Xριστοδούλου Iωάννα ν. Aστυνομίας (1998) 2 ΑΑΔ 449

(1998) 2 ΑΑΔ 449

[*449]21 Δεκεμβρίου, 1998

[ΝΙΚΗΤΑΣ, ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στές]

ΙΩΑΝΝΑ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,

Εφεσείουσα,

v.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

(Πoινική Έφεση Αρ. 6541)

 

Ποινικός Κώδικας — Μαστρωπεία — Αποζείν από τα κέρδη πορνείας κατά παράβαση των Άρθρων 164(1)(α) και 157(β) και 35 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 99(1)/96 — Επικύρωση της καταδίκης.

Εκδίκαση ποινικών υποθέσεων — Εξέταση μαρτύρων — Πρέπει να δίδεται κάθε ευκαιρία στο συνήγορο του κατηγορουμένου να εξετάσει τους μάρτυρες όπως ο ίδιος επιθυμεί — Πότε μπορεί να επέμβει το Δικαστήριο και να απαγορεύσει ερώτηση.

Εκδίκαση ποινικών υποθέσεων — Μάρτυρες — Για σκοπούς συνοπτικής δίκης τα ονόματα μαρτύρων κατηγορίας δεν περιλαμβάνονται στο θεσμοθετημένο περιεχόμενο του κατηγορητηρίου — Η κατηγορούσα αρχή δύναται να καλέσει μάρτυρα που δεν περιλήφθηκε στο κατηγορητήριο, χωρίς να υποβάλει αίτηση για τροποποίησή του.

Συνταγματικό Δίκαιο — Σύνταγμα — Κατοχύρωση του δικαιώματος ιδιωτικής ζωής — Δεν παραβιάσθηκε στην παρούσα υπόθεση.

Απόδειξη — Αξιοπιστία μαρτύρων — Ευρήματα γεγονότων — Αντιφάσεις — Η διαπίστωση αντιφάσεων στη μαρτυρία της κατηγορούσας αρχής δεν είναι αρκετή για απόρριψή της — Οι αντιφάσεις θα πρέπει να είναι τέτοιες που να δημιουργούν ρήγμα στην υπόθεση.

Η εφεσείουσα καταδικάσθηκε για μαστρωπεία και αποζείν από τα κέρδη πορνείας, μετά την αποδοχή από το Δικαστήριο της μαρτυρίας της κατηγορούσας αρχής και ειδικότερα της μαρτυρίας της Ε. Γκαλίνα από τη Μολδαβία, η οποία κατέθεσε ότι, ύστερα από σχετική συμφω[*450]νία, η εφεσείουσα της απέστελλε πελάτες στο διαμέρισμα στο οποίο διέμενε.  Η μάρτυρας μοιραζόταν ουσιαστικά την αμοιβή που έπαιρνε από τους πελάτες της με την εφεσείουσα. Η έφεση στρέφεται κατά της καταδίκης και της ποινής.  Προβλήθηκαν οι πιο κάτω λόγοι έφεσης:

1. Η μαρτυρία της Ε. Γκαλίνα ήταν αντιφατική και παρουσίαζε ουσιώδεις διαφορές, τόσο μεταξύ της εκδοχής της κατά την κύρια εξέταση και την αντεξέταση, όσο και μεταξύ της μαρτυρίας της στο Δικαστήριο και της κατάθεσής της στην Αστυνομία.

2. Συγκεκριμένη παρέμβαση του μεταφραστή τον κατέστησε μάρτυρα στην υπόθεση, γεγονός που καθιστά άκυρη τη διαδικασία, αφού για να δώσει οποιαδήποτε γνώμη θα έπρεπε ο ίδιος να ορκιστεί και να καταθέσει ως εμπειρογνώμονας.

3. Τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου είναι εσφαλμένα, γιατί λήφθηκε υπόψη μαρτυρία η οποία εδόθη κατά παράβαση του Άρθρου 15 του Συντάγματος, που κατοχυρώνει το δικαίωμα ιδιωτικής ζωής και ελευθερίας στην επικοινωνία και του Άρθρου 8 της Ευρωπαϊκής Συνθήκης για την προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Πρόσφατα με τη ψήφιση του περί Προστασίας του Απορρήτου της Ιδιωτικής Επικοινωνίας (Παρακολούθηση Συνδιαλέξεων) Νόμου του 1996, Ν. 92(1)/96, η υποκλοπή ή παρακολούθηση οποιασδήποτε ιδιωτικής επικοινωνίας έχει καταστεί και ποινικό αδίκημα.

4. Η εφεσείουσα παρεμποδίστηκε από του να εξετάσει την Ε. Γκαλίνα.

5. Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα επέτρεψε στην κατηγορούσα αρχή να παρουσιάσει ως πρόσθετο μάρτυρα κατηγορίας τον Μ.Κ. 4, χωρίς έγκαιρη προειδοποίηση, με αποτέλεσμα η υπεράσπιση να αντεξετάσει τους υπόλοιπους μάρτυρες κατηγορίας, χωρίς να έχει υπόψη της το περιεχόμενο της μαρτυρίας του συγκεκριμένου μάρτυρα, ενώ δεν μπόρεσε από την άλλη να αντεξετάσει το μάρτυρα αποτελεσματικά.

6. Η εφεσείουσα είχε καταληφθεί εξαπίνης, γιατί δεν της δόθηκαν τα ονόματα μαρτύρων κατηγορίας.

7. Η κατηγορούσα αρχή δε διάθεσε στην εφεσείουσα, ως μάρτυρες, τη συγκάτοικό της Ε. Γκαλίνα και το φίλο της.

    Η εφεσείουσα προσβάλλει και την ποινή ως έκδηλα υπερβολική.

    Αποφασίστηκε ότι κανένας από τους λόγους έφεσης που επικαλέ[*451]σθηκε η εφεσείουσα για ακύρωση της καταδίκης, δεν ευσταθεί.  Η έφεση κατά της ποινής δεν προωθήθηκε με αποτέλεσμα να θεωρηθεί ότι η εφεσείουσα εγκατέλειψε το σχετικό λόγο έφεσης.

Η έφεση απορρίπτεται.

Aναφερόμενες Υποθέσεις:

Αστυνομία v. Γιάλλουρου (1992) 2 Α.Α.Δ. 147,

Δημοκρατία v. Αεροπόρου κ.α. (1998) 2 Α.Α.Δ. 87,

Γενικός Εισαγγελέας v. Σάββα (1998) 2 Α.Α.Δ. 224.

Έφεση εναντίον Kαταδίκης και Ποινής.

Έφεση εναντίον της καταδίκης και της ποινής από την Iωάννα Xριστοδούλου, η οποία βρέθηκε ένοχη στις 15 Iουνίου, 1998, από το Eπαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού (Ποινική Yπόθεση Αρ. 5934/98) στην κατηγορία ότι αποζούσε από κέρδη πορνείας, κατά παράβαση του Άρθρου 164(1)(α) και 157(β) και 35 του Ποινικού Kώδικα, Kεφ. 154, όπως τροποποιήθηκε από το Nόμο 99(1)/96 και καταδικάστηκε από Σταυρινίδη, A.E.Δ., σε ποινή φυλάκισης 15 μηνών.

Χρ. Χατζηλοΐζου, για την Εφεσείουσα.

Μ. Μαλακτού Παμπαλλή, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει

ο Φρ. Νικολαΐδης, Δ.

ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: H εφεσείουσα βρέθηκε ένοχη στις κατηγορίες μαστρωπείας και αποζείν εκ των κερδών πορνείας, κατά παράβαση των άρθρων 164 (1) (α) και 157 (β) και 35 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, όπως τροποποιήθηκε από το Νόμο 99 (1)/96.

Το Δικαστήριο αποδέκτηκε την εκδοχή της κατηγορούσας αρχής και ειδικότερα τη μαρτυρία της Eρμίλοβα Γκαλίνα από τη Μολδαβία, η οποία κατέθεσε ότι, ύστερα από σχετική συμφωνία, η εφεσείουσα της απέστελλε πελάτες στο διαμέρισμα στο οποίο διέμενε. Η μάρτυρας μοιραζόταν ουσιαστικά την αμοιβή που έπαιρνε από τους πελάτες της με την εφεσείουσα.

[*452]Ο πρώτος λόγος που εγείρεται είναι ότι τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου είναι λανθασμένα, γιατί στηρίκτηκαν στη μαρτυρία της Ερμίλοβα. Σύμφωνα με την εφεσείουσα, η μαρτυρία της ήταν αντιφατική και παρουσίαζε ουσιώδεις διαφορές, τόσο μεταξύ της εκδοχής της κατά την κύρια εξέταση και την αντεξέταση, όσο και μεταξύ της μαρτυρίας της στο Δικαστήριο και της κατάθεσης που έδωσε στην αστυνομία.

Σαν τέτοιες αντιφάσεις επισημάνθηκε το γεγονός ότι αναφερόμενη σε συγκεκριμένο πελάτη είπε ότι είχε και άλλη φορά επαφή μαζί του στο ξενοδοχείο στο οποίο εργαζόταν η εφεσείουσα, ενώ ο ίδιος καταθέτοντας είπε ότι την είχε επισκεφθεί στο διαμέρισμά της.  Άλλη αντίφαση, σύμφωνα πάντα με τον ευπαίδευτο συνήγορο της εφεσείουσας, είναι ότι ενώ στην αρχή της εξέτασής της ανέφερε ότι στην πατρίδα της ασκεί το επάγγελμα του μηχανολόγου-γεωλόγου, σε άλλο σημείο παραδέκτηκε ότι και πριν την έλευσή της στην Κύπρο ασχολείτο με τον αγοραίο έρωτα. Επίσης επισημαίνεται ότι ενώ στην κατάθεσή της στην Αστυνομία αναφέρει ότι η εφεσείουσα της πρότεινε να της αποστέλλει πελάτες, στην ενώπιον του Δικαστηρίου εκδοχή της κατέθεσε ότι εκείνη που πρότεινε κάτι τέτοιο ήταν η ίδια. 

Σε άλλο σημείο της κατάθεσής της η Ερμίλοβα ανέφερε ότι η συγκάτοικός της, όταν η ίδια είχε πελάτη, είτε ασχολείτο στο μπάνιο ή στο χωλ, προφανώς προσπαθώντας να μην είναι παρούσα. Αντίθετα, η συγκάτοικός της στην κατάθεσή της στην αστυνομία, κατέθεσε ότι ουδέποτε ήταν παρούσα κατά τις επισκέψεις των πελατών της και συνεπώς δεν ήξερε τι γινόταν.

Εξετάσαμε με μεγάλη προσοχή στα πρακτικά όλα τα σημεία στα οποία αναφέρθηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας. Δε συμμεριζόμαστε τη θέση του.  Καμιά από τις κατ’ ισχυρισμόν αντιφάσεις δεν είναι τέτοιες που να επιδρούν στην αξιοπιστία της μάρτυρος. Αναφέρονται σε ασήμαντα γεγονότα ή είναι ασήμαντες διαφορές που δεν αποδυναμώνουν την αξιοπιστία της καθ’ οιονδήποτε τρόπο. Η διαπίστωση αντιφάσεων στη μαρτυρία της κατηγορούσας αρχής δεν είναι αρκετή για απόρριψή της. Οι αντιφάσεις θα πρέπει να είναι τέτοιες που να δημιουργείται ρήγμα στην υπόθεση.

Η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι το Δικαστήριο στηρίκτηκε λανθασμένα στη μαρτυρία της Ερμίλοβα και για ένα ακόμα λόγο.  Ισχυρίζεται ότι σε κάποιο σημείο της κατάθεσης της Ερμίλοβα επενέβη ο μεταφραστής, που εξήγησε ότι η μετάφραση που έγινε [*453]στη γραπτή κατάθεσή της στην αστυνομία παρουσίαζε ασυνέπεια, αφού το συγκεκριμένο ρήμα στα ρωσσικά που μεταφράστηκε “με πήρε να διαμένω” σήμαινε “μεταφέρω κάποιον ” χωρίς να σημαίνει ότι τον παίρνω για να ζήσει εκεί.  Η παρέμβαση του μεταφραστή, κατά την εφεσείουσα, τον κατέστησε μάρτυρα στην υπόθεση, γεγονός που καθιστά τη διαδικασία άκυρη, αφού για να δώσει οποιαδήποτε γνώμη θα έπρεπε ο ίδιος να ορκιστεί και να καταθέσει ως εμπειρογνώμονας.

Εκτός του ότι δεν είχε καμιά απολύτως σημασία η ακριβής απόδοση του συγκεκριμένου ρήματος από τα ρωσσικά στα ελληνικά, το όλο σημείο στο οποίο έγινε η παρεμβολή του μεταφραστή ήταν εντελώς ασήμαντο και καμιά απολύτως σημασία δεν είχε για την έκβαση της υπόθεσης.  Ουσιαστικά η μάρτυς στο σημείο εκείνο εξηγούσε τις περιπλανήσεις της στα διάφορα διαμερίσματα που εφιλοξενείτο μέχρι την εγκατάστασή της στο συγκεκριμένο διαμέρισμα που διέμενε κατά τον ουσιώδη χρόνο. Εξηγούσε συγκεκριμένα ότι στο ξενοδοχείο ΕΛΛΑΣ στο οποίο διέμενε για κάποιο χρόνο και στην υποδοχή του οποίου εργαζόταν η εφεσείουσα, την πήρε κάποιος συμπατριώτης της, ονόματι Μπόρις.

Πέραν όμως του γεγονότος ότι η συγκεκριμένη μαρτυρία είναι εντελώς άνευ σημασίας, είναι φανερό από το τηρηθέν πρακτικό ότι ο μεταφραστής δεν κατέθεσε ως εμπειρογνώμονας.  Προσπάθησε να μεταφράσει όσο πιο σωστά μπορούσε αυτό που η μάρτυρας έλεγε στα ρωσσικά εκείνη τη στιγμή και επεσήμανε ποιό ήταν το ορθό νόημα του ρωσσικού κειμένου της κατάθεσής της στην αστυνομία, πάντα υπό την ιδιότητά του ως μεταφραστή του δικαστηρίου, ιδιότητα που δε χάνεται με την απλή αναφορά του στο κείμενο της κατάθεσης.

Η εφεσείουσα ισχυρίζεται περαιτέρω ότι τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου είναι λανθασμένα γιατί έλαβε υπόψη μαρτυρία η οποία εδόθη κατά παράβαση του άρθρου 15 του Συντάγματος. Στις 9.3.1998 ο Μ.Κ.2 αστυφύλακας Βύρωνας Βύρωνος συνοδευόμενος από τον αναπληρωτή λοχία Δημήτρη Χειμώνα, και ύστερα από παρακολούθηση δύο ημερών, επισκέφτηκαν το διαμέρισμα στο οποίο διέμενε η Ερμίλοβα και προσποιήθηκαν ότι ήταν πελάτες. Κατά τη διάρκεια της παραμονής τους στο διαμέρισμα, κτύπησε το τηλέφωνο και όταν η Ερμίλοβα το απάντησε, ο Βύρωνος σήκωσε το ακουστικό δεύτερης συσκευής που υπήρχε στο διαμέρισμα και άκουσε τη συνδιάλεξη.  Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Βύρωνος, η γυναίκα που καλούσε πληροφόρησε την Ερμίλοβα ότι θα την επισκεπτόταν πελάτης.  Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο μάρ[*454]τυρας δε συνέδεσε καθ’ οιονδήποτε τρόπο το πρόσωπο που μιλούσε στην άλλη άκρη του σύρματος με την εφεσείουσα. Η σύνδεση έγινε από την Ερμίλοβα η οποία, κατά την αντεξέταση, επιβεβαίωσε ότι η συνομιλήτριά της, στην τηλεφωνική συνδιάλεξη που  παρακολούθησε ο αστυφύλακας, ήταν η εφεσείουσα.

Το δικαίωμα ιδιωτικής ζωής και ελευθερίας στην επικοινωνία κατοχυρώνεται, τόσο από τα Άρθρα 15.1 και 17.1 του Συντάγματος, όσο και από το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Συνθήκης για την προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.  Πρόσφατα, με τη ψήφιση του περί Προστασίας του Απορρήτου της Ιδιωτικής Επικοινωνίας (Παρακολούθηση Συνδιαλέξεων) Νόμου του 1996, Ν.92(1)/96, η υποκλοπή ή παρακολούθηση οποιασδήποτε ιδιωτικής επικοινωνίας έχει καταστεί και ποινικό αδίκημα. 

Η νομολογία μας ασχολήθηκε σε έκταση με το θέμα της διαφύλαξης της ιδιωτικής ζωής και της ελεύθερης επικοινωνίας (βλέπε Αστυνομία v. Γιάλλουρου (1992) 2 Α.Α.Δ. 147 και Δημοκρατία v. Αεροπόρου κ.α., Υπόμνημα αρ. 324, ημερ. 15.4.1998).

Αναμφίβολα, οι αστυφύλακες που ήταν παρόντες δεν είχαν κανένα δικαίωμα να παρακολουθήσουν τη συνδιάλεξη. Όμως, πολύ ορθά η Κατηγορούσα Αρχή δεν προσπάθησε να χρησιμοποιήσει το περιεχόμενο της συνδιαλέξεως ως μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου.  Αυτό έγινε μόνο κατά την αντεξέταση της Ερμίλοβα, ενώ κανένας από τους δύο αστυφύλακες δεν αναφέρθηκε σχετικά.

Περαιτέρω δε φαίνεται ότι το Δικαστήριο αναζήτησε ενίσχυση της αξιοπιστίας της Ερμίλοβα από το περιστατικό αυτό.  Έκρινε τη μαρτυρία της ως αξιόπιστη από μόνη της και στη συνέχεια προχώρησε για να βρει ενισχυτική μαρτυρία.

Σαν τέτοια ενισχυτική μαρτυρία ανέφερε τη μαρτυρία του Βρυωνίδη, ο οποίος κατέθεσε ότι ήταν η εφεσείουσα που τον έστειλε στο διαμέρισμα για να συναντηθεί με τη μάρτυρα, με σκοπό να έλθει σε σεξουαλική επαφή μαζί της έναντι αμοιβής, σε δύο περιπτώσεις. Τη μαρτυρία του Βρυωνίδη το Δικαστήριο δέκτηκε ως αξιόπιστη και ως ενισχύουσα τη μαρτυρία της Ερμίλοβα. Ενόψει των πιο πάνω, παρ’ όλον ότι η ενέργεια του αστυφύλακα δεν ήταν νόμιμη, βρίσκουμε ότι τα δικαιώματα της εφεσείουσας δεν επηρεάστηκαν ούτε και η υπεράσπισή της επηρεάστηκε δυσμενώς καθ’ οιονδήποτε τρόπο.

Η εφεσείουσα παραπονείται επίσης ότι εμποδίστηκε από το [*455]να αντεξετάσει ελεύθερα την Ερμίλοβα.  Στο πρακτικό φαίνεται ότι το Δικαστήριο, κατά την αντεξέτασή της, δεν επέτρεψε αριθμό ερωτήσεων τις οποίες, ύστερα από σχετική ένσταση της κατηγορούσας αρχής, θεώρησε ως μη σχετικές.

Κατά την εκδίκαση ιδίως ποινικών υποθέσεων θα πρέπει να δίδεται κάθε ευκαιρία στο συνήγορο να εξετάζει τους μάρτυρες, χωρίς να είναι συνέχεια υποχρεωμένος να δικαιολογεί το λόγο της υποβολής της συγκεκριμένης ερώτησης. Αν το Δικαστήριο, ύστερα από κάποιες ερωτήσεις, αντιληφθεί ότι η γραμμή που ακολουθείται προκαλεί άσκοπη απώλεια χρόνου, τότε μπορεί να επέμβει και να απαγορεύσει ερώτηση, όμως θα πρέπει, όπως είδαμε πιο πάνω, να δίδεται πρώτα κάθε ευκαιρία στο συνήγορο του κατηγορουμένου να αντεξετάζει όπως ο ίδιος επιθυμεί. 

Στην παρούσα υπόθεση δε φαίνεται ότι το Δικαστήριο στέρησε από την κατηγορουμένη οποιαδήποτε ευκαιρία από το να υπερασπιστεί δεόντως, γιατί οι ερωτήσεις που δεν επετράπη να υποβληθούν δεν αναφέρονταν στην ουσία της υπόθεσης, ούτε ήταν τέτοιες που η μη απάντησή τους επηρέασε καθ’ οιονδήποτε τρόπο την υπεράσπιση.

Η εφεσείουσα υποστηρίζει περαιτέρω, ότι το πρωτόδικο δικαστήριο λανθασμένα επέτρεψε στην κατηγορούσα αρχή να παρουσιάσει ως πρόσθετο μάρτυρα κατηγορίας τον Μ.Κ. 4 Αχιλλέα Βρυωνίδη, χωρίς έγκαιρη ή εύλογη ειδοποίηση, με αποτέλεσμα η υπεράσπιση να αντεξετάσει τους υπόλοιπους μάρτυρες κατηγορίας χωρίς να έχει υπόψη της το περιεχομένο της μαρτυρίας του συγκεκριμένου μάρτυρα, ενώ δεν μπόρεσε από την άλλη να αντεξετάσει το μάρτυρα αποτελεσματικά.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας παρέλειψε να αναφερθεί σε συγκεκριμένα σημεία που να δείχνουν ότι η υπεράσπιση της εφεσείουσας επηρεάστηκε από αυτό δυσμενώς.  Ανέφερε απλά ότι η υπεράσπιση επηρεάστηκε, γιατί δεν είχε την ευκαιρία να υποβάλει ερωτήσεις στην Ερμίλοβα για το λόγο της παρουσίας του Βρυωνίδη στο διαμέρισμα κατά το χρόνο που η αστυνομία ήταν ήδη παρούσα. 

Περαιτέρω ισχυρίζεται ότι η κατηγορουμένη είχε καταληφθεί εξαπίνης. Ούτε στο λόγο αυτό βρίσκουμε οποιοδήποτε έρεισμα.  Για σκοπούς συνοπτικής δίκης, τα ονόματα μαρτύρων κατηγορίας δεν περιλαμβάνονται στο θεσμοθετημένο περιεχόμενο του κατηγορητηρίου. Όταν μάλιστα η κατηγορούσα αρχή επιθυμεί την κλήση μάρ[*456]τυρα το όνομα του οποίου δεν περιλήφθηκε στο κατηγορητήριο, δεν απαιτείται και αίτηση για τροποποίηση του κατηγορητηρίου (Γενικός Εισαγγελέας v. Σάββα, Ποιν. Έφ. 6288, ημερ. 17.7.1998).

Πέραν τούτου, προκύπτει από το πρακτικό ότι η κατάθεση του Βρυωνίδη είχε δοθεί στην υπεράσπιση από την αρχή και συνεπώς το περιεχόμενό της ήταν ήδη γνωστό σ’ αυτήν. Έτσι δεν μπορεί να ευσταθήσει ο ισχυρισμός ότι η εφεσείουσα κατελήφθη εξ απροόπτου. Εξ άλλου, εκτός του ότι φαίνεται ότι ο δικηγόρος της εφεσείουσας δεν αντέδρασε όταν η κατηγορούσα αρχή κατέστησε γνωστή την πρόθεσή της να παρουσιάσει το Βρυωνίδη ως μάρτυρα, σε άλλο σημείο της διαδικασίας δηλώνει ότι είχε την εντύπωση ότι ο Βρυωνίδης θα κατέθετε ως μάρτυρας. Αν αυτή ήταν η εντύπωση του κ. Χατζηλοΐζου, τότε κατά την αντεξέταση, τόσο της Ερμίλοβα όσο και των άλλων μαρτύρων, είχε υπόψη του ότι ο Βρυωνίδης θα κατέθετε και αφού είχε ενώπιόν του και το περιεχόμενο της κατάθεσής του, δε βλέπουμε πως επηρεάστηκαν τα δικαιώματα της εφεσείουσας. Το θέμα για την κατάθεση του Βρυωνίδη ετέθη πολύ αργά στη διαδικασία και μόνο όταν το Δικαστήριο επέτρεψε το αίτημα της κατηγορούσας αρχής να τον καλέσει.

Η εφεσείουσα προβάλλει τον ισχυρισμό ότι η κατηγορούσα αρχή παρέλειψε να της διαθέσει ως μάρτυρες τη Λίντια, τη συγκάτοικο της Ερμίλοβα και τον Μπόρις, φίλο της, στον οποίο είχε γίνει κάποια αναφορά. Όπως φαίνεται από το φάκελο της υπόθεσης, τόσο η Λίντια όσο και ο Μπόρις απελάθηκαν λίγες μέρες μετά τη διερεύνηση του αδικήματος και ενώ η εκδίκαση της υπόθεσης εκκρεμούσε. Είναι επίσης φανερό, ότι η απέλαση έγινε παρά την επιστολή του κ. Χατζηλοΐζου προς την κατηγορούσα αρχή ότι επιθυμούσε όπως τα συγκεκριμένα πρόσωπα καταθέσουν ως μάρτυρες στη διαδικασία.

Ο ακριβής χρόνος απέλασης δεν είναι γνωστός. Φαίνεται ότι ο κ. Χατζηλοΐζου αποτάθηκε στην αστυνομία με σχετικό αίτημα στις 14.4.1998. Η εξέταση των καταθέσεων των συγκεκριμένων μαρτύρων, καθώς και όσα λέχθηκαν από την Ερμίλοβα, δείχνουν ότι τα συγκεκριμένα πρόσωπα δεν είχαν οποιαδήποτε ανάμειξη στο αδίκημα ή στις περιστάσεις που το περιέβαλλαν και δε βλέπουμε πως η εξέτασή τους θα βοηθούσε την εφεσείουσα.  Η Λίντια απλώς μοιραζόταν το διαμέρισμα με την Ερμίλοβα και στην κατάθεση που έδωσε στην αστυνομία ρητά αναφέρει ότι δεν ήξερε τίποτε για τις δραστηριότητες της συγκατοίκου της, αφού κατά τις επισκέψεις των πελατών της η ίδια πάντοτε έλειπε από το διαμέρισμα. Δε νομίζουμε ότι ακόμα κι’ αν αποδεικνυόταν ότι η Λίντια ήταν ενήμε[*457]ρη των δραστηριοτήτων της Ερμίλοβα η υπόθεση της εφεσείουσας θα επηρεαζόταν καθ’ οιονδήποτε τρόπο. Η εμπλοκή δε του Μπόρις είναι ακόμα πιο απομακρυσμένη. Θα πρέπει να σημειωθεί, ότι η υπεράσπιση παρέλειψε εν πάση περιπτώσει να εκδόσει σχετικές μαρτυρικές κλήσεις για τα πρόσωπα αυτά.

Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι το υπεύθυνο για την παρουσίαση της υπόθεσης όργανο είναι η κατηγορούσα αρχή, ενώ την ευθύνη για τη διακίνηση των αλλοδαπών έχει το Τμήμα Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως.  Το γεγονός ότι και τα δύο τμήματα επανδρώνονται στο μεγαλύτερο τουλάχιστον μέρος τους από μέλη της Αστυνομικής Δύναμης Κύπρου δεν καθιστά τις δύο υπηρεσίες ταυτόσημες και συνεπώς δεν μπορεί να κατηγορείται η κατηγορούσα αρχή ότι απέλασε τους μάρτυρες παρά την επιθυμία της εφεσείουσας να τους χρησιμοποιήσει. Εκείνο που η κατηγορούσα αρχή είχε υποχρέωση να πράξει, ήταν να ενημερώσει το Τμήμα Μεταναστεύσεως για το αίτημα του συνηγόρου της κατηγορούμενης, αλλά δεν μπορούσε να επιβάλει την παραμονή των συγκεκριμένων αλλοδαπών.

Η εφεσείουσα προσβάλλει και την ποινή ως υπερβολική, αλλά κατά την ακρόαση της έφεσης τίποτε δεν έχει λεχθεί για το θέμα αυτό. Κάτω από τις περιστάσεις, είμαστε αναγκασμένοι να υποθέσουμε ότι η εφεσείουσα εγκατέλειψε το σχετικό λόγο έφεσης.

Ενόψει όλων των πιο πάνω, η παρούσα έφεση θα πρέπει να απορριφθεί και απορρίπτεται.

H έφεση απορρίπτεται.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο