(1998) 2 ΑΑΔ 487
[*487]23 Δεκεμβρίου, 1998
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]
ΣΤΕΛΙΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΜΙΧΑΗΛ,
Εφεσείων,
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
(Πoινική Έφεση Αρ. 6532)
Ποινή — Κλοπή και διάρρηξη (έξι κατηγορίες) από σχολικά κτίρια και οικήματα αθλητικών σωματείων και κλοπή (μία κατηγορία) κατά παράβαση των Άρθρων 294(α), 255 και 262 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 — Εφεσείων, άτομο με βεβαρημένο ποινικό μητρώο — Πέντε προηγούμενες καταδίκες (τρεις για ένοπλη ληστεία και διάρρηξη κατοικίας κατά τη διάρκεια της νύκτας και δύο για διάρρηξη και κλοπή) — Λήφθηκαν υπόψη έξι εκκρεμείς υποθέσεις για παρόμοια αδικήματα — Ανακτήθηκε μέρος του κλαπέντος ποσού — Προβλήματα υγείας — Επιβολή συντρέχουσων ποινών φυλάκισης 4 χρόνων για τις πρώτες έξι κατηγορίες και 2 χρόνων για την έβδομη κατηγορία — Μείωση της ποινής κατ’ έφεση σε 3 χρόνια, λόγω επιδείνωσης της κατάστασης της υγείας του εφεσείοντα — Η μείωση της ποινής κατέστησε δυνατή την άμεση ένταξή του στο πρόγραμμα της ανοικτής φυλακής.
Ποινή — Επιμέτρηση — Συνιστά πρωταρχική ευθύνη του πρωτόδικου Δικαστηρίου — Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όταν η ποινή είναι το αποτέλεσμα σφάλματος αρχής ή όταν είναι έκδηλα υπερβολική — Πότε η ποινή κρίνεται υπερβολική.
Ποινή — Επιμέτρηση — Επιβαρυντικοί παράγοντες — Διάπραξη μεγάλου αριθμού παρόμοιων, με το υπό εκδίκαση, αδικημάτων (διαρρήξεων και κλοπών) — Συχνότητα με την οποία διαπράττονται τα αδικήματα αυτά — Συνηγορούν υπέρ της επιβολής αποτρεπτικών ποινών.
Ποινή — Επιμέτρηση — Ελαφρυντικοί παράγοντες — Επιδείνωση της κατάστασης της υγείας του εφεσείοντα μετά την καταδίκη του σε φυλάκιση — Συνιστούσε εξαιρετικές περιστάσεις για μείωση της ποινής κατ’ έφεση για καθαρά ανθρωπιστικούς λόγους — Ποία η προσέγγιση του Εφετείου επί του θέματος.
[*488]Τα γεγονότα, οι νομικές αρχές και ο παράγων που λήφθηκε υπόψη από το Εφετείο - η αποδεδειγμένη με μαρτυρία επιδείνωση της κατάστασης του εφεσείοντα - για μείωση της ποινής, προκύπτουν σαφώς από τις πιο πάνω εισαγωγικές σημειώσεις.
Το Εφετείο, παρά τη διαπίστωσή του ότι η ποινή φυλάκισης 4 χρόνων δεν είναι υπερβολική, επέδειξε επιείκεια για καθαρά ανθρωπιστικούς λόγους, μειώνοντας την επιβληθείσα ποινή σε ποινή φυλάκισης 3 χρόνων. Η ποινή μειώθηκε σε βαθμό που να επιτρέπει στον εφεσείοντα να ενταχθεί στο πρόγραμμα της ανοικτής φυλακής.
Η έφεση επιτρέπεται. Μείωση της ποινής με ποινή φυλάκισης 3 χρόνων.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Philippou v. Republic (1983) 2 C.L.R. 245,
Χαραλάμπους v. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 222,
Fields v. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 316,
Κουφού και Άλλος v. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 396,
Σουπουρής v. Aστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 58,
Λοΐζου v. Aστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 227,
Παπαδόπουλος v. Δημοκρατίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 179,
Σωκράτους v. Δημοκρατίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 132,
Γεωργίου v. Aστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525,
Ψωμά v. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 40,
Σάββα v. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 231,
Αντάρτης v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 138,
Barhouch v. Republic (1987) 2 C.L.R. 245,
Psyllas v. Police (1979) 2 C.L.R. 224,
Zewar v. Δημοκρατίας (1990) 2 A.A.Δ. 384,
[*489]El-Disi v. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 536,
Chokami v. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 189,
Kαρυολαίμου v. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 437,
Λαζάρου v. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 129.
Έφεση εναντίον Ποινής.
Έφεση εναντίον της ποινής από το Στέλιο Aντωνίου Mιχαήλ, ο οποίος βρέθηκε ένοχος στις 4 Iουνίου, 1998, από το Kακουργιοδικείο Λευκωσίας (Ποινική Yπόθεση Αρ. 36868/92) σε κατηγορίες που αφορούν διαρρήξεις και κλοπές από σχολικά κτίρια, οικήματα αθλητικών σωματείων και από τα περίπτερα αυτών και κλοπή από αυτοκίνητο, κατά παράβαση των Άρθρων 294(α), 255 και 262 του Ποινικού Kώδικα, Kεφ. 154 και καταδικάστηκε από Xατζηχαμπή, Π.E.Δ., Kολατσή, A.E.Δ. και Γιασεμή, E.Δ., σε συντρέχουσες ποινές φυλάκισης 4 χρόνων σε κάθε κατηγορία που αφορά διάρρηξη και κλοπή και 2 χρόνων στην κατηγορία της κλοπής από αυτοκίνητο.
Μ. Χάσικος με Μεν. Κυπριανού, για τον Εφεσείοντα.
Α. Μαππουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων έχει καταδικαστεί κατόπιν δικής του παραδοχής σε έξι κατηγορίες που αφορούν διαρρήξεις και κλοπές από σχολικά κτίρια και οικήματα αθλητικών σωματείων και σε μια κατηγορία κλοπής, κατά παράβαση των άρθρων 294(α), 255 και 262 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Πιο συγκεκριμένα, ο εφεσείων είχε προβεί σε διαρρήξεις και κλοπές από τα σωματεία Παρνασσός Στροβόλου, ΕΘΑ Έγκωμης, Κεραυνός Στροβόλου, ΑΠΟΕΛ και Ανόρθωση και από τα κυλικεία του Μακαρείου Σταδίου, του Λυκείου Αποστόλου Βαρνάβα, του Γυμνασίου Κωνσταντινουπόλεως και της Β΄ Τεχνικής Σχολής. Κατά την επιμέτρηση της ποινής, ο εφεσείων ζήτησε όπως ληφθούν υπόψη άλλες έξι υποθέσεις που εκκρεμούσαν εναντίον του, που αφορούσαν παρόμοια αδικήματα που είχαν διαπραχθεί μεταξύ [*490]Νοεμβρίου του 1992 και Ιανουαρίου του 1993. Το συνολικό ποσό που είχε κλαπεί ανερχόταν σε £15.440 και ανακτήθηκε, κυρίως με τη βοήθεια άλλου προσώπου, περιουσία αξίας £6.507. Ο εφεσείων βαρυνόταν με τρεις προηγούμενες καταδίκες, που αφορούσαν ένοπλη ληστεία και διάρρηξη κατοικίας κατά τη διάρκεια της νύκτας και άλλες δύο υποθέσεις διαρρήξεων και κλοπών, για τις οποίες του είχαν επιβληθεί ποινές φυλάκισης. Το Κακουργιοδικείο, αφού έλαβε υπόψη όλα τα περιστατικά της υπόθεσης, μεταξύ των οποίων και ιατρική έκθεση, σύμφωνα με την οποία ο εφεσείων παρουσίαζε κατά το αρχικό στάδιο της κράτησης του υπέρταση ψηλού βαθμού, που όμως είχε μειωθεί αισθητά μετά την υποβολή του σε θεραπεία, τον καταδίκασε σε φυλάκιση 4 χρόνων για τις πρώτες έξι κατηγορίες και σε φυλάκιση 2 χρόνων για την έβδομη κατηγορία. Οι ποινές να συντρέχουν.
Με την παρούσα έφεση ο εφεσείων προσβάλλει ως υπερβολική την ποινή που του έχει επιβληθεί. Ο ευπαίδευτος συνήγορός του περιορίστηκε να βασίσει την επιχειρηματολογία του, σχετικά με τη μείωση της ποινής, στη χειροτέρευση της υγείας του εφεσείοντος μετά την καταδίκη του.
Η ιατρική έκθεση που ετοιμάστηκε κατόπιν οδηγιών του Δικαστηρίου, πριν από την ακρόαση της έφεσης, αναφέρει ότι ο εφεσείων, ευθύς αμέσως μετά από την εισαγωγή του στις Κεντρικές Φυλακές, υπεβλήθη στον καθιερωμένο κλινικό έλεγχο. Διαπιστώθηκε ότι έπασχε από κακοήθη υπέρταση της τάξης 200/120 mm στήλης υδραργύρου, παρά τη φαρμακευτική αγωγή που ελάμβανε. Λόγω της αύξησης της χοληστερίνης και της κρεατίνης του αίματος, που διαπιστώθηκε από σχετική ανάλυση αίματος, ο εφεσείων νοσηλεύθηκε κατά διάφορες ημερομηνίες στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας όπου του έγιναν εξετάσεις και του χορηγήθηκαν διάφορα φάρμακα. Στις 31.10.98 εισήχθη στο Καρδιολογικό τμήμα του Γενικού Νοσοκομείου για περαιτέρω εξετάσεις και εξήλθε στις 6.11.98 με διάγνωση ιδιοπαθούς υπέρτασης. Από τις 6.11.98 μέχρι και σήμερα και παρά τη φαρμακευτική αγωγή και τη δίαιτα που ακολουθεί, παρουσιάζει συχνά κρίσεις υπέρτασης της τάξης 220/110 mm Hg που συνοδεύονται με έντονη κεφαλαλγία και ζάλη. Ήταν η γνώμη του κυβερνητικού γιατρού Δρ. Χρ. Παπανεάρχου, που έχει εξετάσει τον εφεσείοντα, ότι λόγω της μέχρι σήμερα πορείας της κατάστασής του, η περαιτέρω κράτησή του πιθανό να οδηγήσει σε επιδείνωση της κατάστασής του με κίνδυνο ακόμα και εγκεφαλικού επεισοδίου.
Ενόψει της πιο πάνω ιατρικής γνώμης, το δικαστήριο έδωσε [*491]οδηγίες στον εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής να ζητήσει από το γιατρό Παπανεάρχου να εξηγήσει και διευκρινήσει γιατί η κράτηση του εφεσείοντα “πιθανό να οδηγήσει σε επιδείνωση της κατάστασής του”.
Μετά από άδεια του Δικαστηρίου, ο γιατρός έδωσε τις σχετικές διευκρινίσεις προφορικά ενώπιόν μας. Μας είπε: “Η κράτησή του δημιουργεί κάποιο ’stress’ (‘άγχος’). Κάτω από συνθήκες ‘stress’ (‘άγχους’), είτε σωματικού είτε ψυχικού, οποιοσδήποτε ασθενής παρουσιάζει υπέρταση. Η περίπτωση του εφεσείοντα δεν είναι συνηθισμένη περίπτωση. Το να διατηρείται η υπέρταση σε τόσο ψηλά επίπεδα, παρά τη συστηματική θεραπεία, συμβάλλει και η ψυχολογική κατάσταση του εφεσείοντα, η οποία δημιουργείται λόγω της κράτησής του η οποία και επιτείνει το πρόβλημα”.
Το καθήκον επιμέτρησης της ποινής ανήκει στο πρωτόδικο δικαστήριο. Το Εφετείο επεμβαίνει όχι όταν απλώς κρίνει ότι η ποινή ενδεχομένως θα μπορούσε να είναι επιεικέστερη, αλλά όταν καταφαίνεται ότι ήταν το αποτέλεσμα σφάλματος αρχής ή όταν είναι έκδηλα υπερβολική (Βλ. Φιλίππου v. Δημοκρατίας (1983) 2 Α.Α.Δ. 245, Χαραλάμπους v. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 222, Fields v. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 316, Κουφού και Άλλου ν. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 396, Σουπουρής v. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 58 και Λοΐζου v. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 227). Δυνατότητα επέμβασης παρέχεται μόνο όπου το στοιχείο της υπερβολής στην ποινή βρίσκει αντικειμενικό έρεισμα, μετά από το συσχετισμό της με το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης, περιλαμβανομένου του ατόμου του κατηγορουμένου (Βλ. Φιλίππου (πιο πάνω), Παπαδόπουλος v. Δημοκρατίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 179, 182, Σωκράτους v. Δημοκρατίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 132, 136, Χαραλάμπους (πιο πάνω), Γεωργίου v. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525, 530, 553, Ψωμά v. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 40, 43, 44, Σάββα v. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 231).
Λαμβάνουμε υπόψη τη σοβαρότητα και φύση των αδικημάτων. Ιδιαίτερα λαμβάνουμε υπόψη το μεγάλο αριθμό διαρρήξεων στις οποίες έχει εμπλακεί ο εφεσείων. Αυτή η πτυχή της υπόθεσης καταδεικνύει πως ο εφεσείων είναι άτομο επικίνδυνο για την κοινωνία. Τα δικαστήρια έχουν καθήκο να προστατεύσουν του νομοταγείς πολίτες από άτομα της νοοτροπίας του εφεσείοντα. Ένας άλλος επιβαρυντικός παράγοντας είναι η συχνότητα με την οποία διαπράττονται αυτά τα αδικήματα, η οποία - συχνότητα - συνηγορεί υπέρ της επιβολής αποτρεπτικών ποινών.
[*492]Στην Αντάρτης v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 6240/10.5.97, το θέμα της ποινής σε υποθέσεις διαρρήξεων προσεγγίσθηκε ως εξής:
“Η ανάγκη για την αυστηρή αντιμετώπιση των πιο πάνω αδικημάτων λόγω κυρίως της συχνότητάς τους έχει τονιστεί επανειλημμένα από το Ανώτατο Δικαστήριο (Βλ. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Ανδρέου (1994) 2 Α.Α.Δ. 194, Dirazo v. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 197, Φιλίππου v. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 113, Al-Awar κ.α. v. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 160). Μάλιστα πολύ πρόσφατα (βλ. Παναγίδης v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 6239/18.4.97), η απόφαση του Εφετείου αρχίζει με τη θλιβερή διαπίστωση πως τα τελευταία χρόνια το έγκλημα στην Κύπρο παρουσιάζει αυξητική τάση. Καταλήγει δε με τη διακήρυξη της υποστήριξης του Εφετείου σε αυστηρές ποινές για τέτοιου είδους συμπεριφορά. Στην ίδια απόφαση επισημαίνονται τα πιο κάτω: ‘οι κλοπές, οι διαρρήξεις και άλλα ομοειδή αδικήματα είναι στην πρώτη γραμμή της εγκληματικότητας χωρίς να δείχνουν σημεία κάμψης. Σημειώνεται αντίθετα έξαρση. Τα δικαστήρια αντιμετώπισαν τέτοια εγκλήματα με αυστηρότητα, γιατί προκαλούν ρήγματα στην έννομη τάξη και διαβίωση και διαβρώνουν συνάμα το αίσθημα ασφάλειας του πολίτη’.”
Θεωρούμε λοιπόν ότι επιβάλλεται αυστηρή αντιμετώπιση, λόγω της συχνότητας με την οποία διαπράττονται τα πιο πάνω αδικήματα και για την προστασία της κοινωνίας.
Λαμβανομένων υπόψη των πραγματικών περιστατικών που περιβάλλουν την έφεση, σε συνάρτηση με τους πιο πάνω επιβαρυντικούς παράγοντες και τις προσωπικές περιστάσεις του εφεσείοντα, κρίνουμε πως η εκκαλούμενη ποινή δεν είναι υπερβολική.
Απομένει να εξεταστεί το θέμα της κατάστασης της υγείας του εφεσείοντα όπως αυτή έχει εξελιχθεί μετά την καταδίκη του.
Σύμφωνα με το ενώπιόν μας υλικό (βλ. ιατρικό πιστοποιητικό ημερ. 28.5.98), ο εφεσείων υπέφερε από υπέρταση και κατά το στάδιο της δίκης του από το πρωτόδικο δικαστήριο. Παρουσίασε όμως σαφή βελτίωση. Με βάση τη μαρτυρία του γιατρού Παπανεάρχου, διαπιστώνουμε πως η κατάσταση της υγείας του επιδεινώθηκε μετά την καταδίκη του. Ένας από τους παράγοντες που συμβάλλουν στην επιδείνωση είναι η ψυχολογική κατάσταση του εφεσείοντα η οποία δημιουργείται σαν αποτέλεσμα της κράτησής του στις φυλακές.
[*493]Η παρουσίαση της μαρτυρίας, η οποία σχετίζεται με την εξέλιξη της κατάστασης της υγείας του εφεσείοντα μετά την καταδίκη του, έγινε κατ’ εφαρμογή της Νομολογίας μας (Βλ. Barhouch v. Δημοκρατίας (1987) 2 C.L.R. 245, Psyllas v. Police (1979) 2 C.L.R. 224, Zewar v. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 384, El-Disi v. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 536, Chokami v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 6357/14.7.98 και Καρυόλαιμος v. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 6389/14.12.98).
Στη Λαζάρου v. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 129 γίνεται επισκόπηση της Νομολογίας που σχετίζεται με την προσέγγιση του Εφετείου σε περιπτώσεις επιδείνωσης της κατάστασης της υγείας του εφεσείοντα μετά την καταδίκη του. Μεταφέρουμε το σχετικό απόσπασμα:
“Στην Barhouch v. Republic (1987) 2 C.L.R. 245 το Εφετείο είχε διαπιστώσει ότι η διανοητική κατάσταση της Εφεσείουσας είχε επιδεινωθεί σε μεγάλο βαθμό ενώ εξέτιε την ποινή της στις φυλακές, ότι υπέφερε από κατάθλιψη, ότι παρουσίαζε τάσεις αυτοκτονίας, ότι περαιτέρω κράτησή της θα επιδείνωνε την κατάστασή της ακόμα περισσότερο και ότι παρουσίασε όγκο στο στήθος για τον οποίο υπήρχαν μεγάλες υπόνοιες ότι ήταν κακοήθης, αρνείτο δε, λόγω της κατάθλιψής της, να υποστεί την αναγκαία εγχείρηση για τη βιοψία του όγκου. Το Εφετείο έκαμε τη διαπίστωση, ότι η ζωή της εφεσείουσας αντιμετώπιζε σοβαρό κίνδυνο μετά τη σοβαρή επιδείνωση της σωματικής και ψυχικής της υγείας και περιέγραψε την όλη κατάστασή της ως τραγική. Ακολούθως, το Δικαστήριο εξέφρασε την άποψη ότι σε περιπτώσεις, όπως εκείνη ενώπιόν του, στις οποίες λαμβάνουν χώρα εξαιρετικής μορφής μεταγενέστερες εξελίξεις στις προσωπικές ή τις οικογενειακές συνθήκες του προσώπου που έχει καταδικαστεί σε φυλάκιση, το Εφετείο μπορεί να επέμβει εναντίον της ποινής την οποία δεν κρίνει ως έκδηλα υπερβολική, για καθαρά ανθρωπιστικούς λόγους.
Η υπόθεση Barhouch (ανωτέρω) ακολουθήθηκε στην υπόθεση Mohamed Zewar v. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 384, στην οποία η κακή κατάσταση της υγείας του εφεσείοντα είχε επιδεινωθεί, ενώ εξέτιε την ποινή του, με αποτέλεσμα να χρησιμοποιεί πατερίτσες λόγω αδυναμίας που αντιμετώπιζε στο βάδισμα και να μην μπορεί πάντοτε να συγκρατεί τα ούρα του. Το Εφετείο απάντησε καταφατικά στο ερώτημα κατά πόσο η κατάσταση αυτή της υγείας του εφεσείοντα συνιστούσε εξαιρετικές περιστάσεις και προχώρησε για λόγους καθαρά [*494]ανθρωπιστικούς στη μείωση της ποινής φυλάκισης που είχε επιβληθεί στον εφεσείοντα.
Η τελευταία αυθεντία στην οποία είχε γίνει αναφορά είναι η Adli Yousef El-Disi v. Της Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 536, η οποία αποτελεί μια ακόμα περίπτωση στην οποία το Εφετείο χαρακτήρισε τις προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντα ως εξαιρετικές και επέδειξε επιείκεια μειώνοντας την ποινή φυλάκισης που του είχε επιβληθεί. Πριν ακόμα ο εφεσείων καταδικαστεί, έπασχε από οφθαλμική νόσο η οποία του είχε στερήσει πλήρως την όραση στο δεξί μάτι. Του είχε επίσης περιορίσει την όραση στο αριστερό μάτι στο 50% της κανονικής. Ενώ εξέτιε την ποινή του, η όρασή του στο αριστερό μάτι είχε μειωθεί στο 20-30% της κανονικής. Η επιδεινούμενη οφθαλμική νόσος του είχε πρόσθετα προκαλέσει κρίσεις άγχους και κεφαλαλγίες.”
Ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσίβλητης Δημοκρατίας, ενεργώντας με πολύ ακριβοδίκαιο τρόπο, ανέφερε πως, σύμφωνα με τους Κανονισμούς των Φυλακών, όταν ένας κρατούμενος εκτίσει το 1/3 της ποινής του, εντάσσεται στο πρόγραμμα της ανοικτής φυλακής. Δεδομένου ότι ο εφεσείων έχει εκτίσει μέρος της ποινής του - καταδικάστηκε την 4.6.98 - το άφησε στο Δικαστήριο να αποφασίσει κατά πόσο ενδείκνυται μείωση της ποινής του σε βαθμό που θα του επιτρέπει να ενταχθεί αμέσως στο πρόγραμμα της ανοικτής φυλακής.
Παρά τη διαπίστωσή μας ότι η εκκαλούμενη ποινή δεν είναι υπερβολική, έχουμε την άποψη πως η επιδείνωση της κατάστασης της υγείας του εφεσείοντα συνιστά εξαιρετικές περιστάσεις. Για λόγους καθαρά ανθρωπιστικούς θα επιδειχθεί επιείκεια. Η ποινή του εφεσείοντα μειώνεται στα 3 χρόνια. Η μείωσή της θα καταστήσει δυνατή την άμεση ένταξή του στο πρόγραμμα της ανοικτής φυλακής.
Η έφεση επιτρέπεται ως ανωτέρω.
H έφεση επιτρέπεται. Μείωση της ποινής με ποινή φυλάκισης 3 χρόνων.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο