Γενικός Eισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Σάββα Σάββα (1998) 2 ΑΑΔ 224

(1998) 2 ΑΑΔ 224

[*224]17 Ιουλίου, 1998

[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ/στές]

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσείων,

ν.

ΣΑΒΒΑ ΣΑΒΒΑ,

Εφεσιβλήτου.

(Ποινική Έφεση Αρ. 6288)

 

Ποινική Δικονομία — Εκδίκαση ποινικών υποθέσεων — Συνοπτική ποινική δίκη — Μάρτυρες — Κατά πόσο η Κατηγορούσα Αρχή έχει υποχρέωση να καλέσει ως μάρτυρα πρόσωπο το όνομα του οποίου περιλαμβάνεται στον κατάλογο των μαρτύρων στο κατηγορητήριο — Ο περί Ποινικής Δικονομίας Νόμος, Κεφ. 155, Άρθρο 38 — Εφαρμοστέες αρχές — Διάκριση της υπόθεσης Πέγκερος v. Δημοκρατίας.

Ποινική Δικονομία — Κατηγορητήριο — Τροποποίηση — Δεν είναι αναγκαία η τροποποίηση κατηγορητηρίου για να κληθεί μάρτυρας σε συνοπτική ποινική δίκη, το όνομα του οποίου δεν περιλαμβάνεται στο κατηγορητήριο.

Έφεση — Έφεση κατά αθωωτικής απόφασης Επαρχιακού Δικαστηρίου από Γενικό Εισαγγελέα — Ο περί Ποινικής Δικονομίας Νόμος, Κεφ. 155 — Άρθρο 137(1) — Εξαναγκασμός της Κατηγορούσας Αρχής να καλέσει μάρτυρα κατηγορίας — Πλήττει το κύρος της διαδικασίας στη ρίζα της — Διαταγή για επανεκδίκαση.

Στο κατηγορητήριο εναντίον του εφεσίβλητου, που αφορούσε αριθμό κατηγοριών για έκδοση επιταγής χωρίς αντίκρυσμα, κατά παράβαση του Άρθρου 305A του Ποινικού Kώδικα, αναγράφηκαν τα ονόματα τεσσάρων μαρτύρων κατηγορίας. Mετά τη συμπλήρωση της μαρτυρίας των τριών, η Κατηγορούσα Aρχή δήλωσε πως δεν είχε πρόθεση να καλέσει τον τέταρτο ούτε να τον προσφέρει για αντεξέταση. H υπεράσπιση ενέστη και το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η Kατηγορούσα Aρχή δεν υπείχε απόλυτη υποχρέωση να τον καλέσει, αφού δεν είχε σε προγενέστερο στάδιο αναφερθεί στη μαρτυρία του αλλά η διακριτική της ευχέρεια δεν είχε ασκηθεί κατά τρόπο δίκαιο [*225]προς την υπεράσπιση.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, στηριγμένο στη μαρτυρία του πιο πάνω μάρτυρα, αθώωσε και απάλλαξε τον εφεσίβλητο.  Ο Γενικός Εισαγγελέας άσκησε έφεση, υποστηρίζοντας πως ο Νόμος εφαρμόστηκε πλημμελώς επί των πραγματικών γεγονότων, στο πλαίσιο της δυνατότητας που παρέχει το Άρθρο 137(1) του Κεφ. 155.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε στις αρχές που διέπουν το θέμα, παραμέρισε την πρωτόδικη απόφαση και διέταξε την επανεκδίκαση της υπόθεσης από άλλο Δικαστή.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Δεν περιλαμβάνονται στο θεσμοθετημένο περιεχόμενο του κατηγορητηρίου, για σκοπούς συνοπτικής δίκης, τα ονόματα των μαρτύρων κατηγορίας, σε αντιδιαστολή με το κατηγορητήριο που καταχωρείται ενώπιον Κακουργιοδικείου. Το γεγονός της αναγραφής σ’ αυτό των ονομάτων μαρτύρων κατηγορίας αποτελεί πρωτοβουλία που δεν επάγεται υποχρέωση κλήσης τους.  Ο χειρισμός που έγινε είναι νομικά εσφαλμένος.

2.  Η κλήση μάρτυρα, το όνομα του οποίου δεν περιλαμβανόταν στο κατηγορητήριο, ενόψει των πιο πάνω, δε χρειαζόταν να γίνει με τροποποίηση του κατηγορητηρίου, αφού αυτό δεν περιλαμβάνεται στο θεσμοθετημένο περιεχόμενό του.

3.  Ο εξαναγκασμός της Κατηγορούσας Αρχής να καλέσει μάρτυρα πλήττει το κύρος της διαδικασίας στη ρίζα της. Ο μάρτυρας προσεγγίστηκε ως μάρτυρας της Κατηγορούσας Αρχής του οποίου την αξιοπιστία δεν είχε δικαίωμα να αμφισβητήσει και η αθωωτική απόφαση στηρίχτηκε στη μαρτυρία του.

Η έφεση επιτρέπεται. Διατάσσεται επανεκδίκαση της υπόθεσης από άλλο Δικαστή.

Aναφερόμενες Yποθέσεις:

R. v. Oliva, 49 Cr. App. R. 298,

Attorney-General v. Petrou (1972) 2 C.L.R. 81,

Γενικός Εισαγγελέας v. Χριστοδούλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 133,

[*226]Γενικός Εισαγγελέας v. Δημοσθένους (1990) 2 Α.Α.Δ. 152,

Dallison v. Caffery [1965] Q.B. 348,

Πέγκερος v. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 143,

Fournaris v. Republic (1978) 2 C.L.R. 20.

Έφεση εναντίον αθωωτικής απόφασης.

Έφεση από το Γενικό Eισαγγελέα της Δημοκρατίας εναντίον της απόφασης του Eπαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας ημερομηνίας 30/1/97 (Ποινική Yπόθεση Αρ. 17562/94) με την οποία ο Zωμενής, E.Δ., απάλλαξε και αθώωσε τον κατηγορούμενο σε οκτώ κατηγορίες πρόκλησης μη εξόφλησης επιταγής χωρίς εύλογη αιτία, κατά παράβαση του Άρθρου 305(A)(2) του Ποινικού Kώδικα, Κεφ. 154.

Μ. Μαλαχτού, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τον Εφεσείοντα.

Εφεσίβλητος απών.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Το κύριο ζήτημα που εγείρεται, αναφέρεται στην ύπαρξη ή μη υποχρέωσης της κατηγορούσας αρχής, στο πλαίσιο συνοπτικής ποινικής δίκης, να καλέσει ως μάρτυρα πρόσωπο που αναφέρεται ως τέτοιος στο κατηγορητήριο.

Προέκυψε κάτω από τις ακόλουθες συνθήκες. Στο κατηγορητήριο, που αφορούσε σε αριθμό κατηγοριών για έκδοση επιταγής χωρίς αντίκρυσμα, κατά παράβαση του άρθρου 305(Α) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, αναγράφηκαν τα ονόματα τεσσάρων μαρτύρων κατηγορίας. Με τη συμπλήρωση της μαρτυρίας των τριών, ο εκπρόσωπος της κατηγορούσας αρχής δήλωσε πως δεν είχε πρόθεση να καλέσει και τον τέταρτο ούτε να τον προσφέρει για αντεξέταση. Εξήγησε πως η κατηγορούσα αρχή τον θεωρούσε αναξιόπιστο και ενδεχομένως ως συνένοχο του εφεσιβλήτου. Ο μάρτυρας ήταν παρών, στη διάθεση της υπεράσπισης για να τον καλέσει η ίδια αν αυτή ήταν η επιθυμία της. Σημειώνεται πως η γραπτή κατάθεση του μάρτυρα στην αστυνομία είχε [*227]ήδη δοθεί στην υπεράσπιση, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 7 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, όπως τροποποιήθηκε ειδικά από το Ν. 142/91. Το άρθρο 7 αναφέρεται στο δικαίωμα κατηγορουμένου “να ζητήσει και εφοδιαστεί με αντίγραφο των καταθέσεων και εγγράφων που λήφθηκαν κατά τη διάρκεια της διερεύνησης της υπόθεσης ...”.

Η υπεράσπιση ενέστη και το πρωτόδικο δικαστήριο, με αναφορά στην R. v. Oliva, 49 Cr. App. R. 298, εξέδωσε οδηγίες για την κλήση του μάρτυρα από την κατηγορούσα αρχή. Όπως έκρινε, δεν υπείχε η κατηγορούσα αρχή απόλυτη υποχρέωση να τον καλέσει, αφού δεν είχε σε προγενέστερο στάδιο αναφερθεί στη μαρτυρία του αλλά η διακριτική της ευχέρεια δεν είχε ασκηθεί κατά τρόπο δίκαιο προς την υπεράσπιση. Ήταν υποχρέωσή της να προωθήσει το συμφέρον της δικαιοσύνης και η επιδίωξή της δεν θα έπρεπε να ήταν απλώς η επίτευξη καταδίκης. Θεώρησε πως η κατηγορούσα αρχή δεν ήθελε να καλέσει το μάρτυρα γιατί η μαρτυρία του θα βοηθούσε την υπεράσπιση. Παρεμβάλλουμε πως αυτό το τελευταίο δεν εναρμονίζεται προς όσα είχαν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου.

Συμμορφώθηκε, βέβαια, η κατηγορούσα αρχή προς τις οδηγίες και κάλεσε το μάρτυρα. Όταν δε του υπέβαλε ορισμένη ερώτηση, το Δικαστήριο παρενέβη, αποκλείοντάς την ως εξής:

“Δεν επιτρέπεται η ερώτηση υπό αυτή τη μορφή διότι ουσιαστικά θέτετε σε αμφισβήτηση το μάρτυρα ο οποίος είναι μάρτυρας της Κατηγορούσας Αρχής”.

Το πρωτόδικο δικαστήριο, στο τέλος, στηριγμένο κυρίως στη μαρτυρία του πιο πάνω μάρτυρα, κατέληξε σε διαπιστώσεις που έκρινε ότι θεμελίωναν στον απαιτούμενο βαθμό την ειδική υπεράσπιση του άρθρου 305Α(2). Και, επομένως, αθώωσε και απάλλαξε τον εφεσίβλητο.

Ο Γενικός Εισαγγελέας άσκησε έφεση, υποστηρίζοντας πως ο Νόμος εφαρμόστηκε πλημμελώς επί των πραγματικών γεγονότων, στο πλαίσιο της δυνατότητας που παρέχει το άρθρο 137(1) του Κεφ. 155. Σημειώνουμε, πως το άρθρο 137(1) αναφέρεται και στην περίπτωση αντικανονικότητας στη διαδικασία. (Βλ. μεταξύ άλλων The Attorney-General v. Kyriacos Chryssanthou Petrou (1972) 2 C.L.R. 81, Γενικός Εισαγγελέας v. Χριστοδούλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 133, Γενικός Εισαγγελέας v. Δημοσθένους (1990) 2 Α.Α.Δ. 152).

Ο εφεσίβλητος αρχικά εμφανίστηκε αυτοπροσώπως, οπότε [*228]εγκρίθηκε το αίτημά του για αναβολή ώστε να διορίσει δικηγόρο. Διόρισε δικηγόρο αλλά χρειάστηκε να αναβληθεί εκ νέου η υπόθεση. Ο δικηγόρος του εφεσίβλητου δεν ήταν σε θέση να διεκπεραιώσει το έργο του γιατί όπως δήλωσε, για άγνωστο λόγο ο εφεσίβλητος δεν είχε επαφή μαζί του. Ζήτησε τελικά άδεια και αποσύρθηκε, η δε υπόθεση αναβλήθηκε για να ειδοποιηθεί προσωπικά ο εφεσίβλητος εκ νέου. Επιδόθηκε η ειδοποίηση στον εφεσίβλητο αλλά δεν εμφανίστηκε. Η κα Μαλαχτού αναφέρθηκε στη δυνατότητα που παρέχει το άρθρο 143(5) του Κεφ. 155, για την έκδοση εντάλματος σύλληψής του ή για διεξαγωγή της ακρόασης στην απουσία του.  Αποφασίσαμε να αποφύγουμε την έκδοση εντάλματος σύλληψης και η ακρόαση διεξάχθηκε στην απουσία του εφεσίβλητου.

Η ευπαίδευτη συνήγορος της κατηγορούσας αρχής ήταν σύντομη. Το γεγονός ότι το όνομα του μάρτυρα περιλαμβανόταν στον κατάλογο των μαρτύρων στο κατηγορητήριο, ήταν χωρίς σημασία. Δεν υπάρχει καθήκον αναφοράς στο κατηγορητήριο των μαρτύρων κατηγορίας. Το ζήτημα του περιεχομένου του κατηγορητηρίου, σε σχέση με συνοπτική δίκη, ρυθμίζεται από το άρθρο 38 του Κεφ. 155 και τέτοια υποχρέωση δεν επιβάλλεται.  Αντίθετα προς όσα ισχύουν, με βάση το άρθρο 109(δ), σε σχέση με κατηγορητήριο που καταχωρείται στο Κακουργιοδικείο.  Επιβάλλεται στη δεύτερη περίπτωση να περιλαμβάνονται στο κατηγορητήριο τα ονόματα των μαρτύρων οι οποίοι έδωσαν μαρτυρία κατά την προανάκριση. [Βλ. τώρα και τον περί Ποινικής Δικονομίας (Προσωριναί Διατάξεις) Νόμο του 1974, Ν. 42/74 όπως τροποποιήθηκε]. Δέχθηκε συναφώς η κα Μαλαχτού, πως αυτούς τους μάρτυρες πράγματι έχει υποχρέωση η κατηγορούσα αρχή να τους καλεί ενώπιον του Κακουργιοδικείου. Με αναφορά στην υπόθεση Dallison v. Caffery [1965] QB 348, προσδιόρισε ως καθήκον της κατηγορούσας αρχής να διώκει (prosecute) και όχι να υπερασπίζεται τον κατηγορούμενο και υποστήριξε πως το πρωτόδικο δικαστήριο παρερμήνευσε την απόφαση στην υπόθεση R. v. Oliva (ανωτέρω).

Θα περιοριστούμε σε όσα αφορούν στη συνοπτική δίκη.  Μας έχει λεχθεί πως δεν υπάρχει παρόμοιο προηγούμενο στη νομολογία μας και, πράγματι, ούτε η δική μας έρευνα αποκάλυψε απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου πάνω σε τέτοιο θέμα.  Υπάρχει σχετική αναφορά, στη σελίδα 68 του Criminal Procedure in Cyprus, των Λοΐζου και Πική, αλλά ως προς τους μάρτυρες σε κατηγορητήριο ενώπιον κακουργιοδικείου. Πραγματεύεται την υποχρέωση της κατηγορούσας αρχής να καλέσει μάρτυρα το όνομα του οποίου οπισθογραφείται στο κατηγορη[*229]τήριο (“whose name appears on the back of the indictment”). Bλέπε επίσης Γ. Κακογιάννη - Η Απόδειξη §7-08.

Η αναφορά σε μάρτυρες, τα ονόματα των οποίων οπισθογραφούνται στο κατηγορητήριο, ενέχει ειδικό νόημα. Το εξηγεί ο Archbold - Criminal Pleading Evidence & Practice (1995) Re-issue Τόμος 1 §4-289.  Και εδώ, τέμνεται το θέμα ως προς την εμβέλεια της υπόθεσης R. v. Oliva (ανωτέρω) αλλά και της υπόλοιπης αγγλικής νομολογίας, που συνοψίζεται στο σύγγραμμα στις παραγράφους 4 - 290 κ.επ. (Βλ. επίσης Ηalsbury’s Laws of England 4η έκδοση Τόμος 11(2) § 1003 και Phipson on Evidence 14η έκδοση § 11-17 κ.επ). Εξηγείται, πως όπου απαντάται στη νομολογία αυτή η φράση, αναφέρεται σε μάρτυρες που είτε έδωσαν μαρτυρία για την κατηγορούσα αρχή ή των οποίων οι καταθέσεις προσφέρθηκαν από την κατηγορούσα αρχή σε διαδικασία παραπομπής. Αυτό, αφού μετά την κατάργηση του θεσμού των “grand juries” (με τις Αdministration of Justice (Miscellaneous Provisions) Act 1933 και Criminal Justice Act 1948 - βλ. Walker and Walker - The English Legal System 5η έκδοση σελ. 229 και Patrick Devlin - The Criminal Prosecution in England σελ. 9) και δεύτερης νομοθετικής αλλαγής, δε φαίνεται, όπως σημειώνεται, να υπάρχει νομοθετική εξουσιοδότηση για την οπισθογράφηση στο κατηγορητήριο των ονομάτων μαρτύρων.  Δεν ακολουθείται πλέον αυτή η πρακτική, με τη φράση που διατηρήθηκε εννοούνται πλέον όσα σημειώσαμε και όσα συζητήθηκαν στην αγγλική νομολογία αναφορικά με το καθήκον της κατηγορούσας αρχής να καλεί μάρτυρες, αναφέρονται σε τέτοιους μάρτυρες. Στους οποίους, κατά την εισήγηση των συγγραφέων, πρέπει να θεωρηθεί ότι περιλαμβάνονται και μάρτυρες στους οποίους στηρίζεται η κατηγορούσα αρχή κατά την υποβολή αίτησης για άδεια πρόσαψης κατηγορίας, όταν ο κατηγορούμενος δεν έχει παραπεμφθεί για δίκη ή κατά την επίδοση ειδοποίησης για μεταφορά προς παράκαμψη της διαδικασίας παραπομπής. Μεταφέρουμε το απόσπασμα που μόλις αποδώσαμε:

“Since the abolition of grand juries and the repeal of rule 1(5) of Schedule 1 to the Indictments Act 1915, there appears to be no statutory authority for the placing of the names of witnesses on the back of the indictment, and the practice is not now followed. The questions considered below arise in respect of witnesses who either gave evidence for, or whose statements were tendered by, the prosecution in the committal proceedings. In the reported cases, such witnesses are referred to as those whose “names are on the back of the indictment.”  [*230]It is submitted that the obligation to call such witnesses, where it arises, applies equally to the witnesses relied on by the prosecution in applying for leave to prefer a bill of indictment when the accused has not been committed for trial, or in serving any notice of transfer to by-pass committal proceedings.”

Συμφωνούμε με την εισήγηση της κατηγορούσας αρχής. Δεν περιλαμβάνονται στο θεσμοθετημένο περιεχόμενο του κατηγορητηρίου, για σκοπούς συνοπτικής δίκης, τα ονόματα μαρτύρων κατηγορίας. (Βλ. το άρθρο 38 του Κεφ. 155 και το έντυπο αρ. 7 στο παράρτημα D των Θεσμών περι Ποινικής Δικονομίας. Και σε αντιδιαστολή το έντυπο 29 για κατηγορητήριο που καταχωρείται ενώπιον Κακουργιοδικείου). Το γεγονός της αναγραφής σ’ αυτό των ονομάτων μαρτύρων κατηγορίας αποτελεί πρωτοβουλία που δεν επάγεται υποχρέωση κλήσης τους. Η νομολογία, ως προς τους μάρτυρες των οποίων τα ονόματα οπισθογραφούνται στο κατηγορητήριο με την πιο πάνω έννοια, δεν αφορά στην περίπτωση της συνοπτικής δίκης. Ο χειρισμός που έγινε είναι νομικά εσφαλμένος.

Έχει εγερθεί και δεύτερο παρεμφερές θέμα. Η κατηγορούσα αρχή ήθελε να καλέσει και μάρτυρα το όνομα του οποίου δεν περιλαμβανόταν στο κατηγορητήριο και ζήτησε γι’ αυτό άδεια για τροποποίηση του κατηγορητηρίου. Θεωρώντας, όπως προκύπτει, πως αυτό ήταν απαραίτητη προϋπόθεση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο επελήφθη του αιτήματος, το απέρριψε και η κατηγορούσα αρχή δεν κάλεσε το μάρτυρα.  Εισηγείται τώρα η κα Μαλαχτού πως στοιχειοθετείται πρόσθετος λόγος για παραμερισμό της πρωτόδικης απόφασης.

Είναι ορθό, πως ενόψει των πιο πάνω, δε νοείται τροποποίηση του κατηγορητηρίου ως προς τέτοιο θέμα, αφού αυτό δεν περιλαμβάνεται, όπως έχουμε εξηγήσει, στο θεσμοθετημένο περιεχόμενό του. Το αίτημα, λοιπόν, για τέτοια τροποποίηση, την ευθύνη για το οποίο είχε η κατηγορούσα αρχή, θα έπρεπε να είχε απορριφθεί εν πάση περιπτώσει. Δεν απερρίφθη για τέτοιο λόγο αλλά σαφώς γιατί το Δικαστήριο θεώρησε ότι υπήρχε θέμα για το οποίο είχε διακριτική εξουσία. Όπως εξήγησε, σε τέτοια περίπτωση θα ήταν αναπόφευκτη η αναβολή της ακρόασης αφού διαφορετικά θα καταλαμβανόταν εξ απροόπτου η υπεράσπιση. Ετίθετο εδώ και ζήτημα σε σχέση με την εφαρμογή του άρθρου 7 του Κεφ. 155.

Δεν έχουν συζητηθεί και δε θα μας απασχολήσουν σ’ αυτή την υπόθεση οι δυνατότητες που υπάρχουν στην περίπτωση της κλήσης μάρτυρα του οποίου η κατάθεση δε δόθηκε στην υπεράσπιση [*231]και την ύπαρξη του οποίου η υπεράσπιση πληροφορείται την τελευταία στιγμή. Η ίδια η κατηγορούσα αρχή απευθύνθηκε σε διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου, αντικείμενο του διαβήματός της ήταν η τροποποίηση του κατηγορητηρίου και η μη κλήση του μάρτυρα είχε στη ρίζα της τη δική της τότε αντίληψη, πως δεν είχε τέτοιο δικαίωμα, αφού το όνομα του μάρτυρα δεν αναγραφόταν στο κατηγορητήριο. Πιθανολογήσεις αναφορικά με το ποιό θα ήταν το αποτέλεσμα, αν καλούσε το μάρτυρα, στηρίζοντας την ενέργειά της στη θέση πως δεν υπήρχε εκ του νόμου τέτοιος περιορισμός, δε μπορούν να γίνουν.

Καταλήγουμε ως εξής: Ο εξαναγκασμός της κατηγορούσας αρχής να καλέσει μάρτυρα, και δε συζητούμε εδώ τη δικονομική δυνατότητα αλλά την ύπαρξη των ουσιαστικών προϋποθέσεων για τη διάγνωση καθήκοντος κλήσης του μάρτυρα, πλήττει το κύρος της διαδικασίας στη ρίζα της. Ο μάρτυρας προσεγγίστηκε ως μάρτυρας της κατηγορούσας αρχής του οποίου την αξιοπιστία δεν είχε δικαίωμα να αμφισβητήσει και η αθωωτική απόφαση στηρίχτηκε στη μαρτυρία του.

Ίσως πρέπει να διευκρινίσουμε πως το ζήτημα που συζητήθηκε στην Πέγκερος v. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 143 (βλ. επίσης Fournaris v. The Republic (1978) 2 C.L.R. 20), είναι διαφορετικό. Αφορούσε στο ασφαλές της τελικής ετυμηγορίας, όταν διαπιστώνονται κενά τα οποία θα μπορούσαν να πληρωθούν, αν η κατηγορούσα αρχή καλούσε διαθέσιμο ουσιώδη μάρτυρα.

Η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.  Διατάσσεται επανεκδίκαση της υπόθεσης από άλλο δικαστή.

H έφεση επιτρέπεται. Διατάσσεται επανεκδίκαση της υπόθεσης από άλλο Δικαστή.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο