Aυξεντίου Xρήστος, άλλως Mπίλλυς ν. Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 5

(1999) 2 ΑΑΔ 5

[*5]15 Iανουαρίου, 1999

[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

ΧΡΗΣΤΟΣ ΑΥΞΕΝΤΙΟΥ, ΑΛΛΩΣ ΜΠΙΛΛΥΣ,

Eφεσείων,

v.

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Eφεσίβλητης.

(Ποινική Έφεση Αρ. 6561)

 

Ποινή — Επιτρέπειν τη χρήση υποστατικού για τη συστηματική άσκηση πορνείας κατά παράβαση του Άρθρου 156(1)(β) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 — Αποζείν από τα κέρδη πορνείας κατά παράβαση του Άρθρου 164(1)(α) του Ποινικού Κώδικα, όπως τροποποιήθηκε με το Ν. 99(1)/96 — Λευκό ποινικό μητρώο — Επιβολή ποινής φυλάκισης 18 μηνών, η οποία καθορίσθηκε στη βάση μεγαλύτερης από το νόμο προβλεπόμενης ποινής κατά το χρόνο διάπραξης του αδικήματος — Κρίθηκε έκδηλα υπερβολική και μειώθηκε σε φυλάκιση ενός έτους.

Πρακτικά δίκης — Συνιστούν τη μοναδική πηγή ελέγχου του περιεχομένου ολόκληρης της διαδικασίας — Καταγραφή στο πρακτικό ότι «εξηγούνται στον κατηγορούμενο τα δικαιώματά του» — Αρκούσε για να διαπιστωθεί ότι αυτό πράγματι έγινε — Δε χρειαζόταν η επαναγραφή τους στο πρακτικό.

Ποινική Δικονομία — Κατηγορητήριο — Τροποποίηση μιας κατηγορίας η οποία απεσύρθη — Κατά πόσο ο κατηγορούμενος έπρεπε να επανακατηγορηθεί στις υπόλοιπες κατηγορίες οι οποίες παρέμειναν προς εκδίκαση.

Ποινική δίκη —Τεκμήρια —Παράλειψη της Αστυνομίας να ακολουθήσει πιστά τη διαδικασία του Άρθρου 27(i) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Kεφ. 155 — Θεωρήθηκε ως απλή παρατυπία, αφού τα τεκμήρια παρελήφθησαν δυνάμει δικαστικού εντάλματος ερεύνης.

Ποινικός Κώδικας — Αποζείν από κέρδη πορνείας — Το αδίκημα συντελείται όταν κάποιος εν γνώσει του ζει μερικώς ή εξ ολοκλήρου από τα [*6]κέρδη πορνείας — Δεν έχει σημασία αν οι πραγματικές εισπράξεις από την πορνεία αναμιγνύονται με το εισόδημα άλλων καθαρών πηγών.

Οι κατηγορίες που αντιμετώπιζε ο εφεσείων κάλυπταν την περίοδο μεταξύ των μηνών Νοεμβρίου 1996 και της 23.1.97.  Σύμφωνα με τα γεγονότα, τα οποία δεν αμφισβητήθηκαν, ο εφεσείων είχε εγκαταστήσει κάποια Ελλαδίτισσα Ε. Πετράκη, σε διαμέρισμα στη Λεμεσό, που είχε στην κατοχή του και συμφώνησε με αυτήν να παίρνει το ήμισυ των εισπράξεών της από την παροχή υπηρεσιών μασάζ και σεξουαλικών απολαύσεων σε πελάτες.  Ο ίδιος της σύστηνε γνωστούς του, ενώ επισκεπτόταν συχνά το διαμέρισμα για επιθεώρηση της επιχείρησης και είσπραξης του μερίδιού του.  Η είσοδος σ’ αυτό ελεγχόταν από κλειστό σύστημα ηλεκτρονικής παρακολούθησης.  Όταν άρχισε η δίκη, τροποποιήθηκε η πρώτη κατηγορία και προστέθηκε σ’ αυτή ο Νόμος 99(1)/96 που θεσπίστηκε στις 22.11.96 και με τον οποίο αυξήθηκαν οι ποινές για τα αδικήματα που προβλέπονται στα Άρθρα 157, 162 και 164 του Ποινικού Κώδικα, ώστε να μη θεωρούνται πλημμελήματα με ανώτατο όριο φυλάκισης 2 χρόνων αλλά να τιμωρούνται μέχρι πέντε.  Σημειωτέον ότι η πρώτη κατηγορία αφορούσε το αδίκημα της μαστρωπείας στην οποία ο εφεσείων αθωώθηκε, μετά που αποσύρθηκε από την κατηγορούσα αρχή.

Με την έφεση, προσβάλλονται η καταδίκη και η ποινή της 18μηνης φυλάκισης που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα.

Ο συνήγορος του εφεσείοντα υποστήριξε ότι:

1.  Το Δικαστήριο δεν απάγγειλε στον εφεσείοντα όλα τα δικαιώματά του όπως προβλέπονται στο Άρθρο 74(1)(γ) της Ποινικής Δικονομίας, Κεφ. 155, και ειδικώτερα το δικαίωμά του να μην καταθέσει ενόρκως, οπόταν και δεν θα υπόκειτο σε αντεξέταση από τον εισαγγελέα.

2.  Ο εφεσείων θα έπρεπε μετά την τροποποίηση να επανακατηγορηθεί σε όλες τις κατηγορίες και όχι μόνο στην πρώτη που τροποποιήθηκε.

3.  Η παρουσίαση των τεκμηρίων που βρέθηκαν κατά τη διάρκεια της έρευνας ήταν παράνομη γιατί αυτά, παρόλο που λήφθηκαν στη βάση εντάλματος ερεύνης, δεν είχαν παρουσιαστεί μετά τη λήψη τους στο Δικαστήριο, όπως ρητά προβλέπεται στο Άρθρο 27(i) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155.

[*7]4.          Δεν αποδείχθηκε πως τα χρήματα που έπαιρνε ο εφεσείων από την Πετράκη ήταν προϊόν της είσπραξής της από την προσφορά σεξουαλικών τέρψεων, μιας και είσπραττε και χρήματα από το απλό μασσάζ.

5.  Δεν υπήρχε μαρτυρία σύμφωνα με την οποία ο εφεσείων ήταν ενοικιαστής του επίδικου υποστατικού.

6.  Η ποινή του εφεσείοντα θα έπρεπε να καθορισθεί στη βάση του ανώτατου ορίου ποινής φυλάκισης των δύο ετών και όχι σ’ αυτή των πέντε.

Αποφασίστηκε ότι:

1.  Στο πρακτικό του Δικαστηρίου, το οποίο είναι η μοναδική πηγή ελέγχου του περιεχομένου ολόκληρης της διαδικασίας, αναγράφεται ότι «εξηγούνται στον κατηγορούμενο τα δικαιώματά του» και αυτό είναι αρκετό.  Δε χρειαζόταν η επαναγραφή τους στο πρακτικό.

2.  Η εισήγηση του δικηγόρου του εφεσείοντα στην παράγραφο 2) ανωτέρω δεν είναι νομικά βάσιμη.

3.  Δεν υπήρξε καμιά ένσταση εκ μέρους του δικηγόρου του εφεσείοντα όταν τα τεκμήρια παρουσιάστηκαν στο Δικαστήριο για τον λόγο που αναφέρεται στην παράγραφο 3) ανωτέρω.  Τα τεκμήρια εξάλλου δεν έπαιξαν κανένα σημαντικό ρόλο στην απόφαση του Δικαστηρίου η οποία βασίστηκε καθ’ ολοκληρία στη μαρτυρία της Πετράκη, που κρίθηκε ως αληθής.  Η παράλειψη της Αστυνομίας να ακολουθήσει πιστά τη διαδικασία που προβλέπεται στο Άρθρο 27(i) της Ποινικής Δικονομίας ήταν απλή παρατυπία, η οποία δεν καθιστούσε παράνομη την προσκόμιση τους ως τεκμηρίων στο Δικαστήριο, αφού η Αστυνομία τα είχε παραλάβει στη βάση δικαστικού εντάλματος ερεύνης.

4.  Το αδίκημα συντελείται όταν κάποιος εν γνώσει του ζει μερικώς ή εξ ολοκλήρου από τα κέρδη πορνείας. Δεν έχει σημασία αν οι πραγματικές εισπράξεις από την πορνεία αναμιγνύονται με το εισόδημα άλλων καθαρών πηγών.

5.  Το Άρθρο 156(1)(β) του Ποινικού Κώδικα καθιστά αδίκημα όταν ενοικιαστής, μισθωτής, κάτοχος ή υπεύθυνος υποστατικού, γνωρίζει ότι σ’ αυτό ασκείται πορνεία.

[*8]6.          Η εισήγηση του δικηγόρου του εφεσείοντα - ότι λόγω του ότι για μέρος της χρονικής περιόδου που κάλυπτε η κατηγορία ίσχυε το ανώτατο όριο ποινής των δύο ετών, ενώ για το άλλο μέρος των πέντε, το Δικαστήριο θα έπρεπε να προβεί σε τροποποίηση του κατηγορητηρίου ούτως ώστε να συγκεκριμενοποιήσει στην απόφασή του την περίοδο διάπραξης του αδικήματος, που εμπίπτει μέσα σ’ αυτή της ανώτατης ποινής των πέντε ετών, και κατ’ ακολουθία να θεωρήσει πως η ανώτατη προβλεπόμενη ποινή φυλάκισης για το αδίκημα που κατηγορήθηκε ο εφεσείων ήταν αυτή - είναι ορθή.  Με την απόφασή του το Κακουργιοδικείο τροποποίησε ουσιαστικά, χωρίς τούτο να γίνει έγκυρα στην πράξη, τη σχετική κατηγορία ώστε να περιοριστεί χρονικά στην περίοδο 1.1.97 - 23.1.97.  Εφόσον όμως η τελική ετυμηγορία του Δικαστηρίου ήταν πως ο εφεσείων ήταν ένοχος «ως η κατηγορία», κατά την επιβολή της ποινής θα έπρεπε, να τύχει της επιεικέστερης μεταχείρισης, δηλαδή να θεωρηθεί πως ο νόμος πρόβλεπε ως μέγιστη ποινή αυτή των δύο ετών.  Η επιβληθείσα ποινή των 18 μηνών φυλάκισης, στη βάση πως το ανώτατο όριο ποινής είναι για τους λόγους που αναφέρονται πιο πάνω, δύο χρόνια, και λαμβανομένου υπόψη του λευκού ποινικού μητρώου του εφεσείοντα, είναι έκδηλα υπερβολική και μειώνεται σε ένα χρόνο φυλάκιση.

Η έφεση εναντίον της καταδίκης απορρίφθηκε. Η έφεση εναντίον της ποινής επιτράπηκε. Η ποινή μειώθηκε σε φυλάκιση ενός έτους.

Αναφερόμενη υπόθεση:

Petrides v. Police (1969) 2 C.L.R. 114.

Έφεση εναντίον Kαταδίκης και Ποινής.

Έφεση εναντίον της καταδίκης και της ποινής από το Xρήστο Aυξεντίου, άλλως Mπίλλυ, ο οποίος βρέθηκε ένοχος στις 23 Iουλίου 1998, από το Kακουργιοδικείο Λεμεσού (Ποινική Yπόθεση Aρ. 4740/97) στις κατηγορίες,

α)   επιτρέπειν τη χρήση υποστατικού για τη συστηματική άσκηση πορνείας, κατά παράβαση του Άρθρου 156 (1)(β) του Ποινικού Kώδικα, Kεφ. 154 και

β)   αποζείν από τα κέρδη πορνείας, κατά παράβαση του Άρθρου 164(1)(α) του Ποινικού Kώδικα, Kεφ. 154, όπως τροποποιήθηκε με το N. 99(1)/96,

και καταδικάστηκε από Παπαδοπούλου, Π.E.Δ., Xριστοδούλου, [*9]A.E.Δ. και Λιάτσο, E.Δ., σε ποινή φυλάκισης 9 μηνών στην α΄ κατηγορία και 18 μηνών στη β΄ κατηγορία. Oι ποινές θα συντρέχουν.

E. Πουργουρίδης με Xρ. Θεοφίλου, για τον Eφεσείοντα.

Π. Kληρίδης, Eισαγγελέας της Δημοκρατίας, για την Eφεσίβλητη.

Cur. adv. vult.

ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Ο κατηγορούμενος βρέθηκε ένοχος, μετά από ακροαματική διαδικασία, στα ακόλουθα δυο αδικήματα:

(α)   Ενώ ήταν ενοικιαστής υποστατικού επέτρεψε να χρησιμοποιηθεί τούτο για τη συστηματική άσκηση πορνείας κατά παράβαση του άρθρου 156(1)(β) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154 και

(β)   Αποζείν από τα κέρδη πορνείας, κατά παράβαση του άρθρου 164(1)(α) του Ποινικού Κώδικα, όπως τροποποιήθηκε με το Ν.99(1)/96.

Μια τρίτη κατηγορία  για μαστρωπεία αποσύρθηκε, μετά το πέρας της μαρτυρίας για την κατηγορούσα αρχή, και ο εφεσείων απηλλάγη και αθωώθηκε σ’ αυτή.

Στην έφεση που ασκήθηκε, και που θα μας απασχολήσει εδώ, προσβάλλονται η καταδίκη και η ποινή της 18μηνης φυλάκισης που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα.  Ο συνήγορος ήγειρε στην αγόρευση του κυρίως νομικά σημεία, σε μια όμως πτυχή της υπόθεσης εμπλέκονται και τα γεγονότα, τα οποία θα αναφέρουμε σε συντομία γιατί στο σύνολο τους δεν αμφισβητούνται. 

Το διαμέρισμα στο οποίο ασκείτο η πορνεία βρίσκεται στον τρίτο όροφο της πολυκατοικίας Lido House αρ.1 του συγκροτήματος “ΚΑΝΙΚΑ ΕΝΑΕΡΙΟΣ”.  Ιδιοκτήτης του ήταν κάποιος Χρήστος Ηρακλείδης, ο οποίος το ενοικίασε, στις 18.2.94, στον Χαράλαμπο Χ΄Μάρκου, για περίοδο δύο ετών.  Ο Χ΄Μάρκου χρησιμοποιούσε το διαμέρισμα ως ινστιτούτο μασάζ.  Στις αρχές όμως του 1996 το παραχώρησε στον εφεσείοντα, ενώ ο ίδιος έπαυσε να έχει οποιαδήποτε σχέση μ’ αυτό. Όταν το διαμέρισμα περιήλθε στην κατοχή του εφεσείοντα, ο τελευταίος πλήρωνε το ενοίκιο, που στο μεταξύ είχε αυξηθεί σε £350 το μήνα, απ’ ευθείας στον ιδιοκτήτη, ο οποίος όμως συνέχιζε να εκδίδει τις αποδείξεις στον πρώτο ενοικιαστή.  Ο εφεσείων μετονόμασε την επιχείρηση “Κέντρο Υγεί[*10]ας και Μασάζ Play Boy”.

Mετά από σχετικό παράπονο για οχληρία από τους ενοίκους της πολυκατοικίας, η Αστυνομία έθεσε υπό παρακολούθηση το διαμέρισμα.  Ακολούθησε η έκδοση δικαστικού εντάλματος ερεύνης, με την εκτέλεση του οποίου συμπληρώθηκαν τα στοιχεία πως ασκείτο πορνεία από κάποια Ελλαδίτισσα Ελευθερία Πετράκη.  Αυτή ήταν και η βασική μάρτυρας κατά τη δίκη ενώπιον του κακουργιοδικείου για την απόδειξη της υπόθεσης της κατηγορούσας αρχής.  Το Δικαστήριο δέκτηκε ως απόλυτα ορθή  και αληθή τη μαρτυρία της, και  έκρινε ένοχο τον εφεσείοντα και στις δυο κατηγορίες. Σύμφωνα με την απόφαση, ο εφεσείων είχε εγκαταστήσει την Πετράκη στο διαμέρισμα και συμφώνησε με αυτήν να παίρνει το ήμισυ των εισπράξεων της από την παροχή υπηρεσιών μασάζ και σεξουαλικών απολαύσεων.  Ο ίδιος σύστηνε σ’ αυτή γνωστούς του, ενώ επισκεπτόταν τακτικά το διαμέρισμα για επιθεώρηση της επιχείρησης  και είσπραξη του μεριδίου του.  Η είσοδος σ’ αυτό ελεγχόταν από κλειστό σύστημα ηλεκτρονικής παρακολούθησης.

Θα συζητήσουμε παρακάτω τα νομικά σημεία που ήγειρε ο δικηγόρος του εφεσείοντα, χωρίς να ακολουθήσουμε τη σειρά, των αναλυτικών πράγματι λόγων που διατυπώνονται στο εφετήριο.

Ο δικηγόρος εισηγείται πως η καταδίκη πρέπει να ακυρωθεί γιατί το Δικαστήριο, όταν περατώθηκε η προσκόμιση της μαρτυρίας για την κατηγορούσα αρχή, δεν απάγγειλε στον εφεσείοντα όλα τα δικαιώματα του, όπως προβλέπονται στο άρθρο 74(1)(γ) της Ποινικής Δικονομίας, Κεφ.155. Ειδικώτερα, ο δικηγόρος διατείνεται πως το Δικαστήριο, αφού κάλεσε σε απολογία τον εφεσείοντα, δεν του επεξήγησε το δικαίωμα του να μην καταθέσει ενόρκως, και πως αν επέλεγε κάτι τέτοιο δεν θα υπόκειτο σε αντεξέταση από τον Εισαγγελέα.

Αναφορικά με την πιο πάνω εισήγηση διαπιστώνουμε, από έλεγχο των σχετικών πρακτικών του Δικαστηρίου, πως σ’ αυτό αναγράφεται, στο κατάλληλο στάδιο, “εξηγούνται στον κατηγορούμενο τα δικαιώματα του”. Ακολούθησαν μάλιστα και ευχαριστίες από τον κ. Ε.Πουργουρίδη προς το Δικαστήριο για τη διευκόλυνση που του παρασχέθηκε να περατώσει άλλες υποθέσεις στο Δικαστήριο.  Στη συνέχεια ζήτησε αναβολή για να του δοθεί χρόνος να μελετήσει την ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου και να συμβουλεύσει τον πελάτη του ποιό από τα δικαιώματα να επιλέξει. 

Ο δικηγόρος μας ανέφερε πως χειριζόταν ο ίδιος την υπόθεση [*11]ενώπιον του κακουργιοδικείου, και πως το Δικαστήριο, επεξηγώντας τα δικαιώματα προς τον εφεσείοντα, παρέλειψε να αναφερθεί σ’ αυτό της επιλογής του να μη δώσει μαρτυρία από το εδώλιο του μάρτυρα, οπόταν και δεν θα υπόκειτο σε αντεξέταση.

Έχει επανειλημμένα λεχθεί πως το πρακτικό του Δικαστηρίου είναι η μοναδική πηγή ελέγχου του περιεχομένου ολόκληρης της διαδικασίας. Όταν προβάλλεται ισχυρισμός πως τούτο δεν αποδίδει ορθά τη διαδικασία που ακολούθησε το δικαστήριο, στην περίπτωση που εξετάζουμε ότι δεν επεξηγήθηκαν ορθά τα δικαιώματα στον κατηγορούμενο όπως διαλαμβάνονται στο άρθρο 74(1)(γ), επιβάλλεται να έχουν ληφθεί τα κατάλληλα νομικά μέτρα αναπροσαρμογής του πρακτικού προς την κατ’ ισχυρισμό ορθή απόδοση τους, όπως ρυθμίζει η νομολογία μας.  Έχουμε τη γνώμη πως η καταγραφή στο πρακτικό της πιο πάνω φράσης υποδηλώνει την πλήρη και ορθή επεξήγηση στον εφεσείοντα των δικαιωμάτων του.  Δεν χρειαζόταν η επαναγραφή τους στο πρακτικό.  Το ίδιο συμβαίνει, για παράδειγμα, όταν αναγράφεται “ο κατηγορούμενος κατηγορείται”, χωρίς να καταγράφονται στο πρακτικό οι κατηγορίες που διατυπώνονται στο κατηγορητήριο.

Όταν άρχισε η δίκη στις 4.12.97 η δικηγόρος της Δημοκρατίας ζήτησε άδεια από το Δικαστήριο  να τροποποιηθεί η πρώτη κατηγορία, για να προστεθεί σ’ αυτή και ο Νόμος 99(Ι)/96, που θεσπίστηκε στις 22.11.96, και με τον οποίο αυξήθηκαν οι ποινές για τα αδικήματα που προβλέπονται στα άρθρα 157, 162 και 164 του Ποινικού Κώδικα, ώστε να μη θεωρούνται πλημμελήματα με ανώτατο όριο ποινής φυλάκισης δυο χρόνια, αλλά να τιμωρούνται μέχρι πέντε.  Δεν υπήρξε ένσταση στην τροποποίηση.  Ο εφεσείων επανακατηγορήθηκε στην 1η κατηγορία, την οποία και δεν παραδέκτηκε.  Έχουμε ήδη αναφέρει πως στην κατηγορία αυτή ο εφεσείων αθωώθηκε, μετά που αποσύρθηκε από την κατηγορούσα αρχή. Εν πάση περιπτώσει η εισήγηση του δικηγόρου πως ο εφεσείων θ’ πρεπε, μετά την τροποποίηση της να επανακατηγορηθεί σε όλες, και τις τρεις δηλαδή, κατηγορίες του κατηγορητηρίου, και όχι μόνο στην πρώτη που τροποποιήθηκε, δεν είναι νομικά βάσιμη.  Το ίδιο ισχύει και για την εισήγηση πως η παράλειψη να ερωτηθεί ο εφεσείων, παρόντος του δικηγόρου του που δεν ήγειρε ζήτημα, αν ήταν έτοιμος να δικαστεί στην τροποποιημένη κατηγορία, συνεπαγόταν ακυρότητα ολόκληρης της διαδικασίας.

Ο δικηγόρος του εφεσείοντα υπέβαλε επίσης πως η παρουσίαση στο Δικαστήριο των τεκμηρίων που βρέθηκαν κατά τη διάρκεια της έρευνας ήταν παράνομη γιατί αυτά, μολονότι είχαν ληφθεί στη [*12]βάση εντάλματος ερεύνης, δεν είχαν παρουσιαστεί μετά τη λήψη τους στο Δικαστήριο, όπως ρητά προβλέπεται στο άρθρο 27(i) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ.155.  Η πρώτη μας παρατήρηση στο επιχείρημα αυτό είναι πως, όταν τα τεκμήρια παρουσιάστηκαν στο Δικαστήριο δεν υπήρξε καμιά ένσταση εκ μέρους του δικηγόρου του εφεσείοντα γι’ αυτό το λόγο. Τα τεκμήρια εξάλλου δεν έπαιξαν κανένα σημαντικό ρόλο στην απόφαση του Δικαστηρίου, η οποία βασίστηκε, όπως είπαμε προηγουμένως, καθ’ ολοκληρία στη μαρτυρία της Πετράκη, που κρίθηκε ως αληθής.  Τα τεκμήρια αυτά ήσαν, τα ηλεκτρονικά μηχανήματα, σωληνάρια κρεμών και προφυλακτικά.  Επί του ουσιαστικού νομικού ζητήματος, έχουμε τη γνώμη πως η παράλειψη της Αστυνομίας να ακολουθήσει πιστά τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 27(i) της Ποινικής Δικονομίας ήταν απλή παρατυπία η οποία δεν καθιστούσε παράνομη την προσκόμιση τους ως τεκμηρίων στο Δικαστήριο, αφού η Αστυνομία είχε παραλάβει στη βάση δικαστικού εντάλματος ερεύνης.  Τα τεκμήρια ήσαν απόλυτα σχετικά με την υποψία της διάπραξης του αδικήματος, που αναφερόταν στο αίτημα της Αστυνομίας για την έκδοση του εντάλματος ερεύνης. 

Άλλο επιχείρημα του δικηγόρου του εφεσείοντα, που εμπλέκεται με τα γεγονότα, αφορά στον ισχυρισμό πως δεν αποδείκτηκε ότι τα χρήματα που έπαιρνε ο εφεσείων από την Πετράκη ήταν από το προϊόν της είσπραξης της από την προσφορά σεξουαλικών τέρψεων, μιας και είσπραττε και χρήματα από το απλό μασάζ.  Για να γίνει πλήρως αντιληπτή η θέση του δικηγόρου επιστρατεύουμε ένα παράδειγμα.  Μια γυναίκα εργάζεται, ως γραμματέας φέρ΄ειπείν, αλλά εκδίδεται και ως πόρνη.  Αν κάποιος αποζεί από τα κέρδη της θα πρέπει, κατά το επιχείρημα του συνηγόρου, να διακριβωθεί κατά πόσο αυτά προέρχονται από τις εισπράξεις της ως πόρνης, κατ΄αντίθεση της “καθαρής” εργασίας της ως γραμματέας, προτού κριθεί ένοχος ότι αποζεί από τα κέρδη πορνείας. 

Η δική μας γνώμη είναι πως η πιο πάνω εισήγηση του δικηγόρου είναι εσφαλμένη.  Το αδίκημα συντελείται όταν κάποιος εν γνώσει του ζει μερικώς ή εξ ολοκλήρου από τα κέρδη πορνείας.  Δεν έχει σημασία αν οι πραγματικές εισπράξεις από την πορνεία αναμιγνύονται με το εισόδημα άλλων καθαρών πηγών.  Κάτι ανάλογο συνέβη και με τα γεγονότα της υπόθεσης Petrides v. The Police (1969) 2 C.L.R. 114, όπου εκδίδοντας την απόφαση του εφετείου ο δικαστής Βασιλειάδης είπε τα εξής:

“In addition to this evidence, six male young witnesses stated how they were served at the bar in question, both with drink and sex, [*13]confirming the evidence of the waitresses on the point; and establishing, beyond any doubt in the mind of the trial Judge, that the customary business on appellant’s premises, included prostitution, part of the earnings of which were channelled through the proceeds of his business, to the appellant”.

Η εισήγηση επίσης του δικηγόρου του εφεσείοντα πως δεν υπήρχε μαρτυρία σύμφωνα με την οποία ο εφεσείων ήταν ενοικιαστής του επίδικου υποστατικού είναι εσφαλμένη. Έχουμε ήδη αναφερθεί στα γεγονότα, που αποδεικνύουν πως ο εφεσείων ήταν ο πραγματικός ενοικιαστής του διαμερίσματος του οποίου πλήρωνε το ενοίκιο στον ιδιοκτήτη.  Αλλά και το άρθρο 156(1)(β) του Ποινικού Κώδικα καθιστά αδίκημα όταν ενοικιαστής, μισθωτής, κάτοχος ή υπεύθυνος υποστατικού, γνωρίζει ότι σ’ αυτό ασκείται πορνεία.  Πρέπει επίσης να επισημάνουμε πως ο δικηγόρος του εφεσείοντα, πολύ ορθά και δικαίως, δέχθηκε πως αποδείκτηκε από τη μαρτυρία που προσκομίστηκε στο Δικαστήριο, ότι ο εφεσείων είχε συμφωνήσει με την Πετράκη να λειτουργεί το διαμέρισμα που ο ίδιος ενοικίαζε ως ινστιτούτο μασάζ και παροχής σεξουαλικών απολαύσεων και να μοιράζονται τα κέρδη.  Η επιχειρηματολογία του, στην οποίαν έχουμε ήδη αναφερθεί, άπτεται της νομικής πτυχής της υπόθεσης, και την έχουμε ήδη συζητήσει.

Οι κατηγορίες που αντιμετώπιζε ο εφεσείων κάλυπταν την περίοδο μεταξύ των μηνών Νοεμβρίου 1996 και της 23.1.97. Στην τρίτη κατηγορία αναφέρονται και τα δυο νομοθετήματα που καθόριζαν την ποινή, μιας και μέχρι τις 21.11.96 ίσχυε ο Ποινικός Κώδικας Κεφ.154 και μετά, από 22.11.96, ο τροποποιητικός Νόμος 99(1)/96.  Το Δικαστήριο έκρινε ένοχο τον εφεσείοντα στην κατηγορία αυτή, αλλά στην απόφαση του διευκρινίζει πως το αδίκημα αποδείκτηκε, σύμφωνα με τη μαρτυρία, αναφορικά με την περίοδο μεταξύ 1.1.97 και 23.1.97 μόνο, και όχι προηγουμένως.  Με βάση αυτή τη διαπίστωση, κατά την επιβολή της ποινής, θεώρησε πως το μέγιστο προβλεπόμενο χρονικό διάστημα φυλάκισης ήταν πέντε χρόνια, όπως αυτό αυξήθηκε με το Ν.99(1)/96.

Ο δικηγόρος του εφεσείοντα εισηγήθηκε αυτά που ακολουθούν και με τα οποία, ας αναφέρουμε από τώρα, συμφωνούμε.  Συγκαταβατική ήταν και η θέση του δικηγόρου της Δημοκρατίας στο επιχείρημα. Η κατηγορία κάλυπτε συγκεκριμένη χρονική περίοδο, μεταξύ του μηνός Νοεμβρίου 1996 και της 23.1.97.  Για μέρος αυτής της περιόδου ίσχυε το ανώτατο όριο ποινής των δυο ετών, ενώ για άλλο μέρος των πέντε. Δεν μπορούσε, επομένως, το Δικαστήριο, χωρίς τροποποίηση του κατηγορητηρίου να συγκεκριμε[*14]νοποιήσει στην απόφαση του την περίοδο διάπραξης του αδικήματος, που εμπίπτει μέσα σ’ αυτή της ανώτατης ποινής των πέντε ετών, και κατ’ ακολουθία να θεωρήσει πως η ανώτατη προβλεπόμενη ποινή φυλάκισης για το αδίκημα που κατηγορήθηκε ο εφεσείων ήταν αυτή.

Όπως έχουμε ήδη πει, η εισήγηση του δικηγόρου του εφεσείοντα είναι ορθή.  Με την απόφαση του το κακουργιοδικείο τροποποίησε ουσιαστικά, χωρίς τούτο να γίνει έγκυρα στην πράξη, τη σχετική κατηγορία ώστε να περιοριστεί χρονικά στην περίοδο 1.1.97 - 23.1.97.  Εφόσον όμως η τελική ετυμηγορία του Δικαστηρίου ήταν πως ο εφεσείων ήταν ένοχος “ως η κατηγορία”, κατά την επιβολή της ποινής θα έπρεπε, κατά τη γνώμη μας, να τύχει της επιεικέστερης μεταχείρισης, να θεωρηθεί δηλαδή πως ο νόμος πρόβλεπε ως μέγιστη ποινή αυτή των δύο ετών.

Θα εξετάσουμε λοιπόν, με το πιο πάνω δεδομένο, αν η ποινή που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα ήταν έκδηλα υπερβολική. Συμφωνούμε απόλυτα με όσα το κακουργιοδικείο αναφέρει σε σχέση με τη σοβαρότητα των αδικημάτων στα οποία βρέθηκε ένοχος ο εφεσείων, ο οποίος έστησε οργανωμένη επιχείρηση προσφοράς σεξουαλικών υπηρεσιών επ΄αμοιβή. Δεν είχε βεβαίως εκδώσει ο ίδιος την Πετράκη στην πορνεία, η οποία ασκούσε αυτό το επάγγελμα προτού συνεργαστεί με τον εφεσείοντα.  Δεν υπάρχει αμφιβολία πως το κακουργιοδικείο, επιβάλλοντας την ποινή των 18 μηνών φυλάκισης, λειτούργησε με τη σκέψη πως το ανώτατο όριο ήταν πέντε χρόνια. Εμείς θα πρέπει να εξετάσουμε αν, ως ζήτημα αρχής, η ποινή είναι έκδηλα υπερβολική, στη βάση βεβαίως πως το ανώτατο όριο ποινής, για τους λόγους που εξηγήσαμε πιο πάνω, είναι δυο χρόνια.  Λαμβάνοντας υπόψη το λευκό ποινικό μητρώο του εφεσείοντα, και τις περιστάσεις διάπραξης των αδικημάτων, θεωρούμε πως η ποινή είναι έκδηλα υπερβολική και την μειώνουμε σε ένα χρόνο φυλάκιση.

Η έφεση απορρίπτεται σε ότι αφορά την καταδίκη και επιτρέπεται ως προς την ποινή, η οποία και καθορίζεται πιο πάνω.

H έφεση εναντίον της καταδίκης απορρίπτεται. H έφεση εναντίον της ποινής επιτρέπεται. H ποινή μειώνεται σε φυλάκιση ενός έτους.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο