Iσιδώρου Σιδέρης ν. G.M. Christofi Enterprises Ltd και Άλλης (1998) 2 ΑΑΔ 204

(1998) 2 ΑΑΔ 204

[*204]14 Ιουλίου, 1998

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]

ΣΙΔΕΡΗΣ ΙΣΙΔΩΡΟΥ,

Εφεσείων,

ν.

1. G. M. CHRISTOFI ENTERPRISES LTD.,

2. ΜΕΛΑΝΗΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ,

Εφεσιβλήτων.

(Ποινική Έφεση Αρ. 6375)

 

Έφεση — Αξιολόγηση μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο — Ευρήματα που σχετίζονται με την αξιοπιστία μαρτύρων — Πότε επεμβαίνει το Εφετείο — Σε υπόθεση έκδοσης επιταγών άνευ αντικρύσματος, η επέμβαση του Εφετείου κρίθηκε επιβεβλημένη για να ανατρέψει εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι επίδικες επιταγές είχαν εξοφληθεί — Το Εφετείο βρίσκεται στην ίδια καλή θέση και έχει τις ίδιες δυνατότητες με το πρωτόδικο Δικαστήριο να εξάξει συμπεράσματα από αποδεδειγμένα γεγονότα, χωρίς το ίδιο να προβεί σε αξιολόγηση και πρωτογενή ευρήματα.

Ποινικός Κώδικας — Έκδοση επιταγής άνευ αντικρύσματος και συνδρομή εις την έκδοση επιταγής άνευ αντικρύσματος, κατά παράβαση των Άρθρων 305Α(1), 29 και 20(β) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 — Ποία τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος.

Ποινική Δικονομία — Εκδίκαση ποινικών υποθέσεων — Συνοπτική ποινική δίκη —Μάρτυρες —Υποχρέωση της Κατηγορούσας Αρχής να καλέσει ως μάρτυρα κάθε πρόσωπο από το οποίο λήφθηκε κατάθεση και του οποίου η μαρτυρία θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή, έστω και αν το περιεχόμενο της μαρτυρίας συγκρούεται με την υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής — Αρχή στην Πέγκερος v. Δημοκρατίας — Δεν εφαρμοζόταν στην παρούσα υπόθεση.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αθώωσε και απάλλαξε τους εφεσίβλητους, οι οποίοι αντιμετώπιζαν κατηγορίες για έκδοση επιταγών άνευ αντικρύσματος, αφού διαπίστωσε ότι δεν αποδείχθηκε ότι ο εκδότης των επιταγών, Μ. Αντωνιάδης, παρέλειψε να τις εξοφλήσει μετά παρέλευση 15 ημερών από την ημερομηνία που έλαβε γνώση της έλλειψης [*205]διαθεσίμων κεφαλαίων. Ήταν η θέση του εφεσείοντα ότι ο Αντωνιάδης και ο Νικολάου (Μ.Υ. 2) ήταν τα άτομα με τα οποία είχε συμβληθεί στις 15.7.96 για την κατασκευή ξυλουργικών εργασιών για μπυραρία στη Μοσφιλωτή, η οποία ανήκει στην εφεσίβλητη 1. Αργότερα, την ίδια μέρα υπέγραψε νέα συμφωνία για τις ίδιες εργασίες με το Νικολάου και την εφεσίβλητη 1. Η νέα συμφωνία έγινε διότι ο Αντωνιάδης δεν πλήρωσε την προκαταβολή και ανέλαβε την πληρωμή της ο Νικολάου.

Σύμφωνα με την πρωτόδικη απόφαση, οι επίδικες επιταγές εξοφλήθηκαν από τον Αντωνιάδη μεταξύ 23.7.96 και 2.8.96. Το Δικαστήριο υπέδειξε επίσης ότι δεν υπήρχε “ρητή μαρτυρία” για το πότε οι επιταγές παρουσιάσθηκαν για πληρωμή και πότε επιστράφηκαν απλήρωτες. 

Η διαπίστωση αυτή ήταν το αποτέλεσμα της αποδοχής από το πρωτόδικο Δικαστήριο της εκδοχής της εφεσίβλητης 2 και του Μ.Υ. 2 Νικολάου.

Ο Αντωνιάδης δεν κλήθηκε να δώσει μαρτυρία από την Κατηγορούσα Αρχή. Αυτό αποτέλεσε ένα από τους λόγους που οδήγησαν το πρωτόδικο Δικαστήριο στις πιο πάνω διαπιστώσεις του.

Ο κύριος λόγος έφεσης, η οποία στρέφεται κατά της αθωωτικής απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αφορά τη διαπίστωση για την εξόφληση των επίδικων επιταγών από τον Αντωνιάδη.

Υποστηρίχθηκε εκ μέρους του εφεσείοντα, ότι η πιο πάνω διαπίστωση είναι παράλογη και αντιφατική και βρίσκεται σε αντίθεση με τη μαρτυρία του Μ.Κ. 4, η οποία κρίθηκε από το ίδιο το πρωτόδικο Δικαστήριο ως απόλυτα ειλικρινής και αξιόπιστη.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Ο λόγος έφεσης αφορά στα συμπεράσματα το πρωτόδικου Δικαστηρίου τα οποία βασίζονται πάνω στην αξιολόγηση της μαρτυρίας. Οι αρχές, με βάση τις οποίες επεμβαίνει το Εφετείο για να ανατρέψει τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων, είναι καλά γνωστές. Στην παρούσα υπόθεση δικαιολογείται η επέμβαση του εφετείου για ανατροπή των ευρημάτων που σχετίζονται με την αξιοπιστία της εφεσίβλητης 2 και του Μ.Υ.2, τα οποία οδήγησαν στη διαπίστωση ότι οι επίδικες επιταγές ξοφλήθηκαν από τον Αντωνιάδη μεταξύ 23.7.96 και 2.8.96, αφού δεν υποστηρίζοντο από άλλη μαρτυρία την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο απεδέχτηκε ως αξιόπιστη. Η μαρτυρία του Μ.Κ.4, την οποία το Δικαστήριο αποκάλεσε “πλήρως ειλικρινή και [*206]αξιόπιστη”, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι επιταγές δεν είχαν εξοφληθεί. Το περί αντιθέτου συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστήριου κρίνεται εσφαλμένο.

     Περαιτέρω, τα πιο πάνω ευρήματα αντιστρατεύονται την κοινή λογική και πρέπει να ανατραπούν και γι’ αυτό το λόγο.

2.  Αντίθετα με την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, έχει αποδειχθεί και το τέταρτο στοιχείο του αδικήματος και ως εκ τούτου οι δύο εφεσίβλητοι κρίνονται ένοχοι, πέρα από κάθε αμφιβολία.

3.  Στην άσκηση των εξουσιών του Εφετείου, δυνάμει του Άρθρου 145(3)(α)(ι) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, η αθωωτική απόφαση παραμερίζεται και οι δύο εφεσίβλητοι κρίνονται ένοχοι σύμφωνα με το κατηγορητήριο.

4.  Η αρχή στην Πέγκερος v. Δημοκρατίας, στην οποία αναφέρθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν εφαρμόζεται στην παρούσα περίπτωση. Ο εφεσείων δεν είχε υποχρέωση να καλέσει τον Αντωνιάδη αφού ο τελευταίος δεν έδωσε κατάθεση και ως εκ τούτου ο εφεσείων δε γνώριζε τις λεπτομέρειες της μαρτυρίας του. Οι λεπτομέρειες αυτές αποκαλύφθηκαν για πρώτη φορά από την εφεσίβλητη και τον Μ.Υ. 2 κατά τη μαρτυρία τους. Επομένως, δεν μπορούσε να εξαχθεί δυσμενές συμπέρασμα εναντίον του εφεσείοντα για την παράλειψή του να καλέσει τον Αντωνιάδη ως μάρτυρα, ο οποίος θα βοηθούσε το Δικαστήριο στην αξιολόγηση της εκδοχής του.

Η έφεση επιτρέπεται.

Aναφερόμενες Yποθέσεις:

Πέγκερος v. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 143,

Vassiliades v. Constantinou (1971) 1 C.L.R. 351,

Χατζημιλτή v. Βρόντου (1996) 1(Α) Α.Α.Δ. 523,

Kyriakou v. Aristotelous (1970) 1 C.L.R. 172,

Charalambides v. Hjisoteriou & Son and Others (1975) 1 C.L.R. 269,

Σοφοκλή v. Λεωνίδου (1993) 1 Α.Α.Δ. 1003,

Αθανασίου κ.ά. v. Κουνούνη (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 614,

[*207]Χριστοδούλου ν. Αγαθοκλέους (1997) 1(Α) Α.Α.Δ. 396,

Psaras and Another v. Republic (1987) 2 C.L.R. 132,

Μιχαηλίδης v. Δημοκρατίας (1989)  2 Α.Α.Δ. 172,

Μουζάκης v. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 220,

Κατσιαρής v. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 349,

Pissourios and Others v. Police (1967) 2 C.L.R. 258.

Έφεση εναντίον Αθωωτικής Απόφασης.

Έφεση από Σιδέρη Iσιδώρου κατά της αθωωτικής απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερομηνίας 6/8/97 (Ποινική Υπόθεση Αρ. 30041/96), με την οποία η Σωκράτους, Ε.Δ., αθώωσε τους κατηγορούμενους για τη διάπραξη του αδικήματος της έκδοσης επιταγής χωρίς αντίκρυσμα, κατά παράβαση των Άρθρων 305(Α)(1) και 29 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.

Στ. Αμερικάνος, για τον Εφεσείοντα.

Γ. Ιωάννου, για τους Εφεσίβλητους.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.

KAΛΛΗΣ, Δ.: Η εφεσίβλητη 1 αντιμετώπισε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου 2 κατηγορίες (οι κατηγορίες 1 και 3 στο κατηγορητήριο) για διάπραξη του αδικήματος της έκδοσης επιταγής χωρίς αντίκρυσμα, κατά παράβαση των άρθρων 305(Α) (1) και 29 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 186/96. Η εφεσίβλητη 2 ήταν η διευθύντρια της εφεσίβλητης 1. Αντιμετώπισε 2 κατηγορίες (οι κατηγορίες 2 και 4) για διάπραξη του αδικήματος της συνδρομής εις την έκδοση επιταγής χωρίς αντίκρυσμα, κατά παράβαση των άρθρων 20 (β) και 305 Α (1) του Κεφ. 154 (πιο πάνω). Η συνδρομή συνίστατο στην έκδοση των επιταγών, αντικείμενο των κατηγοριών 1 και 3, από την εφεσίβλητη 2, ενώ ήταν διευθύντρια της εφεσίβλητης 1.

Αντικείμενο της κατηγορίας 1 ήταν επιταγή για το ποσό Λ.Κ. 2000 και της κατηγορίας 3 για το ποσό των Λ.Κ. 3000.

[*208]Ήταν η θέση του εφεσείοντα, ότι οι επίδικες επιταγές αποτελούσαν μέρος της αμοιβής του, για την κατασκευή ξυλουργικών εργασιών για την μπυραρία Secret’s Pub στη Μοσφιλωτή, η οποία ανήκει στην εφεσίβλητη 1. Για την κατασκευή τους είχε αρχικά συμβληθεί - στις 15.7.96 - με τους Κίμ Νικολάου (Μ.Υ.2) και Μιχάλη Αντωνιάδη (Βλ. συμφωνία, Τεκ. 1). Αργότερα, την ίδια ημέρα - 15.7.96 - υπέγραψε νέα συμφωνία για τις ίδιες εργασίες με τον Κιμ Νικολάου και την εφεσίβλητη 1 (Βλ. Τεκ. 2).  Η νέα συμφωνία έγινε διότι ο Αντωνιάδης δεν πλήρωσε την προκαταβολή και ανέλαβε την πληρωμή της ο Νικολάου.

Το πρωτόδικο δικαστήριο προσδιόρισε ως εξής τα στοιχεία που συνθέτουν το αδίκημα:

“(α) την έκδοση επιταγής·

(β)   την μη εξόφλησή της όταν αυτή καθίσταται πληρωτέα·

(γ)   την έλλειψη διαθεσίμων κεφαλαίων του εκδότη που επενεργεί ως λόγος μη εξόφλησης, και

(δ)   την παράλειψη εξόφλησης μετά παρέλευση 15 ημερών από την ημερομηνία που ο εκδότης έλαβε γνώση του στοιχείου (γ) πιο πάνω.”

Έκρινε, μετά από ανάλυση και αξιολόγηση της μαρτυρίας, ότι τα πρώτα 3 στοιχεία είχαν αποδειχθεί. Σε σχέση με το τέταρτο στοιχείο έκρινε ότι “δεν έχει αποδειχθεί πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι οι επίδικες επιταγές είναι απλήρωτες”. Η τελευταία αυτή διαπίστωση ήταν το αποτέλεσμα της αποδοχής, από το πρωτόδικο δικαστήριο, της εκδοχής της εφεσίβλητης 2 και του Μ.Υ.2 Νικολάου, σύμφωνα με την οποία:

(1)       Οι επιταγές είχαν δοθεί από την εφεσίβλητη 2 ως εξασφάλιση της προκαταβολής της πρώτης συμφωνίας, για να βοηθήσει τον Νικολάου, επειδή ο Αντωνιάδης δεν είχε καταβάλει την προκαταβολή για να αρχίσει η εργασία. Μετά την παράδοση των επιταγών, ο εφεσείων ζήτησε να υπογραφεί η δεύτερη συμφωνία με την εφεσίβλητη 1, η οποία ήταν εκδότρια των επιταγών.

(2)       Οι επίδικες επιταγές εξοφλήθηκαν από τον Αντωνιάδη μεταξύ 23.7.96 και 2.8.96.

Ένας από τους λόγους που οδήγησαν το πρωτόδικο δικαστή[*209]ριο στις πιο πάνω διαπιστώσεις του ήταν η παράλειψη του εφεσείοντα να καλέσει ως μάρτυρα τον Αντωνιάδη. Όπως το έχει θέσει στην απόφασή του:

“Σημειώνεται εδώ ότι η Κατηγορούσα Αρχή αιτήθηκε και της εδόθη άδεια να παρουσιάσει ως μάρτυρα το Μιχάλη Αντωνιάδη παρά το γεγονός ότι δεν αναγραφόταν στο κατηγορητήριο και να προστεθεί το όνομά του ως μάρτυρα. Δεν τον παρουσίασε και δεν τον κάλεσε για μάρτυρα. Η μαρτυρία δε αυτού σίγουρα θα διαφώτιζε σε αρκετά θέματα αφού οι πληρωμές και γενικά οι όροι πληρωμής καταλογίσθηκαν σ’ αυτό. Στην υπόθεση Πέγκερου ν. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ., σελ. 143 κρίθηκε ότι η παράλειψη της Κατηγορούσας Αρχής να καλέσει μάρτυρα ο οποίος θα βοηθούσε το Δικαστήριο στην αξιολόγηση της εκδοχής του εφεσείοντα αποστέρησε το Δικαστήριο ουσιώδους μαρτυρίας για την εκδοχή του εφεσείοντα-κατηγορουμένου.”

Εκτός από τη μη απόδειξη του τελευταίου στοιχείου του αδικήματος, το πρωτόδικο δικαστήριο υπέδειξε ότι δεν υπάρχει “ρητή μαρτυρία” για το πότε οι επιταγές παρουσιάσθηκαν για πληρωμή και πότε επιστράφηκαν απλήρωτες. Εφόσο δεν ήταν γνωστό πότε επιστράφηκαν οι επιταγές στον εφεσείοντα, δεν ήταν δυνατό να υπολογισθεί ο χρόνος των 15 ημερών, που προβλέπεται από το άρθρο 305 Α (1) του Νόμου, δεδομένου ότι το κατηγορητήριο καταχωρήθηκε στις 9.9.96.

Αρχίζοντας από την τελευταία υπόδειξη του δικαστηρίου, παρατηρούμε ότι υπάρχει μαρτυρία ότι η εφεσίβλητη 2 έλαβε γνώση του γεγονότος της μη εξόφλησης των επιταγών γύρω στις 7 με 9 Αυγούστου, 1996.

Η πιο πάνω διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου για την εξόφληση των επίδικων επιταγών από τον Αντωνιάδη αποτέλεσε τον κύριο λόγο της παρούσας έφεσης, η οποία στρέφεται κατά της αθωωτικής απόφασης του πρωτόδικου δικαστηρίου.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα υποστήριξε ότι η πιο πάνω διαπίστωση είναι παράλογη και αντιφατική και βρίσκεται σε αντίθεση με τη μαρτυρία του Μ.Κ.4, Μιχαήλ Ραφαήλ, η οποία κρίθηκε από το ίδιο το πρωτόδικο δικαστήριο ως απόλυτα ειλικρινής και αξιόπιστη.

Εξέταση της μαρτυρίας του Μ.Κ.4, Μιχαήλ Ραφαήλ, αποκαλύπτει:

[*210](1)         Ότι οι επίδικες επιταγές εκδόθηκαν έναντι του συμφωνηθέντος ποσού για την κατασκευή ορισμένων ξυλουργικών εργασιών για μια μπυραρία την οποία διαχειρίζεται η εφεσίβλητη 1.

(2)       Ότι μέχρι την ημερομηνία της συνάντησης - έλαβε χώραν τον Σεπτέμβριο-Οκτώβριο του 1996 - οι επιταγές ήταν απλήρωτες.

Ο πιο πάνω λόγος έφεσης αφορά στα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου τα οποία βασίζονται πάνω στην αξιολόγηση της μαρτυρίας. Επομένως ο σχετικός λόγος έφεσης θα εξεταστεί με βάση τις αρχές που ρυθμίζουν την επέμβαση του Εφετείου με τα ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου δικαστηρίου.

Σύμφωνα με την αταλάντευτη θέση της νομολογίας, η αξιολόγηση της μαρτυρίας ανήκει κατ’ εξοχή στο πρωτόδικο δικαστήριο, το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα. Το Εφετείο, κατά κανόνα, σπάνια επεμβαίνει για να αποφασίσει για την αξιοπιστία ενός μάρτυρα. Τέτοια επέμβαση λαμβάνει χώραν μόνο όταν τα ευρήματα καταφαίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο δικαστήριο απεδέχθη ως αξιόπιστη ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία στο σύνολό της ή είναι αντίθετα με αδιαμφισβήτητα μέρη της μαρτυρίας. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο δικαστήριο να κάμει τα ευρήματα τα οποία έκαμε σε σχέση με την αξιοπιστία το Εφετείο δεν επεμβαίνει (Βλ. Vassiliades v. Constantinou (1971) 1 C.L.R. 351, Χ”Μιλτή ν. Βρόντου, Πολιτική Έφεση 8735/20.5.96, Kyriakou v. Aristotelous (1970) 1 C.L.R. 172, Charalambides v. Hjisoteriou & Son and Others (1975) 1 C.L.R. 269, 277, Σοφοκλή v. Λεωνίδου (1993) 1 Α.Α.Δ. 1003, Αθανασίου κ.ά. v. Κουνούνη, Πολιτική Έφεση 9041/29.5.97 και Χριστοδούλου v. Αγαθοκλέους, Πολιτική Έφεση 9117/18.4.97).

Το Εφετείο δικαιολογείται να ανατρέψει ευρήματα αξιοπιστίας μόνο όταν αυτά είναι αντιφατικά προς την κοινή λογική.   Τα ευρήματα αξιοπιστίας, όπως και κάθε άλλο εύρημα, κρίνονται και συνεκτιμούνται στο πλαίσιο του συνόλου των γεγονότων της υπόθεσης (Βλ. Psaras and Another v. Republic (1987) 2 C.L.R. 132, Μιχαηλίδης v. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 172, 196).

Στην κρινόμενη περίπτωση, τα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου, που σχετίζονται με την αξιοπιστία της εφεσίβλητης 2 και του Μ.Υ.2 Νικολάου, τα οποία το οδήγησαν στη διαπίστωση ότι οι επίδικες επιταγές ξοφλήθηκαν από τον Αντωνιάδη μεταξύ 23.7.96 και 2.8.96, δεν υποστηρίζεται από άλλη μαρτυρία την οποία το πρωτόδικο δικαστήριο απεδέχθη ως αξιόπιστη.   Για το λόγο αυτό πρέπει να ανατραπούν. Αυτή η μαρτυρία ήταν εκείνη του Μ.Κ. 4, Ραφαήλ (βλ. σελ. 4) την οποία το δικαστήριο αποκαλεί “πλήρως ειλικρινή και αξιόπιστη”.

Περαιτέρω τα πιο πάνω ευρήματα αντιστρατεύονται την κοινή λογική και πρέπει να ανατραπούν και για αυτό το λόγο. Η εφεσίβλητη 2 και ο Μ.Υ.2 Νικολάου είπαν ότι οι επιταγές είχαν δοθεί για εξασφάλιση του εφεσείοντα και ο τελευταίος θα τις επέστρεφε μετά την εξόφλησή τους από τον Αντωνιάδη. Σύμφωνα με την εφεσίβλητη 2, οι επιταγές ξοφλήθηκαν στην παρουσία της και στην παρουσία του Μ.Υ.2 Νικολάου. Ωστόσο δε ζήτησε να τις επιστραφούν. Ρωτήθηκε γιατί δεν τις πήρε πίσω και απάντησε “ούτε αυτό το ξέρω”.

Έχουμε λοιπόν την άποψη πως η μαρτυρία του Μ.Κ.4, Ραφαήλ, δικαιολογεί το συμπέρασμα ότι οι επιταγές δεν είχαν εξοφληθεί. Το περί αντιθέτου συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου κρίνεται εσφαλμένο. Τονίζεται ότι το Εφετείο βρίσκεται στην ίδια καλή θέση και έχει τις ίδιες δυνατότητες με το πρωτόδικο δικαστήριο να εξάξει συμπεράσματα από αποδεδειγμένα γεγονότα χωρίς φυσικά να προβεί το ίδιο σε αξιολόγηση και πρωτογενή ευρήματα (Βλ. Μουζάκης v. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 220, Κατσιαρής v. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 349, Pissourios and Others v. Police (1967) 2 C.L.R. 258).

Αντίθετα με την κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου, κρίνουμε ότι έχει αποδειχθεί πέρα από κάθε αμφιβολία και το τέταρτο στοιχείο του αδικήματος.

Ικανοποιούνται, επίσης, οι προϋποθέσεις του άρθρου 305 Α (3)* του Νόμου. Τόσο ο Μ.Κ. 4, Ραφαήλ, Γραμματέας της εφεσίβλητης 1, όσο και η εφεσίβλητη 2 και ο Μ.Υ.2 Νικολάου, είπαν ότι η μπυραρία στην οποία έγιναν οι ξυλουργικές εργασίες ανήκει στην εφεσίβλητη 1.

[*212]Με βάση, επομένως, τις πρωτόδικες διαπιστώσεις, ως προς την απόδειξη των πρώτων τριών στοιχείων του αδικήματος και το δικό μας συμπέρασμα, ως προς την απόδειξη και του τέταρτου στοιχείου, κρίνουμε ότι η ενοχή των εφεσιβλήτων έχει αποδειχθεί πέρα από κάθε αμφιβολία.

Στην άσκηση των εξουσιών μας, δυνάμει του άρθρου 145(3) (α) (ι) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, παραμερίζουμε την αθωωτική απόφαση σε σχέση και με τους δύο εφεσίβλητους και τους βρίσκουμε ένοχους σύμφωνα με το κατηγορητήριο.

Πριν κλείσουμε, θα σχολιάσουμε την αναφορά του πρωτόδικου δικαστηρίου στην παράλειψη του εφεσείοντα να καλέσει σαν μάρτυρα τον Αντωνιάδη.

Όπως  προκύπτει από τη γραμμή της υπεράσπισης, όπως αυτή αποκαλύφθηκε κατά την αντεξέταση των μαρτύρων του κατήγορου, η υπεράσπιση ουδέποτε έθεσε θέμα εξόφλησης των επιταγών από τον Αντωνιάδη. Γραμμή της υπεράσπισης ήταν η παράβαση της συμφωνίας για την κατασκευή των ξυλουργικών εργασιών από τον εφεσείοντα. Το θέμα της εξόφλησης από τον Αντωνιάδη ηγέρθη για πρώτη φορά από την εφεσίβλητη 2 και τον Μ.Υ.2 Νικολάου κατά την ένορκη μαρτυρία τους. Η αρχή η οποία διατυπώθηκε στην Πέγκερος v. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 143, 152, και στην οποία έχει αναφερθεί το πρωτόδικο δικαστήριο, εφαρμόζεται στις περιπτώσεις μαρτύρων από τους οποίους λήφθηκε κατάθεση, με άλλα λόγια στις περιπτώσεις μαρτύρων για τους οποίους ο κατήγορος γνωρίζει λεπτομέρειες της μαρτυρίας τους. Σε τέτοια περίπτωση, έχει υποχρέωση να τους καλέσει έστω και αν η μαρτυρία που θα δώσουν δεν είναι συμβατή με την υπόθεση του κατήγορου.

Στην κρινόμενη περίπτωση, γνώστες των λεπτομερειών της μαρτυρίας του Αντωνιάδη ήταν η εφεσίβλητη και ο Μ.Υ.2 Νικολάου. Αποκάλυψαν τις λεπτομέρειες για πρώτη φορά κατά τη μαρτυρία τους. Επομένως, δεν μπορούσε να εξαχθεί δυσμενές  συμπέρασμα εναντίον του εφεσείοντα από την παράλειψή του να  καλέσει τον Αντωνιάδη.

Η έφεση επιτρέπεται.  Οι εφεσίβλητοι κρίνονται ένοχοι ως το κατηγορητήριο. Στη συνέχεια θα εξετάσουμε το θέμα της ποινής.

Η έφεση επιτρέπεται.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο