Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Νίκου Π. Κλεάνθους κ.α. (1999) 2 ΑΑΔ 320 Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Νίκου Π. Κλεάνθους κ.α., ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΕΦΕΣΕΙΣ ΑΡ. 6616, 6622, 6623, 21 Ιουνίου 1999

(1999) 2 ΑΑΔ 320

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΕΦΕΣΕΙΣ ΑΡ. 6616, 6622, 6623

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΑΡΤΕΜΗ, ΚΡΟΝΙΔΗ, ΗΛΙΑΔΗ, ΔΔ.

 

Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας,

Εφεσείων

ν.

(1) Νίκου Π. Κλεάνθους, Στρ. Τιμάγια, Πανόραμα Κωρτ, Διαμ. 30, Λάρνακα

(2) Παναγιώτη Α. Παναγή, Ξυλοφάγου,

(3) Σάββα Ν. Νικολαΐδη, Απόλλωνας 27Β, Λευκωσία,

Εφεσιβλήτων

--------------------------------

21 Ιουνίου 1999

Για τον Εφεσείοντα: κ. Γ. Παπαϊωάννου.

Για τους Εφεσιβλήτους: κ. Σ. Δράκος.

----------------------------

ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί

από το Δικαστή Τ. Ηλιάδη.

--------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.:

) Η απόφαση

Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας απάλλαξε και αθώωσε τους τρεις εφεσιβλήτους από διάφορες κατηγορίες προαγωγής σε πορνεία (κατά παράβαση του άρθρου 157(β) του Κεφ. 154) και προαγωγής διαφθοράς με απειλές (κατά παράβαση του άρθρου 159(α) του Κεφ. 154) πέντε καλλιτέχνιδων από τη Ρουμανία που εργάζονταν στο μουσικοχορευτικό κέντρο Ideal στην Αγία Νάπα. Ο α΄ και γ΄ εφεσίβλητος ήταν οι υπεύθυνοι (διευθυντές) του νυκτερινού κέντρου ενώ ο β΄ εφεσίβλητος ήταν το πρόσωπο που ενεργούσε ως φρουρός των κοπέλων κατά τη διάρκεια της ημέρας στα διαμερίσματα στα οποία διέμεναν. Η καταχώριση της ποινικής υπόθεσης ήταν το αποτέλεσμα παραπόνων που υποβλήθηκαν από συγκεκριμένες καλλιτέχνιδες που εργάζονταν στο κέντρο Ideal στην Αγία Νάπα στο Λοχία 2282 Ν. Ηροδότου του ΥΑΜ Λευκωσίας, όταν ο τελευταίος επισκέφθηκε το πιο πάνω κέντρο για να διερευνήσει καταγγελίες που είχαν υποβληθεί προηγουμένως ότι ο ιδιοκτήτης του κέντρου κατακρατούσε τα διαβατήρια των αλλοδαπών καλλιτέχνιδων και τις εξωθούσε σε πορνεία.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απάλλαξε και αθώωσε και τους τρεις κατηγορουμένους. Τα συμπεράσματα και ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου περιέχονται στην τελευταία παράγραφο της απόφασης την οποία κρίνουμε σκόπιμο να παραθέσουμε αυτούσια.

“Εν πάση περιπτώσει η υποβολή του δικηγόρου των κατηγορουμένων ότι δεν αποδείχθηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση στηρίζεται ουσιαστικά σε ένα και μόνο γεγονός ότι όλες οι εμπλεκόμενες κοπέλες ήταν κοινές πόρνες, είχαν εργαστεί προηγουμένως κατ’ επανάληψη σε σωρεία μουσικοχορευτικών κέντρων τύπου καμπαρέ στην Κύπρο. Τους εδόθη περαιτέρω άδεια να έλθουν και να εργαστούν ξανά σε καμπαρέ στην Κύπρο από το Λειτουργό Μεταναστεύσεως ο οποίος είμαι βέβαιος ότι τόσο ο ίδιος όσο και οι λειτουργοί του γνώριζαν επακριβώς τι θα έκαναν οι ξένες αυτές καλλιτέχνιδες στο καμπαρέ Ideal στην Αγία Νάπα. Είναι νομολογιακά κατοχυρωμένο ότι είναι της πάσης γνωστό ότι κανένας δεν μπορεί να προάξει μία κοινή πόρνη στην πορνεία γιατί κάποιος άλλος το έχει ήδη κάνει προηγουμένως. Εάν οι κατηγορούμενοι καλούνταν να απολογηθούν για τα αδικήματα τα οποία κατηγορούνται θα έπρεπε να κατηγορηθούν για να απολογηθούν με τον ίδιο τρόπο πλείστοι όσοι κρατικοί λειτουργοί είχαν εμπλακεί ή ευθύνονται εξ αντικειμένου για την παροχή άδειας εργασίας στας ξένας αυτάς καλλιτέχνιδας. Δεν μπορώ να διανοηθώ γιατί δίδεται άδεια σε κοινές πόρνες να έρχονται στην Κύπρο να εργαστούν ως κοινές πόρνες και μετά να κατηγορούνται τα γκαρσόνια και ο πορτάρης του καμπαρέ για προαγωγή σε πορνεία. Ποιός είναι τελικά ο προαγωγός και ποιός ο προαγόμενος. Και όλα αυτά να γίνονται εις πλήρη γνώση των αρμοδίων φορέων της πολιτείας. Οι κατηγορούμενοι αθωώνονται και απαλλάσσονται από όλες τις κατηγορίες. Γιατί μεταξύ άλλων είναι και οι τελευταίοι τροχοί της άμαξας μιας άμαξας η οποία έπρεπε να είχε παύσει να υφίσταται με παρέμβαση του Κράτους εδώ και χρόνια.”

 

Είναι η θέση του εφεσείοντος ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ελλιπής αφού δεν περιέχει την απαιτούμενη αιτιολόγηση. Ειδικότερα έχει υποβληθεί ότι δεν έχει γίνει οποιαδήποτε αξιολόγηση της μαρτυρίας που έχει παρουσιαστεί και η απόφαση δεν περιέχει ευρήματα αναφορικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων της Κατηγορούσας Αρχής που έχουν καταθέσει, σε βαθμό που η απόφαση να καθίσταται επισφαλής στο σύνολό της.

Τόσο η Αγγλική νομολογία (Wiseman and another v. Borman and others (1967) 3 All E.R. 1045, Cozens v. Brutus (1972) 2 All E.R. 1, Ellis v. Jones (1973) 2 All E.R. 893, R. v. Barker (1975) 65 Cr. App. R. 287, R. v. Galbraith (1981) 2 All E.R. 1061, R. v. Olugboja (1981) 2 All E.R. 442) όσο και οι Κυπριακές αποφάσεις (R. v. Mehmet 16 C.L.R. 46, Αζίνας ν. Αστυνομία (1981) 2 C.L.R. 9) που εξετάζουν τις προεκτάσεις του άρθρου 74(β) του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155 έχουν εξεταστεί στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 133, όπου ο Δικαστής Πικής τόνισε ότι η απαλλαγή ενός κατηγορουμένου μετά τη συμπλήρωση της παράθεσης της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής δικαιολογείται όταν,

(i) Δεν στοιχειοθετείται εξ αντικειμένου η υπόθεση της κατηγορίας λόγω της απουσίας ενός ή περισσοτέρων των συστατικών στοιχείων του εγκλήματος και

(ii) Οποτεδήποτε η μαρτυρία είναι τόσο αντινομική ή στερείται πειστικότητας, σε βαθμό που κανένα λογικό Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να βασίσει σε αυτή την καταδίκη του κατηγορουμένου.

Οπως έχει τονιστεί επανειλημμένα σε μια σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου η αιτιολόγηση της απόφασης αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της εγκυρότητας της δικαστικής διεργασίας. Αυτό διασφαλίζεται και από το άρθρο 30.2 του Συντάγματος που επιβάλλει την αιτιολόγηση των δικαστικών αποφάσεων ως απαραίτητο στοιχείο για την εγκυρότητα της δικαστικής λειτουργίας. (Ιδε Ioannidou v. Dikeos (1969) 1 C.L.R. 235, Pioneer Candy Ltd v. Tryfon & Sons Ltd (1981) 1 C.L.R. 440, Δρουσιώτης ν. Ιερωνυμίδης, Π.Ε. 7534 της 30/11/90 και Βασιλείου και άλλοι ν. Μενελάου και άλλος, Π.Ε. 6801 της 27/12/90). Η αιτιολόγηση βασίζεται κατά κανόνα στην ανάλυση της μαρτυρίας που παρουσιάζεται. Η έκταση που λαμβάνει η ανάλυση ποικίλει ανάλογα με το περιεχόμενο της μαρτυρίας που παρουσιάζεται. Μια γενική αναφορά στη μαρτυρία δεν είναι από μόνη της αρκετή. (Ιδε Ανδρέου ν. Χριστοφόρου (1991) 1 Α.Α.Δ. 828).

Στην υπόθεση Pioneer Candy Ltd v. Tryfon & Sons Ltd (1981) 1 C.L.R. 440 τονίστηκε ότι μια αιτιολογημένη απόφαση πρέπει να περιέχει

(α) Ανάλυση της μαρτυρίας υπό το φως των επίδικων θεμάτων,

(β) Διατύπωση συγκεκριμένων ευρημάτων και

(γ) Σαφή δικαστική απόφαση.

Η γενική αναφορά ότι “οι κατηγορούμενοι αθωώνονται και απαλλάσσονται από όλες τις κατηγορίες” με τη συλλήβδην απόρριψη της μαρτυρίας των εννέα μαρτύρων που έχουν καταθέσει εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής, δεν αποκαλύπτει τις διεργασίες που οδήγησαν στην πιο πάνω κατάληξη και δεν επιτρέπει τη δυνατότητα εξάσκησης οποιουδήποτε ελέγχου της ορθότητας τους. Ενας διάδικος σε μια ποινική διαδικασία έχει το δικαίωμα να γνωρίζει γιατί το Δικαστήριο αρνείται να αποδεχθεί την εκδοχή της μιας πλευράς. Και τούτο γιατί άρνηση παροχής της σχετικής αιτιολογίας μπορεί να ισοδυναμεί με άρνηση φυσικής δικαιοσύνης. (Ιδε R. v. Crown Court at Harrow, Ex parte Dave (1994) 1 All E.R. 315). Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην προκείμενη υπόθεση, όχι μόνο δεν ανέλυσε τη μαρτυρία που είχε παρουσιαστεί, αλλά ούτε αναφέρθηκε σε αυτήν. Η απόφαση που δόθηκε είναι τελείως αδικαιολόγητη και αναμφίβολα αποτελεί πρότυπο αποφυγής.

(β) Παρεμφερή θέματα

Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου συμπεριλαμβάνει και θέματα τα οποία είναι άσχετα με τα επίδικα θέματα όπως επίσης και θέματα για τα οποία δεν είχε προσφερθεί οποιαδήποτε συγκεκριμένη μαρτυρία με προβολή ερωτημάτων και παρατηρήσεων από το Δικαστήριο.

Ενα παράδειγμα αποτελεί η εισαγωγή της απόφασης με την οποία ο πρωτόδικος Δικαστής επεξηγεί ότι κίνητρα που δεν είχαν σχέση με την ορθή απονομή της δικαιοσύνης ώθησαν στην καταχώριση της ποινικής διαδικασίας, χωρίς να έχει προς τούτο ενώπιον του το απαραίτητο μαρτυρικό υπόβαθρο. Παραθέτουμε προς τούτο αυτούσια την εισαγωγή της απόφασης:

“Η υπόθεση αυτή δεν έπρεπε να είχε καταχωρηθεί ποτέ. Πρόκειται κατά τη δική μου αντίληψη για κλασσική στα νομικά χρονικά περίπτωση κακόβουλης δίωξης. Πρόκειται περαιτέρω για περίπτωση όπου ισχύει η παρατήρηση του E. Pashukanis στο σύγγραμμα του Marxism and the Law. Οπως εξηγά ο Pashukanis ορισμένες φορές η εκτελεστική εξουσία για να καλύψει τα νώτα της προχωρεί στην πρόσαψη κατηγοριών οι οποίες διατυπώνονται με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι βέβαιο στον κάθε έμπειρο νομικό ότι ποτέ δεν θα μπορούν να καταλήξουν σε καταδίκη.

Με τον τρόπο αυτό αποσιωπάται η λαϊκή αντίδραση και μεταφέρεται η δικαιολογημένη οργή και αγανάκτηση του κόσμου σε άλλους φορείς εξουσίας π.χ. τα δικαστήρια, και οι διάφοροι κρατικοί λειτουργοί, αστυνομικοί κλπ συνεχίζουν έτσι ανενόχλητοι το έργο τους ενώ παράλληλα έχουν στρέψει τα φώτα της δημοσιότητας αλλού.”

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε επίσης με την περιγραφή του χώρου διαμονής των καλλιτέχνιδων και διερωτήθηκε γιατί δεν λήφθηκαν ποινικά μέτρα από την Αστυνομία εναντίον αυτών που τις κατακρατούν, χωρίς να έχει υποβληθεί προς τούτο συγκεκριμένη καταγγελία. Παραθέτουμε προς τούτο το σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση.

“Συνήθως ο χώρος διαμονής τους είναι πλησίον είτε πάνω από τον χώρο εργασίας τους και για κάποιο παράξενο λόγο όλα αυτά τα μουσικοχορευτικά κέντρα τύπου καμπαρέ είναι υπόγεια χωρίς ξεχωριστούς χώρους στάθμευσης και πάλι για κάποιο παράξενο λόγο που είμαι βέβαιος ότι οι αρμόδιοι υπάλληλοι του Υπουργείου Εσωτερικών μπορούν να εξηγήσουν, έχουν δεόντως εγκεκριμένες ώρες λειτουργίας. Οι κοπέλες αφού αφεθούν ήσυχες για περίοδο μιας εβδομάδας ώστε να εξοικειωθούν με το νέο τους περιβάλλον ακολούθως εντάσσονται στην εργασία τους. Διαμένουν παράλληλα σε διαμερίσματα πλησίον ή πάνω από το μουσικοχορευτικό κέντρο όπου καθόλη τη διάρκεια της ημέρας τις προσέχει ως ακοίμητος φρουρός ένα άτομο προχωρημένης συνήθως ηλικίας που στη δική μου αντίληψη αντιπροσωπεύει το ρόλο του ευνούχου σε χαρέμι αλλά στην Κύπρο ονομάζεται “πορτάρης” ο οποίος ουσιαστικά τις κρατά φυλακισμένες στα διαμερίσματα τους και μπορούν να φύγουν από αυτά μόνο κατόπιν δικής του άδειας. Αυτό έγινε και στη συγκεκριμένη περίπτωση. Για κάποιο παράξενο λόγο ούτε ο Λειτουργός Μεταναστεύσεως ούτε οι αρμόδιοι υπάλληλοι ούτε η Αστυνομία ενοχλείται από την παράνομη αυτή φυλάκιση των κοπέλων ούτε και προσήχθη στη συγκεκριμένη περίπτωση οποιαδήποτε κατηγορία εναντίον οποιουδήποτε για παράνομη φυλάκιση. Ούτε και ο εξεταστής της υπόθεσης ούτε και ο Αστυνομικός Διευθυντής Αμμοχώστου εξέτασαν αυτό το ενδεχόμενο. Για ορισμένους φαίνεται ότι το άρθρο 162 του Ποινικού Κώδικα αλλά και το ποινικό αδίκημα της παράνομης φυλάκισης έχουν σιωπηλώς καταργηθεί.”

 

Το ερώτημα γιατί ο Λειτουργός Μετανάστευσης παρέμεινε στην αρμοδιότητα του Υπουργείου Εσωτερικών ενώ οι υφιστάμενοι λειτουργοί του υπάγονται στην Αστυνομική Δύναμη Κύπρου και κατ’ επέκταση στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, είναι ένα άλλο ερώτημα που προβλημάτισε το Δικαστήριο. Οπως αναφέρεται στη σχετική απόφαση,

“Και γιατί όπως εξήγησε ο μάρτυρας κατηγορίας υπάλληλος του Λειτουργού Μεταναστεύσεως οι αστυνομικοί οι οποίοι υπηρετούν το Λειτουργό Μεταναστεύσεως να υπάγονται τόσο στο Υπουργείο Εσωτερικών υπεύθυνος του οποίου είναι ο Λειτουργός Μεταναστεύσεως όσο και στην Αστυνομική Δύναμη Κύπρου η οποία υπάγεται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης. Ποιόν και τι εξυπηρετά αυτή η δυαδική δομή ιεραρχίας; Ποιό κρατικό συμφέρον διασφαλιζόταν όταν κατά τη μεταβίβαση της Αστυνομικής Δύναμης Κύπρου από την αρμοδιότητα του Υπουργείου Εσωτερικών στο Υπουργείο Δικαιοσύνης ο Λειτουργός Μετανάστευσης παρέμεινε στο Υπουργείο Εσωτερικών ενώ οι υφιστάμενοι Λειτουργοί του είναι μέλη της Αστυνομικής Δύναμης Κύπρου; Ποιός είναι ο ιεραρχικά ανώτερος αυτών των κρατικών υπαλλήλων; Ποιόν έχουν υποχρέωση να υπακούουν το Λειτουργό Μεταναστεύσεως ή τον Αρχηγό της Αστυνομίας; Αληθεύει περαιτέρω ο ισχυρισμός του μάρτυρα ότι υπάρχει κανονισμός ο οποίος εκδόθηκε από το Λειτουργό Μεταναστεύσεως ότι “απαγορεύεται πάραυτα εις ξένας καλλιτέχνιδας να ερωτεύονται νυμφευμένους Κυπρίους και τανάπαλιν”; Τι γίνεται τέλος πάντων σε αυτόν τον τομέα του Κράτους. Ευτυχώς το Δικαστήριο έχει ευθύνη όπως προκύπτει από τη μαρτυρία να διατυπώσει αυτά τα ερωτήματα. Είναι άλλων η ευθύνη να απαντήσουν.”

 

Οι πιο πάνω αναφορές που έγιναν από το πρωτόδικο Δικαστήριο σε θέματα που δεν έχουν σχέση με τα επίδικα θέματα δεν μπορούν παρά να χαρακτηρισθούν ως επιεικώς απαράδεκτες.

(γ) Δικαστική γνώση

Το πρωτόδικο Δικαστήριο επεστράτευσε τον κανόνα της “Δικαστικής γνώσης” για να καταλήξει σε δικά του συμπεράσματα ως προς το τι θα μπορούσε να περιέχει μια ερωτική συνάντηση μεταξύ ενός 17χρονου νέου και μιας καλλιτέχνιδας, μετά την κατάθεση 17χρονου μάρτυρα κατηγορίας ότι διευθέτησε να δει την επόμενη μέρα μια καλλιτέχνιδα και συμφώνησε μαζί της ως προς “τα κόλπα που θα του έκαμνε”. Οπως αναφέρεται στη σχετική απόφαση,

“Νομίζω ότι το Δικαστήριο θα μπορούσε να λάβει δικαστική γνώση για το τι κόλπα είναι δυνατό να μαγειρευθούν μεταξύ ενός δεκαεφτάχρονου και μίας εικοσάχρονης καλλιτέχνιδας τα μεσάνυκτα σε μουσικοχορευτικό κέντρο τύπου καμπαρέ στην Αγία Νάπα.”

 

Ο κανόνας της Δικαστικής γνώσης δίνει την ευχέρεια σε ένα Δικαστήριο να δέχεται ως αποδεδειγμένα μερικά αναμφισβήτητα και πασίδηλα γεγονότα όπως π.χ. ότι οι γάτοι είναι κατοικίδια ζώα (Nye v. Niblett (1918) 1 KB 23), ότι η αξία του νομίσματος έχει αρχίσει να υποτιμάται από το 1189 (Bryant v. Foot (1868) LR 3 Q.B. 497), ότι δεκαπέντε μέρες είναι μια πολύ μικρή περίοδος για μια ανθρώπινη κύηση (R. v. Luffe (1807) 8 East 193), ότι η προώθηση της μάθησης είναι ένας από τους σκοπούς των Πανεπιστημίων της Οξφόρδης και του Καίιμπριτζ (Oxford Poor Rate Case (1857) 8 El+Bl 184), ότι ένας μήνας έχει ένα συγκεκριμένο αριθμό ημερών και ότι μια συγκεκριμένη ημερομηνία ήταν Κυριακή (Hanson v. Shackleton 4 Dowl. 48).

Εχει νομολογιακά καθιερωθεί ότι τα Δικαστήρια μπορεί να λάβουν δικαστική γνώση συγκεκριμένων τοπικών θεμάτων όπως π.χ. το σχεδιασμό οδών, κατά πόσο η τροχαία κίνηση είναι μεγάλη και την ύπαρξη παλλίροιας. Ομως άνκαι έχει αποφασισθεί ότι μπορεί να ληφθεί δικαστική γνώση του γεγονότος ότι κοινές γυναίκες συχνάζουν σε μια ορισμένη περιοχή (Paul v. D.P.P. (1989) Crim. L. R. 660) αφού αυτό αποτελεί ένα γεγονός που είναι γνωστό στο πλατύ κοινό, εντούτοις ο κανόνας δεν μπορεί να προεκταθεί για να καλύψει και “τα κόλπα που μπορούν να μαγειρευθούν από ένα δεκαεφτάχρονο και μια εικοσάχρονη καλλιτέχνιδα τα μεσάνυκτα σε μουσικοχορευτικό κέντρο τύπου καμπαρέ στην Αγία Νάπα”.

(δ) Επεμβάσεις Δικαστηρίου

Από μια προσεκτική εξέταση των πρακτικών της ακροαματικής διαδικασίας διαφαίνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο σε κάποια στάδια της διαδικασίας είχε υποβάλει συγκεκριμένες ερωτήσεις σε μάρτυρες κατηγορίας. Η τακτική αυτή δεν απαγορεύεται αλλά αντίθετα ενθαρρύνεται σε περιπτώσεις όπου επιβάλλεται η επεξήγηση ενός σημείου που παραμένει αδιευκρίνιστο. Ομως στην περίπτωση αυτή παρατηρούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο υπερέβη τα επιτρεπτά όρια και επιδόθηκε σε μια υποβολή ενός μεγάλου αριθμού ερωτήσεων που δεν είχαν καμιά σχέση με επεξηγήσεις θεμάτων που είχαν παραμείνει αδιευκρίνιστα και περισσότερο ήταν άσχετες με την κατ’ ισχυρισμό διάπραξη των αδικημάτων από τους εφεσίβλητους. Χαρακτηριστικά θα θέλαμε να παραθέσουμε μερικές από τις πιο πάνω ερωτήσεις που υποβλήθηκαν από το Δικαστήριο στο Μ.Κ. 5 Αστυνομικό Παναγιώτη Κουρτέλλη, που υπηρετούσε στο Κλιμάκιο Αλλοδαπών στο Παραλίμνι, κατά τη διάρκεια της κύριας του εξέτασης.

Δικαστήριο: Ολόκληρος οργανισμός του κράτους ελέγχει αυτά τα υποστατικά για να πετύχει τι;

Α. Η δουλειά του Immigration είναι να ελέγχει τους αλλοδαπούς, να ελέγχει τους όρους εργασίας που πρέπει να τους τηρούν βάσει του Λειτουργού Μετανάστευσης.

Δικαστήριο: Εγώ μπορεί να έχω μία υπηρέτρια και δεν ήρθετε ποτέ να ελέγξετε, ποιός ο λόγος επίσκεψης του Λειτουργού Μεταναστεύσεως στα καμπαρέ;

Α. Αν έχει πρόβλημα ο εργοδότης θα πάει να επισκεφθεί το Immigration. Στο καμπαρέ είναι ο τρόπος της λειτουργίας τους, γνωρίζουν κόσμο, είναι τόποι αναψυχής πρέπει να ελέγξουμε αν τηρούνται βάσει τους κανονισμούς.

Δικαστήριο: Οταν λέτε τόποι αναψυχής, τόποι αναψυχής είναι και οι καφετερίες και μπορείτε να τους εφαρμόζετε.

Α. Για τα καμπαρέ υπάρχει ειδική εγκύκλιος διαταγής που καθορίζεται από το Διοικητή αν τηρούν την άδεια ποτού, άδεια εργασίας των καλλιτέχνιδων.

Δικαστήριο: Υπάρχει ειδικό καθεστώς;

Α. Υπάρχουν ειδικές οδηγίες.

Δικαστήριο: Υπάρχει ειδικός φάκελος με εγκυκλίους και διαταγές;

Α. Μάλιστα. Κάθε βδομάδα βγαίνουν από το Λειτουργό Μετανάστευσης. Την 1 Ιουνίου βγήκε ότι οι καλλιτέχνιδες θα πληρώνονται μέσω τράπεζας. Δεν είναι σταθερές διαταγές, βγαίνουν από το Λειτουργό Μετανάστευσης.

.................................. .................................................. .........................

 

 

 

Δικαστήριο: Σε αυτή τη φόρμα υπάρχει υπογραφή δική σας, γιατί υπογράφετε;

Α. Για να ξέρει την επόμενη μέρα ο συνάδελφος ότι ελέγξαμε το καμπαρέ. Εγώ παίρνω οδηγίες από τον Προϊστάμενο μου αν θα πάω στο συγκεκριμένο καμπαρέ να ελέγξω.

Δικαστήριο: Αυτός ο κατάλογος συμπληρώνεται ώστε να μπορεί να ενημερώνεται το Αρχηγείο της Αστυνομίας;

Α. Ερχεται κάθε Δευτέρα για να ξέρει ο κάθε αστυνομικός ότι είναι ελεγμένα από το Immigration, για να ξέρουν πόσες καλλιτέχνιδες είναι μόνιμα στο καμπαρέ.

Δικαστήριο: Δημιουργείται η εντύπωση ότι δίνεται από το Τμήμα Μεταναστεύσεως ιδιαίτερη προσοχή στον τρόπο λειτουργίας των καμπαρέ σε αντίθεση με άλλους τομείς.

Α. Συχνάζουν πολύ γνωστά άτομα.

Δικαστήριο: Αφού είναι γνωστό ποιοί συχνάζουν στο καμπαρέ γιατί η υπηρεσία προσπαθεί να ελέγξει τον τρόπο λειτουργίας με αυτό τον τρόπο και δεν εφαρμόζει άλλα μέτρα.

.................................. .................................................. ........................

Δικαστήριο: Πόσοι ιμπρεσσάριοι υπάρχουν στην Κύπρο;

Α. Δεν έχω υπόψη μου, περίπου 10-15 ιμπρεσσάριοι.

.................................. .................................................. .......................

Δικαστήριο: Σε έτσι περιπτώσεις υπάρχουν γραπτές οδηγίες τις οποίες ακολουθείτε;

Α. Οποιοδήποτε παράπονο έχουμε σχετικά με αλλοδαπούς ακούμε το παράπονο τους ή τους λέμε το παράπονο που υπάρχει.

Δικαστήριο: Αυτή η διαδικασία που ακολουθείται σε ποιό νόμο βρίσκει έρεισμα, είναι οδηγίες του Λειτουργού Μεταναστεύσεως;

Α. Μάλιστα.

Δικαστήριο: Αυτή είναι η πρακτική που ακολουθείται σε όλες τις περιπτώσεις;

Α. Μάλιστα.

Δικαστήριο: Και έχετε οδηγίες να κρατείτε τα διαβατήρια;

Α. Σε ορισμένες περιπτώσεις τα κρατούμε όταν έχουμε υποψίες ότι θα επιφέρει ζημιά. Ακολουθείται επιστολή στο Λειτουργό Μεταναστεύσεως που μας δίνει οδηγίες ή να παραμείνει η κοπέλα στην Κύπρο ή να σταματήσει την εργασία της και δίνει οδηγίες αν θα μείνει υπό κράτηση.”

 

 

Ανκαι ένας Δικαστής έχει τη διακριτική ευχέρεια να επεμβαίνει για να κατοχυρώνει την εφαρμογή των κανόνων της αποδοχής μαρτυρίας και της ορθής διαδικασίας, εντούτοις πρέπει να αποφεύγει την υποβολή ερωτήσεων ή παρατηρήσεων σε βαθμό που δίνει την εντύπωση ότι εγκαταλείπει τη διαιτητική του παρουσία και λαμβάνει μέρος στην ακροαματική διαδικασία που αποτελεί αποκλειστικό τομέα των διαδίκων και των μαρτύρων τους. Η συμμετοχή του Δικαστή στην ακροαματική διαδικασία ισοδυναμεί με παρέκκλιση από την υποχρέωση του να τηρεί μια ανεξάρτητη στάση έναντι των διαδίκων που επιφέρει έμμεσα πλήγματα στο κύρος της δικαιοσύνης. (Ιδε Evangelou and another v. Ambizas and another (1982) 1 C.L.R. 41, Jones v. National Coal Board (1957) 2 All E.R. 155). Οπως έχει τονιστεί από το Δικαστή Denning στην απόφαση Jones (πιο πάνω),

“Ο ρόλος του Δικαστή είναι να ακούσει τη μαρτυρία και ο ίδιος να υποβάλλει ερωτήσεις στους μάρτυρες όταν αυτό είναι αναγκαίο για να διευκρινιστεί οποιοδήποτε σημείο το οποίο έχει αγνοηθεί ή παραμείνει σκοτεινόΧ για να διασφαλίσει ότι οι δικηγόροι συμπεριφέρονται κόσμια και τηρούν τους κανόνες που έχουν τεθεί από το ΝόμοΧ να αποκλείσει άσχετα ζητήματα και να αποθαρρύνει τις επαναλήψειςΧ να το καταστήσει βέβαιο με σοφές παρεμβάσεις ότι παρακολουθεί τα σημεία τα οποία θίγουν οι δικηγόροι και μπορεί να αξιολογήσει την αξία τουςΧ και στο τέλος να αποφασίσει πού έγκειται η αλήθεια. Εάν τα υπερβεί αυτά, αποβάλλει το μανδύα του δικαστή και περιβάλλεται τη δικηγορική τήβεννο. Η αλλαγή δεν του πηγαίνει. Ο Lord Chancellor Bacon μίλησε σωστά όταν είπε: “Η υπομονή και το να ακούεται κάποιος με σοβαρότητα είναι απαραίτητα μέρη της δικαιοσύνης, και ένας ομιλητικός δικαστής είναι ένα μη καλοκουρδισμένο κύμβαλο.”

 

Το θέμα εξετάστηκε πρόσφατα στην υπόθεση Κλεάνθους ν. Αστυνομία (Ποινική Εφεση 6438 της 4/3/1998) όπου ο πρωτόδικος δικαστής είχε υποβάλει 50 συνολικά ερωτήσεις στον εφεσείοντα και στους μάρτυρες κατηγορίας που δεν αποσκοπούσαν στη διευκρίνιση οποιουδήποτε σημείου. Εκδίδοντας τη σχετική απόφαση του Δικαστηρίου, ο Δικαστής Καλλής τόνισε ότι,

“Η υποβολή των ερωτήσεων δεν προάγει το συμφέρον της δικαιοσύνης και ζημιώνει την εικόνα του Δικαστηρίου το οποίο πρέπει να είναι και να φαίνεται αμερόληπτο σε όλα τα στάδια της δίκης. Είναι πολύ σημαντικό για τους δικαστές να απέχουν από κάθε ενέργεια η οποία τείνει να υπονομεύσει την αμεροληψία τους και να πλήξει την αρχή της αποστασιοποίησης τους από τη διένεξη που καλούνται να εκδικάσουν.”

 

Στην παρούσα περίπτωση οι επεμβάσεις του Δικαστηρίου ήταν το λιγότερο που μπορούμε να πούμε ατυχείς και αδικαιολόγητες. Και τούτο γιατί εκτός του ότι ήταν άσχετες με την ακροαματική διαδικασία, δεν ήταν διευκρινιστικές πάνω σε θέματα που είχαν εγερθεί σε βαθμό που να εδικαιολογούνταν διευκρινιστικές ερωτήσεις. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι οι ερωτήσεις υποβλήθηκαν στα πρώτα στάδια της κύριας εξέτασης του μάρτυρος.

(ε) Επανεκδίκαση

Εχοντας υπόψη τα πιο πάνω η απόφαση παραμερίζεται. Η διακριτική ευχέρεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου να διατάξει την επανεκδίκαση μιας ποινικής υπόθεσης εξετάστηκε σε μεγάλο αριθμό υποθέσεων. Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου (1990) 2 Α.Α.Δ. 133 τονίστηκε ότι,

“Η απόφαση για επανεκδίκαση ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου μετά την συνεκτίμηση των παραγόντων εκείνων που προσδιορίζουν τα συμφέροντα της δικαιοσύνης στη συγκεκριμένη υπόθεση. Οι παράγοντες αυτοί επεξηγούνται στις υποθέσεις Pierides v. Republic (1971) 2 C.L.R. 263, Εκδοτική Εταιρεία Κόσμος ν. Της Αστυνομίας (1984) 2 C.L.R. 121, Charalambous v. The Republic (1985) 2 C.L.R. 97 και Ττοουλιάς ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 25. Συνεκτιμούνται και σταθμίζονται όλοι εκείνοι οι παράγοντες οι οποίοι τείνουν να διαμορφώσουν τα συμφέροντα της δικαιοσύνης στις ιδιαίτερες συνθήκες της υπόθεσης. Αφενός, τα συμφέροντα του κατηγορούμενου σε συνάρτηση με την αρχή του δικαίου ότι είναι κατά κανόνα ανεπιθύμητο για τον πολίτη να υποβάλλεται στη δοκιμασία της δίκης για περισσότερες της μιας φορές και αφετέρου, τα συμφέροντα του δημοσίου για την αποτελεσματική ορθή απονομή της δικαιοσύνης.”

 

Στην παρούσα περίπτωση μετά από μια προσεκτική εξέταση όλων των περιστατικών της υπόθεσης έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι επιβάλλεται η επανεκδίκαση της υπόθεσης και σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 145(δ) του Κεφ. 155 διατάσσουμε όπως η υπόθεση παραπεμφθεί στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας για επανεκδίκαση από άλλο Δικαστή. Είμαστε βέβαιοι ότι ο ποινικός χαρακτήρας της υπόθεσης θα ληφθεί σοβαρά υπόψη για την όσο το δυνατό πιο σύντομη εκδίκαση της.

 

 

 

Δ.

 

Δ.

 

Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΔΓ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο