Παγιαβλάς Φώτιος Aντωνίου ν. Aστυνομίας (1998) 2 ΑΑΔ 240

(1998) 2 ΑΑΔ 240

[*240]7 Αυγούστου, 1998

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΚΑΛΛΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]

ΦΩΤΙΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΠΑΓΙΑΒΛΑΣ,

Εφεσείων,

v.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 6560)

 

Ποινή — Ναρκωτικά — Κατοχή ρητίνης κάνναβης (0,094 γρ.) — Χρήση ρητίνης κάνναβης (κάπνισμα τσιγάρου που περιείχε ποσότητα ρητίνης κάνναβης) — Λευκό ποινικό μητρώο — Παραδοχή και εκδήλωση πρόθεσης του εφεσείοντα να παύσει πλήρως τη χρήση κάνναβης στο μέλλον — Επιβολή συντρέχουσων ποινών φυλάκισης τριών και δύο μηνών αντίστοιχα — Λανθασμένη διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων ήταν εθισμένος στη χρήση ναρκωτικών — Μείωση της ποινής σε κάθε μία από τις δύο κατηγορίες, σε φυλάκιση 45 ημερών.

Ποινή — Αναστολή ποινής φυλάκισης — Διακριτική ευχέρεια του εκδικάζοντος Δικαστηρίου — Παράγοντες που προσμετρούν στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου — Εφαρμοστέες αρχές της Αγγλικής και Κυπριακής νομοθεσίας — Η αναστολή δε συνιστά εναλλακτικό μέτρο τιμωρίας του παραβάτη.

Ποινή — Εξατομίκευση — Δεν πρέπει να οδηγεί στην εξουδετέρωση του αποτρεπτικού χαρακτήρα της ποινής ή της αποτελεσματικότητας του νόμου.

Ποινή — Αποτρεπτική ποινή — Ναρκωτικά — Η έξαρση στη χρήση τους, καθιστά την αποτροπή κυρίαρχο στοιχείο στον καθορισμό της φύσης της ποινής, γεγονός που καθιστά τη φυλάκιση εμφανή επιλογή — Διάκριση μεταξύ εμπόρων και χρηστών ναρκωτικών — Και στην περίπτωση των χρηστών συντρέχουν ισχυροί λόγοι για την επιβολή αποτρεπτικών ποινών.

[*241]Ποινή — Υπερβολική ποινή — Το κριτήριο είναι αντικειμενικό — Αρχές που εφαρμόζονται στον καθορισμό της ποινής σαν έκδηλα υπερβολικής — Σφάλμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο επενέργησε στη διαμόρφωση της ποινής, την καθιστά υπερβολική, σε βαθμό που να δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου για μείωση του ύψους της.

Λέξεις και Φράσεις — “Εξαιρετικές περιστάσεις” στον περί Υφ’ Όρον Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμο του 1972 (Ν. 95/72).

Ο εφεσείων, είναι Έλληνας υπήκοος, ηλικίας 42 χρόνων, ύπανδρος.  Διαμένει στην Κύπρο από το 1995 και εργάζεται στην ξενοδοχειακή βιομηχανία.  Δεν έχει προηγούμενα.  Χαρακτηρίζεται από την κοινωνική λειτουργό ως εργατικός, ευσυνείδητος και φιλήσυχος άνθρωπος.

Η ρητίνη κάνναβης ανευρέθη σε έρευνα της αστυνομίας στη βεράντα του υπνοδωματίου του. Παραδέχθηκε τα αδικήματα και ισχυρίσθηκε ότι κάπνιζε ρητίνη κάνναβης 1-2 φορές το χρόνο.  Αγόρασε την ανευρεθείσα ποσότητα για αυτό το σκοπό.  Συνεργάστηκε με την Αστυνομία άνευ όρων και εκδήλωσε την πρόθεσή του να σταματήσει πλήρως να είναι χρήστης ναρκωτικών στο μέλλον.

Σε ερώτηση του Δικαστηρίου προς το δικηγόρο του εφεσείοντα, κατά την αγόρευσή του προς μετριασμό της ποινής, κατά πόσο ο εφεσείων ήταν εξαρτημένος από την ουσία ή όχι, δόθηκε αρνητική απάντηση.

Παρά την απερίφραστη αυτή δήλωση και την απουσία οποιασδήποτε αμφισβήτησης από την Κατηγορούσα Αρχή, το Δικαστήριο θεώρησε τον εφεσείοντα ως καθ’ έξιν χρήστη ναρκωτικών, στοιχείο το οποίο επέδρασε, τόσο στη διαμόρφωση της επιβληθείσας ποινής, όσο και στην απόφασή του, να μη διατάξει αναστολή της έκτισής της.

Η παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον των συντρέχουσων ποινών φυλάκισης των τριών και δύο μηνών αντίστοιχα, ως έκδηλα υπερβολικών και επίσης εναντίον της απόφασης για μη αναστολή τους.

Το Εφετείο, αφού αναφέρθηκε στις αρχές που εφαρμόζονται ως προς την αναστολή της ποινής φυλάκισης, την εξατομίκευση της ποινής, την ανάγκη για επιβολή αποτρεπτικών ποινών, όχι μόνο στους εμπόρους αλλά και στους χρήστες των ναρκωτικών και επίσης ως προς το κριτήριο το οποίο διέπει το θέμα της υπερβολής της [*242]ποινής, αποδέχθηκε μερικώς την έφεση και αποφάνθηκε ότι:

1.  Στην προκείμενη περίπτωση, το Δικαστήριο λειτούργησε κάτω από σφάλμα, ως προς το υποκείμενο της ποινής. Ο εφεσείων δεν ήταν εθισμένος στη χρήση ναρκωτικών, όπως εσφαλμένα διαπίστωσε. Το σφάλμα αυτό καθιστά την ποινή υπερβολική, σε βαθμό που να δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου, όχι ως προς τη μορφή της τιμωρίας αλλά ως προς το ύψος της. Ως εκ τούτου, η ποινή μειώνεται σε κάθε μια από τις δύο κατηγορίες, σε φυλάκιση 45 ημερών.

2.  Η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να θεωρήσει την αναστολή ως εναλλακτικό μέτρο τιμωρίας είναι επίσης εσφαλμένη. Ο περί Υφ’ Όρον Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμος του 1972 (Ν.95/72), όπως τροποποιήθηκε από το Ν. 41(1)/97, ακολουθεί σε γενικές αρχές το αγγλικό πρότυπο ιδιαίτερα, σε ό,τι αφορά την ανάγκη ύπαρξης εξαιρετικών περιστάσεων, ως προϋπόθεση για την αναστολή ποινής φυλάκισης. Καθοδήγηση για τις περιστάσεις, που μπορεί να χαρακτηριστούν ως “εξαιρετικές”, μπορεί να αντληθεί και από την πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στην Αγαθαγγέλου κ.ά. v. Δημοκρατίας. Διευκρινίστηκε στην υπόθεση αυτή ότι: “Κοινό παρανομαστή αποτελεί το ασύνηθες των περιστάσεων και ο ιδιάζων χαρακτήρας τους”.

3.  Στην προκείμενη περίπτωση, δεν υπήρχε οτιδήποτε ασύνηθες είτε στα περιστατικά του αδικήματος ή στις περιστάσεις του παραβάτη.  Για το λόγο αυτό, δεν υπήρχε πεδίο για την αναστολή της ποινής. Τα σφάλματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, στη θεώρηση του θέματος της αναστολής της ποινής, δεν επηρεάζουν την πραγματικότητα ως προς την απουσία των εξαιρετικών περιστάσεων, που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την αναστολή της.

Η έφεση επιτρέπεται μερικώς. Η ποινή μειώνεται σε 45 μέρες φυλάκιση.

Aναφερόμενες Υποθέσεις:

Antoniades v. Police (1986) 2 C.L.R. 21,

Κωνσταντίνου v. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 224,

Κάττου και Άλλος v. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 498,

El-Beyrouty and Another v. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 543,

[*243]Παυλίδης και Άλλος v. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 220,

Chaer v. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 585,

Γεωργίου v. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525,

Azzeh v. Republic (1989) 2 C.L.R. 14,

Χαραλάμπους v. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 222,

Philippou v. Republic (1983) 2 C.L.R. 245,

Ghassem v. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 196,

Koukos v. Police (1986) 2 C.L.R. 1,

Γενικός Εισαγγελέας v. Φανιέρου (1996) 2 Α.Α.Δ. 303,

Δημητρίου v. Δημοκρατίας (1976) 2 J.S.C. 386,

Mavros and Others v. Police (1976) 7 J.S.C. 1074,

Athanassiou v. Republic (1978) 2 C.L.R. 17,

Γενικός Εισαγγελέας v. Ματθαίου (1994) 2 Α.Α.Δ. 1,

Γενικός Εισαγγελέας v. Xατζηκλεάνθους, Ποιν. Έφ. 6003, ημερ. 21/7/95,

Γενικός Εισαγγελέας v. Περατικού (1997) 2 Α.Α.Δ. 373,

Γούμενος v. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 10,

R. v. Cameron [1993] 14 Cr. App. R. (S.) 801,

R. v. Edney [1994] 15 Cr. App. R. (S.) 889,

R. v. Okinikan [1992] 14 Cr. App. R. (S.) 453,

Αγαθαγγέλου κ.ά. v. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2121, ημερ. 29/5/98.

Έφεση εναντίον Ποινής.

Έφεση εναντίον της ποινής από το Φώτιο Aντωνίου Παγια[*244]βλά, ο οποίος βρέθηκε ένοχος στις 7 Iουλίου, 1998, από το Eπαρχιακό Δικαστήριο Πάφου (Ποινική Yπόθεση Αρ. 2990/98) στις κατηγορίες (α) της παράνομης κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου, 0.094 γρ. ρητίνης κάνναβης και (β) του καπνίσματος ελεγχόμενου φαρμάκου, τσιγάρου περιέχοντος ποσότητα ρητίνης κάνναβης, κατά παράβαση των Άρθρων 2, 3, 6(1)(2), Πρώτος Πίνακας Mέρος II, 30, 31, 31A και Tρίτος Πίνακας του περί Nαρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Oυσιών Nόμου Aρ. 29/77, όπως τροποποιήθηκε από τους Nόμους 67/83, 20(1)/92 και K.Δ.Π. 81/95 και 4/96 και καταδικάστηκε από Παπαμιχαήλ, E.Δ., σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης τριών και δύο μηνών.

Α. Αλεξάνδρου, για τον Εφεσείοντα.

Ε. Κλεόπα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΔIKAΣTHPIO: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ.Μ. Πικής, Π.

ΠΙΚΗΣ, Π.: Ο Φώτιος Α. Παγιαβλάς εφεσιβάλλει, ως υπερβολική, την ποινή που του επιβλήθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου - συντρέχουσες ποινές φυλάκισης τριών και δύο μηνών για τα αδικήματα:-

(α)       Της παράνομης  κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου, 0,094 γρ., ρητίνης καννάβεως.

(β)       Του καπνίσματος ελεγχόμενου φαρμάκου, τσιγάρο περιέχον ποσότητα ρητίνης καννάβεως.

Ο δικηγόρος του εφεσείοντα υπέβαλε, ότι το στοιχείο της υπερβολής προκύπτει μετά από συσχετισμό της εγκληματικότητας, που περιστοιχίζει τη διάπραξη των αδικημάτων και των προσωπικών συνθηκών του παραβάτη. Συνυπολογισμός των στοιχείων αυτών, εισηγήθηκε, καταδεικνύει ότι, αφενός, η ποινή φυλάκισης δεν εδικαιολογείτο, ως τιμωρητικό μέτρο, και, αφετέρου, το ύψος της ποινής φυλάκισης ήταν υπέρμετρο.

Αμφισβητεί, επίσης, την παράλειψη του Δικαστηρίου να αναστείλει την εκτέλεση της ποινής φυλάκισης, κυρίως ενόψει των προσωπικών του περιστάσεων.

[*245]Ο εφεσείων είναι Έλληνας υπήκοος, ηλικίας 42 ετών, ύπανδρος. Διαμένει στην Κύπρο από το 1995 και εργάζεται στην ξενοδοχειακή βιομηχανία. Δεν έχει προηγούμενα. Χαρακτηρίζεται από την κοινωνική λειτουργό ως εργατικός, ευσυνείδητος και φιλήσυχος άνθρωπος.

Η ρητίνη κάνναβις ανευρέθη σε έρευνα της αστυνομίας στη βεράντα του υπνοδωματίου του. Ο ίδιος πληροφόρησε τις Αρχές ότι, σύμφωνα με τα γεγονότα που τέθηκαν υπόψη του Δικαστηρίου μετά την παραδοχή των αδικημάτων, κάπνιζε περιοδικά ρητίνη κάνναβιν - μια - δυο φορές το χρόνο. Αγόρασε την ανευρεθείσα ποσότητα καννάβεως για το σκοπό αυτό και ότι, στο διάστημα των τριάντα ή περισσοτέρων ημερών, που είχε διαρρεύσει από την αγορά της ουσίας, είχε καπνίσει μόνο μια φορά. Η συνεργασία του με τις Αρχές, για τη διαλεύκανση του αδικήματος, ήταν άνευ όρων, καθώς και η εκδηλωθείσα πρόθεσή του να αποστεί ολοσχερώς από τη χρήση καννάβεως στο μέλλον. 

Σε ερώτηση του Δικαστηρίου προς το δικηγόρο του εφεσείοντα, κατά την προβολή της αγόρευσής του προς μετριασμό της ποινής: «Έστω και για δική του χρήση μόνο, με ενδιαφέρει αν έχουν εξάρτηση από την ουσία ή όχι», δόθηκε η ακόλουθη απάντηση: «Όχι, ουδέποτε υπήρξε εξάρτηση του κατηγορουμένου, απλώς ήταν κάποια συνήθεια που κατά καιρούς είχε, σ’ ένα χρόνο μπορεί να κάπνισε 2 φορές.».

Παρά την απερίφραστη αυτή δήλωση και την απουσία οποιασδήποτε αμφισβήτησής της από την Κατηγορούσα Αρχή, το Δικαστήριο θεώρησε τον εφεσείοντα ως καθ’ έξιν χρήστη ναρκωτικών, στοιχείο το οποίο επέδρασε τόσο στη διαμόρφωση της επιβληθείσας ποινής όσο και στην απόφασή του να μη διατάξει αναστολή της έκτισής της. Προέβη στη διαπίστωση ότι ο εφεσείων «... έζησε για μεγάλη περίοδο της ζωής του με εξάρτηση από τα ναρκωτικά», γεγονός που καθιστούσε αναγκαία τη φυλάκισή του για κάποια χρονική περίοδο, χάριν και της δικής του αναμόρφωσης, εννοώντας, όπως κατανοούμε την απόφασή του, την αποβολή του εθισμού στη χρήση ναρκωτικών ουσιών.

Ο κ. Αλεξάνδρου υπέβαλε ότι η διαπίστωση του Δικαστηρίου για τον εθισμό του εφεσείοντα στα ναρκωτικά είναι εσφαλμένη.  Συμφωνούμε. Όντως, αντίκειτο προς τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιόν του. Όπως έχουμε εξηγήσει, το σφάλμα επέδρασε στην επιλογή της ποινής και την έκτασή της.

[*246]Η εξατομίκευση της ποινής, όπως προκύπτει από την απόφασή του, δεν μπορεί να υποβαθμίσει τη σοβαρότητα των αδικημάτων τα οποία διαπράχθηκαν και την ανάγκη πρόσδοσης αποτρεπτικού χαρακτήρα στην τιμωρία αυτής της κατηγορίας αδικημάτων.

Στην Antoniades v. Police (1986) 2 C.L.R. 21, τονίσαμε:-        (σελ. 23-24)

“The duty to individualize sentence should not lead to the neutralization of the effectiveness of the law.”

(Ελληνική μετάφραση:

“Το καθήκον για εξατομίκευση της ποινής δεν πρέπει να οδηγεί στην ουδετεροποίηση της αποτελεσματικότητας του νόμου.”

Όπως υποδεικνύεται στην Κωνσταντίνου v. Δημοκρατίας, (1989) 2 Α.Α.Δ. 224, 228:-

“Η διαδικασία της εξατομίκευσης δεν πρέπει να οδηγεί στην εξουδετέρωση του αποτρεπτικού χαρακτήρα της ποινής.”

Η ανάγκη για την αποτελεσματική εφαρμογή του νόμου δικαιολογείται, όλως ιδιαίτερα, όπου συγκεκριμένη κατηγορία εγκλημάτων προσλαμβάνει ανησυχητικές διαστάσεις, γεγονός που οριοθετεί και το πλαίσιο αντιμετώπισής τους - (βλ. Κάττου και Άλλος v. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 498, 515. Βλ., επίσης, El-Beyrouty and Another v. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 543).

Η χρήση ναρκωτικών έχει, όντως, προσλάβει ανησυχητικές διαστάσεις, γεγονός που επιβάλλει, κατά κανόνα, την επιβολή αποτρεπτικών ποινών, όπως και πρόσφατα διαπιστώθηκε στην Παυλίδης κ.ά. v. Αστυνομίας, Ποινικές Εφέσεις 6161 και 6162, 15/7/96. 

Η χρήση ναρκωτικών έχει ποικιλόμορφα χαρακτηριστεί ως κοινωνική μάστιγα και ως νάρκη στο θεμέλιο της κοινωνίας.  Αποτελούν τα ναρκωτικά κίνδυνο, τόσο για τη φυσική, όσο και για την κοινωνική ευημερία του κοινού.  Η έξαρση, η οποία παρατηρείται στη χρήση ναρκωτικών, καθιστά την αποτροπή κυρίαρχο στοιχείο στον καθορισμό της φύσης της ποινής, γεγονός που καθιστά τη φυλάκιση εμφανή επιλογή.

Ο κ. Αλεξάνδρου υπέβαλε ότι η ανάγκη για αποτροπή βαρύνει, κατά το πλείστον, σε υποθέσεις εμπορίας ναρκωτικών - (βλ. Chaer v. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 585).  Πράγματι, γίνεται διάκριση [*247]μεταξύ εμπόρων και χρηστών ναρκωτικών. Στην περίπτωση των πρώτων, η ανάγκη για την επιβολή αποτρεπτικών ποινών είναι κατάδηλη. Αποζούν από τη διασπορά της καταστροφής.  Η διάκριση, όμως, μεταξύ των δύο κατηγοριών παραβατών, αμβλύνεται σε μεγάλο βαθμό, αναλογιζόμενοι ότι είναι οι χρήστες που συντηρούν την εμπορία ναρκωτικών. Χωρίς τους χρήστες, δε θα υπήρχε αγορά για τα ναρκωτικά. Η καταπολέμηση του κακού στη γένεσή του διέρχεται μέσα από την καταπολέμηση της κατανάλωσης ναρκωτικών. Έτσι, και στην περίπωση των χρηστών, συντρέχουν ισχυροί λόγοι για την επιβολή αποτρεπτικών ποινών. 

Η θεώρηση της επάρκειας της ποινής και η διαπίστωση στοιχείου υπερβολής κρίνονται αντικειμενικά. Η υπερβολή, όπως επισημαίνεται στη Γεωργίου v. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525, πρέπει να καταφαίνεται είτε από την πασιφανή έλλειψη αντιστοιχίας μεταξύ της σοβαρότητας του εγκλήματος και της ποινής, ή από την ουσιώδη απόκλιση της ποινής από το μέτρο που οριοθετεί η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ή μετά από το συσχετισμό των δύο παραγόντων - (βλ., επίσης, Azzeh v. Republic (1989) 2 C.L.R. 14 και Χαραλάμπους v. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 222).

Ένας από τους λόγους, ο οποίος μπορεί να καταστήσει την ποινή υπερβολική, είναι η εσφαλμένη καθοδήγηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τα γεγονότα, όπως επισημαίνεται στη Philippou v. Republic (1983) 2 C.L.R. 245, στην οποία γίνεται ριζική ανάλυση των παραγόντων που επενεργούν στον καθορισμό της επάρκειας της ποινής.

Στην προκείμενη περίπτωση, το Δικαστήριο λειτούργησε κάτω από σφάλμα, όπως έχουμε διαπιστώσει, ως προς το υποκείμενο της ποινής. Ο εφεσείων δεν ήταν εθισμένος στη χρήση ναρκωτικών, όπως εσφαλμένα διαπίστωσε. Όπως υποδεικνύεται στην πρόσφατη απόφαση του Εφετείου - Ghassem v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 6132, 28/6/96, (απόφαση Νικήτα, Δ.):- (σελ. 4)

“Η λανθασμένη διαπίστωση της πραγματικής βάσης, που διαμορφώνει το μέγεθος της ποινής, αποτελεί κατά τη νομολογία λόγο παρέμβασής μας υπό τις συνθήκες που έχουμε περιγράψει και είναι καθήκον μας να επέμβουμε διορθωτικά στη συγκεκριμένη αυτή περίπτωση.”

Και στην προκείμενη περίπτωση, το σφάλμα, το οποίο επενέργησε στη διαμόρφωση της ποινής, την καθιστά υπερβολική, σε βαθμό που να δικαιολογείται η επέμβασή μας, όχι ως προς τη [*248]μορφή της τιμωρίας, αλλά ως προς το ύψος της.

H ποινή μειώνεται, σε κάθε μια από τις δύο κατηγορίες, σε φυλάκιση 45 ημερών.

ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΤΗΣ ΠΟΙΝΗΣ:

Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι δε συνέτρεχαν οι εξαιρετικές περιστάσεις, που προβλέπει ο περί της Υφ’ Όρον Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμος του 1972, (Ν. 95/72), όπως τροποποιήθηκε από το Ν. 41(Ι)/97, για την αναστολή της ποινής. Εξειδικεύεται ότι «η επιείκεια του Δικαστηρίου» εξαντλήθηκε με τον περιορισμό του χρόνου της φυλάκισης και ότι η εξάρτησή του (κατηγορουμένου) «για μεγάλη περίοδο της ζωής του» - από τα ναρκωτικά - δικαιολογούσε την αρνητική άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, αναφορικά με το ενδεχόμενο αναστολής της ποινής.

Η θέση του Δικαστηρίου, και στα δύο θέματα, είναι εσφαλμένη.  Το σφάλμα πηγάζει από τη θεώρηση της αναστολής ως εναλλακτικού μέτρου τιμωρίας. Στην Koukos v. Police (1986) 2 C.L.R. 1, διευκρινίζεται ότι η αναστολή ποινής φυλάκισης διαχωρίζεται τόσο από την επιλογή της ποινής φυλάκισης, ως μέσου τιμωρίας του παραβάτη, όσο και από την έκταση της φυλάκισης.  Η αναστολή δεν αποτελεί άλλο μέσο τιμωρίας, μη στερητικό της ελευθερίας του παραβάτη. 

Στη Γενικός Εισαγγελέας v. Φανιέρου, Ποινική Έφεση 6235, 12/12/96, διαπιστώθηκε ότι η αναστολή ποινής φυλάκισης δε διεπόταν, πριν την τροποποίηση της νομοθεσίας του 1997, από ανελαστικά νομοθετικά κριτήρια.  Τόσο η φύση των περιστατικών της υπόθεσης όσο και οι περιστάσεις του παραβάτη, περιλαμβανομένου του καθαρού ποινικού μητρώου, μπορούσαν να προσμετρήσουν στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου - (βλ., μεταξύ άλλων, Δημητρίου v. Δημοκρατίας (1976) 2 J.S.C. 386· Mavros and Others v. The Police (1976) 7 J.S.C. 1074·Athanassiou v. The Republic (1978) 2 C.L.R. 17· Γενικός Εισαγγελέας v. Ματθαίου (1994) 2 Α.Α.Δ. 1· Γενικός Εισαγγελέας v. Χ” Κλεάνθους, Ποινική Έφεση 6003, 21/7/95· Γενικός Εισαγγελέας v. Περατικού, Ποινική Έφεση 6342, 22/10/97· Γούμενος v. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 6428, 28/1/98).

Με την τροποποίηση, που επέφερε ο Ν. 41(Ι)/97, περιορίστηκε η δυνατότητα αναστολής της ποινής. Οι νομοθετικές προϋπο[*249]θέσεις για την αναστολή έχουν καταστεί, όντως, ανελαστικές.  Όπως αναμορφώθηκε από τον προαναφερθέντα Νόμο, το Άρθρο 3(2) του βασικού Νόμου για την αναστολή προβλέπει:-

“(2) Το Δικαστήριο δε διατάσσει αναστολή εκτέλεσης της ποινής φυλακίσεως εκτός αν έχει τη γνώμη ότι η έκδοση διατάγματος αναστολής δικαιολογείται από τις εξαιρετικές περιστάσεις της υπόθεσης ή τις προσωπικές περιστάσεις του κατηγορουμένου.”

Η τροποποίηση ακολουθεί την τροποποίηση που επέφερε ο Criminal Justice Act 1991, με την εισαγωγή του Άρθρου 5(1), σε αντικατάσταση του Άρθρου 22(2) της βασικής νομοθεσίας.  Προβλέπει:-

“A court shall not deal with an offender by means of a suspended sentence unless it is of the opinion - (a) that the case is one in which a sentence of imprisonment would have been appropriate even without the power to suspend the sentence; and (b) that the exercise of that power can be justified by the exceptional circumstances of the case.”

Πρόδηλο είναι, από το κείμενο της αγγλικής νομοθεσίας, ότι ο Άγγλος νομοθέτης επεδίωξε και νομοθετικά να αποκλείσει τη χρήση της αναστολής, ως υπαλλακτικού της φυλάκισης μέσου τιμωρίας, και να συναρτήσει την αναστολή με την ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων. 

Στη Φανιέρου, (ανωτέρω), υποδείξαμε ότι, σε αντιδιαστολή προς το προϋπάρχον νομοθετικό καθεστώς, που έθεσε ο Ν. 95/72, η αγγλική νομοθεσία περιορίζει την αναστολή σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Τον ίδιο περιορισμό θέτει και ο Ν. 41(Ι)/97, ο οποίος ακολουθεί, σε γενικές αρχές, το αγγλικό πρότυπο· ιδιαίτερα, σε ότι αφορά την ανάγκη ύπαρξης εξαιρετικών περιστάσεων, ως προϋπόθεση για την αναστολή ποινής φυλάκισης. Επομένως, καθοδήγηση μπορεί να αντληθεί από την αγγλική νομολογία, ερμηνευτική της νομοθεσίας του 1991.

Παρόλο που η αγγλική νομοθεσία δεν αναφέρεται ειδικά, όπως η κυπριακή, στις προσωπικές περιστάσεις του κατηγορουμένου, έχει γίνει δεκτό ότι τα περιστατικά της υπόθεσης περιλαμβάνουν και τις προσωπικές περιστάσεις του κατηγορουμένου - (βλ., μεταξύ άλλων, R. v. Cameron [1993] 14 Cr. App. R. (S.) 801. R. v. Edney [1994] 15 Cr. App. R. (S.) 889).

[*250]Η αγγλική νομολογία υποστηρίζει ότι η αναστολή δικαιολογείται σε σπάνιες περιπτώσεις - (R. v. Okinikan [1992] 14 Cr. App. R. (S.) 453).

Συνήθη μετριαστικά περιστατικά, αναγόμενα είτε στα περιστατικά του εγκλήματος ή στις περιστάσεις του παραβάτη, δεν αποτελούν εξαιρετικές αλλά συνήθεις περιστάσεις. Καθοδήγηση για τις περιστάσεις, που μπορεί να χαρακτηριστούν «εξαιρετικές», μπορεί να αντληθεί και από την πρόσφατη απόφαση στην Αγαθαγγέλου κ.ά. v. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2121, 29/5/98, στην οποία η Ολομέλεια ασχολήθηκε με το νοηματικό περιεχόμενο του όρου «εξαιρετικές περιστάσεις».  Το γεγονός ότι το αντικείμενο των «εξαιρετικών περιστάσεων», σ’ εκείνη την υπόθεση, ήταν διαφορετικό - (Κ. 27(4) των περί Αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας (Διορισμοί, Ιεραρχία, Προαγωγές και Αφυπηρετήσεις) Κανονισμών του 1990, (Κ.Δ.Π. 90/90)) - δεν αναιρεί τη σχετικότητα των λεχθέντων.  Κατ’ αρχήν, διαπιστώνεται ότι είναι δύσκολο να προσδιοριστεί εξαντλητικά η σημασία και το πεδίο εφαρμογής του όρου «εξαιρετικές περιστάσεις». Διευκρινίστηκε, όμως, ότι: «Κοινό παρονομαστή αποτελεί το ασύνηθες των περιστάσεων και ο ιδιάζων χαρακτήρας τους.». Ο ίδιος παρονομαστής διέπει και τη διαπίστωση της ύπαρξης εξαιρετικών περιστάσεων, για τους σκοπούς αναστολής της ποινής. Οι περιστάσεις πρέπει να είναι ασυνήθεις και να προσιδιάζουν είτε στα περιστατικά της υπόθεσης, ή στις περιστάσεις του παραβάτη, ή σε συνδυασμό των δύο.

Στην προκείμενη περίπτωση, δεν υπήρχε ο,τιδήποτε ασύνηθες είτε στα περιστατικά του αδικήματος ή στις περιστάσεις του παραβάτη. Για το λόγο αυτό, δεν υπήρχε πεδίο για την αναστολή της ποινής. Τα σφάλματα, κάτω από τα οποία λειτούργησε το Δικαστήριο, στη θεώρηση του θέματος της αναστολής της ποινής, και τα οποία έχουμε επισημάνει, αφήνουν αμετάβλητη την πραγματικότητα, ως προς την απουσία εξαιρετικών περιστάσεων, που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την αναστολή της.

Επομένως, η έφεση, ως προς τη μη αναστολή της ποινής, κρίνεται ανεδαφική.

Η έφεση επιτρέπεται μερικώς. Η ποινή μειώνεται σε 45 μέρες φυλάκιση.

H έφεση επιτρέπεται μερικώς. H ποινή μειώνεται σε 45 μέρες φυλάκιση.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο