(1998) 2 ΑΑΔ 471
[*471]22 Δεκεμβρίου, 1998
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΡΟΥΣΟΣ,
Εφεσείων,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 6442)
Ποινικός Κώδικας — Συνέργεια μετά τη διάπραξη ποινικού αδικήματος κατά παράβαση των Άρθρων 23, 24, 255 και 262 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 — Ποία τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος — Αποδείχθηκαν στην παρούσα υπόθεση — Επικύρωση της καταδίκης από το Εφετείο.
Εκδίκαση ποινικών υποθέσεων — Η διάγνωση της ποινικής ευθύνης του κατηγορουμένου πρέπει να συντελείται εντός ευλόγου χρόνου — Ποία η έννοια του εύλογου χρόνου — Ο κατακερματισμός της ακρόασης σε ημερομηνίες που απέχουν πολύ η μια από την άλλη πρέπει να αποφεύγεται.
Λέξεις και Φράσεις — “Συνεργός μετά τη διάπραξη κακουργήματος” στο Άρθρο 23 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.
Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος για το αδίκημα της συνέργειας μετά τη διάπραξη του ποινικού αδικήματος της κλοπής που διεπράχθη από τον κατηγορούμενο 1. Ο κατηγορούμενος 1 είχε κλέψει από σκοπό στρατοπέδου της Εθνικής Φρουράς, μία τελαμώνα με τις σφαίρες. Ο εφεσείων, ο οποίος ήταν μαζί του, όταν ρωτήθηκε από κάποιο στρατιώτη, λίγο αργότερα, αν γνώριζε οτιδήποτε για το συμβάν, απάντησε αρνητικά. Την ίδια απάντηση έδωσε και ο κατηγορούμενος 1. Ο τελευταίος όταν οδηγήθηκε στο στρατόπεδο, ανέφερε ότι η κλαπείσα τελαμώνα ήταν κάτω από τη θέση του συνοδηγού και ότι θα μπορούσαν να την πάρουν.
Ο εφεσείων ισχυρίσθηκε ότι:
(1) Η πρωτόδικη απόφαση ήταν εσφαλμένη γιατί:
[*472](α) Ήταν αντίθετη προς την προσαχθείσα μαρτυρία.
(β) Δεν υπήρχε μαρτυρία η οποία να τεκμηριώνει τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
(2) Η απόφαση του δικαστηρίου και/ή η δίκη στο σύνολό της είναι άκυρη, λόγω παράβασης του δικαιώματός του για τη διαπίστωση της ποινικής του ευθύνης μέσα σε εύλογο χρόνο.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου στηρίζονται σχεδόν αποκλειστικά πάνω στην κατάθεση την οποία έδωσε ο εφεσείων στην Αστυνομία, η οποία επιβεβαιώνεται και από άλλη μαρτυρία.
2. Τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος είναι:
(α) Γνώση ότι άλλος είναι ένοχος ποινικού αδικήματος.
(β) Παροχή ασύλου ή βοήθειας στον άλλο με σκοπό να του παρασχεθεί η δυνατότητα να διαφύγει την τιμωρία.
Με βάση τις διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου, έχουν αποδειχθεί και τα δύο συστατικά στοιχεία του αδικήματος.
3. Το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος, το οποίο είναι ταυτόσημο με το Άρθρο 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών, καθιστά τη δίκη άκυρη στην ολότητά της αν η υπόθεση δεν εκδικάσθηκε εντός ευλόγου χρόνου. Το κατά πόσο μια υπόθεση εκδικάζεται εντός ευλόγου χρόνου είναι θέμα που εξετάζεται με βάση το πολύπλοκο της υπόθεσης, τις περιστάσεις που προκάλεσαν την καθυστέρηση και τη συμπεριφορά των διαδίκων.
Δεν υπάρχει αρχή δικαίου ότι “η οποιαδήποτε καθυστέρηση και μόνο οδηγεί αυτόματα στην ακυρότητα της εκδοθείσης αποφάσεως.”
Στην κρινόμενη υπόθεση, η διάγνωση της ποινικής ευθύνης του εφεσείοντα συντελέστηκε σε διάστημα 16 μηνών από την καταχώρηση της υπόθεσης στο Δικαστήριο. Παρόλο ότι είναι επιθυμητό όπως οι ποινικές υποθέσεις εκδικάζονται μέσα σε πολύ πιο σύντομο χρονικό διάστημα και όπως αποφεύγονται οι αναβολές, εκτός αν αυτό είναι αδύνατο, στην παρούσα υπόθεση η συνολική διάρκεια της διαδικασίας, δεν ήταν τόσο υπερβολική για [*473]να συνιστά παραβίαση του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος.
Η έφεση απορρίπτεται.
Aναφερόμενες Υποθέσεις:
Jones v. R., 33 Cr. App. R. 83,
King v. Levy [1912] 1 K.B. 158,
Rose v. R., 46 Cr. App. R. 103,
Sykes v. D.P.P., 45 Cr. App. R. 280,
Ευσταθίου v. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 294,
Χασσάν v. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 78,
Χριστοδούλου v. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 84,
Μακρή και Άλλοι v. Χατζηευαγγέλου (1993) 1 Α.Α.Δ. 203,
Αθανασίου κ.ά. v. Κουνούνη (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 614,
Stogmullen v. Austria, Series A9 p.40 [1969],
Tsiarta and Another v. Yiapana and Another (1962) C.L.R. 198,
Nicolaou v. Police (1965) 2 C.L.R. 87.
Έφεση εναντίον Kαταδίκης.
Έφεση εναντίον της καταδίκης από τον Παναγιώτη Xαραλάμπους Pούσο, ο οποίος βρέθηκε ένοχος στις 19 Iανουαρίου, 1998, από το Eπαρχιακό Δικαστήριο Πάφου (Ποινική Yπόθεση Αρ. 4842/96) στην κατηγορία της συνέργειας μετά τη διάπραξη ποινικού αδικήματος, κατά παράβαση των Άρθρων 23, 24, 255 και 262 του Ποινικού Kώδικα, Kεφ. 154 και καταδικάστηκε από Παπαμιχαήλ, E.Δ., σε £100 πρόστιμο και £50 έξοδα.
Α. Λάρδος, για τον Εφεσείοντα.
Στ. Τσιβιτανίδου-Κύζη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
[*474]ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος για το αδίκημα της συνέργειας μετά τη διάπραξη ποινικού αδικήματος, κατά παράβαση των άρθρων 23, 24, 255 και 262 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες του αδικήματος, στις 4.9.95, ενώ ο εφεσείων γνώριζε ότι “ο πρώτος κατηγορούμενος διέπραξε το ποινικό αδίκημα της κλοπής, του παρείχε βοήθεια με σκοπό να του δοθεί η δυνατότητα να διαφύγει τιμωρία”.
Οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου πάνω στις οποίες θεμελιώθηκε η καταδικαστική απόφαση έχουν ως εξής:
Ο κατηγορούμενος 1 και ο εφεσείων, αφού επισκέφθηκαν διάφορα κέντρα και κατανάλωσαν οινοπνευματώδη ποτά, αποφάσισαν να επιστρέψουν με το αυτοκίνητο του εφεσείοντα στα σπίτια τους. Στη διάρκεια της διαδρομής, ο κατηγορούμενος 1 εξέφρασε την επιθυμία του προς τον εφεσείοντα να επισκεφθούν το στρατόπεδο της 8ης Στρατιωτικής Διοίκησης, στο οποίο είχαν υπηρετήσει και οι δύο, με σκοπό να αστειευθούν με το σκοπό. Παρά τις αρχικές αντιρρήσεις του εφεσείοντα, ο τελευταίος πείσθηκε από τον κατηγορούμενο 1. Οδήγησε το αυτοκίνητό του σε δρόμο πλαγιόδρομο της κύριας οδού και το άφησε εκεί. Στη συνέχεια κατέβηκε από το αυτοκίνητο ο κατηγορούμενος 1, πλησίασε το σκοπό, ο οποίος φαίνεται ότι δε βρισκόταν στη θέση του και αφαίρεσε από αυτόν την τελαμώνα με τις σφαίρες. Όταν ο κατηγορούμενος 1 επέστρεψε στο αυτοκίνητο, κρατούσε μια τελαμώνα με σφαίρες. Ο εφεσείων του πρότεινε να επιστρέψουν τις σφαίρες γιατί - όπως το έθεσε στην κατάθεσή του - θα έβρισκαν τον “μπελά τους”. Επικράτησε μια αμηχανία μεταξύ τους και ο εφεσείων ξεκίνησε για να περάσει από το στρατόπεδο για να δει τι συμβαίνει. Προχώρησε μπροστά από το στρατόπεδο και σκέφθηκε να σταματήσει και να επιστρέψει την τελαμώνα αλλά τον εμπόδισε ο κατηγορούμενος 1. Του είπε να προχωρήσει γιατί αν επιστρέψουν την τελαμώνα θα εύρισκαν “τα αποτυπώματά του” πάνω. Μετά από όσα του είπε ο κατηγορούμενος 1, ο εφεσείων προχώρησε. Σε κάποια στιγμή, ενώ οδηγούσαν στην περιοχή, ένα αυτοκίνητο τους άναψε τα φώτα, δείχνοντάς τους ότι θα έπρεπε να σταματήσουν. Συμμορφώθηκαν και τους πλησίασε κάποιος στρατιώτης (Μ.Κ.4). Τους ανέφερε ότι εκλάπη μια τελαμώνα και τους ρώτησε αν γνωρίζουν οτιδήποτε για το συμβάν. Οι δύο απάντησαν αρνητικά. Τους υπέδειξε να τον ακολουθήσουν στο στρατόπεδο και συμμορφώθηκαν. Όταν έφθασαν στο στρατόπεδο, ο κατηγορούμενος 1 ανάφερε στο στρατιώτη (Μ.Κ.4), ότι η κλαπείσα τελαμώνα είναι κάτω από τη θέση του συνοδηγού και θα μπορούσε να την πάρει.
O εφεσείων διατείνεται ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι εσφαλμένη γιατί,
(α) Δε δικαιολογείται “και/ή είναι αντίθετη προς την προσαχθείσα μαρτυρία”.
(β) Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε σε συμπεράσματα και/ή υποθέσεις χωρίς να υπάρχει μαρτυρία επί τούτου.
Παρατηρούμε: Οι διαπιστώσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου στηρίζονται σχεδόν αποκλειστικά πάνω στην κατάθεση, την οποία έδωσε ο εφεσείοντας στην Αστυνομία, η οποία επιβεβαιώνεται και από άλλη μαρτυρία. Αυτό που απομένει να εξεταστεί είναι κατά πόσο οι πιο πάνω διαπιστώσεις είναι ικανές να θεμελιώσουν την εκκαλούμενη καταδικαστική απόφαση. Προκύπτει για εξέταση το πιο κάτω ζήτημα:
Κατά πόσο η καταδικαστική απόφαση ήταν δικαιολογημένη, λαμβανομένης υπόψη της απόδειξης που προσάχθηκε.
Το επίδικο αδίκημα προβλέπεται από το άρθρο 23* του Κεφ. 154. Όπως προκύπτει από το λεκτικό του άρθρου 23, τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος είναι δύο:
(α) Γνώση ότι άλλος είναι ένοχος ποινικού αδικήματος.
(β) Παροχή ασύλου ή βοήθειας στον άλλο με σκοπό να του παρασχεθεί η δυνατότητα να διαφύγει την τιμωρία.
Στην Jones v. R., 33 Cr. App. R. 83, 88, το θέμα τίθεται ως πιο κάτω:
“An accessory after the fact is one who, knowing that another person has been guilty of felony, takes some active step to conceal the felοny and to prevent the apprehension of the principal felon”.
[*476]Σε ελληνική μετάφραση:
“Συνεργός είναι εκείνος ο οποίος εν γνώσει του ότι άλλο πρόσωπο είναι ένοχος κακουργήματος λαμβάνει κάποιο ενεργό μέτρο να αποκρύψει το κακούργημα και αποτρέψει τη σύλληψη του αυτουργού.”
Στην King v. Levy [1912] 1 K.B. 158, 160 έχει υιοθετηθεί η πιο κάτω διατύπωση από το “Stephen’s Commentaries” Vol. , c.3:
“Generally, any assistance whatever given to a felon, to hinder his being apprehended, tried or suffering punishment, makes the assistor an accessory.”
Σε ελληνική μετάφραση:
“Γενικά οποιαδήποτε βοήθεια που δίδεται σε ένα δράστη για να εμποδισθεί η σύλληψή του, η δίκη ή η τιμωρία του καθιστά το βοηθό συνεργό.”
Στην Rose v. R., 46 Cr. App. R. 103, 104 υποδεικνύεται πως το αδίκημα της συνέργειας διαπράττεται όταν γίνεται κάτι με σκοπό να εξασφαλισθεί, αν αυτό είναι δυνατό, η μη σύλληψη του δράστη (Βλ. και Sykes v. D.P.P. 45 Cr. App. R. 280).
Με βάση τις πιο πάνω διαπιστώσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου, κρίνουμε πως έχουν αποδειχθεί και τα δύο συστατικά στοιχεία του αδικήματος. Ακολουθεί πως η έφεση πρέπει να απορριφθεί, γιατί η καταδικαστική απόφαση δικαιολογείται, λαμβανομένης υπόψη της απόδειξης που προσάχθηκε (Βλ. άρθρο 145(β) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155).
Ο εφεσείων έχει προβάλει και δεύτερο λόγο έφεσης. Υποστήριξε πως η καταδίκη του “και/ή η απόφαση του δικαστηρίου και/ή το σύνολο της δίκης είναι άκυρη λόγω παράβασης του δικαιώματός του για τη διαπίστωση της ποινικής του ευθύνης μέσα σε εύλογο χρόνο”.
Χρειάζεται να γίνει αναφορά στα πραγματικά γεγονότα που σχετίζονται με τον πιο πάνω λόγο της έφεσης.
Το αδίκημα διαπράχθηκε την 4.9.95 και η ποινική υπόθεση καταχωρήθηκε την 7.6.96 και ορίστηκε για ακρόαση την 3.9.96. Οι δύο κατηγορούμενοι δεν παραδέχθηκαν ενοχή και η υπόθεση [*477]ορίστηκε για ακρόαση την 1.11.96.
Την 1.11.96 ο κατηγορούμενος 1 άλλαξε την απάντησή του στην κατηγορία και η υπόθεση ορίστηκε την 7.1.97 για έκθεση των γεγονότων σε σχέση με τον κατηγορούμενο 1 και για ακρόαση σε σχέση με τον εφεσείοντα. Δόθηκαν, επίσης, οδηγίες για να ετοιμασθεί έκθεση του Γραφείου Ευημερίας για τον κατηγορούμενο 1. Την 7.1.97, μετά την έκθεση των γεγονότων, το δικαστήριο επέβαλε ποινή στον κατηγορούμενο 1 και η υπόθεση ορίστηκε την 4.4.97, αναφορικά με τον εφεσείοντα. Την 4.4.97 η υπόθεση αναβλήθηκε για την 13.6.97 λόγω έλλειψης χρόνου του δικαστηρίου. Για τον ίδιο λόγο αναβλήθηκε για την 19.9.97. Η ακρόαση άρχισε στις 19.9.97 και, αφού ακούσθηκε η μαρτυρία ενός μάρτυρα, αναβλήθηκε για τις 10.10.97. Στις 10.10.97 δεν προχώρησε η ακρόαση λόγω της συνεχιζόμενης ακρόασης της υπόθεσης με αρ. 2474/96. Η ακρόαση επανάρχισε στις 29.10.97, συνεχίσθηκε στις 17.11.97 και συμπληρώθηκε στις 12.12.97. Η εκκαλούμενη απόφαση εκδόθηκε στις 19.1.98.
Το άρθρο 30.2 του Συντάγματος ορίζει ότι “έκαστος κατά τη διάγνωση των αστικών αυτού δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ή οιασδήποτε κατ’ αυτού ποινικής κατηγορίας δικαιούται ανεπηρεάστου, δημόσιας ακροαματικής διαδικασίας εντός ευλόγου χρόνου, ενώπιον ανεξάρτητου αμερόληπτου και αρμοδίου δικαστηρίου ιδρυομένου δια νόμου”.
Στην Ευσταθίου v. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 294, υποδεικνύεται ότι παραβίαση των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στο άρθρο 30.2, καθιστά τη διαδικασία άκυρη στην ολότητά της. Το κατά πόσο μια υπόθεση εκδικάζεται εντός ευλόγου χρόνου είναι ζήτημα που πρέπει να εξετάζεται με βάση το πολύπλοκο της υπόθεσης, τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες προκαλείται η καθυστέρηση και τη συμπεριφορά των διαδίκων (Βλ. Χασσάν v. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 78 και Χριστοδούλου v. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 84).
Στην Μακρή v. Χ”Ευαγγέλου (1993) 1 Α.Α.Δ., υποδεικνύεται ότι δεν υπάρχει αρχή δικαίου ότι “η οποιαδήποτε καθυστέρηση και μόνο οδηγεί αυτόματα στην ακυρότητα της εκδοθείσης αποφάσεως”, γιατί θα απέληγε σε άρνηση των δικαιωμάτων του δικαιωθέντος διαδίκου ο οποίος υπέστη και αυτός την ταλαιπωρία της καθυστέρησης.
Στην Αθανασίου κ.ά. v. Κουνούνη, Πολιτική Έφεση [*478]9041/25.5.97, η απόφαση εκδόθηκε σε 18 μήνες μετά την επιφύλαξή της. Κρίθηκε, ότι δεν είχε καταδειχθεί οποιαδήποτε εκτροπή από τα θέσμια της δίκαιης δίκης όπως καθορίζονται στο άρθρο 30.2 του Συντάγματος.
Το άρθρο 30.2 του Συντάγματος είναι ταυτόσημο με το άρθρο 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών (“η Σύμβαση”).
Η σχετική με την ερμηνεία του άρθρου 6(1) της Σύμβασης νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων είναι ταυτόσημη με τη δική μας νομολογία.
Στην France Series A, Publication of the European Court of Human Rights, para. 58, 1989, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων παρατήρησε ότι η κατοχύρωση του ευλόγου χρόνου υπογραμμίζει τη σπουδαιότητα απονομής της δικαιοσύνης χωρίς καθυστέρηση η οποία θα έθετε σε κίνδυνο την αποτελεσματικότητα και αξιοπιστία της.
Σκοπός της σχετικής πρόνοιας είναι η προστασία των διαδίκων από τις υπερβολικές διαδικαστικές καθυστερήσεις (Stogmullen v. Austria Series A9 p.40 [1969]).
Στο σύγγραμμα “Law of the European Convention on Human Rights” των D.J. Harris, M. O’ Boyle and C. Warbrick, σελ. 223, 229, 230 υποδεικνύεται:
“The reasonableness of the length of proceedings in both criminal and non-criminal cases depends on the particular circumstances of the case. There is no absolute time limit .......................................................................................................
It is difficult to find consistent guidelines in the Court’s jurisprudence that provide assistance in predicting the outcome of cases. At one stage, the Court followed an approach by which it looked to see whether the overall time taken was such as to be prima facie unreasonable for the kind of proceedings concerned. If it was, then the proceedings were examined in detail and the onus was upon the defendant state to justify each element of the time taken. Thus in Guincho v. Portugal, Series A 81 [1984], nearly four years for a personal injuries claim that was still pending before the trial court was ‘at first sight’ unreasonable for a single jurisdictional level and therefore required ‘close examination’. Lately, the Court has not overtly used such a formula, preferring instead to look at [*479]each case on its merits. Whatever the approach, one would expect that whenever a period of unjustifiable and other than de minimis delay can be attributed to the state, the Court would find a breach of Article 6. In fact, however, it does not always do so. Although it requires periods when little or nothing has happened in order to find a breach (Lombardo v. Italy, Series A 249-C [1992]), the Court has been prepared to tolerate some proven instances of delay provided the overall length of the proceedings is not clearly excessive given the number of stages of proceedings in the case (Cesarini v. Italy, Series A 245-B [1992]).”
Σε ελληνική μετάφραση:
“Το εύλογο της διάρκειας της διαδικασίας, τόσο σε ποινικές όσο και μη ποινικές υποθέσεις, εξαρτάται από τις περιστάσεις της υπόθεσης. Δεν υπάρχει απόλυτη χρονική προθεσμία ..........................................................................
Είναι δύσκολο να εντοπιστούν σταθερές κατευθυντήριες γραμμές στη Νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, οι οποίες παρέχουν βοήθεια για την πρόβλεψη του αποτελέσματος των υποθέσεων. Σε κάποιο στάδιο, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο ακολουθούσε προσέγγιση με την οποία φρόντιζε να εξετάσει κατά πόσο το σύνολο του χρόνου ήταν τέτοιο που, εκ πρώτης όψεως, να είναι παράλογο για τη συγκεκριμένη διαδικασία. Αν ήταν, τότε η διαδικασία εξεταζόταν εξονυχιστικά και το βάρος το είχε το εναγόμενο κράτος να δικαιολογήσει το κάθε στοιχείο του χρόνου που χρειάσθηκε. Έτσι στην Guincho v. Portugal, Series A 81 [1984], περίοδος σχεδόν 4 ετών για μια αξίωση σωματικών βλαβών η οποία συνέχιζε να εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου ήταν από - μια πρώτη ματιά - παράλογη για ένα μόνο δικαιοδοτικό επίπεδο και επομένως χρειαζόταν ενδελεχή εξέταση. Πρόσφατα το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο δεν έχει έκδηλα χρησιμοποιήσει τέτοια φόρμουλα και προτιμά να εξετάζει κάθε υπόθεση με βάση τα δικά της χαρακτηριστικά. Οποιαδήποτε και αν είναι η προσέγγιση, ένας θα αναμένει ότι όπου μια περίοδος αδικαιολόγητης καθυστέρησης άλλης από την de minimis καθυστέρηση μπορεί να αποδοθεί στο κράτος, το Δικαστήριο θα διαπιστώσει παραβίαση του άρθρου 6. Στην πραγματικότητα, όμως, δεν το κάμνει πάντοτε. Παρόλο ότι απαιτεί περίοδους όπου έχουν γίνει λίγα ή τίποτε για να διαπιστώσει παραβίαση (Βλ. Lombardo v. Italy, Series A 249-C [1992]), το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο ήταν διατεθειμένο να ανεχθεί ορισμένες αποδεδειγμένες περιπτώσεις καθυστέρησης, νοουμένου ότι η [*480]συνολική διάρκεια της διαδικασίας δεν είναι καθαρά υπερβολική, λαμβανομένων υπόψη των σταδίων από τα οποία πέρασε η υπόθεση (Cesarini v. Italy, Series A.245-B [1992])”.
Στην Tsiarta and Another v. Yiapana and Another (1962) C.L.R. 198, 208 τονίστηκε:
“... adjournments ... produce justifiable dissatisfaction by litigants and their witnesses, and statistical records of this Court confirm the opinion there are far too many. If an action can proceed the first time it comes on for trial so much the better. When adjournments are necessary there should be no more than one or two. After that there should be no more adjourments except in unsual circumstances, as to which the Judge has to decide .................................................................
Concerning the taking of evidence in our opinion once a trial is begun it should proceed continuously day in and day out, where possible, until its conclusion.”
Σε ελληνική μετάφραση:
“.. οι αναβολές ... προκαλούν δικαιολογημένη δυσφορία στους διαδίκους και στους μάρτυρές τους και τα στατιστικά στοιχεία αυτού του Δικαστηρίου επιβεβαιώνουν τη γνώμη ότι υπάρχουν πολλές αναβολές. Αν μια αγωγή μπορεί να προχωρήσει την πρώτη μέρα που ορίζεται για ακρόαση τόσο το καλύτερο. Όπου οι αναβολές είναι αναγκαίες δεν πρέπει να είναι πάνω από μια ή δύο. Μετά από αυτό δεν πρέπει να υπάρχουν άλλες αναβολές εκτός κάτω από ασυνήθιστες περιστάσεις, για τις οποίες θα αποφασίζει το δικαστήριο .....................................................
Αναφορικά με τη λήψη της μαρτυρίας έχουμε την άποψη πως άπαξ και αρχίσει μια δίκη πρέπει να συνεχίζεται καθημερινά, όπου αυτό είναι δυνατό, μέχρι τη συμπλήρωσή της.”
Τα πιο πάνω λέχθηκαν σε πολιτική υπόθεση. Ωστόσο στην Nicolaou v. Police (1965) 2 C.L.R. 87 τονίστηκε ότι τυγχάνουν πιο αυστηρής εφαρμογής στις ποινικές υποθέσεις.
Τα όσα λέχθηκαν στην Tsiarta (πιο πάνω) αποτελούν χωρίς αμφιβολία την ιδεώδη και επιθυμητή κατάσταση. Προτρέπουμε, με αυτή την ευκαιρία, τα πρωτόδικα δικαστήρια να τα έχουν υπόψη τους και να τα εφαρμόζουν εκτός εάν υπάρχουν ανυπέρ[*481]βλητα εμπόδια. Ο προγραμματισμός της δικαστικής εργασίας με τρόπο που να αποφεύγονται, όσο αυτό είναι δυνατό, οι αναβολές και ο κατακερματισμός της ακρόασης σε ημερομηνίες που απέχουν πολύ η μια από την άλλη, αποτελεί παράγοντα που συμβάλλει στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Προάγει την αποτελεσματικότητά της και την αξιοπιστία της.
Στην κρινόμενη περίπτωση, η διάγνωση της ποινικής ευθύνης του εφεσείοντα συντελέσθηκε σε διάστημα 16 μηνών από την καταχώριση της υπόθεσης στο δικαστήριο. Παρόλο ότι ειναι επιθυμητό όπως οι ποινικές υποθέσεις εκδικάζονται μέσα σε πολύ πιο σύντομο χρονικό διάστημα και όπως αποφεύγονται οι αναβολές, εκτός αν αυτό είναι αδύνατο, στην παρούσα υπόθεση η συνολική διάρκεια της διαδικασίας δεν ήταν τόσο υπερβολική για να συνιστά παραβίαση του άρθρου 30.2 του Συντάγματος. Ο σχετικός λόγος της έφεσης απορρίπτεται.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα επιχείρησε να επιχειρηματολογήσει και εναντίον ενδιάμεσης απόφασης του πρωτόδικου δικαστηρίου με την οποία είχε επιτραπεί η τροποποίηση του κατηγορητηρίου. Του υποδείχθηκε ότι δεν είχε προβληθεί τέτοιος λόγος έφεσης στην ειδοποίηση έφεσης και εγκατέλειψε την πρόθεσή του.
Η έφεση απορρίπτεται.
H έφεση απορρίπτεται.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο