(1998) 2 ΑΑΔ 346
[*346]29 Οκτωβρίου, 1998
[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στές]
ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΠΙΤΣΙΛΛΟΣ,
Εφεσείων,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 6575)
Ποινή — Διαφοροποίηση — Κρίθηκε ορθή, υπό τις περιστάσεις, ενόψει των διαφορετικών ρόλων που διεδραμάτισαν οι κατηγορούμενοι.
Ποινή — Πλαστογραφία — Κυκλοφορία πλαστού εγγράφου — Απόσπαση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις — Συστηματική και προσχεδιασμένη διάπραξη μεγάλου αριθμού αδικημάτων — Εφεσείων 35 χρόνων — Πλήρης συνεργασία με την Αστυνομία — Παραδοχή — Σοβαρά οικογενειακά και οικονομικά προβλήματα — Λευκό ποινικό μητρώο — Συνολικό κέρδος από τις παράνομες πράξεις ανήλθε σε £11.348,76 — Επιστροφή του μεγαλύτερου μέρους του στα θύματα της απάτης — Λήφθηκαν υπόψη προηγούμενα παρόμοια αδικήματα — Επιβολή συντρέχουσων ποινών φυλάκισης 9 μηνών στις κατηγορίες πλαστογραφίας και κυκλοφορίας και 4 μηνών στις κατηγορίες απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις — Έφεση για ισχυριζόμενη άνιση μεταχείριση του εφεσείοντα σε σχέση με τους συνενόχους του, στους οποίους επιβλήθηκαν ηπιότερες ποινές με αναστολή — Επικύρωση της πρωτόδικης απόφασης.
Πρακτική — Συνένοχοι — Ενημέρωση του Δικαστηρίου από τους φακέλους που αφορούσαν συνενόχους του εφεσείοντα, που δικάστηκαν από άλλο δικαστή, ως προς το τι λήφθηκε υπόψη στη δική τους περίπτωση, για σκοπούς σύγκρισης.
Ποινή — Επιμέτρηση — Ιδιοσυστασία της δικαστικής προσωπικότητας — Φέρει πολλές φορές ευθύνη για τη διάσταση στην ποσοτική και ποιοτική επιμέτρηση της ποινής — Το πρόβλημα μετριάζεται έντονα από την εφαρμογή της αρχής της ισότητας, που κατοχυρώ[*347]νει το Άρθρο 28 του Συντάγματος.
Ποινή — Αναστολή ποινής φυλάκισης — Μόνο σε εξαιρετικές περιστάσεις παρέχεται η ευχέρεια.
Ο εφεσείων καταδικάσθηκε, από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας, σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης για αδικήματα πλαστογραφίας δελτίων πληρωμής πιστωτικών καρτών, κυκλοφόρησης των εγγράφων αυτών και απόσπασης χρημάτων με την αθέμιτη χρήση τους. Οι κατηγορίες στο κατηγορητήριο ανέρχονταν σε 24 από τις οποίες ο εφεσείων παραδέχθηκε ενοχή σε 18. Η ποινή για την πλαστογραφία και κυκλοφορία των εγγράφων ήταν 9 μήνες και 4 για την εξαπάτηση. Λήφθηκαν υπόψη 3 εκκρεμούσες υποθέσεις και 4 άλλες για τις οποίες σχηματίστηκαν ποινικοί φάκελοι αναφορικά με τη διάπραξη από τον εφεσείοντα σωρείας άλλων παρόμοιων, κυρίως αδικημάτων. Το σύνολο των αποσπασθέντων ποσών ανήλθε σε £11.348,76. Ο εφεσείων και ο πρώην συγκατηγορούμενός του επέστρεψαν στα θύματα το μεγαλύτερο μέρος του ποσού αυτού.
Τα αδικήματα διεπράχθησαν από τον εφεσείοντα και πέντε συνεργάτες του. Εναντίον τριών από αυτούς καταχωρήθηκε αναστολή της ποινικής δίωξης. Οι υποθέσεις εναντίον των άλλων δύο και του εφεσείοντα προχώρησαν με καθυστέρηση, στην απουσία του ιδίου. Στην υπόθεση 6526/94, ο συνένοχος, που ήταν αστυνομικός, τιμωρήθηκε με φυλάκιση 6 μηνών με τριετή αναστολή και συνολικό πρόστιμο £800. Στην υπόθεση 7987/94, ο συνεργός του εφεσείοντα καταδικάστηκε στην ίδια ποινή φυλάκισης που επίσης αναστάληκε και σε συνολικό πρόστιμο £1.100.
Ο πρωτόδικος δικαστής ζήτησε τους φακέλους των συνενόχων για να διαπιστωθεί το αιτιολογικό των κυρώσεων που τους επιβλήθηκαν. Ο εφεσείων χαρακτηρίστηκε και στις δύο περιπτώσεις ως ο πρωταίτιος, ενώ ο ρόλος των άλλων κρίθηκε δευτερεύουσας σημασίας.
Το Δικαστήριο μελέτησε τους δύο φακέλους διερευνώντας τον βαθμό ευθύνης του κάθε κακοποιού, μετά από εισήγηση του συνηγόρου του εφεσείοντα, και δέχθηκε τελικά ότι ο εφεσείων είχε ίσο ρόλο.
Ο πρωτόδικος δικαστής επέβαλε στον εφεσείοντα ποινή άμεσης φυλάκισης διαφοροποιώντας την θέση του εφεσείοντα από αυτή των συνενόχων του για τους πιο κάτω λόγους:
1. Οι συνένοχοι τιμωρούνταν με καθυστέρηση 3 χρόνων για λόγο που αφορούσε κυρίως τον εφεσείοντα και εν πάση περιπτώσει, [*348]όχι τους ιδίους. Και ο εφεσείων τιμωρείται με μεγάλη καθυστέρηση, αλλά για λόγους που αφορούν τον ίδιο.
2. Οι συνένοχοι ήσαν κατηγορούμενοι σε λιγότερες υποθέσεις, ενώ ο εφεσείων είχε συμμετοχή σε όλες. Επίσης ο κατηγορούμενος στην υπόθεση 6526/94 απώλεσε τη θέση του.
Ο εφεσείων είχε παραδεχθεί και κρίθηκε ένοχος σε όλες τις κατηγορίες πλαστογραφίας, ενώ οι συγκατηγορούμενοί του δεν παραδέχθηκαν και δεν καταδικάστηκαν σε οποιαδήποτε κατηγορία πλαστογραφίας.
Ο συνήγορος του εφεσείοντα υπέβαλε στην έφεση ότι:
(α) η επιβληθείσα στον εφεσείοντα ποινή συνιστά άνιση μεταχείριση σε σχέση με τις ποινές των συνενόχων του και αυτό ενόψει της αναστολής της ποινής φυλάκισης που επιβλήθηκε σ’ αυτούς,
(β) χάθηκε η δυνατότητα πραγματικής εξατομίκευσης της ποινής, μέσω της αναστολής της, επειδή δεν αξιολογήθηκαν σωστά οι προσωπικές και οικογενειακές συνθήκες του εφεσείοντα,
(γ) η ενέργεια του δικαστή να διερευνήσει τους φακέλους ήταν ορθή, όμως έπρεπε να δοθεί η ευκαιρία στην υπεράσπιση να σχολιάσει.
Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώθηκε κατά πλειοψηφία:
Αποφασίστηκε ότι:
Α. Υπό Νικήτα, Δ., συμφωνούντος και του Νικολαΐδη, Δ.:
1. Είναι αμφίβολο κατά πόσο ο δικαστής, επί του ιδίου θέματος, μπορούσε να καταλήξει σε διαφοροποιημένο συμπέρασμα απ’ εκείνο ομόβαθμου δικαστηρίου. Ο δικαστής προχώρησε στο έργο του πάνω στη βάση αυτή. Και αποφάσισε πως τα στοιχεία που υποδεικνύει στην απόφασή του δικαιολογούσαν την άμεση φυλάκιση του εφεσείοντα.
2. Η ιδιοσυστασία της δικαστικής προσωπικότητας πολλές φορές ευθύνεται για τη διάσταση στην ποσοτική και ποιοτική επιμέτρηση της ποινής. Η δικαστική κρίση στο πεδίο αυτό κινείται μέσα σε ένα μεγάλο εύρος ποινών.
[*349]3. Το πρόβλημα μετριάζεται έντονα από την εφαρμογή της αρχής της ισότητας, που κατοχυρώνει το Άρθρο 28 του Συντάγματος. Γενικά δεν είναι ανεκτή η άνιση μεταχείριση των ίσων καταστάσεων ή η ίση μεταχείριση των άνισων. Οι διαφορετικοί ρόλοι των κατηγορουμένων αποτελούν παράγοντες που νομιμοποιούν τη διαφορετική μεταχείριση.
4. Ο πρωτόδικος δικαστής θεώρησε ορθολογική επιμέτρηση την άμεση φυλάκιση για τους λόγους που επισημαίνει στην απόφασή του, που τους θέτει υπό το πρίσμα της σχετικής νομολογίας.
5. Οι προσωπικές και οικογενειακές συνθήκες του εφεσείοντα μνημονεύονται ρητά στην απόφαση και ο πρωτόδικος Δικαστής τις θεώρησε ως μετριαστικό παράγοντα. Η ευχέρεια για αναστολή ποινής παρέχεται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Κάθε άλλο παρά τέτοιες περιστάσεις παρουσιάζει η υπόθεση αυτή.
6. Αδικήματα όπως αυτά που διέπραξε ο κατηγορούμενος, επανειλημμένως και προσχεδιασμένα, μόνο με αυστηρές ποινές φυλάκισης είναι δυνατό να αντιμετωπισθούν.
Β. Υπό Νικολάου, Δ.:
1. Το πρωτόδικο Δικαστήριο μερίμνησε ορθά για σκοπούς σύγκρισης να ενημερωθεί από τους φακέλους που αφορούσαν τους συνενόχους τι ήταν που λήφθηκε υπόψη στη δική τους περίπτωση. Κι’ αυτό, παρόλον που στην Αγγλία τέτοια πρακτική δεν έτυχε ενθάρρυνσης. Θα έπρεπε όμως το όποιο υλικό να ετίθετο υπόψη των μερών και να τους εδίδετο η ευκαιρία για σχολιασμό και εισηγήσεις. Αυτό δεν έγινε στην παρούσα περίπτωση. Η παράλειψη αυτή καλύφθηκε με την επιχειρηματολογία του συνηγόρου υπεράσπισης και δεν είχε οποιεσδήποτε επιπτώσεις.
2. Η ποινή που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα όχι μόνο δεν ήταν υπερβολική αλλά και άκρως επιεικής. Ενδεικνυόταν η επιβολή αποτρεπτικής ποινής ενόψει της σοβαρότητας και έξαρσης των αδικημάτων που διέπραξε ο εφεσείων.
Ωστόσο, η σύγκριση με τη μεταχείριση που έτυχαν οι δύο συνένοχοί του, φανερώνει ανισότητα στο βαθμό που στον εφεσείοντα εύλογα προκαλεί αίσθημα αδικίας, ενώ στον παρατηρητή δημιουργεί την αίσθηση ότι εξ αιτίας ουσιαστικής και αδικαιολόγητης διαφοράς στη μεταχείριση, αστόχησε η Δικαιοσύνη. [*350]Η ανισότητα προκύπτει από το ότι στους συνενόχους, σε αντίθεση με τον εφεσείοντα, αναστάληκε η ποινή φυλάκισης.
3. Στην περίπτωση των συνενόχων δε συνέτρεχαν περιστάσεις για αναστολή ποινής, στην ουσία, διαφορετικές από ότι στην περίπτωση του εφεσείοντος. Το ότι η αναστολή δεν εδικαιολογείτο ούτε στη δική τους περίπτωση, δε σημαίνει πως δεν θα έπρεπε να γίνει και εδώ το ίδιο. Η υπόθεση πρέπει να αντικρύζεται ως σύνολο, ώστε οι συνένοχοι να συγκρίνονται με ενιαίο μέτρο, προς διαπίστωση ομοιοτήτων και διαφορών αναφορικά με τις αντίστοιχες περιστάσεις, προς αποφυγή αδικίας που θα μπορούσε να προκύψει εξ αιτίας του κατατεμαχισμού του έργου της τιμωρίας τους. Το ζήτημα της ισότητας εκτείνεται και όπου συνένοχοι έτυχαν αδικαιολόγητα ευνοϊκότερης μεταχείρισης από τις διωκτικές αρχές.
Σύμφωνα με τον περί Υφ’ Όρον Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμο του 1972 (Ν. 95/1972), όπως τροποποιήθηκε, δε διατάσσεται αναστολή εκτός όπου κατά τη γνώμη του Δικαστηρίου αυτή “δικαιολογείται από τις εξαιρετικές περιστάσεις της υπόθεσης ή τις προσωπικές περιστάσεις του κατηγορουμένου”. Η εφαρμογή της Συνταγματικής αρχής της ισότητας, για την οποία προκύπτει τώρα ζήτημα, αποτελεί εξαιρετική περίσταση εντός της έννοιας του Νόμου.
Η έφεση απορρίπτεται κατά πλειοψηφία.
Aναφερόμενες Υποθέσεις:
Azinas v. Police (1981) 2 C.L.R. 9,
Γενικός Εισαγγελέας v. Bisco Ltd κ.ά. (1991) 2 Α.Α.Δ. 16,
Κουφού v. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 95,
Κυπριανίδης v. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 246,
Ahmad και Άλλοι v. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 35,
Zaidan v. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 310,
Ibrahim και Άλλος v. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 236,
Παγιαβλάς v. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 240,
[*351]Broadbridge [1983] 5 Cr. App. R(s) 269,
R. v. Butler [1989] Cr.L.R. 667,
Koukos v. Police (1986) 2 C.L.R. 1,
Θεοχάρους v. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 67,
Ιωάννου v. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 251,
Ιωάννου v. Αστυνομίας (Αρ. 2) (1997) 2 Α.Α.Δ. 267,
Γενικός Εισαγγελέας v. Ματθαίου άλλως Μαλέγγου (1994) 2 Α.Α.Δ. 1,
Ιωάννου άλλως Μουσικός v. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 286,
Μιχαήλ v. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 216,
Έφεση εναντίον Ποινής.
Έφεση εναντίον της ποινής από το Xριστάκη Πίτσιλλο, ο οποίος βρέθηκε ένοχος στις 10 Iουλίου, 1998, από το Eπαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας (Ποινική Yπόθεση Αρ. 4908/98) στις κατηγορίες της διάπραξης πλαστογραφίας 6 δελτίων πληρωμής πιστωτικών καρτών, κυκλοφορίας των δελτίων αυτών και απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις και καταδικάστηκε από Oικονόμου, E.Δ., σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 9 μηνών στις κατηγορίες 1, 4, 7, 10, 13 και 16, 9 μηνών στις κατηγορίες 2, 5, 8, 11, 14 και 17 και 4 μηνών στις κατηγορίες 3, 6, 9, 12, 15 και 18.
Γ. Α. Γεωργίου, για τον Εφεσείοντα.
Ε. Κλεόπα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Εφεσείων παρών.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Με την απόφαση αυτή συμφωνεί και ο δικαστής Φρ. Νικολαΐδης.
Ο εφεσείων είναι 35 χρονών. Εργαζόταν σε Τράπεζα, αλλά, όπως μας έχει λεχθεί, παύθηκε από τη θέση που είχε από αμέλειά του. Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας τον καταδίκασε πρόσφατα σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης για αδικήματα πλα[*352]στογραφίας δελτίων πληρωμής πιστωτικών καρτών, κυκλοφόρησης των εγγράφων αυτών και απόσπασης διαφόρων χρηματικών ποσών με την αθέμιτη χρήση τους. Είναι ένα μακρότατο κατηγορητήριο 24 κατηγοριών, από τις οποίες παραδέχθηκε ενοχή σε 18. Συγκεκριμένα, η ποινή για την πλαστογραφία και κυκλοφορία των εγγράφων ήταν 9 μήνες και 4 για την εξαπάτηση.
Υπογραμμίζεται πως, σύμφωνα με τη σχετική δικονομική πρόνοια, λήφθηκαν υπόψη 3 υποθέσεις που εκκρεμούσαν στο δικαστήριο και 4 άλλες για τις οποίες σχηματίστηκαν ποινικοί φάκελοι. Αφορούσαν τη διάπραξη από τον εφεσείοντα σωρείας άλλων ομοειδών, κυρίως, αδικημάτων. Είχαν περιέλθει στην κατοχή του εφεσείοντα 6 κλεμμένες πιστωτικές κάρτες. Τις περισσότερες του είχε προμηθεύσει συνεργάτης του. Το modus operandi ήταν η παραγωγή, με τις κάρτες αυτές, πλαστών δελτίων πληρωμών και στη συνέχεια η εξαργύρωσή τους. Η κύρια υπόθεση απέφερε ποσό £1.830. Το συνολικό παράνομο κέρδος από όλη την εγκληματική δραστηριότητα του εφεσείοντα και των συνεργατών του ανήλθε στις £11.348. Είναι όμως σωστό να αναφερθεί, πως επιστράφηκε στα θύματα από τον εφεσείοντα και πρώην συγκατηγορούμενό του το μεγαλύτερο μέρος του ποσού αυτού. Παρέμεινε ωστόσο απλήρωτο ποσό £2.863.
Στους συνένοχους του εφεσείοντα επιβλήθηκαν διαφορετικές και ηπιότερες ποινές. Γύρω από το γεγονός αυτό διαμορφώθηκαν οι ουσιαστικοί λόγοι της κρινόμενης υπόθεσης. Στην υπόθεση 6526/94, που ήταν συγκατηγορούμενος και ο εφεσείων, ο συνένοχος, που ήταν αστυνομικός, τιμωρήθηκε με φυλάκιση 6 μηνών με τριετή αναστολή. Και με συνολικό πρόστιμο £800. Στην υπόθεση με αρ. 7987/94 ο συνεργός του εφεσείοντα στην απάτη καταδικάστηκε στην ίδια ποινή φυλάκισης, που αναστάληκε επίσης και σε πρόστιμο ανερχόμενο συνολικά σε £1.100.
Ο πρωτόδικος δικαστής ζήτησε τους φακέλους αυτούς για να διαπιστωθεί, όπως ανέφερε, η αιτιολογική βάση των παραπάνω κυρώσεων. Και στις δύο περιπτώσεις, ο εφεσείων χαρακτηρίστηκε από το δικαστήριο, που επιλήφθηκε των υποθέσεων εκείνων, ως ο πρωταίτιος, ενώ ο ρόλος των άλλων κρίθηκε δευτερεύουσας σημασίας. Ένα άλλο στοιχείο που προσμέτρησε, ήταν πως ο αστυνομικός είχε στο μεταξύ απολυθεί από τις τάξεις της Αστυνομίας.
Με αφορμή σχετική εισήγηση του δικηγόρου υπεράσπισης, ο πρωτόδικος δικαστής, στην υπό κρίση υπόθεση, διερεύνησε το βαθμό της ευθύνης του κάθε κακοποιού στην υπόθεση. Και για το σκοπό αυτό, προτού εκδώσει την απόφασή του, μελέτησε τους δυο [*353]φακέλους και δέχθηκε τελικά, όπως προηγουμένως συμφώνησε και ο δημόσιος κατήγορος, ότι ο εφεσείων είχε ίσο ρόλο. Ο κ. Γεωργίου παραπονέθηκε, με χωριστό λόγο έφεσης, πως λανθασμένα ο δικαστής προσέφυγε σε τέτοια διαδικασία, αλλά κατά τη συζήτηση διαφοροποίησε τη θέση του δεχόμενος ότι η ενέργεια ήταν σωστή, μόνο που έπρεπε να δοθεί η ευκαιρία στην υπεράσπιση να σχολιάσει.
Διατηρούμε σοβαρές αμφιβολίες κατά πόσον ο δικαστής, επί του ιδίου θέματος, μπορούσε να καταλήξει σε διαφοροποιημένο συμπέρασμα απ’ εκείνο ομόβαθμου δικαστηρίου. Δεν αποτέλεσε όμως αντικείμενο επιχειρηματολογίας. Θα πρέπει να παρατηρηθεί και υπογραμμισθεί, ότι ο δικαστής προχώρησε στο έργο του πάνω στη βάση αυτή. Και αποφάσισε, πως τα στοιχεία που υποδεικνύει στην απόφασή του δικαιολογούσαν την άμεση φυλάκιση του εφεσείοντα.
Η ιδιοσυστασία της δικαστικής προσωπικότητας πολλές φορές ευθύνεται για τη διάσταση στην ποσοτική και ποιοτική επιμέτρηση της ποινής. Η δικαστική κρίση στο πεδίο αυτό κινείται μέσα σε ένα μεγάλο εύρος ποινών. Η Α. Γιωτοπούλου-Μαραγκοπούλου επεσήμανε το ζήτημα στη μονογραφία “Η επιμέτρηση της ποινής από την εγκληματολογική άποψη”, που είναι δημοσιευμένη στα “Πρακτικά” του Α΄Πανελληνίου Συνεδρίου της Ελληνικής Εταιρείας Ποινικού Δικαίου, παραθέτοντας τη γνώμη δυο από τους πιο διαπρεπείς Αμερικανούς Δικαστές:
“Οι ίδιοι όμως οι δικαστές μας βοηθούν κάποτε με τις εξηγήσεις τους, όταν τύχει να είναι άτομα με ικανότητα αυτογνωσίας και με ειλικρίνεια. Έτσι ο Αμερικανός δικαστής Holmes δηλώνει: “Μια απόφαση είναι το υποσυνείδητο αποτέλεσμα υποσυνείδητων προκαταλήψεων και άναρθρων (αδιατύπωτων) συνειρμών”. Και ο δικαστής Cardozo: “δυνάμεις που ο δικαστής δεν αναγνωρίζει και δεν μπορεί να κατονομάσει τον ρυμούλκησαν ..... και το αποτέλεσμα είναι μια άποψή του για τη ζωή.”15
Η υποσημείωση παραπέμπει στους Winick, Gerver και Blumberg, The Psychology of Judges στο έργο Η. Toch (ed.) Legal and Criminal Psychologoy, N.Υόρκη, 1961, σσ. 121-145.
Το πρόβλημα μετριάζεται έντονα από την εφαρμογή της αρχής της ισότητας, που κατοχυρώνει το άρθρ. 28 του Συντάγματος. Γενικά δεν είναι ανεκτή η άνιση μεταχείριση των ίσων καταστάσεων ή η ίση μεταχείριση των άνισων. Το Ανώτατο Δικαστήριο με σειρά αποφάσεων εμπέδωσε την επίκληση και επιτυχία της αρχής αυτής [*354]στον ειδικό αυτό κλάδο της επιμέτρησης. Από τις παλαιότερες αποφάσεις του είναι η A. Azinas v. The Police (1981) 2 C.L.R. 9 και από τις πιο πρόσφατες παρέχουν παραδείγματα λειτουργίας της αρχής οι αποφάσεις: Γενικός Εισαγγελέας v. Bisco Ltd (1991) 2 A.A.Δ. 16, Κουφού v. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 95, Κυπριανίδης v. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 246, Ahmad και άλλοι v. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 35. Οι διαφορετικοί ρόλοι των κατηγορουμένων αποτελούν παράγοντες που νομιμοποιoύν τη διαφορετική μεταχείριση: βλ. Zaidan v. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 310 και Ibrahim & άλλος v. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 236.
Ο πρωτόδικος δικαστής θεώρησε ορθολογική επιμέτρηση την άμεση φυλάκιση για τους λόγους που επισημαίνει στην απόφασή του, που τους θέτει υπό το πρίσμα και της σχετικής νομολογίας. Τρεις από τους λόγους αυτούς προκύπτουν από τα παρακάτω αποσπάσματα της απόφασης:
“Άλλωστε υπάρχει και το ακόλουθο στοιχείο: είναι φανερό ότι το Δικαστήριο έλαβε τότε υπόψη το γεγονός ότι οι συνένοχοι τιμωρούνταν με μεγάλη καθυστέρηση (3 χρόνια) για λόγο που αφορούσε κυρίως τον Πίτσιλλο και εν πάσει περιπτώσει όχι τους ίδιους. Και ο Πίτσιλλος τιμωρείται με μεγάλη καθυστέρηση, αλλά για λόγους που αφορούν τον ίδιον.
......................................................................................................
......................................................................................................
Ένας άλλος παράγοντας που διαφοροποιεί τη θέση του παρόντος κατηγορούμενου με τη θέση των συνεργατών του είναι και το γεγονός ότι εκείνοι ήσαν κατηγορούμενοι σε λιγότερες υποθέσεις, ενώ ο Πίτσιλλος έχει συμμετοχή σε όλες. Επίσης σημειώνεται η απώλεια εργασίας την οποία υπέστη ο κατηγορούμενος στην υπόθεση 6526/94 ως παράγοντας διαφοροποίησης.”
Υπάρχει και το εξής σημαντικό: ότι ο εφεσείων είχε παραδεχθεί και βρέθηκε ένοχος σε όλες τις κατηγορίες πλαστογραφίας, ενώ οι συγκατηγορούμενοί του δεν παραδέχθηκαν και δεν καταδικάστηκαν σε οποιαδήποτε κατηγορία πλαστογραφίας. Όλα αυτά τα στοιχεία, αντικειμενικά, διαφοροποιούν τη θέση του εφεσείοντα. Δε στοιχειοθετείται δυσαναλογία που προσβάλλει την αρχή της ίσης μεταχείρισης. Όλα τα σχετικά επιχειρήματα του εφεσείοντα, που εξετάσαμε με προσοχή, απορρίπτονται.
Η υπεράσπιση υπέβαλε τέλος πως χάθηκε η δυνατότητα πραγματικής εξατομίκευσης της ποινής μέσω της αναστολής της, επειδή δεν αξιολογήθηκαν σωστά οι προσωπικές και οι οικογενειακές [*355]συνθήκες του εφεσείοντα. Μνημονεύονται όμως ρητά και ο πρωτόδικος δικαστής τις θεώρησε ως μετριαστικό παράγοντα. Πότε δικαιολογείται αναστολή ποινής πραγματεύεται στην πρόσφατη απόφασή του ο Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Π.Ε. 6560, Παγιαβλάς v. Δημοκρατίας, ημερ. 7/8/98. Μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις παρέχεται η ευχέρεια. Κάθε άλλο παρά τέτοιες περιστάσεις παρουσιάζει η υπόθεση αυτή.
Είναι πλέον δεδομένη η χρήση της πιστωτικής κάρτας που έχει χαρακτηρισθεί σαν “πλαστικό χρήμα”. Αδικήματα όπως αυτά που διέπραξε ο κατηγορούμενος, επανειλημμένως και προσχεδιασμένα, κλονίζουν την εμπιστοσύνη του κοινού σε αυτού του είδους τις συναλλαγές. Η απάτη αυτής της μορφής μόνο με αυστηρές ποινές φυλάκισης είναι δυνατό να αντιμετωπισθεί.
Η έφεση απορρίπτεται.
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Είναι πρώτα ανάγκη να εκθέσω τις αναντίλεκτες περιστάσεις της υπόθεσης στο σύνολό της, με τις εκφάνσεις της συμμετοχής των συνενόχων του εφεσείοντος, προτού αναφερθώ στα συγκεκριμένα ζητήματα που τέθηκαν και απασχόλησαν στην έφεση.
Το βράδυ της 3 Δεκεμβρίου, 1993, ο εφεσείων ανακόπηκε από μέλη της Αστυνομικής Δύναμης και ανακρίθηκε ως ύποπτος για άλλη υπόθεση. Καταθέτοντας, αποκάλυψε τότε ότι κατείχε έξι κλοπιμαίες πιστωτικές κάρτες τις οποίες, καθώς εξήγησε, του είχε δώσει κάποιος Λιβάνιος. Όταν ακολούθως ο εφεσείων τέθηκε με διάταγμα του Δικαστηρίου υπό οκταήμερη κράτηση, ανέφερε σε συμπληρωματική κατάθεση - “παραδέχθηκε” κατά τον αστυνομικό εισαγγελέα - ότι τις τέσσερις του τις είχε δώσει ο Σπύρος Βαγιανός, ενώ τη μια από τις έξι του την είχε δώσει ο τότε αστυφύλακας Χαράλαμπος Γεωργίου, στην κατοχή του οποίου είχε περιέλθει, κατά την εκτέλεση του καθήκοντός του, ως απωλεσθείσα και την υπεξαίρεσε. Επιπλέον, αποκάλυψε τα ονόματα και άλλων συνενόχων όπως και την ευρεία εγκληματική δραστηριότητα που αναπτύχθηκε με τη χρήση των πιστωτικών καρτών για την απόσπαση διαφόρων χρηματικών ποσών. Επρόκειτο, εκτός από το Σπύρο Βαγιανό, για τους Χαράλαμπο Γεωργίου, Χρύσανθο Κατσιάμη, τότε λοχία της αστυνομίας, τον Κυριάκο Παπακυριακού, το Χαράλαμπο Ραουνά και τη Χρυστάλλα Χ”Αδάμου.
Με την εξαίρεση δύο περιπτώσεων κατά τις οποίες ο εφεσείων ενήργησε μόνος, πλαστογραφόντας δελτία με τη χρήση κάρ[*356]τας για να πληρώσει λογαριασμούς, τη μια φορά σε καπαρέ και την άλλη σε ταβέρνα, σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, πέντε συνολικά, ακολουθείτο η εξής διαδικασία στην οποία είχε συνεργό, ανάλογα με την περίπτωση και κάποιο από τα άλλα αναφερθέντα πρόσωπα. Οι συνεργοί διέθεταν ο καθένας τους κατάστημα στο οποίο διατηρούσαν συσκευή για την αποτύπωση των στοιχείων πιστωτικών καρτών επί δελτίων τα οποία παρουσίαζαν σε τράπεζα για πληρωμή του αντίστοιχου ποσού. Τα δελτία αναφέρονταν σε εικονικές αγοραπωλησίες από τα καταστήματα των συνεργών. Το δελτίο το οποίο ετοιμαζόταν το υπέγραφε πάντοτε ο εφεσείων, ενώ τα υπόλοιπα στοιχεία τα συμπλήρωνε ο εκάστοτε συνεργός ο οποίος και παρουσίαζε το δελτίο στην τράπεζα για πληρωμή. Με αυτό τον τρόπο διαπράχθηκε μεγάλος αριθμός αδικημάτων, ήτοι, στην κάθε περίπτωση, πλαστογραφίας του δελτίου, κυκλοφορίας του δελτίου και απόσπασης του αντίστοιχου ποσού με τη χρήση του δελτίου. Από τα αδικήματα που διαπράχθηκαν με το Σπύρο Βαγιανό αποσπάστηκε, σε έξι περιπτώσεις, συνολικό ποσό £1.830,36 το οποίο μοιράστηκαν.
Από εκείνα που διαπράχθηκαν με το Χρύσανθο Κατσιάμη αποσπάστηκε, σε έντεκα περιπτώσεις, συνολικό ποσό £1.049,20. Από τα διαπραχθέντα με το Χαράλαμπο Γεωργίου αποσπάστηκε, σε έντεκα περιπτώσεις, ποσό £994,70 το οποίο καρπώθηκε εξ ολοκλήρου ο εν λόγω συνεργός. Με τον Κυριάκο Παπακυριακού απέσπασαν, με τα αδικήματα που διέπραξαν σε είκοσι εννέα περιπτώσεις, συνολικό ποσό £2.523,25 το οποίο μοιράστηκαν. Με το Χαράλαμπο Ραουνά απέσπασαν, με τα αδικήματα που διέπραξαν σε σαράντα μιά περιπτώσεις, συνολικό ποσό £3.850,25. Με τη Χρυστάλλα Χ”Αδάμου, την οποία του είχε συστήσει ο Χαράλαμπος Ραουνά, απέσπασαν συνολικό ποσό £761 το οποίο μοιράστηκαν εξ ίσου ο εφεσείων και ο Χαράλαμπος Ραουνάς. Ας σημειωθεί ότι, καθώς έγινε δεκτό, σε αυτή την τελευταία περίπτωση η Χρυστάλλα Χ”Αδάμου δε γνώριζε περί της παρανομίας. Συνοψίζω, λέγοντας ότι το σύνολο των αποσπασθέντων ποσών ανήλθε σε £11.348,76. Το μεγαλύτερο μέρος επιστράφηκε από εκείνους που το καρπώθηκαν. Παρέμειναν απλήρωτα μόνο τα δύο μικρά ποσά τα οποία απέσπασε μόνος ο εφεσείων και το ποσό των £2.523,25 το οποίο αποσπάστηκε από κοινού με τον Κυριάκο Παπακυριακού.
Προσήφθηκαν εναντίον του εφεσείοντος και των Σπύρου Βαγιανού, Χρύσανθου Κατσιάμη, Χαράλαμπου Γεωργίου, Κυριάκου Παπακυριακού και Χαράλαμπου Ραουνά, κατηγορίες για πλαστογραφία των δελτίων, για κυκλοφορία τους και για απόσπαση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις. Κατά το 1994 κατα[*357]χωρήθηκαν σχετικές ποινικές υποθέσεις. Εν τέλει για το Χρύσανθο Κατσιάμη, τον Κυριάκο Παπακυριακού και το Χαράλαμπο Ραουνά καταχωρήθηκε αναστολή ποινικής δίωξης. Οι λόγοι για αυτή την εξέλιξη δεν αναφέρθηκαν στην υπόθεση από την οποία προέρχεται η παρούσα έφεση. Οι υποθέσεις εναντίον του εφεσείοντος, του Σπύρου Βαγιανού και του Χαράλαμπου Γεωργίου προχώρησαν. Υπήρξε όμως καθυστέρηση στη διεκπεραίωσή τους. Καθώς λέχθηκε στο Δικαστήριο, η καθυστέρηση οφειλόταν κυρίως στην απουσία του εφεσείοντος στο εξωτερικό, παρόλον που και προηγουμένως υπήρξαν κάποιες αναβολές.
Ως προς την απουσία του εφεσείοντος στο εξωτερικό, ας σημειωθούν τα εξής. Ενώ αρχικά είχε τεθεί όρος με τον οποίο απαγορευόταν η έξοδός του από τη Δημοκρατία, εν συνεχεία, με τη συγκατάθεση του Γενικού Εισαγγελέα, το Δικαστήριο απάλειψε τον όρο ώστε να του επιτραπεί να μεταβεί στην Ελλάδα για θεραπεία ένεκα σοβαρής ασθένειας. Η απουσία του εφεσείοντος πήρε μάκρος αλλά η λογικότητά της δεν εξετάστηκε με αναφορά σε συγκεκριμένα στοιχεία, ώστε να μπορεί να λεχθεί ότι εξέβαινε τα όρια του διαστήματος που χρειαζόταν για τη θεραπεία και παρακολούθηση για την οποία είχε μεταβεί στο εξωτερικό.
Οι υποθέσεις εναντίον του Σπύρου Βαγιανού και του Χαράλαμπου Γεωργίου εν τέλει προχώρησαν τον Ιούλιο του 1997, απόντος του εφεσείοντος. Ας σημειωθεί, ότι μέχρι τότε οι αντίστοιχες υποθέσεις τους παρέμεναν για ακρόαση ενόψει μη παραδοχής τους σε όλες τις κατηγορίες που αντιμετώπιζαν. Και τότε ήταν που, με την άδεια του Δικαστηρίου, παραδέχθηκαν τις κατηγορίες κυκλοφορίας πλαστών εγγράφων και απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις, οπότε η κατηγορούσα αρχή απέσυρε τις κατηγορίες για πλαστογραφία. Στις 6 Αυγούστου, 1997, το Δικαστήριο τους επέβαλε ποινή. Στην υπόθεση που αφορούσε το Σπύρο Βαγιανό, την υπ’ αρ. 7077/94, συγκατηγορούμενος ήταν και ο εφεσείων, όπως το ίδιο συγκατηγορούμενος ήταν και στην υπόθεση υπ’ αρ. 6526/96 την οποία αντιμετώπιζε ο αστυφύλακας Χαράλαμπος Γεωργίου. Το Δικαστήριο επέβαλε στο Σπύρο Βαγιανό ποινή φυλάκισης έξι μηνών με τριετή αναστολή και συνολικό πρόστιμο £800, που αναλύετο σε £50 πρόστιμο στην κάθε μια από 16 κατηγορίες. Το ίδιο και στον αστυφύλακα Χαράλαμπο Γεωργίου, το Δικαστήριο επέβαλε ποινή φυλάκισης έξι μηνών με τριετή αναστολή και συνολικό πρόστιμο £1.100, το οποίο αναλυόταν σε £50 πρόστιμο στην κάθε μια από 22 κατηγορίες.
Κατά την άνοιξη του 1998 ο εφεσείων, αφού πρώτα ειδοποίησε [*358]τις αστυνομικές αρχές, επέστρεψε στην Κύπρο. Οπότε καταχωρήθηκαν εναντίον του νέες ποινικές υποθέσεις για τις κατηγορίες στις οποίες αναφέρονταν οι παλαιότερες. Ήχθη ενώπιον του Δικαστηρίου. Και στις 10 Ιουλίου, 1998, του επιβλήθηκε η εκκαλούμενη ποινή στην υπόθεση υπ’ αρ. 4908/98 Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, κατόπιν που παραδέχθηκε ενοχή στις κατηγορίες. Αυτές αφορούσαν τα αδικήματα τα οποία είχε διαπράξει με συνεργό το Σπύρο Βαγιανό. Επρόκειτο για έξι περιστατικά πλαστογραφίας, κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου και απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις. Στην επιμέτρηση της ποινής λήφθηκαν, με παράκλησή του και με τη συγκατάθεση της κατηγορούσας αρχής, όλα τα άλλα αδικήματα τα οποία είχε διαπράξει μέσα στο πλαίσιο της εγκληματικής δραστηριότητας στην οποία ήδη αναφέρθηκα. Το Δικαστήριο - επιλήφθηκε της υπόθεσης άλλος δικαστής από εκείνον που είχε επιβάλει ποινή στους δύο συνενόχους του εφεσείοντος - επέβαλε στον εφεσείοντα ποινή άμεσης φυλάκισης εννέα μηνών στις κατηγορίες πλαστογραφίας, όπως και στις κατηγορίες κυκλοφορίας και τεσσάρων μηνών στις κατηγορίες απόσπασης χρημάτων, με διαταγή οι ποινές να συντρέχουν.
Με δύο από τους λόγους έφεσης προσβάλλεται η επιβληθείσα ποινή επί της ουσίας. Με τον ένα, η επιβληθείσα ποινή εμφανίζεται, χωρίς αναφορά στη μεταχείριση που έτυχαν οι συνένοχοι, ως έκδηλα υπερβολική. Με τον άλλο, προσβάλλεται η επιβληθείσα ποινή όχι ως εγγενώς υπερβολική, αλλά ως εκβαίνουσα το μέτρο της ισότητας, λαμβανομένων υπόψη ομοιοτήτων και διαφορών με εκείνες των συνενόχων. Κι αυτό, όπως υπογράμμισε ο συνήγορος υπεράσπισης, ενόψει της αναστολής της ποινής φυλάκισης που επιβλήθηκε στους Σ. Βαγιανό και Χ. Γεωργίου. Με τον τρίτο λόγο τίθεται προς εξέταση δικονομικής υφής ζήτημα το οποίο, όπως περιορίστηκε κατά τη συζήτηση, αφορά στη δυνατότητα της υπεράσπισης να σχολιάσει το καθετί που προοριζόταν να ληφθεί υπόψη.
Ο συνήγορος του εφεσείοντος, αγορεύοντας στο Επαρχιακό Δικαστήριο, εξέθεσε ως ελαφρυντικά και μετριαστικούς για την ποινή παράγοντες ότι ο εφεσείων:
(α) Συνεργάστηκε πλήρως με την αστυνομία, αποκαλύπτοντας τόσο το πρόσωπο το οποίο εισήγαγε τις κάρτες στην Κύπρο όσο και όλους τους εμπλεκομένους στα αδικήματα, παραδεχόμενος ενοχή ευθύς εξ αρχής. Αυτά τα επιβεβαίωσε ο αστυνομικός εισαγγελέας με την ακόλουθη δήλωση: “Αναφέρω Εντιμότατε ότι ο κατηγορούμενος συνεργάστηκε πλήρως με τις ανακριτικές αρχές στο διάστημα στο οποίο συνελήφθηκε [*359]και προέβηκε σε θεληματική κατάθεση στην οποία αποκάλυψε όλους τους συνενόχους του και όλους τους τόπους στους οποίους έκαμε χρήση αυτών των 6 κλοπιμαίων πιστωτικών καρτών τόσο σε τρεις περιπτώσεις στη Λεμεσό όσο και σε μιά περίπτωση στη Λευκωσία καθώς και στη Λάρνακα και βάσει αυτής της κατάθεσης εξιχνιάστηκαν και οι υποθέσεις ....”.
(β) Κατά το χρόνο διάπραξης των αδικημάτων αντιμετώπιζε σοβαρά οικογενειακά προβλήματα το οποία είχαν μάλιστα ως αποτέλεσμα την απομάκρυνσή του από το σπίτι.
(γ) Επίσης αντιμετώπιζε τότε οικονομικά προβλήματα αφού λόγω αμέλειας καθήκοντος είχε εξαναγκαστεί σε παραίτηση από τη θέση του στη Συνεργατική Κεντρική Τράπεζα.
(δ) Παρασύρθηκε στη διάπραξη των αδικημάτων από τα τότε μέλη της Αστυνομικής Δύναμης - συνεργούς του - λοχία Χρύσανθο Κατσιάμη και αστυφύλακα Χαράλαμπο Γεωργίου.
(ε) Επιστράφηκε το μεγαλύτερο μέρος των αποσπασθέντων ποσών.
(στ) Είναι οικογενειάρχης και ο μόνος που κατ’ εκείνο το διάστημα συντηρούσε τη σύζυγο και τα τρία ανήλικα παιδιά τους.
(ζ) Δε βαρύνεται με προηγούμενες καταδίκες.
Έπειτα, ο συνήγορος υπεράσπισης εισηγήθηκε ότι ο ρόλος του εφεσείοντος δεν ήταν μεγαλύτερος από εκείνο των Σπύρου Βαγιανού και Χαράλαμπου Γεωργίου. Ανέφερε, ανάμεσα σε άλλα, τα εξής:
“Είναι η εισήγησή μου ότι ανεξάρτητα αν ο Βαγιανός ή ο Χαράλαμπος Γεωργίου δεν αντιμετώπισαν την κατηγορία της πλαστογραφίας και αντιμετώπιζαν την κατηγορία της κυκλοφορίας και απόσπασης χρημάτων, πέραν του ότι η κατηγορία της κυκλοφορίας έχει την ίδια σοβαρότητα με την πλαστογραφία, τα γεγονότα όπως έχουν εκτεθεί ήταν περίπου ένας συγκερασμός για να υπάρξει παραδοχή ή απόσυρση των κατηγοριών της πλαστογραφίας. Αφού με βάση τα γεγονότα στις υποθέσεις υπέγραφε ο κατηγορούμενος, συμπλήρωναν εκείνοι τα έντυπα, έπαιρναν εκείνοι τα έντυπα στην τράπεζα, εισέπρατταν εκείνοι τα λεφτά. Η ποινική τους ευθύνη ήταν η ίδια.”
Το Δικαστήριο, απευθυνόμενο τότε στον αστυνομικό εισαγγελέα [*360]κ. Αβρααμίδη - ο οποίος ας σημειωθεί είχε εμφανιστεί και στις υποθέσεις των εν λόγω συνενόχων - ζήτησε να πληροφορηθεί τη θέση της κατηγορούσας αρχής. Παραθέτω το σχετικό μέρος του πρακτικού:
“Δικαστήριο: Η θέση σας ποιά είναι;
κ. Αβρααμίδης: Αντιμετώπισαν οι υπόλοιποι συγκατηγορούμενοι την κατηγορία της πλαστογραφίας σαν συνεργοί αλλά συμπλήρωναν και εκείνοι μέρος των εντύπων και τα υπέγραφε ο κατηγορούμενος. Δηλαδή η συνομωσία υπήρχε. Τα λεφτά μοιράζονταν.
Δικαστήριο προς κ. Αβρααμίδη: Είναι η δική σας εισήγηση ότι ο παρών κατηγορούμενος πρέπει να αντιμετωπιστεί με διαφορετικό τρόπο από τους άλλους κατηγορούμενους;
κ. Αβρααμίδης: Όχι Κύριε Πρόεδρε. Σε αυτή τη συμπαιγνία έχει και ο κατηγορούμενος τον ίδιο ρόλο με τους άλλους. Απλώς αναφέρω ότι οι υποθέσεις αυτές είναι αρκετά παλιές υποθέσεις, του 1993, και θα επιβάλλετο ποινή τον Ιούλιο του 1997. Οι κατηγορούμενοι προέβησαν σε παραδοχή στις κατηγορίες της κυκλοφορίας και της απόσπασης την τελευταία ημέρα και επειδή λόγω του παλαιού της υπόθεσης και λόγω του ότι έφεραν και κάποιον ισχυρισμό, δηλαδή ουσιαστικά έριχναν την ευθύνη πάνω στον Πίτσιλλο ο οποίος έλειπε στο εξωτερικό, γι’ αυτό το λόγο δόθηκε αναστολή ποινικής δίωξης όσον αφορά την πλαστογραφία.
Δικαστήριο προς κ. Αβρααμίδη: Εκείνο που μας ενδιαφέρει είναι ο συσχετισμός του παρόντος κατηγορουμένου με εκείνους που τιμωρήθηκαν από το Δικαστήριο.
κ. Αβρααμίδης: Βασικά είναι συνομωσία.”
Στις περιπτώσεις των δύο ήδη καταδικασθέντων συνενόχων, το Δικαστήριο είχε σημειώσει, ως αποδεκτό γεγονός, ότι εκείνοι είχαν δευτερεύοντα ρόλο και ο εφεσείων πρωτεύοντα. Ενόψει της διάστασης που προέκυψε, το Δικαστήριο που επιλαμβανόταν της υπόθεσης του εφεσείοντος θεώρησε σκόπιμο να συμβουλευτεί τους φακέλους εκείνων των υποθέσεων. Έτσι, κατόπιν σχετικών οδηγιών, αποστενογραφήθηκαν οι αντίστοιχες - στο σκεπτικό όμοιες - αποφάσεις περί ποινής για τους εν λόγω συνενόχους. Το Δικαστήριο πληροφόρησε τα μέρη περί αυτής της πορείας. Δεν παρέσχε [*361]όμως ευκαιρία στην υπεράσπιση για σχολιασμό των όσων θα προέκυπταν. Τα οποία, εν προκειμένω, ήταν βασικά τα εξής: (α) Στη μια από τις δύο υποθέσεις, εκείνη που αφορούσε το Χαράλαμπο Γεωργίου, ο τότε Δικαστής ανέφερε, επιβάλλοντας την ποινή, ότι “έχει παίξει δευτερεύοντα ρόλο, διαφεύγει ο πρωταίτιος, κάποιος Πίτσιλλος” - δηλαδή ο εφεσείων - και προχώρησε λέγοντας πως ο εν λόγω Χαράλαμπος Γεωργίου “ενήργησε επιπόλαια”. Υπενθυμίζω ότι ο Δικαστής αναφερόταν σε κατηγορούμενο, που ως αστυνομικός είχε διαθέσει στον εφεσείοντα απωλεσθείσα πιστωτική κάρτα για την από κοινού διάπραξη αδικημάτων. Για τον άλλο κατηγορούμενο, Σπύρο Βαγιανό, ο τότε Δικαστής ανέφερε ότι:
“Ο κύριος αίτιος διαφεύγει της δίωξης, είναι το πρόσωπο το οποίο στην ουσία με τη συμπεριφορά του παρότρυνε και καθοδήγησε και αυτόν τον κατηγορούμενο στη διάπραξη των αδικημάτων. Και αυτός ο κατηγορούμενος ενήργησε κάτω από ψυχολογική πίεση στην οποία του εξάσκησε ο πρωταίτιος λόγω των προβλημάτων υγείας του.”
Ως προς την αναστολή των αντίστοιχων ποινών φυλάκισης, ο τότε Δικαστής σημείωσε για τον πρώτο - στην υπόθεση 6526/94 - τα εξής, αφού πρώτα αναφέρθηκε στην καθυστέρηση την οποία απέδωσε στην απουσία του εφεσείοντος:
“Σημειώνω το λευκό ποινικό μητρώο του, το γεγονός ότι από τη διάπραξη των αδικημάτων μέχρι σήμερα δεν απασχόλησε ξανά τη δικαιοσύνη, την άμεση συνεργασία του με την αστυνομία, την έμπρακτη μεταμέλειά του που εκφράζεται με την αποζημίωση. Με βάση τα πιο πάνω και συμπληρώνοντας ότι η πάροδος του χρόνου από το 1993 μέχρι σήμερα είχε καταλυτικές επιδράσεις στην αλλαγή του τρόπου ζωής του κατηγορουμένου, εκτός από την απώλεια της εργασίας του έχει αρραβωνιαστεί, θεωρώ ότι δεν θα ήταν σωστό κάτω από τις συνθήκες η ποινή να έχει άμεσο χαρακτήρα.”
Και για το δεύτερο - στην υπόθεση 7087/94 - πέρα από την καθυστέρηση, ο τότε Δικαστής σημείωσε τα εξής:
“Για τους ίδιους λόγους που ανάφερα και στην υπόθεση 6526/94, σημειώνοντας και εδώ τα ίδια στοιχεία, είναι λευκού ποινικού μητρώου, τους λόγους που οδήγησαν τον κατηγορούμενο στη διάπραξη των αδικημάτων, την άμεση παραδοχή του, την εξόφληση των προσώπων, την κατάσταση της υγείας του, τα 4 χρόνια που παρήλθαν, τη διαφοροποίηση των προ[*362]σωπικών του συνθηκών, θα ανασταλεί και στην παρούσα υπόθεση η ποινή ......”
Είναι νομίζω εδώ κατάλληλο στάδιο να ασχοληθώ με το λόγο έφεσης τον οποίο περιέγραψα ως δικονομικής υφής. Θεωρώ κατ’ αρχήν, πως το Δικαστήριο ορθά μερίμνησε, για σκοπούς σύγκρισης, να ενημερωθεί από τους φακέλους που αφορούσαν τους συνενόχους τι ήταν που λήφθηκε υπόψη στη δική τους περίπτωση. Κι αυτό, παρόλον που στην Αγγλία τέτοια πρακτική δεν έτυχε ενθάρρυνσης: βλ. την υπόθεση Stephen Broadbridge [1983] 5 Cr. App. R(s) 269. Θα έπρεπε όμως το όποιο υλικό να ετίθετο υπόψη των μερών και να τους εδίδετο η ευκαιρία για σχολιασμό και εισηγήσεις. Αυτό δεν έγινε στην προκείμενη περίπτωση. Παρόλον τούτο, δεν μου φαίνεται η τέτοια παράλειψη να ενέχει εδώ επιπτώσεις, αφού τα όσα προέκυψαν δεν διέφεραν από τα όσα είχαν προωθηθεί με την επιχειρηματολογία του συνηγόρου υπεράσπισης. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί αυτός ο λόγος έφεσης να επιτύχει.
Με την εκκαλούμενη απόφαση για τον εφεσείοντα, το Δικαστήριο κατέληξε, ότι η μεταχείριση που έτυχαν οι δύο αναφερθέντες συνένοχοι δεν μπορούσε να επιδράσει στην ποινή που άρμοζε να επιβληθεί. Εξήγησε, ότι αυτό οφειλόταν σε τέσσερις παράγοντες. Θα τους παραθέσω, εξετάζοντας συνάμα τον καθένα στη σειρά του.
Ο πρώτος ήταν ότι, στην περίπτωση του εφεσείοντος, η εικόνα που είχε το Δικαστήριο ενώπιόν του ήταν διαφορετική από την εικόνα που είχε δοθεί στο Δικαστήριο στις προηγούμενες υποθέσεις για τη συμμετοχή των συνενόχων. Παραθέτω αυτούσια τη δομή του αναπτυχθέντος συλλογισμού:
“Έστω ότι υπήρχε ισότητα ρόλων και ο Πίτσιλλος δεν ήταν πρωταίτιος. Σημασία όμως έχει ότι το Δικαστήριο επέβαλε τότε ποινές λαμβάνοντας ως δεδομένο ότι οι συνένοχοι του Πίτσιλλου είχαν δευτερεύοντα ρόλο. Το Δικαστήριο τότε, λοιπόν, έκρινε ανθρώπους που σύμφωνα με την εικόνα που δόθηκε είχαν δευτερεύοντα ρόλο, ενώ σήμερα το Δικαστήριο κρίνει άνθρωπο που, έστω και αν δεν είχε πρωτεύοντα ρόλο, δεν είχε πάντως δευτερεύοντα ρόλο. Τούτο από μόνο του δείχνει ότι δεν πρόκειται για ομοιόμορφες καταστάσεις ως προς τις οποίες επιβάλλεται ομοιόμορφη μεταχείριση.”
Η άποψη του Δικαστηρίου ότι, επειδή τέθηκε ενώπιόν του διαφορετική εικόνα από εκείνη που είχε προηγουμένως τεθεί για τη συμμετοχή των συνενόχων του εφεσείοντος, προέκυπταν ανομοι[*363]όμορφες καταστάσεις που δεν επέτρεπαν ομοιομορφία στη μεταχείριση, αποτελούσε, κατά τη γνώμη μου, σφάλμα. Και αυτό, διότι παραγνώριζε την εγγενή φύση του εγχειρήματος που συνίστατο στην αντίκρυση της υπόθεσης ως συνόλου, ώστε να καθίστατο δυνατή η συγκριτική θεώρηση για τον καθένα εκ των συνενόχων με ενιαίο μέτρο, προς διαπίστωση ομοιοτήτων και διαφορών αναφορικά με τις αντίστοιχες περιστάσεις, ως απαραίτητη προϋπόθεση για την αποφυγή αδικίας που θα μπορούσε για τον ένα ή για τον άλλο λόγο να προέκυπτε εξ αιτίας του κατατεμαχισμού. Σπεύδω ωστόσο να αμβλύνω αυτή την επίκριση στην προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου έχοντας υπόψη μου ότι στο ίδιο ακριβώς σφάλμα υπέπεσε και το Αγγλικό Εφετείο στην υπόθεση R. v. Butler [1989] Cr.L.R. 667-668 την οποία εντόπισα. Κατά την αντίληψή μου, το ζητούμενο σε τέτοιες περιπτώσεις δεν είναι το κατά πόσο, με βάση τα όσα τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου που επέβαλε ποινή στον εφεσείοντα, η ποινή ήταν η αρμόζουσα. Το ζητούμενο είναι το κατά πόσο, με δεδομένη την καταφατική απάντηση στο πρώτο ερώτημα, προκύπτει εκ της επιβολής στον εφεσείοντα της άλλως αρμόζουσας ποινής, ουσιαστική διάσταση μεταξύ αυτής και της επιβληθείσας σε συνένοχο, ώστε να μπορεί να λεχθεί ότι το σύστημα απονομής της δικαιοσύνης δε λειτούργησε ορθά. Το κριτήριο τέθηκε ευσύνοπτα -προσπερνώντας τις ταλαντεύσεις στην εκτενή αντίστοιχη Αγγλική νομολογία αναφορικά με την έκταση και ορθολογική βάση του ζητήματος - με την απόφαση της πλειοψηφίας, (Πική, Δ., όπως ήταν τότε με την οποία συμφώνησε ο Λώρης, Δ.) - στην Koukos v. Police (1986) 2 C.L.R. 1 την οποία ακολούθησε αριθμός μεταγενέστερων αποφάσεων, ανάμεσα των οποίων είναι η Θεοχάρους v. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 67 και Ιωάννου v. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 251, στις οποίες παρέπεμψε ο συνήγορος του εφεσείοντος. Διευκρινίζω ότι αναφέρομαι στο λόγο της Koukos (ανωτέρω) και όχι στο αποτέλεσμα που προέκυψε από την εκεί αξιολόγηση των στοιχείων. Λέχθηκαν, σε ό,τι ενδιαφέρει, τα εξής:
“Parity of treatment of persons in substantially the same position is a deep rooted principle of criminal justice, interwoven with the wider ends of justice. Equality before the law and the administration of justice is constitutionally safeguarded in Cyprus by the provisions of Article 28.1 of the Constitution. Disparity of sentences is, as proclaimed in Nicolaou v. The Police (1), offensive to common sense and derogatory of equality before the law. In this, as in other respects, equality does not connote mathematical nicety; nor is the principle of parity of sentences designed to blunt the sentencing process by eliminating [*364]the discretion of the trial Court to impose on each of the accused a sentence that takes due account of both the intrinsic culpability of his conduct and personal circumstances. For disparity to make an impact on appeal, the difference between the sentences imposed must be substantial, such as to suggest, in the face of strong similarity in the posisiton of the accused, that justice is not done and for that reason liable to generate feelings of injustice on the part of the appelant(2). Unjustified differences in the treatment of persons jointly accused tend to undermine faith in the law and the administration of justice.”
Προσθέτω παρενθετικά, ότι το ζήτημα ισότητας δεν περιορίζεται μόνο σε περιπτώσεις όπου προσήφθηκαν κατηγορίες εναντίον συνενόχων, αλλά εκτείνεται και σε περιπτώσεις όπου συνένοχοι έτυχαν, από τις διωκτικές αρχές, αδικαιολόγητα ευνοϊκότερης μεταχείρισης. Για σύντομη επισκόπηση της νομολογίας, δέστε την απόφαση των Κωνσταντινίδη, Δ. και Νικολάου, Δ. στην Ιωάννου v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 6195, ημερ. 17 Ιουλίου, 1997, μια από τις αποφάσεις της πλειοψηφίας. Αλλά, στην προκείμενη περίπτωση, το ζήτημα που τέθηκε από την υπεράσπιση περιορίζεται σε μόνο ό,τι αφορά τη μεταχείριση των άλλων δύο καταδικασθέντων.
Ο δεύτερος παράγοντας τον οποίο ανέφερε το Δικαστήριο ήταν ότι, στην περίπτωση των συνενόχων, “το Δικαστήριο έλαβε υπόψη το γεγονός ότι οι συνένοχοι τιμωρούνταν με μεγάλη καθυστέρηση για λόγο που αφορούσε κυρίως τον Πίτσιλλο και εν πάση περιπτώσει όχι τους ιδίους”. Το Δικαστήριο προχώρησε λέγοντας ότι: “Και ο Πίτσιλλος τιμωρείται με μεγάλη καθυστέρηση, αλλά για λόγους που αφορούν τον ίδιο. Στην παρούσα υπόθεση, λαμβάνοντας κυρίως υπόψη το λόγο της καθυστέρησης, δεν μπορεί η καθυστέρηση να ληφθεί καθοριστικά υπόψη, σε αντίθεση με ό,τι έγινε, όπως είναι φανερό, στην περίπτωση των συνεργατών του κατηγορουμένου”. Έχω τη γνώμη, ότι ακόμα και με δικαιολογημένη την κάποια διαφοροποίηση, η σημασία της δεν θα μπορούσε να εξηγήσει, έστω και μερικώς, τη σημειωθείσα δραστική διαφορά στην αντίστοιχη μεταχείριση με την αναστολή στη μια περίπτωση και τη μη αναστολή στην άλλη.
Ο τρίτος παράγοντας ήταν, καθώς ανέφερε το Δικαστήριο, “το γεγονός ότι εκείνοι ήσαν κατηγορούμενοι σε λιγότερες υποθέσεις, ενώ ο Πίτσιλλος έχει συμμετοχή σε όλες”. Ήταν βέβαια ορθή η επισήμανση, ότι η εγκληματική δραστηριότητα του εφεσείοντος επεκτάθηκε ευρύτερα από εκείνη των συνενόχων του από άποψης αριθμού περιστατικών, κατ’ επέκταση και αποσπασθέντων ποσών. [*365]Παρέμενε ωστόσο, ως κοινός παρονομαστής, η εγγενής σοβαρότητα της αδικοπραξίας όλων, ανεξάρτητα από την αριθμητική του πράγματος. Εξάλλου, το ότι ο εφεσείων παραδέχθηκε και τις κατηγορίες πλαστογραφίας ενώ αποσύρθηκαν για τους άλλους δύο, δε διαφοροποιούσε κατ’ ουσίαν την κατάσταση. Η απόσυρση των κατηγοριών πλαστογραφίας που αντιμετώπιζαν οι συνένοχοι θα μπορούσε να εξηγηθεί μόνο από τη μη εξυπηρέτηση πρακτικού σκοπού - δηλαδή της διεξαγωγής ακρόασης σε εκείνες - εφόσον οι αντίστοιχες κατηγορίες κυκλοφορίας ήταν ίσης σοβαρότητας. Αλλιώς, από τα γεγονότα όπως τα εξέθεσε η Κατηγορούσα Αρχή, η απόσυρση εκείνων των κατηγοριών δε θα μπορούσε να δικαιολογηθεί. Η μη προώθηση λοιπόν των εν λόγω κατηγοριών πλαστογραφίας στην περίπτωση των συνενόχων, δε μετέβαλλε την ουσιαστική φυσιογνωμία της κοινής για όλους αδικοπραξίας. Για σκοπούς εξέτασης ζητήματος ισότητας στη μεταχείριση μεταξύ συνενόχων, αυτό είναι που έχει σημασία και όχι η τυπική κατάσταση όπως διαμορφώνεται με τους όποιους χειρισμούς των διωκτικών αρχών. Πάντως, για την αριθμητικώς μεγαλύτερη αδικοπραξία του εφεσείοντος, εδικαιολογείτο ο καθορισμός της ποινής σε ψηλότερο επίπεδο από ότι για τους συνενόχους. Όπως και έγινε. Το Δικαστήριο του επέβαλε φυλάκιση εννέα μηνών αντί των έξι που επιβλήθηκε σε εκείνους. Δε θεωρώ όμως ότι αποτελούσε εδώ παράγοντα που ικανοποιητικά να εξηγούσε στη δική τους περίπτωση την αναστολή.
Ο τέταρτος παράγονας ήταν, όπως πέρανε το Δικαστήριο, “η απώλεια εργασίας την οποία υπέστη ο κατηγορούμενος στην υπόθεση 6526/94 ως παράγοντας διαφοροποίησης”. Το Δικαστήριο αναφερόταν στον αστυνομικό Χαράλαμπο Γεωργίου ο οποίος, επαναλαμβάνω, παραλαμβάνοντας στην εκτέλεση καθήκοντος πιστωτική κάρτα που είχε απωλεσθεί, την παρέδωσε στον εφεσείοντα για να επιδοθούν από κοινού στη διάπραξη αδικημάτων. Δεν μπορώ να συμμεριστώ την άποψη πως, επειδή ως αποτέλεσμα ο αστυνομικός παύθηκε - με όλα βέβαια τα δυσμενή επακόλουθα - θα μπορούσε αυτό να δικαιολογήσει επιεικέστερη μεταχείριση. Τουναντίον, θα ανέμενα στην περίπτωσή του αυστηρότερη μεταχείριση.
Έχω τη γνώμη, ότι η ποινή που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα όχι μόνο δεν ήταν υπερβολική αλλά και άκρως επιεικής, για να πω το λιγότερο. Ενδεικνυόταν η επιβολή αποτρεπτικής ποινής. Διότι, όπως ανέφερε το Δικαστήριο:
“Τα αδικήματα που διέπραξε ο κατηγορούμενος είναι σοβαρά και βρίσκονται σε έξαρση. Είναι αδικήματα που διαπράττονται πολύ εύκολα και υπονομεύουν τις συναλλαγές και τις δοσολη[*366]ψίες μεταξύ των πολιτών. Η ποινή φυλάκισης είναι αναγκαία, όχι μόνο για να τιμωρηθεί ο παραβάτης, αλλά και για να καταδειχθεί σε όσους σκοπεύουν να αποκομίσουν φθηνό και εύκολο κέρδος ότι απλώς δεν αξίζει τον κόπο. (βλ. Γεν. Εισαγγελέας v. Λεωνίδα Ματθαίου άλλως Μαλέγγου (1994) 2 Α.Α.Δ. 1, Α.Α. Ιωάννου άλλως Μουσικός v. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 286, Κώστας Μιχαήλ v. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 216).”
Ωστόσο, η σύγκριση με τη μεταχείριση που έτυχαν οι δύο υπό αναφορά συνένοχοι φανερώνει, κατά την άποψή μου - και το λέω βέβαια με εκτίμηση προς την αντίθετη άποψη - ανισότητα σε βαθμό που στον εφεσείοντα εύλογα προκαλεί αίσθημα αδικίας, ενώ στον παρατηρητή δημιουργεί την αίσθηση ότι εξ αιτίας ουσιαστικής και αδικαιολόγητης διαφοράς στη μεταχείριση, αστόχησε η Δικαιοσύνη. Η ανισότητα προκύπτει βέβαια από το ότι στην περίπτωση των συνενόχων, σε αντίθεση με εκείνη του εφεσείοντος, αναστάληκε η ποινή φυλάκισης. Όπως υποδείχθηκε στην Koukos (ανωτέρω), η ισότητα στη μεταχείριση εκτείνεται και σε αυτή την πτυχή.
Κατά τη γνώμη μου λοιπόν, δε συνέτρεχαν στην περίπτωση των συνενόχων περιστάσεις για την αναστολή ποινής στην ουσία διαφορετικές από ό,τι στην περίπτωση του εφεσείοντος. Το ότι, όπως το βλέπω, η αναστολή δεν εδικαιολογείτο ούτε στη δική τους περίπτωση, δε σημαίνει πως δεν θα έπρεπε να γίνει το ίδιο και εδώ. Ο περί της Υφ’ Όρων Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμος του 1972 (Ν. 95/1972) όπως τροποποιήθηκε με τον Ν. 41(Ι)/1997 - που δημοσιεύτηκε στις 30 Μαΐου, 1997 - προβλέπει ότι δε διατάσσεται αναστολή, εκτός όπου κατά τη γνώμη του Δικαστηρίου αυτή “δικαιολογείται από τις εξαιρετικές περιστάσεις της υπόθεσης ή τις προσωπικές περιστάσεις του κατηγορουμένου”. Θα έλεγα ότι η εφαρμογή της Συνταγματικής αρχής της ισότητας για την οποία, καθώς προσπάθησα να εξηγήσω, προκύπτει τώρα ζήτημα, αποτελεί εξαιρετική περίσταση εντός της έννοιας του Νόμου.
Θα ανέστελλα λοιπόν την επιβληθείσα ποινή φυλάκισης. Και σε αυτή την έκταση θα επέτρεπα την έφεση.
H έφεση απορρίπτεται κατά πλειοψηφία.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο