Pernell Geoffrey Michael John και Άλλοι ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1998) 2 ΑΑΔ 417

(1998) 2 ΑΑΔ 417

[*417]30 Nοεμβρίου, 1998

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

GEOFFREY MICHAEL JOHN PERNELL,

Εφεσείων στην Π.Ε. 6148,

ALAN CARL FORD,

Εφεσείων στην Π.Ε. 6149,

JUSTIN ANDREW FOWLER,

Εφεσείων στην Π.Ε. 6150,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ (ΑΡ. 2),

Εφεσίβλητης.

(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 6148, 6149 και 6150)

 

Ποινή — Ανθρωποκτονία — Άγγλοι στρατιώτες νεαράς ηλικίας, που υπηρετούσαν στις Βρεττανικές Βάσεις, ενώ ευρίσκοντο υπό την επήρεια αλκοόλ, απήγαγαν και δολοφόνησαν βάναυσα νεαρή αλλοδαπή τουρίστρια, αφού προηγουμένως προσπάθησαν να την βιάσουν — Λευκό ποινικό μητρώο — Δύσκολες συνθήκες διαβίωσης — Επιβολή ποινής φυλάκισης διά βίου — Αποφασίστηκε κατ’ έφεση ότι τα ελαφρυντικά και ιδιαίτερα το νεαρό της ηλικίας τους, σε συνδυασμό με το λευκό τους μητρώο, συνηγορούσαν υπέρ της επιβολής πολύ μακράς ποινής φυλάκισης, και όχι σε ποινή περιορισμού τους διά παντός στη φυλακή — Μείωση της επιβληθείσας ποινής σε φυλάκιση 25 ετών.

Ποινή — Συνωμοσία — Απαγωγή — Άγγλοι στρατιώτες των Βάσεων απήγαγαν νεαρή αλλοδαπή τουρίστρια με σκοπό το βιασμό της — Επιβολή συντρέχουσων ποινών φυλάκισης πέντε ετών για κάθε ένα από τα δύο εγκλήματα — Επικυρώθηκαν κατ’ έφεση.

Ποινή — Μετριαστικοί παράγοντες — Μέθη — Κατά πόσο συνιστά ανεξάρτητο ή ιδιαίτερο στοιχείο μετριαστικό της ποινής — Τι προνοεί η Αγγλική και Κυπριακή νομολογία επί του θέματος — Η προσέγγιση [*418]του Κακουργιοδικείου να μη προσδώσει οποιαδήποτε βαρύτητα στη μέθη των κατηγορουμένων, “λόγω της φύσης και σοβαρότητας των αδικημάτων” που διέπραξαν, κρίθηκε εσφαλμένη κατ’ έφεση.

Ποινή — Μετριαστικοί παράγοντες — Ανθρωποκτονία — Συνέργεια — Κατά πόσο το κενό στη μαρτυρία, ως προς το ποίος ή ποίοι από τους δράστες κατέφεραν τα τελευταία κτυπήματα στο θύμα, θα έπρεπε να προσμετρήσει ως ελαφρυντικός παράγοντας για κάθε ένα από αυτούς.

Ποινή — Ανθρωποκτονία — Ποινή ισόβιας κάθειρξης — Η επιβολή της είναι παραδεκτή μόνο αν κάθε ελπίδα για αναμόρφωση του εφεσείοντα και προστασία της κοινωνίας από τον ίδιο, με την επιβολή οποιασδήποτε χαμηλότερης ποινής φυλάκισης, έχει εκλείψει. (Kakouris v. Police).

Ποινή — Ανθρωποκτονία — Ποινή φυλάκισης διά βίου — Οι περί Φυλακών Κανονισμοί — Επέδρασαν στη διαγραφή των παραμέτρων της ισόβιας φυλάκισης — Όμως δεν έγινε ποτέ δεκτό ότι ποινή φυλάκισης είκοσι ετών αποτελούσε το ανώτατο όριο της τιμωρίας για το έγκλημα της ανθρωποκτονίας.

Οι εφεσείοντες ήταν Άγγλοι στρατιώτες, οι οποίοι υπηρετούσαν στη Βάση Δεκέλειας. Όταν διέπραξαν το έγκλημα, ο εφεσείων 1 ήταν ηλικίας 23 ετών και οι εφεσείοντες 2 και 3 ηλικίας 26 ετών.  Είχαν λευκό ποινικό μητρώο και, όπως κατέδειξαν οι εκθέσεις για τα ατομικά τους περιστατικά, μεγάλωσαν κάτω από δύσκολες συνθήκες. Θύμα του εγκλήματος ήταν η νέα Δανή τουρίστρια Λουίζα Τζιένσεν η οποία απήχθη τις πρώτες πρωϊνές ώρες της 13.9.94 από τον 1ον και 2ον κατηγορούμενο σε ερημικό δρόμο προς την Αγία Νάπα. Η Jensen ήταν συνεπιβάτιδα σε μοτοσυκλέττα, που οδηγούσε ο Μ. Βασιλειάδης, της οποίας η πορεία ανακόπηκε από όχημα που οδηγούσε ο 2ος κατηγορούμενος με αποτέλεσμα την ανατροπή του Βασιλειάδη και της Jensen. Ο 3ος κατηγορούμενος επιτέθηκε με φτυάρι με απειλητικές διαθέσεις εναντίον του Βασιλειάδη τον οποίο έτρεψε σε φυγή. Στη συνέχεια ο 3ος κατηγορούμενος επέστρεψε πίσω στο όχημα και βοήθησε τον 1ον και 2ον κατηγορούμενο να απαγάγουν βίαια την Λουίζα Τζιένσεν, την οποίαν μετέφεραν σε μια ερημική περιοχή του Παραλιμνίου, όπου, σύμφωνα με τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου, ο 2ος κατηγορούμενος δοκίμασε να τη βιάσει.  Μετά την απόπειρα βιασμού, κι’ ενώ η κοπέλα καθόταν γυμνή στο έδαφος, ο 1ος κατηγορούμενος της κατάφερε δύο δυνατά κτυπήματα με φτυάρι από πίσω, ενώ οι άλλοι ήταν παρόντες στη σκηνή.  Αμέσως μετά την κτύπησαν βίαια με το φτυάρι πάνω στην κεφαλή της και όταν το θύμα προσπάθησε να αμυνθεί, τοποθετώντας τα χέρια της μπροστά από το πρόσωπο, δέχθηκε [*419]και άλλα επιπρόσθετα κτυπήματα στα χέρια. Συνολικά το θύμα δέχθηκε 15 βίαια κτυπήματα σε διάφορα μέρη του σώματός της. Ένα από αυτά διαμέλισε σχεδόν στα δύο το πρόσωπό της. Μετά τη θανάτωση του θύματος, έθαψαν το πτώμα του πρόχειρα σε παρακείμενο σωρό χώματος, σε μια προσπάθεια να εξαφανίσουν τα ίχνη του.

Το Κακουργιοδικείο διαπίστωσε ότι, σύμφωνα με την προσαχθείσα μαρτυρία, οι κατηγορούμενοι τελούσαν υπό την επήρεια αλκοόλ η οποία σε κάποιο βαθμό θα πρέπει να επενήργησε στη συμπεριφορά τους, όχι όμως σε τέτοιο βαθμό που να τους απαλλάσσει από ποινική ευθύνη. Αποφάνθηκε όμως να μη προσδώσει οποιαδήποτε βαρύτητα στον παράγοντα της μέθης, λόγω της φύσης και της μεγάλης σοβαρότητας των αδικημάτων που διέπραξαν, επιβάλλοντάς τους τη σοβαρότατη για το έγκλημα της ανθρωποκτονίας δυνατή ποινή, των ισοβίων δεσμών.

Οι εφεσείοντες εφεσίβαλαν την επιβληθείσα ποινή ως έκδηλα υπερβολική. Οι δικηγόροι τους αναφέρθηκαν στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη Δημητράκης Χατζησάββα, η οποία εκδόθηκε στο πλαίσιο της πρωτογενούς του δικαιοδοσίας. Στην εν λόγω απόφαση, επισημαίνεται ότι, στους περί Φυλακών Κανονισμούς, ποινή φυλάκισης διά βίου εξισώνεται με φυλάκιση είκοσι ετών. Η αποκήρυξη των Κανονισμών, σύμφωνα με τους εφεσείοντες, άλλαξε το σκηνικό της ισόβιας κάθειρξης. Σε καμιά υπόθεση, υπέδειξαν, δεν επιβλήθηκε ποινή ισόβιας κάθειρξης για το έγκλημα της ανθρωποκτονίας μετά τη Χατζησάββα. Οι ποινές που επιβλήθηκαν σε δύο αποφάσεις του Κακουργιοδικείου, μετά τη Χατζησάββα, ήταν ποινές φυλάκισης 15 και 20 χρόνων αντίστοιχα, για εγκλήματα ανθρωποκτονίας εξαιρετικής σοβαρότητας, με θύματα γυναίκες.

Οι λόγοι έφεσης που προβλήθηκαν ήταν οι ακόλουθοι:

1.  Το Κακουργιοδικείο υπέπεσε σε σοβαρά σφάλματα και παραλείψεις, οι οποίες το οδηγήσαν στην επιβολή ποινής μεγαλύτερης απ’ ότι θα μπορούσε να δικαιολογήσει συνεκτίμηση των παραγόντων, που επενεργούν στον καθορισμό της ποινής.

2.  Η παράλειψη του Κακουργιοδικείου να θεωρήσει τη μέθη των κατηγορουμένων ως ελαφρυντικό στοιχείο, συνιστά παράγοντα ανατρεπτικό του βάθρου της ποινής.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Στην απόφαση της Ολομέλειας - Δημοκρατία v. Σαμψών -  διαπι[*420]στώθηκε ότι, τόσο η διάγνωση όσο και η τιμωρία του παραβάτη εμπίπτουν, σύμφωνα με την τάξη που καθιδρύει το Σύνταγμα, αποκλειστικά στη σφαίρα αρμοδιοτήτων της δικαστικής λειτουργίας.

2.  Πρόσφατα στην Αγγλία διατυπώθηκαν ερωτηματικά ως προς το συμβατό νομοθετικών διατάξεων, που αφήνουν τη ρύθμιση του χρόνου κράτησης του κατηγορουμένου στην Εκτελεστική Εξουσία, με την αρχή του κράτους δικαίου.

3.  Οι Κανονισμοί των Φυλακών είχαν την επίδρασή τους στη διαγραφή των παραμέτρων της ισόβιας φυλάκισης. Ποτέ, όμως, δεν έγινε δεκτό ότι ποινή φυλάκισης είκοσι ετών αποτελούσε το ανώτατο όριο της τιμωρίας για το έγκλημα της ανθρωποκτονίας.

4.  Όπου η ανθρωποκτονία είναι το αποτέλεσμα ηθελημένης παράνομης πράξης, δικαιολογείται η επιβολή πολύχρονης ποινής φυλάκισης, μη αποκλειομένης της ποινής των ισοβίων δεσμών.

5.  Και οι τρεις κατηγορούμενοι διεδραμάτισαν, στην παρούσα υπόθεση, ρόλο στη διάπραξη του εγκλήματος. Η καταδίκη τους θεμελιώνεται στις διατάξεις του Άρθρου 21. Το Κακουργιοδικείο υπογράμμισε στην απόφασή του, ότι η προαγωγή κοινού παράνομου σκοπού καθιστά τους εταίρους υπόλογους για τις πιθανές συνέπειες της προώθησής του, ανεξάρτητα από τη συνδρομή εκάστου στην πραγμάτωσή του. Η εισήγηση των εφεσειόντων ότι έπρεπε να γίνει διάκριση της εγκληματικής τους ευθύνης, ανάλογα με τη βία που ο καθένας άσκησε, δεν θα μπορούσε να γίνει ποτέ αποδεκτή σε υπόθεση όπως η παρούσα. Μπορεί, μάλιστα, βάσιμα να λεχθεί ότι η παρουσία των συνεργών επέδρασε ως στοιχείο αλληλοενίσχυσης στην προαγωγή και πραγμάτωση των παράνομων σκοπών τους.

     Η συνένωση των κατηγορουμένων στην επίτευξη των εγκληματικών τους σκοπών, στο βαθμό που αποτελεί σημείο αναφοράς για το μέγεθος της εγκληματικότητάς τους, αποτελεί επιβαρυντικό στοιχείο. Η ένωσή τους στην κοινή προσπάθεια πολλαπλασίασε τα μέσα για την επίτευξη του εγκληματικού τους σκοπού.

6.  Οι κίνδυνοι που ενέχει για το κοινό η απόλυση των ανθρωποκτόνων είναι σύνθετο έργο. Οι κίνδυνοι και η αβεβαιότητα για το μέλλον πρέπει να αποκαλύπτονται από μαρτυρία ή από προηγούμενες καταδίκες του καταδικασθέντος και όχι από τη θεωρητική πιθανολόγηση μελλοντικών εξελίξεων από αυτή τούτη τη διάπραξη του εγκλήματος.

[*421]         Σύμφωνα με τη σχετική νομολογία, τόσο στην Αγγλία όσο και στην Κύπρο, συνυπολογίζονται οι κίνδυνοι, που ενέχει για το κοινό η απόλυση του καταδικασθέντος, στην επιβολή του ανωτάτου ορίου ποινής που προβλέπει ο νόμος.

Το ανώτατο όριο ποινής επιβάλλεται σε δύο περιπτώσεις:

α) όταν η φύση του εγκλήματος είναι τέτοια, ώστε να επιβάλλει εξαιρετικά μέτρα αποτροπής, χάριν της προστασίας του κοινωνικού συνόλου, και

β) οποτεδήποτε το ποινικό μητρώο του κατηγορουμένου είναι τέτοιο, ώστε να αποκλείει κάθε ελπίδα αναμόρφωσης.

     Όπως προκύπτει από την Antoniou v. Police, το ανώτατο όριο ποινής μπορεί να επιβληθεί, ανεξάρτητα από τους κινδύνους που εγκυμονεί για το κοινό η απόλυση του καταδικασθέντος σε μελλοντικό στάδιο, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, εκείνες στις οποίες η φύση του εγκλήματος είναι τόσο σοβαρή και η ανάγκη για την αποτροπή επανάληψής του από τον ίδιο ή άλλους στον κοινωνικό χώρο τόσο μεγάλη, ώστε να δικαιολογείται η υιοθέτησή του.

     Η εξατομίκευση της ποινής, όπως εισηγήθηκαν οι εφεσείοντες, συνιστά μία από τις παραμέτρους του καθορισμού της. Δεν πρέπει να εξουδετερώνει όμως το στοιχείο της αποτροπής, το οποίο μπορεί, ανάλογα με τη σοβαρότητα του εγκλήματος, να αποβεί κυρίαρχο στον καθορισμό της.

7.  Η αγγλική νομολογία δεν αναγνωρίζει τη μέθη ως ανεξάρτητο ή ιδιαίτερο στοιχείο μετριαστικό της ποινής - χωρίς να αποκλείεται η πρόσδοση σ’ αυτό τον παράγοντα βαρύτητας - εφόσον τα ιδιαίτερα γεγονότα της υπόθεσης τον αναδεικνύουν σε παράγοντα σημασίας για τον καθορισμό της ποινής.

     Στην Κύπρο, στην υπόθεση Police v. Ioannou, η επενέργεια μέθης δεν αναγνωρίσθηκε ως παράγων μετριαστικός της ποινής. Στην υπόθεση Τσιολή διαπιστώθηκε ότι δε δικαιολογείται η άκαμπτη προσέγγιση του Δικαστηρίου στην Ioannou.

     Η θέση του Δικαστηρίου στην Τσιολή συνάδει με την αρχή που καθιερώνει το Άρθρο 12.3 του Συντάγματος - ότι ο καθορισμός της ποινής επαφίεται στο Δικαστήριο, ανάλογα με την οριοθέτηση της βαρύτητας του εγκλήματος, που αποτελεί τη συνισταμένη της ποινής.

[*422]         Η προσέγγιση του Κακουργιοδικείου να μη προσδώσει οποιαδήποτε βαρύτητα στη μέθη, “λόγω της φύσης και σοβαρότητας των αδικημάτων”, είναι εσφαλμένη. Η σοβαρότητα του αδικήματος προσδιορίζεται ανεξάρτητα από τη μέθη, ενώ η μέθη αποτελεί στοιχείο, το οποίο υπεισέρχεται στην αποτίμησή της. Η επήρεια του ποτού, κάτω από την οποία τελούσαν οι εφεσείοντες κατά το χρόνο διάπραξης των εγκλημάτων για τα οποία καταδικάσθηκαν, μετριάζει τη σοβαρότητά τους. Η σοβαρότητα του φόνου και η ανάγκη για την αποτροπή του στυγερού εγκλήματος δικαιολογούν την επιβολή αρκούντως μακράς ποινής φυλάκισης. Τα ελαφρυντικά και όλως ιδιαίτερα το νεαρό της ηλικίας τους, σε συνδυασμό με το λευκό ποινικό τους μητρώο, συνηγορούν υπέρ του μη περιορισμού τους διά παντός στη φυλακή.

     Ο εξευτελισμός, στον οποίον υπέβαλαν το θύμα πριν τη θανάτωσή του, συνιστά αφ’ εαυτού ανεξάρτητο επιβαρυντικό στοιχείο.

     Εν όψει του παραμερισμού της επιβληθείσας ποινής της ισόβιας κάθειρξης, επιβάλλεται πολύ μακρά ποινή φυλάκισης, τόση ώστε να αντανακλά τη σοβαρότητα του στυγερού και αποτρόπαιου εγκλήματος που διέπραξαν οι εφεσείοντες και, ταυτόχρονα, να προειδοποιεί εκείνο το άτομο που διαπράττει παρόμοιο αδίκημα, ότι δεν μπορεί να προσβλέπει στην επιείκεια του Δικαστηρίου.

     Επιβάλλεται ποινή φυλάκισης 25 ετών για το έγκλημα της ανθρωποκτονίας, σε κάθε ένα των καταδικασθέντων.

     Οι συντρέχουσες ποινές φυλάκισης πέντε ετών για τα αδικήματα της απαγωγής και συνωμοσίας παραμένουν.

Η έφεση επιτρέπεται. Η ποινή της ισόβιας κάθειρξης αντικαθίσταται με ποινή φυλάκισης 25 ετών για κάθε ένα των καταδικασθέντων για την ανθρωποκτονία.

Aναφερόμενες Υποθέσεις:

Police v. Ioannou (1989) 2 C.L.R. 61,

Γενικός Εισαγγελέας v. Τσιολή (1991) 2 Α.Α.Δ. 194,

Philippou v. Republic (1983) 2 C.L.R. 245,

[*423]Γεωργίου v. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525,

Χατζησάββα (1992) 1 Α.Α.Δ. 1134,

Δημοκρατία v. Σαμψών (1991) 1 Α.Α.Δ. 858,

R. v. Sec of State exp Stafford [1998] 4 All E.R. 7,

R. v. Sec of State exp Stafford [1998] 1 W.L.R. 503,

Mouzouris v. Republic (1966) 2 C.L.R. 9,

Aristidou v. Republic (1967) 2 C.L.R. 43,

Ονησίλλου v. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 556,

Koliandris v. Republic (1965) 2 C.L.R. 72,

Lemonas v. Republic (1986) 2 C.L.R. 25,

Kelberis v. Regina, 20 C.L.R., Part 1, 106,

Pantelis v. Republic (1969) 2 C.L.R. 92,

Kyprianou v. Republic (1971) 2 C.L.R. 158,

Kentas v. Republic (1971) 2 C.L.R. 305,

Περικλή v. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 524,

Σάββα v. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 231,

Ηλιάδης v. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 6,

Hourris v. Republic (1968) 2 C.L.R. 206,

Attorney-General’s Reference No. 32 of 1996 (1996) Crim. L.R. 917,

Hodgson, 52 Cr. App. R. 113,

Wilkinson, 5 Cr. App. R. (S.) 105,

De Havilland, 5 Cr. App. R. (S.) 109,

[*424]Attorney-General’s Reference No. 76 of 1996 (1996) Crim. L. R. 670,

Kakouris v. Police (1972) 2 C.L.R. 42,

Antoniou v. Police (1983) 2 C.L.R. 319,

Kirkland [1975] CSP C3-2DO1,

Bradley [1980] 2 Cr. App. R. (S) 12,

Kourris v. Police (1970) 2 C.L.R. 53,

Smith and Another v. Police (1969) 2 C.L.R. 189,

Γενικός Εισαγγελέας v. Φανιέρου (1996) 2 A.A.Δ. 303.

Εφέσεις εναντίον Ποινής.

Εφέσεις εναντίον της ποινής από Alan Carl Ford, Justin Andrew Fowler και Geoffrey Michael John Pernell, oι οποίοι βρέθηκαν ένοχοι στις 28 Mαρτίου, 1996, από το Kακουργιοδικείο Aμμοχώστου που συνεδριάζει στη Λάρνακα (Ποινική Yπόθεση Aρ. 5861/94) στις κατηγορίες ανθρωποκτονίας, απαγωγής και συνωμοσίας για διάπραξη αδικήματος, κατά παράβαση των Άρθρων 205(1)(3), 20 και 21, Άρθρο 148 και 371 του Ποινικού Κώδικα, Kεφ. 154 και καταδικάστηκαν από Hλιάδη, Π.E.Δ., Eρωτοκρίτου, A.E.Δ. και M. Γεωργίου, E.Δ., σε ισόβια κάθειρξη για το έγκλημα της ανθρωποκτονίας και σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης πέντε ετών για κάθε ένα από τα άλλα δύο εγκλήματα.

Α. Ανδρέου, για τον Εφεσείοντα στην Ποινική Έφεση 6148.

Τ. Κατσικίδης, για τον Εφεσείοντα στην Ποινική Έφεση 6149.

Χρ. Πουργουρίδης, για τον Εφεσείοντα στην Ποινική Έφεση 6150.

Π. Kληρίδης, Eισαγγελέας της Δημοκρατίας, με H. Mενελάου, Ασκούμενη Δικηγόρο, για την Eφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΔIKAΣTHPIO: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ.Μ. Πικής, Π.

[*425]ΠΙΚΗΣ, Π.: Ύστερα από μακρά δίκη, το Κακουργιοδικείο έκρινε τους Geoffrey Michael John Pernell, Alan Carl Ford και Justin Andrew Fowler ένοχους για την:

(α)   απαγωγή της Louise Jensen,

(β)   συνωμοσία για το βιασμό της· και

(γ)   δολοφονία της.

Καταδικάστηκαν έκαστος των κατηγορουμένων σε ισόβια κάθειρξη για το έγκλημα της ανθρωποκτονίας και σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης πέντε ετών για κάθε ένα από τα άλλα δύο εγκλήματα.

Με ξεχωριστές εφέσεις, οι καταδικασθέντες εφεσίβαλαν τόσο την καταδίκη όσο και την ποινή που τους επιβλήθηκε. Κατά την ακρόαση, απέσυραν τις εφέσεις κατά της καταδίκης. Η εγκατάλειψη αυτού του μέρους της έφεσης αντανακλά, όπως τόνισαν οι δικηγόροι τους, και τη μεταμέλειά τους για τα εγκλήματα που διέπραξαν.

Το Κακουργιοδικείο χαρακτήρισε το φόνο της Louise Jensen, νέας από τη Δανία, επισκέπτριας στην Κύπρο, σε συνάρτηση με τα όσα προηγήθηκαν της θανάτωσής της, ως αποτρόπαιο έγκλημα. Οι συνθήκες, κάτω από τις οποίες διαπράχθηκε, καθορίζονται με λεπτομέρεια στην καταδικαστική απόφαση του Κακουργιοδικείου και συνοψίζονται ως ακολούθως στην απόφασή του για την ποινή:-

«Ενώ ο Μιχάλης Βασιλειάδης οδηγούσε γύρω στις 12.30 το πρωί της 13/9/94 τη μοτοσυκλέττα του με συνεπιβάτιδα τη Λουΐζα Τζιένσεν από τη Δανία, σε ένα ερημικό δρόμο και κατευθυνόταν προς την Αγία Νάπα, δοκίμασε να προσπεράσει το όχημα τύπου Mini-Moke που κατευθυνόταν και αυτό προς την Αγία Νάπα, μέσα στο οποίο επέβαιναν οι κατηγορούμενοι. Τη στιγμή εκείνη, ο οδηγός του Mini-Moke που ήταν ο 2ος κατηγορούμενος, το οδήγησε απότομα προς τα δεξιά, αποκόπτοντας την πορεία του Βασιλειάδη με αποτέλεσμα την ανατροπή του ίδιου και της συνεπιβάτιδάς του Λουΐζας Τζιένσεν. Ευθύς αμέσως, ο 3ος κατηγορούμενος επιτέθηκε με φτυάρι με απειλητικές διαθέσεις εναντίον του Μιχάλη Βασιλειάδη τον οποίο και έτρεψε σε φυγή. Ο Μιχάλης Βασιλειάδης κατόρθωσε να διαφύγει και ο 3ος κατηγορούμενος επέστρεψε πίσω στο όχημα και βοήθησε τον 1ο και 2ο κατηγορούμενο να απαγάγουν βίαια τη Λουΐζα Τζιένσεν.

[*426]Οι κατηγορούμενοι ανεχώρησαν και έχοντας το θύμα μέσα στο αυτοκίνητο κατευθύνθηκαν σε μια ερημική περιοχή του Παραλιμνίου. Εκεί, σύμφωνα με τα ευρήματα του Δικαστηρίου, ο 2ος κατηγορούμενος δοκίμασε να βιάσει τη Λουϊζα Τζιένσεν. Χρησιμοποιώντας ένα φτυάρι που είχαν μέσα στο αυτοκίνητο και ενώ η άτυχη κοπέλα καθόταν μετά την απόπειρα βιασμού γυμνή στο έδαφος, ο 1ος κατηγορούμενος της κατάφερε δύο δυνατά κτυπήματα με το φτυάρι από πίσω, ενώ οι άλλοι ήταν παρόντες στην σκηνή. Αμέσως μετά, της καταφέρθηκαν άλλα επιπρόσθετα βίαια κτυπήματα με το φτυάρι πάνω στην κεφαλή της. Το θύμα, σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να αμυνθεί από τα συνεχή βίαια κτυπήματα, τοποθέτησε τα χέρια της μπροστά από το πρόσωπο όταν δέχθηκε και άλλα επιπρόσθετα κτυπήματα στα χέρια. Συνολικά το θύμα δέχθηκε 15 βίαια κτυπήματα σε διάφορα μέρη του σώματός της. Ένα από τα κτυπήματα που δέχθηκε διαμέλισε σχεδόν στα δύο το πρόσωπό της. Μετά τη θανάτωση του θύματος, σε μια προσπάθεια να αποφύγουν πιθανή ανίχνευση του πτώματος, οι κατηγορούμενοι έσυραν το πτώμα σε ένα παρακείμενο σωρό χώματος, όπου το έθαψαν πρόχειρα και ανεχώρησαν για να επιστρέψουν στη Δεκέλεια. Το όχημά τους ανακόπηκε έξω από τον Αστυνομικό Σταθμό Ξυλοφάγου, λίγα μόνο μέτρα προτού εισέλθουν στις Βρεττανικές Βάσεις.»

Στη συνέχεια, το Κακουργιοδικείο διαπιστώνει ότι η μαρτυρία κατέδειξε ότι οι κατηγορούμενοι τελούσαν υπό τη επήρεια του αλκοόλ και ότι «... η μέθη σε κάποιο βαθμό θα πρέπει να επενήργησε στη συμπεριφορά των τριών κατηγορουμένων όχι όμως σε τέτοιο βαθμό που να τους απαλλάσσει από ποινική ευθύνη.»  Αποτίμησε τις συνέπειες της μέθης ως προς τον καθορισμό της ποινής, υπό το φως δύο αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, που διαπραγματεύονται το θέμα - Police v. Ioannou (1989) 2 C.L.R. 61 και Γενικός Εισαγγελέας v. Τσιολή (1991) 2 Α.Α.Δ. 194.  Η κατάληξή του, για τις συνέπειες της μέθης στην τιμωρία των κατηγορουμένων, είναι:-

«Όμως είναι η γνώμη μας ότι η παρούσα υπόθεση, λόγω της φύσης και σοβαρότητας των αδικημάτων, δεν είναι τέτοια που να μας επιτρέπει να προσδώσουμε οποιαδήποτε βαρύτητα στον παράγοντα της μέθης.»

Δίνοντας το στίγμα της σοβαρότητας του εγκλήματος, το Κακουργιοδικείο αναφέρει ότι αυτό αποτελεί «ένα από τα πιο στυγερά εγκλήματα των τελευταίων χρόνων». Όπως σημειώνεται, [*427]οι κατηγορούμενοι έδρασαν απρόκλητα και επέδειξαν πλήρη αδιαφορία για την αξιοπρέπεια του θύματος και τη ζωή της.  Η βαναυσότητα των πράξεών τους, αφ’ εαυτής, υποδηλώνει τη σοβαρότητα του εγκλήματος, που αποτελεί τον πρωταρχικό δείκτη της τιμωρίας. Είναι, όπως συνάγεται από την απόφαση του Δικαστηρίου, αυτή η θεώρηση των πράξεων των κατηγορουμένων, που οδήγησε στην επιβολή της σοβαρότατης για το έγκλημα της ανθρωποκτονίας δυνατής ποινής, εκείνης των ισοβίων δεσμών. 

Οι εφεσείοντες είναι Άγγλοι στρατιώτες, οι οποίοι υπηρετούσαν κατά το χρόνο διάπραξης του εγκλήματος στη Βάση Δεκέλειας. Όταν διέπραξαν το έγκλημα, ο εφεσείων 1 (Pernell) ήταν ηλικίας 23 ετών και οι εφεσείοντες 2 και 3 (Ford και Fowler) ηλικίας 26 ετών. Είχαν λευκό ποινικό μητρώο και, όπως κατέδειξαν οι εκθέσεις για τα ατομικά τους περιστατικά, μεγάλωσαν κάτω από δύσκολες συνθήκες.

Οι δικηγόροι των εφεσειόντων ανέπτυξαν, διαδοχικά και συμπληρωματικά, τους λόγους για τους οποίους προσβάλλεται η ποινή, που τελικά την καθιστούν, κατά την εισήγησή τους, έκδηλα υπερβολική - (βλ. Philippou v. Republic (1983) 2 C.L.R. 245 και Γεωργίου v. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525). Αυτοί ανάγονται, κατ’ εξοχήν, σε νομικά σφάλματα, τα οποία βάρυναν την απόφαση του Κακουργιοδικείου, και παραλείψεις στην απόδοση της πρέπουσας σημασίας σε γεγονότα, που άπτονται της τιμωρίας των εφεσειόντων. 

Αφετηρία για τις εισηγήσεις των εφεσειόντων αποτέλεσε η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη Δημητράκης Χατζησάββα (1992) 1 Α.Α.Δ. 1134, η οποία εκδόθηκε στο πλαίσιο της πρωτογενούς δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην οποία διαπιστώσαμε ότι:- (σελ. 1142)

«... φυλάκιση διά βίου σημαίνει φυλάκιση διά το υπόλοιπο της ζωής του καταδικασθέντα υπό την αίρεση του δικαιώματος που παρέχεται στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας να αναστείλει την ποινή του για όσο χρονικό διάστημα ορίζεται στην απόλυση του καταδικασθέντος επ’ αδεία. Το άρθρο 11 του Κεφ. 286 εναρμονίζεται με το Σύνταγμα και διατήρησε την ισχύ του μετά την ανακήρυξη της Δημοκρατίας εφόσον συνάδει με τις εξουσίες του Προέδρου της Δημοκρατίας που παρέχονται από το άρθρο 53.4 του Συντάγματος.»

Νωρίτερα, στην απόφαση της Ολομέλειας - Δημοκρατία v. [*428]Σαμψών (1991) 1 Α.Α.Δ. 858 - διαπιστώσαμε ότι τόσο η διάγνωση όσο και η τιμωρία του παραβάτη εμπίπτουν, σύμφωνα με την τάξη που καθιδρύει το Σύνταγμα, αποκλειστικά στη σφαίρα αρμοδιοτήτων της δικαστικής λειτουργίας. 

Σημειώνουμε ότι πρόσφατα και στην Αγγλία έχουν διατυπωθεί ερωτηματικά ως προς το συμβατό νομοθετικών διατάξεων, που αφήνουν τη ρύθμιση του χρόνου κράτησης του κατηγορουμένου στην Εκτελεστική Εξουσία, με την αρχή του κράτους δικαίου. Αναφερόμαστε στην R. v. Sec of State exp Stafford [1998] 4 All E.R. 7 (H.L.) και στην απόφαση του Εφετείου στην ίδια υπόθεση [1998] 1 W.L.R. 503, 518. Στην ίδια απόφαση της Δικαστικής Επιτροπής της Βουλής των Λόρδων, επισημαίνεται ότι η θεμελιακή αρχή του κοινού δικαίου για τον καθορισμό της ποινής θέτει ως μέτρο την αντιστοιχία μεταξύ της σοβαρότητας του εγκλήματος και της ποινής. 

Και ο δικηγόρος των εφεσιβλήτων είναι της ιδίας άποψης - ότι η απόφαση στη Χατζησάββα οριοθετεί τις συνέπειες της ισόβιας κάθειρξης. Συμφώνησε ότι είναι κάτω από αυτό το πρίσμα που πρέπει να οραθεί το δικαιολογημένο της ποινής των ισοβίων δεσμών.

Στη Χατζησάββα, επισημαίνεται ότι, στους περί Φυλακών Κανονισμούς, ποινή φυλάκισης διά βίου εξισώνεται με φυλάκιση είκοσι ετών. Η αποκήρυξη των Κανονισμών, σύμφωνα με τους εφεσείοντες, άλλαξε το σκηνικό της ποινής της ισόβιας κάθειρξης. Ότι οι Κανονισμοί των Φυλακών είχαν την επίδρασή τους στη διαγραφή των παραμέτρων της ισόβιας φυλάκισης, διαφαίνεται από την απόφαση στη Georghios Avraam Mouzouris v. The Republic (1966) 2 C.L.R. 9. Ποτέ, όμως, δεν έγινε δεκτό ότι ποινή φυλάκισης είκοσι ετών αποτελούσε το ανώτατο όριο της τιμωρίας για το έγκλημα της ανθρωποκτονίας, όπως καταδεικνύει η απόφαση στη Georghios Aristidou v. The Republic (1967) 2 C.L.R. 43, στην οποία επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης εικοσιπέντε ετών για το ίδιο έγκλημα.

Γεγονός είναι ότι μετά τη Χατζησάββα, όπως υπέδειξαν οι δικηγόροι των εφεσειόντων, σε καμιά υπόθεση δεν επιβλήθηκε ποινή ισόβιας κάθειρξης για το έγκλημα της ανθρωποκτονίας.  Αυτό, υποστήριξαν, δεν είναι τυχαίο, αλλά απόρροια της απόφασης Χατζησάββα και ειδικά  της διευκρίνισης ότι η τιμωρία των ισοβίων δεσμών επάγεται κράτηση διά βίου. Προς επίρρωση της θέσης αυτής, έγινε αναφορά και σε αποφάσεις του Κακουργιοδικείου, που [*429]εκδόθηκαν μετά τη Χατζησάββα, συγκεκριμένα στη Δημοκρατία v. ΝΟΛΑΣ, Υπόθεση Μόνιμου Κακουργιοδικείου συνεδριάζοντος στη Λάρνακα Αρ. 6835/94, 18/11/94 και στη Δημοκρατία v. Ζανά, Υπόθεση Μόνιμου Κακουργιοδικείου συνεδριάζοντος στη Λεμεσό Αρ. 5298/98, 4/6/98, στις οποίες επιβλήθηκαν ποινές φυλάκισης 15 και 20 ετών, αντίστοιχα, για εγκλήματα ανθρωποκτονίας εξαιρετικής σοβαρότητας, με θύματα γυναίκες. Στην πρώτη, όπως και στην παρούσα, η απομόνωση του θύματος είχε σεξουαλικά ελατήρια και του φόνου του θύματος προηγήθηκε βασανισμός, εξευτελιστικός της ανθρώπινης ύπαρξης.

Στην Ονησίλλου v. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 556, επισημαίνεται ότι, όπου η ανθρωποκτονία είναι το αποτέλεσμα ηθελημένης παράνομης πράξης, δικαιολογείται η επιβολή πολύχρονης ποινής φυλάκισης, μη αποκλειόμενης της ποινής των ισοβίων δεσμών, όπως προκύπτει από τις Christos Stylianou Koliandris v. The Republic (1965) 2 C.L.R. 72· Georghios Avraam Mouzouris v. The Republic (ανωτέρω), και Lemonas v. Republic (1986) 2 C.L.R. 25.

Στις αγορεύσεις των δικηγόρων των εφεσειόντων έγινε αναφορά σε μεγάλο αριθμό αποφάσεων, διαφωτιστικών για το μέτρο της τιμωρίας για σοβαρά εγκλήματα ανθρωποκτονίας - (βλ. Costis Demetri Kelberis v. Regina 20 C.L.R., Part I, 106· Adamos Pantelis v. The Republic (1969) 2 C.L.R. 92· Georghios Kyprianou v. The Republic (1971) 2 C.L.R. 158· Charalambos Michael Kentas v. The Republic (1971) 2 C.L.R. 305· Philippou v. Republic (ανωτέρω)· Lemonas v. Republic (ανωτέρω)· Περικλή ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 524· Ονησίλλου ν. Δημοκρατίας, (ανωτέρω)· Σάββα ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 231· Ηλιάδης ν. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 6). 

Όπως διαπιστώσαμε στην Ονησίλλου ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω), (σελ. 584): -

“Το έγκλημα της ανθρωποκτονίας καλύπτει ευρύ φάσμα εγκληματικής συμπεριφοράς και επομένως δεν είναι ευχερής ο καθορισμός τιμωρητικού πλαισίου έστω και μέσα σε πλατειά όρια. Όπου όμως το έγκλημα αυτό είναι το αποτέλεσμα ηθελημένης παράνομης πράξης, όπως στην προκείμενη περίπτωση με τον εκούσιο πνιγμό του θύματος, δικαιολογείται η επιβολή πολύχρονης ποινής φυλάκισης (Georghios Demetris Hourris v. The Republic (1968) 2 C.L.R. 206· Philippou v. Republic (1983) 2 C.L.R. 245”.

[*430]Τώρα θα προχωρήσουμε στην εξέταση των λόγων έφεσης, που έχουν προβληθεί. Σύμφωνα με τους εφεσείοντες, το Κακουργιοδικείο υπέπεσε σε νομικά σφάλματα και παραλείψεις, οι οποίες το οδήγησαν στην επιβολή ποινής μεγαλύτερης απ’ ότι η  συνεκτίμηση των παραγόντων, που επενεργούν στον καθορισμό της ποινής, θα μπορούσε να δικαιολογήσει. Η σειρά, με την οποία θα τους εξετάσουμε, δε συμπίπτει με εκείνη που ακολούθησαν οι δικηγόροι των εφεσειόντων.

Αρχίζουμε με το ρόλο των κατηγορουμένων και του καθενός από αυτούς στη διάπραξη του εγκλήματος. Η καταδίκη θεμελιώνεται στις διατάξεις του Άρθρου 21. Όπως υπογραμμίζεται στην απόφαση του Κακουργιοδικείου, η προαγωγή κοινού παράνομου σκοπού καθιστά τους εταίρους υπόλογους για τις πιθανές συνέπειες της προώθησής του, ανεξάρτητα από τη συνδρομή εκάστου στην πραγμάτωσή του.

Στον καθορισμό της ποινής προσμετρά, κατά την εισήγηση των εφεσειόντων, η ιδιαίτερη συμβολή εκάστου των συνεργών στη συντέλεση του εγκλήματος. Επομένως, το κενό στη μαρτυρία, ως προς το ποίος ή ποίοι από τους τρεις κατέφεραν τα τελευταία δεκατρία από τα δεκαπέντε κτυπήματα με φτυάρι στο θύμα, πρέπει να προσμετρήσει ως ελαφρυντικός παράγοντας για κάθε ένα από αυτούς.  Η εισήγηση εξυπακούει ότι η έκταση της εγκληματικής ευθύνης των μετεχόντων στην κοινή εγκληματική δράση διακρίνεται, ανάλογα με τη βία που ασκείται από τον καθένα για την εκπλήρωση του σκοπού. Τέτοια διάκριση δε θα μπορούσε ποτέ να γίνει παραδεκτή σε υπόθεση όπως η παρούσα.  Μπορεί, μάλιστα, βάσιμα να λεχθεί ότι η παρουσία των συνεργών επέδρασε ως στοιχείο αλληλοενίσχυσης στην προαγωγή και πραγμάτωση των παράνομων σκοπών τους.

Τα ευρήματα του Δικαστηρίου αποκαλύπτουν ότι οι τρεις εφεσείοντες συνήργησαν εξαρχής στην προαγωγή του εγκληματικού σχεδίου, το οποίο αποκαλύφθηκε από όσα ακολούθησαν.  Χαρακτηριστικός του κοινού σχεδιασμού είναι ο τρόπος με τον οποίο έδρασαν για να απομονώσουν τη δύστυχη Jensen, να τρέψουν σε φυγή το συνοδό της και να την απαγάγουν. Ο Fowler απέκοψε την πορεία του μοτοσικλετιστή και προκάλεσε την ανατροπή των επιβατών του οχήματος. Ο Pernell καταδίωξε με φτυάρι το Μιχάλη Βασιλειάδη και, αφού το επέτυχε, επέστρεψε και βοήθησε τους άλλους δύο στη βίαιη απαγωγή της Jensen.  Και όσα επακολούθησαν βεβαιώνουν την ταύτιση των εφεσειόντων στην επίτευξη των κοινών στόχων. Η συνένωσή τους στην [*431]επίτευξη των εγκληματικών τους σκοπών, στο βαθμό που αποτελεί σημείο αναφοράς για το μέγεθος της εγκληματικότητάς τους, αποτελεί επιβαρυντικό στοιχείο. Η ένωσή τους στην κοινή προσπάθεια πολλαπλασίασε τα μέσα για την επίτευξη του εγκληματικού τους σκοπού.

Το συμπέρασμα, το οποίο εξάγεται, είναι ότι οι εφεσείοντες αποτελείωσαν την Jensen, αφού πρώτα την εξευτέλισαν με κάθε δυνατό τρόπο. Ο τρόπος και οι συνθήκες δολοφονίας της προκαλούν φρίκη.

Οι δικηγόροι των εφεσειόντων υποστήριξαν ότι ποινή ισόβιας κάθειρξης, η ανωτάτη ποινή που μπορεί να επιβληθεί για ανθρωποκτονία, μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο σε σοβαρές περιπτώσεις ανθρωποκτονίας και μόνο όταν διαφαίνεται κίνδυνος για την ασφάλεια του κοινού από την απόλυση του καταδικασθέντος στο προβλεπτό μέλλον. Η θέση αυτή ευρίσκει έρεισμα σε σειρά αγγλικών αποφάσεων, οι οποίες μνημονεύονται και αναλύονται στο σύγγραμμα «Principles of Sentencing”, του D.A. Thomas, Second Edition, σελ. 301 κ.ε. Όπως εξηγεί ο συγγραφέας, η πρόγνωση των κινδύνων, που ενέχει για το κοινό η απόλυση των ανθρωποκτόνων, σε οποιοδήποτε μελλοντικό στάδιο, είναι σύνθετο έργο. Η νοητική κατάσταση του καταδικασθέντος, ενδείξεις για συναισθηματική ανωριμότητα, φαντασιώσεις, παρορμητική συμπεριφορά και αστάθεια αποτελούν παράγοντες, οι οποίοι προσμετρούν στη διάγνωση του κινδύνου. Οι κίνδυνοι και η αβεβαιότητα για το μέλλον πρέπει να αποκαλύπτονται από μαρτυρία ή από προηγούμενες καταδίκες του καταδικασθέντος και όχι από τη θεωρητική πιθανολόγηση μελλοντικών εξελίξεων από αυτή τούτη τη διάπραξη του εγκλήματος.

Όπως αναφέρεται στην Attorney-General’s Reference No. 32 of 1996 (1996) Crim.L.R. 917, το κρίσιμο ερώτημα είναι κατά πόσο, υπό το φως του συνόλου των γεγονότων, “... it appeared that the offender was likely to represent a serious danger to the public for an indeterminate time”. (Ελεύθερη μετάφραση: “... όταν ο παραβάτης φαίνεται, κατά λογική πρόβλεψη, να παριστάνει σοβαρό κίνδυνο για το κοινό, για ακαθόριστο χρόνο”.)

Η πρώτη αγγλική απόφαση, στην οποία γίνεται ο συσχετισμός μεταξύ της ποινής ισόβιας κάθειρξης και των κινδύνων που εγκυμονεί η απόλυση του καταδικασθέντος για το κοινό, είναι η Rowland Jack Forster Hodgson 52 Cr. App. R. 113. Η αρχή που υιοθετείται έτυχε εφαρμογής σε μεγάλο αριθμό μεταγενέ[*432]στερων αποφάσεων - (βλ., μεταξύ άλλων Wilkinson 5 Cr. App. R. (S.) 105· De Havilland 5 Cr.App.R.(S.) 109· Attorney-General’s Reference No. 76 of 1996 (1996) Crim.L.R. 670).

Και στην Κύπρο, όπως αποκαλύπτει η νομολογία, συνυπολογίζονται οι κίνδυνοι, που ενέχει για το κοινό η απόλυση του καταδικασθέντος, στην επιβολή του ανωτάτου ορίου ποινής που προβλέπει ο νόμος. Στην Kyriacos Georghiou Kakouris v. The Police (1972) 2 C.L.R. 42, ο Τριανταφυλλίδης, Π., εκδίδοντας την απόφαση του Εφετείου, ανέφερε τα ακόλουθα, ως προς το πότε είναι παραδεκτή η επιβολή της ανώτατης ποινής:- (σελ. 44)

“Indeed, such a sentence could have been imposed only if all hope of reforming the Appellant and protecting society from him, by any lesser period of imprisonment, had been lost; ...”

(Ελεύθερη μετάφραση:

«Πράγματι, τέτοια ποινή (νοείται το ανώτατο όριο)                  μπορούσε να είχε επιβληθεί μόνο εάν κάθε ελπίδα για αναμόρφωση του Εφεσείοντα και προστασία της κοινωνίας από τον ίδιο, με την επιβολή οποιασδήποτε χαμηλότερης ποινής φυλάκισης, είχε εκλείψει. ...»)

Όπως αναφέραμε στην Antoniou v. Police (1983) 2 C.L.R. 319, διακρίνονται δύο περιπτώσεις, στις οποίες δικαιολογείται η επιβολή του ανώτατου ορίου ποινής, το οποίο προβλέπει ο νόμος:- (σελ. 323)

“When the nature of the crime is such as to call for exceptional measures of deterrence in the interest of social order firstly and secondly whenever the criminal record of the accused is such as to shun all hope of reform.  In other words whenever the past record of the accused makes him an irredeemable recidivist.”

(Ελεύθερη μετάφραση:

«Όταν η φύση του εγκλήματος είναι τέτοια, ώστε να επιβάλλει εξαιρετικά μέτρα αποτροπής, χάριν της προστασίας του κοινωνικού συνόλου, πρώτο, και δεύτερο, οποτεδήποτε το ποινικό μητρώο του κατηγορουμένου είναι τέτοιο, ώστε να αποκλείει κάθε ελπίδα αναμόρφωσης. Με άλλα λόγια, οποτεδήποτε το μητρώο του κατηγορουμένου τον αποκαλύπτει ως αδιόρθωτο καθ’ έξιν εγκληματία.»)

Στη δεύτερη περίπτωση, οδηγό αποτελεί η Kyriacos [*433]Georghiou Kakouris v. The Police (ανωτέρω). Στην Antoniou v. Police (ανωτέρω), τονίζεται ότι τα δικαστήρια είναι, γενικά, απρόθυμα να διαγράψουν νεαρά πρόσωπα, εκτός εάν κάθε ελπίδα για αναμόρφωσή τους έχει εκλείψει.

Προκύπτει από την Antoniou v. Police (ανωτέρω), ότι μπορεί να επιβληθεί το ανώτατο όριο ποινής, το οποίο προβλέπει ο νόμος, ανεξάρτητα από τους κινδύνους που εγκυμονεί για το κοινό η απόλυση του καταδικασθέντος σε μελλοντικό στάδιο, σε εξαιρετικές περιπτώσεις· εκείνες στις οποίες η φύση του εγκλήματος είναι τόσο σοβαρή και η ανάγκη για την αποτροπή επανάληψής του από τον ίδιο ή άλλους στον κοινωνικό χώρο τόσο μεγάλη, ώστε να δικαιολογείται η υιοθέτησή του.

Στην προκείμενη περίπτωση, οι εφεσείοντες ήταν νέοι άνθρωποι, με λευκό ποινικό μητρώο. Απουσιάζει, έγινε εισήγηση, από την απόφαση του Δικαστηρίου οποιαδήποτε προσπάθεια εξατομίκευσης της ποινής, ώστε η τιμωρία να συσχετίζεται όχι μόνο με το έγκλημα αλλά και με τα άτομα των παραβατών.  Ελλείπει, επίσης, όπως υπέδειξαν, μαρτυρία, η οποία να αποκαλύπτει οποιασδήποτε μορφής προδιάθεση των καταδικασθέντων να επιδοθούν σε πράξεις βίας, που να προοιωνίζεται κινδύνους για την ασφάλεια του κοινού.

Η εξατομίκευση της ποινής, όντως, συνιστά μία από τις παραμέτρους του καθορισμού της. Δεν εξουδετερώνει, όμως, το στοιχείο της αποτροπής, το οποίο μπορεί, ανάλογα με τη σοβαρότητα του εγκλήματος, να αποβεί κυρίαρχο στον καθορισμό της. 

Η μέθη και η παράλειψη του Κακουργιοδικείου να αποδώσει σ’ αυτή βαρύτητα, ως ελαφρυντικό στοιχείο, είναι άλλος λόγος που επικαλέστηκαν οι εφεσείοντες ως ανατρεπτικός του βάθρου της ποινής. Η μέθη, υπέβαλαν, δεν μπορεί να αποκλειστεί ως στοιχείο που επέδρασε στη συμπεριφορά τους, παράγοντας που, στην προκείμενη περίπτωση, έπρεπε να είχε επενεργήσει ως ελαφρυντικό· ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την άμβλυνση των αναστολών τους. Επρόκειτο για περίπτωση, όπως επιχειρηματολογήθηκε, που η μέθη έπρεπε να προσμετρήσει ως στοιχείο μετριαστικό της ποινής. Τόσο η αγγλική όσο και η κυπριακή νομολογία, στις οποίες έγινε αναφορά, αφήνουν, όπως υποστήριξαν, αυτό το ενδεχόμενο ανοικτό. 

Η αγγλική νομολογία δεν αναγνωρίζει τη μέθη ως ανεξάρτητο ή ιδιαίτερο στοιχείο μετριαστικό της ποινής - (βλ., μεταξύ άλλων, Kirkland [1975] CSP C3-2DO1· Bradley [1980] 2 Cr. App. [*434]R. (S) 12) - χωρίς να αποκλείεται η πρόσδοση σ’ αυτό τον παράγοντα βαρύτητας, εφόσον τα ιδιαίτερα γεγονότα της υπόθεσης τον αναδεικνύουν σε παράγοντα σημασίας για τον καθορισμό της ποινής. (Βλ. τη θεώρηση της νομολογίας στα συγγράμματα, στα οποία έγινε αναφορά - “Principles of Sentencing”, του D.A. Thomas, Second Edition, σελ. 209 κ.ε.· “Emmins on Sentencing”, Martin Wasik, Second Edition, σελ. 61 και “Sentencing and Penal Policy”, του A. Ashworth, σελ. 171 κ.ε..)

Σύμφωνα με την κυπριακή νομολογία, η επήρεια του ποτού είναι παράγοντας, ο οποίος λαμβάνεται υπόψη, με ποικίλες, όμως, επιπτώσεις στην ποινή. Μπορεί, ανάλογα με την επίδρασή του στη διάπραξη του εγκλήματος, σε συνάρτηση με τη φύση του εγκλήματος, να προσμετρήσει είτε ως επιβαρυντικός είτε ως ελαφρυντικός παράγοντας - (βλ. Demetris Michael Kourris v. The Police (1970) 2 C.L.R. 53).  Είναι δυνατό να έχει μετριαστικές επιπτώσεις, όπου διαφαίνεται ότι επηρέασε την κρίση του κατηγορουμένου - (βλ. Francis Kenneth Smith and Another v. The Police (1969) 2 C.L.R. 189).

Η επίδραση της μέθης στη διαμόρφωση της ποινής εξετάστηκε σε δύο σχετικά πρόσφατες αποφάσεις του Δικαστηρίου, στις οποίες έγινε, όπως σημειώσαμε, αναφορά στην απόφαση του Κακουργιοδικείου - στις Police v. Ioannou (ανωτέρω) και Γενικός Εισαγγελέας v. Τσιολή (ανωτέρω). Στην πρώτη, ελαχιστοποιείται, αν όχι εκμηδενίζεται, η επενέργεια της μέθης ως παράγοντα μετριαστικού της ποινής. Στη δεύτερη, διαπιστώνεται ότι δε δικαιολογείται η άκαμπτη προσέγγιση του Δικαστηρίου στην Ioannou.  Στον ευαίσθητο τομέα της ποινής, αναφέρεται, η μέθη μπορεί, ανάλογα με τις ιδιαίτερες περιστάσεις της κάθε υπόθεσης, να προσμετρήσει ως μετριαστικό στοιχείο.

Η θέση του Δικαστηρίου στην Τσιολή συνάδει με την αρχή που καθιερώνει το Άρθρο 12.3 του Συντάγματος - ότι ο καθορισμός της ποινής επαφίεται στο δικαστήριο, ανάλογα με την οριοθέτηση της βαρύτητας του εγκλήματος, που αποτελεί τη συνισταμένη της ποινής.

Στο βαθμό που η μέθη αμβλύνει τον αυτοέλεγχο και η χαλαρότητα που επιφέρει επιδρά στις πράξεις του παραβάτη, μπορεί να προσμετρήσει ως ελαφρυντικός παράγοντας· νοουμένου ότι η κατανάλωση αλκοόλ δεν έχει ως λόγο τη διευκόλυνση της υλοποίησης απόφασης για τη διάπραξη του εγκλήματος. Στην προκείμενη περίπτωση, το Δικαστήριο αποδέχτηκε ότι «... η μέθη σε κάποιο [*435]βαθμό θα πρέπει να επενέργησε στη συμπεριφορά των τριών κατηγορουμένων ...».  Το Κακουργιοδικείο δεν προσέδωσε οποιαδήποτε βαρύτητα στη μέθη, «λόγω της φύσης και σοβαρότητας των αδικημάτων». Διαπιστώνεται σφάλμα στην προσέγγιση του Κακουργιοδικείου. Η σοβαρότητα του αδικήματος προσδιορίζεται ανεξάρτητα από τη μέθη, ενώ η μέθη αποτελεί στοιχείο, το οποίο υπεισέρχεται στην αποτίμησή της. Η επήρεια του ποτού, κάτω από την οποία τελούσαν οι εφεσείοντες κατά το χρόνο διάπραξης των εγκλημάτων για τα οποία καταδικάστηκαν, μετριάζει τη σοβαρότητά τους. Άλλοι μετριαστικοί παράγοντες είναι το λευκό μητρώο των εφεσειόντων και η ηλικία τους. 

Αισθανόμαστε, όπως και το Κακουργιοδικείο, αποτροπιασμό για τα στυγερά εγκλήματα που διέπραξαν οι εφεσείοντες, απάνθρωπα στη σύλληψη και βάναυσα στην εκτέλεσή τους. Ο εξευτελισμός, στον οποίο υπέβαλαν το θύμα πριν τη θανάτωσή της, αποτελεί, αφ’ εαυτού, ανεξάρτητο επιβαρυντικό στοιχείο. 

Όπως υποδείξαμε στη Σάββα v. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 231, η ιερότητα της ζωής και η προστασία της αποτελούν την πρώτη σε ιεράρχηση μέριμνα της κάθε πολιτισμένης κοινωνίας.  Η αδιαφορία των εφεσειόντων για την ανθρώπινη ύπαρξη και η ανελέητη συμπεριφορά τους εντάσσουν το φόνο που διέπραξαν στην υψηλότερη βαθμίδα σοβαρότητας εγκλημάτων ανθρωποκτονίας. Στην απουσία των μετριαστικών παραγόντων, στους οποίους έχουμε αναφερθεί, θα μπορούσε να δικαιολογηθεί η ποινή της ισόβιας κάθειρξης, την οποία θεωρούμε, και έτσι την αντιμετωπίζουμε, ως ποινή επαγόμενη την κράτηση των καταδικασθέντων για το υπόλοιπο του βίου τους. Η σοβαρότητα του φόνου και η ανάγκη, μέσα από την ποινή, για την αποτροπή στυγερού εγκλήματος, όπως αυτού που διέπραξαν οι εφεσείοντες, δεν καθιστά αναπότρεπτη τη φυλάκιση για το υπόλοιπο της ζωής τους. Αρκούντως μακρά ποινή φυλάκισης μπορεί να σηματοδοτήσει τη σοβαρότητα του εγκλήματος και να προσδώσει στην τιμωρία των εφεσειόντων τον πρέποντα αποτρεπτικό χαρακτήρα. Τα ελαφρυντικά και όλως ιδιαίτερα το νεαρό της ηλικίας τους, σε συνδυασμό με το λευκό τους μητρώο, συνηγορούν υπέρ του μη περιορισμού τους διά παντός στη φυλακή.

Εφόσον κρίνουμε ότι η ποινή της ισόβιας κάθειρξης πρέπει να παραμεριστεί - και όντως παραμερίζεται - καθίσταται δικό μας έργο ο καθορισμός της τιμωρίας των εφεσειόντων - (βλ., μεταξύ άλλων, Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Φανιέρου, Ποινική Έφεση 6235, 12/12/96).

[*436]Η ποινή, την οποία θα επιβάλουμε, δεν μπορεί να είναι άλλη από πολύ μακρά ποινή φυλάκισης, τόση ώστε να αντανακλά τη σοβαρότητα του τρομερού εγκλήματος που διέπραξαν οι εφεσείοντες και, ταυτόχρονα, να προειδοποιεί κάθε ένα, που επιβουλεύεται, εξευτελίζει και αφαιρεί ανθρώπινη ζωή, ότι δεν μπορεί να προσβλέπει στην επιείκεια του δικαστηρίου.

Για το έγκλημα της ανθρωποκτονίας επιβάλλεται ποινή φυλάκισης, σε κάθε ένα των καταδικασθέντων, 25 ετών.

Οι συντρέχουσες ποινές πέντε ετών, για τα αδικήματα της απαγωγής και συνωμοσίας, παραμένουν.

H έφεση επιτρέπεται. H ποινή της ισόβιας κάθειρξης αντικαθίσταται με ποινή φυλάκισης 25 ετών για κάθε ένα των καταδικασθέντων για την ανθρωποκτονία.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο