(1999) 2 ΑΑΔ 24
[*24]26 Ιανουαρίου, 1999
[ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΑΛΛΗΣ, ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στές]
ΝΙΚΟΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ,
Εφεσείων,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ (AΡ. 1),
Εφεσίβλητης.
(Ποινική Έφεση Αρ. 6579)
Απόσπαση περιουσίας διά ψευδών παραστάσεων κατά παράβαση των Άρθρων 297, 298 και 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 — Καταδίκη εφεσείοντα με βάση μόνο μαρτυρία συναυτουργού ή μαρτυρία μάρτυρα που είχε δικό του σκοπό ή συμφέρο να εξυπηρετήσει, χωρίς προειδοποίηση και με τον τρόπο που προσεγγίζεται η μαρτυρία ενός συνηθισμένου και μη ύποπτου μάρτυρα — Εσφαλμένη προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου — Οδήγησε σε παραμερισμό της καταδίκης κατ’ έφεση.
Συνέργεια — Συνεργός μετά τη διάπραξη αδικήματος (accessory after the fact) — Είναι το άτομο που γνωρίζοντας ότι άλλο άτομο διέπραξε αδίκημα, του παρέχει οποιαδήποτε βοήθεια για να εμποδισθεί η σύλληψή του, η δίκη ή η τιμωρία του — Εφαρμοστέες αρχές ως προς το αδίκημα της συνέργειας μετά τη διάπραξη στην Κύπρο και Αγγλία.
Απόδειξη — “Κανόνας για προειδοποίηση” — Συναυτουργοί —Μαρτυρία συναυτουργού — Ο εν λόγω κανόνας δεν καλύπτει μόνο περιπτώσεις συναυτουργών αλλά και περιπτώσεις όπου η μαρτυρία κάποιου μάρτυρα είναι μολυσμένη με αλλότρια κίνητρα — Η προειδοποίηση είναι αναγκαία εναντίον της χωρίς ενίσχυση μαρτυρίας — Κάθε υπόθεση εξετάζεται υπό το φως των δικών της περιστατικών.
Απόδειξη — Μαρτυρία μάρτυρα με συμφέρον να εξυπηρετήσει — Το συμφέρον πρέπει να συνδέεται με την επιτυχία του ποινικού εγχειρήματος με το οποίο κατηγορούνται οι κατηγορούμενοι — Η μαρτυρία αυτή πρέπει να εξετάζεται με προσοχή — Προσέγγιση στην R. v. Beck όπως επεξηγήθηκε στη Mousoulides v. Republic — Υιοθετήθηκε στην [*25]παρούσα έφεση.
Λέξεις και Φράσεις —“Συναυτουργός”, στην υπόθεση Davies v. D.P.P. (H.L.).
Λέξεις και Φράσεις —“With all that entails” (με όλα όσα συνεπάγεται), στην αγγλική νομολογία.
Επανεκδίκαση — Δεν πρέπει να απολήγει στην παροχή δεύτερης ευκαιρίας στην Κατηγορούσα Αρχή να αποδείξει την υπόθεσή της ούτε να έχει εμφανές το στοιχείο της καταπίεσης.
Η ουσία της κατηγορίας ήταν ότι ο εφεσείων μαζί με τον Α. Ορεινό, με ψευδείς παραστάσεις και με σκοπό την καταδολίευση απέσπασαν από τον “παραπονούμενο” 4 αυτοκίνητα συνολικής αξίας £9.800. Οι ψευδείς παραστάσεις συνίσταντο “εις το ότι έδωσαν στον παραπονούμενο επιταγή της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος που ανήκε στον Ορεινό, γνωρίζοντας ότι ο λογαριασμός στην Τράπεζα ήταν κλειστός”. Αντιμετώπιζαν και οι δύο τις ίδιες κατηγορίες. Ο Α. Ορεινός κλήθηκε ως μάρτυρας κατηγορίας, μετά την αναστολή της ποινικής δίωξης εναντίον του. Σε μεταγενέστερο στάδιο αποσύρθηκαν 4 από τις πέντε κατηγορίες που αντιμετώπιζε ο εφεσείων και απέμεινε μόνο η πιο πάνω κατηγορία.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε τη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής και απέρριψε εκείνη του εφεσείοντα. Αναφορικά με τη μαρτυρία του Ορεινού η πρωτόδικη απόφαση κατέληγε ότι αυτός δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί συναυτουργός για το αδίκημα που αντιμετώπιζε ο κατηγορούμενος, και ότι θα μπορούσε κατά συνέπεια να βασιστεί στη μαρτυρία του χωρίς να είναι απαραίτητο να προειδοποιήσει τον εαυτό του ή να αναζητήσει ενισχυτική μαρτυρία.
Σαν αποτέλεσμα των πιο πάνω διαπιστώσεών του το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε τον εφεσείοντα ένοχο και του επέβαλε ποινή φυλάκισης 12 μηνών.
Ο εφεσείων υποστήριξε κατ’ έφεση ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη τη μαρτυρία του Ορεινού. Ο τελευταίος ήταν συναυτουργός και το “πρωτόδικο Δικαστήριο έπρεπε να προειδοποιήσει τον εαυτό του και να αναζητήσει ενίσχυση”.
Ο συνήγορος της εφεσίβλητης εξέφρασε την άποψη ότι ενώ ο Ορεινός δεν ήταν συναυτουργός, μέσα στη στενή έννοια του όρου, ήταν ύποπτος μάρτυρας και το πρωτόδικο Δικαστήριο έπρεπε να προσεγ[*26]γίσει τη μαρτυρία του με τη δέουσα επιφύλαξη. Η παράλειψή του να το πράξει δεν έχει παρά να οδηγήσει στην ακύρωση της καταδίκης και στην επανεκδίκαση της υπόθεσης.
Αποφασίστηκε ότι:
1. Συνεργοί μετά τη διάπραξη (accessories after the fact) θεωρούνται συναυτουργοί μόνο στις περιπτώσεις κακουργημάτων. Αυτό είναι φυσικό γιατί στην Αγγλία δεν υφίσταται το αδίκημα της συνέργειας μετά τη διάπραξη σε σχέση με πλημμελήματα. Αντίθετα στην Κύπρο δεν υπάρχει οποιαδήποτε διάκριση μεταξύ πλημμελημάτων και κακουργημάτων. Το αδίκημα της συνέργειας μετά τη διάπραξη είναι αξιόποινο τόσο σε σχέση με κακουργήματα, όσο και σε σχέση με πλημμελήματα. Θεωρείται λοιπόν πως ένας συνεργός μετά τη διάπραξη πλημμελήματος μπορεί να θεωρηθεί “συναυτουργός”.
2. Το θέμα που προκύπτει για εξέταση είναι κατά πόσο ο Ορεινός ήταν συνεργός μετά τη διάπραξη του αδικήματος. Σύμφωνα με τη νομολογία, συνεργός μετά τη διάπραξη είναι εκείνος που εν γνώσει του ότι άλλο πρόσωπο είναι ένοχο αδικήματος του δίνει οποιαδήποτε βοήθεια για να εμποδισθεί η σύλληψή του, η δίκη ή η τιμωρία του.
Η συμπεριφορά του Ορεινού στην παρούσα υπόθεση και ιδιαίτερα η δήλωσή του στην Αστυνομία ότι ήταν εκείνος που έδωσε την επιταγή στον παραπονούμενο, στοιχειοθετούν το αδίκημα της συνέργειας μετά τη διάπραξη (βλ. Άρθρα 23, 24 και 25 του Κεφ. 154). Ο Ορεινός ήταν, επομένως, συναυτουργός και το δικαστήριο έπρεπε να προσεγγίσει τη μαρτυρία του με τον τρόπο που υποδεικνύεται ανωτέρω.
Αλλά και στην περίπτωση που αυτός δεν ήταν, αυστηρά ομιλούντες, συναυτουργός, από αυτή τούτη τη μαρτυρία του, αποκαλύπτεται ότι αυτός ήταν πρόσωπο που κατά κάποιο τρόπο είχε εμπλακεί στη διάπραξη του αδικήματος, αντικείμενο της κατηγορίας, και ήταν πρόσωπο που είχε συμφέρον συνδεδεμένο με την επιτυχία του επίδικου εγκληματικού εγχειρήματος. Ήταν, επομένως, μάρτυρας που είχε δικό του σκοπό ή συμφέρο να εξυπηρετήσει. Τα γεγονότα της υπόθεσης και η φύση του συμφέροντος ήταν τέτοια που υπαγόρευαν την προσέγγιση της μαρτυρίας του με τη μεγαλύτερη δυνατή προσοχή, επιφύλαξη και περίσκεψη. Πρόσθετα, ο Ορεινός είχε φανερό ελατήριο να μεταθέσει την ευθύνη του στον εφεσείοντα. Η μαρτυρία του ήταν επομένως μολυσμένη και [*27]ύποπτη. Η προσέγγιση της μαρτυρίας του Ορεινού από το πρωτόδικο Δικαστήριο, με τον τρόπο που προσεγγίζεται η μαρτυρία ενός συνηθισμένου και μη ύποπτου μάρτυρα ήταν εσφαλμένη και οδηγεί στον παραμερισμό της καταδίκης.
3. Η καταδίκη βασίσθηκε σχεδόν αποκλειστικά στη μαρτυρία του Ορεινού και δεν υπάρχει περιθώριο εφαρμογής της επιφύλαξης του Άρθρου 145(1)(β) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155.
4. Η διαταγή για επανεκδίκαση, στην παρούσα υπόθεση, όπου ο εφεσείων εξέτισε ήδη πάνω από το ½ της ποινής που του επιβλήθηκε μετά από μακρά και επίπονη διαδικασία, όχι μόνο θα απολήξει στην παροχή δεύτερης ευκαιρίας στην Κατηγορούσα Αρχή να αποδείξει την υπόθεσή της, αλλά θα έχει και εμφανές το στοιχείο της καταπίεσης.
Η έφεση επιτράπηκε. Η καταδίκη παραμερίσθηκε.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Mousoulides v. Republic (1983) 2 C.L.R. 336,
Davies v. D.P.P. [1954] A.C. (H.L.) 378,
Demetriou v. Republic (1961) C.L.R. 309,
Zacharia v. Republic (1962) C.L.R. 52,
Peristianis v. Police (1969) 2 C.L.R. 137,
Mantis v. Police (1981) 2 C.L.R. 166,
Psaras v. Republic (1987) 2 C.L.R. 132,
Γιουρούκκης v. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 171,
R. v. Prater [1960] 2 Q.B. 464,
Zisimides v. Republic (1978) 2 C.L.R. 382,
R. v. Stannard, 48 Cr. App. R. 81,
[*28]R. v. Russell, 52 Cr. App. R. 147,
R. v. Beck [1982] 1 All E.R. 807,
R. v. Small a.o. [1986] 2 All E.R. 928,
R. v. Pattison and Laws, 58 Cr. App. R. 417,
Ρούσος v. Αστυνομίας (1998) 2 A.A.Δ. 471,
Nestoros v. Republic (1961) C.L.R. 217,
Petrides v. Republic (1964) C.L.R. 413,
Pierides v. Republic (1971) 2 C.L.R. 263,
Σιάτης v. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 551,
Assadourian v. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 229.
Έφεση εναντίον Kαταδίκης και Ποινής.
Έφεση εναντίον της καταδίκης και της ποινής από το Nίκο Eυαγγέλου, ο οποίος βρέθηκε ένοχος στις 15 Σεπτεμβρίου 1998, από το Eπαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας (Ποινική Yπόθεση Aρ. 8547/95) στην κατηγορία απόσπασης περιουσίας με ψευδείς παραστάσεις, κατά παράβαση των Άρθρων 297, 298 και 20 του Ποινικού Kώδικα, Kεφ. 154 και καταδικάστηκε από Kαλογήρου, E.Δ., σε ποινή φυλάκισης 12 μηνών.
Ο εφεσείων εμφανίζεται αυτοπροσώπως.
Α. Μαππουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Eφεσίβλητη.
Cur. adv.vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Την 3.9.98 και μετά από ακροαματική διαδικασία ο εφεσείων κρίθηκε ένοχος δια τη διάπραξη του αδικήματος της απόσπασης περιουσίας “δια ψευδών παραστάσεων κατά παράβαση των άρθρων 297, 298 και 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154”.
[*29]Η ουσία της κατηγορίας ήταν ότι ο εφεσείων μαζί με τον Ανδρέα Τάσου Ορεινό, με ψευδείς παραστάσεις και με σκοπό την καταδολίευση απέσπασαν από κάποιο Κωνσταντίνο Ιωάννου (“ο παραπονούμενος”) 4 αυτοκίνητα συνολικής αξίας £9.800. Οι ψευδείς παραστάσεις συνίσταντο “εις το ότι έδωσαν στον παραπονούμενο την επιταγή της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος με αρ. FC00 991872 που ανήκει στον Ανδρέα Τάσου Ορεινού γνωρίζοντας ότι ο λογαριασμός στην Τράπεζα ήτο κλειστός”.
Παραθέτουμε σε συντομία τα κύρια πραγματικά περιστατικά που περιβάλλουν την υπόθεση:
Ο πιο πάνω Ανδρέας Τάσου Ορεινός (“ο Ορεινός”) ήταν συγκατηγορούμενος του εφεσείοντα. Αντιμετώπιζαν μαζί τις ίδιες κατηγορίες. Η Κατηγορούσα Αρχή καταχώρισε αναστολή της ποινικής δίωξης του Ορεινού προτού αρχίσει η ακροαματική διαδικασία και στη συνέχεια τον κάλεσε σαν μάρτυρα κατηγορίας. Σε μεταγενέστερο στάδιο η Κατηγορούσα Αρχή απέσυρε 4 από τις 5 κατηγορίες που αντιμετώπιζε ο εφεσείων και απέμεινε μόνο η πιο πάνω κατηγορία.
Κεντρικό θέμα της διαδικασίας ήταν οι σχέσεις και η συνεργασία του εφεσείοντα με τον Ορεινό. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του τελευταίου: Γνώρισε τον εφεσείοντα επαγγελματικά το 1993. Η επαγγελματική τους συνεργασία τότε δεν εξελίχθηκε ικανοποιητικά αλλά αναπτύχθηκε φιλική σχέση μεταξύ τους. Περί τον Σεπτέμβριο του 1993, ο εφεσείων του πρότεινε να συνεργαστούν για αμοιβαίο όφελος. Η συμφωνία, στην οποία κατέληξαν, ήταν να αγοράζουν εμπορεύματα και στη συνέχεια να τα πουλούν. Το κέρδος που θα προέκυπτε θα το μοιράζονταν και οι δύο τους. Το διάστημα εκείνο διατηρούσε λογαριασμό στην Σ.Π.Ε. Στροβόλου και είχε βιβλιάριο επιταγών. Ο λογαριασμός του είχε ένα ποσό γύρω στις £300. Σαν αποτέλεσμα των όσων είχε συζητήσει και συμφωνήσει με τον εφεσείοντα, του παρέδωσε 6-7 υπογραμμένες επιταγές από το βιβλιάριο των επιταγών του. Το υπόλοιπο μέρος δεν ήταν συμπληρωμένο. Ο εφεσείων θα τις συμπλήρωνε και θα τις παρέδιδε για τις αγορές που θα έκαναν. Του υποσχέθηκε - ο εφεσείων - ότι θα φρόντιζε έτσι ώστε να καταθέτει ποσά στο λογαριασμό για να καλύπτονται οι επιταγές. Δεν γνωρίζει ποιά ήταν τελικά η τύχη αυτών των επιταγών.
Μετά από κάποιο χρονικό διάστημα, 2-3 μηνών, διεπίστωσε πως δεν υπήρξε κανένα αποτέλεσμα από τη συνεργασία τους. Είχε, επίσης, ενοχληθεί σε μια-δυό περιπτώσεις για επιταγές που εκ[*30]δόθηκαν από τον λογαριασμό του οι οποίες δεν τιμήθηκαν. Έτσι αποφάσισε να κλείσει τον λογαριασμό για να δώσει τέρμα στην κατάσταση που δημιουργήθηκε. Αυτό έγινε αρχές του 1994. Ζήτησε εξηγήσεις από τον εφεσείοντα ο οποίος τον καθησύχαζε, διαβεβαιώνοντας τον ότι θα διευθετούσε ο ίδιος την πληρωμή των επιταγών. Παρ’ όλο ότι οι σχέσεις τους ψυχράνθηκαν κάπως, εξακολούθησαν να συνεργάζονται. Τον Σεπτέμβριο του 1994, ο εφεσείων τον παρότρυνε να ανοίξει λογαριασμό στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος. Παρά τις επιφυλάξεις του πείστηκε και άνοιξε λογαριασμό. Αυτό που συνέτεινε στην απόφαση του ήταν οι διαβεβαιώσεις του εφεσείοντα ότι με την νέα κατάσταση καλύπτονταν και οι επιταγές που εκδόθηκαν από τον λογαριασμό της Σ.Π.Ε. Στροβόλου. Τα οικονομικά του δεν ήταν καλά λόγω και των οικογενειακών του προβλημάτων που συνέτειναν στη χειροτέρευση τους. Κατέθεσε £40 και άνοιξε λογαριασμό στην Εθνική Τράπεζα, εξασφαλίζοντας συνάμα βιβλιάριο επιταγών. Την πρώτη επιταγή την εξέδωσε ο ίδιος στο όνομα του αποσύροντας ποσό £35. Παρέμεινε έτσι ποσό £5 στο λογαριασμό. Παρέδωσε στον εφεσείοντα 14 από τα 25 φύλλα επιταγών που υπήρχαν στο βιβλιάριο. Τα υπέγραψε όλα ενώ το υπόλοιπο μέρος των επιταγών ήταν ασυμπλήρωτο. Ακολούθως του έδωσε και τις υπόλοιπες 10 γιατί ο εφεσείων του είχε πει ότι απώλεσε τις προηγούμενες μαζί με άλλα προσωπικά του αντικείμενα. Μια από τις επιταγές που παρέδωσε ήταν και η επιταγή με αριθμό 991872 για το ποσό των £9,800 (“η επίδικη επιταγή”). Ανεγνώρισε την υπογραφή του στην επίδικη επιταγή όχι όμως και τις υπόλοιπες εγγραφές, που δεν ήταν δικές του. Με τον παραπονούμενο - πωλητή των επίδικων αυτοκινήτων - προς όφελος του οποίου είχε εκδοθεί η επίδικη επιταγή, δεν είχε οποιαδήποτε συνεργασία. Τον γνώρισε για πρώτη φορά στην Αστυνομική Διεύθυνση Λάρνακας, όπου μετέβη γι΄ αυτή την υπόθεση. Ειδοποιήθηκε από την τράπεζα ότι ο λογαριασμός του έκλεισε. Παρέλαβε την ειδοποίηση από την μητέρα του, στην διεύθυνση της οποίας είχε σταλεί περί τα τέλη Σεπτεμβρίου 1994. Μετά από μια - δυο ημέρες ενημέρωσε τον εφεσείοντα για το γεγονός αυτό.
Την 8.10.94 ο εφεσείων του παρέδωσε ένα αυτοκίνητο μάρκας BMW με αριθμό εγγραφής UK799 - ήταν το ένα από τα τέσσερα επίδικα αυτοκίνητα. Του παρέδωσε επίσης και φόρμα μεταβίβασης και του ανέφερε πως μπορούσε να το πωλήσει. Ο εφεσείων του άφησε να νοηθεί ότι το αυτοκίνητο εκείνο ήταν το μερίδιο του από τα κέρδη της συνεργασίας τους.
Στις 12 Οκτωβρίου 1994, τον επισκέφθηκε ο εφεσείων και του ανέφερε ότι τον αναζητεί η Αστυνομία Λάρνακας για να δώσει [*31]εξηγήσεις για τα αυτοκίνητα. Του ζήτησε να πεί ότι ο ίδιος έδωσε την επιταγή στον παραπονούμενο. Μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν γνώριζε οτιδήποτε για την επιταγή ή οτιδήποτε αφορούσε την όλη υπόθεση. Τον οδήγησε ο ίδιος ο εφεσείων στα γραφεία της Αστυνομικής Διεύθυνσης Λάρνακας. Καθ’ οδόν, του έδειξε και το Γραφείο Πώλησης Οχημάτων του παραπονούμενου, τον οποίο επίσης δε γνώριζε. Αφού τον μετέφερε στην Αστυνομία, ο εφεσείων έφυγε. Εκεί πληροφορήθηκε ότι εκκρεμούσε ένταλμα σύλληψης εναντίον του. Στην αρχή υπεστήριξε ότι ο ίδιος έδωσε την επιταγή, όπως τον προέτρεψε να πράξει ο εφεσείων. Αργότερα, όμως, όταν η Αστυνομία τον αντιπαρέθεσε με τον παραπονούμενο, τον οποίο έβλεπε για πρώτη φορά, είπε όλη την αλήθεια. Παρέδωσε μάλιστα το αυτοκίνητο που του είχε δώσει ο εφεσείων στην Αστυνομία. Επειδή αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα, ο εφεσείων τον προέτρεψε να του υπογράψει ένα γραμμάτιο για να του κινήσει αγωγή και ακολούθως να τον κηρύξει σε πτώχευση για να απαλλαγεί από τις υποχρεώσεις που είχε. Γι’ αυτό τον λόγο ο εφεσείων καταχώρησε αγωγή και πέτυχε απόφαση εναντίον του. Στη συνέχεια καταχώρησε αίτηση πτώχευσης και εξεδόθη διάταγμα πτώχευσης εναντίον του.
Το πρωτόδικο δικαστήριο άκουσε, επίσης, την μαρτυρία του παραπονούμενου - πωλητή των αυτοκινήτων - και τη μαρτυρία δύο άλλων τυπικών μαρτύρων. Στην απόφαση του εξέτασε κατά πόσο ο Ορεινός ήταν συναυτουργός και κατέληξε ως εξής:
“Αφού εξέτασα προσεκτικά το σύνολο της μαρτυρίας που έχει κατατεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου, καταλήγω πως ο Ορεινός δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί συναυτουργός για το αδίκημα που αντιμετωπίζει ο κατηγορούμενος.
Θα μπορούσα κατά συνέπεια να βασιστώ στην μαρτυρία του Ορεινού χωρίς να είναι απαραίτητο να προειδοποιήσω τον εαυτό μου ή να αναζητήσω ενισχυτική μαρτυρία.”
Στη συνέχεια το πρωτόδικο δικαστήριο σχολίασε ως πιο κάτω την μαρτυρία του Ορεινού:
“Απεκόμισα πολύ καλή εντύπωση για τον Ορεινό. Έδωσε πλήρεις και πειστικές εξηγήσεις για όλα τα θέματα που ρωτήθηκε. Βρέθηκε ασφαλώς σε μια πολύ δύσκολη θέση. Κατόρθωσε όμως να πείσει το Δικαστήριο πως ‘παγιδεύτηκε’ από τον Κατηγορούμενο τον οποίο εμπιστεύτηκε. Βρίσκω αληθινή την εκδοχή του Ορεινού. Υποστηρίζεται εξάλλου από την υπόλοι[*32]πη μαρτυρία, στα ουσιαστικά της σημεία. Όπως για παράδειγμα τη μαρτυρία του παραπονομένου ότι ο Κατηγορούμενος του έδωσε την επιταγή που είναι και το σημαντικότερο γεγονός αυτής της υπόθεσης. Βρίσκω την μαρτυρία του Ορεινού ειλικρινή και ορθή.”
Δέχθηκε, επίσης, την υπόλοιπη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής και απέρριψε εκείνη του εφεσείοντα. Με βάση λοιπόν την μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής το πρωτόδικο δικαστήριο διαπίστωσε: Όταν ο εφεσείων παρέδωσε στον παραπονούμενο την επίδικη επιταγή γνώριζε ότι ο λογαριασμός του Ορεινού στην Εθνική Τράπεζα της Ελλλάδος ήταν κλειστός. Τον είχε ενημερώσει γι’ αυτό το γεγονός ο Ορεινός. Ο τελευταίος ειδοποιήθηκε από την Τράπεζα ότι έκλεισε ο λογαριασμός του. Έλαβε γνώση της ειδοποίησης περί το τέλος Σεπτεμβρίου και ενημέρωσε τον εφεσείοντα για το γεγονός αυτό. Εν πάση περιπτώσει, ο εφεσείων γνώριζε πολύ καλά ότι ο λογαριασμός του Ορεινού στην Τράπεζα δεν διέθετε τα αναγκαία κεφάλαια για να πληρωθεί η επιταγή. Στη συνέχεια ο εφεσείων έδωσε το ένα από τα τέσσερα αυτοκίνητα (UK 799) στον Ορεινό, χωρίς να του αναφέρει τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες το εξασφάλισε από τον παραπονούμενο.
Σαν αποτέλεσμα των πιο πάνω διαπιστώσεων του το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε τον εφεσείοντα ένοχο και του επέβαλε ποινή φυλάκισης 12 μηνών.
Ο εφεσείων άσκησε την παρούσα έφεση αυτοπροσώπως με γενικό λόγο της έφεσης τον ισχυρισμό του ότι ήταν “αθώος”. Λόγω της μη εκπροσώπησης του από δικηγόρο του έχει επιδειχθεί κάποια ελαστικότητα. Του επετράπει να επιχειρηματολογήσει υπέρ της έφεσης του χωρίς να είχε καταχωρίσει λόγους έφεσης. Αυτή η πρακτική δυνατόν να έφερνε σε δύσκολη θέση την άλλη πλευρά γιατί δεν ήταν προετοιμασμένη. Ήταν η πρόθεση μας να της δώσουμε χρόνο να ετοιμαστεί σε περίπτωση που θα υπέβαλλε τέτοιο αίτημα.
Ο εφεσείων διαβάζοντας από γραπτό κείμενο, το οποίο προφανώς είχε ετοιμασθεί από δικηγόρο, υποστήριξε ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο έλαβε υπόψη την μαρτυρία του Ορεινού. Ο τελευταίος ήταν συναυτουργός και το “πρωτόδικο δικαστήριο έπρεπε να προειδοποιήσει τον εαυτό του και να αναζητήσει ενίσχυση”.
Ενόψει της πιο πάνω θέσης του εφεσείοντα ζητήθηκαν οι από[*33]ψεις του ευπαίδευτου συνήγορου της εφεσίβλητης, προτού συμπληρωθεί η αγόρευση του εφεσείοντα. Του υπεδείξαμε με αναφορά στην Mousoulides v. Republic (1983) 2 C.L.R. 336, 340, ότι ακόμη και στην περίπτωση που ο Ορεινός δεν είναι συναυτουργός ο “κανόνας για προειδοποίηση” δεν καλύπτει μόνο περιπτώσεις συναυτουργών αλλά και περιπτώσεις όπου η μαρτυρία κάποιου μάρτυρα είναι μολυσμένη με αλλότρια κίνητρα. Μας ανέφερε ότι ενώ ο Ορεινός δεν είναι συναυτουργός μέσα στην στενή έννοια του όρου ήταν ύποπτος μάρτυρας και το πρωτόδικο δικαστήριο έπρεπε να προσεγγίσει τη μαρτυρία του με τον τρόπο που έχει καθιερωθεί από τη νομολογία σε τέτοιες περιπτώσεις. Η παράλειψη του πρωτόδικου δικαστηρίου να προσεγγίσει την μαρτυρία του με την δέουσα επιφύλαξη δεν έχει παρά να οδηγήσει στην ακύρωση της καταδίκης και στην επανεκδίκαση της υπόθεσης.
Πρέπει να εκφράσουμε την ευαρέσκεια μας για την στάση του ευπαίδευτου συνήγορου της εφεσίβλητης. Αποτελεί έκφανση μιας πολύ ακριβοδίκαιης προσέγγισης. Συμβάλλει στη σωστή απονομή της δικαιοσύνης.
Ο κλασσικός ορισμός του όρου “συναυτουργός” έγινε στην Davies v. D.P.P. [1954] A.C. (H.L.) 378. Τον παραθέτουμε:
“... persons who are ‘participes criminis’ in respect of the actual crime charged, whether as principals or accessories before or after the fact (in felonies) or persons committing, procuring or aiding and abetting (in the case of misdemeanours).”
Σε ελληνική μετάφραση:
“... πρόσωπα που είναι ‘participes criminis’ σε σχέση με το ειδικό ποινικό αδίκημα που βρίσκεται στο κατηγορητήριο είτε ως αυτουργοί, ή συνεργοί πριν ή μετά το αδίκημα (σε κακουργήματα) ή πρόσωπα που διενεργούν την πράξη προάγουν ή που παρέχουν βοήθεια ή παρακινούν (στην περίπτωση πλημμελημάτων).”
Όπως φαίνεται από τον πιο πάνω ορισμό οι συνεργοί μετά τη διάπραξη (accessories after the fact) θεωρούνται συναυτουργοί μόνο στις περιπτώσεις κακουργημάτων. Αυτό είναι φυσικό γιατί στην Αγγλία δεν υφίσταται το αδίκημα της συνέργειας μετά τη διάπραξη σε σχέση με πλημμελήματα (Βλ. Russell on Crime, 12th ed., Vol. 1, σελ. 132). Αντίθετα στην Κύπρο δεν υπάρχει οποιαδήποτε διάκριση μεταξύ πλημμελημάτων και κακουργημάτων. Το αδίκη[*34]μα της συνέργειας μετά τη διάπραξη ειναι αξιόποινο τόσο σε σχέση με κακουργήματα όσο και σε σχέση με πλημμελήματα (βλ. άρθρα 23, 24 και 25 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154). Θεωρούμε λοιπόν πως ένας συνεργός μετά τη διάπραξη πλημμελήματος μπορεί να θεωρηθεί “συναυτουργός” (Βλ. και Demetriou v. Republic (1961) C.L.R. 309, 314, 315).
Στη Mousoulides (πιο πάνω) το θέμα τέθηκε ως εξής:
“For a witness to be treated as an accomplice, he must either be a self-confessed accomplice or his evidence must, judged solely or in combination with other evidence in the case, raise the issue of his complicity in the crimes committed.”
Σε ελληνική μετάφραση:
“Για να θεωρηθεί ένας μάρτυρας σαν συναυτουργός πρέπει είτε να υπάρχει η δική του ομολογία ότι είναι συναυτουργός ή η μαρτυρία του κρινόμενη αποκλειστικά ή σε συνδυασμό με άλλη μαρτυρία στην υπόθεση, εγείρει το θέμα της συμμετοχής του στα εγκλήματα που διαπράχθηκαν.”
Οι συνέπειες από την παράλειψη να δοθεί η πιο πάνω προειδοποίηση προδιαγράφονται ως πιο κάτω στην Davies (σελ. 379):
“In a criminal trial where a person who is an accomplice gives evidence on behalf of the prosecution it is the duty of the judge to warn the jury that, although they may convict on his evidence, it is dangerous to do so unless it is corroborated. This rule, although a rule of practice, now has the force of a rule of law, and where the judge fails to give due warning the convinction will be quashed, even if in fact there be ample corroboration unless the appellate court can apply the proviso to section 4(1) of the Criminal Appeal Act, 1907.”
Σε ελληνική μετάφραση:
“Όταν σε μια ποινική υπόθεση δίνεται μαρτυρία από συναυτουργο εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής ο δικαστής έχει καθήκο να προειδοποιήσει τους ενόρκους ότι ανκαι μπορούν να καταδικάσουν με βάση τη μαρτυρία του είναι επικίνδυνο να το πράξουν εκτός αν υπάρχει ενισχυτική μαρτυρία. Παρόλο ότι αυτός ο κανόνας είναι κανόνας πρακτικής έχει τώρα λάβει την ισχύ κανόνα δικαίου και όπου ο δικαστής παραλείπει να δώσει [*35]τη δέουσα προειδοποίηση η καταδίκη θα ακυρωθεί έστω και αν στην πραγματικότητα υπάρχει συντριπτική ενισχυτική μαρτυρία εκτός αν το Εφετείο εφαρμόσει την επιφύλαξη του άρθρου 4(1) της Criminal Appeal Act 1907.”
(Βλ. και Zacharia v. Republic (1962) C.L.R. 52, Demetriou v. Republic (1961) C.L.R. 309, Peristianis v. Police (1969) 2 C.L.R. 137, Mantis v. Police (1981) 2 C.L.R. 166, Psaras v. Republic (1987) 2 C.L.R. 132 και Γιουρούκκης ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 171 και 402).
Υπάρχουν όμως και άλλες περιπτώσεις στις οποίες είναι επιθυμητό να δίνεται η πιο πάνω προειδοποίηση. Μια από αυτές είναι η περίπτωση μάρτυρα που έχει κάποιο δικό του ιδιαίτερο σκοπό να εξυπηρετήσει με τη μαρτυρία του και που τεχνικά δεν μπορεί να θεωρηθεί ως συναυτουργός. Στην R. v. Prater [1960] 2 Q.B. 464, 466 το θέμα τέθηκε ως εξής:
“... this court is content to accept that, whether the label to be attached to Welham in this case was strictly that of an accomplice or not, in practice it is desirable that a warning should be given that the witness, whether he comes frοm the dock, as in this case, or whether he be a Crown witness, may be a witness with some purpose of his own to serve ... This court in the circumstances of the present appeal, is content to express the view that it is desirable that, in cases where a person may be regarded as having some purpose of his own to serve, the warning against uncorroborated evidence should be given. But every case must be looked at in the light of its own facts ...”.
Σε ελληνική μετάφραση:
“... αυτό το δικαστήριο ικανοποιείται με το να δεχθεί ότι ανεξάρτητα του κατά πόσο ο μάρτυρας Welham, αυστηρά ομιλούντες, μπορεί να χαρακτηρισθεί ως συναυτουργός ή όχι, ως ζήτημα πρακτικής είναι επιθυμητό να δίνεται η προειδοποίηση ότι ο μάρτυρας, είτε είναι συγκατηγορούμενος, όπως σ’ αυτή την υπόθεση, είτε είναι μάρτυρας της κατηγορίας μπορεί να είναι μάρτυρας με δικό του σκοπό να εξυπηρετήσει ... Αυτό το δικαστήριο υπό τις περιστάσεις της παρούσας έφεσης ικανοποιείται με την έκφραση της άποψης ότι είναι επιθυμητό όπως, στις υποθέσεις που ένα πρόσωπο μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει δικό του σκοπό να εξυπηρετήσει, πρέπει να δίνεται η προειδοποίηση εναντίον της χωρίς ενίσχυση μαρτυρίας. Ωστόσο η κά[*36]θε υπόθεση πρέπει να εξετάζεται υπό το φως των δικών της περιστατικών.”
Η υπόθεση Prater έχει αναφερθεί και στην Zisimides v. Republic (1978) 2 C.L.R. 382. Έχει δε σχολιασθεί αυστηρά από το Αγγλικό Εφετείο στην R. v. Stannard, 48 Cr. App. R. 81, 91-92, όπου λέχθηκαν τα πιο κάτω από το Δικαστή Winn:
“The rule, if it be a rule, enunciated in R. v. Prater [1960] 1 All E.R. 298, [1960] 2 Q.B. 464, is no more than a rule of practice. I say deliberately ‘if it be a rule’ because, reading the passage of the judgment as I have just read it, it really seems to amount to no more that an expression of what is desirable and what, it is to be hoped, will more usually than not be adopted, at any rate where it seems to be appropriate to the learned judge. It certainly is not a rule of law ...”.
Σε ελληνική μετάφραση:
“Ο κανόνας, που διατυπώθηκε στην Prater, αν μπορεί να θεωρηθεί κανόνας, δεν είναι παρά κανόνας πρακτικής. Λέγω σκόπιμα ‘αν μπορεί να θεωρηθεί κανόνας’ γιατί από την ανάγνωση του αποσπάσματος της απόφασης, όπως το έχω μόλις αναγνώσει, πράγματι φαίνεται να ισοδυναμεί με έκφραση αυτού που είναι επιθυμητό και που ελπίζεται ότι μάλλον πιο συχνά παρά όχι θα υιοθετείται από τον ευπαίδευτο δικαστή, τουλάχιστο στις υποθέσεις που νομίζει πως πρέπει να το κάνει. Σίγουρα δεν είναι κανόνας δικαίου ...”.
Η πιο πάνω άποψη του Δικαστή Winn έχει επικυρωθεί από τον Diplock L.J. στην R. v. Russell, 52 Cr. App. R. 147, 150.
Στην R. v. Beck [1982] 1 All E.R. 807, 812, 813 η υπόθεση Prater έχει σχολιασθεί ως πιο κάτω:
“... if and in so far as R. v. Prater [1960] 2 Q.B. 464 was not a decision on its particular facts, it in no way extended the law as laid down in Davies’s case [1954] 1 All E.R. 507, [1954] AC 378. There was material on which a reasonable jury could have concluded that Welham was an accomplice.
..............................................................................................................
While we in no way wish to detract from the obligation on a judge to advise a jury to proceed with caution where there is material to [*37]suggest that a witness’s evidence may be tainted by an improper motive, and the strength of that advice must vary according to the facts of the case, we cannot accept that there is any obligation to give the accomplice warning with all that entails, when it is common ground that there is no basis for suggesting that the witness is a participant or in any way involved in the crime the subject matter of the trial.”
Σε ελληνική μετάφραση:
“... Αν και στο βαθμό που η R. v. Prater [1960] 2 Q.B. 464 δεν ήταν απόφαση επί των συγκεκριμένων γεγονότων της, δεν έχει με κανένα τρόπο επεκτείνει το δίκαιο όπως έχει διατυπωθεί στην υπόθεση Davies [1954] A.C. 378.
............................................................................................................
Ενώ με κανένα τρόπο δεν επιθυμούμε να αφαιρέσουμε από την υποχρέωση που έχει ο Δικαστής να συμβουλεύει τους ενόρκους να προχωρούν με προσοχή όπου υπάρχει υλικό που τείνει να δείξει ότι η μαρτυρία ενός μάρτυρα είναι μολυσμένη από αλλότρια κίνητρα, και η δύναμη εκείνης της συμβουλής πρέπει να διαφέρει σύμφωνα με τα γεγονότα της υπόθεσης, δεν μπορούμε να δεχθούμε ότι υπάρχει οποιαδήποτε υποχρέωση να δίνεται ‘η προειδοποίηση συναυτουργού’ με όλα όσα αυτή συνεπάγεται όπου είναι κοινό έδαφος ότι δεν υπάρχει έδαφος για εισήγηση ότι ο μάρτυρας συμμετείχε ή είχε οποιαδήποτε εμπλοκή στο έγκλημα, αντικείμενο της δίκης.”
Η φράση “with all that entails” (“με όλα όσα συνεπάγεται”) έχει επεξηγηθεί ως ακολούθως στην R. v. Spences and Others, R. v. Small and Others [1986] 2 All E.R. 928, 936:
“The phrase ‘with all that entails’ requires perhaps further explanation. Where there is no corroboration, the rule of practice merely requires that the jury should be warned of the danger of relying on the sole evidence of an accomplice or of the complainant in the sexual case or on the evidence of a child. The warning to be sufficient must explain why it is dangerous so to act, since otherwise the warning will lack significance. The jury are, of course, told that, while as a general rule it is dangerous so to act, they are at liberty to do so if they feel sure that the ucorroborated witness is telling the truth. Where, however, there is evidence before the jury which they can properly consider to be [*38]corroborative evidence the position becomes less simple. The trial judge has the added obligation of identifying such material, and explaining to the jury that it is for them to decide whether to treat such evidence as corroboration.”
Σε ελληνική μετάφραση:
“Η φράση ‘με όλα όσα συνεπάγεται’ πιθανόν να χρειάζεται περαιτέρω επεξήγηση. Όπου δεν υπάρχει ενισχυτική μαρτυρία, ο κανόνας πρακτικής απλώς απαιτεί όπως οι ενόρκοι προειδοποιούνται για τον κίνδυνο να βασίζονται μόνο πάνω στη μαρτυρία του συναυτουργού ή της παραπονούμενης σε σεξουαλική υπόθεση ή του παδιού. Για να είναι επαρκής η προειδοποίηση πρέπει να εξηγεί γιατί είναι επικίνδυνο για τους ενόρκους να ενεργήσουν με αυτό τον τρόπο εφόσο άλλωσπως η προειδοποίηση θα στερείται σπουδαιότητας. Στους ενόρκους βέβαια λέγεται ότι ενώ σαν θέμα γενικού κανόνα είναι επικίνδυνο να ενεργήσουν με αυτό τον τρόπο, είναι ελεύθεροι να το πράξουν, αν αισθάνονται βέβαιοι ότι ο μη ενισχυθείς μάρτυρας λέγει την αλήθεια. Όπου, όμως, υπάρχει μαρτυρία ενώπιον των ενόρκων η οποία ορθά μπορεί να θεωρηθεί ως ενισχυτική, η κατάσταση γίνεται λιγότερο απλή. Το Δικαστήριο έχει την πρόσθετη υποχρέωση να υποδείξει αυτή τη μαρτυρία και να εξηγήσει στους ενόρκους ότι εναπόκειται στους ίδιους να αποφασίσουν κατά πόσο θα χρησιμοποιήσουν εκείνη τη μαρτυρία ως ενισχυτική.”
Η υπόθεση Beck έχει επεξηγηθεί ως ακολούθως στη Mousoulides (πιο πάνω), σελ. 340, από τον Πική, Δ., όπως ήταν τότε:
“On a study of this case and the cases analysed therein, the first proposition that emerges, is that not every witness who allegedly possesses an ulterior motive or with an axe to grind against the accused, is a witness with an interest to serve. The interest he must possess in order to be legitimately treated as a witness with an interest to serve, is an interest associated with the success of the criminal venture with which the accused are charged. There must be evidence tending to suggest complicity on his part in the commission of the crime, though not such as to render him an accomplice in the commission of the offence.... Where the evidence establishes that a witness’ evidence may be tainted with an improper motive, in the sense above explained, there is no hard and fast rule as to the directions that should be given with regard to the approach or evaluation of his evidence. Certainly, there is [*39]no rule comparable to the one respecting the treatment of the evidence of an accomplice. On a consideration of Beck, supra, the position appears to be this: The evidence of a witness with an interest to serve, must be examined with caution; the caution required varies with the facts of the case. The caution or scepticism with which his evidence must be approached varies in proportion to the nature of the interest he had to serve and the extent of it. The greater the interest the greater must the caution be.”
Σε ελληνική μετάφραση:
“Η πρώτη πρόταση που προκύπτει από τη μελέτη της υπόθεσης Beck και των υποθέσεων που αυτή αναλύει είναι ότι ο κάθε μάρτυρας που κατ’ ισχυρισμό έχει υστερόβουλα κίνητρα ή προσωπικό συμφέρο εναντίον του κατηγορουμένου δεν είναι μάρτυρας με συμφέρον να εξυπηρετήσει. Το συμφέρο που πρέπει να έχει για να θεωρηθεί ως μάρτυρας με συμφέρο να εξυπηρετήσει είναι συμφέρο που συνδέεται με την επιτυχία του ποινικού εγχειρήματος με το οποίο κατηγορούνται οι κατηγορούμενοι. Πρέπει να υπάρχει μαρτυρία η οποία τείνει να αποδείξει συμμετοχή εκ μέρους του μάρτυρα στη διάπραξη του εγκλήματος, ανκαι όχι τέτοια που να τον καθιστά συναυτουργό στη διάπραξη του αδικήματος.... Όπου η μαρτυρία καταδείχνει ότι η μαρτυρία ενός μάρτυρα είναι μολυσμένη με αλλότρια κίνητρα, όπως εξηγείται πιο πάνω, δεν υπάρχει άκαμπτος κανόνας ως προς τις οδηγίες που θα δοθούν σε σχέση με την προσέγγιση ή αξιολόγηση της μαρτυρίας του. Σίγουρα δεν υπάρχει κανόνας συγκρίσιμος με εκείνο που σχετίζεται με τον χειρισμό της μαρτυρίας συναυτουργού. Μετά από μελέτη της υπόθεσης Beck η κατάσταση φαίνεται να έχει ως εξής: Η μαρτυρία μάρτυρα με συμφέρο να εξυπηρετήσει πρέπει να εξετάζεται με προσοχή. Η προσοχή που χρειάζεται διαφέρει ανάλογα με τα γεγονότα της υπόθεσης. Η προσοχή ή σκεπτικισμός με τον οποίο πρέπει να προσεγγίζεται τέτοια μαρτυρία διαφέρει ανάλογα με το συμφέρο που έπρεπε να εξυπηρετήσει και την έκταση του. Όσο μεγαλύτερο είναι το συμφέρο τόσο μεγαλύτερη είναι και η προσοχή.”
Στην R. v. Pattison and Laws, 58 Cr. App. R. 417 ο μάρτυρας είχε φανερό ελατήριο για να μεταθέσει την ευθύνη από τον εαυτό του σε άλλο. Κρίθηκε ότι η μαρτυρία του ήταν τόσο μολυσμένη και η ιστορία που είπε τόσο μη ικανοποιητική στις λεπτομέρειες της που δεν έπρεπε να είχε γίνει δεκτή και το Εφετείο δεν ήταν διατεθειμένο να την αποδεκτεί.
[*40]Υιοθετούμε την προσέγγιση στην Beck όπως αυτή έχει επεξηγηθεί στην Mousoulides.
Σε σχέση με τη μαρτυρία του Ορεινού παρατηρούμε:
Ενώ, όπως είπε, είχε ενοχληθεί σε μια δυο περιπτώσεις για επιταγές που εκδόθηκαν από το λογαριασμό του, οι οποίες δεν πληρώθηκαν, στη συνέχεια παρέδωσε 24 κενά φύλλα επιταγών στον εφεσείοντα. Η παράδοση των κενών φύλλων, και μάλιστα σε σχέση με λογαριασμό ο οποίος είχε εις πίστη του μόνο το ποσό των £5, δεν μπορεί παρά να οδηγήσει εύλογα στη διαπίστωση ότι ο Ορεινός γνώριζε ότι ο εφεσείων θα χρησιμοποιούσε τα κενά φύλλα για παράνομους σκοπούς και σαν εργαλείο εξαπάτησης. Είχε προηγηθεί η επιλήψιμη συμπεριφορά του εφεσείοντα σε σχέση με την πρώτη παράδοση κενών φύλλων και ακολούθησε η παράδοση στον Ορεινό του αυτοκινήτου UK 799 το οποίο - όπως του άφησε να νοηθεί ο εφεσείων - ήταν το μερίδιο του από τα κέρδη της συνεργασίας τους. Εύλογα ο Ορεινός έπρεπε να είχε διερωτηθεί με ποιά χρήματα αγοράσθηκε το αυτοκίνητο εκείνο. Εγείρεται, επίσης, το ερώτημα:
Ποιά ήταν η οικονομική ή άλλου είδους συνεισφορά του Ορεινού από την επιχείρηση από την οποία προσδοκούσε - και έλαβε - μερίδιο ή κέρδος;
Ο Ορεινός όταν κλήθηκε από την Αστυνομία γνώριζε ότι η επίδικη επιταγή δόθηκε από τον εφεσείοντα στον παραπονούμενο προφανώς για απόσπαση των επίδικων αυτοκινήτων περιλαμβανομένου και του αυτοκινήτου που είχε δοθεί στον ίδιο. Ωστόσο, με προτροπή του εφεσείοντα αρχικά, πληροφόρησε την Αστυνομία ότι ήταν εκείνος - ο Ορεινός - που παρέδωσε την επίδικη επιταγή στον παραπονούμενο.
Προκύπτει για εξέταση το πιο κάτω ζήτημα:
Κατά πόσο ο Ορεινός ήταν συνεργός μετά τη διάπραξη αδικήματος. Σύμφωνα με τη νομολογία συνεργός είναι εκείνος που εν γνώσει του ότι άλλο πρόσωπο είναι ένοχος αδικήματος του δίνει οποιαδήποτε βοήθεια για να εμποδισθεί η σύλληψη του, η δίκη ή η τιμωρία του (Βλ. Ρούσος ν. Αστυνομίας (1998) 2 A.A.Δ. 471).
Έχουμε την άποψη πως από την πιο πάνω συμπεριφορά του Ορεινού και ιδιαίτερα από τη δήλωση του στην Αστυνομία ότι ήταν εκείνος που έδωσε την επιταγή στον παραπονούμενο στοιχει[*41]οθετείται το αδίκημα της συνέργειας μετά τη διάπραξη (βλ. άρθρα 23, 24 και 25 του Κεφ. 154). Ο Ορεινός ήταν, επομένως, συναυτουργός και το δικαστήριο έπρεπε να προσεγγίσει τη μαρτυρία του με τον τρόπο που υποδεικνύεται πιο πάνω (Βλ. Davies, πιο πάνω).
Ακόμα και αν ένας μπορούσε να προβάλει τη θέση ότι ο Ορεινός δεν ήταν, αυστηρά ομιλούντες, συναυτουργός από αυτή τούτη τη μαρτυρία του Ορεινού αποκαλύπτεται ότι ήταν πρόσωπο που κατά κάποιο τρόπο είχε εμπλακεί στη διάπραξη του αδικήματος, αντικείμενο της κατηγορίας (βλ. Beck, πιο πάνω) και ήταν πρόσωπο που είχε συμφέρον συνδεμένο με την επιτυχία του επίδικου εγκληματικού εγχειρήματος (βλ. Μousoulides, πιο πάνω). Ήταν, επομένως, μάρτυρας που είχε δικό του σκοπό ή συμφέρο να εξυπηρετήσει. Τα γεγονότα της υπόθεσης και η φύση του συμφέροντος ήταν τέτοια που υπαγόρευαν την προσέγγιση της μαρτυρίας του με τη μεγαλύτερη δυνατή προσοχή, επιφύλαξη και περίσκεψη. Πρόσθετα ο Ορεινός είχε φανερό ελατήριο γαι να μεταθέσει την ευθύνη του στον εφεσείοντα (Βλ. Pattison and Laws, πιο πάνω). Η μαρτυρία του ήταν επομένως ύποπτη και μολυσμένη. Παραταύτα το πρωτόδικο δικαστήριο προσέγγισε τη μαρτυρία του Ορεινού με τον τρόπο που προσεγγίζεται η μαρτυρία ενός συνηθισμένου και μη ύποπτου μάρτυρα. Η προσέγγιση αυτή ήταν εσφαλμένη και οδηγεί στον παραμερισμό της καταδίκης (Βλ. Davies, πιο πάνω).
Η καταδίκη βασίσθηκε σχεδόν αποκλειστικά πάνω στη μαρτυρία του Ορεινού και δεν υπάρχει περιθώριο εφαρμογής της επιφύλαξης του άρθρου 145(1)(β) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155.
Αναφορικά με την εισήγηση του ευπαίδευτου συνήγορου της εφεσίβλητης για επανεκδίκαση της υπόθεσης το θέμα εμπίπτει εντός της διακριτικής ευχέρειας του Εφετείου (Βλ. Nestoros v. Republic (1961) C.L.R. 217, Petrides v. Republic (1964) C.L.R. 413, Pierides v. Republic (1971) 2 C.L.R. 263). Το Εφετείο ασκεί τη διακριτική του ευχέρεια δικαστικά προς το συμφέρον της δικαιοσύνης και λαμβάνει υπόψη τη θέση του εφεσείοντα σε συνάρτηση με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (Βλ. Σιάτης ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 551, 554).
Όπως το έχει θέσει ο Κωνσταντινίδης, Δ. στην Assadourian v. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 229, 289:
“Οι παράγοντες που κατά περίπτωση διαδραματίζουν ρόλο δεν επιδέχονται προκαθορισμό αλλά το κυρίαρχο κριτήριο είναι [*42]σταθερό. Η απόφαση λαμβάνεται με γνώμονα το συμφέρον της δικαιοσύνης όπως αυτό προσδιορίζεται από την εξισορρόπηση της ανάγκης για ορθή εφαρμογή του Νόμου και των επιπτώσεων πάνω στον κατηγορούμενο. Σ’ αυτό το πλαίσιο, έχει εξέχουσα σημασία η αρχή πως δεν ενδείκνυται να απολήγει η διαταγή για επανεκδίκαση στην παροχή δεύτερης ευκαιρίας στην καταγορούσα αρχή να αποδείξει την υπόθεση της.”
Στις περιπτώσεις όπου ένας εφεσείων εξέτεισε σημαντικό μέρος της φυλάκισης η διαταγή για επανεκδίκαση θα έχει εμφανές το στοιχείο της καταπίεσης (Σιάτης, πιο πάνω).
Στην παρούσα υπόθεση ο εφεσείων καταδικάσθηκε σε φυλάκιση 12 μηνών στις 3.9.98 και σύμφωνα με τους Κανονισμούς αναμένεται να αποφυλακισθεί περί τα μέσα Απριλίου 1999. Έχει, επομένως, εκτίσει πάνω από το 1/2 της ποινής που του έχει επιβληθεί μετά από μακρά και επίμονη διαδικασία. Θεωρούμε, λοιπόν, ότι διαταγή για επανεκδίκαση όχι μόνο θα απολήξει στην παροχή δεύτερης ευκαιρίας στην κατηγορούσα αρχή να αποδείξει την υπόθεση της αλλά θα έχει και εμφανές το στοιχείο της καταπίεσης.
Η έφεση επιτρέπεται. Η καταδίκη παραμερίζεται.
H έφεση επιτρέπεται. H καταδίκη παραμερίζεται.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο