια της τελευταίας παραγράφου του άρθρου 39 που προνοεί ότι,

“Νοείται ότι ουδέν λάθος εν τη εκθέσει του ποινικού αδικήματος ή των λεπτομερειών των απαιτουμένων να αναφερθώσιν εν τω κατηγορητηρίω θέλει θεωρηθή καθ’ οιονδήποτε στάδιον της υποθέσεως ως μη συμμόρφωσις προς τας διατάξεις του παρόντος Νόμου εκτός εάν, κατά την γνώμην του Δικαστηρίου, ο κατηγορούμενος πράγματι παρεπλανήθη λόγω του τοιούτου λάθους.”

Η παράλειψη πλήρους συμμόρφωσης με τα όσα προβλέπει το άρθρο 39(γ) του Κεφ. 155, αναφορικά με τη σύνταξη του κατηγορητηρίου, έχει εξεταστεί σε σειρά υποθέσεων στις οποίες έχει τονιστεί, ότι μόνο ουσιώδεις παρατυπίες που επιφέρουν βλάβη στον κατηγορούμενο (prejudice) και μπορεί να οδηγήσουν σε παραπλάνηση του, μπορεί να επηρεάσουν την εγκυρότητα του κατηγορητηρίου. (Ίδε Constantinides v. Republic (1978) 2 C.L.R. 337, Fourri and Others v. Republic (1980) 2 C.L.R. 152, A.G. v. Kyprianou (1988) 2 C.L.R. 209, Begonia Fashions Ltd κ.ά. ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 451 και Ξυδιά κ.ά. ν. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 174, 225.)

Στην παρούσα περίπτωση, το άρθρο 7 (που αναφέρεται στο κα[*201]τηγορητήριο) διαμορφώνει το αδίκημα και το άρθρο 9 (που δεν αναφέρεται στο κατηγορητήριο) καθορίζει την ποινή. Η εφεσείουσα παρέλειψε να προβάλει σχετική ένσταση, ως προς την εγκυρότητα του κατηγορητηρίου, για την πιο πάνω παράλειψη, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 66 του Κεφ. 155 που επιτρέπει την υποβολή ένστασης αναφορικά με τυπικό μειονέκτημα,

“αμέσως μετά την εις τον κατηγορούμενον ανάγνωσιν του κατηγορητηρίου ή του καταχωρισθέντος εις Κακουργιοδικείον κατηγορητηρίου και πριν ή ούτος απολογηθή εις αυτό αλλ’ ουχί βραδύτερον.”

Ανεξάρτητα από την πιο πάνω παράλειψη της εφεσείουσας, έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα, ότι η μη συμπερίληψη του άρθρου 9 του Νόμου 54/87 στο σχετικό κατηγορητήριο δεν αποτελούσε ουσιώδη παρατυπία. Ήταν τυπικής μορφής και δεν μπορούσε να επηρεάσει δυσμενώς την εφεσείουσα ή να την παραπλανήσει. Η εφεσείουσα γνώριζε τη φύση των κατηγοριών που αντιμετώπιζε. Μπορεί να μην γνώριζε τα αποτελέσματα που πιθανόν να επακολουθούσαν, ως προς το είδος ή το ύψος της ποινής. Όμως είχε τις υπηρεσίες δικηγόρου της εκλογής της, υπερασπίστηκε και πρόβαλε τις θέσεις της ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου και θα μπορούσε να ζητήσει την τροποποίηση του κατηγορητηρίου, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 66. Η παράλειψή της να εγείρει ένσταση στα αρχικά στάδια της διαδικασίας, της αποστερεί το δικαίωμα να εγείρει το θέμα σε αυτό το στάδιο. Η κατάσταση θα ήταν διαφορετική αν το λάθος ήταν σοβαρής μορφής, όπως π.χ. αν η κατηγορία περιείχε περισσότερα από ένα αδικήματα. (Ίδε Λοΐζου και Πική “Criminal Proceedings in Cyprus” σ. 83).

(γ)        Το εύρημα ότι η παραπονούμενη δεν μπορούσε να μετακινηθεί από ένα υποκατάστημα σε άλλο είναι λανθασμένο

Ο κύριος άξονας, πάνω στον οποίο περιστρέφονται οι υπόλοιποι λόγοι της έφεσης, είναι ότι το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι η θέση που προσφέρθηκε στην παραπονούμενη “δεν ήταν η εργασία της ούτε παρόμοιας φύσης με αυτήν που ασκούσε προηγουμένως”, είναι λανθασμένο.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε την εκδοχή της παραπονούμενης ότι είχε συμφωνήσει προφορικά με τον πατέρα του Διοικητικού Διευθυντή κ. Στέλιου Κοιλιάρη το 1989, ότι θα εργαζόταν μόνιμα στο Πλατύ εκτός από τις Κυριακές που θα μπορούσε να εργαστεί σε άλλα υποκαταστήματα. Το πρωτόδικο Δικαστή[*202]ριο, αφού έλαβε υπόψη ότι ο πατέρας του Διοικητικού Διευθυντή είχε πεθάνει και ότι ο νέος Διοικητικός Διευθυντής κ. Στέλιος Κοιλιάρης ανέλαβε καθήκοντα το 1991, όπως επίσης και το γεγονός ότι η παραπονούμενη εργάστηκε συνεχώς για 5 χρόνια στο ίδιο υποκατάστημα, στο Πλατύ, χωρίς να υποστεί οποιαδήποτε μετάθεση, αποδέχθηκε την εκδοχή της και κατέληξε σε εύρημα ότι η αρχική τοποθέτηση από το 1989 στο Πλατύ είχε γίνει πάνω σε μόνιμη βάση.

Τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου βασίζονται κυρίως πάνω στην αξιολόγηση της προφορικής μαρτυρίας που παρουσιάζεται. Έχει καθιερωθεί νομολογιακά ότι, κατά γενικό κανόνα, το Εφετείο δεν επεμβαίνει σε ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου που βασίζονται πάνω στην αξιολόγηση της προφορικής μαρτυρίας, αφού το πρωτόδικο Δικαστήριο βρίσκεται σε πλεονεκτικότερη θέση να αξιολογήσει τη μαρτυρία που παρουσιάζεται ενώπιόν του. (Ίδε Γεωργίου v. Καψού, Π.Ε. 9140 της 31/1/97). Η αξιολόγηση της μαρτυρίας αποτελεί πρωταρχικό καθήκον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, που έχει την ευχέρεια να ακούσει τους μάρτυρες να καταθέτουν προφορικά και να συνεκτιμήσει τις αντίστοιχες εκδοχές μέσα στο σύνολο των πραγματικών γεγονότων. (Ίδε Χαραλάμπους v. Βασιλείου, Π.Ε. 9504 της 20/12/96). Όμως το Εφετείο έχει την ευχέρεια να επέμβει, όταν διαπιστώνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να προβεί σε ένα συγκεκριμένο εύρημα, σχετικά με ένα σημαντικό θέμα της διαδικασίας. (Ίδε Αθανασίου v. Loizias & Sons Contracting and Building (Overseas) Ltd (1993) 1 A.A.Δ. 947) όπως επίσης και όταν ένα εύρημα δεν είναι εύλογα επιτρεπτό, έχοντας υπόψη τη μαρτυρία που έχει προσφερθεί. (Ίδε Katsiamalis v. Republic (1980) 2 C.L.R. 107.)

Το βασικό ερώτημα το οποίο προκύπτει είναι κατά πόσο η προσφορά της εφεσείουσας, που εκδηλώθηκε εγγράφως με την επιστολή της ημερομηνίας 27/11/94, αποτελούσε διαφοροποίηση στους όρους της εργασίας της, σε βαθμό που θα δικαιολογούσε την άρνηση της παραπονούμενης να επιστρέψει στην εργασία της.  Από τη μαρτυρία που έχει παρουσιαστεί, έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ορθή. Το εύρημα ότι η θέση που προσφέρθηκε ήταν θέση υπαλλήλου στο κεντρικό κατάστημα στο Στρόβολο, που θα αναλάμβανε το ρόλο της “έξτρα υπαλλήλου” ή “αντικαταστάτριας”, η οποία θα μετακινείτο συνεχώς για να αντικαθιστά άλλες πωλήτριες, ανάλογα με τις ελλείψεις και τα προβλήματα που θα παρουσιάζονταν στο προσωπικό των άλλων υποκαταστημάτων (ένα στοιχείο που είχε γίνει αποδεκτό και από την εφεσείουσα), δεν αφήνει κα[*203]μιά αμφιβολία ότι η θέση της παραπονουμένης διαφοροποιόταν σε σχέση με τα προηγούμενα καθήκοντά της, σε βαθμό που η σύγκριση να οδηγεί σε συμπέρασμα, ότι τα νέα καθήκοντα δεν θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως καθήκοντα παρόμοιας φύσης με τα προηγούμενα. Και τούτο, ανεξάρτητα από το ότι τα υπόλοιπα καθήκοντα και οι απολαβές της θα παρέμεναν όπως και προηγουμένως. Δεν παραγνωρίζουμε το δικαίωμα ενός εργοδότη να μετακινεί, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, ένα εργοδοτούμενο από ένα χώρο εργασίας σε άλλο, ελλείψει ρητής συμφωνίας περί του αντιθέτου. Όμως στην παρούσα περίπτωση, το εύρημα για το διορισμό της παραπονούμενης πάνω σε μόνιμη βάση στο υποκατάστημα στο Πλατύ, βασίστηκε πάνω στην αποδοχή των ισχυρισμών της για την ύπαρξη προφορικής συμφωνίας με τον πρώην Διευθυντή της εφεσείουσας και επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι κατά την πενταετή τουλάχιστον υπηρεσία της, η παραπονούμενη δε μετακινήθηκε σε κανένα άλλο υποκατάστημα της εφεσείουσας. Επιπρόσθετα, η διαπίστωση ότι υπήρξε διαφοροποίηση στους όρους εργασίας με την ανάθεση καθηκόντων “έξτρα υπαλλήλου” ή “αντικαταστάτριας” στην παραπονούμενη, μας οδηγεί στο συμπέρασμα, ότι το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι η εφεσείουσα με τη συμπεριφορά της απέτρεψε την παραπονουμένη να επανέλθει στην προηγούμενη εργασία της, ήταν ορθό.

Για τους πιο πάνω λόγους, η έφεση κατά της καταδίκης απορρίπτεται.

(δ) Το πρόστιμο των £200 ήταν υπερβολικό

Έχει επίσης υποβληθεί, ότι η ποινή του προστίμου των £200 ήταν υπερβολική, αφού η εφεσείουσα είχε καταβάλει προσπάθειες να διευθετήσει την επιστροφή της παραπονούμενης σε άλλο κατάστημα. Το σχετικό άρθρο προνοεί, ότι το Δικαστήριο μπορεί να επιβάλει ποινή προστίμου που δεν θα υπερβαίνει το ποσό των £1.000. Στην παρούσα περίπτωση, χωρίς να παραγνωρίζουμε την έλλειψη προηγούμενων καταδικών, κρίνουμε ότι το πρόστιμο των £200 δεν ήταν υπερβολικό σε βαθμό που να δικαιολογείται η επέμβασή μας. Η έφεση κατά της ποινής απορρίπτεται.

H έφεση απορρίπτεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο