Mαραγκός Iωάννης Δ. ν. Aστυνομίας (1998) 2 ΑΑΔ 251

(1998) 2 ΑΑΔ 251

[*251]21 Σεπτεμβρίου, 1998

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

ΙΩΑΝΝΗΣ Δ. ΜΑΡΑΓΚΟΣ,

Εφεσείων,

v.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 6459)

 

Ποινικός Κώδικας — Συμπλοκή — Αυτοάμυνα — Είναι δικαίωμα που καθιστά τη χρήση βίας για αποτροπή επίθεσης, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, νόμιμη — Η αναγκαία ή νόμιμη άμυνα καθορίζεται από τις συνθήκες και περιστάσεις της κάθε υπόθεσης, συμπεριλαμβανομένης της διανοητικής κατάστασης (mental state) του αμυνομένου — Η αμυντική πράξη δεν είναι, υπό τέτοιες συνθήκες, ποινικά κολάσιμη — Βάρος αποδείξεως — Εφαρμοστέες αρχές.

Ποινικός Κώδικας — Συμπλοκή — Είναι δυνατό να διαπραχθεί από ένα μόνο πρόσωπο.

Ο εφεσείων ενεπλάκη σε συμπλοκή με το συγκατηγορούμενό του Α. Τερούνα (εφεξής Α.Τ.), σε καφενείο του χωριού Γαλάτα, της επαρχίας Λευκωσίας.

Σύμφωνα με τη μαρτυρία του αυτόπτη μάρτυρα, Μ.Κ. 1, η οποία έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο, η συμπλοκή άρχισε όταν ο εφεσείων είπε στον Α.Τ.: “είσαι άνθρωπος να κάθεσαι μέσα στον καφενέ και να με κατηγορείς;” Όταν ο εφεσείων επανέλαβε την ίδια φράση, ο Α.Τ. επεχείρησε να ανεβεί τα τρία σκαλιά του καφενείου όπου ήταν ο εφεσείων.  Ο τελευταίος πρόταξε καρέκλα. Μετά πήρε και ο Α.Τ. καρέκλα και άρχισαν να αλληλοσυγκρούονται, χρησιμοποιώντας τις καρέκλες.

Σε κατοπινή κατάθεσή του στην αστυνομία, που έγινε δεκτή ως μαρτυρία, ο εφεσείων δήλωσε ότι, για να προστατεύσει τον εαυτό του από νέα επίθεση του Α.Τ., έβαλε μία καρέκλα μπροστά στο στή[*252]θος του. Αργότερα, όταν κατηγορήθηκε γραπτώς, αρνούμενος ενοχή, ισχυρίστηκε πως ο συγκατηγορούμενός του άρχισε πρώτος να χειροδικεί. Με τη σειρά του ο Α.Τ. επέρριψε την ευθύνη στον εφεσείοντα. Κανένας από τους δύο δεν έδωσε ένορκη μαρτυρία. 

Ο εφεσείων καταδικάσθηκε σε πρόστιμο £100 και διατάχθηκε να πληρώσει τα μισά έξοδα της δίκης. Η ίδια ποινή επεβλήθη και στο συγκατηγορούμενό του.

Η έφεση στοχεύει στην ακύρωση της καταδίκης.

Ο δικηγόρος του εφεσείοντα εισηγήθηκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποφάσισε ότι ο πελάτης του τελούσε σε κατάσταση άμυνας.  Δεν έγινε καμιά εκτίμηση των σχετικών μαρτυριών, ούτε αξιολογήθηκε το παραδεκτό γεγονός ότι ο εφεσείων ήταν ο μόνος που τραυματίστηκε και νοσηλεύτηκε σε νοσοκομείο.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Η αναγκαία ή νόμιμη άμυνα είναι επιτρεπτή και καθορίζεται από τις συνθήκες και περιστάσεις της κάθε υπόθεσης. Η διανοητική κατάσταση (mental state) του αμυνομένου, κατά τον ουσιώδη χρόνο, συνιστά παράγοντα που προσμετρά ως προς το κατά πόσο η βία που χρησιμοποιήθηκε ήταν ή δεν ήταν λογική στη συγκεκριμένη περίπτωση.

2.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο αγνόησε πλήρως τη μαρτυρία του Μ.Κ. 1, η οποία έτεινε να καταδείξει ότι ο εφεσείων τελούσε σε κατάσταση άμυνας, κρίνοντας πως η εντύπωση που σχημάτισε ο μάρτυς για τα διατρέξαντα δεν μπορούσε να αποδοθεί σε κάθε κατηγορούμενο, δεδομένου μάλιστα πως δεν έδωσε βάση στις ανώμοτες δηλώσεις.

3.  Το διανοητικό στοιχείο, όπως το δέχεται η νομολογία, παρερμηνεύθηκε. Και το ζήτημα δεν εξετάστηκε πάνω στην σωστή του βάση.

Η έφεση επιτρέπεται.

Aναφερόμενες Yποθέσεις:

R. v. Frost [1964] 48 Cr. App. R. 284,

R. v. Campbell [1979] 69 Cr. App. R. 221,

Goughlan [1977] 64 Cr. App. R. 11,

[*253]R. v. Wheeler [1967] 3 All E.R. 829,

Lobell [1957] 1 Q.B.D. 547,

Miliotis v. Police (1971) 2 C.L.R. 292,

Maifoshis v. Police (1978) 2 C.L.R. 9,

R. v. Julien [1969] 2 All E.R. 856,

Palmer v. R. [1971] 55 Cr. App. R. 223,

R. v. Shannon [1980] 71 Cr. App. R. 192,

Taylor v. D.P.P. [1973] A.C. 964,

Έφεση εναντίον Kαταδίκης.

Έφεση εναντίον της καταδίκης από τον Iωάννη Δ. Mαραγκό, ο οποίος βρέθηκε ένοχος στις 2 Δεκεμβρίου, 1997, από το Eπαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας (Ποινική Yπόθεση Αρ. 12585/96) στις κατηγορίες της συμπλοκής και ανησυχίας, κατά παράβαση των Άρθρων 89, 29, 95 και 20 του Ποινικού Kώδικα και καταδικάστηκε από Πασχαλίδη, A.E.Δ., σε πρόστιμο £100 στην πρώτη κατηγορία και διατάχθηκε να πληρώσει τα μισά έξοδα της δίκης.

Κ. Ταλαρίδης, για τον Εφεσείοντα.

Α. Μαππουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΔIKAΣTHPIO: Η απόφαση θα δοθεί από το δικαστή Σ. Νικήτα.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ: Ο εφεσείων Ιωάννης Δ. Μαραγκός βρέθηκε ένοχος σε κατηγορία συμπλοκής (άρθρ. 89 του Ποινικού Κώδικα), την οποία δεν είχε παραδεχθεί όπως και σε κατηγορία για πρόκληση ανησυχίας (άρθρ. 95 του Ποινικού Κώδικα). Για την πρώτη κατηγορία καταδικάστηκε σε πρόστιμο £100 και διατάχθηκε να πληρώσει τα μισά έξοδα της δίκης. Δεν τιμωρήθηκε στην άλλη. Ο συγκατηγορούμενός του Α. Τερούνας (εφεξής Α.Τ.), είχε την ίδια τύχη και υπέστη τις ίδιες κυρώσεις, αλλά δεν αμφισβήτησε την ετυμηγορία του δικάσαντος δικαστηρίου.  Έφεση άσκησε μόνο ο Ιωάννης Δ. Μαραγκός, η οποία περιορί[*254]ζεται μόνο στην ορθότητα της καταδίκης.

Το επεισόδιο έγινε στο χωριό Γαλάτα της επαρχίας Λευκωσίας. Ο εφεσείων καθόταν σε βεράντα του καφενείου. Όταν είδε τον Α.Τ. να περνά απέξω του φώναξε: “είσαι άνθρωπος να κάθεσαι μέσα στο καφενέ και να με κατηγορείς;”. Παρενθέτω, από την εκκαλούμενη απόφαση, τη σύνοψη της μαρτυρίας του Χρύσανθου Σαββίδη (Μ.Κ.1), θαμώνα του καφενείου και αυτόπτη μάρτυρα, για την εξέλιξη του συμβάντος, που έληξε σε 3-4 λεπτά:

“Ο κατηγορούμενος 1 τότε, ήρθε προς το μέρος τους και απευθυνόμενος προς τον κατηγορούμενο 2 τον ρώτησε τι είπε. Όταν ο τελευταίος επανέλαβε την ίδια φράση ο κατηγορούμενος επεχείρησε να ανεβεί τα τρία σκαλιά που οδηγούσαν στη βεράντα του καφενείου όπου ήταν ο Μ.Κ.1  και ο κατηγορούμενος 2. Ο κατηγορούμενος 2 σηκώθηκε τότε σύμφωνα με το Μ.Κ.1, και αφού έπιασε μια καρέκλα την πρόταξε προς το μέρος του κατηγορουμένου 1 ο οποίος προσπάθησε αρχικά να του την αποσπάσει χωρίς όμως επιτυχία.”

Μετά, κατά την ίδια εξιστόρηση, πήρε και ο Α.Τ. καρέκλα και άρχισαν να αλληλοσυγκρούονται, χρησιμοποιώντας τις καρέκλες. Στο τέλος έπεσαν κάτω και συνέχισαν να κτυπιούνται μέχρι που τους χώρισε ο Μ.Κ.1. Πρέπει να λεχθεί ότι αυτόπτης ήταν και ο Κώστας Μπενάκης, Μ.Κ.2. Το δικαστήριο όμως, απέρριψε τη μαρτυρία του ως αναξιόπιστη για τους σαφείς λόγους που εξηγεί χωρίς να υπάρξει σε αυτό οποιαδήποτε εναντίωση. Δέχθηκε εντούτοις στην ολότητά της εκείνη του Μ.Κ.2. Όντως καμιά πλευρά δεν πρόβαλε αντιρρήσεις αναφορικά με την ειλικρίνειά της και ότι ο μάρτυς Σαββίδης έδωσε πιστή εικόνα των διαδραματισθέντων.

Σε κατοπινή κατάθεσή του στην αστυνομία, που έγινε δεκτή ως μαρτυρία, ο εφεσείων, όπως αναφέρει και η πρωτόδικη απόφαση, “για να προστατεύσει τον εαυτό του από νέα επίθεση του κατηγορουμένου 1 (Α.Τ.) έβαλε μια καρέκλα μπροστά από το στήθος του”. Αργότερα, όταν κατηγορήθηκε γραπτώς, αρνούμενος ενοχή, ισχυρίστηκε πως ο συγκατηγορούμενός του ήταν εκείνος που ήρξατο χειρών αδίκων. Με τη σειρά του ο Α.Τ. ισχυρίστηκε στην κατάθεσή του ότι πρωταίτιος ήταν ο εφεσείων, του οποίου η επιθετική συμπεριφορά τον ανάγκασε να αμυνθεί. Ας σημειωθεί, πως κανένας δεν έδωσε ένορκη μαρτυρία. Περιορίστηκαν σε ανώμοτη δήλωση, με την οποίαν επέρριψε ο ένας στον άλλο την ευθύνη.

Αναφορικά με την αποδεικτική αξία τέτοιων δηλώσεων, το [*255]δικαστήριο προσέφυγε στις αποφάσεις R. v. Frost [1964] 48 Cr. App. R. 284, R. v. Campbell [1979] 69 Cr. App. R. 221 και Goughlan [1977] 64 Cr. App. R. 11 για καθοδήγηση. Για τους λόγους που αναπτύσσει, ο πρωτόδικος δικαστής δεν απέδωσε οποιαδήποτε σπουδαιότητα στο υλικό αυτό. Τα ευρήματα του δικαστηρίου βασίζονται στη μαρτυρία του Μ.Κ.1, την ουσία της οποίας παραθέσαμε και η οποία σχολιάστηκε από τον ίδιο εγκωμιαστικά.  H μαρτυρία του συμπληρώνεται όμως κατά το στάδιο αξιολόγησης. Είναι σημαντικό, πως το δικαστήριο επισημαίνει ότι αρχικά “ο Α.Τ. κινήθηκε εναντίον του εφεσείοντα με απειλητικές διαθέσεις”. Αξίζει να μεταφέρουμε και την παρακάτω περικοπή, που περιγράφει τη συνέχεια:

“Ο κατηγορούμενος 1 ο οποίος είχε στο μεταξύ διασταυρώσει το δρόμο προχώρησε προς τη βεράντα του καφενείου όπου ήταν ο κατηγορούμενος 2. Το ύφος του κατηγορουμένου 1 ήταν ‘αγριωπό’ και ο τελευταίος βάδιζε έχοντας το χέρι του μπροστά. Ενώ ο κατηγορούμενος 1 ανέβαινε τα σκαλιά που οδηγούσαν στη βεράντα, ο κατηγορούμενος 2 πρόταξε εναντίον του καρέκλα την οποία ο κατηγορούμενος 1 προσπάθησε αρχικά να του την αποσπάσει χωρίς όμως επιτυχία.  Ο κατηγορούμενος 1 τότε έπιασε και αυτός μια καρέκλα και στη συνέχεια οι δύο κατηγορούμενοι άρχισαν να αλληλοκτυπιούνται με τις καρέκλες.”

Ο πρωτόδικος δικαστής εξέτασε τη νομική φύση της αυτοάμυνας, προτού προχωρήσει στα τελικά συμπεράσματά του. Σε αυτό εστιάστηκε η πρώτη επίκριση του δικηγόρου του εφεσείοντα για λανθασμένη καθοδήγηση, με αφορμή την παρατήρηση του δικαστηρίου ότι η άμυνα δεν αποτελεί υπεράσπιση με την αυστηρή έννοια του όρου. Η θέση αυτή όμως είναι ορθή. Η άμυνα είναι δικαίωμα που καθιστά τη χρήση βίας για αποτροπή επίθεσης, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, νόμιμη. Η αμυντική πράξη δεν είναι, υπό τέτοιες συνθήκες, ποινικά κολάσιμη. Πρέπει να λεχθεί, ότι μια τέτοια θεώρηση λειτουργεί προς όφελος κατηγορουμένου γιατί με την έγερση του θέματος, αυτός δεν αναλαμβάνει το παραμικρό βάρος απόδειξης. Είναι ευθύνη της κατηγορούσας αρχής να εξουδετερώσει το ενδεχόμενο ο κατηγορούμενος να αμύνθηκε για να παρεμποδίσει την απειλούμενη σε βάρος του βιαιοπραγία.  Στην R. v. Wheeler [1967] 3 All E.R. 829, 830 έχει σχετικά λεχθεί ότι:

“Where a Judge does slip into the error or quasi-error of referring to such explanations as defences, it is particularly important that he should use language which suffices to make it clear to the jury that they are not defences in respect of which [*256]any onus rests on the accused, but are matters which the prosecution must disprove as an essential part of the prosecution case before a verdict of guilty is justified.”

Για το ίδιο ζήτημα μπορεί να γίνει χρήσιμη παραπομπή στην Lobell [1957] 1 Q.B.D. 547.

Ο πρωτόδικος δικαστής, μετά τη διατύπωση των ευρημάτων του, συζήτησε σύντομα και το θέμα των ορίων της νόμιμης άμυνας. Συναφώς είπε, πως το ερώτημα πάντοτε είναι κατά πόσον η βία που χρησιμοποίησε υπό τις περιστάσεις ο κατηγορούμενος ήταν λογική.  Μεταξύ αυτών είναι και η διανοητική κατάσταση (mental state) του κατηγορουμένου κατά τον ουσιώδη χρόνο. Η εκκαλούμενη απόφαση παραπέμπει στις υποθέσεις: Miliotis v. The Police (1971) 2 C.L.R. 292, Maifoshis v. The Police (1978) 2 C.L.R. 9, R. v. Julien [1969] 2 All E.R. 856, Palmer v. R. [1971] 55 Cr. App. R. 223, R. v. Shannon [1980] 71 Cr. App. R. 192.

Oμολογουμένως, δε διαφωνεί κανείς ότι η αναγκαία ή νόμιμη άμυνα καθορίζεται από τις συνθήκες και περιστάσεις κάθε περίπτωσης. Η αναφορά του δικαστή στην Palmer και Shannon, ανωτέρω, και τη διανοητική κατάσταση του αμυνομένου, δεν μπορεί παρά να αναφέρεται στη σχετική παρατήρηση του Λόρδου Morris στην Palmer, στη σελ. 242, ότι λαμβάνεται υπόψη η υποκειμενική στάση του αμυνομένου:

“If a jury thought that in a moment of unexpected anguish a person attacked had only done what he honestly and instinctively thought was necessary that would be most potent evidence that only reasonable defensive action had been taken.  A jury will be told that the defence of self-defence, where the evidence makes its raising possible, will only fail if the prosecution show beyond doubt that what the accused did was not by way of self-defence.”

O κ. Ταλαρίδης υπέβαλε, πως δεν ανακύπτει θέμα βαθμού ή λογικότητας της βίαιης συμπεριφοράς στην παρούσα υπόθεση. Το ζήτημα είναι, ότι το δικαστήριο δεν αποφάσισε αν ο πελάτης του τελούσε πράγματι σε κατάσταση άμυνας. Παρόλο που έθεσε το ζήτημα επιτακτικά. Καμιά εκτίμηση των σχετικών μαρτυριών δεν έγινε.  Ούτε αξιολογήθηκε το παραδεκτό γεγονός πως ο εφεσείων ήταν ο μόνος που τραυματίστηκε και νοσηλεύτηκε σε νοσοκομείο.

Υπήρχε ομολογουμένως άφθονη μαρτυρία προς εκείνη την κατεύθυνση. Μεταφέρουμε το πιο κτυπητό παράδειγμα από τη [*257]μαρτυρία του Μ.Κ.1:

“Ε.  Και ο κ. Τερούνας συνέχισε να βγαίνει τα σκαλιά και προχώρησε προς τον κ. Μαραγκό;  Έτσι;

Α.  Μάλιστα.

Ε.  Εκείνη τη στιγμή ο κος Μαραγκός για πρώτη φορά σηκώθηκε από την καρέκλα που εκάθετο, πήρε μιαν άλλην καρέκλα και την πρόταξε μπροστά του σε θέση αμύνης;

Α.  Μάλιστα.

Ε.  Και την έβαλε την καρέκλα μπροστά από το στήθος του;

Α.  Ναι.

Ε.  Προς την κατεύθυνση που ήρχετο ο Τερούνας;

Α.  Μάλιστα.

Ε.  Όταν το έκανε αυτό, ο κος Τερούνας ήταν περίπου 3 πόδια μπροστά του;

Α.  2 με 3 πόδια.”

Ωστόσο τελικά η μαρτυρία αυτή δε μέτρησε καθόλου. Στην ουσία αγνοήθηκε.  Και τούτο, γιατί ο πρωτόδικος δικαστής έκρινε, πως η εντύπωση που σχημάτισε ο μάρτυς για τα διατρέξαντα δεν μπορούσε να αποδοθεί σε κάθε κατηγορούμενο, δεδομένου μάλιστα πως δεν έδωσε βάση στις ανώμοτες δηλώσεις. Κρίνουμε σκόπιμο να παραθέσουμε το συμπέρασμα στο οποίο οδηγήθηκε το δικαστήριο αυτούσιο:

“Στην προκείμενη περίπτωση, το Δικαστήριο με τους λόγους στους οποίους έχω ήδη αναφερθεί, δεν έδωσε οποιαδήποτε βαρύτητα στην ανώμοτη δήλωση του κατηγορουμένου 1 και στο περιεχόμενο της κατάθεσης του κατηγορουμένου 2, το οποίο ο τελευταίος υιοθέτησε, και η μαρτυρία του Μ.Κ.1 δεν μπορεί παρά μόνο να αντικατοπτρίζει αποκλειστικά την εντύπωση που ο Μ.Κ.1 έχει σχηματίσει από τη συμπεριφορά των κατηγορουμένων και όχι την εντύπωση που πιθανό να δημιουργήθηκε στον κάθε κατηγορούμενο από τη συμπεριφορά ενός εκάστου από αυτούς ξεχωριστά.  Δεν είναι δυνατό να αποδοθεί η [*258]διανοητική κατάσταση του Μ.Κ.1 κατά τον ουσιώδη χρόνο, είτε στον κατηγορούμενο 1 είτε στον κατηγορούμενο 2. Σαν αποτέλεσμα, βρίσκω ότι η Κατηγορούσα Αρχή έχει αποσείσει τους επί του προκειμένου ισχυρισμούς και θέσεις των κατηγορουμένων πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.”

Η μαρτυρία δεν είχε το χαρακτήρα απλών εντυπώσεων. Αφορούσε γεγονότα που ο μάρτυς ο ίδιος αντιλήφθηκε και είχε περιγράψει. Παρακολούθησε τον Α.Τ. να ανεβαίνει τα σκαλιά με “αγριωπό ύφος” και τον εφεσείοντα να προτάσσει καρέκλα στο ύψος του στήθους, όταν ο πρώτος ήταν μόλις 2-3 πόδια μακρυά του. Η σημασία όλων αυτών δε σχολιάστηκε. Δεν έτυχε, ενώ έπρεπε, οποιασδήποτε εκτίμησης. Το τι θα σκεφτόταν, κατά τον κρίσιμο χρόνο, ο εφεσείων είναι ένας παράγων. Τίποτε περισσότερο. Το διανοητικό στοιχείο, όπως το δέχεται η παραπάνω νομολογία, παρερμηνεύθηκε. Και το ζήτημα μετατοπίστηκε από το σωστό του βάθρο.

Με τις σκέψεις αυτές δεν μπορεί παρά να επιτρέψουμε την έφεση. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Ο εφεσείων απαλλάσσεται και αθωώνεται. Ακυρώνεται, συνακόλουθα, η ποινή και το διάταγμα εξόδων.

Έχουμε υπόψη, καταλήγοντας στην αθωωτική απόφαση, ότι το αδίκημα της συμπλοκής είναι δυνατό να διαπραχθεί από ένα μόνο πρόσωπο. Το λόγο εξηγεί η Taylor v. D.P.P. [1973] A.C. 964:

“.... one person fighting unlawfully could properly be convicted of an affray, since of two persons fighting one might be participating lawfully and the other unlawfully, and if one was participating unlawfully it was not necessary to inquire whether other participants were acting lawfully or unlawfully.”

H έφεση επιτρέπεται.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο