Kαρυολαίμου Σάββας Xαριδήμου ν. Δημοκρατίας (1998) 2 ΑΑΔ 437

(1998) 2 ΑΑΔ 437

[*437]14 Δεκεμβρίου, 1998

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΣΑΒΒΑΣ ΧΑΡΙΔΗΜΟΥ ΚΑΡΥΟΛΑΙΜΟΥ,

Eφεσείων,

v.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Eφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 6389)

 

Ποινή — Ληστεία, κατά παράβαση των Άρθρων 282, 283 και 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 — Εφεσείων άτομο με αντικοινωνική συμπεριφορά που εκδηλώνεται κυρίως με συμπτώματα ανυπακοής, ευερεθιστικότητας και επιθετικότητας — Πρόωρη απόλυση από τις τάξεις της Εθνικής Φρουράς — Είναι σε διάσταση με τη σύζυγό του και συζεί με άλλη γυναίκα — Έχει τέσσερα παιδιά με τα οποία δεν επικοινωνεί συχνά και τα οποία αισθάνονται κοινωνική αμηχανία από την εν γένει συμπεριφορά του — Ομολογία και έκφραση μεταμέλειας — Επιστροφή σχεδόν ολόκληρου του ποσού που κλάπηκε — Επιβολή ποινής φυλάκισης πέντε χρόνων — Χαρακτηρίστηκε επιεικής από το Εφετείο.

Ποινή — Έφεση — Λειτουργία του Εφετείου, κατ’ έφεση, ως πρωτόδικο Δικαστήριο, που εξετάζει και ενδεχομένως μειώνει, την επιβληθείσα ποινή, λόγω των “εξαιρετικών περιστάσεων” που αποκαλύπτονται για πρώτη φορά ενώπιόν του, κατά τη συζήτηση της έφεσης — Η προσέγγιση του Εφετείου έχει ως βάση την υψηλόφρονα αρχή της επίδειξης επιείκειας και ελέους — Αναγκαία η επανεξέταση του πιο πάνω τρόπου λειτουργίας του Εφετείου από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Ο εφεσείων και ο συνεργάτης του λήστεψαν, αφού είχαν μεταμφιεστεί με κουκούλες και γάντια, τη Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Κάτω Πάφου. Ο εφεσείων κρατούσε επίσης ομοίωμα όπλου και ο συνεργάτης του μαχαίρι. Το ποσό που απεκόμισαν ανερχόταν σε £12.180. Όταν συνελήφθηκαν, ομολόγησαν το έγκλημά τους και επέστρεψαν σχεδόν ολόκληρο το ποσό που εκλάπη.  Καταδικάστηκαν από το Κακουργιοδικείο σε φυλάκιση πέντε χρόνων.

Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά της ποινής σαν έκδηλα υπερ[*438]βολικής.

Ενώ η υπόθεση εκκρεμούσε ενώπιον του Εφετείου, έγινε αποδεκτή αίτηση πρόσθεσης ενός ακόμη λόγου για μείωση της ποινής, για λόγους αναφορικά με την υγεία του εφεσείοντα κατά τη διάρκεια της κράτησής του στις φυλακές μετά την καταδίκη του.

Το θέμα αυτό απασχόλησε κυρίως το Εφετείο.

Αποφασίστηκε ότι:

1. Η πάθηση του εφεσείοντα δεν ήταν υπαρκτό στοιχείο, όταν το Κακουργιοδικείο αποφάσιζε την ποινή. Η αναφορά των περιστατικών, για την εκδήλωση και εξέλιξη της υγείας του, έγινε κατ’ εφαρμογή της νομολογίας μας, τόσο της παλαιότερης όσο και της πολύ πρόσφατης.

2. Από την πιο πάνω νομολογία, διαπιστώνεται ότι το Εφετείο λειτουργεί ουσιαστικά ως πρωτόδικο δικαστήριο που εξετάζει, και ενδεχομένως μειώνει, την επιβληθείσα ποινή, λόγω των “εξαιρετικών περιστάσεων” που αποκαλύπτονται ενώπιόν του κατά τη συζήτηση της έφεσης. Στην υπόθεση Mohamed Zewar το ίδιο το Εφετείο διέταξε ιατρική εξέταση του εφεσείοντα και προσκομίστηκε ενώπιόν του ιατρικό πιστοποιητικό, στη βάση του οποίου αποφάσισε να μειώσει την ποινή φυλάκισης του εφεσείοντα.

3. Η λειτουργία του Εφετείου με τον πιο πάνω τρόπο προβληματίζει, για λόγους που δε θα εξετασθούν τώρα, γιατί δε θα ήταν ορθό να μην ακολουθηθεί η νομολογία όπως έχει ευθυγραμμιστεί. Το θέμα θα αφεθεί να επανεξεταστεί από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Αρκεί να λεχθεί πως ο λόγος που το Εφετείο σ’ αυτές τις “εξαιρετικές περιστάσεις” λειτουργεί ως πρωτόδικο δικαστήριο για να αξιολογήσει στοιχεία που τίθενται για πρώτη φορά ενώπιόν του, έχει ως βάση την υψηλόφρονα αρχή της επίδειξης επιείκειας και ελέους.

4. Στην υπό συζήτηση υπόθεση, ο Γενικός Εισαγγελέας ανέστειλε την ποινή υπό όρους. Ως εκ τούτου, το θέμα υγείας του εφεσείοντα αντιμετωπίσθηκε από τα αρμόδια όργανα της πολιτείας.

5. Η επιβληθείσα ποινή, σύμφωνα με τις νομικές αρχές και τα γεγονότα που είχε ενώπιόν του το Κακουργιοδικείο, είναι επιεικής και δεν υπάρχουν περιθώρια για μείωσή της.

Η έφεση απορρίπτεται.

[*439]Aναφερόμενες Υποθέσεις:

Barhouch v. Republic (1987) 2 C.L.R. 245,

Psyllas v. Police (1979) 2 C.L.R. 224,

Zewar v. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 384,

El-Disi v. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 536,

Chokami v. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 189.

Έφεση εναντίον Ποινής.

Έφεση εναντίον της ποινής από το Σάββα Xαριδήμου Kαρυολαίμου ο οποίος βρέθηκε ένοχος στις 16 Σεπτεμβρίου, 1997, από το Kακουργιοδικείο Πάφου (Ποινική Yπόθεση Αρ. 7414/97) στην κατηγορία της ένοπλης ληστείας, κατά παράβαση των Άρθρων 282, 283 και 20 του Ποινικού Kώδικα, Kεφ. 154 και καταδικάστηκε από Xατζηχαμπή, Π.E.Δ., Nαθαναήλ, A.E.Δ. και Γιασεμή, E.Δ., σε ποινή φυλάκισης πέντε ετών.

Μ. Κυπριανού με Κατσελλή, για τον Εφεσείοντα.

Μ. Παπαϊωάννου και Μ. Κυρμίζη, Δικηγόροι της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων, μαζί με άλλο πρόσωπο, ήσαν συγκατηγορούμενοι ενώπιον του μόνιμου Κακουργιοδικείου, που συνεδρίαζε στην Πάφο, όπου παραδέκτηκαν κατηγορία για ένοπλη ληστεία, κατά παράβαση των άρθρων 282, 283 και 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154. Το Κακουργιοδικείο επέβαλε σ’ αυτούς ποινή πενταετούς φυλάκισης, αφού έλαβε υπόψη του τα γεγονότα της υπόθεσης και τις προσωπικές περιστάσεις των κατηγορουμένων.

Ο εφεσείων και ο συνεργάτης του κατέστρωσαν σχέδιο να ληστέψουν τη Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Κάτω Πάφου.  Προς τούτο εφοδιάστηκαν με κουκούλες και γάντια, τα οποία φόρεσαν πριν από τη διάπραξη του εγκλήματος. Ο εφεσείων κρατούσε επίσης ομοίωμα όπλου, και ο συνεργάτης του μαχαίρι. Μετέβησαν στη σκηνή με αυτοκίνητο ενοικιάσεως και, αφού όρμησαν μέσα στα γραφεία της Συνεργατικής Πστωτικής Εταιρείας, αιφνιδίασαν το προσωπικό και τους παριστάμενους. Ο συγκατηγορούμενος [*440]του εφεσείοντα άρπαξε τον υπάλληλο από το γιακά και τον ανάγκασε να ανοίξει το χρηματοκιβώτιο, από το οποίο πήραν £12.180. Στη συνέχεια απομακρύνθηκαν για να μεταβούν στο σπίτι του τελευταίου, όπου πέταξαν το μαχαίρι και το ομοίωμα του όπλου σε σηπτικό λάκκο και μέτρησαν το προϊόν της ληστείας.

Η Αστυνομία έδρασε βάσει συγκεκριμένων πληροφοριών και συνέλαβε τους δράστες, οι οποίοι ομολόγησαν το έγκλημά τους και επέστρεψαν σχεδόν ολόκληρο το ποσό που εκλάπη.  Από αυτό έλειπαν μόνο £100.

Αναφορικά με τις προσωπικές περιστάσεις του εφεσείοντα, το Κακουργιοδικείο είχε ενώπιόν του λεπτομερή έκθεση λειτουργού κοινωνικής ευημερίας, από την οποία φαινόταν πως από μικρή ηλικία επέδειξε αντικοινωνική συμπεριφορά, κυρίως με συμπτώματα ανυπακοής, ευερεθιστικότητας και επιθετικότητας. Είχε φοιτήσει μόνο μέχρι την τρίτη τάξη του γυμνασίου. Δε σταθεροποιήθηκε σε οποιοδήποτε επάγγελμα, η δε αδυναμία του προς την κατεύθυνση ομαλής κοινωνικής προσαρμογής ανάγκασαν τις αρμόδιες αρχές της Εθνικής Φρουράς να τον απολύσουν πρόωρα.  Νυμφεύθηκε το 1980, αλλά οικογενειακές ρήξεις οδήγησαν σε διάσταση το ζεύγος. Ο εφεσείων συζεί τώρα με άλλη γυναίκα. Έχει τέσσερα παιδιά που λειτουργούν κανονικά στη ζωή, μολονότι η επικοινωνία τους με τον εφεσείοντα δεν είναι τακτική και αισθάνονται κοινωνική αμηχανία από την εν γένει συμπεριφορά του πατέρα τους.

Το Κακουργιοδικείο ενδιέτριψε στο σκεπτικό της απόφασής του και με την κατευθυντήρια νομολογία, προτού καταλήξει στην αρμόζουσα ποινή. Έδωσε βαρύτητα, και πολύ ορθά, στη σοβαρότητα του εγκλήματος, και βεβαίως στις περιστάσεις κάτω από τις οποίες διαπράχθηκε. Έκρινε, τέλος,  πως η ενδεδειγμένη ποινή ήταν αυτή της φυλάκισης για χρονικό διάστημα 5 ετών.

Ο συνήγορος του εφεσείοντα υποστήριξε ενώπιόν μας πως η ποινή είναι έκδηλα υπερβολική, δίδοντας έμφαση στο πραγματικό γεγονός της άμεσης ομολογίας του εγκλήματος από τον εφεσείοντα κατά τη σύλληψή του, την εκδήλωση μεταμέλειας και την επιστροφή των χρημάτων που κλάπηκαν στη ληστεία.  Προέβη σε ανασκόπηση της νομολογίας που αφορά στην επιμέτρηση της αρμόζουσας ποινής σε παρόμοιας φύσης εγκλήματα και  ανάλογες περιστάσεις.

Έχουμε τη γνώμη πως από τη νομολογία μας αποδεικνύεται ότι η ποινή που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα ήταν επιεικής.

[*441]Ενώ η υπόθεση εκκρεμούσε ενώπιόν μας, ο δικηγόρος του εφεσείοντα καταχώρισε, στις 5.11.98, αίτηση για άδεια να προσθέσει ακόμη ένα λόγο έφεσης, η οποία και έγινε αποδεκτή. Ο λόγος αυτός διατυπώνεται ως εξής: «Η κατάσταση της υγείας του εφεσείοντα κατά τη διάρκεια της κράτησής του και οι εξελίξεις που ακολούθησαν δικαιολογούν τη μείωση της επιβληθείσας ποινής».

Αυτό ουσιαστικά ήταν και το ζήτημα που μας απασχόλησε, και στο οποίο έδωσε ξεχωριστή βαρύτητα  ο συνήγορος.  Το θέμα προέκυψε ως εξής: Ο εφεσείων, λίγες μέρες μετά την καταδίκη του, συγκεκριμένα στις 4.11.97, παραπονέθηκε για παράλυση του δεξιού χεριού και ποδιού, οπόταν και μεταφέρθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας. Έχουν κατατεθεί ενώπιόν μας ιατρικά πιστοποιητικά, κυβερνητικών και ιδιωτών γιατρών που εξέτασαν τον εφεσείοντα. Το πιο πρόσφατο εκδόθηκε στις 4.11.98, από Ιατρικό Συμβούλιο αποτελούμενο από τρεις ιατρούς με διαφορετική ειδικότητα. Το Συμβούλιο διαπίστωσε πως η κατάσταση του εφεσείοντα παρέμεινε η ίδια, όπως είχε περιγραφεί στις προηγούμενες ιατρικές εκθέσεις, δηλαδή είχε δεξιά ημιπάρεση που τον δυσκολεύει αρκετά στη μετακίνηση και τη λειτουργικότητα γενικότερα. Σύμφωνα με τη γνωμάτευση, η πάθηση του εφεσείοντα δεν οφείλεται σε συγκεκριμένη οργανική βλάβη και η πιο πιθανή διάγνωση είναι πως ανάγεται σε σωματομετατρεπτική διαταραχή.  Συστήνεται δε περαιτέρω ψυχιατρική και ψυχολογική παρακολούθηση και υποστήριξη. Ο ιδιώτης ψυχίατρος κ. Μικελλίδης εκφράζει την άποψη πως η κατάσταση του εφεσείοντα οφείλεται σε υστερική αιτιολογία και θα χρειαστεί πάρα πολύς καιρός να ανανήψει. Κατά τη γνώμη του, η έγκλεισή του στις κεντρικές φυλακές θα έχει ολέθρια αποτελέσματα στη ψυχολογική του σφαίρα.

Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, η πάθηση του εφεσείοντα εκδηλώθηκε στις φυλακές μετά την καταδίκη του. Δεν ήταν επομένως υπαρκτό στοιχείο, όταν το Κακουργιοδικείο αποφάσιζε την ποινή.  Η αναφορά των περιστατικών, για την εκδήλωση και εξέλιξη της υγείας του εφεσείοντα έγινε ενώπιόν μας, κατ’ εφαρμογή της νομολογίας μας, όπως εξελίκτηκε, μεταξύ άλλων, στις υποθέσεις:

- Rena Francois Barhouch v. Δημοκρατίας (1987) 2 Α.Α.Δ. 245·

- Michalakis Andreou Psyllas v. Police (1979) 2 C.L.R. 224·

- Mohamed Zewar v. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 384·

- Adli Yousef El-Disi v. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 536.

Πρόσφατα δε υιοθετήθηκε, μολονότι δεν εφαρμόστηκε γιατί κρίθηκε πως η ποινή ήταν εν πάση περιπτώσει επιεικής, στην Vali [*442]Bagher Pour Chokami, από το Ιράν, v. Δημοκρατίας της Κύπρου, Ποινική έφεση αρ. 6357 ημερ.14.7.98.

Έχουμε τη γνώμη πως από την πιο πάνω νομολογία διαπιστώνεται ότι σε τέτοιες περιπτώσεις το εφετείο λειτουργεί ουσιαστικά ως πρωτόδικο δικαστήριο που εξετάζει, και ενδεχομένως μειώνει, την επιβληθείσα ποινή, λόγω των «εξαιρετικών περιστάσεων» που αποκαλύπτονται ενώπιόν του κατά τη συζήτηση της έφεσης. Να παρατηρήσουμε πως στην υπόθεση Mohamed Zewar το ίδιο το εφετείο διέταξε ιατρική εξέταση του εφεσείοντα, και προσκομίστηκε ενώπιόν του ιατρικό πιστοποιητικό, στη βάση του οποίου αποφάσισε να μειώσει την ποινή φυλάκισης του εφεσείοντα από 4.5 σε 3.5 χρόνια. Στην El-Disi το εφετείο άκουσε ειδικό ιατρό, ο οποίος εξέτασε τον εφεσείοντα αναφορικά με την όραση στο δεξί του μάτι, πάθηση που είχε εκδηλωθεί και εξελιχθεί μετά την καταδίκη του.

Η λειτουργία του εφετείου με τον τρόπο που αναφέραμε πιο πάνω, μας εμβάλλει σε σοβαρές σκέψεις και προβληματισμούς, για λόγους που δε θα συζητήσουμε τώρα, γιατί δε θεωρούμε ορθό να παρεκλίνουμε από τη νομολογία, όπως έχει ευθυγραμμιστεί. Θα αφήσουμε το ζήτημα να επανεξεταστεί από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Αρκεί να πούμε πως, στην κρίση μας, ο λόγος που το εφετείο σ’ αυτές «τις εξαιρετικές περιστάσεις», όπως χαρακτηρίζονται, λειτουργεί ως πρωτόδικο δικαστήριο για να αξιολογήσει στοιχεία που παρουσιάζονται για πρώτη φορά ενώπιόν του, έχει ως βάση την υψηλόφρονα αρχή της επίδειξης επιείκειας και ελέους. Όπως ελέχθη από το δικαστή Watkins L.J. στην υπόθεση που μνημονεύεται στην Zewar v. Δημοκρατίας (σελ.384).

“The time has come to show the mercy of this Court to the appellant; and in the very exceptional circumstances of this case we order that her sentence is to be reduced so that she can be released immediately”.

Και σε μετάφραση:

“Έφθασε ο καιρός να δείξουμε το έλεος του Δικαστηρίου σ’ αυτή την εφεσείουσα, και υπό τις πολύ εξαιρετικές περιστάσεις αυτής της υπόθεσης διατάσσουμε τη μείωση της ποινής της, έτσι που να απολυθεί αμέσως”.

Στην υπό συζήτηση υπόθεση ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, ασκώντας τις εξουσίες που έχει από το Σύνταγμα, συμ[*443]βούλευσε τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ο οποίος και ανέστειλε την επιβληθείσα ποινή στον εφεσείοντα, υπό όρους. Το ζήτημα, επομένως, της υγείας του εφεσείοντα, που δυνατό να καθιστούσε την ποινή που του επιβλήθηκε δυσβάστακτη και καταθλιπτική, αντιμετωπίστηκε από τα αρμόδια όργανα της πολιτείας.

Εμείς κρίνουμε πως, σύμφωνα με τις νομικές αρχές και τα γεγονότα που είχε ενώπιόν του το Κακουργιοδικείο, η επιβληθείσα ποινή ήταν επιεικής, και δεν υπάρχουν οποιαδήποτε περιθώρια μείωσής της.

Η έφεση απορρίπτεται.

H έφεση απορρίπτεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο