Τάσος Αναστασίου ν. Αστυνομίας (1999) 2 ΑΑΔ 435 Τάσος Αναστασίου ν. Αστυνομίας, ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 6783, 31 Αυγούστου, 1999

(1999) 2 ΑΑΔ 435

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 6783

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΠΙΚΗ, Π., ΑΡΤΕΜΗ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στών

Τάσος Αναστασίου,

Εφεσείων

- ν -

Α σ τ υ ν ο μ ί α ς,

Εφεσίβλητης

------------------------

31 Αυγούστου, 1999

Για τον Εφεσείοντα: Γ. Ιωάννου μαζί με Ελ. Γεωργίου (κα).

Για την Εφεσίβλητη: Γ. Παπαϊωάννου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄,

εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα.

------------------------

Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ.Μ. Πικής, Π.

------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΠΙΚΗΣ, Π.: Ο εφεσείων αντιμετωπίζει κατηγορίες μαστροπείας, εκμετάλλευσης πορνών, κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων του Ποινικού Κώδικα, και παράνομης εργοδότησης αλλοδαπών, κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, ΚΕΦ. 105. Στις 26 Αυγούστου, 1999, κλήθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο και απάντησε στις κατηγορίες που του προσάφθηκαν. Αρνήθηκε ενοχή. Το Δικαστήριο όρισε την ακρόαση της υπόθεσης στις 31 Αυγούστου, 1999. Ασκώντας τις εξουσίες, που του παρέχει το ΄Αρθρο 48 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, ΚΕΦ. 155, το Επαρχιακό Δικαστήριο διέταξε την κράτηση του εφεσείοντος μέχρι την ορισθείσα ημερομηνία ακροάσεως. Διαπίστωσε ότι συνέτρεχαν βάσιμοι λόγοι για την κράτησή του. Η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου εκδόθηκε στις 27 Αυγούστου, 1999. Την ίδια ημέρα ασκήθηκε έφεση, την οποία σπεύσαμε να ακούσουμε το συντομότερο.

Ο κ. Παπαϊωάννου, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, ήγειρε ένσταση στο παραδεκτό της έφεσης, υποστηρίζοντας ότι δεν παρέχεται δικαίωμα έφεσης κατά της εκκαλούμενης απόφασης. Καθοριστική επί του θέματος είναι η απόφαση του Εφετείου στη Georghios Lazarou and Others v. The Police (1973) 2 C.L.R. 81, στην οποία μας παρέπεμψε.

Πράγματι, στην υπόθεση εκείνη αποφασίστηκε ότι δε χωρεί έφεση κατά απόφασης του εκδικάζοντος ποινική υπόθεση δικαστηρίου, επαγόμενης την κράτηση του κατηγορουμένου εκκρεμούσης της δίκης. Εξουσία για την κράτηση του υποδίκου, εκκρεμούσης ποινικής δίκης ενώπιον του επαρχιακού δικαστηρίου, παρέχει το ΄Αρθρο 48 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, ΚΕΦ. 155, οποτεδήποτε αναβάλλεται η ακρόαση της υπόθεσης, νοουμένου ότι αυτή δεν υπερβαίνει το χρονικό διάστημα των οκτώ ημερών.

Νομολογιακή στήριξη για την απόφαση στη Georghios Lazarou and Others v. The Police, (ανωτέρω), το Εφετείο ανεύρε σε δύο προηγούμενες αποφάσεις του - στην Evangelos Christofi v. The Police (1970) 2 C.L.R. 117 και στη Photini Polycarpou Georghadji and Another v. The Republic (1971) 2 C.L.R. 229 - στις οποίες αποφασίστηκε ότι το δικαίωμα έφεσης, το οποίο παρέχεται από το ΄Αρθρο 25(2) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, (Ν. 14/60), περιορίζεται στις αποφάσεις για τις οποίες προβλέπεται δικαίωμα έφεσης από τον περί Ποινικής Δικονομίας Νόμο, ΚΕΦ. 155. δεν εκτείνεται στο σύνολο των αποφάσεων ποινικού δικαστηρίου. Αυτό προκύπτει, όπως διαπιστώθηκε, από την εξάρτηση του δικαιώματος έφεσης από το εισαγωγικό μέρος του ΄Αρθρου 25(2), το οποίο ορίζει: «Τηρουμένων των διατάξεων του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου ...». Η αίρεση, υπό την οποία τίθεται το δικαίωμα έφεσης, περιορίζει, ως κρίθηκε, την εμβέλειά του σε αποφάσεις ποινικού δικαστηρίου, στις οποίες ρητά προβλέπεται δικαίωμα έφεσης από τις διατάξεις του ΚΕΦ. 155.

Η ίδια ερμηνευτική προσέγγιση υιοθετείται και σε μεταγενέστερες αποφάσεις, ώστε να θεωρείται νομολογιακά θεμελιωμένο ότι το δικαίωμα έφεσης κατά αποφάσεων ποινικού δικαστηρίου περιορίζεται στις περιπτώσεις που ρητά προβλέπονται από τις διατάξεις του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου - (βλ. Attorney-General v. Pouris & Others (1979) 2 C.L.R. 15. Δημοκρατία ν. Ερμογένους & άλλων (1990) 2 Α.Α.Δ. 459).

Θεώρηση των αρχών, που διέπουν το δικαίωμα έφεσης κατά αποφάσεων ποινικού δικαστηρίου, γίνεται και στην απόφαση της Ολομέλειας στη Γεν. Εισαγγελέας ν. Λαζαρίδη & ΄Αλλου (1992) 2 Α.Α.Δ. 8, με ανάλογα συμπεράσματα. Το Σύνταγμα, επισημαίνεται στην ίδια απόφαση, δεν παρέχει δικαίωμα έφεσης, όπως άλλωστε διαπιστώθηκε στην Attorney-General v. Georghiou (1984) 2 C.L.R. 251.

Συνοψίζοντας, δικαίωμα έφεσης κατά αποφάσεων ποινικού δικαστηρίου παρέχεται από το ΄Αρθρο 25(2) του Ν. 14/60, σε συνάρτηση προς τις διατάξεις του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, ΚΕΦ. 155. Και, εφόσον ο τελευταίος νόμος θεσπίστηκε πριν την Ανεξαρτησία, οι πρόνοιες του τυγχάνουν εφαρμογής υπό το πρίσμα των διατάξεων του ΄Αρθρου 188.1 του Συντάγματος.

Στην Κυριάκου ν. Δήμου ΄Εγκωμης (1992) 2 Α.Α.Δ. 414, το Εφετείο έκρινε απαράδεκτη έφεση κατά απόφασης ποινικού δικαστηρίου, με την οποία ο κατηγορούμενος κλήθηκε σε απολογία. Η απόφαση εντάσσεται, όπως συνάγεται από το σκεπτικό του Δικαστηρίου, στο πλαίσιο της ευρύτερης αρχής - ότι ενδιάμεσες αποφάσεις ποινικών δικαστηρίων δεν υπόκεινται σε έφεση. Η ίδια αρχή υιοθετείται και στη Ρωτή ν. Αστυνομίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 246, στην οποία, επίσης, εξετάστηκε το δικαιοδοτικό πλαίσιο, που διαγράφει το ΄Αρθρο 25(2) του περί Δικαστηρίων Νόμου, άσκησης εφέσεων κατά αποφάσεων ποινικού δικαστηρίου. Ανάλογη υπήρξε η θέση του Δικαστηρίου στην Ευαγγέλου ν. Αστυνομίας, Ποινική ΄Εφεση Αρ. 6355, 15/7/97. Το Δικαστήριο θεώρησε απαράδεκτη έφεση κατά απόφασης επαρχιακού δικαστηρίου, επαγόμενης την αναβολή της δίκης. Η μόνη υπόθεση, επισημαίνεται, στην οποία το Εφετείο επιλήφθηκε έφεσης κατά ενδιάμεσης απόφασης ποινικού δικαστηρίου, σχετικά με την αναβολή της ακρόασης ποινικής υπόθεσης, είναι η The Attorney-General of The Republic v. Enimerotis Publishing Co. Ltd. and Others (1966) 2 C.L.R. 25. Εξηγείται, όμως, όπως είχε εξηγηθεί και στην Κυριάκου ν. Δήμου ΄Εγκωμης, (ανωτέρω), ότι στην προαναφερθείσα υπόθεση δεν τέθηκε, ούτε εξετάστηκε θέμα δικαιοδοσίας του δικαστηρίου να επιληφθεί της έφεσης.

Και σε σειρά άλλων υποθέσεων, το Εφετείο επιλήφθηκε εφέσεων κατά ενδιάμεσων αποφάσεων ποινικών δικαστηρίων, χωρίς να έχει τεθεί ή να έχει εξεταστεί η δικαιοδοσία του δικαστηρίου να επιληφθεί του θέματος. Αφορούσαν εφέσεις κατά ενδιάμεσων αποφάσεων, στις οποίες διατάχθηκε η κράτηση του υποδίκου, εκκρεμούσης της δίκης, από το κακουργιοδικείο ή το επαρχιακό δικαστήριο. Σ’ αυτές, αναφέρθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, προς άντληση καθοδήγησης ως προς τις αρχές που διέπουν την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας να διατάξει την κράτηση του εφεσείοντος*.

Ο δικηγόρος του εφεσείοντος εισηγήθηκε ότι εύλογα μπορεί να υποτεθεί, παρόλο που στις υποθέσεις εκείνες δεν τέθηκε θέμα δικαιοδοσίας και δεν εξετάστηκε, ότι το Εφετείο σιωπηρά αποδέχτηκε την ύπαρξη δικαιοδοσίας, ως τεκμηριώνεται από το γεγονός ότι επιλήφθηκε των εφέσεων. Κατ’ επέκταση, και οι αποφάσεις αυτές μπορεί να θεωρηθούν ως αυθεντίες για την ύπαρξη δικαιώματος εφέσεως κατά ενδιάμεσων αποφάσεων ποινικού δικαστηρίου, επαγομένων την κράτηση του κατηγορουμένου εκκρεμούσης της δίκης. Με αυτά υπόψη, υπέβαλε ότι η νομολογία διίσταται, την αμφίρροπη πορεία της οποίας μας κάλεσε να ευθυγραμμίσουμε, υιοθετώντας τη θέση ότι παρέχεται δικαίωμα έφεσης κατά ενδιάμεσων αποφάσεων ποινικού δικαστηρίου, επαγομένων την κράτηση του υποδίκου. Θέση ανάλογη ως προς τις νομολογιακές συνέπειες εξυπακουόμενης αποδοχής ύπαρξης δικαιοδοσίας προβλήθηκε και στις Republic v. Pouris & Others (1979) 2 C.L.R. 1 και Δημοκρατία ν. Ερμογένους & άλλων, (ανωτέρω), χωρίς επιτυχία. Σχετική με το ίδιο θέμα είναι και η Γεν. Εισαγγελέας ν. Λαζαρίδη & ΄Αλλου, (ανωτέρω).

Σε καμιά από τις υποθέσεις, στις οποίες εξετάστηκε έφεση κατά απόφασης ποινικού δικαστηρίου, δεν τέθηκε, ούτε συζητήθηκε το δικαιοδοτικό πλαίσιο της έφεσης, κάτω από τις δικαιοδοτικές διατάξεις της νομοθεσίας (Ν. 14/60 και ΚΕΦ. 155).

Η μόνη άλλη υπόθεση, στην οποία θίγηκε το θέμα της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου να επιληφθεί έφεσης κατά διατάγματος κράτησης υποδίκου εκκρεμούσης της δίκης, ενώπιον του Κακουργιοδικείου σ’ εκείνη την υπόθεση, είναι η Lefkios Rodosthenous and Another v. The Police (1961) C.L.R. 48. Η αναφορά, η οποία γίνεται, και το πλαίσιο, στο οποίο απαντάται η σχετική αναφορά, περιέχονται στο ακόλουθο απόσπασμα:- (σελ. 49)

“We are satisfied, having considered this matter, that having regard to the terms of the Courts of Justice Law, section 25, we have jurisdiction to entertain such an appeal. Section 25(2) commences with the words ‘subject to the provisions of the Criminal Procedure Law’ and the relevant provisions of the Criminal Procedure Law relating to appeals appear to be sections 138 and 139. It is clear that this application is not in compliance with sections 138 and 139. We are faced with the express provision of section 138 that no notice of appeal shall be valid unless it complies with the requirements of this section.”

Ενυπάρχει στοιχείο αντινομίας στις θέσεις οι οποίες διατυπώνονται και βαθμός σύγχυσης σε σχέση με τις περί εφέσεων δικαιοδοτικές διατάξεις του ΚΕΦ. 155. Αφενός, διαπιστώνεται ότι υπάρχει δικαίωμα έφεσης και, αφετέρου, ότι το δικαίωμα αυτό εντοπίζεται στις σχετικές διατάξεις του ΚΕΦ. 155. Το ΚΕΦ. 155 δεν παρέχει δικαίωμα έφεσης κατά ενδιάμεσων αποφάσεων ποινικού δικαστηρίου. Εδώ έγκειται η αντινομία. Η σύγχυση προκύπτει από την αναφορά στα ΄Αρθρα 138 και 139 του ΚΕΦ. 155, τα οποία δεν πραγματεύονται το δικαίωμα έφεσης αλλά το διαδικαστικό μέρος, που αφορά τον καταρτισμό των λόγων έφεσης και τη συγκρότηση του φακέλου.

Το δικαίωμα έφεσης και η έκτασή του κατά αποφάσεων ποινικού δικαστηρίου προσδιορίζεται στο ΄Αρθρο 131 του ΚΕΦ. 155, το οποίο προβλέπει:

«131. - (1) Τηρουμένων των διατάξεων οποιου-δήποτε άλλου νομοθετήματος που ισχύει εκάστοτε δεν χωρεί έφεση από απόφαση ή διάταγμα Δικαστηρίου που ασκεί ποινική διαδικασία εκτός όπως προβλέπεται από το Νόμο αυτό.

(2). Δεν χωρεί έφεση από αθωωτική απόφαση παρά μόνο με τη σύσταση ή γραπτή έγκριση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, όπως προβλέπεται στο Νόμο αυτό.»

Δικαίωμα έφεσης παρέχεται από τις διατάξεις των ΄Αρθρων 132 - 137 του ΚΕΦ. 155. Σε κανένα από τα ΄Αρθρα αυτά δεν προνοείται έφεση κατά ενδιάμεσης απόφασης ποινικού δικαστηρίου ή, ειδικά, κατά απόφασης ποινικού δικαστηρίου, επαγόμενης την κράτηση υποδίκου εκκρεμούσης της δίκης. ΄Ο,τι άλλο πρέπει να διευκρινιστεί είναι ότι οι πρόνοιες του ΚΕΦ. 155, ως προς την ανάγκη εξασφάλισης άδειας για την υποβολή έφεσης σε ορισμένες περιπτώσεις, για τις οποίες γίνεται πρόνοια στο ΚΕΦ. 155, έχουν υπερφαλαγγιστεί από τις πρόνοιες του ΄Αρθρου 25(2) του Ν. 14/60 και έχουν ατονήσει.

Στη Theodoros Panayoti Shourris v. The Republic and Gregoris N. Kazantzis v. The Police (1961) C.L.R. 11, διασαφηνίστηκε ότι, ως αποτέλεσμα της χρήσης του όρου «δύναται» στο πλαίσιο του ΄Αρθρου 25(2) του Ν. 14/60, καταργήθηκαν οι σχετικές διατάξεις του ΚΕΦ. 155 για την εξασφάλιση άδειας άσκησης έφεσης κατά ορισμένων αποφάσεων. Κρίθηκε ότι χωρεί έφεση κατά κάθε απόφασης ποινικού δικαστηρίου, σε σχέση με την οποία παρέχεται δικαίωμα έφεσης από τις σχετικές διατάξεις του ΚΕΦ. 155, χωρίς τη χρεία άδειας για την άσκηση του δικαιώματος. Επομένως, η ανάγκη για την παροχή άδειας προς άσκηση έφεσης, εκεί όπου προβλέπεται τέτοιο δικαίωμα από τον περί Ποινικής Δικονομίας Νόμο, ΚΕΦ. 155, έπαυσε να υφίσταται. Δικαίωμα έφεσης παρέχεται σε κάθε περίπτωση όπου προβλέπεται τέτοιο δικαίωμα από το ΚΕΦ. 155, χωρίς να παρίσταται ανάγκη εξασφάλισης άδειας για την άσκησή του.

Το αναπόφευκτο συμπέρασμα είναι ότι, κατ’ αρχήν, δεν παρέχεται δικαίωμα έφεσης κατά ενδιάμεσων αποφάσεων ποινικού δικαστηρίου και, οριστικά, δεν παρέχεται δικαίωμα έφεσης κατά αποφάσεων του επαρχιακού δικαστηρίου στην άσκηση της ποινικής του δικαιοδοσίας, που λαμβάνονται κατά την ενάσκηση της εξουσίας που παρέχεται από το ΄Αρθρο 48 του ΚΕΦ. 155.

Η έφεση κρίνεται απαράδεκτη και απορρίπτεται.

 

 

Π.

 

 

Δ.

 

 

Δ.

/ΜΠ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο